06 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 1 (2008)


Πίσω στις ακόμα ξένοιαστες εποχές του 2007-2008, όταν στήσαμε το Avopolis Greek με ένα ολιγάριθμο μα αφοσιωμένο επιτελείο συνεργατών (με το οποίο θέλω να πιστεύω ότι θα μας συνδέει για πάντα αυτή η μικρή περιπέτεια κι ας έχουμε πια σκορπίσει), η Μαρία Φαραντούρη έμοιαζε ως ιδιαίτερα απλησίαστος στόχος: ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο να εντοπίσεις μια τόσο αεικίνητη ερμηνεύτρια με διεθνές προφίλ, πόσο μάλιστα για μια συνέντευξη σε ένα ιντερνετικό μέσο έξω από την «εμβέλεια» στην οποία ήταν συνηθισμένη.

Ωστόσο το βραβευμένο στη Γερμανία άλμπουμ Way Home (2007) έδωσε μια καλή αφορμή. Και μέσω της πολύτιμης μεσολάβησης της Μαίρης Μπρατάκου, δέχτηκε τον Απρίλιο του 2008 να συναντήσει εμένα και τον φίλο και συνάδελφο  Διονύση Κοτταρίδη, προσκαλώντας μας στο σπίτι της στην Εκάλη.

Το να πάμε βέβαια στην Εκάλη δεν ήταν καθόλου εύκολο σε μια εποχή που ούτε ο Διονύσης είχε αμάξι, καταφέραμε όμως και φτάσαμε στην ώρα μας. Αλλά η Φαραντούρη δεν ήταν εκεί, καθώς είχε κανονίσει να μας δει επιστρέφοντας από αεροπορικό ταξίδι, με αποτέλεσμα να πέσει έξω στον χρόνο του ραντεβού λόγω μικρής καθυστέρησης στην πτήση. Περιμένοντας, πάντως, γνωρίσαμε τον Τιμολέοντα Βερέμη, ο οποίος πλέον σταδιοδρομεί ως Leon Of Athens, αλλά τότε είχε ακόμα το indie συγκρότημα Mimosa's Dream, όπου ντράμερ έπαιζε ο γιος της Φαραντούρη, Στέφανος Χυτήρης. 

Νομίζω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ την άνεση και τη χαρά με την οποία μας υποδέχτηκε η Φαραντούρη, παρά την κούρασή της: δεν θέλησε χρόνο να προετοιμαστεί, έκατσε απλά δίπλα μας στον καναπέ, ξετύλιξε και κάτι εξαιρετικά σουτζούκ λουκούμ να μας κεράσει και –έτσι, τόσο απλά– αρχίσαμε να συζητάμε· για τον νέο δίσκο, για τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του, για το αν νίκησε τελικά «το σύστημα», για το πώς άλλαξε μέσα στα χρόνια και το ελληνικό ραδιόφωνο, μα και το κοινό. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, μας τραγούδησε κιόλας, έτσι αυθόρμητα και a cappella. Έκτοτε, όταν με ρωτούν ποιος από όσους έχω μιλήσει στην καριέρα μου ενσαρκώνει για μένα την έννοια του καλλιτέχνη, απαντάω πάντοτε «η Μαρία Φαραντούρη».

Η κουβέντα μας πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2008 στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Δεν χρειαζόταν ντε και καλά αφορμή από την επικαιρότητα για κάτι τέτοιο, ωστόσο υπάρχει κι αυτή. Στην πληρέστερη ίσως καταγραφή της Λένας Πλάτωνος σε λόγο, όπως αποτυπώθηκε εδώ (με στήσιμο-πρόταση, μάλιστα) για το μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό κριτικής (βιβλίο, πολιτική, πολιτισμός) Marginalia - Σημειώσεις στο Περιθώριο, η τελευταία μίλησε για τη συνεργασία που έχει στα σκαριά με τη Φαραντούρη: θα λέγεται Σπαράγματα και θα βασίζεται σε έργα ποιητριών της αρχαίας Ελλάδας, μεταφρασμένα στα νέα ελληνικά από τον φιλόλογο Θάνο Τσακνάκη. Για την ιστορία, θα είναι η δεύτερη σύμπραξή τους μετά τον δίσκο του 2000 Η Τρίτη Πόρτα.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο από τη Legend


Το τελευταίο σας άλμπουμ, το ζωντανά ηχογραφημένο στο Βέλγιο και στην Ολλανδία Way Home (2007), είναι μια δουλειά η οποία νιώθει κανείς ότι μας «ήρθε» στην Ελλάδα, μιας και τόσο ο βασικός ενορχηστρωτής (Henning Schmiedt), όσο και οι εκτελεστές είναι ξένοι...

Τα τελευταία 15 χρόνια συνεργάζομαι με Γερμανούς οργανοπαίκτες, οι οποίοι παίζουν κυρίως τζαζ και world μουσική και βέβαια, ως Γερμανοί, έχουν και κλασική παιδεία. Όταν τους γνώρισα άρχισαν να παίρνουν στοιχεία από την ελληνική μουσική και να εντάσσουν σε αυτά δικές τους αρμονίες, κάνοντας πολύ ωραία δουλειά. Για εμένα, που είμαι «ψαχτήρι» και μου αρέσει να αναζητώ καινούργια πράγματα, ήταν ωραία συγκυρία να ηχογραφήσω μαζί τους. 

Είχα ήδη κάνει δύο CD στο στούντιο με εκείνους τους μουσικούς, το Poetica (1996) και το Asmata (1998), αποκλειστικά με έργα Μίκη Θεοδωράκη. Το ενδιαφέρον τους για τη μουσική του ήταν βαθύ και ειλικρινές: πήραν μελωδίες του και τις παρουσίασαν στις προσωπικές τους συναυλίες, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς. Σιγά-σιγά διεύρυνα λοιπόν το ρεπερτόριο και τους έφερα σ' επαφή με παραδοσιακά, ρεμπέτικα και με βυζαντινές μελωδίες. Μερικά από αυτά τα τραγούδια περιέχονται στο Way Home. Πρόκειται για μια επιλογή από συναυλίες που δώσαμε στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. 

Κατά τη γνώμη μου, αυτό το CD αποδεικνύει το ενδιαφέρον των ξένων μουσικών, κριτικών και παραγωγών για την ελληνική μουσική. Και, βέβαια, και το ενδιαφέρον του ξένου κοινού, αν σκεφτείτε ότι το 90% όσων με ακούνε στο εξωτερικό είναι ξένοι.

Σκοπεύετε να παίξετε και σε ελληνικό έδαφος με τους Γερμανούς συνεργάτες σας; Ή σας συνοδεύουν μόνο κατά τις ευρωπαϊκές σας εξόδους;

Έχω ήδη εμφανιστεί μαζί τους στην Ελλάδα: το 1998 στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, το 2000 και το 2008 στο Μέγαρο Μουσικής. Φέτος το καλοκαίρι θα έχω τη χαρά να παίξω και πάλι μαζί τους στην Επίδαυρο, στις 25 και 26 Ιουλίου, όπου θα συνεργαστούν και με Έλληνες μουσικούς, σε ένα νέο έργο με τίτλο Ο Έρωτας Τελειώνει Τραγικά –εντάσσεται στη world music και είναι παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών. Η σύνθεση είναι του ταλαντούχου κλασικού σολίστα Γιώργου Λαζαρίδη επάνω σε ποίηση της Αγαθής Δημητρούκα. Στο δεύτερο μέρος θα ερμηνεύσω, για πρώτη φορά σε συναυλία, τη Σκοτεινή Μητέρα του Μάνου Χατζιδάκι σε ποίηση Νίκου Γκάτσου· έργο που μου εμπιστεύτηκε ο Μάνος και ηχογράφησα σε πρώτη εκτέλεση το 1985.

Εκτός από τους Γερμανούς σολίστες σας, ξεχωρίζετε κι άλλους ξένους μουσικούς από όσους ασχολήθηκαν διεθνώς με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη;

Να σας θυμίσω μόνο το rock συγκρότημα Savage Republic, που εμπνεύστηκαν από τη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν, αλλά και τον τζαζίστα Nels Cline, ο οποίος ηχογράφησε έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην "Παντέρμη" από το Romancero Gitano με τίτλο "For Maria". Με σεβασμό έσκυψε και ο μεγάλος αρχιμουσικός Zubin Mheta επάνω στη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν και είχα μάλιστα τη χαρά να ερμηνεύσω το έργο υπό τη διεύθυνσή του δύο φορές: μία στο Ηρώδειο και μία στο Παρίσι, για το αφιέρωμα της UNESCO στο Millennium. 

Πολύ σημαντική –προσωπικά για μένα– στιγμή ήταν τον περασμένο Νοέμβριο, όταν τραγούδησα με τον μεγάλο μουσικό της τζαζ Charles Lloyd, τον Zakir Hussein και τον Eric Harland στο Παλλάς. Αυτή η συνεργασία με τον Charles θα συνεχιστεί και σκεφτόμαστε να ηχογραφήσουμε και CD μαζί. Όσο για τους ερμηνευτές που έχουν τραγουδήσει τραγούδια του Μίκη, τι να πρωτοθυμηθώ... Gisela Mai, Edith Piaf, Milva κ.ά. 

Και πώς στήθηκε αλήθεια το Way Home; Έγινε κάποια εκλογή που συνειδητά να αντιπροσωπεύει διάφορα «πρόσωπα» του ελληνικού τραγουδιού;  

Όπως προανέφερα, το Way Home απαρτίστηκε από ζωντανές ηχογραφήσεις, από συναυλίες τις οποίες έδωσα στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Η Peregrina, που εξειδικεύεται στη world music, έκανε την επιλογή των τραγουδιών, έχοντας κατά νου το γερμανικό και γενικότερα το διεθνές κοινό. Έτσι, το άλμπουμ αντιπροσωπεύει ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής μουσικής, γι' αυτό και ακούτε δίπλα στον Μίκη και στον Μάνο τον "Καϊξή", τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", καθώς και δημοτικά τραγούδια. Άρεσε πολύ στη Γερμανία και σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία του ήρθε και η βράβευση με το Preis der Deutschen Scallplatten Kritik: ένα έγκυρο βραβείο, από 114 μουσικοκριτικούς περιοδικών και εφημερίδων. 

Προξενεί όμως εντύπωση πώς ένας δίσκος σας, ο οποίος διακρίθηκε και βραβεύτηκε στη Γερμανία, έχει περάσει απαρατήρητος στο ελληνικό ραδιόφωνο...

Πιστεύω ότι τίποτα δεν περνά απαρατήρητο. Απλώς οι Έλληνες παραγωγοί ραδιοφώνου έχουν διαφορετικό γνώμονα περιεχομένου στις εκπομπές τους. Προβάλλουν κυρίως το εμπορικό τραγούδι, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό είναι το κριτήριό τους. Προφανώς, λοιπόν, ενδιαφέρονται για άλλου είδους βραβεία, όπως Αρίων και Eurovision... Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με κοινά συμφέροντα μεταξύ δισκογραφικών εταιρειών, δημοσιογράφων και ραδιοφωνικών παραγωγών. Εν πάση περιπτώσει, εμείς βασιζόμαστε στις συναυλίες μας. Έχουμε αναπτύξει μια σχέση με το κοινό και δεν εξαρτώμεθα από την προώθηση και τη διαφήμιση κάθε δίσκου μας. 

Πώς θα ορίζατε εσείς το «αξιόλογο» στη μουσική επικαιρότητα; 

Αξιόλογο θεωρώ ό,τι είναι αληθινό και γνήσιο σε κάθε είδους μουσική έκφραση. Πέρα από την ποιότητα που μας χάρισαν ο Μίκης, ο Μάνος και οι επίγονοι αυτών, διακρίνω και την πρωτοπορία νέων δημιουργών, όπως του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Νίκου Ξυδάκη, του Δημήτρη Παπαδημητρίου, του Σωκράτη Μάλαμα, της Μάρθας Φριντζήλα. Νομίζω ότι το νέο αίμα θα φανεί προσεχώς από την ανεξάρτητη σκηνή, από καινούρια γκρουπ, τα οποία καταθέτουν τη δημιουργία τους ακόμη και με ίδιον κόστος και χρειάζεται να τους ακούσουμε προσεκτικότερα. Κάτι αξιόλογο θα διαφανεί μέσα από τους νέους. 

Ένα μεγάλο κομμάτι της καριέρας σας, έχει συνδεθεί με τον Θεοδωράκη και το έργο του. Συμμερίζεστε την άποψη ότι έχει κάπως υποτιμηθεί ως δημιουργός, ταυτιζόμενος με το πιο πολιτικό τμήμα του ρεπερτορίου του;

Ο Μίκης είναι μια αστείρευτη δημιουργική φλέβα, ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον πολιτισμό και τη χώρα μας. Πιστεύω ότι έχει ήδη εκτιμηθεί παγκοσμίως κι αυτό φαίνεται από τη διεθνή αποδοχή του έργου του. Και νομίζω ότι θα εκτιμάται συνεχώς και από τις επόμενες γενιές: οι δίσκοι του θα αποτελούν μόνιμη αναφορά για τους νεότερους. 

Ίσως ένα μέρος της μουσικής του να συνδέθηκε με τους πολιτικούς αγώνες σε δύσκολες στιγμές για τη Δημοκρατία, πάντως το σύνολο του έργου του συνδέεται με την υψηλή ποίηση, ελληνική και ξένη· και διακρίνεται όχι μόνο για τον επικό, αλλά και για τον λυρικό του χαρακτήρα. Μόνο λοιπόν οι αγνοούντες –φοβάμαι ηθελημένα αγνοούντες– δεν συλλαμβάνουν όλες τις διαστάσεις της μουσικής του δημιουργίας, υποτιμώντας και περιορίζοντας τη σπουδαιότητά της. 

Ποια θα εντοπίζατε εσείς ως σημαντικότερη αλλαγή από πλευράς κοινού, συγκριτικά με την εποχή του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι; 

Το κοινό έχει πλέον πολύ λιγότερο ελεύθερο χρόνο, διότι εργάζεται περισσότερες ώρες και η σχέση του με τη μουσική περιορίζεται συνήθως στην ακρόαση ραδιοφώνου (ακόμη και CD) στο αυτοκίνητο ή στον υπολογιστή, καθώς αναζητεί παράλληλα πληροφορίες για άλλα θέματα. Μόνο η νεολαία είναι διαθέσιμη να ψάξει για να ακούσει πράγματα μέχρι να μεγαλώσει και να μπει στα προβλήματα της καθημερινότητας. 

Στην εποχή του Μίκη υπήρχαν όνειρα, φαντασία, προσδοκίες. Και κυρίως συλλογικό όραμα. Πράγματα βέβαια που είχαν σχέση και με τη σκληρή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων. Τώρα η ζωή είναι κατακερματισμένη, ο χρόνος για όνειρα είναι λιγοστός. Πού και πώς να σκεφτείς τώρα, ας πούμε, για μια καλύτερη κοινωνία; 

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει πλέον ερέθισμα. Εκφράζεται όμως με άλλον τρόπο –πιο ...ηλεκτρονικό!  Και ό,τι είναι να αναδειχθεί, φαίνεται πως θα γίνει πια μέσα από το ίντερνετ. Έχω πάντως την εντύπωση ότι το τραγούδι δεν μπορεί στις μέρες μας να έχει τον μαζικό χαρακτήρα που είχε κάποτε. Θα ανθήσει μόνο στις παρέες και μέσα σε μικρούς κύκλους ανθρώπων, σε μικρο-περιβάλλοντα. Δείτε και την εξής σημαντική διαφορά στις κυκλοφορίες δίσκων: τότε δίσκος γίνονταν τα τραγούδια που είχαν δοκιμαστεί στις συναυλίες και στη σχέση τους με το κοινό. Τώρα ηχογραφείται μια παραγωγή, προωθείται μέσω της διαφήμισης και μετά φθάνει να τραγουδηθεί ζωντανά στον κόσμο. 

Σε τέτοιες όμως μικρές παρέες, γίνονται ολοένα και λιγότεροι όσοι εμπνέονται από την ελληνική μουσική και ολοένα και περισσότεροι όσοι αναζητούν την έμπνευση σε πιο Δυτικούς ήχους...

Έχει κι αυτό να κάνει με το πώς ζούμε σήμερα. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ας πούμε, ή ο Σωκράτης Μάλαμας έχουν τις πηγές της έμπνευσής τους και στην Ανατολή, όχι μόνο στη Δύση. Άλλοι, ωστόσο, θέλοντας ίσως να κινηθούν και σε πιο διεθνή πλαίσια, σκέφτονται με βάση το τι επικρατεί τώρα στη διεθνή αγορά ως ήχος και εντάσσονται σε αυτό. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, είναι αλήθεια πως αυτά τα ακούσματα έχουν έρθει και περισσότερο κοντά στη νεολαία, χάρη στην πρόσβαση στην τεχνολογία και στο ίντερνετ. Ούτε τα σύνορα είναι κλειστά πλέον. Οπότε ποια ελληνικότητα, αυτά τα πράγματα είναι στο τελείωμά τους: όλα θα αλλάξουν, μπαίνουμε σε μια νέα τροχιά. Άλλωστε η μαγική λέξη «παγκοσμιοποίηση» δεν ακυρώνει τελικά τις ιδιαίτερες φωνές των χωρών; 

Ό,τι γίνεται στην οικονομία δεν γίνεται και στη μουσική, αλλά και στην τέχνη γενικότερα; Πού είναι σήμερα, ας πούμε, ο γαλλικός και ο ιταλικός κινηματογράφος; Επιπλέον, η νέα γενιά δεν έχει να στηριχτεί στη μεγάλη ποίηση, όπως η γενιά του Μίκη, η οποία «ακούμπησε» στους ποιητές της Γενιάς του '30. Θα πρέπει επομένως να στηριχτεί σε διαφορετικά πράγματα. Άλλωστε και ο Μίκης και ο Μάνος δεν θα έγραφαν για τα ίδια πράγματα, εάν δραστηριοποιούνταν σήμερα. Δεν θα αξιολογήσω λοιπόν τι είναι καλύτερο. 

Είχε καλά και κακά και η δική μου εποχή, έχει καλά και κακά κι αυτή η εποχή –και θα έχει και το δικό της στίγμα. Κάποια πράγματα, θα μείνουν. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι γίνεται εμείς οι Έλληνες, και λόγω γεωγραφίας, να χάσουμε το πιο ανατολίτικό μας στοιχείο. Ε, άμα πια χάσουμε και τον Τσιτσάνη και την ταβερνίτσα μας... δεν ξέρω τι να πω. 

Δεν οφείλεται όμως αυτό, τουλάχιστον σε ένα σημαντικό μέρος, και στο ότι από ένα σημείο κι έπειτα η ελληνική μουσική δεν παρήγαγε καμία νέα μεγάλη μορφή; 

Δεν μου αρέσει, ξέρετε, να το λέω αυτό. Διότι συχνά έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται ότι μόνο τη γενιά τη δική μας παραδεχόμαστε και τη δικιά μας εποχή. Όχι, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι και σήμερα προσπαθούν. Αλλά και οι φωνές που υπάρχουν πνίγονται, δεν τις φωτίζει τίποτα. Υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός: τόσες δισκογραφικές, κανάλια και συμφέροντα, το ένα καταπίνει το άλλο και ο καθένας πια πρέπει να αυτενεργήσει. 

Σίγουρα πάντως όλοι θα συμφωνούσαμε ότι στα τελευταία χρόνια τίποτα δεν δημιούργησε ένα μεγάλο μπαμ· ένα πολιτιστικό ή καλλιτεχνικό σοκ, ανάλογο με αυτό που δημιουργήθηκε π.χ. με την εμφάνιση του Μάνου και του Μίκη στα πράγματα. Ο Μίκης και ο Μάνος είχαν βέβαια κι έναν τσαμπουκά, μια ορμή. Πήγαιναν για παράδειγμα στα χαμαιτυπεία της Πέτρου Ράλλη και του Αιγάλεω, όπου δούλευαν οι ρεμπέτες, για να ακούσουν κι εκείνη την πλευρά της ελληνικής μουσικής. Σε μέρη δηλαδή όπου δεν διανοούνταν τότε ούτε να περάσουν απέξω οι αστοί. Πήγαιναν λοιπόν και «σπούδαζαν» τη λαϊκότητα, την αυθεντική λαϊκότητα. Και ύστερα την ενσωμάτωσαν στα δικά τους έργα. 

Όμως δεν θέλω να χάσω την ελπίδα μου. Πιστεύω ότι θα ξαναγεννηθεί, σύντομα ίσως, κάτι το νέο και το δυναμικό. Θα είναι άραγε σε θέση τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις να το φέρουν στον κόσμο και να το υποστηρίξουν, όπως έγινε τότε;. 

Θίξατε προηγουμένως και το θέμα της παγκοσμιοποίησης και του τι σημαίνει κάτι τέτοιο γενικά για τις ζωές μας. Θεωρείτε πως τελικά νίκησε αυτό που λέμε «σύστημα»;

Ο Μπρεχτ έλεγε ότι κάποτε είχες μπροστά σου τα βουνά. Έβλεπες δηλαδή τον εχθρό (που τότε ήταν ο φασισμός), τον είχες μπροστά σου: ήξερες με τι είχες να παλέψεις. Τώρα έχεις τις πεδιάδες –ισοπέδωση δηλαδή, καθώς ο εχθρός διαχέεται, γίνεται πιο έμμεσος. 

Ως Αριστερή, δεν θα ήθελα να πω ότι το «σύστημα» νίκησε. Πάντως αυτό το απρόσωπο σύστημα έχει αποδειχθεί πολύ ισχυρό. Ξέρουμε όλοι τι θα έπρεπε να γίνει για να αλλάξει, όμως πια είναι πολύ δύσκολο. Αλλά όχι και αδύνατον. Η ελπίδα υπάρχει πάντα και οι νεότεροι θα βρουν τον δρόμο τους. Μήπως δεν υπήρξε και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο οποίος έγινε παγκοσμίως γνωστός στον δικό του μουσικό χώρο;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου