07 Σεπτεμβρίου 2020

45 χρόνια στα Σαγόνια του Καρχαρία, μέρος 3: το soundtrack του John Williams


Στα πηγαδάκια των ενημερωμένων μουσικόφιλων συχνά πέφτει ανελέητη κοροϊδία για εκείνους που, όταν ρωτάς «τι μουσική ακούς;», απαντούν «τα πάντα». Και, με δεδομένο ότι ποτέ δεν ακούν «τα πάντα», αλλά μάλλον «όσα γίνονται μαζικές επιτυχίες», είναι μια δικαιολογημένη αντίδραση. Η συγκεκριμένη κατηγορία ακροατών, βέβαια, αποτελεί κι έναν υπερβολικά εύκολο στόχο, καθώς –πέραν των ψευδαισθήσεών τους– η μουσική είναι κάτι που απλά γαρνίρει την καθημερινότητά τους, όχι ζωτικό κομμάτι αυτής.

Κατ' εμέ, λοιπόν, χειρότεροι είναι όσοι επιστρατεύουν πονηρά το «pop culture» επιχείρημα για να δηλώσουν το φάσμα ήχων που τους απασχολεί. Τέτοια αυτιά είναι συνήθως πιο ...πονηρεμένα σε επίπεδο Wikipedia ενημέρωσης, ενώ πολλές φορές απαρτίζουν τον εκάστοτε Τύπο, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς· κάτι που κάνει ακόμα χειρότερο το ότι επιδιώκουν βασικά να εξαπατήσουν (εαυτούς και τρίτους) με ένα πυροτέχνημα. Γιατί; Επειδή χρησιμοποιούν ένα εξ ορισμού ρευστό και δυναμικό σχήμα αναφοράς όχι για να γκρουπάρουν την ποικιλία των ακουσμάτων τους, μα για να δικαιολογήσουν το γιατί αποκλείουν το ένα, το άλλο, εν τέλει πολλά από το «μενού».

Όταν λοιπόν τυχαίνω σε τέτοιες περιπτώσεις και αποφασίζω να μη σιωπήσω ευγενικά, βλαστημώντας από μέσα μου σαν τον πλοίαρχο Χάντοκ, αρχίζω κι επικαλούμαι έργα του Αμερικανού συνθέτη John Williams, υπερβολικά γνωστά στον κάθε ένα –οπότε πιο «pop culture», δεν γίνεται. Ειδικά μάλιστα αν έχεις να κάνεις με γραφιάδες, όπου συνήθως υπάρχει κι ένα τουπέ, μπορείς εύκολα να τους στριμώξεις στο ίδιο τους το παιχνίδι, ρωτώντας λ.χ. πώς προσεγγίζουν τα soundtracks για τον Πόλεμο των Άστρων, ας πούμε, τον Ιντιάνα Τζόουνς, τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου ή τον Σούπερμαν αναφορικά με τα σε βαθμό παρεξηγήσεως «δάνεια» που έχει κατά καιρούς πάρει ο Williams από μια πληθώρα πηγών, συνήθως της Ρομαντικής εποχής.



Αν μάλιστα θέλω να το χοντρύνω ακόμα περισσότερο, επιστρατεύω το βασικό θέμα από τα Σαγόνια του Καρχαρία του Στίβεν Σπίλμπεργκ (1975), διερωτώμενος γιατί μια τέτοια μελωδία εκτελέστηκε από τούμπα και όχι από γαλλικό κόρνο: πέρα από το βάσιμο της απορίας, η στιγμιαία έκπληξη που προκαλεί η αναφορά σε ένα μάλλον άγνωστο σε πολλούς πνευστό όργανο (που τυγχάνει να έχει την ίδια ονομασία με το αναποδογύρισμα του σώματος), συνήθως φτάνει και περισσεύει για να διαλύονται διάφορες απάτες και αυταπάτες γύρω από τους ποπκαλτσουρίζοντες. Προσπαθήστε το λίγο, κυρίες και κύριοι, αντί όλων τούτων· είναι σοβαρή υπόθεση η συγγραφή μιας κριτικής.

Το θέμα από τα Σαγόνια του Καρχαρία, είναι και μία από τις αιτίες που ο John Williams έγινε τόσο διάσημος και αγαπητός. Στα 43 του, τότε, μετρώντας ήδη κάμποσες υποψηφιότητες για Όσκαρ Καλύτερου Soundtrack, είχε αρκετή αυτοπεποίθηση για να επιμείνει στις μόλις δύο νότες της ιδέας του, παρά τα γέλια που έβαλε ο Σπίλμπεργκ όταν πρωτάκουσε τη σύνθεση, θεωρώντας ότι ο συμπατριώτης του τον δουλεύει. Παρά ταύτα, εκείνος το είχε τόσο σκεφτεί, ώστε στην απορία περί τούμπας και γαλλικού κόρνου –την οποία έθεσε ο τουμπίστας Tommy Johnson όταν κλήθηκε να παίξει το κομμάτι, κοιτώντας την παρτιτούρα– είχε έτοιμη την απάντηση: δεν τον ενδιέφερε η αμιγώς τονική ακρίβεια, όσο το να μεταφέρει η μελωδία την αίσθηση μιας υφέρπουσας, καραδοκούσας απειλής, γενόμενη μινιμαλιστικό σύμβολο ενός πρωταρχικού Κυνηγού· κάτι που δεν μπορούσε να αποδοθεί από γαλλικό κόρνο.



Όπως είναι γνωστό, η δικαίωση του δημιουργού υπήρξε πανηγυρική. Το "Main Title (Theme From Jaws)" αποτελεί σταθμό για την τέχνη του soundtrack, ενώ σταδιοδρόμησε  ακόμα και ως ...single, «σκοράροντας» ένα #32 στο εθνικό chart των Η.Π.Α. Ασφαλώς, ήταν και η βασική αιτία για το Όσκαρ που κέρδισε συνολικά το score, ενώ έκτοτε κατέστη μια τρομερά αναγνωρίσιμη σύνθεση, αφού χρησιμοποιήθηκε σε διεθνή κλίμακα και σε ποικιλία περιστάσεων, μετατρεπόμενη σε συνώνυμη του σασπένς.

Αν και το "Main Title (Theme From Jaws)" φτάνει και περισσεύει για να έχει κανείς στη δισκοθήκη του το άλμπουμ, το υπόλοιπο soundtrack δεν δείχνει τόσο ιδιαίτερη υπόθεση, αν απλά κάτσεις να το ακούσεις ένα βραδάκι. Είτε το επιλέξετε στην πρωτότυπη έκδοση της MCA Records με τα 34 λεπτά μουσικής (1975), είτε στην επαυξημένη επανέκδοση των 50κάτι λεπτών που κυκλοφόρησε η Decca το 2000 (συμπεριλαμβάνοντας και ακυκλοφόρητο υλικό), είναι μια υπόθεση που πρωτίστως υπηρετεί την εικόνα της ταινίας και δευτερευόντως το αυτί.

Όχι ότι το τελευταίο μένει ανικανοποίητο, όμως τα ορχηστρικά κρεσέντο, τα πιο χαλαρά δομημένα κομμάτια, ακόμα και τα δραματικά κοψίματα, ενδυναμώνουν θαυμάσια το οπτικό ερέθισμα, κάνοντας τον ήχο τμήμα της κινηματογραφικής εμπειρίας: το "The Indianapolis Story", για παράδειγμα, δεν θέλει παρά να αποτελέσει χαλί στη διήγηση του Quint για το ναυάγιο του USS Indianapolis, ενώ το μόλις 1 λεπτού και 39 δευτερολέπτων "Chrissie's Death" τελειώνει το ίδιο απότομα με τη ζωή της Chrissie Watkins –του περίφημου, πλέον, πρώτου θύματος του καρχαρία– παρά επιδιώκει να αναπτυχθεί σε πλήρη σύνθεση. Άλλες βέβαια στιγμές, σαν π.χ. το "Promenade (Tourists On The Menu)", το "Out To Sea" ή το πιο εκτενές "Sea Attack Number One", όπου ανακυκλώνονται διάφορα μελωδικά μοτίβα απ' όλο το score, μπορούν και λειτουργούν και πιο αυτόνομα.

Σε μέρες βέβαια που πιο εξειδικευμένες μουσικές γνώσεις έγιναν απλώς ένα κλικ πιο μακριά χάρη στο ίντερνετ, δεν ήταν λίγοι όσοι απογοητεύτηκαν «ανακαλύπτοντας» στη δουλειά του Williams για τα Σαγόνια του Καρχαρία πότε τον Κλωντ Ντεμπισί, πότε τον Ιγκόρ Στραβίνσκι. Ακόμα και το ίδιο το "Main Theme" αποκαθηλώθηκε, ως απόηχος της 4ης κίνησης από τη Συμφωνία νο. 9 του Αντονίν Ντβόρζακ (τη λεγόμενη του Νέου Κόσμου).



Σε όλα αυτά υπάρχει αλήθεια, υπάρχει όμως και υπερβολή.

Ανά περιστάσεις, ο Williams περπάτησε πράγματι τον εύκολο δρόμο, ακολουθώντας την παλιά χολυγουντιανή πρακτική του pastiche (παστίς), που στα ελληνικά αποδίδεται ορθότερα ως «συρραφή μοτίβων», παρά ως «απομίμηση». Αν δηλαδή το θέλεις τόσο πολύ, μπορείς να εντοπίσεις και τα leitmotifs του Ρίχαρντ Βάγκνερ και το La Mer του Ντεμπισί και την Ενάτη του Ντβόρζακ. Δεν πρόκειται όμως για ξεπατίκωμα, αλλά για αναδιαπραγμάτευση. Είναι πολύ διαφορετικός ας πούμε ο τρόπος που μεταχειρίζεται ο Ντβόρζακ τις παρόμοιες νότες του "Main Theme", με το οποίο ο Williams δείχνει να παίρνει την αισθητική σκυτάλη από τα scores του Bernard Herrmann· σπρώχνοντας το δικό τους Παράδειγμα προς κάτι ακόμα πιο βίαιο, συνενώνοντας σε σώμα ένα τη μουσική και τη δουλειά της κάμερας, κατά τρόπο οπωσδήποτε ευφυή. Ας ηρεμήσουμε κάπου με το κυνήγι της «αντιγραφής» ύστερα από τόσες δεκαετίες δισκογραφίας και ας βλέπουμε τι γίνεται και πέραν μιας ηχητικής ομοιότητας.


Γνωρίζοντας αυτήν την ενότητα ήχου και εικόνας που χαρακτήριζε το ορίτζιναλ soundtrack του 1975, ο Joel McNeely και η Royal Scottish National Orchestra ηχογράφησαν το πλήρες score των 51 λεπτών σε νέα εκτέλεση, θέλοντας ίσως να πετύχουν ένα πιο αυτόνομα «μουσικό» αποτέλεσμα. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2000 από τη Varèse Sarabande και διέθετε ευδιάκριτες αρετές: υπήρχε ζωηράδα, αλλά και σπουδή, χάρη στην οποία «φωτίστηκαν» περισσότερο λεπτομέρειες του αυθεντικού υλικού, τόσο λόγω παιχτικής δεξιοτεχνίας, όσο και λόγω της καθαρότητας της ψηφιακής εγγραφής (τρανό παράδειγμα το "Montage"). 

Πέραν τούτων, ωστόσο, δεν δόθηκε κάποια περαιτέρω διάσταση στα όσα ξέραμε κι έτσι η σύγκριση με τη δουλειά του Williams βγαίνει κομματάκι εις βάρος του McNeely. Παραμένει πάντως ένα ωραίο εξτραδάκι, για όσους δηλώνουν fans του συγκεκριμένου score.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου