31 Δεκεμβρίου 2021

Jan Garbarek - συνέντευξη (2011)


Μεγάλος μάστορας εκείνου του ήχου μεταξύ τζαζ και σύγχρονης λόγιας έκφρασης, που εν καιρώ ταυτίσαμε με τις παραγωγές της ECM.

Μέσα στο 2021, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας ήταν να εκμεταλλευτεί τη δειλή επανέναρξη των συναυλιών για να έρθει για μία ακόμα φορά στην Ελλάδα –το Σάββατο 3 Ιουλίου, στο Ηρώδειο. Όπου και θα έπαιζε πλαισιωμένος από πιάνο (Rainer Brüninghaus), μπάσο (Yuri Daniel) και κρουστά (Trilok Gurtu). Ωστόσο το live δεν μπόρεσε τελικά να γίνει και μετρήθηκε στις ακυρώσεις της χρονιάς, η οποία παρέμεινε δύσκολη σε επίπεδο κορωνοϊού, μέχρι και το φινάλε της.

Με αυτή την αφορμή, πάντως, θυμήθηκα ότι πριν 10 χρόνια είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί του. Ετοίμαζε και τότε βαλίτσες για Αθήνα, καθώς περιόδευε για τον δίσκο Officium Novum (2010), ο οποίος αποτελούσε συνέχεια του εμβληματικού Officium με τους Hilliard Ensemble (1994).

Στη συζήτηση αυτή ο Jan Garbarek έκανε σαφές ότι δεν θεωρεί πως παίζει τζαζ, αλλά κάτι διαφορετικό, το οποίο ξεκίνησε χρονικά μετά το τελευταίο επεισόδιο αυτής, τη free jazz. Υπήρξαν όμως και πιο ...αναπάντεχα σημεία, στα οποία θυμήθηκε π.χ. την αγάπη που είχε προς τον Elvis Presley πριν κολλήσει με τον John Coltrane και το σαξόφωνο.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συνομιλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Περίπου 15 χρόνια χωρίζουν το Officium και το πρόσφατό σας Officium Novum. Διαφοροποιήθηκε σε κάτι ο τρόπος με τον οποίον στήσατε την ηχογράφηση με τους Hilliard Ensemble, με δεδομένο ότι το σκηνικό παρέμεινε το ίδιο –το μοναστήρι του St. Gerold στην Αυστρία;

Διαφοροποιήθηκε, κάτι που έχει να κάνει κυρίως με τις αλλαγές στα μηχανήματα. Παλιά χρειαζόσουν ένα τεράστιο λεωφορείο για να κουβαλήσεις όλα όσα απαιτούσε μια τέτοια ηχογράφηση. Πλέον όλα είναι μικρότερα σε μέγεθος και πιο βολικά στη μετακίνηση. 

Αλλά μια τέτοια μεταβολή δεν έχει να κάνει μόνο με ζητήματα ευκολίας ή μεγέθους. Τότε ήξερες ότι μπορείς να έχεις μία μόνο ηχογράφηση. Κι αυτό δημιουργούσε πίεση στους μουσικούς, η οποία μπορεί να ήταν για καλό, μπορεί όμως και όχι. Τώρα ηχογραφήσαμε με την ησυχία μας πέντε κονσέρτα στο St. Gerold και μετά διαλέξαμε εκείνο που θεωρούσαμε καλύτερο για να δισκογραφηθεί.

Τι χρειάζεται πρωτίστως το σαξόφωνό σας, ως ηχητικό περιβάλλον, ώστε να λειτουργήσει σωστά;

Χρειάζεται ρυθμό, συγχορδίες και μελωδία. Μου αρέσει να αφήνω τις συγχορδίες στο πιάνο και τον ρυθμό στο μπάσο και στα τύμπανα και να αναλαμβάνω τη μελωδία. Για μένα είναι ένας κλασικός συνδυασμός. Βέβαια, για χρόνια είχα κιθάρα στα συγκροτήματά μου αντί για πιάνο, καθώς ένιωθα ότι μου άφηνε ένα πιο ανοιχτό πεδίο και ότι είναι ένα πιο ευέλικτο μουσικό όργανο. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι, κάθε φορά που καθόμουν να φτιάξω κάτι καινούριο, ξεκινούσα καθισμένος σε ένα πιάνο.

Ως προς τα τύμπανα, μιας και τα αναφέρατε: στην Αθήνα θα σας δούμε με τον Trilok Gurtu, αντί για τον συνεργάτη σας τα τελευταία χρόνια Manu Katché, έτσι δεν είναι;

Υπήρξα πολύ τυχερός με τον Manu, γιατί εμφανίστηκε σε ένα σημείο που είχα μείνει δίχως ντράμερ. Είναι όμως διαφορετική υπόθεση η ηχογράφηση από μια περιοδεία. Ζήτησα ασφαλώς από τον Manu να συμμετάσχει και στις συναυλίες, όμως μπορούσε σε κάποιες και σε κάποιες όχι –και έτσι ήρθε ο Trilok να καλύψει αυτά τα κενά. 

Νομίζω ότι οι δυο τους έχουν μοιραστεί τις συναυλίες των τελευταίων 2 χρόνων σε ένα ποσοστό 50-50. Πρόκειται για δύο αρκετά διαφορετικούς μουσικούς. Προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, έχουν ο καθένας άλλη προσέγγιση στα τύμπανα, άλλη αυτοπειθαρχία και βέβαια διαφορετική προσωπικότητα. Με θεωρώ τυχερό που τους έχω συνεργάτες. Έχω αντλήσει πολλά μαθήματα εναλλάσσοντάς τους στις περιοδείες.

Μου δίνετε την εντύπωση ότι ο ρυθμός παίζει για σας κυρίαρχο ρόλο...

Ο ρυθμός πυροδοτεί τη δημιουργικότητά μου. Στις συναυλίες μπορώ να βγάζω μελωδίες για ώρες, αν κάποιος μου δώσει κατάλληλο ρυθμό. Για μένα αυτοσχεδιασμός σημαίνει παραγωγή μελωδιών, πιστεύω όμως ότι κάθε μελωδία πρέπει να σχηματοποιείται από τον ρυθμό. Αν έχω λοιπόν έναν καλό ρυθμό –με το «καλό» εννοώ κάτι που να το βρίσκω ενδιαφέρον και να αισθάνομαι άνετα μαζί του– αισθάνομαι ότι μπορώ πολύ εύκολα να φτάσω κατόπιν σε μια όμορφη μελωδία.

Όταν όμως μετέχετε σε ένα πλαίσιο όπου γύρω από το κομμάτι του αυτοσχεδιασμού σας ορθώνονται δεδομένες ενορχηστρώσεις και συνθετικές οδηγίες, αισθάνεστε να καταπιέζεστε;

Το αντίθετο! Κάτι τέτοιο μπορεί να σου δώσει τελικά ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά το συνειδητοποίησα παίζοντας με τον George Russell, ο οποίος μου έδωσε μονάχα δύο νότες και μου είπε ότι, για 5 λεπτά, πρέπει να παίζω μονάχα αυτές. Δεν το περίμενα, αλλά αποδείχθηκε τρομακτική απελευθέρωση. Με δίδαξε ότι οι περιορισμοί μπορούν να δώσουν απροσδόκητη ώθηση στη δημιουργικότητα ενός μουσικού.

Η μουσική σας ανήκει σε εκείνο το λεγόμενο και «τελευταίο κεφάλαιο» της τζαζ, τη δημιουργική 
μουσική. Όμως για εσάς τι ακριβώς σημαίνει τζαζ;

Για εμένα, η τζαζ έχει ως αφετηρία τον Louis Armstrong και ο κύκλος της κλείνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας της 1960, με τη free jazz. Τα όσα συμβαίνουν από εκεί και πέρα, είναι κατά τη γνώμη μου κάτι διαφορετικό, ακόμα κι αν κάποια στοιχεία έχουν αναντίρρητα τζαζ προέλευση. 

Για μένα, δηλαδή, τζαζ θα είναι πάντα ο Armstrong, ο Duke Ellington, ο Oscar Peterson, ο Dexter Gordon ή ο Miles Davis με τον John Coltrane στα πρώτα τους έργα. Αυτοί οι δύο, όμως, πήγαν το πράγμα πολύ πιο πέρα από ό,τι εγώ θεωρώ ως τζαζ –από ένα σημείο της καριέρας τους κι έπειτα. 

Ίσως άλλοι να έχουν διαφορετικό κριτήριο κατηγοριοποίησης και ορισμού, εγώ πάντως δεν θεωρώ ότι κάνω τζαζ, παρότι έχω ακούσει και έχω παίξει πολλή τζαζ.

Όμως, οι πιο καθοριστικές στιγμές στην ενεργοποίησή σας ως μουσικού δεν οφείλονται στην τζαζ; Και φαντάζομαι ότι δεν ήταν το πρώτο είδος μουσικής με το οποίο ήρθατε σε επαφή...

Ως πιο καθοριστική στιγμή θεωρώ την πρώτη φορά που άκουσα Coltrane στο ραδιόφωνο –ήταν το "Countdown", από το Giant Steps (1960). Ως τότε μου άρεσαν πράγματα με τα οποία μπορούσες να χορέψεις με τα κορίτσια ή κάποιοι δίσκοι του Elvis Presley, έκτοτε όμως η κατάσταση σοβάρεψε. Άκουγα το Giant Steps κάθε μέρα για 2 χρόνια πριν φύγω για το σχολείο και πίεζα τους γονείς μου να μου πάρουν ένα σαξόφωνο, πράγμα που κατάφερα μετά από περίπου 6 μήνες!

Έχει συχνά γραφτεί τι σημαίνετε για την ECM, όμως τι σημαίνει για εσάς η ECM;

Η ECM είναι ο οίκος όπου ανδρώθηκα ως μουσικός. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που γνωρίστηκα με τον Manfred Eicher, ήταν όταν περιόδευα με το σεξτέτο του George Russell στην Ιταλία. Είχα ακούσει ότι σχεδίαζε να φτιάξει μια εταιρεία και τον προσέγγισα μήπως ήθελε να κυκλοφορήσει κάποιες ηχογραφήσεις τις οποίες είχαμε κάνει τότε. Μου είπε όχι, ήθελε να κάνει τους δικούς του δίσκους. Κατάλαβα άμεσα ότι ήταν άνθρωπος που θα με καλούσε εκείνος αν ήθελε να συνεργαστούμε. Και, όντως, κάποιους μήνες μετά έλαβα γράμμα του, στο οποίο μου ζητούσε να φτιάξω ένα συγκρότημα, να βρω ένα στούντιο στο Όσλο και να έρθει να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Έτσι κι έγινε.

Τι κάνει τον Eicher έναν τόσο επιτυχημένο παραγωγό, κατά την άποψή σας;

Ο Eicher είναι απόλυτα δοσμένος στη διαδικασία της ηχογράφησης. Αν ξέρει ότι κάπου υπάρχει μια δυναμική, θα τη βγάλει, δεν υπάρχει περίπτωση. Προσωπικά αισθάνομαι ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του κι έτσι ακούω πάντα με προσοχή τη γνώμη του, ακόμα και για το μικρότερο πράγμα. Ξέρω ότι θα ακούσω κάτι συγκροτημένο, από το οποίο θα ωφεληθώ. Συχνά έχει έρθει με ιδέες που δεν έχω ακούσει ούτε από έμπειρους μουσικούς και μου έχει δώσει έμπνευση για νέα πράγματα. Ταυτόχρονα, ποτέ δεν με έκανε να νιώσω ότι είχα χάσει κάποιο τμήμα της δημιουργικής μου ελευθερίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου