18 Σεπτεμβρίου 2020

Wim Mertens - συνέντευξη (2019)

 


Παρότι ήταν φθινόπωρο του 2019 όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο με τον Wim Mertens, δεν μου έκρυψε ότι είχε κατά νου τις δράσεις του 2020, καθώς θα συμπλήρωνε 40 χρόνια δημιουργίας. Τότε, βέβαια, ήμασταν εντελώς ανύποπτοι για ό,τι ερχόταν.

Συνθέτης, πιανίστας, κιθαρίστας, μουσικολόγος, ενίοτε τραγουδιστής (κόντρα τενόρος), κάποτε και ραδιοφωνικός παραγωγός, ο Wim Mertens από το Neerpelt του Βελγίου είναι ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας, την οποία έχει μάλιστα επισκεφτεί αρκετές φορές. Δεν γινόταν έτσι να γιορτάσει 40 χρόνια πορείας και να μην περάσει άλλη μια βόλτα. Ενάντια λοιπόν σε κορωνοϊό και ...Ιανό, αναμένεται αύριο Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου στην Τεχνόπολη· με σπέσιαλ πρόγραμμα για περιορισμένο αριθμό καθήμενων, που θα εκκινήσει από τα 1980s και θα φτάσει ως το φετινό άλμπουμ The Gaze Οf Τhe West. [UPDATE, 19.9: τελικά η συναυλία ακυρώθηκε].

Με αυτήν την αφορμή, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές– η τηλεφωνική μας συζήτηση από το 2019, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis

Αν και σε μερικά σημεία η γραμμή μας έκανε κόλπα, ο Mertens ήταν ομιλητικός και ευδιάθετος, πρόθυμος μάλιστα να μη μείνουμε μόνο σε σημεία μουσικού ενδιαφέροντος. Άλλωστε, όπως θα διαπιστώσετε και παρακάτω, παρά την ηλικία του, θεωρεί ότι δεν νοείται σύγχρονη μουσική, αν δεν ψηλαφεί τις προκλήσεις που θέτουν σε επίπεδο κοινωνίας οι νεότερες γενιές: «τι κουλτούρα διαμορφώνεται απέναντι στην εξουσία;», αναρωτήθηκε σε κάποιο σημείο, αλλά και «πώς γίνεται πλέον ο προσδιορισμός του εαυτού;».

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo πακέτο που διατέθηκε στον Τύπο από το μάνατζμεντ του καλλιτέχνη


Καλησπέρα από την Αθήνα. Είναι μια ημέρα συνεντεύξεων αυτή για σας, σωστά;

Καλησπέρα από τις Βρυξέλλες! Ναι, είναι μέρα συνεντεύξεων σήμερα. Χαίρομαι όμως που μιλάω με δημοσιογράφους από την Ελλάδα, καθώς η χώρα σας παραμένει σταθερά ενδιαφερόμενη για το έργο μου μέσα στα χρόνια. Και σας ευχαριστώ γι' αυτό, νιώθω ευγνώμων.

Την τελευταία φορά που παίξατε εδώ (Ηρώδειο, 2017), δώσατε μια συναυλία με δύο διακριτά μέρη: στο πρώτο είχαμε την παρουσίαση του ολοκληρωμένου εγχειρήματος Cran Aux Oeufs, ενώ το δεύτερο ήταν ένα best of set. Να περιμένουμε κάτι ανάλογο για τις επικείμενες επισκέψεις σας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;

Κάτι ανάλογο, ναι· αλλά όχι κάτι παρόμοιο. Άλλωστε η συναυλία στο Ηρώδειο είχε πίσω της μια ειδική συνθήκη, καθώς ένα σημαντικό μέρος της Cran Aux Oeufs τριλογίας καταπιανόταν με το αρχαίο παρελθόν της Ελλάδας –με τον Καλλίμαχο και με τη ναυμαχία στο Άκτιο. Είχε λοιπόν ιδιαίτερη σημασία για μένα η πρώτη σχετική παρουσίαση να γίνει στην Ελλάδα.

Ένα μέρος τώρα της φετινής συναυλίας θα είναι και πάλι αφιερωμένο στο πιο πρόσφατο άλμπουμ μου That Which Is Not (2018), από το οποίο θα παίξω αρκετά κομμάτια. Το υπόλοιπο θα βασιστεί μεν σε παλιότερο υλικό, όμως η προσπάθειά μου αυτή τη φορά είναι να επιλεγούν στιγμές που μπορεί να δέσουν αισθητικά με το That Which Is Not, συγκροτώντας έτσι μια χαλαρή ενότητα.

Στο That Which Is Not, μια μεγάλη ποικιλία οργάνων συνοδεύουν το πιάνο και τη φωνή σας. Πόσα όμως από αυτά θα ακούσουμε επί σκηνής;

Δεν σκοπεύω να αλλάξω κάτι στον τρόπο με τον οποίον κινούμαι συναυλιακά, σχεδόν από την αρχή της καριέρας μου. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι επί σκηνής δεν θα γίνει προσπάθεια ώστε να αποτυπωθεί με ακρίβεια η ηχογράφηση του That Which Is Not· κάτι που με αποδεσμεύει από προβληματισμούς σχετικά με το πόσα και ποια όργανα μπορώ να έχω.

Για μένα, η ηχογράφηση και η συναυλία παραμένουν δύο εντελώς διαφορετικές δημιουργικές πραγματικότητες. Στη συναυλία θέλω να φέρνω την ουσία των δισκογραφημένων συνθέσεων, άσχετα με το αν διαλέξω να τις αποδώσω μόνος στο πιάνο, με ένα μικρό σύνολο μουσικών ή με συμφωνική ορχήστρα.

Τι σας ώθησε στο αρκετά σύνθετο φιλοσοφικό παιχνίδι με τη βαθύτερη και απώτατη διάσταση των λέξεων «Όχι» και «Δεν», το οποίο αποτελεί τον κορμό του That Which Is Not;

Με ενδιαφέρει πολύ αυτό που θεωρείται ως μη δεδομένο. Και στον δίσκο προσπάθησα να φτιάξω μη δεδομένη μουσική, η οποία να κουμπώνει σε μια τέτοια ευρύτερη ενατένιση του «Όχι» και του «Δεν», δύο κατά τα λοιπά πολύ οικείων λέξεων. Οι τωρινές κοινωνίες στη Δύση έχουν άλλωστε γίνει τόσο σύνθετες, ώστε πολλά απ' όσα θεωρούσαμε δεδομένα γίνονται μη δεδομένα, με τρόπους πέρα από ό,τι θα κρίναμε ως «αναμενόμενο».

Αυτό δεν το λέω βέβαια με μονοσήμαντα θετική χροιά: οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν πετύχει βελτιώσεις σε μερικά ζητήματα, μα ως προς κάποια άλλα, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Σε κάθε περίπτωση, η αναλόγως σύγχρονη μουσική οφείλει να ψηλαφεί τις δημιουργούμενες προκλήσεις, ιδίως όσες προέρχονται από τις νεότερες γενιές· και να προσπαθεί να τις εκφράσει. Γιατί συχνά οι καταστάσεις βρίσκονται σε μια ρέουσα μετάβαση, η οποία δεν μπορεί να εκφραστεί μέσω λέξεων. 

Η μουσική, όμως, μπορεί να την αποτυπώσει. Ακριβώς γιατί μουσική δεν ήταν ποτέ το συγκεκριμένο και δεδομένο μιας παρτιτούρας. Γι' αυτό και πάντα προσπαθώ να δώσω μια κατεύθυνση σε όσα κομμάτια μου δεν βασίζονται σε στίχους, μέσω των τίτλων που επιλέγω. Μπορεί το «μήνυμα» να μην τίθεται πάντα με άμεσο τρόπο, ίσως να είναι έμμεσο ή και λίγο κρυμμένο. Ωστόσο είναι εκεί.

Μπορεί δηλαδή η μουσική να δώσει απαντήσεις στα όσα προβληματίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες;

Εξαρτάται από το τι νόημα δίνουμε στις «απαντήσεις». Αν μιλάμε δηλαδή για λύσεις, η μουσική δεν έχει κάτι να προσφέρει: οι λύσεις στα προβλήματα μιας κοινωνίας, είναι δουλειά των πολιτικών. Όμως η μουσική μπορεί –και κατ' εμέ οφείλει– να αντανακλά τις ζυμώσεις και τις προκλήσεις κάθε εποχής και να τίθεται σε διάλογο με τα ριζοσπαστικά στοιχεία, όσα έρχονται να αμφισβητήσουν τα «δεδομένα».

Τι κουλτούρα διαμορφώνεται, για παράδειγμα, απέναντι στην εξουσία ή σε ό,τι προσδίδαμε μέχρι τώρα κύρος; Πώς γίνεται πλέον ο προσδιορισμός του εαυτού; Υπάρχει πολλή δυναμική σε τέτοια ερωτήματα και η μουσική μπορεί να την εκφράσει, στοχαζόμενη με τη σειρά της πάνω σε αυτά, για να βρει π.χ. το κατάλληλο τέμπο ή τις κατάλληλες ενορχηστρωτικές εναλλαγές. Ώστε έπειτα, σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, να διαθέτει κάτι ικανό να επικοινωνήσει με τα όσα συμβαίνουν. Κάτι που θα ωθήσει όσους έχουν τέτοιους προβληματισμούς στο να ταυτιστούν μαζί της.

Στο Βέλγιο, ποιες είναι αλήθεια οι προκλήσεις για το άμεσο μέλλον;

Με μια πιο στενή και πρακτική έννοια, αναζητούμε ξανά μια νέα κυβέρνηση, ως τον Δεκέμβριο. Αλλά το βαθύτερο ζήτημα είναι ότι το Βέλγιο παραμένει μια ιδιαιτέρως σύνθετη κοινωνία, αποτελούμενη από τρεις διακριτές κοινότητες, με τη δική της γλώσσα η κάθε μία –γαλλικά, ολλανδικά και γερμανικά. Είναι κάτι που νομίζω ότι επηρέασε πολύ τη μουσική μου, με διάφορους τρόπους. Το θέμα μάς έχει απασχολήσει και στο παρελθόν, όμως διανύουμε και πάλι μια περίοδο στην οποία απαιτείται να βρεθεί τρόπος να συγχρονιστούν αυτές οι τρεις κοινότητες, η μία να γνωρίσει καλύτερα την άλλη.

Έχω την αίσθηση, ακούγοντας δουλειές σας σε βάθος χρόνου, ότι η έμπνευση για σας προέρχεται πάντοτε από κάτι που εδράζεται όχι ακριβώς στην καθημερινότητα, αλλά στο πώς έχουν τα πράγματα σε κάθε εποχή. Συμφωνείτε;

Είναι μια ιντριγκαδόρικη παρατήρηση. Και θα συμφωνήσω. Πράγματι, δεν μπόρεσα ποτέ να επικοινωνήσω με την κλισέ, πολύ διαδεδομένη αντίληψη για την έμπνευση, που τη θέλει ως κάτι το οποίο πλανάται στον αέρα. Για μένα, είχε και έχει άμεση σχέση με ό,τι προσλαμβάνω ως πραγματικό.

Και με αυτό δεν εννοώ τη συμπαγή πραγματικότητα που όλοι μας χτίζουμε μέσω μιας καθημερινής ζωής, αλλά περισσότερο εκείνο που στα γερμανικά ονομάζουμε «gestalt»· δηλαδή τα όσα μπορεί να βιώνει ένα άτομο σε μια παρούσα στιγμή, μόνο ή σε συνάφεια με τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζεται ένα συγκεκριμένο περιβάλλον κι ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κοινωνικών αξιών. Η μουσική ήταν πάντα ο αμεσότερος τρόπος για να εξερευνώ κάτι τέτοιο, οπότε το θέμα έμπνευση δεν είχε ποτέ αφηρημένη υπόσταση.

Πίσω στο 1980, γράψατε ένα βιβλίο με διαχρονική βαρύτητα, το American Minimal Music. Σήμερα, τι θα σας ωθούσε να ασχοληθείτε ξανά με τη συγγραφή;

Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχω πια τον χρόνο να ασχοληθώ με κάτι τόσο χρονοβόρο, σαν τη συγγραφή. Είμαι πλήρως δοσμένος στις μουσικές μου ανησυχίες. Όμως διατηρώ βαθιά σχέση με τις λέξεις και τον κόσμο της λογοτεχνίας. Αν διάλεγα λοιπόν να γράψω κάτι, θα ήταν κάτι που να αφορά την ίδια τη διαδικασία της γραφής και το πώς θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν δρόμο ανάλογο της μουσικής μου δημιουργίας, ξεφεύγοντας από τα στάνταρ και δημιουργώντας μια νέου τύπου «γλώσσα».

Σε κάθε περίπτωση, το 2020 θα γιορτάσω 40 χρόνια δημιουργίας –τόσα βγαίνουν από τότε που φτιάξαμε με τους Soft Verdict το άλμπουμ For Amusement Only: The Sound of Pinball Machines– οπότε το πλάνο είναι να βγουν κάμποσα πράγματα για το κοινό. Θα δούμε λοιπόν μήπως μπορέσει να υπάρξει και κάτι σε έντυπη μορφή, πέρα από τα αμιγώς μουσικά.

Πριν κάποια χρόνια, ένας Βέλγος δημοσιογράφος, ο Christophe Verbiest, έγραψε για σας ότι θεωρείστε ως κάπως περιθωριακός συνθέτης, γιατί δεν ηχείτε όσο κλασικός θα ήθελε να είστε ο κόσμος της κλασικής μουσικής, μα απ' την άλλη είστε πολύ κλασικός για το ποπ ακροατήριο. Έχει δίκιο
;

Νομίζω ότι είναι χαρακτηρισμός που αποκαλύπτει περισσότερα για το πώς σκέφτεται ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος, παρά για μένα ως δημιουργό. Αποκαλύπτει δηλαδή ότι βλέπει τα πράγματα με τα δεδομένα και με τα στάνταρ μιας παλαιότερης εποχής, στην οποία το «κλασικό» και το «ποπ» ήταν δύο ξέχωρες καταστάσεις, δίχως επικοινωνία. Τέτοιοι διαχωρισμοί θεωρώ ότι δεν έχουν πια σημασία· ή, έστω, έχουν αισθητά λιγότερη.

Εμένα τουλάχιστον με χαροποιεί να μη θεωρούμαι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, μα να τα εμπεριέχω και τα δύο. Ήταν πάντα καλλιτεχνικός μου στόχος να υπερβώ τις κατηγοριοποιήσεις. Το ξεκίνησα πολύ συνειδητά πίσω στο 1984, όταν άρχισα να φτιάχνω το ΕΡ Maximizing Τhe Audience (1985), σκεπτόμενος αυτό ακριβώς: πώς θα μπορούσα να αυξήσω το κοινό; Για να το κάνω, έπρεπε φυσικά να βρω το κοινό το οποίο έψαχνα· να βρω δηλαδή ακροατές που να ενδιαφέρονται για την ίδια πρόκληση που με απασχολούσε και μένα, για μια μουσική ικανή να βαδίσει πέρα από τα δεδομένα.

Συνεχίζω έκτοτε να περπατώ στον ίδιο δρόμο: το That Which Is Not κάνει την ίδια απόπειρα να κοιτάξει πέρα από τα σημερινά δεδομένα. Και το ότι μπορώ στις μέρες μας να βγαίνω σε διεθνή περιοδεία και να δίνω συναυλίες σε 20 χώρες, σημαίνει ότι και βρήκα και αύξησα το κοινό μου, πέρα από το τι μπορεί κανείς να θεωρεί ως κλασικό και ως ποπ.



16 Σεπτεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020



Από ιταλικές όπερες το ξεκινήσαμε την Κυριακή στη Συχνοτική Συμπεριφορά, με Dire Straits το λήξαμε, περνώντας ενδιάμεσα από Beatles εποχής Abbey Road, Mötley Crüe, Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας, Μιχάλη Μενιδιάτη και Robert Wyatt. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ, MARIO CARLIN, MARIO BORRIELLO, RENATO ERCOLANI & ORCHESTRA E CORO DEL TEATRO ALLA SCALA DI MILANO (διευθ. HERBERT VON KARAJAN): Giacomo Puccini's A Voi Però Giurerri Fede Constante
2. LUCIANO PAVAROTTI & ORCHESTRA DEL TEATRO ALLA SCALA DI MILANO (διευθ. RICARDO MUTTI): Giuseppe Verdi's Ingemisco
3. TYPE O NEGATIVE & OZZY OSBOURNE: Pictures Of Matchstick Men
4. ΟΡΦΕΑΣ ΠΕΡΙΔΗΣ: Ο Ρομπέν Των Καμένων Δασών – live στο Κάστρο Καλαμάτας 1991
5. DAN LE SAC vs SCROOBIUS PIP: Sick Tonight
6. ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ: Κατάψυξη
7. MÖTLEY CRÜE: Primal Scream
8. LED ZEPPELIN: Whole Lotta Love
9. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΝΙΔΙΑΤΗΣ: Απαλλάχτηκα Από Σένα
10. ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Τώρα Κι Εγώ Θα Ζήσω
11. ROBERT WYATT: Heaps Of Sheeps
12. THE BEATLES: Octopus's Garden
13. THE GALILEO 7: Everything Is Everything Else
14. ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΚΚΑΣ: Ο Πωλητής Ιδανικών Στιγμών
15. GREEN DAY: Before The Lobotomy
16. DIRE STRAITS: Expresso Love


14 Σεπτεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020



Όχι ακριβώς «νέα σαιζόν», καθότι το καινούριο πρόγραμμα του σταθμού μας είναι στα προσεχώς, πάντως το Σάββατο ήταν η πρώτη κοινή μας, ζωντανή Συχνοτική Συμπεριφορά με τον Στυλιανό Τζιρίτα, μετά το διάλειμμα των φετινών καλοκαιρινών αδειών. 

Το «μενού», πλούσιο και ετερόκλητο όπως πάντα. Μεταξύ άλλων συζητήσαμε για το trailer του νέου Dune αλλά και για την εκδοχή του David Lynch (1984) ακούγοντας το soundtrack που έκαναν για την τελευταία οι Toto, επισκεφθήκαμε τον νέο δίσκο του Jarvis Cocker με τους Jarv Is... αλλά και τους Jethro Tull εποχής Heavy Horses (1978), θυμηθήκαμε τον Julian Cope και τη Σούλα Μπιρμπίλη, μα και τους Ramones σε κλάσικ στιγμιότυπο.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. PHILHARMONIA ORCHESTRA (σε διευθ.) GIUSEPPE SINOPOLI & CHORUS OF THE ROYAL OPERA HOUSE: Pietro Mascagni's Coro D' Introduzione
2. TOTO: Desert Theme (from Dune)
3. THE DOORS: Spanish Caravan
4. ΣΟΥΛΑ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ: Το Ψωμί Είναι Στο Τραπέζι
5. ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Λάθη
6. JARV IS...: House Music All Night Long
7. THE RAMONES: Pinhead
8. RADIO BIRDMAN: Descent Into Maelstrom
9. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Υποψία
10. RUPA BISWAJ: Aaj Shanibar
11. BILL LASWELL, AUTOMATON & DXT: Ex Machina
12. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτοί Που Φεύγουν Κι Αυτοί Που Μένουν
13. JETHRO TULL: Acres Wild
14. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ: Κάθε Δειλινό
15. JULIAN COPE: Sunspots


11 Σεπτεμβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με τον συνθέτη Μανώλη Γαλιάτσο, μέρος 2 (2011)



Μετά τις Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων (2009), ο Μανώλης Γαλιάτσος κινήθηκε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα το 2010 να τον βρει με νέα δουλειά: ένα άλμπουμ με τίτλο Άφοβοι-Έφηβοι, το οποίο βγήκε στο δικό του ανεξάρτητο label Largo, σε διανομή της (ανενεργής, πλέον) Soundforge Music Group.

Στον δίσκο αυτόν ο Γαλιάτσος επεδίωξε να συνδέσει τη γραφή του με το κοινωνικό γίγνεσθαι που συνδιαμόρφωσε η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου (Δεκέμβριος 2008) και η οικονομική Κρίση (2009). Παρότι μάλιστα δεν υπάρχουν στίχοι, κάποιοι τίτλοι των οργανικών συνθέσεων φτάνουν και περισσεύουν για να δείξουν τη θέση του σε διάφορα πράγματα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το "Είμαστε Όλοι Μετανάστες", που μπορείτε να  ακούσετε και στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης. 


Ας σημειωθεί, επίσης, ότι, παρά τη δεκαετία που μας χωρίζει από την έκδοσή του, το κομμάτι παραμένει σχετικό με τη νυν καθημερινότητα, αφού η πύρινη καταστροφή στη Μόρια της Λέσβου έθεσε ξανά σε πρώτο πλάνο το σοβαρό ζήτημα του μεταναστευτικού/προσφυγικού. Δοκιμάζοντας για ακόμα μία φορά τα όρια ανθρωπιάς και απανθρωπιάς μιας κοινωνίας που, στην πλειονότητά της, διόλου δεν ενστερνίζεται τη ρήση του συνθέτη από τα Χανιά.


Οι Άφοβοι-Έφηβοι έδωσαν την αφορμή για τη δεύτερη «επίσημη» συνομιλία μας με τον Μανώλη Γαλιάτσο, μετά την κουβέντα που δημοσιεύτηκε το 2009 στο περιοδικό Ήχος (διαθέσιμη εδώ). Η συζήτησή μας δεν περιορίστηκε μάλιστα στα του δίσκου, αλλά προχώρησε και στην κατάσταση της κριτικής στη σύγχρονή μας Ελλάδα, καθώς και στο τι μπορεί να φέρει, εσωτερικά, το τέλος της υπαρξιακής νεότητας σε έναν άνθρωπο.  Το κείμενο της συνέντευξης δ
ημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από ένα πακέτο που ο συνθέτης διέθετε στον Τύπο καθ' όλη τη δράση του από το 2009 και μετά




Για τα χρονικά δεδομένα της δισκογραφίας, η επιστροφή σας με τους Άφοβους-Έφηβους, μόλις έναν χρόνο ύστερα από τις Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων, θεωρείται γρήγορη. Όμως ποια είναι η αλήθεια του δικού σας δημιουργικού χρόνου;

H αλήθεια του δημιουργικού μου χρόνου είναι ένας μυστικός –άγνωστος και σε μένα– αριθμός, που προκύπτει από κάποιες περίεργες μαθηματικές πράξεις ανάμεσα στο ταλέντο, την ένταση, την επιθυμία, το χάζεμα, τις μεγάλες και τις μικρές ώρες, τις διατιθέμενες ποσότητες γέλιου, την ετοιμότητα, τις πάγιες και τις υπό αναθεώρησιν ιδέες, την αναβλητικότητα, τη δυσπιστία και τη βεβαιότητα, από το αν υπάρχει εκείνο το διάστημα στο γραφείο μου πενάκι Uni Pin 0.8 όπου το χέρι φεύγει πολύ πιο γρήγορα στο γράψιμο, καθώς και τα ρέστα από κάποιες λοιπές γενικές ανάγκες. Αν μου έβγαιναν πέντε δουλειές τον χρόνο, να είστε σίγουρος πως θα βλέπατε πέντε δίσκους μου κάθε χρόνο. 

Μην πανικοβάλλεστε, όμως· στην πράξη, αυτό είναι κομμάτι δύσκολο ακόμη και για μένα. Η προγραμματισμένη δισκογραφία στην οποία αναφέρεστε, πάντως, ήταν εκείνη που έκοβε δελτίο στην έμπνευση κι έβαζε πλάνα για τον επόμενο δίσκο του τραγουδιστή/σταρ, προσδιορίζοντας έτσι –κατ’ αποκλειστικότητα– την ύπαρξη της μουσικής ως καταναλωτικού προϊόντος. Εμένα, απ' την άλλη, μ’ ενδιαφέρει η μουσική ως αισθητικό και ευρύτερα πνευματικό προϊόν. Μπορώ να σας εγγυηθώ προσωπικώς, ότι η τελευταία αυτή άποψη είναι που θα αποδειχτεί και η ανθεκτικότερη.

Αν και η διανομή του άλμπουμ ανήκει στη Soundforge, η παραγωγή είναι ανεξάρτητη, σωστά; Πώς και δεν συνεχίσατε τη συνεργασία με την Puzzlemusik; Δεν θέλανε, δεν θέλατε;

Φοβούμαι ότι η απάντηση θα είναι αποκαρδιωτική, δημοσιογραφικά. Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι η νομική μορφή της συγκεκριμένης εταιρείας είναι τέτοια που αδυνατεί να παράξει δίσκο του ιδίου καλλιτέχνη πριν την πάροδο δύο ημερολογιακών ετών. Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων είχαν κυκλοφορήσει το 2009, άρα οι Άφοβοι-Έφηβοι δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν πριν το 2011. Μην ξεγελιέστε εκ των αναγραφομένων επί των δίσκων, πάντως: και οι Άφοβοι-Έφηβοι και οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων και το Ημερολόγιο: Largo του 2007, είναι εξ’ ίσου ανεξάρτητες παραγωγές.

Η ανεξάρτητη παραγωγή κρύβει και συμβιβασμούς, εκτός από τα προφανή πλεονεκτήματα; Ας πούμε, αν και είναι εντυπωσιακό το εικαστικό του Δανιήλ Γουδέλη, στο εσώφυλλο δεν αναγράφονται καν τα όργανα που ακούμε και το ποιοι τα παίζουν ή σε ποιον ανήκει η παραγωγή και η ενορχήστρωση. Αν και εύκολα πιθανολογεί κανείς ότι οι δύο τελευταίοι τομείς σας ανήκουν, το δέον δεν θα ήταν να αναγράφονται τα στοιχεία;

Καλώς, αφού πρέπει να αποκαλύψω τις μύχιες σκέψεις μου, θα χαρείτε να σας ομολογήσω ότι, για όσα με ρωτάτε, όλα –μα όλα– διεπράχθησαν εκ μέρους μου και απολύτως συνειδητά. Είμαι ο παμψηφεί ένοχος απόλυτης συμφωνίας με τον εαυτό μου. 

Έκρινα λοιπόν ότι το δέον είναι η απογυμνωμένη μουσική ακρόαση και μόνον· η αποκλειστική μουσική επικοινωνία και όχι η παράθεση στοιχείων. Στην ιδανική μουσική κοινωνία, θα σας έδινα τα ίδια ακριβώς στοιχεία επί του εσωφύλλου, μείον όμως το δελτίο Τύπου. Δεν σας φαίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον έτσι; Διαφορετικά θα έπρεπε να γράφω κάθε τρεις και λίγο τ' όνομά μου, πράγμα που θα μου ήταν αφόρητο. Κι αυτό όχι για λόγους που οι έγκριτοι δημοσιογράφοι αναφέρουν συνήθως –με μιαν αρκετή δόση τυποποίησης– ως  «ο σεμνός καλλιτέχνης», αλλά για λόγους στοιχειώδους καλού γούστου. Θα προσέξατε ίσως ότι, ακόμη και στο εξώφυλλο, το όνομά μου είναι σχεδόν αόρατο. 

«Σπασμένες βιτρίνες, φλεγόμενοι κάδοι σκουπιδιών και η διαπεραστική μυρωδιά των χημικών που τρυπώνει παντού». Ζήσατε από πρώτο χέρι τα όσα πυροδότησε ο προπέρσινος φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου; Ή μπήκαν στην πραγματικότητά σας διαθλασμένα από τον τηλεοπτικό φακό και την άποψη των εφημερίδων;  

Δεν βλέπω τηλεόραση. Για την άποψη των εφημερίδων... Νομίζω ότι περισσότερο χρειάζεται ο Ντοστογιέφσκι. Και ο Καμί. Όχι ο Μαρσέλ, ο Αλμπέρ. Η περιοχή που διαμένω, πάντως, είναι η Πατησίων.

Γιατί διαλέξατε ένα αμιγώς μουσικό έργο ώστε να σκιαγραφήσετε την αρχή και το τέλος της νεότητας στη σύγχρονη Ελλάδα, όπως δηλώνει το δελτίο Τύπου ότι στοχεύετε με τον νέο σας δίσκο; Γιατί όχι τραγούδια; Έχουν πάψει να σας ενδιαφέρουν τα τραγούδια;

Γιατί η μουσική, ως γλώσσα, διαφεύγει κάθε απόπειρας λεκτικής αντιστοίχησης και, μέσω μιας αχαρτογράφητης εκφραστικής, παραδίδει τον άνθρωπο στα ίδια τα μυστικά και άγνωστα βάθη του: «Μιλάει αυτό που δεν λέγεται και δείχνει αυτό που δεν φαίνεται». Αν συνειδητοποιούσατε ότι έχετε στα χέρια σας τέτοια πολύτιμα αινίγματα, θα τα προσπερνούσατε από τη συνήθη, κοινήν οκνηρία; Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ξανακάνω ποτέ τραγούδι. Όταν όμως συμβεί, θα είναι αφομοιωμένο σ' ένα συνολικό μουσικό περιβάλλον και θα προβάλλει ως στοιχείο της ευρύτερης μουσικής σύνθεσης. Όχι ως το, θεωρούμενον, άλφα και ωμέγα.

Πότε και πώς τελειώνει αλήθεια η νεότητα; Είναι διαφορετικά τα μέτρα και τα σταθμά στη σύγχρονη Ελλάδα, συγκριτικά π.χ. με το κυρίαρχο μοντέλο του Δυτικού κόσμου;

Κοιτάξτε, η σύνθεση “Το Τέλος Της Νεότητας”, με την οποίαν ολοκληρώνονται οι Άφοβοι-Έφηβοι, κάνει στην πραγματικότητα μιαν αναγωγή σε τρεις ταυτόχρονες και αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις: στο τέλος της εφηβικής, της ηλικιακής ας πούμε ή γενικότερης νεότητας, στο τέλος της νεότητας μιας ολόκληρης χώρας και, τρίτον, στο τέλος της υπαρξιακής νεότητας. 

Γι' αυτήν την τελευταία δεν νομίζω ότι μπορούν να υφίστανται μοντέλα και σταθμά ικανά να την προσδιορίσουν συνολικά. Έγκειται στην αντίληψη περί δημιουργικότητας εκάστου προσώπου και στο πώς «παίζει», ολισθαίνει, ανάμεσα στην πραγματική και στη φανταστική του ύπαρξη. Μια τέτοια νεότητα δεν μπορεί να έχει, όπως αντιλαμβάνεστε, ηλικιακά προσδιοριστικά. Τελειώνει μόνον γιατί θρυμματίζεται εσωτερικά.

Συνθετικά ακολουθείτε μια διαφορετική λογική, σε σύγκριση με τις Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων. Θέλετε να μας διευκρινήσετε τις λεπτομέρειές της;

Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων έδιναν το προβάδισμα προς μια κατεύθυνση διαρκούς μορφολογικής ανάπτυξης, εμβάθυνσης ενδεχομένως, με τη λογική μιας αρχικής μήτρας της οποίας η κάθε γέννα γινόταν μια βασική μητρική για τη συνέχεια –η γέννα της επαναλάμβανε τη μετατροπή της σε καινούργια μητρική και ούτω καθεξής. Αυτή ήταν μια λογική που μου υπέβαλλε η ίδια η αίσθηση του εσώτερου λυρισμού του θέματος, καθώς ο λυρισμός σχετίζεται (εντός μου τουλάχιστον) με μιαν αίσθηση του απείρου. Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων λειτουργούσαν, ας πούμε, σαν μια μουσική μπάμπουσκα. 

Οι Άφοβοι-Έφηβοι, αντίθετα, λόγω της φύσης του θέματός τους, με οδήγησαν εξ’ αρχής στην ανάγκη του συγκεκριμένου και με απόλυτη σαφήνεια προσδιορισμένου στόχου. Θα ήταν μέγιστο σφάλμα, για ένα τέτοιο θέμα, να μοιάζει ότι το αντιμετωπίζω με γενικότητες ή με πιθανές αοριστολογίες. Έπρεπε λοιπόν οι μουσικές αναπτύξεις να μην απομακρύνονται ολότελα –ή για πολύ– από τις βάσεις τους και να καταφέρνουν να αποτυπώνουν με ένταση τη μοναδικότητα της στιγμής τους.  Αν προσέξετε, θα διαπιστώσετε ότι ακόμα και οι πιο ακραίες αλλαγές διαδραματίζονται ακαριαία και πάντα μέσα σε μια καθαρή (μουσικά και αισθητικονοηματικά) προοπτική του βασικού τους θέματος. 

Το σημείο όμως που με προβλημάτισε περισσότερο απ' όλα, ήταν και πάλι ο λυρισμός , ως κοινό στοιχείο που δεν μπορούσε να απουσιάζει ούτε από το Άφοβοι-Έφηβοι: νομίζω ότι υπάρχει πρωτογενώς μέσα στο θέμα τους. Το ζήτημα ήταν να τοποθετηθεί διαφοροποιημένος σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά, απλούστατα γιατί είναι ενός άλλου περιεχομένου, ανακατεμένος με βία και ένταση. Τελικά νομίζω ότι (αν υποθέσουμε ότι τα κατάφερα) οι Άφοβοι-Έφηβοι διαθέτουν έναν δικό τους, απελπισμένης τάξης, λυρισμό.  

Πώς θα έπρεπε να φανταστούμε τον Οστινάτο, τον κεντρικό ήρωα του έργου σας; Πώς να είναι ντυμένος; Τι μουσική να τον ευχαριστεί; Ψήφισε στις πρόσφατες δημοτικές & περιφερειακές εκλογές;

Τον φαντάζομαι πολύ ανέμελο και ταυτόχρονα συνταρακτικό, για να μπορώ να περιγράψω με γλαφυρότητα την καθημερινότητά του. Πώς θα σας φαινόταν, όμως, αν σας έλεγα ότι ακούει τα κουαρτέτα του Μπετόβεν;

Παρακολουθείτε την εγχώρια μουσικοκριτική; Τη θεωρείτε έτοιμη και ενημερωμένη αρκετά ώστε να αντιμετωπίσει το νέο σας άλμπουμ, με βάση την εμπειρία από τα δύο προηγούμενα αμιγώς μουσικά σας έργα;

Η μουσικοκριτική είναι συστατικό στοιχείο της συνολικής μουσικής πραγματικότητας. Άρα, ναι, οφείλω να την παρακολουθώ. Θα προτιμούσα όμως το κριτήριο της επάρκειας που θέσατε για την αντιμετώπιση (την ακρόαση, γενικότερα) του έργου μου, να μην είναι η ενημέρωση, αλλά η μουσικότητα. Η μουσικοκριτική εκφράστηκε για τις προηγούμενες δουλειές μου, στην πλειονότητά της, με τρόπο που θα χαρακτήριζα εγκωμιαστικό –με εξαίρεση κάποιες λίγες κριτικές για το προηγούμενο άλμπουμ (δύο, αν γνωρίζω καλώς), οι οποίες εκφράστηκαν με τρόπον ιδιαζόντως αρνητικό. Δεν είναι και άσχημα όμως, αν σκεφτείτε ότι –για να εισέλθουμε στιγμιαία σε μιαν άλλη τέχνη– οι ταινίες που εμένα μου αρέσουν συνήθως είναι αυτές που οι κριτικοί τους διχάζονται, από την ύψιστην εκτίμησην ως τη βαθύτατη περιφρόνηση. Παράδειγμα το Μη Αναστρέψιμος του Γκασπάρ Νοέ (2002).

Ένα γενικότερο θέμα όμως που τίθεται με τη μουσικοκριτική, είναι ότι οι άνθρωποί της συχνά τείνουν να δείχνουν μονομέρεια σε σχέση με τις μουσικές τους ορέξεις. Και, σε μια τέτοια περίπτωση, η γνώμη τους δεν μπορεί παρά να είναι εξ’ ορισμού ανάπηρη και «μη κριτική». Πράγμα που δυσχεραίνει τους πραγματικούς κριτικούς –τους οποίους λίγο ως πολύ νομίζω ότι ο χώρος γνωρίζει και αναγνωρίζει– γιατί μετατρέπει τον κλάδο συνολικά σε αναξιόπιστο. Aπ’ όσους πάντως ακούνε, δηλωμένα, μόνον ένα είδος, υπάρχουν και οι ακόμα χειρότεροι, οι οποίοι, ενώ επισήμως ακούνε «πολλά» (ως άλλοθι, κοινώς ξεκάρφωμα), κάπως γίνεται και, στο τέλος, ορέγονται μονίμως μόνον ένα. 

Και βέβαια, last but not least, η λαμπρότερη κατηγορία όλων: οι ξερολοπαρλαπιπολόγοι… Εσύ μπορεί να ξημεροβραδιάζεσαι για την τιμή της ελάχιστης μουσικής λεπτομέρειας, στη συνέχεια όμως έρχεται ένας υπερβολικά χαλαρός κύριος (λογικό αυτό, γιατί όταν εσύ δούλευες αυτός μπορεί και να έλειπε για ψάρεμα), o οποίος, με δύο εξαιρετικά «περιεκτικές» αράδες, σου δίνει να καταλάβεις ότι σημασία δεν έχει ο μουσικός μόχθος, αλλά η ξερολιασμένη άνεση. Εσχάτως –και υπό το κράτος των πρόσφατων εξελίξεων (απολύσεις στον Τύπο κλπ.)– πρόθυμοι συνάδελφοί σας  ανασηκώνουν τα μανίκια και «επεκτείνουν» τις δραστηριότητές τους, αναλαμβάνοντας χρέη θεατρολόγου και, τι να πω κι εγώ, άντε και στα εικαστικά. Καλή τύχη! 

Σχέδιο αυτοκάθαρσης, λοιπόν –και ας μη λείψουν από εκείνο οι καλύτεροί σας– γιατί, σε στιγμές σαν αυτές που ζούμε, οι χώροι είτε  καταβαραθρώνονται, είτε αναγεννώνται. Προτεινόμενο σύνθημα: «Γάλλοι, ακόμα μια προσπάθεια να γίνετε ελεύθεροι» (Μαρκήσιος ντε Σαντ).

Θα παρουσιάσετε ζωντανά το νέο σας άλμπουμ; Σας ενδιαφέρουν οι συναυλίες;

Τώρα που μου το ρωτάτε, συνειδητοποιώ ξαφνικά γιατί λέγονται ζωντανές εμφανίσεις: γιατί θέλουν να πιστοποιούν επιτακτικά την παρουσία τους σήμερα. Εμένα πάλι μ' ενδιαφέρει περισσότερο το αύριο, το μεθαύριο και το πολύ πιο μεθαύριο. Λέτε τελικά αυτό να σημαίνει ότι μου αρέσουν οι πεθαμένες, οι μεταθανάτιες εμφανίσεις; Αν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει, ειλικρινώς, θα ήθελα να δω κι εσάς εκεί.




10 Σεπτεμβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με τον συνθέτη Μανώλη Γαλιάτσο, μέρος 1 (2009)



Τον συνθέτη Μανώλη Γαλιάτσο τον ήξερα ήδη από τη δεκαετία του 1990, εποχή στην οποία άκουσα πολύ από το λεγόμενο «έντεχνο», ταμπέλα βέβαια που ο ίδιος δεν αποδέχεται (ούτε για τη δική του δουλειά, ούτε γενικότερα, όπως θα διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι και παρακάτω). Έτσι, υπήρχε κάπου στη δισκοθήκη μου το άλμπουμ Της Αγάπης Το Μαντήλι (Eros, 1995) –ίσως και το Άντρες Είναι Μοναχοί (Ακτή, 1992) σε πειρατική κασέτα TDK, αγορασμένη στην είσοδο της φοιτητικής λέσχης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από τον θρυλικό «κασετά». 

Εδώ, βέβαια, μπορεί να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση, η οποία δεν είναι επί του παρόντος. Όσοι πάντως θυμούνται τον κασετά, ξέρουν πόση μουσική παιδεία οφείλουμε στην (ναι, παράνομη) παρουσία του, σε χρόνια που τα χαρτζιλίκια δεν επέτρεπαν την αγορά πολλών δίσκων· ιδιαίτερα με τις τιμές που «έτρεχαν» τότε, πολλές φορές δίχως να συνάδουν με το περιεχόμενο κι ας προσπαθούσε η έντεχνη ταμπέλα να δημιουργήσει εκ προοιμίου ειδικό βάρος. Τέλος πάντων, όλα αυτά μοιάζουν πλέον ως προϊστορικά, μετά την επέλαση του ίντερνετ. 

Πορευόμενος έπειτα ως επαγγελματίας στον μουσικό Τύπο, έτυχε και γνώρισα τον Γαλιάτσο ως περιστασιακά εμφανιζόμενο στην παρέα του Αργύρη Ζήλου, αργότερα δε κάναμε και οι δυο μας αρκετές –και πάντοτε ενδιαφέρουσες– συζητήσεις, τόσο από κοντά, όσο και δια της ηλεκτρονικής οδού. 

Την περίοδο εκείνη ο Γαλιάτσος είχε ήδη αφήσει πίσω τη δημιουργία τραγουδιών και, αρχίζοντας με το Ημερολόγιο: Largo (2007), προσανατολιζόταν προς οργανικές δουλειές στις οποίες είχε την άνεση να δείξει την ευρύτερη μουσική του παιδεία, αλλά και το πλήθος των ανησυχιών του. Πρόκειται μάλιστα για μονοπάτι στο οποίο ακόμα πορεύεται, κρίνοντας από το τελευταίο του άλμπουμ Το Γαλήνιο Όνειρο Του Έιχαμπ (2019), παρότι στο ενδιάμεσο ξαναγύρισε και στη μορφή του τραγουδιού, ερμηνεύοντας μάλιστα πολύ ωραία και ο ίδιος ("Επισκέψεις", ένα μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Βέη, από τον δίσκο του 2015 Το Αργό Πέρασμα Των Ημερών).

Η πρώτη μας «επίσημη» συνομιλία έγινε για το περιοδικό Ήχος το 2009, όταν είχε βγάλει το άλμπουμ Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων ‎στην Puzzlemusik –και δημοσιεύεται παρακάτω, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, για πρώτη φορά στο ίντερνετ. 

Ακολούθησε μία ακόμα συνέντευξη για λογαριασμό του Avopolis (η οποία θα βγει σε ξεχωριστό μέρος), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το 2011 καλέσαμε τον Γαλιάτσο και στο ραδιόφωνο με τον Στυλιανό Τζιρίτα, στην εκπομπή μας Συχνοτική Συμπεριφορά, την οποία διατηρούμε στους 105,5 Στο Κόκκινο. Προς τιμήν του, ωστόσο, αρνήθηκε, προτιμώντας το βήμα αυτό να δοθεί στον Σωκράτη Άνθη, τον εξαιρετικό τρομπετίστα που απέδιδε το τότε άλμπουμ του 2011: Εδώ Έξω (επίσης στην Puzzlemusik). Έτσι κι έγινε, στις 6 Ιουνίου 2011. Αντίτυπο της εκπομπής για να ανέβει στο Mixcloud δυστυχώς δεν έχω, αλλά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα μπορείτε να τη βρείτε στο άμεσο μέλλον, όταν γίνει δημόσια προσβάσιμο το αρχείο του σταθμού. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από ένα πακέτο που ο συνθέτης διέθετε στον Τύπο καθ' όλη τη δράση του από το 2009 και μετά



Η νέα σας δισκογραφική εμφάνιση Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων, έχει έντονο τον χαρακτήρα ενός «concept album», όπως λέγονται στην αγγλοσαξονική ορολογία. Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι θάλασσες των μικρών λάμψεων;

Τα τελευταία χρόνια καλλιεργώ την τάση να αφήνω το ίδιο το έργο να αναπτύσσει αυτόνομα τις ανάγκες του. Μου είπε λοιπόν –και σας το μεταφέρω– ότι δεν ήθελε να αποτελεί μια καρτποσταλική εκδοχή του θέματός του. Αν διαβάσετε τους τίτλους, θα παρατηρήσετε ασφαλώς ότι, με μοναδική εξαίρεση ένα «πλέουμε» (το οποίο αποδεικνύεται μάλλον μεταφορά, παρά κυριολεξία), δεν περιλαμβάνεται καμία λέξη που θα παρέπεμπε στην εικονοποιία του τίτλου. 

Υποθέστε λοιπόν τώρα ότι τούτη η εικόνα, για την οποία όλοι έχουμε την εξωτερική αναφορά της, στην περίπτωση αυτή παράγεται έσωθεν. Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων είναι φτιαγμένες έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να τις παρακολουθήσει σε σχέση με το δικό του (εσωτερικό) βίωμα.

Με ποιο σκεπτικό επιλέξατε αλήθεια αυτούς τους ασυνήθιστα μακροσκελείς τίτλους για τις  συνθέσεις σας; Κάποιοι ξέρετε τους αντιμετώπισαν ως μια επίδειξη διανοουμενισμού...

Θεωρώ ότι η μουσική μπορεί –και το οφείλει– να αναφέρεται στα πάντα. Όταν λοιπόν μου χρειάζονται περισσότερες λέξεις για να μιλήσω γι' αυτά που θέλω, χρησιμοποιώ περισσότερες λέξεις (προσπαθώντας φυσικά να διατηρήσω το ποιητικό επίπεδο). Ελπίζω κάποιος επόμενος να έχει την τόλμη να συνθέσει πάνω σε (προσωπικό του ή άλλου) δοκίμιο, εφ' όσον το επιθυμεί βέβαια. 


Από ’κει και πέρα, όσο προχωρά κανείς στην Ελλάδα, πέφτει πάντα πάνω σε διάφορους ...καχύποπτους: «Είστε ελιτιστής; Μήπως είστε  διανοούμενος; Διανοουμενιστής, ίσως;». Aν αυτό επισύρει την κατηγορία ότι έχω μπει στον κόπο να  διαβάσω στη ζωή μου, ναι, αλήθεια είναι ότι μπήκα σ' αυτόν τον κόπο. Διευκρινίστε μου παρακαλώ από ποιον ακριβώς πρέπει να ζητήσω συγχώρεση για κάτι τέτοιο. Όποιος όμως ζητά να του αποδεικνύουν διαρκώς οι άλλοι ότι δεν είναι ελέφαντες, το πιθανότερο είναι ότι τους βλέπει συχνά στον ύπνο του· και, όπως γνωρίζετε, είμαστε ό,τι ονειρευόμαστε.

Τόσο η καινούρια σας δουλειά, όσο και το Ημερολόγιο: Largo (2007), μου δίνουν την εντύπωση ότι αντιμετωπίζετε τη μουσική ως μια σύγχρονη, ενδεχομένως και ανώτερη, μορφή επικοινωνίας. Σας απασχολεί η έννοια «σύγχρονο»; Θα λέγατε ότι μια τέτοια αναζήτηση έχει και κοινωνικές ρίζες;

Το ότι πρέπει να θέσουμε υπό συζήτηση αν η μουσική αποτελεί ανώτερη μορφή επικοινωνίας, είναι πράγματι απολύτως σύγχρονο, εγχώριας επινόησης, πρόβλημα. Προσωπικά είχα την εντύπωση ότι η τέχνη συνολικά θεωρείται ως κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος, η δε μουσική ως κορυφαία εκ των τεχνών, κατά το ότι οι υπόλοιπες τείνουν στις δικές της αφηρημένες ποιότητες. Θα πρόδιδα κατά συνέπεια τον εαυτό μου –και την τέχνη μου– αν δεν την αντιμετώπιζα ως ανώτερη μορφή επικοινωνίας. 

Αντ' αυτού, προτιμώ ασφαλώς να αδιαφορήσω για όσους δεν την αντιλαμβάνονται ως τέτοια. Για την έννοια «σύγχρονο» που αναφέρετε, με απασχολεί ως προβολή σημερινών αναγκών και ως μουσική εξέλιξη, δεν ξεχνώ όμως ότι το «σύγχρονο» μπορεί πάντα και να ξεπέσει στο επίκαιρο. Είναι ζήτημα βάθους που μπορεί να προσδώσει κανείς στα πράγματα, αυτό όμως, όπως καταλαβαίνετε, δεν εξαρτιέται από εξωτερικούς όρους. Θα έλεγα τέλος ότι η μουσική, περισσότερο από κοινωνικές ρίζες –πλην ενδεχομένων εξαιρέσεων, συζητήσιμων όμως κι αυτών– διαθέτει ιστορική στιγμή. 

Μια κριτική πάνω στον νέο δίσκο σας, εστίασε στο ότι επένδυσε σε μια αξιοσημείωτη χρονική διάρκεια, μην αποφεύγοντας όμως τη φλυαρία, ειδικά προς το τέλος του. Τι θα απαντούσατε σε κάτι τέτοιο;

Από τις μεγαλύτερες αρλούμπες που μπορεί ν' ακούσει κανείς, ότι η χρονική διάρκεια ενός έργου αποτελεί αντικειμενικό στόχο προς επένδυση. Τι εννοείτε όμως ακριβώς μουσική φλυαρία; Αν δεν κάνω λάθος είναι όταν οι νότες δεν έχουν να εκφράσουν κάτι, απλώς παράγουν τον εαυτό τους. Προκαλώ λοιπόν οποιονδήποτε (και εσάς, βεβαίως), να μου υποδείξει έστω και ένα τέτοιο σημείο σε ολόκληρη τη δουλειά. 

Αυτό όμως που νομίζω ότι τους ενοχλεί στην πραγματικότητα δεν είναι η συνολική διάρκεια, αλλά το τι συμβαίνει στο κάθε ξεχωριστό δευτερόλεπτο του έργου. Ας αναρωτηθούν συνεπώς μήπως τα περί διάρκειας αποτελούν φτηνό άλλοθι άρνησης για μια δουλειά η οποία, απλά, τους ξεπερνάει. Ένα δηλαδή ακόμη τυπικό παράδειγμα ανεπάρκειας του (θεσμοθετημένου ή μη) κριτικού λόγου. Το γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά ενός έργου σαν τις Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων –και αναφέρομαι εδώ σε κάτι αντικειμενικό– δεν είναι απ' όσα συναντούν κάθε μέρα, πώς διέφυγε της προσοχής τους; Αυτό λοιπόν είναι που εγώ αποκαλώ μιζέρια.

Από την αυστηρά εμπορική σκοπιά του πράγματος, πόσο βιώσιμη θεωρείτε τη μουσική που φτιάχνετε; Σας έδωσαν αυτοπεποίθηση να συνεχίσετε οι πωλήσεις του Ημερολόγιo: Largo ή τέτοιες δουλειές θεωρούνται τελικά υπερβολικά λόγιες για τα ελληνικά δεδομένα; 

Ακούστε, συνθέτης είμαι, όχι λογιστής. Κάνω τη μουσική που θέλω –και εκτιμώ ότι οφείλω– να κάνω, με τον τρόπο ακριβώς που πιστεύω και μου αρέσει. Βιώσιμο για μένα είναι ό,τι έχει λόγους να γίνεται, ενώ ό,τι απλά διεγείρει τα μιμητικά αντανακλαστικά της (όποιας) πιάτσας, κυριολεκτικά αβίωτο. Ειλικρινά, δεν σας γίνεται απόλυτα φανερή αυτή μου η θέση από την ίδια μου τη δουλειά; Κι όταν από την άλλη λέτε υπερβολικά λόγιες για τα ελληνικά δεδομένα, υποδεικνύετε ότι ο Έλληνας δεν δικαιούται με τίποτα να μην θεωρείται μουσικά υπανάπτυκτος; 

Είστε καταχωρημένος στη συνείδηση αρκετών μουσικόφιλων ως ένας αξιόλογος συνθέτης από τον χώρο του λεγόμενου «έντεχνου». Υπάρχει όμως πραγματική απόσταση μεταξύ όσων κάνετε πλέον, με ό,τι κάνατε έως και το 2005. Τι σας ώθησε να αλλάξετε γραμμή πλεύσης τόσο δραματικά;
     
Η ανάγκη να εξελιχθώ, σ' ένα τραγουδοκρατούμενο περιβάλλον όπου κάτι τέτοιο θεωρείται ύβρις. Για την κατηγοριοποίηση του έντεχνου, φοβούμαι ότι δεν διαθέτουμε τον απαραίτητο χώρο για να σας εξηγήσω γιατί τη θεωρώ  λανθασμένη, ανεδαφική, αυθαίρετη και εκ του πονηρού: μια ετικέτα για να στεγάσει μη έντεχνους. Εν ολίγοις, μια παγκόσμια πατέντα.

Ποιους αναγνωρίζετε ως ηχητικούς προπάτορες για τις Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων; Και πόσο εύκολο θεωρείτε για έναν Έλληνα δημιουργό με Δυτικές μουσικές αναφορές να ξεφύγει από αυτές, αποκτώντας αυτόνομη ταυτότητα;

Ποιος σας είπε ότι θέλω να ξεφύγω από κάτι που έχω αποφασίσει να είμαι; Έχετε λόγους να πιστεύετε ότι δεν διαθέτω την ανάλογη ωριμότητα ή επαρκή συνείδηση, για να το έχω ήδη κρίνει αυτό; Και γιατί λέτε Δυτικές μουσικές αναφορές και όχι η Δυτική μουσική μου παιδεία; Ως ενημερωμένος  φιλόμουσος, έχετε να μου υποδείξετε κάποιο ή κάποια έργα από τα οποία δανείζονται τη φωνή τους οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων; Θεωρούμαι κάτι ως ένα είδος ύποπτου μουσικής λαθρομετανάστευσης (με ημιπαράνομη ταυτότητα ή πράσινη κάρτα στην κατοχή μου), αμφιβόλου παραμονής στη χώρα; Αν ήμουν Άγγλος (Ολλανδός, Βέλγος, Γάλλος, Γερμανός, Ισπανός, Δανός, Νορβηγός)  συνθέτης, θα μου κάνατε μια τέτοια ερώτηση; Ποια είναι ακριβώς η ιδέα που θέλετε να έχετε για την Ελλάδα;