21 Μαρτίου 2021

Πίτσα Παπαδοπούλου: Αγάπες Μου Παλιές [δισκοκριτική, 2018]


Ένα παλιότερο αφιέρωμα στον Τάκη Μουσαφίρη παρουσίασε χθες Σάββατο 20 Μαρτίου (σε επανάληψη) η τηλεοπτική εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά, τιμώντας έτσι τον σημαντικό αυτό δημιουργό που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.

Ως συνήθως, από το πάλκο πέρασαν διάφοροι καλεσμένοι. Αυτή όμως που έλαμψε όσο κανείς άλλος, ήταν η Πίτσα Παπαδόπουλου, η οποία σημειωτέον αποθεώθηκε και από τον ίδιο τον Μουσαφίρη. 

Σπουδαία λαϊκή φωνή η Παπαδοπούλου. Πίσω στο 2009, μάλιστα, συστηθήκαμε στη συνέντευξη Τύπου για ένα πρόγραμμα που θα παρουσίαζε με τον Γιώργο Νταλάρα («Εκεί που οι Φίλοι Συναντιούνται», στο Polis Theatre) και κουβεντιάσαμε και για μια συνέντευξη. Δυστυχώς το πρόγραμμα δεν φτούρησε –ήταν η εποχή που ανέτειλαν τα μνημόνια– και η συνάντησή μας δεν συνέβη ποτέ, παρότι στο ενδιάμεσο μιλήσαμε δύο φορές στο τηλέφωνο.

Με αφορμή λοιπόν τη χθεσινή προβολή του αφιερώματος στον Μουσαφίρη, επαν-επισκέφθηκα την κριτική που έγραψα το 2018 στο Avopolis για τον μέχρι στιγμής τελευταίο στούντιο δίσκο της, το Αγάπες Μου Παλιές, που βγήκε στο μικρό label Το Ρήμα, σε διανομή MLK (αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις). 

Μια γερή λαϊκή δουλειά, φτιαγμένη α-λα-παλαιά (κόντρα στο ποπ φασόν της δικής μας εποχής), η οποία δημιουργούσε στην πορεία διάφορα ερωτήματα. Έγινε μάλιστα και αφορμή για μια e-mail συζήτηση με τον Χρήστο Νικολόπουλο, η οποία δεν είναι ωστόσο προς δημοσίευση.


Έχω συχνά παρατηρήσει ότι κάτι συμβαίνει με τον Νίκο Οικονομόπουλο –κάτι «τραβάει» το αυτί προς τα τραγούδια του. Με έναν τρόπο, κατορθώνει έτσι και υπερασπίζεται μια λαϊκότητα, ακόμα κι αν τόσο το υλικό του, όσο και η φωνή του, κατατάσσονται στην ποπ. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πάολα, το ίδιο ίσχυε και για τον μακαρίτη τον Παντελή Παντελίδη. Μέχρι και πριν μια δεκαετία, πάλι, αυτήν την αλλαγή Παραδείγματος την υπηρετούσε ο Γιώργος Μαζωνάκης: καλλιτέχνης που επίσης είχε επαφές με τη διεθνή μουσική πραγματικότητα και περισσότερο βασιζόταν στον τρόπο, παρά στη φωνή, στο «ανάστημα» και σε όλα εκείνα που όρισαν τον πήχη του λαϊκού ινδάλματος στην εποχή του Στέλιου Καζαντζίδη και της Βίκυς Μοσχολιού. 

Με γνώμονα τα παραπάνω, η Πίτσα Παπαδοπούλου βρίσκεται δύο στάδια πίσω. Έτσι τουλάχιστον αποτυπώνεται σε αυτό το νέο άλμπουμ, το οποίο την επαναφέρει στη δισκογραφία μετά από αρκετά χρόνια. Δείχνει κατάρα, εκ πρώτης όψεως· μα ίσως τελικά να είναι ευχή. 

Με 40 χρόνια παρουσία στη δισκογραφία και με περίπου μισό αιώνα θητεία στα πάλκα, η Θεσσαλονικιά ερμηνεύτρια ξέρει πολύ καλά πού και πώς πατάει. Με επίγνωση ότι παρήλθαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που η Ακτή της έβγαζε δίσκο κάθε χρόνο και οι καιροί που μπορούσε, αν το ήθελε, να δοκιμάσει και κάτι τις διαφορετικό –τραγουδώντας λ.χ. έναν Μάνο Χατζιδάκι (1986), έναν Σωκράτη Μάλαμα (1994), μια Βάσω Αλαγιάννη (1994) ή έναν Νίκο Πορτοκάλογλου (2010)– μένει σε μια ζώνη ασφαλείας. Την οποία επιμελείται, οικοδομεί και οριοθετεί η παρουσία του Χρήστου Νικολόπουλου. 

Ο τελευταίος βρίσκεται εδώ ως συνθέτης όλων των τραγουδιών, ως ενορχηστρωτής (μαζί με τον Χρήστο Μιχάλη), ως δεξιοτέχνης σε μπουζούκι και μπαγλαμά, ως συνοδοιπόρος σταθερός τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα πιο πετυχημένα λαϊκά προγράμματα της νυχτερινής Αθήνας, μα και ως θεματοφύλακας ενός ήχου σμιλεμένου με τις πενιές και τη ματιά του πάνω στο ελληνικό τραγούδι. 

Στον Χρήστο Νικολόπουλο έλειπε πολύ μια τραγουδίστρια με την κλάση της Πίτσας Παπαδοπούλου. Τα τελευταία χρόνια είχε δοκιμάσει να στηρίξει νέες και νεότερες φωνές σαν τον Γιάννη Ματσούκα (2009), τη Σοφία Παπάζογλου (2012) και τη Ζωή Παπαδοπούλου (2017), όμως καμία προσπάθεια δεν ευόδωσε, ούτε και ο ίδιος μπόρεσε να εμπνευστεί κάτι ιδιαίτερο για χάρη τους. Αλλά στο Αγάπες Μου Παλιές, ο Νικολόπουλος κεντάει. Ακόμα κι αν εδώ/εκεί βρίσκεις γνώριμα μοτίβα έκφρασης ή οικείες ενορχηστρώσεις, συναισθάνεσαι επιτέλους το βάρος μα και το κέφι της πενιάς του, την ικανότητά της να μεταμορφωθεί σε γοργόφτερη σαΐτα στήνοντας ένα ατόφιο γλέντι. Αλλά κι έναν δίσκο συμπαγή, με αρκετά καλά τραγούδια, που δεν δυσκολεύεται να σε πείσει να πατήσεις το πλήκτρο της επανάληψης. 

Όμως, κακά τα ψέματα, το γκολ μπαίνει από τα αποδυτήρια και το βάζει η Πίτσα Παπαδοπούλου. 

Πριν καν δηλαδή θαυμάσεις όσα έφτιαξε ο Νικολόπουλος, εκείνη έχει ήδη κερδίσει την παρτίδα στα πρώτα δευτερόλεπτα που αρχινά να λέει το "Αγάπες Μου Παλιές" –μια διασκευασμένη αιγυπτιακή μελωδία σε ανέκδοτους στίχους του Πυθαγόρα. Το ατόφια λαϊκό μέταλλο της φωνής της, το εκπληκτικό επίπεδο το οποίο διατηρεί στις ερμηνείες ακόμα και στη δεδομένη ηλικία και τα θαυμάσια, απέριττα γυρίσματά της, τη βγάζουν ασπροπρόσωπη ακόμα και όταν πρέπει να αναμετρηθεί με διασκευές σε Στέλιο Καζαντζίδη, όπως στο "Μετάνιωσες" και στο "Άσε Με Να Ζήσω Μοναχός", όπου σιγόντο της κάνει ο Νικολόπουλος. Στη διαδρομή ακούμε κάμποσα ακόμα ευπρόσωπα τραγούδια ("Για Τα Δύσκολα Είμαι Εγώ", "Αδιέξοδή Μου Αγάπη"), μεταξύ τους και το "Και Μάρτυράς Μου Ο Θεός", ένα ωραίο ντουέτο με τον Στέλιο Διονυσίου, ο οποίος στην προσέγγιση θυμίζει περισσότερο πλέον τον Θέμη Αδαμαντίδη, παρά τον πατέρα του.

Η γκρίνια της υπόθεσης βρίσκεται στο ότι ο δίσκος βλέπει το λαϊκό τραγούδι ως υπόθεση κλειδωμένη στον χρόνο, πρεσβεύοντας μια αισθητική κι ένα στυλ που ήδη άρχισε να ραγίζει από τη δεκαετία του 1990. Είναι έτσι δίσκος που δεν ενδιαφέρεται να πει κάτι στα παιδιά τα οποία αγαπούν το γλυκό ύφος του Οικονομόπουλου και πήγαν δακρυσμένα με ένα λουλούδι στο χέρι να αποχαιρετήσουν τον Παντελίδη: απευθύνεται στους γονείς τους, στη γενιά τέλος πάντων που έζησε τον Καζαντζίδη, διασκέδασε στα κέντρα με τον Στράτο Διονυσίου και τώρα κάθεται κυρίως σπίτι και βλέπει Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά. Αυτός είναι ο ορίζοντας, όπως τον μετρά τόσο ο ήχος, όσο και η θεματική των τραγουδιών. 

Είναι νομίζω μια αδυναμία αυτή, από την άποψη ότι Νικολόπουλος & Παπαδοπούλου είναι πράγματι ζυμωμένοι σε μια διαφορετική κοινωνική και μουσική πραγματικότητα, όχι όμως και παροπλισμένοι. Από την άλλη, βέβαια, μάλλον με μας κάτι δεν πάει καλά, αν περιμένουμε την πρόταση για το λαϊκό τραγούδι της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα από καλλιτέχνες που έχουν ήδη δώσει τόσα πολλά και καλούνται τώρα να επιβιώσουν σε χαλεπούς καιρούς, ποντάροντας σε ό,τι τους κρατά αναγνωρίσιμους και όχι σε ό,τι θα τους έθετε ίσως σε μια πιο «πειραματική» τροχιά. Φυσικά και θέλουμε να ακούσουμε την Πίτσα Παπαδοπούλου σε κάτι που θα εμπλέκει λ.χ. μαγνητοταινίες και ηχογραφήσεις πεδίου· ας είμαστε όμως ρεαλιστές για το τι θα πουλούσε κάτι τέτοιο και πώς θα υπηρετούσε το πρόγραμμα εμφανίσεων της επόμενης σαιζόν.  

Με την κατάθεση ενός τόσο γερού άλμπουμ σαν το Αγάπες Μου Παλιές, το κρίσιμο ερώτημα για το πού πάει (αν πάει) το λαϊκό τραγούδι σχηματοποιείται τελικά από μόνο του. Και εναπόκειται στους νεότερους δημιουργούς και τραγουδιστές να αποφασίσουν αν και πόσο λαϊκό το θέλουν, πού πρέπει να τραβηχτούν οι κόκκινες γραμμές με την ποπ και πού με τις αλαφρά λαϊκές ενορχηστρώσεις σε διάφορα έντεχνα, τα οποία καμώνονται τα λαϊκά ακριβώς επειδή απέναντί τους βρίσκουν μόνο τον Οικονομόπουλο, την Πάολα, τον Νίκο Βέρτη. Γνώμη δική μου είναι ότι άλλο να ξανοιχτούμε προς την ποπ ή/και τα ηλεκτρονικά κι άλλο να τα καταπιεί όλα ένα διεθνές φασόν, στο οποίο το λαϊκό θα επιβιώνει μόνο ως η ρίγανη που θα το νοστιμίζει και θα του προσφέρει άλλοθι εντοπιότητας. Κανένας άλλωστε από τους πρωταγωνιστές του σήμερα δεν μπορεί να καυχηθεί ότι μας έχει προσφέρει έναν δίσκο σαν το Αγάπες Μου Παλιές τα τελευταία 10 χρόνια.  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου