01 Απριλίου 2021

Δαιμονία Νύμφη - συνέντευξη (2019)


Υπάρχουν από το 1994 και είναι μια ελληνική περίπτωση με διεθνές ύφος, το οποίο δεν χωρά εύκολα στις υπάρχουσες ταμπέλες. 

Συνήθως κατατάσσονται δηλαδή στο (neo)folk, αλλά αρχικά τράβηξαν το ενδιαφέρον του μεταλλικού Τύπου –ίσως και λόγω των Fiendish Nymph, ενός black metal σχήματος με το οποίο έδρασαν ο Σπύρος Γιασαφάκης με τον αδερφό του Παντελή κατά τη δεκαετία του 1990. Το σκηνικό θυμίζει όσα διαδραματίζονται τα τελευταία χρόνια με την πιο προβεβλημένη περίπτωση των Wardruna, με τους οποίους υπάρχει μάλιστα ηχητική συγγένεια μα και συνάφεια, αφού αμφότεροι παίζουν ιδιαίτερα ιστορικά όργανα, που ανά περιπτώσεις παραγγέλνονται σε ειδικευμένους κατασκευαστές (οι Νορβηγοί, βέβαια, είναι αρκετά νεότερο σχήμα).

Ο λόγος για τους Δαιμονία Νύμφη, οι οποίοι συνιδρύθηκαν μεν από τους αδελφούς Γιασαφάκη, μα εδώ και χρόνια αποτελούνται πλέον από τον Σπύρο Γιασαφάκη και την Εύη Στεργίου. Χθες, λοιπόν, επέστρεψαν με καινούρια δουλειά: πρόκειται για ένα ΕΡ με τίτλο Witches' Lullaby, που για την ώρα βρίσκεται μόνο στο Bandcamp, αλλά στις 8 Απρίλη αναμένεται να βγει και σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. Στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης μπορείτε να δείτε κι ένα σχετικό trailer.

Μ' αυτή την αφορμή το blog φιλοξενεί τη συνέντευξη που κάναμε το 2019, όταν θα έρχονταν να παίξουν στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) μετά από 10 χρόνια απουσίας. Στα πλαίσιά της, μάλιστα, συζητήσαμε και για τα σχέδια έκδοσης του Witches' Lullaby. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που η μπάντα διαθέτει ως promo, και ανήκουν στην Jean Wong


Πέρασαν 10 χρόνια από την τελευταία σας εμφάνιση στην Ελλάδα, φαίνονται (και είναι) πολλά. Έφταιγε η κατάσταση στη χώρα μας; Ή έτσι έχει πια ο δικός σας κύκλος εργασιών;

Πέρασε πράγματι πάρα πολύς καιρός από την τελευταία εμφάνισή μας στην Ελλάδα. Και η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαμε καμία σοβαρή πρόταση να παίξουμε σε κάποιον χώρο, αν και θα το θέλαμε.

Ζείτε εδώ και καιρό στο Λονδίνο και σε προηγούμενη συνέντευξή σας είχατε αναφέρει και το Brexit στον Μιχάλη Τσαντίλα, σχολιάζοντας ότι «η ψήφος διαμαρτυρίας πολλών Άγγλων απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που πρεσβεύει η ηγεσία της Ευρώπης, μάλλον τους οδηγεί σε μια πολύ χειρότερη πολιτική επιλογή». Πώς επηρεάζουν τη ζωή σας, αλλά και την τέχνη σας, οι εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί έκτοτε;

Την τέχνη μας καθόλου, θα λέγαμε. Ο κόσμος στο Λονδίνο συνεχίζει να δημιουργεί, να εμπνέεται από το διαφορετικό, να αλληλεπιδρά, να θαυμάζει το όμορφο από όπου κι αν προέρχεται. Η τέχνη χρειάζεται ανοιχτό πνεύμα και γενναιόδωρη ψυχή. Όσο για την καθημερινότητα, το αν και πόσο θα επηρεαστεί, θα φανεί στο μέλλον.

Victoria Couper, Rey Yusuf, Θοδωρής Ζιάρκας, Lauren Taylor και Sile Gutrod: είναι όλοι τους άνθρωποι που θα μας συστήσετε στις συναυλίες σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη. Τι ρόλο έχουν στη νυν διάσταση των Δαιμονία Νύμφη;

Η Victoria είναι από τους πρώτους μουσικούς που γνωρίσαμε στο Λονδίνο και όλα αυτά τα χρόνια χτίσαμε μια πολύ όμορφη σχέση εμπιστοσύνης και  αλληλοεκτίμησης. Η υπέροχη φωνή της έχει σταθεί έμπνευση για εμάς και αρκετά από τα τραγούδια μας έχουν γραφτεί ακριβώς για τη φωνή της. Εκτός από τους Δαιμονία Νύμφη έχει και το προσωπικό της project, τους  Voice Trio, ενώ έχει και μία πολύ επιτυχημένη προσωπική πορεία, με συνεργασίες όπως αυτή με τον Damon Albarn (Gorillaz, Blur) ή την Helen Chadwick και με πολυάριθμες περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική. 

Η Rey –επίσης υπέροχη, επική φωνή, με εκπληκτική ευαισθησία ταυτόχρονα– έχει αναλάβει και τον ρόλο του κρουστού σε ορισμένα κομμάτια. Το προσωπικό της project Tell Τale Tusk περιοδεύει πολύ συχνά στη Μεγάλη Βρετανία κι έχει κερδίσει αρκετά βραβεία. Ο Θοδωρής είναι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος και πολυπράγμων μουσικός, με πολυάριθμα projects στον χώρο της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού. Ο ρόλος του στη σύνθεση του σχήματος είναι διττός, καθώς σε κάποια κομμάτια παίζει κοντραμπάσο και σε άλλα κρητική λύρα.

Στο κομμάτι των performers βρίσκονται η Lauren και η Sile. Και οι δυο τους είναι πολύ δυναμικές παρουσίες πάνω στη σκηνή. Με τη Sile συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά όταν στήναμε την παράσταση Psychostasia και έκτοτε ακολουθήσαμε κοινή πορεία. Έχει μια απίστευτη γνησιότητα στην έκφρασή της και μπορεί να χορέψει τον πιο ξέφρενο διονυσιακό χορό, σαν γνήσια αναστενάρισσα. Η Lauren, πάλι, είναι η ιέρεια της φωτιάς. Από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες που έχουμε συναντήσει όλα αυτά τα χρόνια, ταξιδεύει συνεχώς τον κόσμο κυριολεκτικά απ' άκρη σ' άκρη και πότε κάνει wrestling, πότε γιόγκα σε κάποιο ashram.

Για τις συναυλίες μας σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα θα έχουμε μαζί μας και δύο ακόμη μουσικούς, την ταλαντούχα Gizem Altinordu στα κρουστά και τον Ορέστη Γ. , έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό κοντραμπασίστα.

Αλήθεια, στάθηκε η παράσταση αφορμή για την πρόσφατη επανέκδοση του άλμπουμ Psychostasia, η οποία πρόσθεσε στο ορίτζιναλ υλικό του 2013 τρία επιπλέον (νέα) κομμάτια; Ή το είχατε κατά νου έτσι κι αλλιώς;

Ναι, σίγουρα, μιας και τα τρία νέα κομμάτια γράφτηκαν την περίοδο που κάναμε πρόβες για την παράσταση Psychostasia II: The Ritual. Τα νέα κομμάτια θεωρήσαμε ότι είναι άρρητα συνδεδεμένα με το υλικό του άλμπουμ και γι' αυτό αποφασίσαμε να τα έχουμε όλα συγκεντρωμένα σε μια επανακυκλοφορία.

Πόσο διαφορετικό είναι το Psychostasia ΙΙ: The Ritual από το Psychostasia: The Performance που είχατε παρουσιάσει το 2013, με βάση εκείνο το άλμπουμ;

Και οι δύο αυτές παραστάσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν site specific performances, δηλαδή σκηνοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με βάση τις ιδιαιτερότητες του χώρου στον οποίον παρουσιάστηκαν. 

Η πρώτη παίχτηκε στο Old Cholmeley Boys Club, στο Dalston του Λονδίνου –ένα βικτωριανό πρώην boys club με σουρεαλιστικό διάκοσμο· και η δεύτερη στο Asylum Chapel στο Peckham. Έναν ατμοσφαιρικό, κινηματογραφικό χώρο μιας παλιάς εκκλησίας, που είχε βομβαρδιστεί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πλέον λειτουργεί σαν χώρος για παραστάσεις, εκθέσεις κ.ά. 

Οπότε σκηνοθετικά υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο δουλειές. Επιπλέον, στη δεύτερη παράσταση η μουσική ήταν ζωντανή και δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου μικρόφωνα.

Άλλη μία βασική διαφορά είναι ότι, ενώ η πρώτη παράσταση βασίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μουσική του ομώνυμου άλμπουμ, η δεύτερη χρησιμοποίησε κομμάτια από όλη τη δισκογραφία μας, μαζί με τα τρία ολοκαίνουρια που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των προβών.

Πόσο κοντά θα είναι η live εμπειρία που θα απολαύσει το ελληνικό κοινό, σε σύγκριση με ό,τι παρακολούθησε πρόσφατα το βρετανικό κοινό στο Λονδίνο;

Μια συναυλία δεν είναι ποτέ ίδια με κάποια άλλη, ιδιαίτερα όταν μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Συγκεκριμένα για τις δύο επερχόμενες συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η live εμπειρία του ελληνικού κοινού θα είναι πιο ολοκληρωμένη σε σχέση με την τελευταία μας εμφάνιση στο Ο2 Academy Islington του Λονδίνου, γιατί στην Ελλάδα υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες απαγορεύσεις ως προς το τί μπορείς να παρουσιάσεις σε έναν κλειστό συναυλιακό χώρο.

Η παράστασή σας έχει εμπνευστεί από τα Ελευσίνια Μυστήρια, την ιερότερη μάλλον γιορτή στην αρχαία Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί να γοητεύει τον σύγχρονο κόσμο. Αληθεύει ωστόσο ότι αγνοούμε το τι ακριβώς σήμαιναν αυτά τα Μυστήρια, ακόμα και τι είδους ιερά αντικείμενα παρουσίαζε ο ιεροφάντης στους μυημένους;

Το κομμάτι που αφορά τα Ελευσίνια Μυστήρια έχει περισσότερο να κάνει με την παράσταση Psychostasia II: The Ritual. Καθώς η παράσταση (όπως δηλώνει) συμπεριελάμβανε ένα τελετουργικό, εμπνευστήκαμε από τα Μυστήρια γενικότερα και ειδικότερα από τα Ελευσίνια. Ωστόσο δεν είχαμε σαν σκοπό να τα αναπαραστήσουμε. Έτσι κι αλλιώς, ένα μεγάλο κομμάτι γύρω από το τί ακριβώς συνέβαινε παραμένει πράγματι άγνωστο.

Ποιοι συμβολισμοί σχετικοί με τα Ελευσίνια Μυστήρια εντάχθηκαν στην παράστασή σας, εκφραζόμενοι με τη μουσική και την επί σκηνής κίνηση;

Όπως προαναφέραμε, στην παράσταση Psychostasia II: The Ritual ο σκοπός μας δεν ήταν  να αναπαραστήσουμε τα Ελευσίνια Μυστήρια. Επίσης δεν θέλαμε να υπάρχουν στερεότυπα στοιχεία τελετουργίας, αλλά να δημιουργήσουμε ένα δικής μας αισθητικής τελετουργικό, το οποίο να μην παραπέμπει σε κάτι συγκεκριμένο. 

Τρία στοιχεία ωστόσο που βρίσκει κανείς στην παράσταση είναι η παρουσία της φωτιάς, του νερού και του αέρα· στοιχεία μέσα από τα οποία γινόταν η κάθαρση των φορέων των υποψηφίων για Μύηση. Τα στοιχεία αυτά μας έχουν εμπνεύσει και στο στήσιμο των συναυλιών, παρ' όλο που αυτές δεν ταυτίζονται με την παράσταση.

Χρησιμοποιείτε πάντοτε ιδιαίτερα όργανα, τα οποία απηχούν τα όσα γνωρίζουμε σήμερα για την αρχαία ελληνική μουσική. Ποιος σας τα κατασκευάζει; Και πόσο λόγο έχετε στη δημιουργία τους;

Τα αρχαία όργανα με τα οποία εδώ και χρόνια παίζουμε τα έχει κατασκευάσει ο Νίκος Μπρας, μετά από έρευνες πολλών δεκαετιών. Ο Νίκος είναι ένα πολύ ανήσυχο πνεύμα κι ένας κατασκευαστής με μεγάλες ευαισθησίες, αλλά και με οξυδέρκεια. Το εργαστήριό του έχουν πλέον αναλάβει ο γιος του Ηρακλής Μπρας και ο Σωκράτης Μεταξάς –και οι δύο εξαιρετικά ταλαντούχα παιδιά, με πολλή όρεξη για δουλειά. Οι σχέσεις μας με το εργαστήριο του Νίκου Μπρα είναι πάντα πολύ κοντινές και φυσικά ανταλλάσσουμε απόψεις σχετικά με τυχόν δυσκολίες στο παίξιμο ή στο κούρδισμα των οργάνων.

Σχεδιάζετε κάτι δισκογραφικά για το άμεσο μέλλον, ως γκρουπ ή ως σόλο παρουσίες; Ή είναι νωρίς ακόμα;

Όχι, δεν είναι καθόλου νωρίς. Ελπίζουμε μάλιστα το 2019 να είναι χρονιά πολλών κυκλοφοριών από τη μεριά μας. Αρχικά θα βγει ένας δίσκος με remixes σε δικά μας κομμάτια, πρώτη φορά μάλιστα σε αγγλική εταιρεία. 

Ένα δεύτερο άλμπουμ –το οποίο δουλεύουμε εδώ και καιρό– θα παρουσιάζει γυναικείες φωνές από διαφορετικές χώρες του κόσμου (Ιαπωνία, Αγγλία, Ισπανία, Αυστραλία), βασιζόμενο σε αυτοσχεδιασμούς πάνω στο κομμάτι "Witches' Lullaby" από το άλμπουμ Μακμπέθ (2016), το οποίο συνθέσαμε για το γνωστό θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. 

Τέλος, θα κυκλοφορήσει το δεύτερο σόλο άλμπουμ του Σπύρου Γιασαφάκη, με αυτοσχεδιασμούς πάνω σε αρχαία ελληνικά όργανα, σε συνεργασία με μουσικούς από Αμερική, Αγγλία, Σλοβενία, Αυστραλία και Γερμανία.



31 Μαρτίου 2021

Κατερίνα Κυρμιζή: Λάρβα [δισκοκριτική, 2015]


Το 1996, η πρωτοεμφανιζόμενη Κατερίνα Κυρμιζή πέτυχε να αφήσει ισχυρό χνάρι στις εγχώριες αναζητήσεις για μια pop που θα μπορούσε να γνωρίσει ραδιοφωνική επιτυχία χωρίς να παραδοθεί στον mainstream ήχο: το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα ‎έγινε σημείο αναφοράς για αρκετούς νέους της εποχής που είχαν τις κεραίες τους στραμμένες σε πιο εναλλακτικά ακούσματα. 

Για διάφορους λόγους, εκείνο το μπαμ δεν μπόρεσε να έχει συνέχεια. Εντούτοις η Κυρμιζή συνέχισε να υπάρχει, έστω και με σποραδικές ανά τα χρόνια κυκλοφορίες. Μία από αυτές ήταν και η Λάρβα, πίσω στο 2015, η οποία βγήκε σε CD με την Κόκκινη Καρφίτσα –το πάλαι ποτέ μουσικό ένθετο που είχε στήσει ο Βαγγέλης Βέκιος και έβγαινε σε μηνιαία βάση με την εφημερίδα Αυγή. Ο μακαρίτης, μάλιστα, με είχε μπλέξει κι εμένα με αυτή την ιστορία. Και παρότι ήταν εποχή που δεν είχα καθόλου χρόνο ή ανοχή για τον ρομαντισμό τον οποίον απαιτούσε η προσπάθεια, έδωσε την ευκαιρία συνεργασίας με ανθρώπους τους οποίους εκτιμούσα (Σωκράτης Παπαχατζής, Δημήτρης Στούμπος).

Σε κάθε περίπτωση, η Λάρβα ήταν δίσκος αξιοπρόσεχτος. Στον οποίον τόσο η Κυρμιζή, όσο και ο κάτωθι εικονιζόμενος Νίκος Γρηγοριάδης που υπέγραφε μουσική και στίχους (σύντροφός της στη ζωή μα και στην τέχνη), απέδειξαν ότι παρέμεναν δύο σοβαροί δημιουργοί, που δεν είχαν πάψει να αναρωτιούνται για εκείνη την «άλλη» εγχώρια pop ή για το πώς μπορούσες να σκαρώσεις μια μοντέρνα αστικη μπαλάντα με νόημα.

Το τελευταίο διάστημα, το άλμπουμ έδειχνε να έχει χαθεί από τις ψηφιακές πλατφόρμες (Spotify, iTunes κλπ.), κάτι όμως που αποδείχθηκε προσωρινό: πριν λίγες μέρες, η Λάρβα έγινε εκ νέου διαθέσιμη. Είναι λοιπόν μια καλή αφορμή αυτή για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η παρακάτω φωτογραφία ανήκει στην Έφη Ρίζου και προέρχεται από το promo υλικό που συνόδευσε την έκδοση της Λάρβας


H Νίκη –μία από τις ηρωίδες της Λάρβας– έχει πτυχίο, μιλά ξένες γλώσσες και ψάχνει δουλειά. Στο "Είμαι Καλά" βλέπει τον Πάνο να μεταναστεύει αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έχει δε και την αιώνια Ελληνίδα μάνα να της γκρινιάζει για γάμους και παιδιά. 

Πιο κάτω, κορίτσια ή μεγαλύτερες γυναίκες μας μιλούν για τον έρωτα (π.χ. "Δεύτερη Ευκαιρία"), τον οποίον βρίσκουμε συχνά ενταγμένο σε μια καθημερινότητα που φαίνεται να έχει γενικότερα στραβώσει. Η λαχτάρα λ.χ. της νέας αρχής στην "Καινούρια Μέρα" εμπεριέχει κάτι το συνολικό, ενώ το γκρίζο κενό του θεατρικά δοσμένου "Χρυσόψαρου" θίγει κι αυτό κάτι μεγαλύτερο. Στο "Λουλούδι Της Ερήμου", μάλιστα, ο έρωτας προβάλλει ως αντίδοτο σε βίους οι οποίοι βουλιάζουν στο τσιμέντο μιας αναγνωρίσιμα αγχωτικής Αθήνας. 

Ακόμα όμως και στη στιχοκεντρική μας Ελλάδα, η επιτυχία δεν είναι μόνο θέμα ωραία δοσμένων στίχων. Είχα τις αμφιβολίες μου όταν έμαθα ότι η Κατερίνα Κυρμιζή θα ξανατραγουδούσε Νίκο Γρηγοριάδη, γιατί στο αμέσως προηγούμενο ραντεβού του διδύμου με τη δισκογραφία (6 χρόνια πριν, με το άλμπουμ Είμαι Εδώ!), είχαν μεν επιβεβαιωθεί τα κεκτημένα, μα είχε λείψει η σπίθα. Αλλά στη Λάρβα, ο Γρηγοριάδης λάμπει. Κι ας έμεινε σε κάπως «κλειστά» κι ασφαλή για εκείνον νερά, αφήνοντας τον δίσκο να κυλήσει σε υπερβολικά οικεία σχήματα, από ένα σημείο κι έπειτα: στιγμές π.χ. σαν το "Ψάχνω Για Σένα" ή την "Προδοσία" θα μπορούσαν να υπάρχουν σε κάθε δουλειά του, είναι ο «μέσος όρος» του. 

Εδώ ο Γρηγοριάδης προτάσσει ολοκληρωμένες, μοντέρνες αστικές μπαλάντες, με έξυπνες πινελιές από διάφορα όργανα (τσέλο, γιουκαλίλι, charago, βιολί) να υποστηρίζουν ενορχηστρωτικά τις κυρίαρχες κιθάρες. Φτιάχνει έτσι τραγούδια αβίαστα ραδιοφωνικά, με υψηλό βαθμό συναισθηματικής νοημοσύνης. Αν λ.χ. ακολουθούσαμε την πεπατημένη της ελληνικής δισκογραφίας, το προαναφερθέν "Είμαι Καλά" θα ήταν ένα θλιμμένο, μελαγχολικό άσμα. Ως το τραγούδι εντούτοις μιας 20άρας, η οποία δεν νιώθει τον χρόνο ως εχθρό, το ακούμε να ηχεί ανέμελο. Πολύ σωστά, αφού οι μέρες και οι νύχτες της Νίκης αργοσβήνουν δίχως τη βαριά αίσθηση μεγαλύτερων ηλικιών: η προοπτική βρίσκεται (εξ ορισμού) μπροστά.

Η Κυρμιζή, με τη σειρά της, πατάει σε αυτό το βάθρο για να παραδώσει τις πιο μεστές της ερμηνείες, μέχρι τώρα. Είναι αληθινά θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίον μεταμορφώνεται κάθε φορά στις αφηγήτριές της, ενώ ειδικά στο ηλιολουσμένο ρεφρέν της "Καινούριας Μέρας" –αλλά και στο χαμογελαστό, σουρεάλ γαϊτανάκι με φόντο τα πέριξ της Ομόνοιας που εκτυλίσσεται στο "Σε Είδα Στην Πειραιώς"– τα φωνητικά της κομίζουν μια λιακάδα που πολύ λείπει από το εγχώριο μουσικό σκηνικό. 

Κάποιους μήνες πριν κυκλοφορήσει η Λάρβα, της είχα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε μία από τις τελευταίες συσκέψεις της Κόκκινης Καρφίτσας στις οποίες μετείχα. Δεν είχα ακούσει ούτε νότα, μάλιστα στην αρχή νόμιζα κιόλας πως ο δίσκος λέγεται Λάβα. Δεν είχε σημασία, πάντως· θα έδινα σε κάθε περίπτωση ψήφο εμπιστοσύνης στην Κατερίνα Κυρμιζή. Θα έχω πάντα την περιέργεια να δω τι κάνει, καθώς πιστεύω ότι μόνο κέρδος αποτελεί η ύπαρξή της στην εγχώρια δισκογραφία. Αν ψάχνετε το γιατί, γδύστε τα φετινά της τραγούδια σε μια κιθάρα: δεν θα χάσουν τίποτα από την ομορφιά ή από την αμεσότητά τους. 

Ας μου επιτραπεί λοιπόν μια παρατήρηση. Η Κυρμιζή έχει έναν μικρό μα πιστό πυρήνα φίλων, που είμαι βέβαιος πως την αγαπούν, μα της κάνουν κακό γράφοντας για εκείνη δημοσίως, με τον τρόπο με τον οποίον συνήθως το κάνουν. Καλώς ή κακώς, τα χρόνια πέρασαν. Δεν γίνεται λοιπόν να μιλάμε για μια ενεργή δημιουργό/τραγουδίστρια με μόνιμο σημείο αναφοράς ένα «αχ!» για το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα (1996) και για το "Στην Πίσω Τσέπη Του Blue Jean". Ούτε προσφέρεται κάτι με τα διαπρύσια κηρύγματα για τα άδικα της δισκογραφίας απέναντι σε δημιουργούς που –προφανώς– δεν χωράνε στην κοπτοραπτική της. Ζούμε στο 2015. Είμαστε συνηθισμένοι πια σε καλλιτέχνες που δεν ταίριαξαν στα στάνταρ των εταιριών και την έψαξαν διαφορετικά. Άλλωστε, όποιος ακούσει τη Λάρβα και την αντιπαραβάλλει με το σύνηθες μενού που κυκλοφορούν/υποστηρίζουν οι δισκογραφικές σε ανάλογο ύφος, θα το ακούσει να κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, χωρίς όλες αυτές τις έμπλεες συναισθηματισμών και ηθικολογίας κορώνες. 

Επίσης, υπάρχει εκεί έξω ένας νέος κόσμος, παιδιά σαν τη Νίκη του εναρκτήριου άσματος. Τι όφελος προκύπτει για την Κυρμιζή της Λάρβας, αν παρουσιάζεται διαρκώς ως το pop thing κάποιων άλλων 20άρηδων, οι οποίοι πλέον σαραντάρισαν ή σαρανταρίζουν και νοσταλγούν τα νιάτα τους, ίσως και τις μέρες που χώραγαν σε εκείνο το μπλου-τζιν; Δεν είναι θέμα «μάνατζμεντ», ούτε «promotion», δεν το θέτω έτσι. Είναι όμως ζήτημα επικοινωνίας, σε εποχές που έχει τεράστια σημασία και το πώς περνάς το μήνυμά σου, πέρα από το ίδιο το μήνυμα. Το χαμηλό, ευγενικό, προσιτό προφίλ του Νίκου Γρηγοριάδη και της Κατερίνας Κυρμιζή δεν πρέπει λοιπόν να οδηγεί σε συγχύσεις. Είναι δύο δημιουργοί σοβαροί, με εγνωσμένη αξία, οι οποίοι αποδεικνύουν εδώ ότι έχουν ακόμα πράγματα να μας πουν. Τους οφείλουμε λοιπόν ανάλογη σοβαρότητα, αντί να τους παρουσιάζουμε στο κοινό σαν να 'ναι «δυο παιδιά από την παρέα μας».  



29 Μαρτίου 2021

Παύλος Παυλίδης - συνέντευξη 1 (2008)


Στη δουλειά του μουσικογραφιά, η συνέντευξη είναι λίγο-πολύ ατομική υπόθεση: οι καλλιτέχνες μπορεί να είναι περισσότεροι του ενός, αλλά δημοσιογράφος είναι συνήθως μόνο ένας. 

«Συνήθως», όμως. Γιατί, σπανίως, έχει συμβεί και το αντίστροφο. Είτε ...εκ προμελέτης, όπως π.χ. είχαμε κάνει με τον Διονύση Κοτταρίδη όταν πήγαμε να συναντήσουμε τη Μαρία Φαραντούρη (περισσότερα εδώ), είτε κατά τύχη. Όπως ένα ζεστό μεσημέρι του Ιούλη, πίσω στο 2008.

Ο Παύλος Παυλίδης είχε βγάλει με τους B-Movies το περίφημο (πλέον) ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ στο Θέατρο Απόλλων της Ερμούπολης. Είχαμε κανονίσει λοιπόν να βρεθούμε για καφέ με αυτή την αφορμή, ώστε να στηθεί μια συνέντευξη για το Sonik. Ήταν ωραίες εποχές εκείνες, οι πιο ευτυχισμένες στα χρόνια που υπήρξα επαγγελματίας μουσικοδημοσιογράφος και κριτικός: είχα γραφείο στη Μπλε Πολυκατοικία στα Εξάρχεια, ενώ η Κρίση που διέλυσε τον χώρο μας ήταν ακόμα κάτι που κανείς δεν υποψιαζόταν. Το δε ραντεβού με τον Παυλίδη δεν γινόταν να είναι πιο άνετο, αφού είχε κανονιστεί για ...απέναντι –στο Βοξ, το οποίο ακόμα λειτουργούσε τότε ως καφέ. 

Καθώς λοιπόν συζητούσα με τη Ρουμπίνη Διαμαντόπουλου, την αρχισυντάκτρια τότε του Sonik, κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες για το μάκρος και την παράδοση της συνέντευξης, ο Στυλιανός Τζιρίτας –που επίσης βρισκόταν στο γραφείο δουλεύοντας– πρότεινε να έρθει κι αυτός στην κουβέντα με τον Παυλίδη. Η Ρουμπίνη δεν είχε κανένα πρόβλημα, οπότε πήγαμε πράγματι παρέα, βρήκαμε και τον Παυλίδη ευδιάθετο και κύλησαν όλα μια χαρά. Η συζήτησή μας, μάλιστα, δεν εξαντλήθηκε στα της ηχογράφησης στη Σύρο: επεκτάθηκε και γενικότερα στο τι γινόταν τότε στο ελληνικό τραγούδι, καθώς και στις rock μα και χιπ χοπ εκφάνσεις της εγχώριας δημιουργίας, ενώ ο Παυλίδης θυμήθηκε και το καφενείο της Θεσσαλονίκης όπου ξεκίνησε να πρωτοπαίζει. 

Εκείνη η συνέντευξη τυπώθηκε λοιπόν για το τότε Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή, η χθεσινοβραδινή live streaming συναυλία του Παυλίδη στο Principal της Θεσσαλονίκης (με μόνους συνοδούς τον Φώτη Σιώτα και τον Δημήτρη Τσεκούρα), την οποία παρακολούθησε από ό,τι φαίνεται κάμποσος κόσμος, επιβεβαιώνοντας πως παραμένει ένας από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες έξω από την κυρίως σφαίρα του εγχώριου mainstream.

Χρόνια αργότερα θα ξανασυναντιόμασταν με τον Παυλίδη, για μία ακόμα κουβέντα. Όμως αυτή είναι αντικείμενο μιας άλλης ανάρτησης.

* η κάτωθι φωτογραφία, από ζωντανή εμφάνιση του Παύλου Παυλίδη, ανήκει στον Θάνο Λαΐνα


Πόσο γνώριμη σου ήταν η Σύρος, πριν πας εκεί για τις δύο συναυλίες στο Θέατρο Απόλλων;

Τη Σύρο την έβλεπα από το καράβι κάθε φορά που πήγαινα στην Αμοργό, ήταν μία από τις στάσεις. Περίπου δύο εβδομάδες πριν τις συναυλίες πήγα λοιπόν εκεί, ώστε να δω τον χώρο. Δεν το περίμενα ότι θα ήταν τόσο ωραίος, είναι κάτι το εκπληκτικό. Πήγα ως απλός επισκέπτης και αφού είδα το θέατρο ρώτησα αν γίνονται και συναυλίες σε αυτό. Μου απάντησαν ότι είναι κλεισμένο για όλο τον Μάρτιο και ότι στις 22 θα έπαιζε κάποιος Παυλίδης! (γέλια εκατέρωθεν) 

Αλλά και το νησί γενικά ήταν ωραίο, είχε έναν αέρα που τον ήθελα. Από τη μία δηλαδή σκέφτεσαι τον Μάρκο και τους Μικρασιάτες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, από την άλλη η αρχιτεκτονική σου θυμίζει Ιόνιο και Φράγκους.

Πέρα από όμορφο, πόσο λειτουργικό βρήκες τελικά το θέατρο Απόλλων για τις ανάγκες μιας συναυλίας;

Εμένα το Απόλλων μου έδωσε την αίσθηση ότι είναι περισσότερο ένας χώρος φτιαγμένος για μουσική, παρά για θέατρο. Δεν ξέρω βέβαια πόσα γκάζια μπορεί να αναπτύξει κανείς παίζοντας σε αυτό και πώς θα ακουγόταν κάτι τέτοιο, αλλά εμείς έτσι κι αλλιώς δεν πήγαμε εκεί με τέτοιους σκοπούς. Γι' αυτό που θέλαμε να κάνουμε, αποδείχθηκε πολύ κατάλληλος χώρος.

Ακούγεσαι πολύ ευχαριστημένος...

Ναι, γιατί, πέρα από τον χώρο, έγινε και πολύ καλή δουλειά από τους ηχολήπτες: πρόκειται για ανθρώπους που θαυμάζω. Δουλέψαμε 40-45 άτομα συνολικά και δεν ακούστηκε ούτε ένα παράπονο, ούτε καν από όσους ήρθαν ως εκεί χωρίς ουσιαστικά να έχουν ιδέα για το τι είναι αυτό στο οποίο θα λάμβαναν μέρος. 

Σημαντικός παράγοντας, πάντως, είναι και η γενναιοδωρία της Archangel, γιατί κάλυψε τα έξοδα τόσων ανθρώπων για τις πέντε συνολικά μέρες που μείναμε στη Σύρο. Το live στο Απόλλων δεν είχε καμία σχέση με τη λογική άρπα-κόλλα που όλοι ξέρουμε πως λίγο-πολύ επικρατεί στον τρόπο με τον οποίον γίνονται οι συναυλίες: πάμε να κάνουμε μια βραδιά, στην Αθήνα που θα έχει και κόσμο, άντε να έχουμε κι ένα φορτηγάκι.

Συμμερίζεσαι επομένως την άποψη που θέλει την Archangel να λειτουργεί με διαφορετική λογική σε σχέση με άλλες εταιρείες; 

Θεωρώ ότι η Archangel δεν λειτουργεί με τον τρόπο που συνήθως λειτουργούν άλλες ανεξάρτητες εταιρείες στην Ελλάδα. Πρώτα-πρώτα, δεν τους διακρίνει καμία μιζέρια. Και η γενναιοδωρία την οποία ανέφερα πριν πως δείχνουν, νομίζω ότι τους επιστρέφεται. Στη δική μου περίπτωση, ας πούμε, κάποιοι φίλοι λένε ότι με το Live Στο Απόλλων έκανα το καλύτερο best of της πορείας μου, συνάμα όμως είναι κι ένας δίσκος ο οποίος δείχνει να τα πηγαίνει πολύ καλά και εμπορικά: ήδη έχουν γίνει περίπου 5.000 παραγγελίες.

Το Live Στο Απόλλων περιέχει κομμάτια από τις προσωπικές σου δουλειές, τραγούδια από την περίοδο των Ξύλινων Σπαθιών, αλλά και καινούργιο υλικό. Με τι λογική επέλεξες την track list που ακούμε;

Προσωπικά, κάποια κομμάτια που τελικά μπήκανε στο CD, εγώ δεν θα τα έβαζα. Αλλά κατάλαβα στη διαδικασία ότι δεν έπρεπε να κάνω αυτό που άρεσε σε μένα απόλυτα. Γιατί, ας πούμε, δεν ήθελα να βάλω το “Φωτιά Στο Λιμάνι” –με τη λογική πως είναι ένα τραγούδι παλιό, το οποίο το έχω πλέον χορτάσει. Αρκετοί όμως θεωρούσαν τη συγκεκριμένη εκτέλεση καταπληκτική. 

Τα νέα τραγούδια που ακούσαμε, είναι πρόγευση κάποιας καινούριας δουλειάς;

Ναι, ετοιμάζω καινούρια δουλειά. Για την ώρα δουλεύω τα τραγούδια στο λάπτοπ.

Τον Οκτώβριο, εντωμεταξύ, θα βγει κι ένα DVD από τις παραστάσεις στη Σύρο. Εκεί θα υπάρχει και υλικό το οποίο δεν ακούμε στο CD;

Ναι, γιατί καθώς το φτιάχναμε είδα ότι τραγούδια που δεν είχαν μπει στο CD δεν γινόταν να μην υπάρχουν στο DVD. Κι αυτό επειδή είναι πολύ διαφορετικό να βλέπεις ένα συγκρότημα να παίζει κάτι στη σκηνή, από το να ακούς απλώς τι παίζει το συγκεκριμένο συγκρότημα. Σε ορισμένα κομμάτια σε παρασέρνει απλώς η εικόνα –έχει βέβαια γίνει και καλή δουλειά σε επίπεδο κινηματογράφησης και μοντάζ. Και καλό θα ήταν τέτοιες παραστάσεις να βοηθιούνται και από τους δήμους: ήμασταν ολομόναχοι, πληρώσαμε τα πάντα από την τσέπη μας, ενώ ήταν μια πολύ μεγάλη παραγωγή για επαρχιακή πόλη και ειδικά για νησί. 

Μη φανταστείτε ότι έχω κάποιο παράπονο, το θέτω σε ένα επίπεδο ότι θα άξιζε τον κόπο να συμμετέχουν. Και ελπίζω όταν δούνε το DVD να το καταλάβουν. Για μένα το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην περίπτωση Χρήστου Ζαχόπουλου είναι αυτό που συνέβη φέτος, ότι δηλαδή, ακριβώς επειδή ξεμπροστιάστηκαν όσοι έκλεβαν τα λεφτά, όλοι περίμεναν ότι θα μοιράζονταν επιτέλους και θα άνοιγαν οι συναυλίες με τους δήμους. Αντί γι' αυτό, φέτος είναι που δεν έδωσαν απολύτως τίποτα. 

Για εσένα ειδικά, ως δημιουργό απέναντι στο υλικό σου, τι σηματοδότησε το live στη Σύρο;

Πρώτα-πρώτα, ξαναγάπησα κάποια από τα τραγούδια. Όμως το πιο βασικό από όλα ήταν ότι το live στήθηκε έτσι ώστε η φωνή να είναι μπροστά και τα λόγια να είναι τα κυρίαρχα –κι αυτό μου άρεσε πολύ. Πιστεύω ότι φέτος δοκιμάστηκα ως τραγουδιστής περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά. Θυμάμαι π.χ. ότι, επί χρόνια όταν παίζαμε με τα Σπαθιά, χρειαζόταν περισσότερο να φωνάξω ώστε να ακούω ο ίδιος τη φωνή μου. Χρειάζεται επομένως να έχεις τον κατάλληλο χώρο για να αναπτυχθούν οι δυναμικές του ακουστικού σχήματος και να δουλευτεί η φωνή. 

Βασικά στη Σύρο χρησιμοποίησα το σχήμα των έξι ατόμων που είχα δοκιμάσει επί περίπου 1,5 μήνα στον Σταυρό του Νότου στην Αθήνα, το οποίο την τελευταία στιγμή έγινε δεκαμελές. Και τόση ώρα μπορεί να ευλογούμε τα γένια μας και να λέμε τι καλή δουλειά κάναμε, αλλά ήταν απλώς απίστευτο το πώς τα ίδια παιδιά με τα οποία ρίχναμε πολύ γέλιο στα καμαρίνια στάθηκαν μετά με τόση υπευθυνότητα πάνω στη σκηνή. Έβγαινα καμιά φορά από τα καμαρίνια επίτηδες για να μπορέσω να θυμηθώ τι είχαμε έρθει να κάνουμε στη Σύρο!

Ο κόσμος φαίνεται να το εισέπραξε κι αυτός πολύ καλά, σαν εμπειρία. Μάλιστα διαβάσαμε και ακούσαμε για άτομα τα οποία ήρθαν στο live χωρίς να ξέρουν κάτι για εσένα και έφυγαν ενθουσιασμένοι. Το βίωσες εσύ κάτι τέτοιο παίζοντας;

Ναι, ήταν παράξενη η εικόνα. Από τη μία υπήρχαν κάποια νέα παιδιά τα οποία ξεκίνησαν από την Αθήνα ειδικά για τις συναυλίες και από την άλλη έβλεπες στο κοινό ανθρώπους που ήσουν σίγουρος ότι αποκλείεται να ήξεραν το “Καράβι”, ίσως ούτε καν τον “Βασιλιά Της Σκόνης” ή το “Λιωμένο Παγωτό”. Όπως ας πούμε ορισμένα πολύ νέα παιδιά ή κάποιες κυρίες σίγουρα στα 50 τους, ίσως και παραπάνω. 

Πάντως, αισθάνθηκα καταπληκτικά απέναντι σε ένα τέτοιο κοινό, το οποίο μάλιστα συμπεριφέρθηκε και άψογα. Αν προσέξατε στον δίσκο, ακούγεται λες και ηχογραφούσαμε σε στούντιο. Κατά τη διάρκεια της παράστασης δεν έβηξε ούτε ένας άνθρωπος! Είχαμε βέβαια και καταπληκτικούς ηχολήπτες, όπως είπα και πιο πριν. Νομίζω πως αυτός ο δίσκος ακούγεται καλύτερα από κάθε άλλον δίσκο μου, παρ' όλο που είναι live.  

Πόσο πιστεύεις αλλάζει ένα τραγούδι σου, όταν παίζεται ζωντανά και ειδικά από ένα συγκρότημα;

Μπορεί να αλλάξει και σε μεγάλο βαθμό. Για μένα, το πρώτο μεγάλο σχολείο πάνω σε αυτό ήταν ένα καφενείο στη Θεσσαλονίκη, όπου πρωτοξεκίνησα να παίζω με δύο κιθάρες κι ένα κρουστό. Είναι ένα καφενείο με ευρωπαϊκό αέρα –θυμίζει κάτι από Πράγα– το οποίο σε όλη τη διάρκεια της μέρας είναι κανονικό καφενείο, με παππούδες να παίζουν τάβλι και να πίνουν τον καφέ τους. Και ερχόμενος γύρω στις 9 το βράδυ, οπότε αρχίζει το soundcheck, επικρατεί ένα διαφορετικό κλίμα: μετατρέπεται σε live χώρο. 

Έπαιζα σε αυτό το καφενείο κάθε Τρίτη κι ακόμα παίζω –κάνω ένα μικρό διάλειμμα λόγω καλοκαιριού και θα ξαναπάω. Εκεί πρωτοσυνειδητοποίησα λοιπόν πόσο μπορεί να αλλάξει ένα τραγούδι ζωντανά. Όταν ειδικά το παίζεται από μια ομάδα, ένα συγκρότημα, κάποια σχεδόν τα χάνεις, γίνονται κάτι άλλο. Καμιά φορά, επίσης, οι μπάντες βρίσκονται σε ένα σημείο της πορείας τους, οπότε σπρώχνουν κάθε κομμάτι προς ένα συγκεκριμένο ύφος. Κάτι που δυναμώνει κάποια, μα αδικεί κάποια άλλα. Ακόμα και σπουδαίοι παραγωγοί το παραδέχονται αυτό, μιλώντας για κατά τα άλλα άψογα άλμπουμ. 

Πού νιώθεις πιο απελευθερωμένος δουλεύοντας; Στο στούντιο ή στη σκηνή;

Στο στούντιο έχεις τη δυνατότητα της επανάληψης. Κι έχεις ίσως και την εντύπωση ότι τελειοποιείς κάτι. Ως τραγουδιστής, όμως, δοκιμάζεσαι πάντα στη σκηνή, τελικά. Και το Απόλλων στην Ερμούπολη μου παρείχε μια ατμόσφαιρα κατάλληλη για να τραγουδήσω όπως θα ήθελα να τραγουδούσα και σε ένα στούντιο. 

Στο CD ακούγεσαι πράγματι πιο εσωτερικός από κάθε άλλη φορά σε επίπεδο ερμηνείας, σαν να αναζητούσες να φτάσεις σε κάποιο μεγαλύτερο βάθος από ότι μέχρι τώρα...

Το ήθελα αυτό. Ήθελα έναν καθαρό live δίσκο. Και ήξερα ότι το θέμα δεν βρισκόταν στο να εξωτερικεύσω το αίσθημα, αλλά στο να το ελέγξω και να το ισορροπήσω. Γιατί σε ένα live εκτίθεσαι στην παρόρμηση της στιγμής και δεν μπορείς βέβαια να κάνεις διορθώσεις.  

Παρακολουθείς αλήθεια τα αγγλόφωνα συγκροτήματα, τα οποία ξεφυτρώνουν πια σαν τα μανιτάρια;

Δεν έχω τον χρόνο να τα ακούσω όλα, για να έχω μια καλή, συνολική εικόνα. Ασφαλώς έχω ακούσει πολύ ωραία πράγματα –και όχι μόνο από αθηναϊκά ή από θεσσαλονικιώτικα γκρουπ. Οι Raining Pleasure, για παράδειγμα, είναι ένα στ' αλήθεια ενδιαφέρον συγκρότημα και μου αρέσει που δουλεύουν και με ξένους συνεργάτες, όπως στο τελευταίο τους άλμπουμ. Αλλά και η Μόνικα μου φάνηκε ενδιαφέρουσα. Προσωπικά, πάντως, διψάω να ακούσω ανάλογες παραγωγές και ενορχηστρώσεις με αυτές που τόσο καλά κάνουν διάφορες αγγλόφωνες μπάντες, με ελληνικό στίχο». 

Το ελληνόφωνο rock δείχνει να έχει υποχωρήσει δραματικά. Γιατί συνέβη αυτό, όπως το βλέπεις εσύ;

Καλά να πάθει το ελληνόφωνο rock. Έμεινε στάσιμο, η αισθητική του είναι πολύ ξεπερασμένη και, όπως και να το κάνουμε, όλοι πρέπει να καταλάβουμε ότι το ελληνόφωνο έχει σχέση με τον ελληνικό στίχο. Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία το τι λες, πολύ μεγαλύτερη από όταν γράφεις στα αγγλικά. Ο λόγος κατέχει δηλαδή κυρίαρχη θέση και από αυτόν πρέπει να ξεκινάμε. 

Δεν υποστηρίζω βέβαια ότι πρέπει να ακούμε ποιήματα, έχει όμως σημασία το ύφος και ο τρόπος στο ταξίδι που θα πας. Πλέον οι πιο ενδιαφέροντες στίχοι βρίσκονται για μένα στο χιπ χοπ. Όχι ότι έχει εμφανιστεί κάτι το συγκλονιστικό στο ελληνόφωνο χιπ χοπ, πάντως εκεί βλέπω πια να υπάρχει ζωή και δυναμική. Αν και είναι θλιβερό το πόσο έχουν κρατήσει ως επιρροή από τους Αμερικάνους τη ψευτομαγκιά. Έχω βαρεθεί να τους ακούω να κορδώνονται σαν κοκοράκια. Συχνά, αντί να ασχολούνται με τα όσα χάλια συμβαίνουν γύρω μας, ασχολούνται με το ποιος είναι ο πιο μάγκας.

Παρακολουθείς άλλα πράγματα από ελληνική μουσική;

Εδώ και αρκετό καιρό, το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μου το περνάω σε ένα χωράφι δίπλα στη θάλασσα: έχω κληρονομήσει κάτι ωραίες ελιές και τις προσέχω. Ας πούμε ότι κάνω τεράστιες διακοπές! Εκεί λοιπόν έχω ένα τρανζιστοράκι και συχνά ανοίγω το ραδιόφωνο και το αφήνω. Έχω βέβαια το καταφύγιο του Τρίτου Προγράμματος, όπου επιστρέφω όταν δεν βρίσκω κάτι άλλο να ακούσω. 

Πάντως αυτό που ακούω από το ελληνικό τραγούδι δεν το διακρίνει τίποτα το πρωτότυπο. Με την εξαίρεση λίγων πραγμάτων, όπως π.χ. του Γιάννη Αγγελάκα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή του Σωκράτη Μάλαμα, ο οποίος πάντα, ό,τι και να κάνει, έχει αυτή την τρομακτική σπίθα. Άκουσα κι ένα νέο pop κομμάτι των Ενδελέχεια, συμπαθητικό ήταν, μα δεν νομίζω πως θα αλλάξει κιόλας την πραγματικότητα. 

Κατά τα άλλα μιζερεύω και βαριέμαι με τα όσα ακούω. Ειδικά στο έντεχνο, βλέπω να κρύβονται όλοι πίσω από μια κακοχωνεμένη Ανατολή κι έναν αμανέ. Είναι από τις λίγες φορές που δεν μου μυρίζει τίποτα το καινούριο να έρχεται. Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που πήγα στη Σύρο, ώστε να θυμηθώ λίγο και το Δυτικό τοπίο και δουλειές σαν το Χαμόγελο Της Τζοκόντα του Μάνου Χατζιδάκι –που, αν και δίσκος μιξαρισμένος στη Νέα Υόρκη από τον Quincy Jones, είναι ελληνικότατος.



23 Μαρτίου 2021

Royal Concertgebouw Orchestra - ανταπόκριση (2016)


Στρογγυλά 30 χρόνια έκλεισε αυτές τις μέρες το Μέγαρο Μουσικής, από όταν άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό (Μάρτιος του 1991). Το οικείο (πλέον) κτήριο άρχισε να κατασκευάζεται το 1976, ύστερα από μια ιδέα της Αλεξάνδρας Τριάντη, η οποία ήταν ιδρύτρια του συλλόγου Φίλοι της Μουσικής. 

Πρόκειται για έναν οργανισμό που δεν μπόρεσε να ζήσει απαλλαγμένος από ...περιπέτειες οικείες δυστυχώς στη χώρα μας: δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια άλλωστε από τότε που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των δημοσιευμάτων, λόγω των χρεών του στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (δάνειο 2003) και στην Εθνική Τράπεζα (δάνειο 2007). Τα οποία δεν μπορούσε να αποπληρώσει, με αποτέλεσμα να κρατικοποιηθεί το 2016.

Πρόκειται όμως και για έναν οργανισμό που έχει προσφέρει σημαντικές συναυλιακές συγκινήσεις στο μουσικόφιλο κοινό. Έστω κι αν εντύπωσε και μια αίσθηση απόστασης –με πρόσημο τόσο ηλικιακό, όσο και ταξικό– η οποία επιμένει φοβάμαι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες να γεφυρωθεί. 

Με τα συν και τα πλην, πάντως, το Μέγαρο Μουσικής έχει λόγους να γιορτάζει και έχει ήδη ξεκινήσει, παρουσιάζοντας την Καμεράτα στην περίφημη 9η Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν με όργανα εποχής –κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η συναυλία αυτή θα επαναληφθεί και το Σάββατο 27 Μαρτίου, σε διαδραστική προβολή 360°. Ενδιάμεσα, βέβαια, θα τιμηθεί και η επέτειος της 25ης Μαρτίου με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν σε πλήρη ανάπτυξη, από το ανδρικό φωνητικό σύνολο ΜΕΙΖΟΝ. 

Όσο για μας, τιμούμε τα γενέθλια αυτά με μια επαν-επίσκεψη σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, το οποίο αποτελεί συνάμα και χαρακτηριστικότατο παράδειγμα συναυλίας που χωρίς το Μέγαρο Μουσικής δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο λόγος για τη βραδιά της 26ης Οκτωβρίου 2016, όπου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» πρωταγωνίστησε η Royal Concertgebouw Orchestra της Ολλανδίας, σε διεύθυνση Daniele Gatti. Η οποία έκανε πραγματική επίδειξη δύναμης, επιβεβαιώνοντας ότι είναι (όπως λέγεται) μία από τις καλύτερες ορχήστρες στον κόσμο. Παράλληλα, έθεσε νομίζω και το μέτρο με το οποίο πρέπει να κρίνονται ανάλογα θεάματα, πόσο μάλλον από δικά μας σύνολα που προσπαθούν να διευρύνουν το καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα. 

Η κάτωθι ανταπόκριση πρωτοδημοσιεύτηκε το 2016 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ως «δεύτερη καλύτερη» ορχήστρα του κόσμου πίσω από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου λογίζεται η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου (όπως προφέρεται) του Άμστερνταμ, σύμφωνα με πρόσφατο διεθνές πάνελ διακεκριμένων κριτικών κλασικής μουσικής. Και δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης αυτής της παγκόσμιας κλάσης της στο γεμάτο (μα όχι sold-out) Μέγαρο Μουσικής, όπου χειροκροτήθηκε με δικαιολογημένο ενθουσιασμό, αριστεύοντας σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πρόγραμμα, υπό την εκφραστικότατη διεύθυνση του νέου της καλλιτεχνικού διευθυντή Daniele Gatti. 

Η έναρξη της βραδιάς είχε μάλιστα και ελληνικό χρώμα, αφού θέσεις της ορχήστρας δόθηκαν σε μέλη της νεότευκτης (2015) MOYSA, της Συμφωνικής δηλαδή Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Μαζί, οι διακεκριμένοι διεθνείς σταρ και τα καινούρια ταλέντα του τόπου μας παρουσίασαν το Πρελούδιο της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (1862): ένα φανταχτερό δείγμα από τα μουσικά θέματα της τελευταίας, που όμως απαιτεί προσοχή σε ορισμένες συναισθηματικές απολήξεις της παρτιτούρας, ιδίως όσες σχετίζονται με τον ρόλο των πνευστών και με τον λυρισμό των βιολιών. Το αποτέλεσμα της συνύπαρξης υπήρξε αρμονικότατο και το κοινό καμάρωσε εμφανώς τα παιδιά από τη MOYSA, ενώ και ο Gatti έδειξε θερμός, πέρα νομίζω από τυπικότητες.

Για τους Ολλανδούς, βέβαια, αυτό δεν ήταν παρά ένα χαλαρό προοίμιο. Γιατί, μόλις παρατάχθηκαν σε πλήρη σύνθεση, βούτηξαν αμέσως στα βαθιά, αφήνοντάς μας αποσβολωμένους στις θέσεις μας με τις επιδόσεις που έπιασαν στα αποσπάσματα από το "Λυκόφως των Θεών", τελευταίο μέρος του περίφημου βαγκνερικού έπους Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ. Διακριτική όταν χρειάστηκε, με παύσεις γεμάτες αναμονή και με εξάρσεις τρομερές, πλήρως εναρμονισμένες με το μεγαλεπήβολο και θεαματικό στυλ του Γερμανού συνθέτη, η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου ακολούθησε τον Ζήγκφριντ στο ταξίδι του στον Ρήνο και τον αποχαιρέτησε με ενάργεια και με την πρέπουσα «δόξα» όταν πέθανε, θανάσιμα τραυματισμένος από τον Χάγκεν, με τις τελευταίες του σκέψεις να στρέφονται στη Μπρουνχίλντε. Ήταν μια εκτέλεση συναρπαστική. 

Το δεύτερο μέρος άνοιξε με Γκούσταβ Μάλερ, με το adagio από την περιπετειώδη 10η Συμφωνία (1910), τελευταίο έργο της ζωής του, που έμελλε βασικά να συμπληρωθεί και ολοκληρωθεί σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό του. Εδώ ο Gatti υπήρξε μοναδικός, φτάνοντας την κινησιολογία του επί του πόντιουμ στο απόγειο της εκφραστικότητάς της, οδηγώντας τους μουσικούς του στο συναισθηματικό βένθος ενός έργου που –απηχώντας την υπαρξιακή κρίση του δημιουργού του– φτάνει στα σύνορα του ατονικού, μοντέρνου κόσμου και χρειάζεται έτσι λεπτές αποχρώσεις σε πολλά σημεία. Τόσο συνεπήρε το κοινό η καταπληκτική απόδοση όλων των παραπάνω, ώστε ορισμένοι έσπευσαν να χειροκροτήσουν και να φωνάξουν λίγα (κρίσιμα) δευτερόλεπτα πριν το σωστό σβήσιμο, αναγκάζοντας τον Gatti να τεντώσει το δεξί του χέρι με νόημα προς την πλατεία, σταματώντας τους. 

Και κλείσαμε με Alban Berg, με τα "Τρία Κομμάτια για Ορχήστρα, Έργο 6", σε μία ακόμα διαφήμιση των ικανοτήτων της Κονσέρτχεμπαου, με βιολιά, φαγκότα και κρουστά να φτάνουν σε δυσθεώρητα κρεσέντο και με το σύνολο των μουσικών της να μοιάζει συχνά με κύμα, έτσι όπως συντονιζόταν σύσσωμο με μία από τις πλέον περίπλοκες παρτιτούρες στην ιστορία της λόγιας σύνθεσης. Η οποία προστάζει συχνές αλλαγές στο τέμπο και ζητεί ιδιαίτερη προσοχή από το ακροατήριο, ώστε να γίνουν διακριτές όλες οι μικρές μα φοβερές λεπτομέρειες, όπου κάπου απηχείται και ο Μάλερ –πράγμα που ένωσε με μια νοητή γραμμή όλες τις στάσεις του ρεπερτορίου. 

Ο τελικός, εκκωφαντικός και οριστικός χτύπος του γιγάντιου σφυριού οδήγησε την πλατεία του Μεγάρου σε πανζουρλισμό ιαχών και χειροκροτημάτων. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει διαφορετικό φινάλε, άλλωστε, μετά από μια τέτοια βραδιά. Μας χρειάζονται τέτοιες συναυλίες στην Ελλάδα, γιατί κοινό και κριτικοί έχουμε χάσει το αληθινό μέτρο των πραγμάτων, γενόμενοι υπέρ το δέον επιεικείς (ή, έστω, ενθουσιώδεις) με εγχώριες και μη ορχήστρες που απέχουν στην πραγματικότητα πολύ από όσα λέγονται/γράφονται για εκείνες –οπότε ο πήχης ξαναμπαίνει στη θέση του και ίσως ορισμένοι τουλάχιστον να το ξανασκεφτούμε. Σε κάθε περίπτωση, χρωστάμε ανυπολόγιστες ευχαριστίες στον ανώνυμο (κατ' επιθυμία του) συμπατριώτη μας του εξωτερικού, ο οποίος χορηγεί ευγενώς την έλευση τέτοιων δρώμενων στην Αθήνα των καιρών μας.



22 Μαρτίου 2021

Αποστόλης Αρμάγος: Στην Άλλη Όχθη [δισκοκριτική, 2017]


Εβδομάδα 25ης Μαρτίου αυτή που ξεκινά, οπότε αναμένονται κάμποσα δημοσιεύματα γύρω από τα 200 χρόνια τα οποία γιορτάζουμε φέτος (καθ' όλο βέβαια το έτος) από το 1821. Μάλιστα, έχω ετοιμάσει κι εγώ κάποια πράγματα, που θα αποκαλυφθούν σταδιακά –ορισμένα τις αμέσως επόμενες ημέρες, άλλα αργότερα μέσα στο 2021.

Ένας από τους νεότερους δημιουργούς που μπήκε στον κόπο να εμπνευστεί από την επέτειο, είναι και ο Αποστόλης Αρμάγος. Ο οποίος, ήδη από τα τέλη του 2020, έχει καταθέσει το κομμάτι "Ο Πρώτος Κυβερνήτης", αφιερωμένο βεβαίως στη μορφή του Ιωάννη Καποδίστρια. Ερμηνεύουν ο Νεοκλής Νεοφυτίδης στο πιάνο και ο Νίκος Παραουλάκης στο νέι.

Σημειωτέον, επίσης, ότι δεν είναι η μόνη παρουσία του Αρμάγου με κάτι καινούριο, αφού πλέον υπάρχει και μια διασκευή του στο "Night Οf Τhe Dead" του Θοδωρή Ζήρα (2007).

Με αυτές τις αφορμές, το blog επιστρέφει σήμερα στον δίσκο του Αρμάγου Στην Άλλη Όχθη (2017), στον οποίον μελοποίησε την επιγραμματική ποίηση του Τάκη Μιχόπουλου, αυξάνοντας αισθητά τον πήχη των προσδοκιών γύρω από τα όσα μπορεί να συνεισφέρει στο σύγχρονο εγχώριο σκηνικό. Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.  


Ο Αποστόλης Αρμάγος κάνει την έκπληξη με την 4η δουλειά που υπογράφει στα 4 χρόνια στα οποία δραστηριοποιείται δισκογραφικά. Και το λέω αυτό τόσο ως προς το τι έρχεται να προσφέρει ηχητικά, όσο και για το πόσο μεγαλώνει τον πήχη των προσδοκιών με αυτό του το ταξίδι Στην Άλλη Όχθη.

Κατά μία έννοια, ο Αρμάγος πράγματι αλλάζει ...όχθη, σε σχέση με όσα ξέραμε για εκείνον από τους δύο δίσκους που έχει βγάλει με την Ξένια Ροδοθεάτου (2012, 2013) ή από το άλμπουμ με τον Νίκο Βενετάκη (2016). Ενώ δηλαδή μέχρι τώρα φαινόταν να απλώνει τα δίχτυα του προς μια ελληνική τραγουδοποιία που είχε εγκολπώσει τις Δυτικές ηλεκτρικές μνήμες και τη ντόπια έντεχνη παρακαταθήκη –φτάνοντας ως τις νεοπαραδοσιακές ευαισθησίες, στην περίπτωση του Βενετάκη– εδώ μας «υποχρεώνει» να τον δούμε ως συνθέτη έξω από πάσης φύσης στεγανά. Και κυρίως ως έναν παίκτη ικανό να ανακατέψει την τράπουλα. 

Το εκπληκτικό με το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ότι διαρκεί περίπου ένα τέταρτο. Μόλις ένα τέταρτο, αλλά είναι τόσο πυκνή η εμπειρία, ώστε, φτάνοντας στο φινάλε, αισθάνεσαι πως άκουσες ένα πλήρες έργο. Είναι μάλιστα τόσες οι μικροπτυχές, τόσο χλιδανό το πλήθος των δημιουργικών λεπτομερειών, ώστε ακόμα και κομμάτια με διάρκεια 1,5 λεπτό αποκαλύπτουν όλο και περισσότερα, όσο τους δίνεις χρόνο ακρόασης. Υπάρχει λοιπόν θαυμαστή οικονομία, σε αγαστή σύμπνοια με την ελλειπτική δωρικότητα που διακρίνει τους επιγραμματικούς στίχους του ποιητή Τάκη Μιχόπουλου.

Ναι, έχουμε μελοποίηση ποίησης στην Άλλη Όχθη, με μια φρέσκια όμως αντίληψη, που σε τίποτα δεν θυμίζει τις στεγνές, κουρασμένες απόπειρες όσων φυτοζωούν στη σκιά του Μίκη Θεοδωράκη (κυρίως) και του Μάνου Χατζιδάκι (δευτερευόντως). Ως βασικά «όπλα» του Αρμάγου αναδεικνύονται το πιάνο, τα πλήκτρα και ο προγραμματισμός, με τα οποία οδηγείται σε διαδρομές σύγχρονες, περιπετειώδεις, μακριά από φορμαλισμούς. Αρθρώνει έτσι μια συνθετική «γλώσσα» που βρίσκεται αρκετά κοντά στις ανησυχίες του επίκαιρου πειραματισμού, του είδους που εκκινεί από τη διεθνή ηλεκτρονική εμπειρία (θαυμάσιο παράδειγμα το οργανικό "Αναχωρήσεις"). Μια γλώσσα, θα μπορούσαμε να πούμε, η οποία διαθέτει κάτι από το πνεύμα της Λένας Πλάτωνος της δεκαετίας του 1980, αλλά εκφράζεται με τρόπους του 21ου αιώνα.
 
Το δεύτερο καταπληκτικό με αυτόν τον δίσκο είναι το πόσο απλά γίνονται όλα τούτα τα «δύσκολα»: το πόσο προσανατολισμένα είναι δηλαδή στο να υπηρετήσουν μια μορφή τραγουδιού, αντί να χάνονται σε διανοουμενίστικες αναζητήσεις. Έτσι, οι επιφάνειες μένουν καθάριες και εύληπτες, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ερμηνείες της Άννας Λινάρδου, η οποία τραγουδάει εξαιρετικά, με αίσθηση του ειδικού βάρους των λέξεων, μα και με ένα διόλου ευκαταφρόνητο συναισθηματικό εκτόπισμα –ακούστε λ.χ. πώς λέει εκείνο το «δεν υπάρχουν πνεύματα», στο "Θέση". Ως μόνη ερμηνευτική αστοχία κατέγραψα το "Επικοινωνιολόγοι", όπου οι λέξεις «φελλέ» και «τουπέ» παρατονίζονται (με αποτέλεσμα να ακούμε «φέ-λλέ» και «τού-πέ»). 

Στους καιρούς που ζούμε, ένας τέτοιος δίσκος εκδίδεται σε μόλις 200 αντίτυπα. Νούμερο που δεν εμπόδισε τους συντελεστές να δείξουν μεράκι, φιλοτεχνώντας ένα εξώφυλλο μακριά από τα χιλιοειπωμένα και τοποθετώντας το CD μέσα σε εξασέλιδο βιβλίο με χοντρές, σχεδόν χαρτονένιες σελίδες, επενδυμένες με ασπρόμαυρα εικαστικά του Νικόλα Χριστοφοράκη. Δεν έχω ιδέα τι τύχη μπορεί να βρει η Άλλη Όχθη στο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί την τελευταία δεκαπενταετία στην εγχώρια μουσική παραγωγή. Πάντως, αν σας λένε ότι δεν βγαίνουν πια καλοί δίσκοι, ας ξέρετε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ζητείτε, και θέλετε ευρεί.