21 Δεκεμβρίου 2021

Κώστας Άγας - Κάραβος [δισκοκριτική, 2019]


Όταν κάνεις τη δουλειά του κριτικού ευσυνείδητα και δίχως χοντράδες, κατανοείς κι εσύ –όπως (θα έπρεπε να) κατανοούν και οι κρινόμενοι καλλιτέχνες– ότι δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους: ούτε θα συμφωνήσουν άπαντες με τη γνώμη σου, ούτε θα ταιριάξει στον κάθε έναν η ματιά σου, η γραφή σου κτλ. Μοιάζει δεδομένο, ωστόσο δεν είναι. Πρόκειται για κάτι που το μαθαίνεις στην πράξη.

Εκεί που σηκώνεις τα χέρια ψηλά, είναι όταν ανακαλύπτεις καλλιτέχνες οι οποίοι πόσταραν μεν την κριτική σου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –δίχως «μα», ούτε «ου»– ωστόσο σε διέγραψαν λίγο μετά από την ίδια πλατφόρμα. Σκαλίζοντάς το, μάλιστα, ανακαλύπτεις ότι αιτία της διαγραφής στάθηκε η κριτική. Διαβάζοντας δε κάποια από τα δημόσια σχόλια, η έκπληξή σου γίνεται μεγαλύτερη, γιατί κατηγορείσαι για ύποπτη αναπαραγωγή (στα πλαίσια του κειμένου σου) μιας παλιάς ιστορίας με έναν άλλον κριτικό, τη στιγμή που ο καλλιτέχνης τη διηγείται συχνά ο ίδιος, καθώς σχολιάζει εδώ κι εκεί. 

Φυσικά, κατανοείς ότι δεν γίνεται να έχουν ισότιμη ισχύ αυτές οι δύο καταστάσεις: κάτι άλλο έχει μεσολαβήσει μεταξύ της πρώτης και της ύστερης αντίδρασης, με το μυαλό να πηγαίνει σε παρεμβολή δυσαρεστημένων τρίτων προσώπων, με τα νερά των οποίων ίσως επέλεξε να πάει ο καλλιτέχνης; Που ναι, στο κάτω-κάτω μπορεί να είχε και μια εικόνα της δουλειάς του ακόμα πιο θετική από αυτήν που περιέγραψες εσύ, με διάφορες ενστάσεις.

Φαίνεται έτσι να διαμορφώνεται μια διαφορετική υπόθεση, η οποία φέρνει κατά νου εκείνη την περίφημη χατζιδάκειο ρήση για την αντίθετη γνώμη και τα αντίθετα συμφέροντα. Δεν πειράζει, όμως: καλή καρδιά. Το επάγγελμα του κριτικού τα έχει αυτά. Έχει και πολύ χειρότερα, εδώ που τα λέμε. 

Δίχως περαιτέρω σχόλια, να επισημάνω ότι η κριτική για τον Κάραβο του Κώστα Άγα πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές τροποποιήσεις, με αφορμή τη δισκογραφική επιστροφή του Αθηναίου τραγουδοποιού με το άλμπουμ Δύο Κύκλοι Τραγουδιών: Τι Είδες Στο Ταξίδι Σου, Φως Μου; & Έλα, Αγάπη Μου, Να Γράψουμε Τραγούδια. Γιατί συνεχίζουμε να παρακολουθούμε όσους κάνουν κάτι εν δυνάμει ενδιαφέρον, άσχετα με τη δική τους γνώμη για μας. Πόσο μάλλον αν διακινούν τη δουλειά τους χέρι με χέρι, χωρίς το παραμικρό οικονομικό αντίτιμο, επιμένοντας –όπως έχω μάθει– να πληρώνουν κάθε έναν συμμετέχοντα σε αυτήν, κυριολεκτικά από την τσέπη τους.


Βάλε-βγάλε, ο Κώστας Άγας συμπληρώνει 20 χρόνια πορείας στο ελληνικό τραγούδι. Παρά ταύτα, η δουλειά του έχει μείνει στις σκιές: αν και ζούμε, λέγεται, στην Εποχή της Πληροφορίας, ούτε καν το discogs δεν τον αναγνωρίζει ορθώς (τον θέλει Κώστα Αγά, με μόλις ένα άλμπουμ), ενώ οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ του εγχώριου μουσικού Τύπου τον ξέρουμε –αν τον ξέρουμε– ως έναν τραγουδοποιό που κατακεραυνώθηκε πίσω στο 2000 από τον Γιώργο Ε. Παπαδάκη, στο περιοδικό Δίφωνο. Είναι ένα κομβικό σημείο, το οποίο μνημονεύεται συχνά και από τον ίδιο τον Άγα, χωρίς(;) μάλιστα τις συνήθεις πικρίες.

Πλέον, έχουν περάσει 7 χρόνια από τον θάνατο του Παπαδάκη και λείπει αισθητά η ματιά του στο ελληνικό τραγούδι, παρά τη ροπή της προς το ...δηλητηριώδες. Tο κενό μεγαλώνει, μάλιστα, καθώς το προσκήνιο του εγχώριου Τύπου γεμίζει με γραφιάδες λυσσασμένους να μετρηθούν στον φιλικό περίγυρο των καλλιτεχνών που θαυμάζουν. Πάντως, εφόσον το άλμπουμ Κάραβος διατηρεί τον Κώστα Άγα ως έναν από τους πιο do-it-yourself ανθρώπους της ντόπιας δισκογραφίας, έχει νόημα να γυρίσουμε σε εκείνη την κριτική, ώστε να αποστάξουμε ότι το θρυλικό DIY –όση αξία κι αν διατηρεί ως «ήθος» ανεξαρτησίας– δεν αποτελεί διαβατήριο σημαντικότητας. Αντιθέτως, μπορεί να υποκρύπτει μια απέραντη ερασιτεχνικότητα.   

Ο Άγας, βέβαια, δεν έχει στο πλάι του μηχανισμούς του cool ικανούς να τον διαφημίσουν ως κάτι σαν εγχώριο Daniel Johnston (μείον τις ψυχολογικές διαταραχές, προς αποφυγή παρεξηγήσεων): κυριαρχώντας στον Τύπο, τόσο οι παλιοί alternative ταγοί, όσο και οι χίπστερ επίγονοι, διαφυλάττουν τους DIY «τίτλους τιμής» για εκείνους που υπηρετούν τα αγγλοαμερικάνικα πρότυπα, μοιραζόμενοι μια αποστροφή για όσα ντόπια πράγματα δεν ευθυγραμμίζονται με τις ιδέες τους περί Εσπερίας. Παρά ταύτα, ο Αθηναίος τραγουδοποιός επιμένει να φτιάχνει και να διανέμει δωρεάν τη δουλειά του, επωμιζόμενος και τον μόχθο, μα και τα έξοδα της όλης διαδικασίας. Έξωθεν καλή μαρτυρία, μάλιστα, τον φέρει να πληρώνει κάθε συμμετέχοντα, επιδεικνύοντας κάτι αληθινά σπάνιο για τον ελληνικό ορίζοντα. 

Καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά στα επί της ουσίας, συμβαίνει κάτι; 

Συμβαίνει. Έστω κι αν χάνεται η αίσθηση του μέτρου που χρειάζεται κάθε μεγάλος σε διάρκεια δίσκος, με τον Κάραβο να θυσιάζει εδώ κι εκεί τη συνοχή του φιλοξενώντας τραγούδια τα οποία μπορούσαν να λείπουν. Διαπίστωση που κατάντησε κλισέ, αλλά δεν παύει να δείχνει ότι το σπορ του «διπλού άλμπουμ» εμπεριέχει ένα ρίσκο που κανείς δημιουργός δεν πρέπει να παίρνει αβασάνιστα. Το εν λόγω σύνολο θα ανέπνεε περισσότερο δίχως τα 8 άστοχα λεπτά του "Το Γυμνό Κορίτσι Και Ο Δέλφινας", δίχως την αφελή στιχουργία του "Νούφαρο Στο Θερμαϊκό", δίχως την τυποποιημένα γλεντζέδικη αισθητική του "Σ' Ένα Ξεχασμένο Σινεμά". 

Περισσότερη σημασία έχει το ότι ο Άγας διατηρεί μεν την ερασιτεχνικότητα που έβγαλε τον Παπαδάκη από τα ρούχα του, έχοντας κερδίσει, πλέον, σε ραφινάρισμα. Με αποτέλεσμα το υλικό να διαθέτει το δώρο μιας καίριας απλότητας. Επιπλέον, η σταθερότητα του ορίζοντα που τον απασχολεί (το έντεχνο, το ρεμπέτικο, η επαφή με την παράδοση, ο Δυτικός ηλεκτρισμός των 1960s/1970s) τον έχει βοηθήσει να εντρυφήσει στις δομές: τα τραγούδια μπορεί να μην αμφισβητούν την όποια φόρμα επικαλούνται και να μην επιδιώκουν την ανατροπή, μα «εκπέμπουν» μεράκι, το οποίο φτάνει στο αυτί του ακροατή. Έστω κι αν μερικά είχαν θεματικό ενδιαφέρον που δεν υπηρετήθηκε ικανοποιητικά. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το "Δραγονήσι" και η "Τριήρης", που όχι μόνο βουλιάζει στα νερά μιας φλύαρης διαπραγμάτευσης, αλλά ωθεί και την καλλίφωνη Τραϊάνα να φωνασκεί αναίτια. 

Οι φωνές τώρα που χρησιμοποίησε ο Άγας ήταν γενικά καλές, αν και σε αρκετές φάνηκε να λείπει το «ψήσιμο». Άλλωστε δεν είναι πάντοτε ζήτημα καλλιφωνίας η ερμηνεία, όπως αποδεικνύεται (και) εδώ, τόσο από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο και από τον Γιώργο Ματεντζόγλου –ο οποίος αναδεικνύεται σημειωτέον σε μεγάλο απόντα, καθώς ο θάνατός του διέκοψε μια συνεργασία 19 χρόνων με τον Άγα. Αμφότεροι τραγουδούν από καρδιάς με έναν λιγάκι πρόχειρο μα αποτελεσματικό τρόπο, έστω κι αν ο Άγας θα πρέπει να προσέξει περισσότερο το θέμα των παρατονισμών των λέξεων: συμβαίνει ασφαλώς και σε πιο μεγάλα ονόματα της δισκογραφίας, είναι όμως κάτι που κομματάκι χαλάει τη μυσταγωγία του "Callanish", τραγουδιού που κατά τα λοιπά μοιάζει βγαλμένο από δίσκο του Bob Pegg. 

Κάποιες φωνές, επίσης, επωμίστηκαν πράγματα που δεν αναλογούσαν στις χρωματικές και εκτελεστικές τους δυνάμεις: μου άρεσε ας πούμε πολύ η Νίκη Γλυκή και στο "Ταξίδι Της Παντάνασσας" και στον "Κάραβο" (ένα ωραίο ντουέτο με τον Δημήτρη Φράγκο σε νησιώτικο ύφος), όμως τη βρήκα τυπικώς μελαγχολούσα στο νοσταλγικό "Παλιές Κασέτες Σε Κουτιά", όπου ξεχωρίζει η τρομπέτα του Νίκου Σακελλαράκη. Αναλόγως, η Καλλιόπη Ηλιοπούλου λέει πρόσχαρα το "Τσάρκα Με Τον Κυρ-Αποστόλη", αλλά τραγουδά αστόχως ψηλά στο "Κλαρί Από Βασιλικό", προσπαθώντας ίσως να προοικονομήσει και να παρακολουθήσει τα ηλεκτρικά βολτ της κορύφωσης. Συχνοτικά κάτι συμβαίνει και με την Άννα Μαρία Μεσσάρη στο "Πάτρις Λουμούμπα", εν πολλοίς πάντως το γυρίζει υπέρ της, κάτι που δεν επαναλαμβάνεται στο "Μπροστά Στη Βιτρίνα Καταστήματος Παιχνιδιών"· αν κι εδώ μάλλον φταίει η σύνθεση που την κάνει να «χάνεται» από το ραντάρ. 

Με 27 τραγούδια συν 4 εξόδια οργανικά και 15 συνολικά ερμηνευτές –συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Άγα– μπορείς πάντως να χαθείς κι εσύ σε ένα τέτοιο κουβάρι θετικών και αρνητικών παρατηρήσεων, καταδικάζοντας το κριτικό κείμενο σε απροσπέλαστο. Ας μείνουμε λοιπόν στο δια ταύτα· στο ότι δηλαδή ο Κώστας Άγας ζητάει εδώ (γύρω στη) 1,5 ώρα της προσοχής μας, παρότι ζούμε σε καιρούς που ένας τέτοιος χρόνος λογίζεται ως «πολύς». Γι' αυτό και, με όλες τις αβαρίες στον λογαριασμό, λέει πολλά για τη δουλειά του αν υπάρξει προθυμία και για περαιτέρω ακροάσεις. Πόσο μάλλον αν ορισμένα κομμάτια επιμένουν στη μνήμη μετά από μέρες, ωθώντας την καθημερινότητά σου σε παράδοξα στιγμιότυπα, τύπου να σιγομουρμουράς για του ...Πατρίς Λουμούμπα την ψυχή ενώ χτυπάς τον φραπέ σου. Εκεί είναι όμως που πάντα κερδάει όποιο τραγούδι έχει «το κάτι», ό,τι αναλύσεις κι αν γράψεις.



1 σχόλιο:

  1. βρε για δες τι ανακάλυψα, τελείως στην τύχη ... Παρόλο που το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί εδώ και αρκετούς μήνες [βλέπω ημερομηνία 21/12/2021], εντούτοις μόλις προ ολίγου υπέπεσε στην αντίληψή μου! Υπό άλλες συνθήκες θα το προσπερνούσα χωρίς να ασχοληθώ περισσότερο. Όμως ... βλέπω ότι γράφεις για μένα κάποια πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα [δικές σου υποθέσεις που, δυστυχώς, τις "κατέθεσες" δημοσίως χωρίς να τις διασταυρώσεις], με αποτέλεσμα να δημιουργείς λάθος εντυπώσεις κι έτσι ... αααχ, είμαι αναγκασμένος να απαντήσω !! Γράφεις λοιπόν για μένα : "με το μυαλό να πηγαίνει σε παρεμβολή δυσαρεστημένων τρίτων προσώπων, με τα νερά των οποίων επέλεξε να πάει ο καλλιτέχνης" και πιο κάτω "για την αντίθετη γνώμη και τα αντίθετα συμφέροντα"!! Λοιπόν, ας εξηγήσω τα ... αυτονόητα : Στο χώρο του τραγουδιού, όπως προφανώς έχεις καταλάβει, επί 22 χρόνια που δισκογραφώ τις δουλειές μου - τις οποίες διακινώ ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ βγαίνοντας πραγματικά στο δρόμο για να τις χαρίσω - εκτός από τους συνεργάτες μου [τους οποίους όχι μόνο τους πληρώνω, αλλά και τους υπερ-αγαπώ], είμαι ΜΟΝΟΣ, ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ!! Αυτό σημαίνει ότι - υπό την ιδιότητά μου ως τραγουδοποιός που δισκογραφεί και διακινεί μόνος του τη δουλειά του - δεν έχω δίπλα μου ΚΑΝΕΝΑΝ απολύτως : ούτε κλίκες και παρεούλες για να με γεμίζουν συνεχώς κολακείες και παινέματα / ούτε ... "μαχητές" ευρισκόμενους σε ετοιμότητα να "αντιταχθούν" σε όποιον γράψει την παραμικρή αρνητική γνώμη για τα τραγούδια και τους δίσκους μου!! Όπερ σημαίνει : αν κάτι που σχετίζεται με τα "καλλιτεχνικά" μου το βρίσκεις "στραβό", "λάθος", "δεν συμφωνείς μαζί του" κλπ κλπ, να το καταλογίζεις ΣΕ ΕΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΕ ΜΕΝΑ και όχι στην "παρεμβολή τρίτων (ανύπαρκτων) προσώπων"!! Κάτι τέτοιο συνέβη και με ... τη "λίστα φίλων μου" στο fb : Διάβασα αυτά που έγραψες για τον "Κάραβος" μου, διάβασα αυτά που έγραψες και σε άλλες δισκογραφικές δουλειές, διάβασα και σκόρπια σχόλια σου σε κάποιες αναρτήσεις άλλων για διάφορα θέματα και, κατόπιν τούτου, ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΑΛΛΟΣ έκρινα ότι "δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας για ιντερνετική επικοινωνία" και ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΑΛΛΟΣ αποφάσισα, όταν οι "φίλοι" στο fb έφτασαν το όριο των 5.000, "να σε διαγράψω από τη φιλική λίστα μου στο fb"!! Έτσι απλά και καθαρά έγιναν τα πράγματα, ούτε "τρίτοι - που δεν υπάρχουν" μού έβαλαν λόγια για σένα, ούτε ... "συμφέροντα τρίτων" ακολούθησα [όπως αφήνεις να εννοηθεί εσφαλμένως στο κείμενο σου]!! Και στην τελική, το ότι σε διέγραψα απ' τους "φίλους" μου στο fb ... είναι το πλέον "ΣΙΓΑ ΤΑ ΩΑ" γεγονός ... Φερ' ειπείν κι εγώ κάθε φορά που μεταβαίνω στο προφίλ μου στο fb όλο και βλέπω "μείον 1, 2, 3 κλπ" "φίλους", για να μην πω για διαγραφές αιτημάτων φιλίας που έστειλα ... Είναι άραγε τόσο σημαντικό γεγονός ότι κάποιοι, για κάποιους λόγους, μας διαγράφουν απ' τους "ιντερνετικούς φίλους" ?? Πόσο μάλλον που "στην πραγματική - εκτός υπολογιστή ζωή" ούτε φίλοι είμαστε, ούτε καν γνωστοί [έχω την εντύπωση ότι "εκτός υπολογιστή" δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί ούτε για ένα απλό "γεια"]!! Ήταν τόσο σημαντικό ζήτημα ώστε να γράψεις ... ολόκληρο δοκίμιο επ' αυτού ????

    ΑπάντησηΔιαγραφή