Μέσα στο 2021 ξαναβρεθήκαμε με τον Νίκο Πορτοκάλογλου για μια πλούσια κουβέντα, για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Και σκέφτηκα ότι πάλι μέσα σε δύσκολες συνθήκες έλαχε να τα πούμε.
Τώρα, δηλαδή, ήταν η όλη αναζωπύρωση της αβεβαιότητας γύρω από τον κορωνοϊό –η οποία είχε τίμημα και για τον ίδιο, υποχρεώνοντάς τον να σταματήσει τις νέες του παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Το 2012, από την άλλη, ήταν η μαυρίλα της οικονομικής Κρίσης και των μνημονίων. Τότε είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του, τώρα μιλήσαμε αναγκαστικά μέσω Skype.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αλλάζει το βασικό: ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι καλός συζητητής, ένας άνθρωπος που πάντα έχει να σου πει πολλά και ενδιαφέροντα.
Η νέα συνέντευξη έδωσε βέβαια και την αφορμή για μια αναδρομή στην παλιότερη συζήτηση. Η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
Τριάντα χρόνια πριν κυκλοφόρησε ένας μαύρος δίσκος, στο εξώφυλλο του οποίου απεικονιζόταν ένα κορίτσι με φερετζέ. Πολλά γράφτηκαν έκτοτε για το ντεμπούτο των Φατμέ. Με ποια λόγια θα τον συστήνατε εσείς σήμερα, σε έναν νεότερο ακροατή που δεν έζησε εκείνα τα χρόνια;
Ήταν ο πρώτος δίσκος ενός γκρουπ εικοσάρηδων από τη Νέα Σμύρνη. Τέσσερις συμμαθητές από την Ευαγγελική Σχολή, οι οποίοι αισθανόντουσαν πως το πιο φυσικό πράγμα που μπορούσαν να κάνουν στην Αθήνα των 1980s ήταν να παίξουν ...ανατολίτικο πανκ!
Προσπαθούσαμε να συνθέσουμε τον ηλεκτρισμό της Δύσης με τη μυστηριώδη και λάγνα Ανατολή. Την εκρηκτική new wave σκηνή της εποχής με τη μαγκιά και την ευγένεια του λαϊκού τραγουδιού. Όπως όλες οι τολμηρές συνθέσεις, όσες βγάζουν τη γλώσσα στα στερεότυπα, η δουλειά μας συνάντησε πολλή καχυποψία: και από τους ροκάδες και από τους λαϊκούς. Αλλά βρήκε και πολλή αγάπη και υποστήριξη.
Εκτός δηλαδή από το αγγλοσαξονικό ρεπερτόριο, εσείς ακούγατε και λαϊκά. Μάλλον παραμένει κάτι παρεξηγήσιμο από όσους αγαπούν το ροκ, ακόμα και σήμερα...
Είναι ένα κόστος που πληρώνει όποιος θέλει πάνω απ' όλα να μένει πιστός στον εαυτό του και όχι στον κάθε στενοκέφαλο οπαδό. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, πάντως, δεν έχω πια καμιά αμφιβολία πως αξίζει τον κόπο.
Γιατί πιστεύετε ο λαός μας έχει τόση δυσκολία στο να κρατάει το παρελθόν του και ταυτόχρονα να γίνεται μοντέρνος;
Γιατί είναι τρομερά δύσκολο. Αυτό συνήθως το καταφέρνουν κάποιοι καλλιτέχνες-ιδιοφυΐες και παρασύρουν μετά και τους υπόλοιπους. Το έκανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, το έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις, το έκανε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Για μας τους νεότερους θα μιλήσουν οι επόμενοι...
Τριάντα χρόνια μετά, γιορτάζετε την επέτειο του ξεκινήματός σας με την κυκλοφορία ενός διπλού δίσκου. Αλλά γιατί λέγεται Ίσως; Γιατί αυτό το επίρρημα αμφιβολίας;
Αισθάνομαι πως ζούμε σε μια αβέβαιη και μεταβατική εποχή, όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Πιστεύω ότι είναι μια πολύ σκληρή αλλά και πολύ δημιουργική φάση, αν δεν κολλήσουμε βέβαια στην κλάψα και στην αδράνεια. Είναι στο χέρι μας: «Ίσως μια μέρα να πάμε πιο πέρα/πιο πέρα απ' τη νύχτα/μέχρι την αυγή...».
Με ποια λογική επιλέξατε τους συμμετέχοντες στο δεύτερο CD, όσους ανέλαβαν τις διασκευές στο παλιότερο υλικό; Τους γνωρίζατε προσωπικά ως συνεργάτες ή θέλατε να συγκεντρώσετε την αφρόκρεμα από τους πιο προβεβλημένους εκπροσώπους της νεότερης γενιάς;
Δεν ανέλαβαν οι καλεσμένοι τις διασκευές: οι περισσότερες έγιναν από μένα και τη μπάντα μου και κάποιες σε συνεργασία με τον κάθε καλεσμένο. Η ιδέα ήταν ότι γιορτάζω τα 30 μου χρόνια στο τραγούδι ηχογραφώντας 10 καινούρια και 10 παλιότερα τραγούδια σε νέες εκτελέσεις.
Τα γενέθλια αυτά τα είδα σαν μια αφορμή για να γνωρίσω τους νέους συναδέλφους μου, τραγουδοποιούς και τραγουδιστές. Να τους γνωρίσω όχι μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, αλλά με τον πιο ουσιαστικό τρόπο που μπορούν να γνωριστούν δυο μουσικοί: παίζοντας, αυτοσχεδιάζοντας και (τελικά) ηχογραφώντας μαζί.
Παρατηρώ ότι οι προσκεκλημένοι σας ανήκουν όλοι στους ελληνόφωνους ερμηνευτές ή τραγουδοποιούς. Καλέσατε και αγγλόφωνους ή θεωρείτε ότι δεν έχετε κοινές ανησυχίες με τέτοιους δημιουργούς; Αν θυμάμαι καλά, σε παλιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει ότι αυτό με το αγγλόφωνο τραγούδι «δεν πάει πουθενά, είναι σαν να προσπαθείς να κρύψεις ότι είσαι από χωριό»...
Ένα από τα οφέλη της τραγουδοποιίας (και της τέχνης γενικότερα) είναι ότι σε βοηθά να συμφιλιωθείς με την καταγωγή σου, με τους προγόνους σου. Και τελικά, αν τα καταφέρεις, με τον εαυτό σου. Να φτάσεις δηλαδή να είσαι περήφανος για το χωριό σου, που είναι νομίζω ο μόνος δρόμος για να γίνεις γνήσιος κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου. Αλλιώς, όσες γλώσσες και να μιλάς, παραμένεις επαρχιώτης.
Παίξατε ζωντανά στο στούντιο, με όλη τη μπάντα και τους καλεσμένους μαζί –όπως ηχογραφήθηκαν και οι αγαπημένοι σας δίσκοι της δεκαετίας του 1960. Ποιοι έχουν αυτή την ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;
Όλοι οι Beatles και οι Rolling Stones, όλος ο Bob Dylan, ο Leonard Cohen, ο Neil Young και τόσοι άλλοι από τη ροκ σκηνή. Τα άπαντα του Βασίλη Τσιτσάνη και του Άκη Πάνου. Ο Miles Davies, o Antônio Carlos Jobim, o Morricone, o Caetano Veloso. Υπέροχες, φευγάτες μουσικές από διάφορα πλάτη και μήκη του πλανήτη.
Στο σημείωμά σας για το Ίσως, γράφετε για την αρχή και το φινάλε του μεγάλου πάρτι (έχετε κι ένα νέο τραγούδι ονόματι "Το Πάρτι Τελειώνει"). Για τη διάψευση και το κενό, αλλά και για την «ανομολόγητη χαρά» για το τέλος της φούσκας. Για εσάς πότε ακριβώς ξεκινά η διάψευση; Βρεθήκατε ποτέ να παρασύρεστε από αυτήν;
Τι να πεις τώρα για ένα τέτοιο θέμα, χωρίς να περιαυτολογήσεις; Πως ήσουνα με τους καλούς και όχι με τους κακούς; Ότι δούλευες σκληρά και πλήρωνες φόρους; Και ποιος να σε πιστέψει, μέσα σ' αυτό το κλίμα καχυποψίας και διχασμού;
Γι' αυτό το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι όλοι ζήσαμε μέσα στη φούσκα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τώρα, όμως, άλλοι θρηνούν για το τέλος του πάρτυ και άλλοι βλέπουν σ' αυτό το τέλος τη μόνη ελπίδα για μια νέα αρχή. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.
Αν και είστε καλλιτέχνης της Universal, σε λίγες μέρες θα εμφανιστείτε στα πλαίσια του φετινού Ark. Τι σημαίνει για εσάς το συγκεκριμένο φεστιβάλ;
Η δισκογραφική εταιρεία δεν έχει καμία σχέση με τις συναυλίες μου. Το Ark Festival –όπως και το River Party στο Νεστόριο– είναι ένα είδος γιορτής όπου συναντιόμαστε μεταξύ μας, η οικογένεια των μουσικών. Και ο κόσμος το απολαμβάνει.
Στην εποχή μας τα φεστιβάλ είναι μια δυναμική λύση για να ενισχυθεί η μουσική σκηνή και να δει ο κόσμος πολλούς καλλιτέχνες μαζί, με χαμηλό εισιτήριο. Ελπίζω να πολλαπλασιαστούν σε όλη την Ελλάδα.
Σε περίπου έναν μήνα από τώρα, ο Φοίβος γιορτάζει στο Ο.Α.Κ.Α. 20 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει το Άξιον Εστί στο Ηρώδειο. Υφίσταται για εσάς ξεκάθαρη επιλογή για το πού θα έπρεπε να πάει κανείς;
Κοιτάξτε, το ένα είναι το σάουντρακ της μεγάλης φούσκας που λέγαμε προηγουμένως. Και το άλλο, φοβάμαι, ένα ακόμα μνημόσυνο για τη δεκαετία του 1960. Να αναπολήσουμε τα περασμένα μεγαλεία δηλαδή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Σ' αυτή τη φάση, είναι το τελευταίο πράγμα που μου χρειάζεται.