25 Οκτωβρίου 2023

Κρίστη Στασινοπούλου & Στάθης Καλυβιώτης - συνέντευξη (2012)


Μια τετραετία (περίπου) μετά την πρώτη μας συνάντηση (δείτε κι εδώ), η Κρίστη Στασινοπούλου και ο Στάθης Καλυβιώτης επέστρεψαν δισκογραφικά με το άλμπουμ Greekadelia (2012), το οποίο μας έδωσε την ευκαιρία για μία ακόμα κουβέντα.

Τα αποτελέσματα έγιναν ένα κείμενο συνέντευξης που πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις και για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό του Greekadelia και φέρουν το credit K. Tsiganos


Ποιο νόημα έχει ο τίτλος Greekadelia του νέου σας άλμπουμ; Θα μπορούσαμε να τον αποκωδικοποιήσουμε ως μια μορφή ψυχεδέλειας, φτιαγμένης με ελληνικά παραδοσιακά υλικά;

Κρίστη: Η ελληνική παραδοσιακή μουσική έχει πολλά στοιχεία που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε «ψυχεδελικά». Τα επί πολλές φορές και για πολλή ώρα επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα, ο ισοκράτης πίσω από τη μελωδία, οι δυνατοί ρυθμοί, πιστεύω ότι ενεργοποιούν συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου, που σε οδηγούν σε συγκεκριμένες συνειδησιακές καταστάσεις. 

Η κάθε κουλτούρα, η κάθε εποχή, ονομάζει αλλιώς αυτές τις καταστάσεις: ψυχεδέλεια, διαλογιστική κατάσταση, θρησκευτική έκσταση, τρανς κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι άλλες φορές ασυνείδητα, άλλες φορές συνειδητά, τονίζουμε και προβάλλουμε τα στοιχεία τούτα της ψυχεδέλειας στις μουσικές μας. Αυτό το «έπιασε» πριν από αρκετά χρόνια ένας Εγγλέζος μουσικοκριτικός  και μας είχε χαρακτηρίσει, τότε, ως «greekadelic». Μας άρεσε ο όρος, του ζητήσαμε την άδεια και ονομάσαμε τον νέο μας δίσκο Greekadelia.

Είναι αλήθεια ότι το άλμπουμ πήγασε από όσα παίζατε εδώ και χρόνια κατ' ιδίαν, όπως διάβασα σε μια άλλη συνέντευξή σας; Πώς μια τέτοια διαδικασία οδηγεί στην ύπαρξη ενός ρεπερτορίου; Και ποιο είναι το σημείο που το κατ' ιδίαν δίνει τη θέση του στο δημόσιο; 

Κρίστη: Είναι πολύ ενδιαφέρον, συγκινητικό και αποκαλυπτικό το να πατάς στα βήματα μουσικών μονοπατιών τα οποία έχουν ανοιχτεί εδώ και αιώνες. Ασχολούμαστε με αυτό πολλά χρόνια.

Στάθης: Δεν είχαμε στόχο να κάνουμε έναν δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια, αλλά κάποια στιγμή ο ήχος που έβγαινε από τα κατ' ιδίαν παιξίματά μας άρχισε να έχει κάποιο χαρακτηριστικό ενδιαφέρον, οπότε αποφασίσαμε να τον βγάλουμε παραέξω. Δεν προσποιούμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, ούτε κρύβουμε τις όποιες επιρροές μας. Ως «παιδιά της πόλης», την παραδοσιακή μουσική την ανακαλύψαμε μεγαλώνοντας.

Ακολουθήσατε μια βιωματική προσέγγιση στο μάζεμα αυτού του υλικού, με την έννοια ότι δεν το συγκεντρώσατε ως ερευνητές, αλλά ταξιδεύοντας σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας. Ωστόσο πόσο «παραδοσιακά» μπορούν να θεωρούνται σήμερα τα χωριά μας, με γνώμονα ότι τα περισσότερα πανηγύρια έχουν υποκύψει σε μια νοοτροπία πίστας;  

Στάθης: Ταξιδεύοντας στα διάφορα μέρη της Ελλάδας βιώσαμε το απότομο πέρασμα των τοπικών κοινωνιών από τη νεολιθική, κάποιες φορές, εποχή, στον 20ό αιώνα. Δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί κάποιος αυτήν την απότομη αλλαγή, κάτι που αποτυπώνεται όχι μόνο στα πανηγύρια, μα και σε πολλά άλλα πράγματα μέσα στην καθημερινότητα των ανθρώπων –π.χ. στην αρχιτεκτονική. 

Η μουσική, όπως και κάθε τέχνη, είναι η έκφραση της καθημερινότητας της κάθε εποχής. Την άνοιξη του 1991 βρεθήκαμε στο καφενείο του Ζωγραφίδη, στην Όλυμπο Καρπάθου κι εκεί με εντυπωσίασε το γεγονός ότι μια απλή μάζωξη συγχωριανών μετατράπηκε σιγά-σιγά σε πανηγύρι, χωρίς φυσικά να έχει προηγηθεί καμία διαφήμιση, αφίσα, συνεντεύξεις κλπ. Ήταν η εποχή που ήμουν απογοητευμένος από την κατάντια της έως τότε αγαπημένης μου ροκ μουσικής, η οποία είχε μετατραπεί σε βιομηχανικό προϊόν με ανάλογη νοοτροπία πίστας. Τέτοια αναπάντεχα πανηγύρια συμβαίνουν ακόμα και είναι τα καλύτερα.

Κρίστη: Για τη νοοτροπία και τον τρόπο αυτόν της «πίστας», που κατέκλυσε τα πάντα στη χώρα μας, φταίει πιστεύω αρκετά κι εκείνη η συντηρητική, σοβαροφανής νοοτροπία η οποία κυριαρχούσε για χρόνια στον χώρο της «ποιοτικής» (όπως τη λέγαμε) μουσικής, που θεωρούσε τον χορό κάτι φτηνό και «εμπορικό». Πάλι καλά που όλα αυτά τα χρόνια οι λεγόμενοι εμπορικοί καλλιτέχνες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, κράτησαν ζωντανούς τους χορούς, έστω και μέσα από την αισθητική της πίστας, που ούτε σε μένα προσωπικά αρέσει.

Στο σημείωμα που υπάρχει στον δίσκο, αναφέρεται πως, για κάποιους θεματοφύλακες της παράδοσης, η προσέγγισή σας σε αυτά τα δημοτικά τραγούδια αποτελεί «ιεροσυλία». Τι είδους αντιδράσεις έχετε συναντήσει και από ποιους εκπορεύονται;

Στάθης: Μου αρέσει που μας πλησιάζουν γεροντότεροι και μας λένε συγκινητικά λόγια για τον τρόπο με τον οποίον παίζουμε. Οι θεματοφύλακες, από την άλλη, με όλα αυτά που έχουν δει κι ακούσει τα τελευταία χρόνια, δεν νομίζω να θεωρούν εμάς ως καταστροφείς της παράδοσης. 

Κρίστη: Αξιόλογοι μουσικολόγοι και μουσικοκριτικοί του χώρου, Έλληνες και ξένοι, έχουν αποδεχτεί πολύ θετικά αυτό που κάνουμε και μας συγχαίρουν που, με τον τρόπο μας, περνάμε την παραδοσιακή μουσική σε ένα κοινό το οποίο αλλιώς δεν θα την άκουγε ποτέ του. 

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που έχει ταιριάξει το ινδικό αρμόνιο σε αυτές τις ηχογραφήσεις –μου θύμισε κάποιες παλαιότερες δισκογραφικές απόπειρες με συνεύρεση Ελλήνων και Ινδών μουσικών. Υπάρχει όντως «κοινός τόπος» ή έχει να κάνει με το πώς τοποθετήσατε εσείς το συγκεκριμένο όργανο στην ενορχήστρωση;  

Κρίστη: Η ιστορία που με οδήγησε στο να αρχίσω να χρησιμοποιώ το ινδικό αρμόνιο πάει πίσω στην εποχή που ο Άλαιν Γκίνσμπεργκ διάβαζε την ποίησή του στα καφέ του Σαν Φρανσίσκο, συνοδεύοντας τον εαυτό του με ένα ινδικό αρμόνιο. Και στη Nico, η οποία επίσης τραγουδούσε με ένα τέτοιο οργανάκι. Έψαξα λοιπόν κι εγώ και πήρα ένα, άρχισα να παίζω και πολύ μας άρεσε η συνήχησή του με το λαούτο του Στάθη. 

Έκτοτε ακούω και προσπαθώ να μάθω από τα παιξίματα των δημοτικών ακορντεόν της βόρειας Ελλάδας ή ακόμα και από τα «φαρφισέ» λαϊκά παιξίματα του Βασίλη Βασιλειάδη, που τα βρίσκω καταπληκτικά. Το συγκεκριμένο αρμόνιο, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, δεν είναι όργανο της ινδικής μουσικής, άσχετα από τη χρήση του στις ράγκες. Μπήκα –λίγο, ελάχιστα– στα ρηχά του ωκεανού αυτής της τεράστιας μουσικής παράδοσης, η οποία έχει ίδια φιλοσοφία με τη δική μας βυζαντινή, μέσα από μαθήματα που έκανα κάποιους σκόρπιους μήνες στην Ινδία, σε μια δασκάλα τραγουδιού. Ο τρόπος αυτός με επηρέασε και στην απόδοση του δικού μας υλικού.

Οι δίσκοι σας έχουν μια σταθερά λαμπρή πορεία στο εξωτερικό, όπου εμφανίζεστε και συχνά για συναυλίες. Τι κερδίζει τόσο τα διεθνή ακροατήρια; Υπάρχει η απαραίτητη παιδεία για να έχουν αναπτύξει ένα τέτοιο γούστο ή σας βλέπουν και λίγο σαν κάτι το εξωτικό;  

Κρίστη: Το συγκεκριμένο και αρκετά ειδικό κοινό της λεγόμενης «world music» είναι συχνά πολύ καλός γνώστης των μουσικών που το έχουν γοητεύσει. Πάρα πολλοί είναι εκείνοι, εκεί έξω, που γνωρίζουν και παρακολουθούν την ελληνική μουσική, την ιστορία της, την παράδοση, που κάνουν έρευνα, που εκδίδουν συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών, που μαθαίνουν να παίζουν  παραδοσιακά όργανα, φτιάχνουν ρεμπέτικες κομπανίες κλπ. 

Αυτός ο ειδικός μουσικός χώρος είναι που μας έχει αποδεχτεί, θαυμάσει και αγκαλιάσει. Και όχι το απέραντο, συρόμενο δεξιά και αριστερά, αγοραστικό κοινό των εταιριών και κυκλωμάτων της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας. 

Στάθης: Δεν κάνουμε μουσική για το εξωτερικό, κάνουμε ελληνική μουσική, στα ελληνικά τραγουδάμε. 

Στην ίδια σας τη χώρα, από την άλλη, η εικόνα δείχνει εκ διαμέτρου αντίθετη. Πού το αποδίδετε; 

Στάθης: Δεν συμβαίνει μόνο με εμάς, υπάρχουν εξαιρετικές μουσικές στην Ελλάδα που δεν φτάνουν στα αυτιά του κόσμου. Έχει δημιουργηθεί ένα βιομηχανικό σύστημα κατασκευής μουσικής –και όχι μόνο– το οποίο εξαφανίζει οτιδήποτε δεν προέρχεται μέσα από αυτό. Δυστυχώς, ανεξάρτητες εταιρείες, παραγωγοί και καλλιτέχνες δεν έχουμε κατορθώσει έως τώρα να δημιουργήσουμε κάποια σταθερά εναλλακτικά κανάλια, όπως έχει συμβεί σε άλλες χώρες.

Γιατί πιστεύετε η νεολαία τσιμπάει τόσο εύκολα με ό,τι δείχνει να ξεπατικώνει τα αγγλοσαξονικά indie δεδομένα, μα γυρνάει την πλάτη σε ό,τι έχει πιο ξεκάθαρα ελληνικές αναφορές; Πρόκειται για ξενομανία; Ή για ανάγκη να ανήκεις σε ένα δήθεν underground;

Στάθης: Οτιδήποτε ελληνικό συνδυάζεται δυστυχώς με όλα όσα μας ενοχλούν στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η ξένη μουσική θεωρείται ακόμα ως εκφραστής μιας διαφορετικής κοινωνικής συνείδησης, όμως αν ταξιδέψεις σε άλλες χώρες συνειδητοποιείς ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και τόσο στις μέρες μας.

Κρίστη: Είναι κρίμα… Εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, πολλοί παράγοντες του χώρου της εναλλακτικής μουσικής συνεχίζουν ακάθεκτοι και με πολύ συντηρητισμό να παρακολουθούν και να υποστηρίζουν μονάχα την ξένη, εισαγόμενη μουσική και να σνομπάρουν ό,τι βγαίνει εδώ. Ευτυχώς υπάρχει ένα ποσοστό νέων, πραγματικά ανήσυχων και πρωτοπόρων, που ήδη έχει ξεπεράσει τέτοιου είδους επαρχιωτισμούς.

Για καλλιτέχνες που κινούνται με τον δικό σας τρόπο, υποθέτω ότι η έννοια «κρίση» δεν είναι κάτι καινούριο –άλλωστε πολλά από όσα επισημαίνονται πλέον ως αίτια για το ότι «φτάσαμε εδώ», τα έχετε θέσει και σε προηγούμενες συνεντεύξεις. Υπάρχει κατά τη γνώμη σας αντίδοτο ή δεν υπάρχει ελπίδα για τη συγκεκριμένη κοινωνία; 

Στάθης: Η Ελλάδα έγινε οικονομικά μια χώρα του 21ου αιώνα, αλλά πολιτιστικά έμεινε στον 19ο αιώνα. Αυτό ήταν το τεράστιο λάθος των ανθρώπων που διαχειρίστηκαν τον τόπο μας. Και μια τέτοια ανισορροπία ανάπτυξης δημιούργησε τις δυσκολίες στον τρόπο διαχείρισης και  αντιμετώπισης της άλλης κρίσης –γιατί δεν ζούμε μία μόνο κρίση, μα πολλές. 

Δεν ήταν όλα μια χαρά πριν εμφανιστεί η παγκόσμια οικονομική θύελλα. Από την άλλη, αν το δούμε ιστορικά και σε βάθος χρόνου, η κατάρρευση αυτοκρατοριών, θρησκειών, κρατών και κοινωνιών δεν είναι κάτι καινούριο. Πάντοτε γινόταν και πάντοτε κάτι άλλο εμφανίζεται, καλύτερο ή χειρότερο. Είναι σαν ένα δάσος που το καταστρέφει η φωτιά, κάποια δέντρα γλιτώνουν, ρίχνουν σπόρο και μετά από χρόνια έχει ελπίδες να ξαναγεννηθεί. 

Κρίστη: Και δεν έχει πλέον νόημα να το παίζουμε Κασσάνδρες για ό,τι έγινε. Ελπίζουμε, ευχόμαστε και προσπαθούμε, ο καθένας με τον τρόπο του, μετά από αυτήν εδώ την κατάσταση να έρθει το καλύτερο και όχι το χειρότερο. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου