09 Ιανουαρίου 2022

Mohammad - Som Sakrifis [δισκοκριτική, 2013]


Λίγοι νομίζω το πρόσεξαν τελικά το άλμπουμ των Mohammad (ΜΜΜΔ) με τον Alem, παρότι ανήκει στις εγχώριες δισκογραφικές κορυφές του 2021. Οι περισσότεροι μουσικογραφούντες της χώρας είναι απασχολημένοι με εύηχες ή λιγότερο εύηχες απομιμήσεις των όσων αγαπούν από εκείνο το αγγλο-αμερικάνικο pop/rock στυλ που ακόμα φοριέται ως «εναλλακτικό».

Βέβαια, ένα μέρος της γοητείας του L' Âge De L' Absolutisme ίσως να είναι ήδη δεδομένο –και, ταυτόχρονα, εκ προοιμίου δυσπροσπέλαστο για τα περισσότερα αυτιά. Μιλάω ασφαλώς για τη μπαρόκ μεγαλοπρέπεια με την οποία συγκατοικεί εδώ η πιο πειραματική οπτική των Mohammad. 

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αποδείχθηκε έτσι ότι το εγχώριο γκρουπ μπορεί να έχασε κάπου στη διαδρομή τη συνεισφορά του Coti K. (γύρω στο 2015), ωστόσο ο Νίκος Βελιώτης με τον ILIOS παραμένουν μια μουσική δύναμη αρκετά κραταιά. 

Αναπόφευκτα, ίσως, το L' Âge De L' Absolutisme έδωσε μια καλή ευκαιρία επαν-επίσκεψης στο καλύτερο ίσως άλμπουμ που έβγαλαν ως τρίο: το Som Sakrifis του 2013. Τόσο στο ίδιο το υλικό, όσο και σε ένα κείμενο κριτικής που τότε είχε δημοσιευτεί στο Avopolis και τώρα αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Ποια αχνή διακεκομμένη (γιατί για ευθεία, ούτε συζήτηση) μπορεί άραγε να συνδέσει τις μπάντες κηδειών στη Νέα Ορλεάνη των αρχών του 20ου αιώνα –τους μυστικιστικούς προπάτορες της τζαζ– με τους θρηνητικούς τσελοδρόνους στην έναρξη του Som Sakrifis των Mohammad; 

Δικαιούμαστε άραγε, περιπλανώμενοι στην εντροπία του πειραματισμού τους, να χαράξουμε ανάλογα, μιλώντας λ.χ. για το κατευόδιο μιας κοινότητας κόντρα στο μεταφορικό ξόδι για τον Άνθρωπο του Διαμερίσματος; Για τον κλαπατσίμπαλο αποχαιρετισμό «ενός από μας» έναντι στο επιφανειακά βουβό, υπόγειο αντίο προς κάποιον μυστηριώδη συνάνθρωπο σε μια από τις αναρίθμητες Δυτικές πολυκατοικίες; Έχουν τέτοιες σκέψεις αντίστοιχη βαρύτητα με εκείνες της δισκογραφικής του εγχώριου τρίο (Pan), η οποία διείδε στο Som Sakrifis έναν μουσικό συγγενή της κινηματογραφικής λογικής του Béla Tarr, όπως λ.χ. αποτυπώθηκε στις Αρμονίες του Βερκμάιστερ (2000); Ή με αυτές άλλων αποτιμητών, για υφολογική συγγένεια με τις μεταφυσικές ηλεκτρακουστικές συνθέσεις του Iancu Dumitrescu; 

Οι Coti K., ILIOS & Νίκος Βελιώτης δεν φτιάχνουν δίσκους προσφερόμενους για εύκολες απαντήσεις έτσι όπως απλώνουν (αντίστοιχα) κοντραμπάσο, γεννήτριες και τσέλο προς μια απειρία ηχητικών κατευθύνσεων. Αντιθέτως, δείχνουν να τροφοδοτούνται από (και να τροφοδοτούν, με τη σειρά τους) αέναα ερωτήματα, η απόκριση στα οποία εναπόκειται στον δέκτη και όχι στον πομπό –πρόκειται άλλωστε για παγιωμένη αισθητική θέση του πειραματικού χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στο Som Sakrifis

Έτσι, όσες εικόνες κι αν επινοήσεις για να προσπαθήσεις να περιγράψεις τι ακούς, θα σκιαγραφήσουν τελικά μόνο την αδυναμία σου να μιλήσεις για την ίδια τη μουσική, συν την πονηράδα σου να μεταθέσεις τη συζήτηση στα συναισθήματα, ώστε να γράψεις κάτι κι εσύ για τον δίσκο. Άμα δε πέσει στο τραπέζι η καθοριστική απορία «τι τόσο διαφορετικό κάνουν ρε παιδιά οι Mohammad στο Som Sakrifis, αφού βασικά πάλι τα έγχορδα βομβίζουν σαν μέλισσες γύρω από την κηρήθρα των χαμηλών συχνοτήτων που παράγουν οι γεννήτριες», ε, εκεί μπορεί να αρχίσεις να λες και μαλακίες... Έστω κι αν το πειραματικό θέσφατο του δέκτη επιτρέπει να αντιτάξεις μια τελευταία κόκκινη γραμμή άμυνας.

Σε μια προσπάθεια λοιπόν να (περι)πλανηθούμε επέκεινα των παραπάνω, στα 32 λεπτά αυτής της νέας δουλειάς οι Mohammad καταθέτουν ίσως το πιο «άμεσο» έργο τους. Ακόμα δηλαδή και το πλέον αμύητο αυτί δεν θα δυσανασχετήσει (πολύ) ακούγοντας το "Sakrifis", ενώ –με λίγη μόνο θετική διάθεση– θα πιάσει και κάτι από το επιδιωκόμενο δέος ή από τα θρηνητικά τσελοθρύψαλα. Στη χώρα τουλάχιστον όπου γεννήθηκε το δράμα, νομίζω ότι δεν θα χαθεί ετούτη τουλάχιστον η διάσταση. Και μάλλον εδώ βρίσκεται και ο βαθύτερος λόγος που κι εγώ θεωρώ το συγκεκριμένο κομμάτι ως μία από τις κορυφές στη συνεργασία Coti, ILIOS & Βελιώτη. Το "Lapli Tero", πάλι, αποδεικνύεται μια πιο τυπική δημιουργία του τρίο, από εκείνες που στοχεύουν στην όρθωση ενός κολοσσιαίου βουητού, σαν να μουρμουράει στο κάστρο του κανάς Λαιστρυγόνας της Οδύσσειας. Είναι σταθερά καλοί σε κάτι τέτοια, όμως τα έχουμε συνηθίσει. 

Πολύ πιο σαγηνευμένος στάθηκα προσωπικά με το "Liberig Min", όπου τα γνωστά «μουγκανητά» των εγχόρδων και η χαμηλοσυχνοτική συμπεριφορική των μηχανημάτων του ILIOS έμπλεξαν σε μια ενίοτε παλαβή αντίστιξη με το τουίτ/τουίτ κάποιου πουλιού (από field recording). Προσοχή, όχι με το κελάηδημα ενός π.χ. αηδονιού ή μιας σχοινοποταμίδας –που συνήθως εκτιμούμε για το «όμορφο» τιτίβισμά τους– αλλά με ένα από τα απλά, μονότονα καλέσματα που πολλά πτηνά παράγουν τις πρώτες πρωινές ώρες, μεταφέροντας σήματα χωροκράτειας. Πότε μόνος του αυτός ο ήχος (ως ένα είδος μετρονόμου), πότε στο πλάι (σε «διωδία» με τα όργανα των Mohammad), πότε σκεπασμένος από τις δραματικές τους εκρήξεις, αναδεικνύεται σε διακριτό φάρο μιας 17άλεπτης ηχητικής καταβύθισης. Η οποία κατορθώνει να σε ρίξει στα έγκατα του ανθρώπινου ψυχισμού με έναν τρόπο ανάλογο του Haxan Cloak, του τελευταίου δίσκου των Ocean, των A Storm Of Light κ.ά. Μιλάμε για άλλο πράγμα. 

Επιδερμικά, επομένως, το Som Sakrifis μπορεί να μην προχωράει την κατακτημένη στιλιστική οπτική των Mohammad, τις τεχνικές τους, το «όραμά» τους τέλος πάντων για τη δημιουργία. Οπωσδήποτε όμως προχωράει το βάθος αυτής της δημιουργίας, την ακριβή της ουσία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, όπως και κάθε σχεδόν μεγάλο μουσικό έργο, όσο πιο πολύ κερδίζει σε σκάψιμο, τόσο πιο διακριτά όρια αρχίζει ν' αποκτά με την Επικράτεια του Εύληπτου.   



01 Ιανουαρίου 2022

Κώστας Τουρνάς - συνέντευξη (2016)


Στην εκπνοή σχεδόν του 2021, βγήκε και το 2ο τεύχος της ελληνικής έκδοσης του Rolling Stone, με το φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών για την Πέμπτη 30 Δεκέμβρη –και με εξώφυλλο που σήκωσε συζητήσεις, αφού απεικόνιζε τον Bruce Springsteen με τον πρώην Πρόεδρο των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα (με αφορμή ένα κοινό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε και στα ελληνικά). 

Δεν είμαι βέβαια στη συντακτική ομάδα του Rolling Stone. Ωστόσο, μετά από ευγενική πρόσκληση της αρχισυντάκτριας Ειρήνης Σαρλή-Θεοφυλακτοπούλου, ανέλαβα δράση ως προσκεκλημένος, με αποστολή να πάρω μια συνέντευξη από τον Κώστα Τουρνά. Αφορμή ο τόμος «Κώστας Τουρνάς»: μια ογκώδης, συλλεκτική έκδοση με στίχους, κείμενα και σπάνιες φωτογραφίες, η οποία διαθέτει κι ένα συνοδευτικό CD με σπάνια και ακυκλοφόρητα τραγούδια (για όσους πρόλαβαν τις προπαραγγελίες).


Την αποστολή την εκτέλεσα με μεγάλη χαρά, καθώς αγαπώ ιδιαιτέρως την τραγουδοποιία του Τουρνά, με τον οποίον μας ενώνει και μια σύμπλευση στα πολιτικοκοινωνικά (μη δεδομένη ούτε στον δικό του χώρο, ούτε στο δικό μου σινάφι). Λόγω της πανδημίας, ωστόσο, τα είπαμε μέσω Skype –και όχι στο στούντιό του στο Πολύγωνο, όπως κάναμε το 2016. Διότι αυτή για το Rolling Stone ήταν η δεύτερη συνομιλία μας μέσα στα χρόνια.

Πέντε χρόνια πριν, την αφορμή για τη συνάντησή μας είχε δώσει μια συναυλία που σχεδίαζε στο Gagarin. Όπως και τώρα, έτσι και τότε κουβεντιάσαμε για πολλά πράγματα, πίνοντας καφέ: για τους Poll και τα Απέραντα Χωράφια, για τον David Bowie και τους Beatles, για τον "Αχιλλέα Απ' Το Κάιρο". Μέχρι και για τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη είπαμε.

Η συνέντευξη εκείνη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, σε μια μορφή που για μένα είναι η τελική και η μόνη ας την πούμε «επίσημη».

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Χρήστο Κοντό. Η φωτογραφία από το τεύχος του Rolling Stone ανήκει στη Χριστίνα Κουτρουλού


Για πρώτη φορά στο Gagarin, λοιπόν...

Ναι, πρώτη φορά πάω εκεί. Ούτε ξέρω πώς είναι ο χώρος, γνωρίζω όμως ότι διαθέτει καλές προδιαγραφές και ότι έχει καλό παρελθόν. Εγώ θα κάνω ό,τι κάνω πάντα, βέβαια, γιατί δεν το βρίσκω και ευγενές να «προσαρμόζεσαι» ανάλογα με το πού πηγαίνεις να εμφανιστείς. 

Θα είμαι μαζί με τα παιδιά με τα οποία παίζω εδώ κι αρκετά χρόνια, τον Δημήτρη Τσοπανέλη σε κιθάρα/τραγούδι, τον Διαμαντή Καλαφατιάδη σε keyboards/πιάνο, τον Κώστα Βήχο στο μπάσο και (μάλλον) τον Γιώργο Λιβαδά στα τύμπανα. Αν και τελευταία έχουμε κάνει κι εμείς μερικές αλλαγές, γιατί κάθε παράσταση αποτελεί και μια πρόκληση –οπότε αν δεν προκαλείς εσύ ο ίδιος, είναι ουδέτερο μετά το πράγμα.

Τι αλλαγές έχουν γίνει, δηλαδή;

Παρότι το Gagarin είναι μεγάλο, θα επιχειρήσω και μερικά τραγούδια μόνο με μια κιθάρα, ένα μέρος «unplugged» δηλαδή. Για να έρθουμε κάπως πιο κοντά, γιατί συνήθως η σκηνή έχει μια νοητή κουρτίνα μπροστά της· ας την κάνουμε λίγο στην άκρη. 

Επίσης, πάντα όταν παίζεις, έχεις τον περιορισμό του τι είμαστε/ποιοι είμαστε/τι όργανα έχουμε στη διάθεσή μας. Μερικά κομμάτια, όμως, τα θέλεις αλλιώς ή θέλεις να τα κάνεις πιο τωρινά. Κάποια λοιπόν τα έχουμε αλλάξει στην εκτέλεση, με την υποστήριξη κι ενός μικρού playback δίπλα στη ζωντανή ορχήστρα. Γιατί, στην τάδε επιλογή του σετ για παράδειγμα, θες κι ένα σετ εγχόρδων. Μπορεί ασφαλώς να το παίξει ο κιμπορντίστας, αλλά κι εκείνος τι θα πρωτοπαίξει;

Θα παίξετε και τα Απέραντα Χωράφια;

Να το παίξω ολόκληρο, δεν γίνεται, από μόνο του είναι γύρω στα 40 λεπτά. Αλλά ναι, θα παίξουμε ένα μέρος.

Είχατε ποτέ κατά νου ότι αυτός ο δίσκος θα κέρδιζε τόση φήμη, με τα χρόνια;

Όχι, αλλά, αν με ρωτήσεις, βρισκόταν πάντα στη γραμμή που χωρίζει το πείσμα από τους ευσεβείς πόθους. Το τι επιχειρώ δηλαδή να γράψω, το τι θέλω να πω κάθε φορά, ανήκει στους δεύτερους. Αν όμως μιλήσουμε για τη σχέση μιας κοινωνίας με το τραγούδι και τη μουσική και εντοπίσουμε μια ανάγκη για γρήγορες επιτυχίες και για μια κλισέ θεματολογία περιστρεφόμενη γύρω από τον έρωτα και το χρήμα, αυτή συγκρουόταν πάντα με τους δικούς μου ευσεβείς πόθους. 

Δεν ήθελες δηλαδή να κάνεις επιτυχία, θα μου πεις; Ασφαλώς και ήθελα, γι' αυτό εξάλλου και εκτίθεσαι δημόσια. Δεν ήθελα όμως τον προβλεπόμενο δρόμο, γιατί πίστευα ότι υπάρχουν και διαφορετικά πράγματα να ειπωθούν. Ακόμα και σε ένα ερωτικό τραγούδι. Ερωτικά τραγούδια γράφονται άλλωστε εδώ και 2 αιώνες, αν το πιάσουμε από τις ιταλικές καντζονέτες. 

Δεν ήθελα έτσι να εγκλωβιστώ σε ένα πράγμα μ' άφησες/σ' άφησα και πού πας τώρα. Έχει σημασία να μιλήσεις από την άποψη την τωρινή κάθε φορά, γιατί ένα σημερινό λ.χ. παιδί ψάχνει να ακούσει τη δική του φωνή. Και όποιος γράφει, καλείται να του τη δώσει. Νιώθω γενικά ότι τα τραγούδια μου ήταν λίγο «εκτός». Υπήρξα όμως τυχερός, γιατί πολλές φορές ο κόσμος στάθηκε τελικά σε εκείνα.

Σας αρέσει η ελληνική μουσική που ακούτε τα τελευταία χρόνια;

Δεν έχω βρει κάτι να μου αρέσει πάρα πολύ, να μπορεί να γίνει και δικό μου. Βρίσκω όμως εξαιρετικές φωνές, κάπου-κάπου, καλές ενορχηστρωτικές απόπειρες, κάπου-κάπου, ωραία τραγούδια που θα μπορούσαν όμως να είναι και καλύτερα εκτελεστικά. Διακρίνω πάντως πολύ μπάλωμα, σήμερα: μια έγνοια για το πώς θα το φτιάξουμε το τραγούδι έτσι ώστε να μπορέσουμε να το δώσουμε, ξεχνώντας ότι, πρωτίστως, είναι κάτι που πρέπει να μιλάει στις ψυχές των ανθρώπων. 

Εξακολουθεί να κινείται και να δουλεύει πολύ ένα είδος ερωτικού τραγουδιού που καταπιάνεται με τα των συναισθηματικών σχέσεων αποκλειστικά. Και το καταλαβαίνω, μάλιστα και σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν ορισμένα πολύ καλά τραγούδια. Όμως εμένα δεν με τραβάνε, συνεχίζω να αναζητώ ό,τι θα μιλήσει και πέρα από κάτι τέτοιο. Με απασχολούν περισσότερο οι συνολικότερες σχέσεις των ανθρώπων, εκείνο που λέμε «κοινωνικό». Πάντα είχα την ανάγκη να μπερδευτώ με αυτό.

Δεν έχασε ωστόσο τον βηματισμό του εκείνο το άλλο τραγούδι, που υποτίθεται είχε κι αυτό την ανάγκη να μιλήσει για τέτοια πράγματα; Πνίγοντάς μας στα σύννεφα και στη θολή ψευδοποιητικότητα; 

Εννοείται. Γιατί μη φαντάζεσαι, και το τραγούδι μπορεί να χρεωκοπήσει, ακριβώς όπως ένας επιχειρηματίας που πριν 5 χρόνια είχε 200 άτομα προσωπικό και τώρα κινδυνεύει να μπει φυλακή. Απλά η συνδιαλλαγή του δεν είναι άμεσα οικονομική, λαμβάνει χώρα στον χώρο της τέχνης και της σκέψης –κι έτσι μας είναι πιο δύσκολο να το πιστέψουμε. Αλλά αυτή η χρεωκοπία έχει προηγηθεί της οικονομικής. Πρώτα «χάνουμε την ψυχή μας», όπως λένε οι παππούδες, και μετά χάνεις και το χρήμα και τη διαχείρισή του. Έτσι συνέβη και στην Ελλάδα. Πρώτα χάσαμε την ευθυκρισία μας, το ξέρω-πού-πατάω, το να έχει η ζωή μας μια συνέπεια κι ένα μέτρο. Και μετά χάσαμε και το οικονομικό.

Αισιοδοξείτε, παρ' όλα αυτά;

Ναι. Δεν είναι μια εύκολα μεταφράσιμη αισιοδοξία ή ίσως αναγνωρίσιμη. Πόσο μπορεί όμως να βασανίζεται ένας λαός ή μια περιοχή για το χρήμα, δηλαδή για χαρτιά τα οποία τυπώνονται αφειδώς στην Ευρώπη ή στην Αμερική; Βεβαίως υπάρχουν καλλιτέχνες του είδους, στρατηγοί των οικονομικών, που θα σε στριμώξουν, θα σε ταλαιπωρήσουν, θα σε χρεωκοπήσουν. Αλλά ως πότε; Τόσο ικανοί είναι, τόσο πολύ το έχουμε χάσει εμείς, τόσο πια γέρνει προς το μέρος τους η άγνωστη εκείνη νομοτέλεια που λειτουργεί στον κόσμο από μόνη της; 

Ε, δεν το πιστεύω. Ίσα-ίσα, πιστεύω ότι οι πολύ-πολύ νεότερες γενιές θα ζήσουν ίσως και καλύτερα από τις προηγούμενες. Γιατί κάθε ανθρώπινος σχεδιασμός έχει την αδυναμία του: πάντα υπάρχει ο «από μηχανής Θεός» της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, ο αστάθμητος παράγων που επιτρέπει την άσκηση της προαναφερθείσας νομοτέλειας με έναν τρόπο ο οποίος μας αφήνει τους ανθρώπους να κοιτάμε σαν χαζοί. Απλώς δεν είναι μια διαδικασία που την περιμένεις αύριο το πρωί ή διακρίνεις πώς ακριβώς θα γίνει. 

Αν κοιτάξεις από τη λεπτομέρεια, μοιάζει χαμένο παιχνίδι. Αν κοιτάξεις από ψηλά, αντλείς την αισιοδοξία για την οποία μιλάω. Την ώρα βέβαια που δεν έχεις να πληρώσεις τη ΔΕΗ σου, δεν έχεις σκέψεις για τέτοια πράγματα.

Πριν φτάσουμε να ζούμε όλα αυτά, εσείς πώς βρεθήκατε από την Τρίπολη στην Αθήνα;

Ήταν μια σύντομη ιστορία της ελληνικής οικογένειας, ας πούμε. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος στην Τρίπολη, καλοδιάθετος και καλοπροαίρετος άνθρωπος, που όμως βρέθηκε χρεωκοπημένος στα χρόνια της ανάπτυξης της Ελλάδας. 1959, για την ακρίβεια, μια δεκαετία πάνω-κάτω μετά τα Δεκεμβριανά. Του χρώσταγε η μισή Τρίπολη, μα δεν μπορούσε να εισπράξει. Έκλεισε έτσι την επιχείρηση που είχε και βρέθηκε στην πρωτεύουσα, ώστε να μπορέσει να ζήσει ο ίδιος και η οικογένειά του.

Στον πατέρα σας έχετε μοιάσει περισσότερο ή στη μητέρα σας;

Μάλλον έχω μοιάσει στον πατέρα μου. Η μητέρα μου, η οποία ζει καλή της ώρα, είναι ανήσυχος άνθρωπος. Δεν μπορώ να με χαρακτηρίσω ως εφησυχασμένο, αλλά δεν είμαι και ανήσυχος. Περισσότερο αντιμετωπίζω το τώρα μου, ενώ ο ανήσυχος, από τη φύση του, αντιμετωπίζει το αύριο –ο δε δυσαρεστημένος ασχολείται με το χθες. 

Εγώ λοιπόν δεν θυμώνω για το χθες και δεν ανησυχώ για το αύριο –γιατί δεν είναι δικό μου. Όσο μπορώ περιορίζομαι στο να ζω το τώρα, κατά το δυνατόν. Αυτό είναι ένα μοντέλο του πατέρα μου. Εκείνος βέβαια είχε και 3 παιδιά, ήταν κάπου και εκβιαζόμενος να ανησυχεί δηλαδή, παρότι δεν ήταν στον τύπο του. Τέτοια ανησυχία δεν την έχω. Πιθανώς γιατί δεν έχω παιδιά, πιθανώς γιατί είναι πιο περιορισμένες οι ευθύνες μου και προς εμένα και προς τρίτους. Μου δίνει την πολυτέλεια να στέκομαι στο τώρα κι ας μην έχω ασφαλιστικές δικλείδες.

Πώς το πήραν οι δικοί σας, όταν αρχίσατε να ασχολείστε με τη μουσική;

Ο πατέρας μου δεν το ήθελε, δεν το θεωρούσε επάγγελμα. Κι εδώ που τα λέμε, πρέπει να έχεις και κάποιο χτύπημα για να προβείς σε μια τέτοια ενασχόληση. Οι περισσότεροι άνθρωποι λένε «θέλω να έχω μια δουλειά, να μου δίνει λεφτά». Ποιος λέει θα πάω, θα κάνω, θα φτιάξω, θα γίνει και θα πάρω και τα χρήματα τα οποία χρειάζομαι για να ζω; Την ίδια ώρα φυσικά που έχεις το χτύπημα, είχε πει ένας ψυχίατρος για τους καλλιτέχνες, έχεις και το φάρμακο –να ασκήσεις την τέχνη σου. 

Έκανε λοιπόν μια απόπειρα ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός, του στυλ πού πας, ντάξει δεν μπορώ να σε σπουδάσω, αλλά πού πας; Η μάνα μου από την άλλη, μου αγόρασε την πρώτη μου κιθάρα! Στο παιδάκι, τώρα, κάνεις χατίρια. Όμως θα μπορούσε και να μην το έχει κάνει. Αργότερα, βέβαια, το χάρηκαν και οι δύο πάρα πολύ, όταν δηλαδή ένιωσαν ότι πάω καλά σε αυτό που κάνω. Από τα 15 μου μέχρι σήμερα, αν με ρωτήσεις αν μετάνιωσα έστω ένα λεπτό, θα σου πω ποτέ. Και δεν ήταν πάντα ανθηρά τα πράγματα.

Γράψατε το "Άνθρωπε Αγάπα" ενόσω ήσασταν στρατιώτης. Είχατε από τότε κατά νου να φτιάξετε κι εσείς κάποιο συγκρότημα;

Όχι. Δεν ήξερα τι έκανα, για την ακρίβεια. Είχα υπάρξει επαγγελματίας μουσικός από τα 16 μέχρι τα 19, οπότε και πήγα φαντάρος –δούλευα σε «χορευτικές ορχήστρες», όπως τις λέγανε τότε: κάθε ντίσκο της εποχής όπου πήγαινε ο κόσμος να χορέψει, διέθετε ζωντανή ορχήστρα. Με ενοχλούσε λοιπόν πολύ η ιδέα ότι η επαγγελματική καριέρα ενός μουσικού είναι να ανεβαίνει στη σκηνή, να παίζει επί 3 ή 4 ώρες το όργανο που έχει μάθει και να επιστρέφει σπίτι του μ' ένα μεροκαματάκι. Αυτό ήταν όλο κι όλο; Δεν ένιωθα γεμάτος. 

Το "Άνθρωπε Αγάπα" γράφτηκε νύχτα, σαν νερό, σαν να το έγραψε κάποιος άλλος. Και ένιωσα ότι κάτι είναι. Ήμασταν τότε 19 χρονών και δεν υπήρχε γύρω μας κάποιο τραγούδι να μιλάει στην ψυχή μας, έστω με την αθωότητα εκείνων των χρόνων. Και μου λέει τότε ο Robert Williams, που είχε πάει στη Ροδεσία –ο πατέρας του ήταν Άγγλος της Ροδεσίας– έλα να φτιάξουμε μια χορευτική ορχήστρα εκεί. Και του γράφω πίσω, άσε τις αηδίες και έλα πίσω να δούμε τι θα κάνουμε εδώ.

Τι ακούγατε εσείς τότε; Τι αγαπούσατε;

Την περίοδο που έγραψα το "Άνθρωπε Αγάπα" και στην αρχή που φτιάξαμε τους Poll, με είχε πιάσει μια τρέλα να μην ακούω τίποτα, πίστευα δηλαδή ότι αν γράφεις και ακούς θα επηρεαστείς. Έμπαινα να φανταστείς σε σούπερ μάρκετ με μουσική και έβγαινα. Αργότερα βέβαια συνειδητοποιήσα ότι «γράφω» σημαίνει όλα όσα έχω ζήσει κι ακούσει, ότι γίνεσαι απλά ένα φίλτρο τους, οπότε η εμμονή μου εκείνη δεν διέθετε λόγο ύπαρξης. Από ακούσματα, τώρα, αγαπούσα πολύ τους Beatles. Άκουγα και Rolling Stones, αργότερα και αμερικάνικα συγκροτήματα σαν τους Crosby, Stills & Nash.

Με τον πρόσφατα θανόντα David Bowie, πώς τα πηγαίνατε;

Μου άρεσε πολύ, όταν ήμουν νεαρός. Ειδικά δύο δίσκοι του, το The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars και το Aladdin Sane.

Έχουν πει για τους Poll ότι, ενώ τραγουδήσατε για ιδανικά και για αγνά γενικά πράγματα, δεν μπορέσατε να κρατήσετε πολύ ως συγκρότημα...

Ήμασταν πιτσιρικάδες. Εγώ 21μισό, ο Robert 21, ο Σταύρος ο Λογαρίδης 19... Είναι ηλικίες που, ευτυχώς, το μυαλό το έχεις από πάνω απ' το κεφάλι. Γιατί ακόμα κι αν κάποιοι παρορμητισμοί σε οδηγούν σε λάθος κινήσεις, το να ακούς και να τιμάς την ψυχή σου όντας νέος, δεν είναι καθόλου λάθος. 

Η ελευθερία λοιπόν αυτή της ηλικίας, μάλλον μας απομάκρυνε από το κοινό αντικείμενο. Έπειτα, η Ελλάδα δεν φημίζεται για τις συνεργατικές της τάσεις. Καθένας έχει το δικό του μπαϊράκι. Το καταλαβαίνω, αλλά καμιά φορά αυτό το «συνεργάζομαι» –που μας λείπει έντονα– είναι απώλεια. Αμφιβάλλω πάντως ότι υπήρξε άλλη καλλιτεχνική ομάδα με τη σύμπνοια την οποία είχαμε, όσο μείναμε μαζί. 

Τα Απέραντα Χωράφια, πώς εντάσσονται στην τότε ιστορία;

Γράφτηκαν μέσα σε ένα μόλις απόγευμα, το καλοκαίρι του 1972, όταν δουλεύαμε στο κέντρο Μαϊμού –είχε πάρει το όνομά του από το τραγούδι μας "Πες Της Μαϊμούς Να Μη Με Πειράζει Με Το Δάχτυλό Της". Πηγαίνοντας για δουλειά, είχα περίπου 7 σελίδες με στίχους και 7 ή 8 μουσικά θέματα σε ένα κασετοφωνάκι, με την προοπτική πως όλα αυτά θα τα κάναμε με τους Poll. Είχαν όμως ήδη τότε αρχίσει οι δυσκολίες στις μεταξύ μας σχέσεις και, καθώς άρχιζε να παίρνει μορφή το «διαλυόμαστε», δεν μπορούσα να πω πάνω στη γκρίνια «α, έχω γράψει ξέρετε κι αυτό».

Όταν λοιπόν επισημοποιήθηκε η διάλυση, μετά από 2-3 μήνες, πάω στην εταιρεία και τους λέω «έχω γράψει κάτι μεγαλούτσικο...». Ένα τραγούδι όλος ο δίσκος; μου απαντάνε. Και είναι και το πώς θα γίνει τους λέω, γιατί θέλει και ...συμφωνική ορχήστρα! Το πήγαν λοιπόν στον διευθυντή, με φώναξε, είναι πολύ μεγάλη παραγωγή αυτή μου λέει και πολλά τα χρήματα. Είπε όμως να το κάνουμε, αν και πίστευε ότι ο δίσκος δεν θα βγάλει τα λεφτά του.

Δεν είπαν όχι, παρ' όλα αυτά...

Δεν είπαν όχι. Πιστεύω ότι αυτό έγινε επειδή είχαν καλά δείγματα απ' όσα έκανα μέχρι τότε, οπότε σκέφτηκαν ότι ίσως ο τρελός να έχει κάποια καλή ιδέα. Δεν είχαν άδικο πάντως, στο πώς το έβλεπαν: τα Απέραντα Χωράφια πούλησαν μόλις 3.000 αντίτυπα στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας, που για τότε ήταν τίποτα. Δεν πήγε καλά οικονομικά, λοιπόν. Όμως πούλαγαν κατόπιν για 40 χρόνια. Στο τέλος, δηλαδή, όχι μόνο δεν ζημιώθηκε η εταιρεία από αυτόν τον δίσκο, μα κέρδισε και πολλά. Αλλά την ώρα που το αποφασίζεις...

Μετά τα Απέραντα Χωράφια γράψατε και πολλά τραγούδια, που με τη σειρά τους έγραψαν τη δική τους ιστορία. Θα ήθελα να σταθούμε σε ένα πολύ ιδιαίτερο από αυτά, τον "Αχιλλέα Απ' Το Κάιρο"...

Ήταν εξαιρετικά αιχμηρό να μιλήσεις για τον Αχιλλέα το 1980 ή για την Έλλη το 1986, γιατί αν κανείς δει την κοινωνία εκείνων των χρόνων στην Ελλάδα, είναι πιο συντηρητική από την αμερικάνικη π.χ. της δεκαετίας του 1950 –και μάλιστα με απόλυτες θέσεις, δεν το συζητάει. 

Τέτοια αιχμηρά τραγούδια, όμως, δεν φτιάχτηκαν για να τσιγκλίσουνε· ήταν ενωτικά. Το «θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου» που ακούγεται στους στίχους, δεν λέγεται συναισθηματικά, αλλά ρεαλιστικά: αν είμαι δηλαδή γονιός και έχω 2 αγόρια και είναι ομοφυλόφιλοι, τι κάνω; Το να μη χωράνε κοινωνικά μπορεί να δημιουργήσει μια υφέρπουσα δυστυχία και να τους πάρει όλους στον γκρεμό.

Α, χειροκροτάμε την ομοφυλοφιλία, λένε ορισμένοι, άρα δηλαδή υποστηρίζεις και το σύμφωνο συμβίωσης. Εγώ όμως είπα απλώς ότι, κοινωνικά, πρέπει να διευκολύνουμε τη συνύπαρξη. Δεν έφτασα να μιλήσω για σύμφωνο και γάμο, έθεσα το «θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου». Προσωπικά, τα έβλεπα και τα ζούσα τέτοια πράγματα, ήταν μπροστά μου. Δούλεψα για παράδειγμα 3 χρόνια με τον Γιώργο Μαρίνο, ο οποίος δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι ομοφυλόφιλος. Κι έχω δει τη μάνα του ένα βράδυ να κάθεται πρώτο τραπέζι, ο Γιώργος να τραγουδά «να 'χα κι εγώ μια αγάπη» κι εκείνη να δακρύζει ανέκφραστη. Δηλαδή, όποιος τυχαίνει (για τον όποιον λόγο) να ζει με μια ιδιαιτερότητα, να είναι για παράδειγμα κουφός, τυφλός, χοντρός, πολύ αδύνατος, Σπάρτη; Στον Καιάδα; Και τέτοιες κοινωνίες, δυστυχώς, για Καιάδα μιλούσαν. Και μιλάνε ακόμα και σήμερα.

Και το "Δεν Το Ξανακάνω Σ' Autobianchi";

Ήταν ένα καλαμπούρι. Ξεκίνησε με τον στίχο «δεν το ξανακάνω σε volkswagen», με στόχο να γίνει μια πλάκα. Εξακολουθούσα και τότε να μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δεν είχα καμία διάθεση να κυκλοφορώ ως ο θεόσταλτος γραφιάς του ελληνικού τραγουδιού, ως το πνεύμα προσωποποιημένο. Το 'πιανα όμως να το γράψω και δεν μου έβγαινε χιουμοριστικά, έβγαινε κάτι πιο σοβαρό. Παίρνω έτσι μια μέρα τηλέφωνο τον Γιάννη τον Καλαμίτση –Θεός σχωρέσ' τον, σπάνιος στο γράψιμο– και του λέω υπάρχει περίπτωση να το πιάσεις; Αποκλείεται, μου απαντά. Γιατί; Δεν έχω καμία εμπειρία σε volkswagen, μου λέει, αλλά αν θες autobianchi, στο γράφω! (γέλια)

Γράφετε ακόμα; Σιωπήσατε δισκογραφικά, μετά το 2000...

Άλλαξε αυτό το καθεστώς, που πρέπει να με έχει επηρεάσει. Γιατί επιχειρηματίας δεν υπήρξα ποτέ, αλλά από το 2000-2002 και μετά, έπρεπε πια να γίνεις επιχειρηματίας του εαυτού σου, καθώς οι δισκογραφικές εταιρείες σταμάτησαν να κάνουν παραγωγές. Έφυγε δηλαδή εκείνος που χειριζόταν ένα μέρος της δουλειάς κι έπρεπε πλέον να το κάνεις εσύ. Δεν το 'χω πάντα. Και, ως αποτέλεσμα, μου έφερε μια δυσκολία. Μάλλον βέβαια πρόκειται για δικό μου πρόβλημα, παρά των συνθηκών, γιατί πολλοί άνθρωποι γράφουν και βρίσκουν έναν τρόπο και γίνεται. Συνεχίζω πάντως να γράφω, ακόμα και σήμερα την έχω έντονη την επιθυμία.

Πώς και ασχοληθήκατε αλήθεια με την πολιτική, στο διάστημα αυτό; Σας είδαμε δύο φορές υποψήφιο με τη Νέα Δημοκρατία, μία για την Ευρωβουλή και μία για τη Βουλή...

Βρέθηκα στον συνδικαλισμό του κλάδου μου χάρη στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, πολλά χρόνια πίσω. Ήμουν τότε στην Κρήτη, με την Τάνια Τσανακλίδου και τον Γιώργο Μαρίνο και παίρνει ο Βασίλης την Τάνια και της λέει «τον έβαλα υποψήφιο στο σωματείο». Δεν ξέρω εγώ από τέτοια ρε Βασίλη, του λέω, μη με μπλέκεις. Αφού φεύγω εγώ, επέμενε αυτός, καλό είναι να μπεις. Ευρισκόμενος εκεί, τώρα, ένιωσα ότι ο τραγουδιστής είναι πραγματικά τζίτζικας: είναι εκτός οικονομοκοινωνικοπολιτικής πραγματικής, λιγάκι με το αφιόνι του δηλαδή. Κι έτσι, πολλές φορές, επιχείρησα να βοηθήσω. Ειδικά όπου υπήρχαν πραγματικές ανάγκες.

Σε κάποιο σημείο, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επέβαλλε τεκμήρια στους τραγουδιστές –στοχευμένα, όχι π.χ. στους μουσικούς ή σε άλλους– και υπήρχαν περιπτώσεις όπου κάποιος αναγκάστηκε να πουλήσει το αυτοκίνητό του για να πληρώσει την εφορία, ενώ ένας άλλος είχε τη γυναίκα του με καρκίνο και κόντεψε να πάει φυλακή. Βγήκα λοιπόν ένα πρωί στην τηλεόραση και είπα ότι όσοι αντιμετωπίζουν τόσο ανάλαφρα την υπόθεση τραγούδι, που συνιστά τη μεγαλύτερη παρηγοριά του Έλληνα, είναι οι άνθρωποι οι οποίοι θα το κλείσουν με λουκέτο. Από τότε, με επισκέφθηκε το ΣΔΟΕ 7 φορές. Κι έχω κάνει 7 δίκες ενάντια στο ελληνικό Δημόσιο: έχω φάει τα λεφτά μου στους δικηγόρους, έχω δικαιωθεί στις 6 και εκκρεμεί ακόμα, τόσα χρόνια μετά, η 7η δίκη, στον Άρειο Πάγο.

Συχνά-πυκνά, λοιπόν, τα μιλούσα όλα αυτά με τον Βαγγέλη τον Μεϊμαράκη, που τυχαίνει παιδικός μου φίλος. Και μου έλεγε έμπα ρε στην πολιτική, χρειάζονται άνθρωποι με γνώμη για τα κοινά. Μου το είχε πει αρκετές φορές, μου το ξανάπε και το 2004, για τις Ευρωεκλογές. Και μπήκα, έτσι από την τσαντίλα μου για όσα έζησα συνδικαλιζόμενος. Σήμερα, αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι η πολιτική δραστηριότητα δεν μου ανήκει. Δεν είναι κάτι που το συναισθάνομαι ως δικό μου. Είμαι 100% ζώον πολιτικόν, όμως δεν βρίσκω λύση μέσα από τους κομματικούς μηχανισμούς. Και δεν πιστεύω σ' αυτούς.



31 Δεκεμβρίου 2021

Jan Garbarek - συνέντευξη (2011)


Μεγάλος μάστορας εκείνου του ήχου μεταξύ τζαζ και σύγχρονης λόγιας έκφρασης, που εν καιρώ ταυτίσαμε με τις παραγωγές της ECM.

Μέσα στο 2021, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας ήταν να εκμεταλλευτεί τη δειλή επανέναρξη των συναυλιών για να έρθει για μία ακόμα φορά στην Ελλάδα –το Σάββατο 3 Ιουλίου, στο Ηρώδειο. Όπου και θα έπαιζε πλαισιωμένος από πιάνο (Rainer Brüninghaus), μπάσο (Yuri Daniel) και κρουστά (Trilok Gurtu). Ωστόσο το live δεν μπόρεσε τελικά να γίνει και μετρήθηκε στις ακυρώσεις της χρονιάς, η οποία παρέμεινε δύσκολη σε επίπεδο κορωνοϊού, μέχρι και το φινάλε της.

Με αυτή την αφορμή, πάντως, θυμήθηκα ότι πριν 10 χρόνια είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί του. Ετοίμαζε και τότε βαλίτσες για Αθήνα, καθώς περιόδευε για τον δίσκο Officium Novum (2010), ο οποίος αποτελούσε συνέχεια του εμβληματικού Officium με τους Hilliard Ensemble (1994).

Στη συζήτηση αυτή ο Jan Garbarek έκανε σαφές ότι δεν θεωρεί πως παίζει τζαζ, αλλά κάτι διαφορετικό, το οποίο ξεκίνησε χρονικά μετά το τελευταίο επεισόδιο αυτής, τη free jazz. Υπήρξαν όμως και πιο ...αναπάντεχα σημεία, στα οποία θυμήθηκε π.χ. την αγάπη που είχε προς τον Elvis Presley πριν κολλήσει με τον John Coltrane και το σαξόφωνο.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συνομιλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Περίπου 15 χρόνια χωρίζουν το Officium και το πρόσφατό σας Officium Novum. Διαφοροποιήθηκε σε κάτι ο τρόπος με τον οποίον στήσατε την ηχογράφηση με τους Hilliard Ensemble, με δεδομένο ότι το σκηνικό παρέμεινε το ίδιο –το μοναστήρι του St. Gerold στην Αυστρία;

Διαφοροποιήθηκε, κάτι που έχει να κάνει κυρίως με τις αλλαγές στα μηχανήματα. Παλιά χρειαζόσουν ένα τεράστιο λεωφορείο για να κουβαλήσεις όλα όσα απαιτούσε μια τέτοια ηχογράφηση. Πλέον όλα είναι μικρότερα σε μέγεθος και πιο βολικά στη μετακίνηση. 

Αλλά μια τέτοια μεταβολή δεν έχει να κάνει μόνο με ζητήματα ευκολίας ή μεγέθους. Τότε ήξερες ότι μπορείς να έχεις μία μόνο ηχογράφηση. Κι αυτό δημιουργούσε πίεση στους μουσικούς, η οποία μπορεί να ήταν για καλό, μπορεί όμως και όχι. Τώρα ηχογραφήσαμε με την ησυχία μας πέντε κονσέρτα στο St. Gerold και μετά διαλέξαμε εκείνο που θεωρούσαμε καλύτερο για να δισκογραφηθεί.

Τι χρειάζεται πρωτίστως το σαξόφωνό σας, ως ηχητικό περιβάλλον, ώστε να λειτουργήσει σωστά;

Χρειάζεται ρυθμό, συγχορδίες και μελωδία. Μου αρέσει να αφήνω τις συγχορδίες στο πιάνο και τον ρυθμό στο μπάσο και στα τύμπανα και να αναλαμβάνω τη μελωδία. Για μένα είναι ένας κλασικός συνδυασμός. Βέβαια, για χρόνια είχα κιθάρα στα συγκροτήματά μου αντί για πιάνο, καθώς ένιωθα ότι μου άφηνε ένα πιο ανοιχτό πεδίο και ότι είναι ένα πιο ευέλικτο μουσικό όργανο. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι, κάθε φορά που καθόμουν να φτιάξω κάτι καινούριο, ξεκινούσα καθισμένος σε ένα πιάνο.

Ως προς τα τύμπανα, μιας και τα αναφέρατε: στην Αθήνα θα σας δούμε με τον Trilok Gurtu, αντί για τον συνεργάτη σας τα τελευταία χρόνια Manu Katché, έτσι δεν είναι;

Υπήρξα πολύ τυχερός με τον Manu, γιατί εμφανίστηκε σε ένα σημείο που είχα μείνει δίχως ντράμερ. Είναι όμως διαφορετική υπόθεση η ηχογράφηση από μια περιοδεία. Ζήτησα ασφαλώς από τον Manu να συμμετάσχει και στις συναυλίες, όμως μπορούσε σε κάποιες και σε κάποιες όχι –και έτσι ήρθε ο Trilok να καλύψει αυτά τα κενά. 

Νομίζω ότι οι δυο τους έχουν μοιραστεί τις συναυλίες των τελευταίων 2 χρόνων σε ένα ποσοστό 50-50. Πρόκειται για δύο αρκετά διαφορετικούς μουσικούς. Προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, έχουν ο καθένας άλλη προσέγγιση στα τύμπανα, άλλη αυτοπειθαρχία και βέβαια διαφορετική προσωπικότητα. Με θεωρώ τυχερό που τους έχω συνεργάτες. Έχω αντλήσει πολλά μαθήματα εναλλάσσοντάς τους στις περιοδείες.

Μου δίνετε την εντύπωση ότι ο ρυθμός παίζει για σας κυρίαρχο ρόλο...

Ο ρυθμός πυροδοτεί τη δημιουργικότητά μου. Στις συναυλίες μπορώ να βγάζω μελωδίες για ώρες, αν κάποιος μου δώσει κατάλληλο ρυθμό. Για μένα αυτοσχεδιασμός σημαίνει παραγωγή μελωδιών, πιστεύω όμως ότι κάθε μελωδία πρέπει να σχηματοποιείται από τον ρυθμό. Αν έχω λοιπόν έναν καλό ρυθμό –με το «καλό» εννοώ κάτι που να το βρίσκω ενδιαφέρον και να αισθάνομαι άνετα μαζί του– αισθάνομαι ότι μπορώ πολύ εύκολα να φτάσω κατόπιν σε μια όμορφη μελωδία.

Όταν όμως μετέχετε σε ένα πλαίσιο όπου γύρω από το κομμάτι του αυτοσχεδιασμού σας ορθώνονται δεδομένες ενορχηστρώσεις και συνθετικές οδηγίες, αισθάνεστε να καταπιέζεστε;

Το αντίθετο! Κάτι τέτοιο μπορεί να σου δώσει τελικά ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά το συνειδητοποίησα παίζοντας με τον George Russell, ο οποίος μου έδωσε μονάχα δύο νότες και μου είπε ότι, για 5 λεπτά, πρέπει να παίζω μονάχα αυτές. Δεν το περίμενα, αλλά αποδείχθηκε τρομακτική απελευθέρωση. Με δίδαξε ότι οι περιορισμοί μπορούν να δώσουν απροσδόκητη ώθηση στη δημιουργικότητα ενός μουσικού.

Η μουσική σας ανήκει σε εκείνο το λεγόμενο και «τελευταίο κεφάλαιο» της τζαζ, τη δημιουργική 
μουσική. Όμως για εσάς τι ακριβώς σημαίνει τζαζ;

Για εμένα, η τζαζ έχει ως αφετηρία τον Louis Armstrong και ο κύκλος της κλείνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας της 1960, με τη free jazz. Τα όσα συμβαίνουν από εκεί και πέρα, είναι κατά τη γνώμη μου κάτι διαφορετικό, ακόμα κι αν κάποια στοιχεία έχουν αναντίρρητα τζαζ προέλευση. 

Για μένα, δηλαδή, τζαζ θα είναι πάντα ο Armstrong, ο Duke Ellington, ο Oscar Peterson, ο Dexter Gordon ή ο Miles Davis με τον John Coltrane στα πρώτα τους έργα. Αυτοί οι δύο, όμως, πήγαν το πράγμα πολύ πιο πέρα από ό,τι εγώ θεωρώ ως τζαζ –από ένα σημείο της καριέρας τους κι έπειτα. 

Ίσως άλλοι να έχουν διαφορετικό κριτήριο κατηγοριοποίησης και ορισμού, εγώ πάντως δεν θεωρώ ότι κάνω τζαζ, παρότι έχω ακούσει και έχω παίξει πολλή τζαζ.

Όμως, οι πιο καθοριστικές στιγμές στην ενεργοποίησή σας ως μουσικού δεν οφείλονται στην τζαζ; Και φαντάζομαι ότι δεν ήταν το πρώτο είδος μουσικής με το οποίο ήρθατε σε επαφή...

Ως πιο καθοριστική στιγμή θεωρώ την πρώτη φορά που άκουσα Coltrane στο ραδιόφωνο –ήταν το "Countdown", από το Giant Steps (1960). Ως τότε μου άρεσαν πράγματα με τα οποία μπορούσες να χορέψεις με τα κορίτσια ή κάποιοι δίσκοι του Elvis Presley, έκτοτε όμως η κατάσταση σοβάρεψε. Άκουγα το Giant Steps κάθε μέρα για 2 χρόνια πριν φύγω για το σχολείο και πίεζα τους γονείς μου να μου πάρουν ένα σαξόφωνο, πράγμα που κατάφερα μετά από περίπου 6 μήνες!

Έχει συχνά γραφτεί τι σημαίνετε για την ECM, όμως τι σημαίνει για εσάς η ECM;

Η ECM είναι ο οίκος όπου ανδρώθηκα ως μουσικός. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που γνωρίστηκα με τον Manfred Eicher, ήταν όταν περιόδευα με το σεξτέτο του George Russell στην Ιταλία. Είχα ακούσει ότι σχεδίαζε να φτιάξει μια εταιρεία και τον προσέγγισα μήπως ήθελε να κυκλοφορήσει κάποιες ηχογραφήσεις τις οποίες είχαμε κάνει τότε. Μου είπε όχι, ήθελε να κάνει τους δικούς του δίσκους. Κατάλαβα άμεσα ότι ήταν άνθρωπος που θα με καλούσε εκείνος αν ήθελε να συνεργαστούμε. Και, όντως, κάποιους μήνες μετά έλαβα γράμμα του, στο οποίο μου ζητούσε να φτιάξω ένα συγκρότημα, να βρω ένα στούντιο στο Όσλο και να έρθει να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Έτσι κι έγινε.

Τι κάνει τον Eicher έναν τόσο επιτυχημένο παραγωγό, κατά την άποψή σας;

Ο Eicher είναι απόλυτα δοσμένος στη διαδικασία της ηχογράφησης. Αν ξέρει ότι κάπου υπάρχει μια δυναμική, θα τη βγάλει, δεν υπάρχει περίπτωση. Προσωπικά αισθάνομαι ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του κι έτσι ακούω πάντα με προσοχή τη γνώμη του, ακόμα και για το μικρότερο πράγμα. Ξέρω ότι θα ακούσω κάτι συγκροτημένο, από το οποίο θα ωφεληθώ. Συχνά έχει έρθει με ιδέες που δεν έχω ακούσει ούτε από έμπειρους μουσικούς και μου έχει δώσει έμπνευση για νέα πράγματα. Ταυτόχρονα, ποτέ δεν με έκανε να νιώσω ότι είχα χάσει κάποιο τμήμα της δημιουργικής μου ελευθερίας.



30 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου - συνέντευξη (2012)


Μέσα στο 2021 ξαναβρεθήκαμε με τον Νίκο Πορτοκάλογλου για μια πλούσια κουβέντα, για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Και σκέφτηκα ότι πάλι μέσα σε δύσκολες συνθήκες έλαχε να τα πούμε.

Τώρα, δηλαδή, ήταν η όλη αναζωπύρωση της αβεβαιότητας γύρω από τον κορωνοϊό –η οποία είχε τίμημα και για τον ίδιο, υποχρεώνοντάς τον να σταματήσει τις νέες του παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Το 2012, από την άλλη, ήταν η μαυρίλα της οικονομικής Κρίσης και των μνημονίων. Τότε είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του, τώρα μιλήσαμε αναγκαστικά μέσω Skype. 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αλλάζει το βασικό: ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι καλός συζητητής, ένας άνθρωπος που πάντα έχει να σου πει πολλά και ενδιαφέροντα. 

Η νέα συνέντευξη έδωσε βέβαια και την αφορμή για μια αναδρομή στην παλιότερη συζήτηση. Η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Τριάντα χρόνια πριν κυκλοφόρησε ένας μαύρος δίσκος, στο εξώφυλλο του οποίου απεικονιζόταν ένα κορίτσι με φερετζέ. Πολλά γράφτηκαν έκτοτε για το ντεμπούτο των Φατμέ. Με ποια λόγια θα τον συστήνατε εσείς σήμερα, σε έναν νεότερο ακροατή που δεν έζησε εκείνα τα χρόνια;

Ήταν ο πρώτος δίσκος ενός γκρουπ εικοσάρηδων από τη Νέα Σμύρνη. Τέσσερις συμμαθητές από την Ευαγγελική Σχολή, οι οποίοι αισθανόντουσαν πως το πιο φυσικό πράγμα που μπορούσαν να κάνουν στην Αθήνα των 1980s ήταν να παίξουν ...ανατολίτικο πανκ! 

Προσπαθούσαμε να συνθέσουμε τον ηλεκτρισμό της Δύσης με τη μυστηριώδη και λάγνα Ανατολή. Την εκρηκτική new wave σκηνή της εποχής με τη μαγκιά και την ευγένεια του λαϊκού τραγουδιού. Όπως όλες οι τολμηρές συνθέσεις, όσες βγάζουν τη γλώσσα στα στερεότυπα, η δουλειά μας συνάντησε πολλή καχυποψία: και από τους ροκάδες και από τους λαϊκούς. Αλλά βρήκε και πολλή αγάπη και υποστήριξη. 

Εκτός δηλαδή από το αγγλοσαξονικό ρεπερτόριο, εσείς ακούγατε και λαϊκά. Μάλλον παραμένει κάτι παρεξηγήσιμο από όσους αγαπούν το ροκ, ακόμα και σήμερα...

Είναι ένα κόστος που πληρώνει όποιος θέλει πάνω απ' όλα να μένει πιστός στον εαυτό του και όχι στον κάθε στενοκέφαλο οπαδό. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, πάντως, δεν έχω πια καμιά αμφιβολία πως αξίζει τον κόπο.

Γιατί πιστεύετε ο λαός μας έχει τόση δυσκολία στο να κρατάει το παρελθόν του και ταυτόχρονα να γίνεται μοντέρνος;

Γιατί είναι τρομερά δύσκολο. Αυτό συνήθως το καταφέρνουν κάποιοι καλλιτέχνες-ιδιοφυΐες και παρασύρουν μετά και τους υπόλοιπους. Το έκανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, το έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις, το έκανε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Για μας τους νεότερους θα μιλήσουν οι επόμενοι...
 
Τριάντα χρόνια μετά, γιορτάζετε την επέτειο του ξεκινήματός σας με την κυκλοφορία ενός διπλού δίσκου. Αλλά γιατί λέγεται Ίσως; Γιατί αυτό το επίρρημα αμφιβολίας;

Αισθάνομαι πως ζούμε σε μια αβέβαιη και μεταβατική εποχή, όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Πιστεύω ότι είναι μια πολύ σκληρή αλλά και πολύ δημιουργική φάση, αν δεν κολλήσουμε βέβαια στην κλάψα και στην αδράνεια. Είναι στο χέρι μας: «Ίσως μια μέρα να πάμε πιο πέρα/πιο πέρα απ' τη νύχτα/μέχρι την αυγή...».

Με ποια λογική επιλέξατε τους συμμετέχοντες στο δεύτερο CD, όσους ανέλαβαν τις διασκευές στο παλιότερο υλικό; Τους γνωρίζατε προσωπικά ως συνεργάτες ή θέλατε να συγκεντρώσετε την αφρόκρεμα από τους πιο προβεβλημένους εκπροσώπους της νεότερης γενιάς;

Δεν ανέλαβαν οι καλεσμένοι τις διασκευές: οι περισσότερες έγιναν από μένα και τη μπάντα μου και κάποιες σε συνεργασία με τον κάθε καλεσμένο. Η ιδέα ήταν ότι γιορτάζω τα 30 μου χρόνια στο τραγούδι ηχογραφώντας 10 καινούρια και 10 παλιότερα τραγούδια σε νέες εκτελέσεις. 

Τα γενέθλια αυτά τα είδα σαν μια αφορμή για να γνωρίσω τους νέους συναδέλφους μου, τραγουδοποιούς και τραγουδιστές. Να τους γνωρίσω όχι μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, αλλά με τον πιο ουσιαστικό τρόπο που μπορούν να γνωριστούν δυο μουσικοί: παίζοντας, αυτοσχεδιάζοντας και (τελικά) ηχογραφώντας μαζί.

Παρατηρώ ότι οι προσκεκλημένοι σας ανήκουν όλοι στους ελληνόφωνους ερμηνευτές ή τραγουδοποιούς. Καλέσατε και αγγλόφωνους ή θεωρείτε ότι δεν έχετε κοινές ανησυχίες με τέτοιους δημιουργούς; Αν θυμάμαι καλά, σε παλιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει ότι αυτό με το αγγλόφωνο τραγούδι «δεν πάει πουθενά, είναι σαν να προσπαθείς να κρύψεις ότι είσαι από χωριό»...

Ένα από τα οφέλη της τραγουδοποιίας (και της τέχνης γενικότερα) είναι ότι σε βοηθά να συμφιλιωθείς με την καταγωγή σου, με τους προγόνους σου. Και τελικά, αν τα καταφέρεις, με τον εαυτό σου. Να φτάσεις δηλαδή να είσαι περήφανος για το χωριό σου, που είναι νομίζω ο μόνος δρόμος για να γίνεις γνήσιος κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου. Αλλιώς, όσες γλώσσες και να μιλάς, παραμένεις επαρχιώτης.

Παίξατε ζωντανά στο στούντιο, με όλη τη μπάντα και τους καλεσμένους μαζί –όπως ηχογραφήθηκαν και οι αγαπημένοι σας δίσκοι της δεκαετίας του 1960. Ποιοι έχουν αυτή την ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;

Όλοι οι Beatles και οι Rolling Stones, όλος ο Bob Dylan, ο Leonard Cohen, ο Neil Young και τόσοι άλλοι από τη ροκ σκηνή. Τα άπαντα του Βασίλη Τσιτσάνη και του Άκη Πάνου. Ο Miles Davies, o Antônio Carlos Jobim, o Morricone, o Caetano Veloso. Υπέροχες, φευγάτες μουσικές από διάφορα πλάτη και μήκη του πλανήτη.

Στο σημείωμά σας για το Ίσως, γράφετε για την αρχή και το φινάλε του μεγάλου πάρτι (έχετε κι ένα νέο τραγούδι ονόματι "Το Πάρτι Τελειώνει"). Για τη διάψευση και το κενό, αλλά και για την «ανομολόγητη χαρά» για το τέλος της φούσκας. Για εσάς πότε ακριβώς ξεκινά η διάψευση; Βρεθήκατε ποτέ να παρασύρεστε από αυτήν;

Τι να πεις τώρα για ένα τέτοιο θέμα, χωρίς να περιαυτολογήσεις; Πως ήσουνα με τους καλούς και όχι με τους κακούς; Ότι δούλευες σκληρά και πλήρωνες φόρους; Και ποιος να σε πιστέψει, μέσα σ' αυτό το κλίμα καχυποψίας και διχασμού; 

Γι' αυτό το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι όλοι ζήσαμε μέσα στη φούσκα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τώρα, όμως, άλλοι θρηνούν για το τέλος του πάρτυ και άλλοι βλέπουν σ' αυτό το τέλος τη μόνη ελπίδα για μια νέα αρχή. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.

Αν και είστε καλλιτέχνης της Universal, σε λίγες μέρες θα εμφανιστείτε στα πλαίσια του φετινού Ark. Τι σημαίνει για εσάς το συγκεκριμένο φεστιβάλ;

Η δισκογραφική εταιρεία δεν έχει καμία σχέση με τις συναυλίες μου. Το  Ark Festival –όπως και το River Party στο Νεστόριο– είναι ένα είδος γιορτής όπου συναντιόμαστε μεταξύ μας, η οικογένεια των μουσικών. Και ο κόσμος το απολαμβάνει. 

Στην εποχή μας τα φεστιβάλ είναι μια δυναμική λύση για να ενισχυθεί η μουσική σκηνή και να δει ο κόσμος πολλούς καλλιτέχνες μαζί, με χαμηλό εισιτήριο. Ελπίζω να πολλαπλασιαστούν σε όλη την Ελλάδα.

Σε περίπου έναν μήνα από τώρα, ο Φοίβος γιορτάζει στο Ο.Α.Κ.Α. 20 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει το Άξιον Εστί στο Ηρώδειο. Υφίσταται για εσάς ξεκάθαρη επιλογή για το πού θα έπρεπε να πάει κανείς;

Κοιτάξτε, το ένα είναι το σάουντρακ της μεγάλης φούσκας που λέγαμε προηγουμένως. Και το άλλο, φοβάμαι, ένα ακόμα μνημόσυνο για τη δεκαετία του 1960. Να αναπολήσουμε τα περασμένα μεγαλεία δηλαδή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Σ' αυτή τη φάση, είναι το τελευταίο πράγμα που μου χρειάζεται.



29 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά» - ανταπόκριση (2018)


Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ κουρασμένος στις μέρες γύρω από την 1η Δεκέμβρη του 2018, που είχα κανονίσει να πάω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο να δω την παράσταση Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά την οποία παρουσίαζαν εκεί ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Πέρασε δηλαδή από το μυαλό μου να το ακυρώσω, αλλά ευτυχώς τέτοια πράγματα δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου.

Τρεις Δεκέμβρηδες μετά, καθώς γράφω αυτά τα εισαγωγικά, στέκομαι ανακουφισμένος στη λέξη «ευτυχώς». Γιατί εκείνη η περίσταση έμελλε να είναι και η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα πάνω στη σκηνή. Σε μια απροσδόκητη μα επιτυχημένη συνεργασία με τον Πορτοκάλογλου, αλλά και σε μια βραδιά που είχε το επιπλέον έξτρα της Αφροδίτης Μάνου, η οποία έδωσε το παρών ως Επισκέπτρια. Έχει απογοητεύσει με πολλά τελευταία, το γνωρίζω. Όμως το καλλιτεχνικό της έργο είναι σημαντικό.

Όχι πως δεν είχα τις ενστάσεις μου για όσα είδα. Κάποιες αφορούν μάλιστα και τη Μάνου, όπως και τις Μιρέλα Πάχου & Αγάπη Διαγγελάκη, οι οποίες είχαν μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα. Όμως, αν μου έμεινε κάτι σαν «απόσταγμα», ήταν ότι το βρήκαν το «μαζί» τους ο Πορτοκάλογλου με τον Μαχαιρίτσα –και ήταν και ουσιαστικό.

Η κάτωθι ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή στάθηκαν οι φετινές εμφανίσεις του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Γυάλινο με την παράσταση Ένα Φως Αναμμένο, οι οποίες τερματίστηκαν άδοξα πριν λίγες μέρες, λόγω της υγειονομικής συνθήκης που επέβαλλε η μεγάλη διάδοση της μετάλλαξης Όμικρον του covid-19. Μια γνώμη γι' αυτές πρόλαβε πάντως να δημοσιευτεί στα πλαίσια της συνεργασίας μου με το Αθηνόραμα (εδώ).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι εύστοχος ο τρόπος με τον οποίον συστήνουν αυτές τις κοινές τους παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα: Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά

Μια φράση με κυριολεκτική διάσταση, αλλά και μεταφορική διάθεση. Βεβαίως, πρόκειται για τραγούδι του Πορτοκάλογλου, από το Παιχνίδια Με Τον Διάβολο του 1999 –ένα από τα (λίγα) σπουδαία άλμπουμ του κινήματος που οι θιασώτες είπαν «ελληνικό ροκ» και οι αντίπερα ονόμασαν «ελληνόφωνο ροκ» (συχνά για να το ξεχωρίζουν από το δικό τους, το αγγλόφωνο, που το θεωρούσαν κάτι σαν το θείο βρέφος). Την ίδια όμως στιγμή μοιάζει σαν να ψάχνουν οι δύο συντελεστές και για έναν απολογισμό του τι έγινε και τι έμεινε σε περίπου 40 χρόνια καριέρας, στα οποία κινήθηκαν σε βίους παράλληλους. 

Ασφαλώς, όταν ψάχνεις «Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη βρεις παρά κάρβουνα ή να πρέπει να τρέξεις με ένα σίδερο να τη σκαλίσεις αυτή τη φωτιά, ώστε να μη σου σβήσει. Είναι μια παράμετρος που πιστεύω δεν έχει ξεφύγει από τους κακεντρεχείς επικριτές του Νίκου Πορτοκάλογλου και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Όσους εδώ και χρόνια τους φορτώνουν το προπατορικό αμάρτημα της σύμπλευσης ροκ και έντεχνου, που μετέτρεψε το πρώτο σε συνιστώσα του δεύτερου –μια υπόθεση που αξίζει ίσως να τη συζητήσουμε, αν και όχι με τέτοιους όρους. Είμαι πάντως εξίσου σίγουρος ότι, τόσο ο Πορτοκάλογλου, όσο και ο Μαχαιρίτσας, γνωρίζουν καλά την «προίκα» τους. Διαφορετικά δεν θα έστηναν ένα τόσο πλούσιο και συμπαγές πρόγραμμα. 


Γιατί αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη αίσθηση, όταν φτάνει η ώρα της καληνύχτας στο Γυάλινο. Ότι είδες ένα σφιχτό, επιμελώς φιλοτεχνημένο πρόγραμμα. Το οποίο λειτουργεί συνολικά και όχι αποσπασματικά, έχοντας μεν τα πιο πάνω και τα λίγο πιο κάτω του, μα χωρίς ποτέ να εντοπίζεται σημαίνουσα «κοιλιά». Και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ίσως υποθέτει κανείς, γιατί Πορτοκάλογλου και Μαχαιρίτσας ανεβαίνουν στη σκηνή γύρω στις 23.00 και το λήγουν περίπου 3 παρά το πρωί. Η διάρκεια λοιπόν, είναι μεγάλη. Και, πέραν του θεσμού του Επισκέπτη που έχουν ορίσει –οι χειμερινές σκηνές της Αθήνας βρίσκονται μάλλον στον αστερισμό της Ταράτσας του Φοίβου– δεν υπάρχει άλλο τρικ, ούτε κάποιο ξόρκι. Παρά μόνο τα τραγούδια τους.  

Και είναι πραγματικά πολλά τα ωραία τραγούδια που έχουν γράψει και ο ένας και ο άλλος· και με τα συγκροτήματά τους –Τερμίτες ο Μαχαιρίτσας (PLJ Band στο ξεκίνημα), Φατμέ ο Πορτοκάλογλου– και μόνοι τους. Παρά τις τόσες ώρες διάρκεια, αν το σκεφτόσουν στο φινάλε, όλο και κάτι εντόπιζες που έλειψε. Ως εκ τούτου, δεν ξέρω τι νόημα μπορεί στ' αλήθεια να έχει για μια ανταπόκριση η εκτενής αναφορά του «τι παίχτηκε». Κάποια πιο μαζικά hits κρατήθηκαν για την τελική ευθεία της βραδιάς ("Ένας Τούρκος Στο Παρίσι", ας πούμε, ή το "Θάλασσά Μου Σκοτεινή"), μερικά άλλα έγιναν «πακέτο» σε ένα πιο λαϊκό τμήμα του προγράμματος ("Ο Παλιός Στρατιώτης", "Κλείσε Τα Μάτια Σου", "Πεθαίνω Για Σένα", "Πότε Θα Σε Βαρεθώ"), ωστόσο κάθε σχεδόν στιγμή άκουγες κι ένα γνωστό τραγούδι. Ήδη μάλιστα από την έναρξη, η οποία άρχισε με αυτοπεποίθηση, ρίχνοντας νωρίς ακόμα και το υπερατού "Διδυμότειχο Blues".


Από άποψη προσέλευσης, το Γυάλινο γέμισε το Σάββατο 1η του Δεκέμβρη (2η μέρα του προγράμματος). Με κόσμο βέβαια αισθητά μεγάλο από άποψη ηλικιών. Παράμετρος κρίσιμη για το πώς νοεί την «επιτυχία» μια μουσική σκηνή εν έτει 2018, όχι όμως ελπιδοφόρα για το πού γενικώς πάει το πράγμα –και ίσως «βόμβα» όσον αφορά τη μακροημέρευση του όποιου σχήματος, στον όποιον χώρο. Γενικώς, πάντως, ήταν κοινό που έπιανε με θέρμη ό,τι πάσα δινόταν από τη σκηνή για τραγούδισμα σε κάποιο γνωστό ρεφρέν, αν και δεν έλειψαν μερικές δύσκολες στιγμές, με τον Μαχαιρίτσα λ.χ. να διασκευάζει θεσπέσια και με λιτή ενορχήστρωση τον "Άμλετ Της Σελήνης" έχοντας δυστυχώς ως «φόντο» τη βαβούρα από τα πίσω τραπέζια.


Αν κάτι δεν πήγε καλά στο πρόγραμμα, ήταν η έναρξη. Παρότι δεν ήταν πρεμιέρα και παρότι παίχτηκαν από την αρχή ορισμένα πολύ γνωστά τραγούδια χωρίς φόβο, το πράγμα δεν φαινόταν να λειτουργεί. Η ορχήστρα έδειχνε φορτωμένη, ο ήχος έβγαινε βουητό, Μαχαιρίτσας και Πορτοκάλογλου έμπαιναν ο ένας στα χωράφια του άλλου, μα δεν συνυπήρχαν: το προαναφερθέν "Διδυμότειχο Blues" στάθηκε η χειρότερη στιγμή της βραδιάς και ήταν κρίμα για το βεληνεκές του. Ωστόσο τα πράγματα δεν άργησαν να στρώσουν. Μόνος του ο Πορτοκάλογλου παρουσίασε στη συνέχεια ένα άμεσα πιο δεμένο αποτέλεσμα, μόνος του ο Μαχαιρίτσας αποδείχθηκε κατόπιν άνετος και ουσιαστικός· όταν ξανάσμιξαν ήταν πλέον όντως «μαζί», μένοντας έτσι ως το τέλος. 


Άνθρωποι με εμπειρία στο να παίζουν με άλλους, ήταν φυσικό ότι Πορτοκάλογλου & Μαχαιρίτσας θα πρόσεχαν ιδιαιτέρως τη συνοδευτική μπάντα. Αλφαβητικά παραθέτοντάς τους, οι Άκης Αμπράζης, Αγάπη Διαγγελάκη, Δημήτρης Καλονάρος, Ηλίας Λαμπρόπουλος, Μιρέλα Πάχου, Φίλιππος Σπυρόπουλος, Steve Tesser & Βύρων Τσουράπης καταγράφηκαν ως μουσικοί ικανοί για ό,τι κλήθηκαν να υπηρετήσουν, παραδίδοντας στιβαρά παιξίματα σε διάφορα σημεία. Έλειψε ίσως από τη γενικότερη ενορχηστρωτική προσέγγιση μια κάπως πιο λοξή ματιά, αλλά κάτι τέτοιο αφορά το «γενικό πρόσταγμα». Και είναι ευθέως ανάλογο, βεβαίως, με το κατά πόσο θα άρεσε στο δεδομένο κοινό –είναι μάλλον πιο σωστό λοιπόν να πω «μου έλειψε», γιατί κατά τα λοιπά ορθώς νομίζω επιλέχθηκε αυτή η ασφαλής οδός πλεύσης.


Η Αγάπη Διαγγελάκη και η Μιρέλα Πάχου είχαν αισθητά μεγαλύτερο ρόλο στο πρόγραμμα, ιδίως η δεύτερη, η οποία και επισήμως μπαίνει ως συμμετέχουσα στη μαρκίζα. Θα ήταν άδικο να τις συμπεριλάβω στα «αρνητικά», γιατί και επαρκέστατες αποδείχθηκαν στα οργανοπαιχτικά τους καθήκοντα και καλές φωνές διαθέτουν. Τους χρειάζονται εντούτοις μερικά «χιλιόμετρα» εμπειρίας ακόμα, καθώς η καλλιφωνία δεν μεταφράστηκε πάντα σε ωραίες ερμηνείες, ενώ υπήρξε κι ένα γενικότερο ζήτημα εύρεσης της θέσης τους επί σκηνής: οι χορευτικές κινήσεις της Διαγγελάκη φάνηκαν κατά τη γνώμη μου άκυρες, όπως και το χαμόγελο στα χείλη της Πάχου, το οποίο έμεινε λ.χ. στη θέση του (ως ένα σημείο της διάρκειας) ακόμα και σε τραγούδια όπου ήταν εντελώς παράταιρο, λόγω του περιεχομένου τους. 

Άφησα για το τέλος την Επισκέπτρια, που σε αυτές τις πρώτες ημερομηνίες είναι η Αφροδίτη Μάνου –έπονται, αργότερα, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας με τον Βαγγέλη Γερμανό. Η Μάνου συμπορεύτηκε πολύ ωραία με τον Μαχαιρίτσα και τον Πορτοκάλογλου, ενώ έδωσε την ευκαιρία να δούμε πώς έχουν φανταστεί οι δυο τους τη λειτουργία του εκάστοτε καλεσμένου στο κοινό τους πρόγραμμα. 


Το έχουν σκεφτεί πράγματι καλά, η δε Μάνου υπήρξε εξαιρετική επιλογή, καθώς είναι τραγουδοποιός με την οποία ταιριάζουν όπως λέμε «τα χνώτα τους». Με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν κι εκείνοι άψογα ως συνοδοί της, καθώς μας θύμιζε σπουδαίες στιγμές της δικής της πορείας, όπως τη "Νυχτερινή Εκπομπή", το κηλαηδονικό "Μια Μέρα Μιας Μαίρης" ή το θαυμάσιο (και όχι τόσο γνωστό) "Για Ποια Ελλάδα". Βρίσκεται σε μεγάλα κέφια τελευταία η Μάνου και ίσως είναι καιρός να σκεφτεί σιγά-σιγά τη δική της παράσταση. 

Μόνη ένσταση, ότι συχνά φώναζε. Όπως φώναζε και ο Μαχαιρίτσας σε σημεία των δικών του ερμηνειών, δημιουργώντας αχρείαστους τριγμούς στο ερμηνευτικό οικοδόμημα. Δεν ξέρω αν δεν άκουγαν κάτι καλά ή αν έχουμε περάσει σε μια εποχή όπου οι τραγουδιστές φωνασκούν στα live –όπως παλιότερα φωνασκούσαν οι ηθοποιοί στα τηλεοπτικά σίριαλ. Φοβάμαι ότι συμβαίνει το δεύτερο (υποψιάζομαι μάλιστα και το γιατί). Είναι καιρός να το θέσουμε επιτακτικά επί τάπητος και να το χαρακτηρίσουμε ευθαρσώς ως ακαλαίσθητο. 

Παρά τους παράλληλους βίους τους με εκείνα τα ροκ συγκροτήματα που έπιασαν το ποπ αισθητήριο της δεκαετίας του 1980 και το ξάνοιγμα των σόλο πορειών τους προς τον έντεχνο ήχο από τη δεκαετία του 1990 ως και τις ημέρες μας, είναι αλήθεια ότι Νίκος Πορτοκάλογλου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δεν εγγράφονταν συνήθως μαζί στη συλλογική μουσικόφιλη συνείδηση. Ίσως να φταίνε και τα πολιτικά γι' αυτό, καθώς αμφότεροι τα συζητάνε με παρρησία από το δημόσιο βήμα τους. Το πρόγραμμα στο Γυάλινο αποδεικνύει πάντως ότι έχουν τελικά περισσότερα κοινά από όσα νομίζαμε. Ίσως και απ' όσα νόμιζαν και οι ίδιοι μέσα στον χρόνο.