07 Αυγούστου 2020

Φωτεινή Βελεσιώτου - συνέντευξη (2013)


Δειλά και σε κλίμα «βλέποντας και κάνοντας» άρχισαν ξανά οι συναυλίες, παρότι η επέλαση του κορωνοϊού (που έχει ανακάμψει) άλλαξε άρδην πολλά απ' όσα θεωρούσαμε δεδομένα ως το 2020. 

Ρίχνοντας μια ματιά στο κουτσουρεμένο θερινό πρόγραμμα –αναρωτώμενος, βασικά, αν θα γίνουν τελικά οι Borknagar μέσα στον Αύγουστο (μέχρι που η Χριστίνα βρήκε ότι πήραν κι αυτοί αναβολή για το 2021)– είδα ότι η Φωτεινή Βελεσιώτου βρίσκεται σε φουλ καλοκαιρινή περιοδεία μέχρι και τις αρχές Σεπτέμβρη, με στάσεις σε διάφορα μέρη της Κρήτης, στη Μύκονο, στα Τρίκαλα, στον Βόλο (μεταξύ άλλων τοποθεσιών) και ένα πιο μεγάλο ραντεβού στην Αθήνα (θέατρο Βράχων) για τις 24 Αυγούστου. 

Μια φωνή η οποία μου άρεσε από την πρώτη στιγμή που την άκουσα, μα γρήγορα «έχασα» από το προσωπικό μου ραντάρ, απογοητευμένος από το χλιαρό ρεπερτόριο στο οποίο αναλωνόταν, σε δίσκους π.χ. σαν το Είδα Του Τρελού Τα Κλάματα (2015). Είναι για λαϊκό τραγούδι η Βελεσιώτου και όχι για ήξεις αφήξεις έντεχνα, που ίσως κάτι θέλουν να πουν, μα δεν τα καταφέρνουν. Ποιος θα της τα γράψει αυτά τα λαϊκά, θα μου πεις... Να όμως που το καινούριο της κομμάτι "Τα Μανίκια" (μουσική: Δόμνα Κουντουρή, στίχοι: Γιώργος Κεμερλής), είναι προς σωστότερη κατεύθυνση.

Πριν «χαθούμε», πάντως, τη συνάντησα ένα μεσημέρι του 2013 στους Αμπελόκηπους, για μία από τις πιο άμεσες και δίχως περικοκλάδες κουβέντες τις οποίες έχω κάνει με ανθρώπους του ντόπιου τραγουδιού. Στην οποία ξετυλίχθηκε η διαδρομή Καρδίτσα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, με εκείνη να ανακαλεί τα χρόνια που έπαιζε πλέι-μέικερ στην Αρμενική μαζί με τη Βούλα Πατουλίδου κι εμένα να θυμάμαι πόσο μου άρεσε να βλέπω τον Τζον Κόρφα να σουτάρει για τον ΠΑΟΚ. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* Η αρχική φωτογραφία ανήκει στη Μαρία Δάλπη, ενώ η ακόλουθη είναι της Μαριλένας Αναστασιάδη. Αμφότερες προέρχονται από υλικό που κοινοποιήθηκε στον Τύπο ως promo


«Μα πώς έγινε και θα συναντήσεις τη Βελεσιώτου από κοντά;», με ρώτησε μια φίλη που σε θαυμάζει, όταν της είπα ότι θα βρισκόμασταν για συνέντευξη, «άφησε η Βελεσιώτου τη Θεσσαλονίκη; τόσο χάλασε πια ο κόσμος;»...

Αφού εδώ δεν βρίσκομαι πια τον περισσότερο καιρό, τα 3 τελευταία χρόνια; Κι όταν η εβδομάδα έχει 7 ημέρες και τις 5 τις περνάς στην Αθήνα... ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, έτσι δεν λένε; Εντάξει, τα παιδιά μου πλέον είναι μεγάλα –ο γιος μου έφτασε 25, η κόρη μου 23. Δυσκόλεψαν και οι καιροί, τραγουδάω κι εγώ με άλλους ρυθμούς. Είναι και οι δουλειές περισσότερες στην Αθήνα, ήρθαν κι έτσι τα πράγματα με τη δική μου ζωή...

Όμως κατάγεστε από την Καρδίτσα, όχι από τη Θεσσαλονίκη, έτσι δεν είναι; 

Βέβαια, από την Καρδίτσα είμαι. Κι εκεί έκανα μάλιστα και τα πρώτα μου μουσικά βήματα: από τα 15 ως τα 18 συμμετείχα στη Χορωδία Αρίων. Καλή χορωδία, εγώ και η κουμπάρα μου ήμασταν οι μικρότερες. Ακόμα θυμάμαι μια μεγάλη περιοδεία που κάναμε, ταξίδι 20 ημερών στην Ευρώπη. Επισκεφθήκαμε 9 χώρες, βγήκαμε και τρίτοι ανάμεσα σε 27 ευρωπαϊκές χορωδίες –και δεν ξέραμε μουσική, κανένας μας. Στις παρτιτούρες εμείς δεν είχαμε νότες, είχαμε τα λόγια. Δεν ήταν εύκολο, αλλά είχαμε πολύ καλό μαέστρο. Πάω ακόμα στην Καρδίτσα, παλιότερα μάλιστα πιο συχνά, όσο ζούσαν οι δικοί μου. Αλλά έχω και τα αδέρφια μου τώρα εκεί. 

Η οικογένειά σας, πρέπει να την αγαπούσε τη μουσική...

Και ο πατέρας μου και η μάνα μου, ήταν πολύ φιλόμουσοι. Ο πατέρας όμως ήταν πολύ της εκκλησίας κι έτσι στο σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, πέρα από κλασική μουσική και βυζαντινά. Για τη μάνα μου, κατάλαβα ότι είχε ωραία φωνή τα πρώτα Χριστούγεννα που γύρισα στην Καρδίτσα, ως φοιτήτρια, 1976 ήταν. Ήπιε δυο ποτηράκια κρασί, ζαλίστηκε κι άρχισε να μας λέει κάτι υπέροχα ελαφρά τραγούδια. Και μερικά αρχοντορεμπέτικα. Αλλά και όλο το σόι μου, τα ξαδέρφια μου ας πούμε, τραγουδούσαμε.

Και τώρα βρίσκεστε και πάλι στο Χαμάμ, ξανά με την Καλλιόπη Βέττα. Τι αλλάξατε φέτος;

Αλλάξαμε τα τραγούδια. Πέρσι είχαμε το πρόγραμμα Τα Τραγούδια της Ζωής Μου, το οποίο επιμελήθηκε ο Μιχάλης ο Κουμπιός. Φέτος κάνουμε κάτι διαφορετικό, εγώ ας πούμε λέω λίγα από τη δισκογραφία μου. Μου ζητάει ο κόσμος τις "Μέλισσες", «κανά άλλο ρε παιδιά», τους απαντάω! Τις βαρέθηκα. Ακόμα κι ένα ωραίο τραγούδι, όταν το λες συνέχεια επί χρόνια, παθαίνεις overdose... Δεν ξέρω τι κάνουν οι υπόλοιποι συνάδελφοι, πάντως εγώ βαριέμαι.

Είναι ωστόσο το σουξέ σου, έτσι;

Ε, ναι, με τη συχνότητα που έχει παιχτεί, είναι σουξέ. Κοίτα, άσχετα με το τι λέω εγώ, ότι το βαρέθηκα και τέτοια, είναι ένα καλό τραγούδι, με ωραία μουσική και ωραίους στίχους. 

Σ' αρέσουν και οι στίχοι, λοιπόν; Μερικοί λένε τι ωραία που το λέει η Βελεσιώτου, αλλά τι λόγια είναι αυτά, αέρας με δροσολογά/με κυνηγούν οι μέλισσες κι εσύ που δεν με θέλησες...

Ε, εντάξει... Έτσι είναι η Ελένη Φωτάκη. Εμένα μου άρεσε, από την πρώτη στιγμή.

Λένε επίσης ότι ο Γιώργος ο Καζαντζής σε «εντεχνίζει» όταν συνεργάζεστε, απομακρύνοντάς σε από το πιο λαϊκό στοιχείο...

Εγώ θεωρώ ότι μου κάνει καλό! Με την έννοια ότι δεν έχω μείνει μόνο στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό, με βοήθησε να μην κλειστώ. Δεν πρέπει να έχουμε στεγανά οι άνθρωποι.

Εκπλήσσει εντωμεταξύ κι αυτή η συνεργασία με τη Βέττα, ξέρεις... Έχει άλλο ρεπερτόριο.

Έχει πράγματι διαφορετικό ρεπερτόριο. Η Καλλιόπη λέει πολύ πιο κλασικό τραγούδι, εγώ είμαι στα λαϊκά και στα ρεμπέτικα και σε αυτά που ονομάζουμε έντεχνα· τέλος πάντων, λαϊκά είναι κι αυτά. Όμως είναι φοβερό πλάσμα η Καλλιόπη, προικισμένο με μια υπέροχη φωνή. Το ηχόχρωμά της το βρίσκω εξαιρετικό. Είναι και πιο σοβαρή από μένα κι εγώ διαρκώς την πειράζω και την κάνω να γελάει. Το έχω κρατήσει από τα χρόνια μου ως δασκάλα, το πείραγμα αυτό που έχουν τα παιδιά...

Έχω διαβάσει σε άλλη σου συνέντευξη ότι θεωρείς καθοριστικά τα χρόνια που δίδασκες, γιατί κρατιέσαι ζωντανή και νέα χάρη σε εκείνη την περίοδο της ζωής σου...

Βέβαια, εκείνα τα 24 χρόνια είναι ο καθοριστικότερος παράγοντας για το πώς είμαι σαν άνθρωπος σήμερα. Μόνο από τα παιδιά μπορείς, ξέρεις, να την αντλήσεις μια τέτοια ζωτικότητα. Έτσι νομίζω.

Ναι, όμως δεν ήθελες να γίνεις δασκάλα, σωστά;

Καθόλου δεν ήθελα! Γυμνάστρια ήθελα να γίνω στην αρχή, καθώς έπαιζα μπάσκετ, έκανα στίβο, ακόμα και ποδόσφαιρο έπαιζα· για πλάκα βέβαια, στη γειτονιά.

Μπάσκετ;!

Έπαιζα μπάσκετ για 15 χρόνια! Στη Θεσσαλονίκη, στην Αρμενική. Την ομάδα της παροικίας των Αρμενίων, δηλαδή. Δεν υπήρχε κάποια σχέση με Αρμενία, απλά τους γνώρισα τους ανθρώπους και βρήκα ότι μου έκαναν, μου παρείχαν μια ζεστή αγκαλιά. Ήμουν μάλιστα η πρώτη Ελληνίδα που αγωνίστηκε στην ομάδα τους. Έπαιζα πλέι-μέικερ, είχα δυνατά χέρια και ήμουν η πιο μακριά διαγώνια πάσα στο γήπεδο! Έτρεχε η Βούλα Πατουλίδου  μπροστά –ήμασταν συμπαίκτριες– κι εγώ της έστελνα την πάσα.

Άρης ή ΠΑΟΚ;

Αρειανάρα! Δεν έχανα ούτε προπόνησή τους, τότε. Πήγαινα 2 ώρες πριν τους αγώνες για να δω το ζέσταμα που έκανε ο Νίκος Γκάλης. Πολύ μεγάλος παίχτης και πολύ μεγάλο σχολείο για μένα που έπαιζα. Ιδιαίτερος άνθρωπος, βέβαια, κλειστός. Έτσι λένε όσοι τον γνώριζαν καλά. Έφερε όμως το μπάσκετ στην Ελλάδα. Κι αυτό που έχουμε σήμερα –γιατί παρακολουθώ και σήμερα, μην νομίζεις– σε εκείνον οφείλεται. Παιδιά σαν τον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον Κώστα Παπανικολάου ή τον Βασίλη Σπανούλη δεν ξέρω αν θα έπιαναν μια μπάλα μπάσκετ αν δεν είχε υπάρξει εκείνο το ευρωπαϊκό.

Είχε όμως και ο ΠΑΟΚ κάτι παίχτες, τότε... Πόσο μου άρεσε ο Τζον Κόρφας, που σούταρε με αυτό το απαράμιλλο στιλ, με το ένα χέρι. Ή ο Μπάνε Πρέλεβιτς...

Ααα, ο Κόρφας! (γελάει) Πολύ, πολύ ωραίος παίχτης. Και ο Μπάνε-Μπάνε... μεγάλος παίχτης κι εκείνος. Τον συναντάω ξέρεις μερικές φορές στο αεροπλάνο. Δεν είμαι αντι-ΠΑΟΚτζού, δεν με ενδιαφέρουν τέτοιες αντιπαλότητες. Με ενδιαφέρει να βλέπω καλό μπάσκετ.

Τι έγινε όμως, τελικά; Γιατί δεν έγινες γυμνάστρια αφού είχες τέτοιο πάθος με τα αθλήματα;

«Τι πράγμα;». Έτσι είπε ο πατέρας μου, μόλις του το ανακοίνωσα, «γυμνάστρια;! Να πηγαίνεις στα γήπεδα να κάνεις προπονήσεις; Με τίποτα!». Κλείστηκα μία εβδομάδα στο δωμάτιό μου, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Παρ' όλα αυτά, επειδή στην τελευταία τάξη του Λυκείου ζορίστηκα κι έβγαλα άριστα (18 και 8), μπορούσα να μπω στην Παιδαγωγική Ακαδημία χωρίς εξετάσεις. Να πας στη Λάρισα, μου είπε τότε ο πατέρας μου, αποκλείεται του είπα εγώ: στη Θεσσαλονίκη θα πάω, που είναι και τα αδέρφια μου. Και δεν θέλω ούτε μία δραχμή από σένα. Κι έτσι έγινε, δούλεψα τότε στο μαγαζί του θείου μου –ασημικά σκεύη– και παράλληλα συνέχισα τις αθλητικές δραστηριότητες, μερικές φορές και με διπλές προπονήσεις μέσα στην ίδια μέρα. Στην Ακαδημία δεν πατούσα, όμως το πήρα το πτυχίο.

Αυτός ο θείος σε έπεισε να γίνεις δασκάλα;

Όχι αυτός, ένας άλλος θείος, ο οποίος ήταν σχολικός σύμβουλος, επιθεωρητές τους λέγαμε τότε. Πήγαινε ρε παιδί μου δοκιμαστικά σε ένα ιδιωτικό σχολείο, μου είπε· να δεις πώς είναι, χωρίς να κάνεις συμβόλαιο. Ε, πήγα για 5 μέρες κι έμεινα μια ζωή.

Γιατί τέτοια απότομη μεταστροφή; Είχε τόσο μεγάλη διαφορά η πράξη από τη θεωρία;

Δεν μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίον μαθαίναμε όσα μαθαίναμε. Και νομίζω ακόμα έτσι είναι τα πράγματα: σε κανένα παιδί που σπουδάζει δεν αρέσει η σχολή του. Δάσκαλος, ας πούμε, δεν γίνεσαι με ένα χαρτί παραμάσχαλα... Κλείσου σε μια αυλή, με 20 άγνωστα παιδάκια. Αν μπορέσεις να παίξεις μαζί τους, θα μπορέσεις και να τα διδάξεις. Δεκάρια σε όλα τα μαθήματα να έχεις, αν δεν μπορείς να κάνεις αυτό, δάσκαλος δεν θα γίνεις.

Πώς έγινε η επαφή με το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι; Η Θεσσαλονίκη την προκάλεσε;         

Ο πατέρας μου, μας είχε με παρωπίδες. Όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψεις, δεν είχα ποτέ ξανακούσει για τον Βασίλη Τσιτσάνη ή για τον Μάρκο Βαμβακάρη, έμαθα τα ονόματά τους φεύγοντας από την Καρδίτσα, το 1976. Κυριολεκτικά τους έμαθα στο λεωφορείο προς τη Θεσσαλονίκη, όταν ο οδηγός έβαλε μουσική. Ε, όταν μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη, δεν άφησα στέκι για στέκι.

Τους είδες ποτέ ζωντανά όλους εκείνους που θαύμαζες από τη δισκογραφία;

Δυστυχώς όχι όλους... Ελάχιστους κατάφερα να δω. Σε μια μεγάλη συναυλία που έκανε ο Ρήγας Φεραίος στο Παλαί ντε Σπορ, με όλους τους εν ζωή ρεμπέτες, είδα τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Ρίτα Αμπατζή, τον Δημήτρη Μπαγιαντέρα, τον Κώστα Ρούκουνα, τον Στέλιο Κερομύτη. Δεν πρόλαβα όμως τη Σωτηρία Μπέλλου. Κι αυτό μου έχει κοστίσει.

Οι παλιότεροι Θεσσαλονικείς σε θυμούνται να τραγουδάς στην Ανατολή, οι νεότεροι σε ξέρουν από το Καφωδείο. «Η Μπέλλου της Θεσσαλονίκης», έτσι σε περιέγραφαν...

(γελάει) Έχει κάποια στοιχεία η φωνή μου τα οποία φέρνουν στη Μπέλλου, όμως είναι δύο διαφορετικές φωνές. Εγώ ας πούμε λέω και ρετρό τραγούδια, που η Σωτηρία δεν έλεγε. Η Ανατολή, τώρα, ήταν ένα υπέροχο μαγαζάκι, ξυλοκατασκευή –το είχε φτιάξει ένας φίλος, ο Φώτης. Πήγαινα να ακούσω κάποια παιδιά που έπαιζαν εκεί, τα οποία τελικά έγιναν η μπάντα μου ας πούμε, τραγούδησα εκεί για 8,5 χρόνια. Μπουζούκι, κιθάρα και φωνές, χωρίς μικρόφωνα. Το Καφωδείο πάλι (πολλά χρόνια κι εκεί!) ήταν μεγαλύτερο μαγαζί, έκανα κι εκεί σπουδαίους φίλους.

Έχω βαρεθεί να διαβάζω εδώ κι εκεί για τη Φωτεινή Βελεσιώτου, τη «ροκ ρεμπέτισσα». Εσένα σε ενοχλούν τέτοιες ταμπέλες;

Οι ταμπέλες είναι σαχλαμάρες. Ωστόσο καταλαβαίνω ότι ο τρόπος ζωής ορισμένων, ωθεί στο να δημιουργούνται. Ίσως λοιπόν, επειδή είμαι αντισυμβατικός άνθρωπος, κάποιοι έφτιαξαν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό;

Με το ροκ υφίσταται αλήθεια σχέση;

Α, ασφαλώς! Κι αυτό «ανακαλύφθηκε» στη Θεσσαλονίκη. Χάρη στον αδερφό και στην αδερφή μου, οι οποίοι είχαν πολλούς δίσκους και αγόραζαν και μουσικά περιοδικά –τον Ήχο θυμάμαι με τον Ζήλο τον Αργύρη, το Ποπ + Ροκ... Θα ήθελα να μπορώ να τραγουδάω και τέτοια κομμάτια, αλλά δεν ξέρω αγγλικά.                                                

Ίσως κάποια συνεργασία με τον Γιάννη Αγγελάκα; Ή τον Θανάση  Παπακωνσταντίνου; Πώς και δεν έχει συμβεί;

Δεν έχουμε γνωριστεί... Ξέρω όμως τη δουλειά τους. Σιγά-σιγά, δεν μας κυνηγάει και κανένας.

Σχέδια για το άμεσο μέλλον, υπάρχουν;

Πάντα κάτι γίνεται. Συνεχίζουμε για την ώρα στο Χαμάμ με την Καλλιόπη Βέττα –τώρα και Παρασκευές, όχι μόνο Σάββατα– συζητιούνται εντωμεταξύ και μερικά καινούρια τραγούδια. 


05 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 2/8/2020



Με μάσκα, τσάντα με δίσκους κι έναν φραπέ στο χέρι όπως τον αγαπώ (βαρύ, σκέτο, με εξτρά παγάκι το καλοκαίρι), ξόρκισα το παράδοξον του να βρίσκομαι 2 Αυγούστου στην Αθήνα, μεταβαίνοντας στα στούντιο του 105,5 Στο Κόκκινο για ζωντανή Συχνοτική Συμπεριφορά.

Την τελευταία σόλο της σαιζόν για μένα, πριν αναλάβει τη live σκυτάλη ο έτερος Καππαδόκης, Στυλιανός Τζιρίτας –όμως οι φίλοι της εκπομπής να αναμένετε σπέσιαλ εκπλήξεις στο επόμενο ραδιοφωνικό ραντεβού, το Σάββατο 8 και την Κυριακή 9 Αυγούστου!

Το μενού, τώρα, είχε και καλοκαιρινό Alexander Glazunov, είχε "Αύγουστο Στην Αθήνα" με Μάρθα Φριντζήλα, είχε Κώστα Κορδαλή από τα χρόνια των γερμανικών του σουξέ, είχε μέχρι και Ελένη Φουρέιρα με Kareem Kalokoh, αλλά και ασκήσεις ...αερόμπικ σε αλάνθαστη synth pop βάση, φτιαγμένες στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1980! 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου της Κυριακής πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ROYAL PHILHARMONIC ORCHESTRA σε διεύθυνση VLADIMIR ASHKENAZY: Alexander Glazunov's Summer
2. DORIS DAY: Perhaps Perhaps Perhaps
3. LANA DEL REY: Summertime Sadness
4. ΕΛΛΗ ΠΑΣΠΑΛΑ: Αύγουστος
5. ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ: Αύγουστος Στην Αθήνα
6. ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΡΔΑΛΗΣ & LENA VALAITIS: Wenn Der Regen Aut Uns Fällt
7. THE HOBBIT: Watch Me
8. THE COMET IS COMING & KATE TEMPEST: Blood Of The Past
9. OLGA CHIPOVSKAYA: Safari (KMTR's extended re-edit)
10. METAMAN & ΛΕΝΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ: Ιρίνα
11. SIOUXSIE & THE BANSHEES: Overground (επανεκτέλεση 1984)
12. ΕΛΕΝΗ ΦΟΥΡΕΪΡΑ & KAREEM KALOKOH: YAYO
13. THE HILLBILLY MOON EXPLOSION & SPARKY: My Love For Evermore
14. ΒΙΚΥ ΛΕΑΝΔΡΟΣ: Αναμνήσεις
15. AMORPHIS & ANNEKE VAN GIERSBERGEN: Amongst Stars
16. Κος Κ.: Ρεπό


03 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 1/8/2020

Η Συχνοτική Συμπεριφορά του Σαββάτου είχε να αντιπαλέψει θερμοκρασίες-καμίνι για το κέντρο της Αθήνας (μέχρι βέβαια να τελειώσει, έπεσε και μια ψιχάλα) και τη νέα έξαρση κορωνοϊού, που άγγιξε βέβαια και τα στούντιο του ραδιοφώνου μας, όπου με υπευθυνότητα τηρούνται οι μάσκες και η υποχρεωτική θερμομέτρηση στην είσοδο. 

Παρά ταύτα, ευχηθήκαμε τον «καλό μήνα» ολοζώντανα στο μικρόφωνο, με την αφεντιά μου και πάλι σε σόλο πορεία, καθώς παραμένουμε σε περίοδο θερινών αδειών. Δεν ήμουν όμως μόνος, τελικά, μιας και ο Στέργιος Κοράνας παλιός συνάδελφος από τα χρόνια του Avopolis– βρέθηκε στην Αθήνα και είπε να περάσει από το στούντιο για καφέ και ψιλοκουβέντα περί Alan Parsons Project και Κώστα Τουρνά. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ROYAL PHILHARMONIC ORCHESTRA σε διεύθυνση ERIC FENBY: Frederick Delius' A Song Of Summer
2. ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ: Το Καλοκαίρι Θα 'Ρθεί
3. ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ: Ζεστές Νύχτες Του Αυγούστου
4. REGRESSVERBOT & ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ: Homage To Miltos Sahtouris 
5. ALEMAYEHU ESHETE: Addis Abeba Bete
6. KLAUS NOMI: Total Eclipse -live in New York 1981
7. RIOT: Thundersteel
8. ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΜΑΤΣΙΟΥΛΗΣ: Επιδρομή Από Τον Άρη
9. ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΥΡΝΑΣ: Απέραντα Χωράφια
10. ABBA: Take A Chance On Me
11. ALAN PARSONS PROJECT: Eye In The Sky
12. ΝΤΕΜΗΣ ΡΟΥΣΣΟΣ: Forever And Ever
13. CELIA CRUZ & JOEL DANDO TRA: La Vida Es Un Carnival
14. DREAM THEATER: Paralyzed
15. ΚΩΣΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ: Αλίμονο
16. SAMMY DAVIS JR.: You Can Count On Me


30 Ιουλίου 2020

Κυβέλη Καστοριάδη - συνέντευξη (2017)



Τέτοιες ημέρες, τέλη Ιούλη του 2017, συνάντησα την Κυβέλη Καστοριάδη για μεσημεριανό καφέ και κουβέντα. Σε μία από τις συχνές επισκέψεις της στην Ελλάδα, που γινόταν τότε με αφορμή έναν νέο δίσκο σε συνεργασία με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη (Songs For A Blue Cloud) και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις.

Το όνομα που κουβαλάει, είναι βέβαια από εκείνα που περιγράφουμε συνήθως ως «βαρύ σαν ιστορία»: κόρη του Κορνήλιου Καστοριάδη, κατέληξε μερικές φορές να ερωτάται σε συνεντεύξεις περισσότερο για τον πατέρα της, παρά για τις δικές της αντιλήψεις και δραστηριότητες. Με ένα πρόχειρο άλλωστε ψάξιμο στο Google, μπορείτε να διαπιστώσετε ότι συχνά έτσι παρουσιάζεται στο κοινό από διάφορα εγχώρια μέσα: «η άγνωστη κόρη του Κορνήλιου Καστοριάδη» το ένα, «η Κυβέλη Καστοριάδη είχε μπαμπά φιλόσοφο» το άλλο κ.ο.κ.

Οδεύοντας λοιπόν για την πλατεία Καρύτση, αποφάσισα ότι θα ξεμπέρδευα από την αρχή με τον «σκόπελο Καστοριάδη», σεβόμενος εκείνο το δικό του πρόταγμα περί Αυτονομίας. Και ίσως γι' αυτό να κύλησε τελικά τόσο ωραία η συζήτησή μας, φτάνοντας αβίαστα στον Όμηρο, στον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, στη φωνή της Barbara, αλλά και στο γιατί δεν την πείθει καθόλου ο Εμμανουέλ Μακρόν ως ηγέτης της Γαλλίας.

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Η αρχική φωτογραφία ανήκει στον Ανδρέα Πετράκη, ενώ η ακόλουθη προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο, στα πλαίσια του promo για το Songs For A Blue Cloud.


Έχω παρατηρήσει ότι στις συνεντεύξεις σάς ρωτούν πολλά για τον πατέρα σας, Κορνήλιο Καστοριάδη. Είμαι επίσης θαυμαστής του έργου του, παρότι δεν είμαστε κοντά στις ιδεολογικές αφετηρίες, και κατανοώ έτσι ότι ο πειρασμός είναι μεγάλος. Σεβόμενος όμως το πρόταγμά του περί «αυτονομίας», θα ήθελα να επικεντρώσουμε σε σας, ως αυτόνομο ον –αν και είμαι σίγουρος ότι έχετε πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες να πείτε...

Πολλές πλέον δεν έχω, νομίζω ότι τις περισσότερες τις έχω πει. Θα πρέπει ν' αρχίσω να φτιάχνω! (γελάει) Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν τον έζησα πολύ τον πατέρα μου: τον έζησα για 17 χρόνια, οπότε πόσες πια ιστορίες να υπάρξουν; Καταλαβαίνω ασφαλώς το ενδιαφέρον για εκείνον. Και υποθέτω ότι και, δημοσιογραφικά, είναι ένας καλός άξονας για να πιάσει κανείς το θέμα· μια προφανής αφετηρία. 

Σας έχει δημιουργήσει άγχος το όνομα που κουβαλάτε; Νιώθετε ότι πρέπει να αποδείξετε πως είστε κάτι παραπάνω από την κόρη του σπουδαίου φιλοσόφου;

Νιώθω μια ευθύνη, αυτήν τη λέξη θα χρησιμοποιούσα. Το καλό βέβαια είναι ότι δεν ήταν τραγουδιστής! (γέλια) Γιατί υπάρχουν και γιοι και κόρες που έχουν την ίδια απασχόληση με τους γονείς τους, οπότε εκεί υπάρχει αναπόφευκτα και σύγκριση.

Άλλωστε ήταν και φάλτσος, έτσι δεν είναι;

Ναι, ήταν παράφωνος. Το τραγούδι το έχω πάρει εντελώς από τη μεριά της μητέρας μου και της γιαγιάς μου.

Σας ρωτάνε τόσο συχνά για τον πατέρα σας, μα σπάνια για τη μητέρα σας, τη Ζωή Στεφανίδου...

Η μητέρα μου είχε καλή φωνή, όπως και η δική της μητέρα. Τη θυμάμαι σε πολλές στιγμές στο σπίτι, όταν ήμασταν οι τρεις μας –Κυριακές, για παράδειγμα– να τραγουδάει. Τη χαιρόμουνα και υπήρξε σίγουρα μια πρώτη αφορμή για τη σχέση μου με το τραγούδι. Έκτοτε υπήρξε πάντα κοντά μου, όντας μάλιστα και πολύ υποστηρικτική. Όχι μόνο όταν ήμουν μικρή, μα και τώρα ακόμα: είναι πάντα εκεί, έρχεται σχεδόν σε κάθε συναυλία, είναι η νούμερο ένα fan μου!

Τη γιαγιά σας, τη θυμάστε να τραγουδά;

Λίγο τη θυμάμαι, ναι. Λένε ότι όταν ήταν μικρότερη δεν σταμάταγε, δεν το έκλεινε το στόμα της. Εγώ τη γνώρισα όταν ήταν πια πολύ μεγάλη. Μπορούσε με τις ώρες τότε να ασχολείται με το ποιο αμπελόφυλλο είναι καλύτερο για να φτιάξει ντολμαδάκια: αυτό δεν είναι αρκετά τρυφερό, αυτό δεν έχει ακόμα ωριμάσει, αυτό θέλει άλλες δυο μέρες για να 'ναι εντάξει... 

Υποστήριζε επίσης με πάθος την κληματαριά μας, από την οποία κι έπαιρνε τα αμπελόφυλλα, παρότι έβγαζε ένα σταφύλι που δεν τρωγόταν! (γέλια) Αλλά η γιαγιά επέμενε, ότι έχει ένα κάτι. Και όχι μόνο το έτρωγε, μα έφτιαχνε και μούστο.

Κάνατε το ντεμπούτο σας το 2015, με τον δίσκο Sous Le Ciel De Paris, επιστρέφετε τώρα με το Songs For A Blue Cloud. Και οι δύο δουλειές σας έχουν ως άξονα το Παρίσι, σωστά;

Για την ακρίβεια, τον ουρανό του Παρισιού. Στον πρώτο δίσκο η παρουσία του είναι προφανής στον τίτλο, στον δεύτερο έπαιξε ρόλο στο πώς βρήκαμε τον τίτλο με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη, με τον οποίον και τον δημιουργήσαμε. Είχαμε τελειώσει το άλμπουμ και βρισκόμασταν στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, κοιτώντας τον ουρανό, που ήταν συννεφιασμένος. Σε κάποιο σημείο άνοιξαν τα σύννεφα, φάνηκε ένα μπλε κομμάτι και μου λέει «κοίτα, ένα μπλε σύννεφο!». Και του λέω «να, αυτός είναι ο τίτλος».

Μας άρεσε επίσης και η διπλή έννοια την οποία έχει στα αγγλικά η λέξη «blue», γιατί ταιριάζει και με τις επιλογές των τραγουδιών: όλα τους έχουν κάτι το μελαγχολικό, ίσως και απαισιόδοξο. Κάτι που ταίριαξε και με τον πίνακα του Χρήστου Κεχαγιόγλου, τον οποίον χρησιμοποιήσαμε ως εξώφυλλο.

Το Παρίσι είναι για σας τόπος δημιουργικός; Ή γίνεται και τόπος από τον οποίον επιθυμείτε να ξεφύγετε;

Θα έλεγα και τα δύο. Είναι οπωσδήποτε ένα μέρος απαιτητικό, γιατί υπάρχει μεγάλη καλλιτεχνική προσφορά, άρα και ανταγωνισμός. Το ίδιο πράγμα βέβαια δημιουργεί και ευκαιρίες, ενώ σε κεντρίζει και σαν άνθρωπο –να ακούσεις, να ψάξεις, να σκεφτείς για καινούρια πράγματα. Θέλει όμως μια πάλη όλο αυτό. Αν μου λείπει κάτι, είναι η φύση. Το διαπιστώνω συχνά τελευταία, ότι κάθε 3 μήνες περίπου, έχω την ανάγκη να δω λίγη θάλασσα και λίγο πράσινο.

Λέτε ελληνικά τραγούδια στις εμφανίσεις σας στο Παρίσι;

Ναι. Συμμετέχω στο τρίο του Αντώνη Καρακώστα, ο οποίος κάνει τζαζ διασκευές σε ελληνικά τραγούδια –λέω για παράδειγμα τη "Ζεχρά"– ενώ συμμετέχω και σε εγχειρήματα με πιο παραδοσιακή προσέγγιση. 

Παρότι και οι δύο μέχρι σήμερα δίσκοι σας περιέχουν διασκευές, έχω την εντύπωση ότι στον δεύτερο ακούω περισσότερο εσάς...

Μπορεί... Ο πρώτος δίσκος είναι βασισμένος σε παιδικά ακούσματα, σε τραγούδια που υπάρχουν στ' αυτιά μου εδώ και περίπου 30 χρόνια. Ενώ τον δεύτερο τον φτιάξαμε μαζί με τον Ορέστη και μερικά από τα κομμάτια μου τα έμαθε εκείνος. Αυτό ίσως να έφερε μια φρεσκάδα, με την έννοια ότι δεν είχα πάντα να ερμηνεύσω κάτι που το ήξερα ήδη.

Κάνετε πολλά πράγματα μαζί με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη. Σχεδιάζετε κάποιον δίσκο με πρωτότυπο, δικό σας υλικό;

Είναι καταπληκτικός κιθαρίστας και πολύ καλός φίλος ο Ορέστης. Αυτό είναι το επόμενο βήμα που θέλουμε να κάνουμε, γιατί δεν πρέπει νομίζω να υπάρξει και τρίτος δίσκος με διασκευές. Παρά μόνο ίσως όταν πια θα είμαι γριά! (γέλια)

Και τους δύο δίσκους σας, εντωμεταξύ, τους έχετε βγάλει στην Ελλάδα, στη Μικρή Άρκτο. Πώς και δεν τους κυκλοφορήσατε σε γαλλική εταιρεία, έτσι όπως πάει η δισκογραφία εδώ;

Ως έναν βαθμό συνέβη λόγω της στενής σχέσης που διατηρώ με την Ελλάδα, αλλά ίσως και επειδή αισθανόμουν ότι υπήρχε ένα νόημα να προτείνω γαλλικά τραγούδια εδώ. Δεν ξέρω αν θα είχε μεγάλο νόημα να τα προτείνω στη Γαλλία. 

Πάντως κι εκεί η κατάσταση στη δισκογραφία δεν είναι καλύτερη. Τα τελευταία χρόνια έκλεισαν πολλές εταιρίες –και δισκογραφικές, αλλά και labels διανομής. H Naïve ας πούμε, που ήταν πολύ καλή, αναγκάστηκε και σταμάτησε. Σε κάθε περίπτωση, είμαι πολύ χαρούμενη από τη συνεργασία με τη Μικρή Άρκτο.

Η αγάπη σας για τον Kurt Weill, προηγείται των θεατρικών σας σπουδών; Ή προέκυψε μέσα από αυτές;

Ξεκίνησα από το λυρικό τραγούδι. Όταν λοιπόν αποφάσισα να φύγω από αυτό, σκέφτηκα ότι το θέατρο ήταν ένα καλό μέσον για να κάνω τη μετάβαση. Ο Kurt Weill, όμως, προηγείται. Ήταν πρόταση ενός Έλληνα πιανίστα που ζει στο Παρίσι και ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα σόλο –πάντα θα τον ευχαριστώ τον Κωστή γι' αυτό. Τότε ήμουν ακόμα στο λυρικό τραγούδι και ο Weill υπήρξε ιδανική επιλογή, καθώς βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. 

Αγαπώ ιδιαιτέρως την "Τζένη Των Πειρατών", που αποτελεί βέβαια μεγάλο hit, αλλά και κομμάτια σαν το "Nanna's Lied", το "September's Song" –η μελωδία του βρισκόταν μάλιστα και σε ένα παιδικό μου παιχνίδι– και το "Complaint De La Seine" με τους σκοτεινούς στίχους για τον Σηκουάνα, στον οποίον υπάρχουν θησαυροί αλλά και πτώματα, όπως τα έμβρυα όσων γυναικών έκαναν έκτρωση.

Γιατί αλήθεια φύγατε από το λυρικό τραγούδι;

Γιατί συνειδητοποίησα ότι στην όπερα μου αρέσουν οι άριες, μα το ενδιάμεσο μάλλον το βαριέμαι. Δεν νομίζω λοιπόν ότι θα μπορούσα να το υποστηρίξω. Επίσης, αν και πρόκειται για τέχνη την οποία λατρεύω, παραμένει παγιωμένη στα υπάρχοντα έργα, παρότι γράφονται και νέα. Βέβαια, εντάξει, πάντα μπορεί κανείς να ερμηνεύσει διαφορετικά κάτι, ακόμα κι αν το έχουν πει χίλιοι πριν από αυτόν. Πρόσφατα πήγα π.χ. να ακούσω Νόρμα και η τραγουδίστρια είπε θαυμάσια το "Casta Diva"· μπαμ και κάτω, όσο κι αν όλοι μας έχουμε κατά νου την αξεπέραστη εκτέλεση με τη Μαρία Κάλλας.

Αυτό το ενδιαφέρον αντικατοπτρίζει τη μουσική που άκουγαν οι γονείς σας;

Ναι, οι γονείς μου άκουγαν πολύ κλασική μουσική, τόσο ορχηστρική, όσο και όπερες. Άκουγαν και αρκετή τζαζ, ως ένα σημείο βέβαια, γιατί όταν ξεκίνησε η free jazz ο πατέρας μου δυσκολεύτηκε. Και μετά γαλλικό τραγούδι. Από ελληνικά, περισσότερο ό,τι είχε φέρει η μάνα μου μαζί της φεύγοντας επί Χούντας, κυρίως ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου λάτρευε επίσης το ηπειρώτικο κλαρίνο, το δε καλοκαίρι ήταν συνυφασμένο με νησιώτικα τραγούδια. Το νησιώτικο είναι πραγματικά πολύ μέσα μου, εξαιτίας αυτών των βιωμάτων. 

Από το γαλλικό τραγούδι, τι έχετε αγαπήσει ιδιαίτερα;

Τη Barbara από φωνές του παρελθόντος, από πιο σύγχρονα πράγματα θα έλεγα Noir Désir και τους Rita Mitsouko. Μου αρέσει πολύ κι ένας παλιός δίσκος του Yves Montand στον οποίον τραγουδάει Jacques Prévert (1962), όπως κι ένα γκρουπ της γενιάς του πατέρα μου, οι Les Frères Jacques, που κι αυτοί έχουν ερμηνεύσει Prévert με πολύ ωραίο τρόπο (1957).

Ο Γιάννης Αγγελάκας, πώς σας προέκυψε στον τελευταίο δίσκο;

(γελάει) Ήταν ιδέα του Ορέστη. Ο Ορέστης μεγάλωσε στην Ελλάδα, σπούδασε εδώ και άκουγε Τρύπες με μανία εκείνα τα χρόνια. Αυτός μου τον έμαθε λοιπόν τον Αγγελάκα, όπως και το τραγούδι που διασκευάσαμε στο Songs For A Blue Cloud. Εμένα με τράβηξαν οι στίχοι του και έτσι αποφάσισα να το προσπαθήσουμε. Κι ένας φίλος μας είπε μετά ότι το βρήκε ενδιαφέρον, γιατί από τη μία ο ένας ακουγόταν ότι έχει βιώματα, και η άλλη ότι φέρνει κάτι άλλο, όντας εντελώς εκτός. 

Εκτός από θεατρικές και μουσικές σπουδές, είστε και πτυχιούχος φιλολογίας. Έχω διαβάσει ότι όταν αισθάνεστε την πραγματικότητα να σας πιέζει και να σας ρίχνει, καταφεύγετε στον Όμηρο...

Ο Όμηρος λειτουργεί σαν τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον οποίον επίσης συνηθίζω να ακούω όταν είμαι στεναχωρημένη. Θυμάμαι λ.χ. ότι την εποχή του Δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, έπαιζα Μπαχ. Και ο Μπαχ και ο Όμηρος έχουν έναν τρόπο να στα βάζουν όλα σε μια θέση. Στα ομηρικά έπη π.χ. έχεις τους θεούς, τους ήρωες, υπάρχει το πεπρωμένο, τα πράγματα μπορεί να είναι αναπόφευκτα, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να τα αποτρέπει από το να είναι πολύ όμορφα –ή και πολύ άσχημα. Την Ιλιάδα ίσως να τη βαριούνται λίγο οι περισσότεροι, προτιμούν την Οδύσσεια, που έχει αυτό το πιο ελκυστικό, παραμυθένιο στοιχείο. Εγώ την αγαπώ εξίσου, για εκείνο το γήινο που τη διακρίνει.

Γιατί ήσασταν στεναχωρημένη την εποχή του Δημοψηφίσματος;

Ένιωθα ότι δεν ξέραμε πού πηγαίνει αυτή η χώρα.

Τι λέει ο κόσμος στη Γαλλία για το θέμα της Ελλάδας;

Δεν έχω ακούσει ποτέ όσα αρνητικά λέγονται, π.χ. ότι είμαστε τεμπέληδες, ότι μας αξίζει όλο αυτό κτλ. Από την άλλη, βέβαια, συναναστρέφομαι ανθρώπους με τους οποίους σκεφτόμαστε παρόμοια. Τέτοιοι άνθρωποι υποστηρίζουν και αγαπάνε την Ελλάδα. Γενικά πάντως νομίζω ότι η Ελλάδα είναι χώρα που ελκύει τους Γάλλους, ίσως γιατί δεν είναι ούτε Βορειοευρωπαίοι, ούτε Νότιοι· βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα.

Είστε ένα παιδί δύο διαφορετικών χωρών και πολιτισμών και μιας εποχής στην οποία φάνηκε ότι οι άνθρωποι θα ερχόμασταν πιο κοντά. Τώρα, όμως, υπάρχει μια τάση που ευνοεί ξανά τις διαχωριστικές γραμμές και τις πιο κλειστές κοινωνίες...

Ανησυχώ πολύ και είμαι αρκετά απαισιόδοξη. Βλέπω ότι ένα μέρος της κοινωνίας συνεχίζει να δίνει το χέρι προς τους υπόλοιπους, ενώ ένα άλλο έχει φοβηθεί τόσο με το θέμα της τρομοκρατίας, όσο και με το μεταναστευτικό, οπότε κλείνεται και αντιδρά με τον τρόπο τον οποίον θεωρεί σωστό. Αλλά οι δράστες των επιθέσεων στη Γαλλία, ήταν μεγαλωμένοι εκεί, ήταν Γάλλοι. Ο τρόπος επομένως με τον οποίον υποδεχόμαστε τους άλλους ανθρώπους σε μια κοινωνία –ή ο τρόπος με τον οποίον δεν τους υποδεχόμαστε– έχει συνέπειες για το πώς θα τη δουν κι εκείνοι, στη συνέχεια.

Υπάρχει επίσης και το θέμα του περιβάλλοντος, που ίσως η ίδια η λέξη να το υποβαθμίζει: έχω διαβάσει ότι το κάνει να φαίνεται σαν κάτι που είναι γύρω μας, που υπάρχει ως ντεκόρ, ενώ θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε μέσα του, ότι ανήκουμε εκεί· ότι χωρίς αυτό είμαστε εμείς που θα πάψουμε να υπάρχουμε. Η φύση και ο πλανήτης θα συνεχίσουν να υπάρχουν, είτε ο Κιμ Γιόνγκ-Ουν πατήσει το κουμπί, είτε ο Ντόναλντ Τραμπ, κάποια μέρα που κάτι δεν θα του κάτσει στο Twitter.

Πόσο όμως φταίει κατά τη γνώμη σας η Χίλαρυ Κλίντον που βγήκε ο Τραμπ; Και πόσο, αντίστοιχα, ο Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία για την άνοδο της Μαρίν Λεπέν;

Θυμάμαι ότι την εποχή των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία το σκεφτόμουν, ότι η Αριστερά έχει κι αυτή ευθύνη. Τώρα με ποιον τρόπο και σε πόσο βαθμό, χωράει συζήτηση. Ότι αμέλησε κάποια θέματα; Ότι η εξουσία είτε σε διαφθείρει, είτε εμποδίζει τη σχέση σου με την πραγματικότητα και με το τι βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι; Δεν ξέρω βέβαια αν ο Ολάντ μπορεί να χαρακτηριστεί Αριστερός. Μάλλον όχι... Αλλά ας πούμε ότι παρουσιαζόταν ως Σοσιαλιστής, άσχετα με το αν δεν ήταν. Με τρομάζει που χάνουν έτσι το νόημά τους οι λέξεις: τι θα πει Σοσιαλιστής, πλέον;

Για να γίνω και λίγο ...καστοριαδική, το να είσαι πολίτης σημαίνει ότι μπορείς να κυβερνάς και να κυβερνιέσαι –και τα δύο μαζί. Ίσως λοιπόν ένα βήμα να είναι η πολιτική θητεία να μην κρατάει πέραν ορισμένου χρόνου, για να μην αρχίζουν οι συμβιβασμοί, το ποιον θα λαδώσω, σε ποιον θα υποσχεθώ. Και αντίστοιχα οι κοινωνίες μας να ασχοληθούν με την παροχή μιας παιδείας κατάλληλης να δημιουργεί ανθρώπους ικανούς να κυβερνήσουν. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι εδώ. Προτιμότερο από την επικρατούσα ιδέα του να βρεθεί κάποιος και να έρθει να μας σώσει, την οποία θεωρώ τεράστιο λάθος. 

Σας πείθει ο Εμμανουέλ Μακρόν;

Όχι, δεν με πείθει καθόλου. Δεν έρχεται από τον πολιτικό κόσμο, έχει εργαστεί στις τράπεζες και έχει πολλούς φίλους επιχειρηματίες. Νομίζω, επίσης, ότι σε διάφορες συζητήσεις με εργάτες ή γενικά ανθρώπους της πραγματικής ζωής, έδειξε ταξική υπεροψία. Αυτό δεν μου αρέσει.

Για να κλείσουμε σε πιο μουσικούς τόνους, ποιοι είναι οι επόμενοι σταθμοί της ελληνικής σας περιοδείας;

Στις 21 Ιουλίου θα βρεθούμε στην Πάτρα, θα παίξουμε στο Πολύεδρο. Πρώτη Αυγούστου θα συμμετάσχουμε στο Φεστιβάλ των Φιλίππων, στην Καβάλα και ακολουθεί η Κρήτη, αλλά οι ημερομηνίες δεν είναι ακόμα κλεισμένες –θα υπάρξει ενημέρωση μέσω της σελίδας στο Facebook. Τέλος, 6 και 7 Σεπτεμβρίου επιστρέφουμε στην Αθήνα, στη Ρότα. 

Χρόνος για διακοπές θα υπάρξει αυτό το καλοκαίρι;

Βέβαια! Ενδιάμεσα των συναυλιών, θα κάνω κι εγώ κάποια μπάνια.


29 Ιουλίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 26/7/2020


Αποχαιρετισμός στον Peter Green, (δοξασμένες) μνήμες ελληνικής όπερας από τις αρχές του 20ου αιώνα, μελοποιημένος Γιώργος Σεφέρης, αλλά και κάθοδος στον Άδη του AIDS με την ανυπέρβλητη Diamanda Galás. 

Έτσι κινήθηκε η πρώτη ώρα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς την Κυριακή που μας πέρασε, με εμένα και πάλι σόλο στο πιλοτήριο, ένεκα θερινών αδειών. 

Στη δεύτερη ώρα της εκπομπής, ήρθαν καλεσμένοι στα στούντιό μας στο Μεταξουργείο οι Kooba Tercu (δύο από τα μέλη της εξάδας, ο Βαγγέλης και ο Φίλιππος), με αφορμή την κυκλοφορία του φετινού τους δίσκου Proto Tekno στο διακεκριμένο βρετανικό label της Rocket Recordings. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου της Κυριακής πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια

1. ULI JON ROTH: Tales Of The Summer Wind
2. BULGARIAN RADIO SYMPHONY ORCHESTRA & CHORUS σε διεύθυνση ΒΥΡΩΝΑ ΦΙΔΕΤΖΗ: Σπύρου Σαμάρα Ρέα (ουβερτούρα και πρώτο χορωδιακό) - live στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας, 1984
3. PETER GREEN: The Supernatural
4. ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ: Επιτύμβιο
5. QUEEN: Heaven For Everyone
6. DIAMANDA GALÁS: Free Among The Dead
7. ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ: Η Μαριάνθη Των Ανέμων
8. KOOBA TERCU: Fair Game
9. KOOBA TERCU: Qasan
10. KOOBA TERCU: Cemento Mori
11. KOOBA TERCU: Puppy Pile
12. KOOBA TERCU: Filter Feeder