01 Ιανουαρίου 2022

Κώστας Τουρνάς - συνέντευξη (2016)


Στην εκπνοή σχεδόν του 2021, βγήκε και το 2ο τεύχος της ελληνικής έκδοσης του Rolling Stone, με το φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών για την Πέμπτη 30 Δεκέμβρη –και με εξώφυλλο που σήκωσε συζητήσεις, αφού απεικόνιζε τον Bruce Springsteen με τον πρώην Πρόεδρο των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα (με αφορμή ένα κοινό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε και στα ελληνικά). 

Δεν είμαι βέβαια στη συντακτική ομάδα του Rolling Stone. Ωστόσο, μετά από ευγενική πρόσκληση της αρχισυντάκτριας Ειρήνης Σαρλή-Θεοφυλακτοπούλου, ανέλαβα δράση ως προσκεκλημένος, με αποστολή να πάρω μια συνέντευξη από τον Κώστα Τουρνά. Αφορμή ο τόμος «Κώστας Τουρνάς»: μια ογκώδης, συλλεκτική έκδοση με στίχους, κείμενα και σπάνιες φωτογραφίες, η οποία διαθέτει κι ένα συνοδευτικό CD με σπάνια και ακυκλοφόρητα τραγούδια (για όσους πρόλαβαν τις προπαραγγελίες).


Την αποστολή την εκτέλεσα με μεγάλη χαρά, καθώς αγαπώ ιδιαιτέρως την τραγουδοποιία του Τουρνά, με τον οποίον μας ενώνει και μια σύμπλευση στα πολιτικοκοινωνικά (μη δεδομένη ούτε στον δικό του χώρο, ούτε στο δικό μου σινάφι). Λόγω της πανδημίας, ωστόσο, τα είπαμε μέσω Skype –και όχι στο στούντιό του στο Πολύγωνο, όπως κάναμε το 2016. Διότι αυτή για το Rolling Stone ήταν η δεύτερη συνομιλία μας μέσα στα χρόνια.

Πέντε χρόνια πριν, την αφορμή για τη συνάντησή μας είχε δώσει μια συναυλία που σχεδίαζε στο Gagarin. Όπως και τώρα, έτσι και τότε κουβεντιάσαμε για πολλά πράγματα, πίνοντας καφέ: για τους Poll και τα Απέραντα Χωράφια, για τον David Bowie και τους Beatles, για τον "Αχιλλέα Απ' Το Κάιρο". Μέχρι και για τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη είπαμε.

Η συνέντευξη εκείνη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, σε μια μορφή που για μένα είναι η τελική και η μόνη ας την πούμε «επίσημη».

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Χρήστο Κοντό. Η φωτογραφία από το τεύχος του Rolling Stone ανήκει στη Χριστίνα Κουτρουλού


Για πρώτη φορά στο Gagarin, λοιπόν...

Ναι, πρώτη φορά πάω εκεί. Ούτε ξέρω πώς είναι ο χώρος, γνωρίζω όμως ότι διαθέτει καλές προδιαγραφές και ότι έχει καλό παρελθόν. Εγώ θα κάνω ό,τι κάνω πάντα, βέβαια, γιατί δεν το βρίσκω και ευγενές να «προσαρμόζεσαι» ανάλογα με το πού πηγαίνεις να εμφανιστείς. 

Θα είμαι μαζί με τα παιδιά με τα οποία παίζω εδώ κι αρκετά χρόνια, τον Δημήτρη Τσοπανέλη σε κιθάρα/τραγούδι, τον Διαμαντή Καλαφατιάδη σε keyboards/πιάνο, τον Κώστα Βήχο στο μπάσο και (μάλλον) τον Γιώργο Λιβαδά στα τύμπανα. Αν και τελευταία έχουμε κάνει κι εμείς μερικές αλλαγές, γιατί κάθε παράσταση αποτελεί και μια πρόκληση –οπότε αν δεν προκαλείς εσύ ο ίδιος, είναι ουδέτερο μετά το πράγμα.

Τι αλλαγές έχουν γίνει, δηλαδή;

Παρότι το Gagarin είναι μεγάλο, θα επιχειρήσω και μερικά τραγούδια μόνο με μια κιθάρα, ένα μέρος «unplugged» δηλαδή. Για να έρθουμε κάπως πιο κοντά, γιατί συνήθως η σκηνή έχει μια νοητή κουρτίνα μπροστά της· ας την κάνουμε λίγο στην άκρη. 

Επίσης, πάντα όταν παίζεις, έχεις τον περιορισμό του τι είμαστε/ποιοι είμαστε/τι όργανα έχουμε στη διάθεσή μας. Μερικά κομμάτια, όμως, τα θέλεις αλλιώς ή θέλεις να τα κάνεις πιο τωρινά. Κάποια λοιπόν τα έχουμε αλλάξει στην εκτέλεση, με την υποστήριξη κι ενός μικρού playback δίπλα στη ζωντανή ορχήστρα. Γιατί, στην τάδε επιλογή του σετ για παράδειγμα, θες κι ένα σετ εγχόρδων. Μπορεί ασφαλώς να το παίξει ο κιμπορντίστας, αλλά κι εκείνος τι θα πρωτοπαίξει;

Θα παίξετε και τα Απέραντα Χωράφια;

Να το παίξω ολόκληρο, δεν γίνεται, από μόνο του είναι γύρω στα 40 λεπτά. Αλλά ναι, θα παίξουμε ένα μέρος.

Είχατε ποτέ κατά νου ότι αυτός ο δίσκος θα κέρδιζε τόση φήμη, με τα χρόνια;

Όχι, αλλά, αν με ρωτήσεις, βρισκόταν πάντα στη γραμμή που χωρίζει το πείσμα από τους ευσεβείς πόθους. Το τι επιχειρώ δηλαδή να γράψω, το τι θέλω να πω κάθε φορά, ανήκει στους δεύτερους. Αν όμως μιλήσουμε για τη σχέση μιας κοινωνίας με το τραγούδι και τη μουσική και εντοπίσουμε μια ανάγκη για γρήγορες επιτυχίες και για μια κλισέ θεματολογία περιστρεφόμενη γύρω από τον έρωτα και το χρήμα, αυτή συγκρουόταν πάντα με τους δικούς μου ευσεβείς πόθους. 

Δεν ήθελες δηλαδή να κάνεις επιτυχία, θα μου πεις; Ασφαλώς και ήθελα, γι' αυτό εξάλλου και εκτίθεσαι δημόσια. Δεν ήθελα όμως τον προβλεπόμενο δρόμο, γιατί πίστευα ότι υπάρχουν και διαφορετικά πράγματα να ειπωθούν. Ακόμα και σε ένα ερωτικό τραγούδι. Ερωτικά τραγούδια γράφονται άλλωστε εδώ και 2 αιώνες, αν το πιάσουμε από τις ιταλικές καντζονέτες. 

Δεν ήθελα έτσι να εγκλωβιστώ σε ένα πράγμα μ' άφησες/σ' άφησα και πού πας τώρα. Έχει σημασία να μιλήσεις από την άποψη την τωρινή κάθε φορά, γιατί ένα σημερινό λ.χ. παιδί ψάχνει να ακούσει τη δική του φωνή. Και όποιος γράφει, καλείται να του τη δώσει. Νιώθω γενικά ότι τα τραγούδια μου ήταν λίγο «εκτός». Υπήρξα όμως τυχερός, γιατί πολλές φορές ο κόσμος στάθηκε τελικά σε εκείνα.

Σας αρέσει η ελληνική μουσική που ακούτε τα τελευταία χρόνια;

Δεν έχω βρει κάτι να μου αρέσει πάρα πολύ, να μπορεί να γίνει και δικό μου. Βρίσκω όμως εξαιρετικές φωνές, κάπου-κάπου, καλές ενορχηστρωτικές απόπειρες, κάπου-κάπου, ωραία τραγούδια που θα μπορούσαν όμως να είναι και καλύτερα εκτελεστικά. Διακρίνω πάντως πολύ μπάλωμα, σήμερα: μια έγνοια για το πώς θα το φτιάξουμε το τραγούδι έτσι ώστε να μπορέσουμε να το δώσουμε, ξεχνώντας ότι, πρωτίστως, είναι κάτι που πρέπει να μιλάει στις ψυχές των ανθρώπων. 

Εξακολουθεί να κινείται και να δουλεύει πολύ ένα είδος ερωτικού τραγουδιού που καταπιάνεται με τα των συναισθηματικών σχέσεων αποκλειστικά. Και το καταλαβαίνω, μάλιστα και σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν ορισμένα πολύ καλά τραγούδια. Όμως εμένα δεν με τραβάνε, συνεχίζω να αναζητώ ό,τι θα μιλήσει και πέρα από κάτι τέτοιο. Με απασχολούν περισσότερο οι συνολικότερες σχέσεις των ανθρώπων, εκείνο που λέμε «κοινωνικό». Πάντα είχα την ανάγκη να μπερδευτώ με αυτό.

Δεν έχασε ωστόσο τον βηματισμό του εκείνο το άλλο τραγούδι, που υποτίθεται είχε κι αυτό την ανάγκη να μιλήσει για τέτοια πράγματα; Πνίγοντάς μας στα σύννεφα και στη θολή ψευδοποιητικότητα; 

Εννοείται. Γιατί μη φαντάζεσαι, και το τραγούδι μπορεί να χρεωκοπήσει, ακριβώς όπως ένας επιχειρηματίας που πριν 5 χρόνια είχε 200 άτομα προσωπικό και τώρα κινδυνεύει να μπει φυλακή. Απλά η συνδιαλλαγή του δεν είναι άμεσα οικονομική, λαμβάνει χώρα στον χώρο της τέχνης και της σκέψης –κι έτσι μας είναι πιο δύσκολο να το πιστέψουμε. Αλλά αυτή η χρεωκοπία έχει προηγηθεί της οικονομικής. Πρώτα «χάνουμε την ψυχή μας», όπως λένε οι παππούδες, και μετά χάνεις και το χρήμα και τη διαχείρισή του. Έτσι συνέβη και στην Ελλάδα. Πρώτα χάσαμε την ευθυκρισία μας, το ξέρω-πού-πατάω, το να έχει η ζωή μας μια συνέπεια κι ένα μέτρο. Και μετά χάσαμε και το οικονομικό.

Αισιοδοξείτε, παρ' όλα αυτά;

Ναι. Δεν είναι μια εύκολα μεταφράσιμη αισιοδοξία ή ίσως αναγνωρίσιμη. Πόσο μπορεί όμως να βασανίζεται ένας λαός ή μια περιοχή για το χρήμα, δηλαδή για χαρτιά τα οποία τυπώνονται αφειδώς στην Ευρώπη ή στην Αμερική; Βεβαίως υπάρχουν καλλιτέχνες του είδους, στρατηγοί των οικονομικών, που θα σε στριμώξουν, θα σε ταλαιπωρήσουν, θα σε χρεωκοπήσουν. Αλλά ως πότε; Τόσο ικανοί είναι, τόσο πολύ το έχουμε χάσει εμείς, τόσο πια γέρνει προς το μέρος τους η άγνωστη εκείνη νομοτέλεια που λειτουργεί στον κόσμο από μόνη της; 

Ε, δεν το πιστεύω. Ίσα-ίσα, πιστεύω ότι οι πολύ-πολύ νεότερες γενιές θα ζήσουν ίσως και καλύτερα από τις προηγούμενες. Γιατί κάθε ανθρώπινος σχεδιασμός έχει την αδυναμία του: πάντα υπάρχει ο «από μηχανής Θεός» της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, ο αστάθμητος παράγων που επιτρέπει την άσκηση της προαναφερθείσας νομοτέλειας με έναν τρόπο ο οποίος μας αφήνει τους ανθρώπους να κοιτάμε σαν χαζοί. Απλώς δεν είναι μια διαδικασία που την περιμένεις αύριο το πρωί ή διακρίνεις πώς ακριβώς θα γίνει. 

Αν κοιτάξεις από τη λεπτομέρεια, μοιάζει χαμένο παιχνίδι. Αν κοιτάξεις από ψηλά, αντλείς την αισιοδοξία για την οποία μιλάω. Την ώρα βέβαια που δεν έχεις να πληρώσεις τη ΔΕΗ σου, δεν έχεις σκέψεις για τέτοια πράγματα.

Πριν φτάσουμε να ζούμε όλα αυτά, εσείς πώς βρεθήκατε από την Τρίπολη στην Αθήνα;

Ήταν μια σύντομη ιστορία της ελληνικής οικογένειας, ας πούμε. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος στην Τρίπολη, καλοδιάθετος και καλοπροαίρετος άνθρωπος, που όμως βρέθηκε χρεωκοπημένος στα χρόνια της ανάπτυξης της Ελλάδας. 1959, για την ακρίβεια, μια δεκαετία πάνω-κάτω μετά τα Δεκεμβριανά. Του χρώσταγε η μισή Τρίπολη, μα δεν μπορούσε να εισπράξει. Έκλεισε έτσι την επιχείρηση που είχε και βρέθηκε στην πρωτεύουσα, ώστε να μπορέσει να ζήσει ο ίδιος και η οικογένειά του.

Στον πατέρα σας έχετε μοιάσει περισσότερο ή στη μητέρα σας;

Μάλλον έχω μοιάσει στον πατέρα μου. Η μητέρα μου, η οποία ζει καλή της ώρα, είναι ανήσυχος άνθρωπος. Δεν μπορώ να με χαρακτηρίσω ως εφησυχασμένο, αλλά δεν είμαι και ανήσυχος. Περισσότερο αντιμετωπίζω το τώρα μου, ενώ ο ανήσυχος, από τη φύση του, αντιμετωπίζει το αύριο –ο δε δυσαρεστημένος ασχολείται με το χθες. 

Εγώ λοιπόν δεν θυμώνω για το χθες και δεν ανησυχώ για το αύριο –γιατί δεν είναι δικό μου. Όσο μπορώ περιορίζομαι στο να ζω το τώρα, κατά το δυνατόν. Αυτό είναι ένα μοντέλο του πατέρα μου. Εκείνος βέβαια είχε και 3 παιδιά, ήταν κάπου και εκβιαζόμενος να ανησυχεί δηλαδή, παρότι δεν ήταν στον τύπο του. Τέτοια ανησυχία δεν την έχω. Πιθανώς γιατί δεν έχω παιδιά, πιθανώς γιατί είναι πιο περιορισμένες οι ευθύνες μου και προς εμένα και προς τρίτους. Μου δίνει την πολυτέλεια να στέκομαι στο τώρα κι ας μην έχω ασφαλιστικές δικλείδες.

Πώς το πήραν οι δικοί σας, όταν αρχίσατε να ασχολείστε με τη μουσική;

Ο πατέρας μου δεν το ήθελε, δεν το θεωρούσε επάγγελμα. Κι εδώ που τα λέμε, πρέπει να έχεις και κάποιο χτύπημα για να προβείς σε μια τέτοια ενασχόληση. Οι περισσότεροι άνθρωποι λένε «θέλω να έχω μια δουλειά, να μου δίνει λεφτά». Ποιος λέει θα πάω, θα κάνω, θα φτιάξω, θα γίνει και θα πάρω και τα χρήματα τα οποία χρειάζομαι για να ζω; Την ίδια ώρα φυσικά που έχεις το χτύπημα, είχε πει ένας ψυχίατρος για τους καλλιτέχνες, έχεις και το φάρμακο –να ασκήσεις την τέχνη σου. 

Έκανε λοιπόν μια απόπειρα ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός, του στυλ πού πας, ντάξει δεν μπορώ να σε σπουδάσω, αλλά πού πας; Η μάνα μου από την άλλη, μου αγόρασε την πρώτη μου κιθάρα! Στο παιδάκι, τώρα, κάνεις χατίρια. Όμως θα μπορούσε και να μην το έχει κάνει. Αργότερα, βέβαια, το χάρηκαν και οι δύο πάρα πολύ, όταν δηλαδή ένιωσαν ότι πάω καλά σε αυτό που κάνω. Από τα 15 μου μέχρι σήμερα, αν με ρωτήσεις αν μετάνιωσα έστω ένα λεπτό, θα σου πω ποτέ. Και δεν ήταν πάντα ανθηρά τα πράγματα.

Γράψατε το "Άνθρωπε Αγάπα" ενόσω ήσασταν στρατιώτης. Είχατε από τότε κατά νου να φτιάξετε κι εσείς κάποιο συγκρότημα;

Όχι. Δεν ήξερα τι έκανα, για την ακρίβεια. Είχα υπάρξει επαγγελματίας μουσικός από τα 16 μέχρι τα 19, οπότε και πήγα φαντάρος –δούλευα σε «χορευτικές ορχήστρες», όπως τις λέγανε τότε: κάθε ντίσκο της εποχής όπου πήγαινε ο κόσμος να χορέψει, διέθετε ζωντανή ορχήστρα. Με ενοχλούσε λοιπόν πολύ η ιδέα ότι η επαγγελματική καριέρα ενός μουσικού είναι να ανεβαίνει στη σκηνή, να παίζει επί 3 ή 4 ώρες το όργανο που έχει μάθει και να επιστρέφει σπίτι του μ' ένα μεροκαματάκι. Αυτό ήταν όλο κι όλο; Δεν ένιωθα γεμάτος. 

Το "Άνθρωπε Αγάπα" γράφτηκε νύχτα, σαν νερό, σαν να το έγραψε κάποιος άλλος. Και ένιωσα ότι κάτι είναι. Ήμασταν τότε 19 χρονών και δεν υπήρχε γύρω μας κάποιο τραγούδι να μιλάει στην ψυχή μας, έστω με την αθωότητα εκείνων των χρόνων. Και μου λέει τότε ο Robert Williams, που είχε πάει στη Ροδεσία –ο πατέρας του ήταν Άγγλος της Ροδεσίας– έλα να φτιάξουμε μια χορευτική ορχήστρα εκεί. Και του γράφω πίσω, άσε τις αηδίες και έλα πίσω να δούμε τι θα κάνουμε εδώ.

Τι ακούγατε εσείς τότε; Τι αγαπούσατε;

Την περίοδο που έγραψα το "Άνθρωπε Αγάπα" και στην αρχή που φτιάξαμε τους Poll, με είχε πιάσει μια τρέλα να μην ακούω τίποτα, πίστευα δηλαδή ότι αν γράφεις και ακούς θα επηρεαστείς. Έμπαινα να φανταστείς σε σούπερ μάρκετ με μουσική και έβγαινα. Αργότερα βέβαια συνειδητοποιήσα ότι «γράφω» σημαίνει όλα όσα έχω ζήσει κι ακούσει, ότι γίνεσαι απλά ένα φίλτρο τους, οπότε η εμμονή μου εκείνη δεν διέθετε λόγο ύπαρξης. Από ακούσματα, τώρα, αγαπούσα πολύ τους Beatles. Άκουγα και Rolling Stones, αργότερα και αμερικάνικα συγκροτήματα σαν τους Crosby, Stills & Nash.

Με τον πρόσφατα θανόντα David Bowie, πώς τα πηγαίνατε;

Μου άρεσε πολύ, όταν ήμουν νεαρός. Ειδικά δύο δίσκοι του, το The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars και το Aladdin Sane.

Έχουν πει για τους Poll ότι, ενώ τραγουδήσατε για ιδανικά και για αγνά γενικά πράγματα, δεν μπορέσατε να κρατήσετε πολύ ως συγκρότημα...

Ήμασταν πιτσιρικάδες. Εγώ 21μισό, ο Robert 21, ο Σταύρος ο Λογαρίδης 19... Είναι ηλικίες που, ευτυχώς, το μυαλό το έχεις από πάνω απ' το κεφάλι. Γιατί ακόμα κι αν κάποιοι παρορμητισμοί σε οδηγούν σε λάθος κινήσεις, το να ακούς και να τιμάς την ψυχή σου όντας νέος, δεν είναι καθόλου λάθος. 

Η ελευθερία λοιπόν αυτή της ηλικίας, μάλλον μας απομάκρυνε από το κοινό αντικείμενο. Έπειτα, η Ελλάδα δεν φημίζεται για τις συνεργατικές της τάσεις. Καθένας έχει το δικό του μπαϊράκι. Το καταλαβαίνω, αλλά καμιά φορά αυτό το «συνεργάζομαι» –που μας λείπει έντονα– είναι απώλεια. Αμφιβάλλω πάντως ότι υπήρξε άλλη καλλιτεχνική ομάδα με τη σύμπνοια την οποία είχαμε, όσο μείναμε μαζί. 

Τα Απέραντα Χωράφια, πώς εντάσσονται στην τότε ιστορία;

Γράφτηκαν μέσα σε ένα μόλις απόγευμα, το καλοκαίρι του 1972, όταν δουλεύαμε στο κέντρο Μαϊμού –είχε πάρει το όνομά του από το τραγούδι μας "Πες Της Μαϊμούς Να Μη Με Πειράζει Με Το Δάχτυλό Της". Πηγαίνοντας για δουλειά, είχα περίπου 7 σελίδες με στίχους και 7 ή 8 μουσικά θέματα σε ένα κασετοφωνάκι, με την προοπτική πως όλα αυτά θα τα κάναμε με τους Poll. Είχαν όμως ήδη τότε αρχίσει οι δυσκολίες στις μεταξύ μας σχέσεις και, καθώς άρχιζε να παίρνει μορφή το «διαλυόμαστε», δεν μπορούσα να πω πάνω στη γκρίνια «α, έχω γράψει ξέρετε κι αυτό».

Όταν λοιπόν επισημοποιήθηκε η διάλυση, μετά από 2-3 μήνες, πάω στην εταιρεία και τους λέω «έχω γράψει κάτι μεγαλούτσικο...». Ένα τραγούδι όλος ο δίσκος; μου απαντάνε. Και είναι και το πώς θα γίνει τους λέω, γιατί θέλει και ...συμφωνική ορχήστρα! Το πήγαν λοιπόν στον διευθυντή, με φώναξε, είναι πολύ μεγάλη παραγωγή αυτή μου λέει και πολλά τα χρήματα. Είπε όμως να το κάνουμε, αν και πίστευε ότι ο δίσκος δεν θα βγάλει τα λεφτά του.

Δεν είπαν όχι, παρ' όλα αυτά...

Δεν είπαν όχι. Πιστεύω ότι αυτό έγινε επειδή είχαν καλά δείγματα απ' όσα έκανα μέχρι τότε, οπότε σκέφτηκαν ότι ίσως ο τρελός να έχει κάποια καλή ιδέα. Δεν είχαν άδικο πάντως, στο πώς το έβλεπαν: τα Απέραντα Χωράφια πούλησαν μόλις 3.000 αντίτυπα στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας, που για τότε ήταν τίποτα. Δεν πήγε καλά οικονομικά, λοιπόν. Όμως πούλαγαν κατόπιν για 40 χρόνια. Στο τέλος, δηλαδή, όχι μόνο δεν ζημιώθηκε η εταιρεία από αυτόν τον δίσκο, μα κέρδισε και πολλά. Αλλά την ώρα που το αποφασίζεις...

Μετά τα Απέραντα Χωράφια γράψατε και πολλά τραγούδια, που με τη σειρά τους έγραψαν τη δική τους ιστορία. Θα ήθελα να σταθούμε σε ένα πολύ ιδιαίτερο από αυτά, τον "Αχιλλέα Απ' Το Κάιρο"...

Ήταν εξαιρετικά αιχμηρό να μιλήσεις για τον Αχιλλέα το 1980 ή για την Έλλη το 1986, γιατί αν κανείς δει την κοινωνία εκείνων των χρόνων στην Ελλάδα, είναι πιο συντηρητική από την αμερικάνικη π.χ. της δεκαετίας του 1950 –και μάλιστα με απόλυτες θέσεις, δεν το συζητάει. 

Τέτοια αιχμηρά τραγούδια, όμως, δεν φτιάχτηκαν για να τσιγκλίσουνε· ήταν ενωτικά. Το «θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου» που ακούγεται στους στίχους, δεν λέγεται συναισθηματικά, αλλά ρεαλιστικά: αν είμαι δηλαδή γονιός και έχω 2 αγόρια και είναι ομοφυλόφιλοι, τι κάνω; Το να μη χωράνε κοινωνικά μπορεί να δημιουργήσει μια υφέρπουσα δυστυχία και να τους πάρει όλους στον γκρεμό.

Α, χειροκροτάμε την ομοφυλοφιλία, λένε ορισμένοι, άρα δηλαδή υποστηρίζεις και το σύμφωνο συμβίωσης. Εγώ όμως είπα απλώς ότι, κοινωνικά, πρέπει να διευκολύνουμε τη συνύπαρξη. Δεν έφτασα να μιλήσω για σύμφωνο και γάμο, έθεσα το «θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου». Προσωπικά, τα έβλεπα και τα ζούσα τέτοια πράγματα, ήταν μπροστά μου. Δούλεψα για παράδειγμα 3 χρόνια με τον Γιώργο Μαρίνο, ο οποίος δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι ομοφυλόφιλος. Κι έχω δει τη μάνα του ένα βράδυ να κάθεται πρώτο τραπέζι, ο Γιώργος να τραγουδά «να 'χα κι εγώ μια αγάπη» κι εκείνη να δακρύζει ανέκφραστη. Δηλαδή, όποιος τυχαίνει (για τον όποιον λόγο) να ζει με μια ιδιαιτερότητα, να είναι για παράδειγμα κουφός, τυφλός, χοντρός, πολύ αδύνατος, Σπάρτη; Στον Καιάδα; Και τέτοιες κοινωνίες, δυστυχώς, για Καιάδα μιλούσαν. Και μιλάνε ακόμα και σήμερα.

Και το "Δεν Το Ξανακάνω Σ' Autobianchi";

Ήταν ένα καλαμπούρι. Ξεκίνησε με τον στίχο «δεν το ξανακάνω σε volkswagen», με στόχο να γίνει μια πλάκα. Εξακολουθούσα και τότε να μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δεν είχα καμία διάθεση να κυκλοφορώ ως ο θεόσταλτος γραφιάς του ελληνικού τραγουδιού, ως το πνεύμα προσωποποιημένο. Το 'πιανα όμως να το γράψω και δεν μου έβγαινε χιουμοριστικά, έβγαινε κάτι πιο σοβαρό. Παίρνω έτσι μια μέρα τηλέφωνο τον Γιάννη τον Καλαμίτση –Θεός σχωρέσ' τον, σπάνιος στο γράψιμο– και του λέω υπάρχει περίπτωση να το πιάσεις; Αποκλείεται, μου απαντά. Γιατί; Δεν έχω καμία εμπειρία σε volkswagen, μου λέει, αλλά αν θες autobianchi, στο γράφω! (γέλια)

Γράφετε ακόμα; Σιωπήσατε δισκογραφικά, μετά το 2000...

Άλλαξε αυτό το καθεστώς, που πρέπει να με έχει επηρεάσει. Γιατί επιχειρηματίας δεν υπήρξα ποτέ, αλλά από το 2000-2002 και μετά, έπρεπε πια να γίνεις επιχειρηματίας του εαυτού σου, καθώς οι δισκογραφικές εταιρείες σταμάτησαν να κάνουν παραγωγές. Έφυγε δηλαδή εκείνος που χειριζόταν ένα μέρος της δουλειάς κι έπρεπε πλέον να το κάνεις εσύ. Δεν το 'χω πάντα. Και, ως αποτέλεσμα, μου έφερε μια δυσκολία. Μάλλον βέβαια πρόκειται για δικό μου πρόβλημα, παρά των συνθηκών, γιατί πολλοί άνθρωποι γράφουν και βρίσκουν έναν τρόπο και γίνεται. Συνεχίζω πάντως να γράφω, ακόμα και σήμερα την έχω έντονη την επιθυμία.

Πώς και ασχοληθήκατε αλήθεια με την πολιτική, στο διάστημα αυτό; Σας είδαμε δύο φορές υποψήφιο με τη Νέα Δημοκρατία, μία για την Ευρωβουλή και μία για τη Βουλή...

Βρέθηκα στον συνδικαλισμό του κλάδου μου χάρη στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, πολλά χρόνια πίσω. Ήμουν τότε στην Κρήτη, με την Τάνια Τσανακλίδου και τον Γιώργο Μαρίνο και παίρνει ο Βασίλης την Τάνια και της λέει «τον έβαλα υποψήφιο στο σωματείο». Δεν ξέρω εγώ από τέτοια ρε Βασίλη, του λέω, μη με μπλέκεις. Αφού φεύγω εγώ, επέμενε αυτός, καλό είναι να μπεις. Ευρισκόμενος εκεί, τώρα, ένιωσα ότι ο τραγουδιστής είναι πραγματικά τζίτζικας: είναι εκτός οικονομοκοινωνικοπολιτικής πραγματικής, λιγάκι με το αφιόνι του δηλαδή. Κι έτσι, πολλές φορές, επιχείρησα να βοηθήσω. Ειδικά όπου υπήρχαν πραγματικές ανάγκες.

Σε κάποιο σημείο, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επέβαλλε τεκμήρια στους τραγουδιστές –στοχευμένα, όχι π.χ. στους μουσικούς ή σε άλλους– και υπήρχαν περιπτώσεις όπου κάποιος αναγκάστηκε να πουλήσει το αυτοκίνητό του για να πληρώσει την εφορία, ενώ ένας άλλος είχε τη γυναίκα του με καρκίνο και κόντεψε να πάει φυλακή. Βγήκα λοιπόν ένα πρωί στην τηλεόραση και είπα ότι όσοι αντιμετωπίζουν τόσο ανάλαφρα την υπόθεση τραγούδι, που συνιστά τη μεγαλύτερη παρηγοριά του Έλληνα, είναι οι άνθρωποι οι οποίοι θα το κλείσουν με λουκέτο. Από τότε, με επισκέφθηκε το ΣΔΟΕ 7 φορές. Κι έχω κάνει 7 δίκες ενάντια στο ελληνικό Δημόσιο: έχω φάει τα λεφτά μου στους δικηγόρους, έχω δικαιωθεί στις 6 και εκκρεμεί ακόμα, τόσα χρόνια μετά, η 7η δίκη, στον Άρειο Πάγο.

Συχνά-πυκνά, λοιπόν, τα μιλούσα όλα αυτά με τον Βαγγέλη τον Μεϊμαράκη, που τυχαίνει παιδικός μου φίλος. Και μου έλεγε έμπα ρε στην πολιτική, χρειάζονται άνθρωποι με γνώμη για τα κοινά. Μου το είχε πει αρκετές φορές, μου το ξανάπε και το 2004, για τις Ευρωεκλογές. Και μπήκα, έτσι από την τσαντίλα μου για όσα έζησα συνδικαλιζόμενος. Σήμερα, αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι η πολιτική δραστηριότητα δεν μου ανήκει. Δεν είναι κάτι που το συναισθάνομαι ως δικό μου. Είμαι 100% ζώον πολιτικόν, όμως δεν βρίσκω λύση μέσα από τους κομματικούς μηχανισμούς. Και δεν πιστεύω σ' αυτούς.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου