16 Ιανουαρίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009: στον αέρα με τον Θανάση Μωραΐτη


Στην παλαιότερη Συχνοτική Συμπεριφορά που δημοσιεύεται μέχρι στιγμής από τα αρχεία τα οποία διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, γυρίζουμε τον χρόνο αρκετά πίσω: πάμε στον Δεκέμβριο του 2009 και μάλιστα για μια σπέσιαλ εκπομπή, αφού καλεσμένος μας στον αέρα ήρθε ο Θανάσης Μωραΐτης.

Ο Θανάσης Μωραΐτης είναι άνθρωπος με πολύπλευρη διαδρομή, ο οποίος υπηρέτησε το ελληνικό τραγούδι από διάφορες επάλξεις, πάντοτε καλά. Κάποιοι παλιότεροι ίσως έχουν συνδυάσει τη φωνή του με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη στη δεκαετία του 1980 (βλέπε π.χ. Διόνυσος, 1985), άλλοι τον γνώρισαν μέσω της ενασχόλησής του με την αρβανίτικη παράδοση (βλέπε π.χ. τον δίσκο Τριαντάφυλλο Του Βράχου, 1998), ενώ αρκετοί τον ξέρουν και ως ερευνητή με σημαντική προσφορά στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ.

Στη Συχνοτική Συμπεριφορά τον έφερε ωστόσο μια διαφορετική δουλειά: ο δίσκος του 2009 Νάνι, Γέλιο Μου Και Φως Μου, Άσπρο Γιασεμί Του Κόσμου με 17 σύγχρονα νανουρίσματα, ο οποίος μας έδωσε μάλιστα την αφορμή για να ακούσουμε και την τελευταία ηχογράφηση της Μαρίας Δημητριάδη πριν τον θάνατό της (Ιανουάριος 2009). Στο άλμπουμ αυτό, σημειωτέον, ο Μωραΐτης κράτησε τον ρόλο του συνθέτη, στιχουργού και ενορχηστρωτή, τραγουδώντας συμβολικά μόνο σε ορισμένες επιλογές.

Η εκπομπή ηχογραφήθηκε με τον Παναγιώτη Χούντα στην κονσόλα, ο οποίος έμαθε εκείνη τη μέρα και κάτι για τη σημασία του ...επωνύμου του! Συζητήσαμε δε πολλά ωραία και εντός και εκτός μικροφώνων –μεταξύ άλλων, για τη διαχρονικότητα στην τέχνη, για την Ελλάδα εκείνη που ζει κι αναπνέει μακριά από τους τηλεοπτικούς δέκτες ή για το παλιό Λιόπεσι, το οποίο μετονομάστηκε σε Παιανία.

Στα δύσκολα χρόνια της Κρίσης που θα ακολουθούσαν χαθήκαμε με τον Θανάση Μωραΐτη, ωστόσο εκείνος παρέμεινε δημιουργικός σε πείσμα των καιρών και κατέθεσε έναν από τους σημαντικότερους δίσκους εγχώριας κλασικής μουσικής για τη δεκαετία που μας πέρασε, το Εικόνες Για Τη Θλίψη Των Ξανθών Κοριτσιών Και Της Ελένης (2010), «έργα ανάτασης σε μέρες μιζέριας» όπως έγραψε ο αείμνηστος Γιώργος Ε. Παπαδάκης στην Ελευθεροτυπία. Δουλειά που τιμήσαμε πολλάκις με τον κ. Τζιρίτα και στα χρόνια του Κόκκινου Πετεινού και κατά την επάνοδο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς. Στην εκπομπή μάλιστα που κάναμε το 2009 είχαμε την τιμή να μας την παρουσιάσει αναλυτικά, αλλά και ν' ακούσουμε κι ένα δείγμα γραφής αποκλειστικά (μελοποίηση σε ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη), πριν την έκδοση του άλμπουμ.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και δελτίο ειδήσεων πριν το σήμα έναρξης, καθώς και τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν στο μισάωρο.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ: Κάμε Νανά Να Κοιμηθείς
2. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ: Κοιμάτ' Ο (Γ)ιόκας Μου
3. ΣΟΝΙΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ & ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Κοιμήσου Στα Τριαντάφυλλα
4. ΚΑΜΕΡΑΤΑ - ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (σε διευθ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΥΡΑΤ) & ΣΟΝΙΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ: Θανάση Μωραΐτη Gala
5. ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ: Έλα Ύπνε Παρ' Το Πέρα



14 Ιανουαρίου 2021

Η Enya στους Λόφους της Χίπστερ Άγνοιας (και μια κριτική για το Dark Sky Island του 2015)


Πάσχει ο σύγχρονος μουσικός Τύπος. Είναι κάτι που το συζητώ χρόνια, με αρκετά διαφορετικό κόσμο (συναδέλφους, καλλιτέχνες, «απλούς» μουσικόφιλους). Και δεν πάσχει μόνο στην ταλαίπωρη Ελλάδα –των ανύπαρκτων ή πενιχρών αμοιβών, που αποτελούν μόνιμη τροχοπέδη στο να υπάρξει μια σοβαρή επαγγελματική βάση– αλλά και διεθνώς. Κάπου, κάπως, κάποτε, πλημμύρισε ο τόπος από ανθρώπους δίχως αληθινές «ρίζες» ακρόασης, οι οποίοι βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να κάνουν τις ανεπάρκειές τους στυλ και τελικά Παράδειγμα. 

Οι αιτίες δεν είναι λίγες και δεν είναι επί του παρόντος. Ενώ όμως το ίντερνετ επιτάχυνε και εν τέλει επέφερε την πτώση των τειχών μεταξύ των ειδών (η οποία είχε ήδη ξεκινήσει), επιτρέποντας την ανάδυση ενημερωμένων μουσικόφιλων που συμβάδισαν με τη νέα πραγματικότητα και αγκάλιασαν την εύκολη πρόσβαση σε πλήθος ήχων την οποία κόμισαν οι τεχνολογικές εξελίξεις, η κριτική έχασε την ευκαιρία υπέρβασης που της δόθηκε: αντί δηλαδή να ακολουθήσει τη λογοτεχνική και την κινηματογραφική κριτική (όπου είναι αυτονόητο ότι γράφεις για τα πάντα, ανεξαρτήτως είδους), περιχαρακώθηκε σε «κοινοτικά» γούστα και ατζέντες. 

Το πρόβλημα είναι ασφαλώς γενικό (αρκεί μια ματιά στην ευκολία αποθέωσης που κυριαρχεί στον διεθνή metal Τύπο ή στον τζαζ Τύπο), αλλά καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι συντονισμένοι με τις χίπστερ αξίες και προτεραιότητες. Οι οποίες στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα έκαναν γενικότερο ρεσάλτο στον αγγλοαμερικανικό alternative πολιτισμό, αρχικά με την ανοχή ή και στήριξη μιας παλιότερης φουρνιάς γραφιάδων και αναγνωστών, που άργησαν να καταλάβουν ότι οι «επίγονοι» δεν ενδιαφέρονταν παρά ελάχιστα και τέλος πάντων πολύ αποσπασματικά για την πνευματική εκείνη βάση που είχε λειτουργήσει σαν άλλη ελληνιστική Κοινή για όσους έχτισαν την εναλλακτική κουλτούρα στη Δύση της δεκαετίας του 1980. 

Κατά την τελευταία 15ετία τραβήξαμε λοιπόν τα μαλλιά μας σε ουκ ολίγες περιστάσεις με τα όσα διαβάσαμε σε μικρά, μεγάλα και μικρομέγαλα έντυπα και sites. Ανάμεσα στα πιο χονδροειδή πρόσφατα κρούσματα συγκαταλέγεται και η «ανακάλυψη» της Enya από τη συντάκτρια του Pitchfork Jenn Pelly και η στήριξη της αρχισυντάκτριας Puja Patel στην παρουσίασή της ως «παρεξηγημένης» ή ως «κρυμμένης». Συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2020, αλλά μέχρι και πριν λίγες ημέρες το Pitchfork συνέχιζε να σπρώχνει το θέμα στο Facebook, εισπράττοντας κάμποσες δικαιολογημένες αντιδράσεις. Το μέγεθος βέβαια του ατοπήματος έχει να κάνει και με την εμβέλεια του συγκεκριμένου μέσου, αλλά και με τη γενικότερη θέση του στα σύγχρονα πράγματα. Η οποία πρέπει να πούμε ότι έχει κατακτηθεί και με καλά κείμενα, παρά την καταστροφική του πολιτική επί των βαθμολογιών και τη μόνιμη αγωνία μη και δεν συντονιστεί με τους μετασχηματισμούς της χίπστερ ταυτότητας στα 2010s.

Ενώ δηλαδή πιπιλιέται διαρκώς μια «pop culture» καραμέλα, η Pelly με την Patel θεωρούν ότι κάνουν καλά τη δουλειά τους αγνοώντας μια καλλιτέχνιδα η οποία έχει αγαπηθεί σε πλανητική κλίμακα εδώ και δεκαετίες, θεωρείται ως η δεύτερη πιο πετυχημένη της Ιρλανδίας μετά τους U2 (με διεθνείς πωλήσεις 75.000.000 αντιτύπων), έχει ήδη από τα 1990s σαμπλαριστεί από τους Fugees σε ένα γνωστό κομμάτι κι έχει και υποψηφιότητα για Όσκαρ, με τραγούδι μάλιστα που ακούστηκε στο ιστορικό πρώτο φιλμ της τριλογίας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (The Fellowship of the Ring, 2001). Αν όλα αυτά δεν είναι τρανταχτοί pop culture δείκτες, τότε τι είναι;

Κι όμως, η Pelly με την Patel έρχονται να κομίσουν γλαῦκα εἰς Ἀθήνας, επειδή ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι τη μετρούν ως επιρροή καλλιτέχνες που τις απασχολούν (σαν τους Florist, τον Perfume Genius ή τη Nicki Minaj). Σαν να μην υπάρχει δηλαδή ένα (όποιο) μέγεθος από μόνο του, μα να χρειάζεται να επιβραβευτεί από μια συγκεκριμένη κοινότητα προκειμένου να δεχτεί ένας επαγγελματίας του χώρου την αξία και τη σημασία του. Τα έχω βεβαίως ξαναγράψει (δείτε εδώ), ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος σε αυτό το χίπστερ ανέκδοτο περί pop culture· η οποία σε κάθε σχετική αναφορά δεν είναι φυσικά ποτέ η pop culture που αντιλαμβανόμαστε όλοι, αλλά πάντα απαρτίζεται από το (περιορισμένο, συνήθως) ηχητικό φάσμα που προτιμά όποιος την επικαλείται. 

Με αυτήν λοιπόν την αφορμή και για να μην ξεχάσουμε κι εκείνα που ξέραμε με όσους κατεβαίνουν από τους Λόφους της Χίπστερ Άγνοιας να μας φωτίσουν περί μουσικής, να εδώ μια κριτική για το άλμπουμ της Enya Dark Sky Island από το 2015 –είναι και το τελευταίο της μέχρι σήμερα. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Οι δίσκοι της Enya διαθέτουν σταθερά «καύσιμα». Ανθίζουν (ή μαραίνονται) κατά τη διάρκεια μοναχικών περιπάτων σε δασώδεις, κατάφυτες πλαγιές, όταν δεν είσαι σίγουρος αν απλά ακούς το θρόισμα των φύλλων ή αν κάτι σου ψιθυρίζει στη γλώσσα κάποιου ξεχασμένου βασιλείου των ξωτικών. Εκφράζουν έτσι τις υπέρτατες ρομαντικές αξίες. Όχι δηλαδή όσα σαχλά, σιροπιαστά, ροζουλί έχουμε μάθει να κατηγοριοποιούμε κάτω από αυτή την ετικέτα, μα όσα μεγαλειωδώς εκφράζει εκείνη η ελαιογραφία του Caspar David Friedrich Wanderer über dem Nebelmeer (Οδοιπόρος επάνω από τη Θάλασσα της Ομίχλης, 1818). Όπου αχνοχάνεται το σύνορο μεταξύ Ανθρωπότητας και Φύσης και δεν υπάρχει μόνο θαυμασμός, μα και δέος· όπως και μια άβολη αίσθηση κινδύνου, απέναντι στην οποία θαμπώνει ο ορθός λόγος.

Σε αυτό ακριβώς το «σύνορο» χτίζει τους δίσκους της η Enya και χάρη στη συγκεκριμένη επίκληση γλιτώνει το στίγμα του new age. Ακόμα δηλαδή κι αν η μουσική ρέπει ή/και κολυμπάει στη new age αισθητική, το ρομαντικό πρόταγμα θέτει ένα διαφορετικό πλαίσιο, το οποίο ακουμπάει στην ποπ με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Καθήμενη έτσι στα όρια της αγγλοσαξονικής «λαϊκής» μουσικής, των κέλτικων «δημοτικών» παραδόσεων της Ιρλανδίας και της μελωδικής κληρονομιάς του Καθολικισμού, η Enya μπόρεσε να υπάρξει στη δισκογραφία ως μια φιγούρα που δύσκολα μπορείς να τη συγκρίνεις με κάτι άλλο, κάνοντας μάλιστα κι έναν αθόρυβο περίπατο στο παγκόσμιο mainstream: δεν τη λαμβάνουμε ποτέ υπόψιν όταν μιλάμε για mega stars, όμως μετράει πωλήσεις πολύ μεγαλύτερες από Άγγλους ή Αμερικανούς καλλιτέχνες με το όνομα των οποίων είμαστε πιο εξοικειωμένοι, στέκοντας σταθερά ως η πιο επιτυχημένη σόλο τραγουδίστρια της Ιρλανδίας κατά τον 20ό αιώνα. Χώρια την υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού που τσίμπησε το 2002 με το "May It Be".

Το Dark Sky Island έχει άμεση σχέση με όλα τα παραπάνω, πρωτίστως γιατί είναι ένας δίσκος ο οποίος χτίζει πάνω στα κεκτημένα, άρα και θυμίζει διαρκώς (με διάφορους τρόπους) ποια είναι η Enya και τι κάνει. Δεν έχει κάτι καινούριο να πει, ούτε και φιλοξενεί εκπλήξεις. Την προτάσσει όμως ως δημιουργικά ολοκληρωμένη και καλλιτεχνικά μοναδική προσωπικότητα σε μια «εναλλακτική» δισκογραφία κουρασμένη από καλούς και μέτριους αναβιωτές, από φωτοτυπίες περασμένων μεγαλείων και από νέες, υγιείς δυνάμεις που σίγουρα θέλουν μα συχνά δεν μπορούν να χτίσουν ό,τι εκείνη διαθέτει στο τσεπάκι: οντότητα. Ανοίγει λοιπόν εδώ το στόμα της πάνω από τους γνώριμα ελλειπτικούς και ατμοσφαιρικούς ήχους που συχνά διέπουν τις δουλειές της, ακούς ξανά αυτή τη φωνή που διατηρεί έναν απόκοσμο χαρακτήρα –τον οποίον συντηρεί συνολικά, αφού αρνείται να εμφανιστεί ζωντανά και πολύ σπάνια δίνει συνεντεύξεις– και το κόλπο απλά συμβαίνει ξανά. Έτσι φυσικά και αβίαστα. 

Δεν ξέρω λοιπόν αν μένουν και πολλά παραπάνω να πεις για το Dark Sky Island, αν και πρέπει να τονιστεί ότι η Enya έλαβε υπόψιν της την κόπωση που φανέρωσαν οι δίσκοι μετά το The Memory Of Trees (1995). Στα 7 χρόνια στα οποία έλειψε, δεν φαίνεται βέβαια να ασχολήθηκε με το πώς θα επινοήσει ξανά τον προσωπικό της τροχό, πάντως ανέκτησε τη φρεσκάδα και την πειθώ της και έτσι στέκει τώρα εδώ πάνω από τη φόρμα και όχι εγκλωβισμένη μέσα σ' αυτήν, όπως λ.χ. συνέβη στο Amarantine του 2005. Η υποδοχή βέβαια του νέου άλμπουμ (Ιρλανδία #7, Βρετανία #4, Η.Π.Α. #8) δείχνει πως το κοινό την είχε πεθυμήσει, εκείνη όμως σε καμία περίπτωση δεν εκμεταλλεύεται αυτό το συναίσθημα.

Χάρη έτσι στις λαμπερές μελωδίες και στην ξένοιαστη «αλληλούια» πνευματικότητα του "Echoes In Rain", στο ενδοσκοπικό "The Humming", στην ονειρική πεπατημένη του ομώνυμου του άλμπουμ του κομματιού, στην εκλεπτυσμένη νοσταλγία του "So I Could Find My Way" και σε μερικές ακόμα στιγμές, το Dark Sky Island κερδίζει με την αξία του χώρο στο σήμερα, έστω κι αν –εκεί στο βάθος– δεν πραγματοποιεί παρά μια επιτυχημένη ανακύκλωση όσων έχτισαν κάποτε τους σπουδαίους δίσκους της δημιουργού: το Enya του 1987, το Watermark του 1988 και το Shepherd Moons του 1991. Τα χρόνια κοινώς πέρασαν, μα μερικά πράγματα δεν χάθηκαν ούτε και ξεχάστηκαν· έστω κι αν μερικές φορές η νέα αυτή δουλειά σκουντουφλάει στην ίδια της τη συνταγή ("Sancta Maria"), χάνοντας ανά διαστήματα την αμέριστη προσοχή σου ("Solace"). Η τέχνη της Eithne Ní Bhraonáin διαθέτει ακόμα φλόγα, μαζί και θαλπωρή.



10 Ιανουαρίου 2021

Κόκκινος Πετεινός, Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017


Παρότι λέμε ότι η ενημέρωση «μπαγιατεύει» όταν περάσει η επικαιρότητά της, ο Κόκκινος Πετεινός του 2014 που αναδημοσιεύσαμε τις προάλλες έγινε δεκτός με θέρμη από τους ραδιοφωνικούς μας φίλους. 

Να' μαστε λοιπόν κι αυτήν την εβδομάδα με έναν κεφάτο και εορταστικό Πετεινό από τον Δεκέμβριο του 2017, ο οποίος λόγω περίστασης βγήκε τότε περισσότερο μουσικός από ό,τι συνήθως, θυμίζοντας Συχνοτική Συμπεριφορά. «Κονσερβοποιήθηκε» δε από τον Βαγγέλη Δοξαρά, που, έστω και ...εν άλμη, εκτελούσε χρέη άρχοντα της κονσόλας στο στουντιάκι της παραγωγής. 

Η κουβέντα έθιξε τη μοναξιά της Πρωτοχρονιάς (ναι, υπήρχε και πριν τις καραντίνες), πριν περάσει σε αμφιλεγόμενες όπερες με νύξεις κατά της γαλλικής απολυταρχίας, χριστουγεννιάτικα μαθήματα αλληλεγγύης από την Καλαμάτα της εποχής μας, στενές επαφές Τρίτου Τύπου, διαφημίσεις για κουζίνες Lagostina, αποκαλύψεις στον αέρα για παραλίγο απασχόληση σε πρεσβεία άλλης χώρας, συνταγές για χοιρινό με σπιτικές χυλοπίτες παρασκευασμένες με κατσικίσιο γάλα. 

Δεν πιστεύω να χρειάζεστε και περισσότερα για να (ξαν)ακούσετε το σόου, το οποίο μπορείτε να βρείτε ολόκληρο πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το μικρό αρχείο το οποίο διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:

1. KING'S COLLEGE CHOIR: In The Bleak Midwinter
2. LES MUSICIENS DU LOUVRE (σε διευθ. MARC MINKOWSKI), JENNIFER SMITH & VÉRONIQUE GENS: Jean-Baptiste Lully's Je Ne Vous Croyais Pas Dans Ce Lieu Solitaire
3. ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ: Το Πρωί Με Ξυπνάς Με Φιλιά
4. ΑΡΛΕΤΑ: Δεν Είναι Ένα Τραγούδι Χριστουγέννων
5. VERA LYNN & ΧΟΡΩΔΙΑ ΝΑΥΤΩΝ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΟΡΩΝ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑΣ (σε διευθ. ROLAND SHAW): We'll Meet Again (επανηχογράφηση 1953)
6. TINA TURNER: Simply The Best
7. ΦΑΤΜΕ & ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Πες Το Κι Έγινε
8. ABBA: Chiquitita
9. ΓΙΟΥΛΑ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ: Αγκινάρα Με Τ' Αγκάθια
10. ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ & ΧΟΡΩΔΙΑ: Μαρία Με Τα Κίτρινα
11. ΓΛΥΚΕΡΙΑ & ΧΟΡΩΔΙΑ: Καραμπιμπερίμ
12. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Ουίσκι, Τζιν Και Φρούμελ
13. ARMY OF LOVERS & BIG MONEY: Lit De Parade
14. DANIEL VIGLIETTI: Un Hombre Se Levanta



09 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 3 (ανταπόκριση από το Ηρώδειο, 2013)


Η τρίτη συνάντηση με τη Μαρία Φαραντούρη για την οποία κατατέθηκε κείμενο δεν ήταν εκ του σύνεγγυς, όπως η πρώτη (εδώ) και η δεύτερη (εδώ): βρισκόμασταν μεν και οι δυο μας στο Ηρώδειο, όμως εγώ καθόμουν στα δημοσιογραφικά κι εκείνη πρωταγωνιστούσε επί σκηνής, γιορτάζοντας τα 50 της χρόνια στο τραγούδι.

Η ημερομηνία έμελλε μάλιστα να υπάρξει ιστορική, αλλά για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με τη συναυλία: ήταν 17/9/2013, με τη Φαραντούρη να μας αποχαιρετά λίγο πριν τα μεσάνυχτα –την ώρα περίπου που η Χρυσή Αυγή Νίκαιας έστηνε καρτέρι στον Παύλο Φύσσα· τα νέα της δολοφονίας του, θα με πρόφταιναν λίγο αφού επέστρεψα σπίτι.

Η συναυλία εκείνη της Φαραντούρη είχε Διονύση Σαββόπουλο σε ιπποτικό χειροφίλημα, είχε Σαβίνα Γιαννάτου & Έλλη Πασπαλά να φέρνουν μπαλόνια, είχε τον Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη γραμμή των θεατών, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα με τον Φώτη Κουβέλη λίγο πιο πίσω, σε μια περίοδο που διήγαν βίους δραστήριους μα παράλληλους στην πολιτική ζωή: ο ένας ως ανατέλλων αστέρας της αντιπολίτευσης, ο άλλος σε εποχές ΔΗΜ.ΑΡ., να έχει προ λίγων μόλις μηνών άρει τη στήριξή του στην κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά.

Η ανταπόκριση της βραδιάς δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Θα υπήρχε εντωμεταξύ και μια τέταρτη συνάντηση με τη Φαραντούρη, αρκετά χρόνια αργότερα –στις 2 Δεκεμβρίου 2018, όταν ήρθε καλεσμένη δική μου και του Στυλιανού Τζιρίτα στο ραδιόφωνο, για τη Συχνοτική Συμπεριφορά εκείνης της Κυριακής στους 105,5 Στο Κόκκινο (αφορμή ήταν τότε ο δίσκος Beyond The Borders). Δυστυχώς δεν έχω την εκπομπή για να την αναρτήσω, υπάρχει πάντως σωσμένη στο αρχείο του σταθμού (καθώς έχει αναμεταδοθεί και επί πρώτης καραντίνας), το οποίο σχεδιάζεται να γίνει και δημόσια προσβάσιμο, κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον.

*οι κάτωθι φωτογραφίες είναι της Ντιάνας Καλημέρη και έχουν τραβηχτεί από τη βραδιά του Ηρωδείου


Οι συναυλίες της Μαρίας Φαραντούρη έχουν έναν στατικό, άκαμπτο κώδικα, που κάνει τους νέους και νεότερους από μας να ασφυκτιούμε. Συμβαίνουν σε χώρους με βαρύ πρόσημο κουλτούρας, σαν το Ηρώδειο καλή ώρα· εκφράζονται με ενορχηστρώσεις υπερβολικά στρογγυλοποιημένες και με οργανοπαίκτες μισό (θαρρείς) βήμα πριν μετεξελιχθούν σε ευρωπαϊκό σύνολο κλασικής μουσικής· και απευθύνονται σε πολλούς μεσόκοπους, αλλά του πιο χαλαρού στιλ, όσους δηλαδή θα παντρέψουν τα ακριβά τους ρούχα με ατάκες τύπου «προέρχομαι άλλωστε από την Αριστερά» –το πού βρίσκονται πλέον, παραμένει βεβαίως θολό... Κι όμως! Αντί να σκας στη φορμόλη, φεύγεις από τα λάιβ της Φαραντούρη με αίσθηση ανάτασης. Κι έτσι συνέβη και προχθές, στη γιορτή που έστησε για τα 50 χρόνια της στο τραγούδι.   

Αιτία γι' αυτήν την ανάταση είναι η ίδια η Φαραντούρη. Η οποία όχι μόνο δίνει υπόσταση στον παραπάνω κώδικα, πείθοντάς σε ότι υπάρχει αιτία που τα πράγματα είναι πάντα τόσο σοβαρά επί σκηνής, μα τον σπάει κατά σημεία απλά και μόνο με τη δύναμη και την πειθώ της φωνής της. Μιας φωνής εκπληκτικής και στο νυν ηλικιακό φάσμα, σπουδαίας, εμβληματικής. 

Το αποδείκνυε άλλωστε (το εμβληματικό της συζήτησης) και η σειρά επωνύμων που στελέχωσε τις μπροστινές θέσεις στο γεμάτο μα όχι και κατάμεστο Ηρώδειο: ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξης Τσίπρας, ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς κ. Φώτης Κουβέλης, βουλευτές των δύο κομμάτων, η Ελένη Καραΐνδρου λίγο πιο πίσω. Και μπροστά-μπροστά, τοποθετημένος σε ειδική καρέκλα, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο μόνος που θα έκλεβε την παράσταση από τη Φαραντούρη, εκεί στο encore (δείτε και το βίντεο στο τέλος του κειμένου), όταν πήρε ένα μικρόφωνο και από τη θέση του είπε μαζί της την "Άρνηση (Στο Περιγιάλι Το Κρυφό)", τιμώντας έτσι το κορίτσι που μισό αιώνα πριν τον ακολούθησε στο δημιουργικό του όραμα, γενόμενη –μέσω βεβαίως του έργου του– μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες.  

Φυσικά και θα έπαιζε ό,τι έκανε περισσότερο κέφι η Φαραντούρη σε μια τέτοια γιορτή. Αυτό άλλωστε ήταν και το ωραίο της βραδιάς, ότι θα χωρούσαν και τραγούδια που δεν τα ακούς συχνά στις συναυλίες της –σαν το "Δίπλα Στη Θάλασσα" λ.χ., το "Ήταν Καμάρι Της Αυγής" ή τις εκλογές από τη λησμονημένη (όπως η ίδια δήλωσε) Εποχή Της Μελισσάνθης (1980). Κατά τα άλλα, πρωταγωνίστησαν συνήθεις ύποπτοι: ο "Εφιάλτης Της Περσεφόνης", το "Ποιος Τη Ζωή Μου", ο "Γερο-Νέγκρο Τζιμ", το "Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες", το "Σαν Τον Μετανάστη" κ.ά. Τραγούδια τα οποία απέδωσε θαυμάσια. 

Ειδικά στον "Γερο-Νέγκρο Τζιμ" και στο "Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες" η φωνή της έγινε βροντή και έσεισε το Ηρώδειο. Κουβάλησε μέσα της το ιστορικό βάρος μιας σκοτεινής περιόδου διχασμού μα και το αγωνιστικό πνεύμα της Αριστεράς εκείνων των χρόνων, το κουβάλησε όμως με όχημα τον καθημερινό Άνθρωπο και όχι την Ιδεολογία, πιάνοντας έτσι και τους ακροατές των οποίων οι πολιτικές συμπάθειες βρίσκονται στην «εχθρική» όχθη. (Και) γι' αυτό είναι σπουδαία τραγουδίστρια η Φαραντούρη, γιατί στην ερμηνευτική της ωριμότητα βρήκε τον τρόπο να μετριάσει τον στόμφο της νεότητας δίχως να απεκδυθεί την ουμανιστική πλευρά του πολιτικού οράματος που έβαζε τότε φωτιά στις φωνητικές της χορδές. 


Υπό μία τέτοια οπτική, ίσως έπρεπε λοιπόν να τραγουδήσει ούτως ή άλλως το "Γελαστό Παιδί" (ακούστηκε μόνο σε βίντεο απόσπασμα, από τα παλιά), γιατί σε μέρες σαν και τις δικές μας –με τη Χρυσή Αυγή να βρίσκεται στο Κοινοβούλιο, αντί για την παρανομία– χρειάζεται να υπογραμμίζεται εμφατικά η αδιαφορία προς την ανθρώπινη ζωή που χαρακτηρίζει συλλήβδην τους νεοφασιστικούς σχηματισμούς· αδιαφορία η οποία ενσαρκώθηκε με μια βάρβαρη δολοφονία, λίγα μόλις λεπτά αφού είχε τελειώσει η συναυλία. Δεξιοί και Αριστεροί έχουμε ακόμα πολλά πράγματα να χωρίσουμε και οι μέρες της Κρίσης δυστυχώς δεν βοηθούν στο να αλλάξει αυτό. Κάτι όμως πρέπει να μάθαμε ρε γαμώτο από εκείνες τις μέρες, ώστε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κρατήσουμε μια ενιαία στάση απέναντι στην ασυδοσία των Νεοναζί. 

Το λάιβ είχε βέβαια και καλεσμένους. Ήρθε η Έλλη Πασπαλά και η Σαβίνα Γιαννάτου κουβαλώντας μια αρμαθιά λευκά μπαλόνια η καθεμιά, ήρθε και ο Διονύσης Σαββόπουλος, κομίζοντας κόκκινο τριαντάφυλλο και ιπποτικό χειροφίλημα. Οι δύο πρώτες υπήρξαν μετρημένες και εγκρατείς, μα έδωσαν το στίγμα τους –ιδιαίτερα με τη διασκευή στο "Gracias A La Vida" της Violetta Parra· ο δεύτερος στάθηκε πράγματι απολαυστικός κάνοντας ντουέτο με τη Φαραντούρη στο "Caruso" του Lucio Dalla, γενικά όμως ήταν ο κοσμικός Νιόνιος των Ηρωδείων και των Μεγάρων κι όχι εκείνος ο εκπληκτικός Σαββόπουλος που είδαμε πρόσφατα (Μάρτιος 2013) στη σκηνή του Gagarin. 

Τέλος, στο "Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ" πήρε το μικρόφωνο η μικρή Ελενίτσα με το άσπρο φορεματάκι της, καταχειροκροτούμενη για την παρρησία, την πόζα και το σθένος με το οποίο μας το είπε. Μπορεί να έλειψε η αρτιότητα και η βιωματική επαφή με τα λόγια, έλαμψαν όμως άλλες ποιότητες· παρατήρησα μάλιστα και τον Θεοδωράκη να κάνει μια κίνηση επιδοκιμασίας. 

Πριν κάποια χρόνια, είχα δει τη Φαραντούρη στο Κάστρο της Καλαμάτας, παρέα με τον φίλο Διονύση Κοτταρίδη και τη (νυν) σύζυγό του Άντυ. Και έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου μια ανατριχιαστική εκτέλεση στην "Ελένη", με την ερμηνεύτρια να ιδροκοπά στην καλοκαιρινή ζέστη, μα να προσφέρει ψυχή και σώμα στους στίχους «Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο, κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει». Στη συναυλία της Τρίτης η "Ελένη" δεν έδωσε το παρών, το έδωσε όμως η στόφα με την οποία την τραγούδησε η Φαραντούρη στην Καλαμάτα, διαχυμένη σε μια σειρά επιλογών από 50 χρόνια λαμπρής θητείας.



08 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 2 (2010)


Η δεύτερη συνάντηση με τη Μαρία Φαραντούρη δεν είχε το εύρος συζήτησης της πρώτης (δείτε εδώ), καθώς η κουβέντα μας περιστράφηκε λίγο-πολύ γύρω από τη σχέση της με την τζαζ. Αφορμή, άλλωστε, στάθηκε η συναυλιακή της σύμπραξη με τον Charles Lloyd και τους μουσικούς του στο Ηρώδειο (Ιούνιος 2010). 

Δεν χρειάστηκε επίσης σχεδιασμούς διαδρομής ως την Εκάλη: κλείσαμε ραντεβού στο Κολωνάκι, στο πολιτικό γραφείο που διατηρούσε εκεί ο σύζυγός της Τηλέμαχος Χυτήρης –με τον οποίον μάλιστα συστηθήκαμε κιόλας, ανταλλάσσοντας χειραψία.

Μου έκανε εντύπωση ότι η Φαραντούρη με θυμήθηκε καθώς μιλούσαμε, ρωτώντας με αν είχαμε ξανασυναντηθεί κάποια χρόνια νωρίτερα. Στην κουβέντα μας, κατά τα λοιπά, μου διηγήθηκε για το πώς απόκτησε σχέση με την τζαζ, για το πώς γνωρίστηκε με τον Charles Lloyd στη Σάντα Μπάρμπαρα (2002), ενώ μου μίλησε και για τον θαυμασμό της προς τη Nina Simone και την Ella Fitzgerald. Προέβλεψε επίσης ότι το επόμενο «μεγάλο» στην ελληνική μουσική θα γεννηθεί ανάμεσα σε μικρούς πυρήνες, σε μικρά στέκια.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δινόταν τότε ως promo στον Τύπο


Πώς συναντηθήκατε με τον Charles Lloyd;

Συνέβη πίσω στο 2002, όταν, στη διάρκεια μιας περιοδείας μου στην Καλιφόρνια, τον έφερε στη συναυλία μου στη Σάντα Μπάρμπαρα ένας φίλος του Έλληνας, Έλληνας της Αμερικής. «Έλα ν' ακούσεις λίγη ελληνική μουσική», του είπε, καθώς σε εκείνη τη συναυλία, εκτός από τα γνωστά τραγούδια του Μίκη, είχα στο πρόγραμμά μου και ρεμπέτικα και ηπειρώτικα. Του άρεσε λοιπόν πάρα πολύ, γνωριστήκαμε κι έκτοτε συνδεθήκαμε. 

Τι να πρωτοπώ για τον Charles Lloyd, είναι μια τόσο μεγάλη φυσιογνωμία. Γνώση, ταλέντο, ευαισθησία... Ένας άνθρωπος που βρέθηκε σε μια εποχή και πολύ δύσκολη –λόγω του ρατσισμού εκείνων των χρόνων στην Αμερική– αλλά και άκρως δημιουργική.

Από εκείνη όμως τη γνωριμία στη Σάντα Μπάρμπαρα, ως τη ζωντανή σας συνεύρεση στο Ηρώδειο αυτή την Παρασκευή δεν έχει μεσολαβήσει κενό, έτσι δεν είναι; 

Όχι. Το 2005 ο Charles έτυχε να έρθει στην Ελλάδα, στα πλαίσια κάποιου φεστιβάλ, και με πήρε τηλέφωνο να πω δύο τραγούδια, ως καλεσμένη. Έτσι ανεπίσημα εμφανίστηκα κι άλλες φορές σε συναυλίες του. Τον Νοέμβριο του 2007 ας πούμε στο Παλλάς, όπου έπαιξε παρέα με τον Zakir Hussain και τον Eric Harland· ή πέρυσι τον Οκτώβριο στο φεστιβάλ τζαζ της Χαϊδελβέργης και αμέσως μετά στη Θεσσαλονίκη, στα Δημήτρια.  

Γιατί επιμείνατε στον ανεπίσημο ρόλο της καλεσμένης, σε όλες τις παραπάνω περιστάσεις; 

Γιατί δεν ήθελα να μπερδέψω τον κόσμο. Επρόκειτο για συναυλίες του Charles, όπου ευχαρίστως συμμετείχα αποσπασματικά. Αν ήταν όμως να κάναμε κάτι από κοινού, το ήθελα καλά προετοιμασμένο και οργανωμένο –όπως τώρα. Αρχίσαμε να δουλεύουμε προς μια τέτοια κατεύθυνση αμέσως μετά τα περσινά Δημήτρια. 

Η συναυλία σας στο Ηρώδειο είναι πραγματικά κάτι το ξεχωριστό: και εσείς θα εισέλθετε στον free jazz κόσμο του Lloyd, αλλά κι εκείνος θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στην ελληνική μουσική... 

Το ένα μέρος της συναυλίας θα είναι οι μπαλάντες του Charles, σε μία από τις οποίες έβαλε λόγια η Αγαθή Δημητρούκα. Ο ίδιος ο Charles επέμεινε σε μια τέτοια προσέγγιση, καθώς του άρεσε πολύ η φωνή μου. Είπε λοιπόν –μιας και δεν γράφει τραγούδια, όπως ξέρετε– πάρε αυτό κι αυτό και βάλε δικούς σου στίχους, όποιους σου αρέσουν. Δεν ήθελα όμως να κάνουμε κατάχρηση κι έτσι φτιάξαμε μόνο ένα. Θα πω και μία ακόμα μπαλάντα στα αγγλικά, το “Blow Wind”, καθώς και μια προσευχή, μόνο με φωνητικά και το σαξόφωνό του. 

Θα έχουμε επίσης το "Ταξίδι Στα Κύθηρα" της Ελένης Καραΐνδρου σε μια free jazz διασκευή, το "Caravan" του Duke Ellington, το "Κράτησα Τη Ζωή Μου" του Μίκη Θεοδωράκη –το οποίο αρέσει πολύ στον Charles και ήδη το έχει εντάξει στο ρεπερτόριό του. Το άλλο μέρος της συναυλίας θα είναι μια σουίτα, την οποία έγραψε ο Τάκης Φαραζής, όπου θα συμμετάσχει και ο Σωκράτης Σινόπουλος με τη λύρα του. Με χαρακτήρα ενός μικρού πανοράματος της ελληνικής μουσικής: φανταστείτε το κάπως σαν το απόσταγμα αιώνων, ένα ελληνικό «χαλί» όπου θα πατήσει ο Lloyd και οι μουσικοί του ώστε να αυτοσχεδιάσουν. Θα ξεκινά με έναν παλαιοχριστιανικό ύμνο και κατόπιν θα περνά σε θέματα της δημοτικής μας παράδοσης, τραγούδια του Μίκη κ.ά. 

Εσείς αλήθεια, στην εποχή σας, πώς αποκτήσατε σχέση με την τζαζ;

Είχα την ευκαιρία όταν βρισκόμουν στο εξωτερικό. Με το που τελείωνα δηλαδή τις συναυλίες μου εκεί, στο Παρίσι για παράδειγμα ή στη Γερμανία, έτρεχα αμέσως στα τζαζ clubs! Μου άρεσαν καταρχήν οι τραγουδίστριες –από αυτές παρασυρόμουνα– και είχα την τύχη να δω και να γνωρίσω τη Nina Simone, την Ella Fitzgerald. Ήμουν ανοιχτή, αλλά το αισθανόμουν και ως ανάγκη. 

Μου αρέσει πολύ η τζαζ, πέρα δηλαδή από την κλασική. Γι' αυτό την παρακολούθησα και κατόπιν, όταν άλλαξε και δεν χρειαζόταν πια τους τραγουδιστές και τις μεγάλες ορχήστρες. Ο Charles Lloyd είναι κομμάτι αυτής της αλλαγής, ας πούμε. 

Αναμένεται και η διεθνής κυκλοφορία της βραδιάς στο Ηρώδειο με τον Lloyd, σωστά; 

Ναι, θα κυκλοφορήσει από την ECM. Ο Manfred Eicher βρίσκεται ήδη στην Αθήνα και παρακολουθεί τις πρόβες, δίνοντάς μας και γνώμες. Θεωρώ πολύ σημαντική την ευκαιρία που μου προσφέρεται να ξεναγήσω ένα διεθνές συγκρότημα τέτοιου βεληνεκούς στο ελληνικό μουσικό τοπίο. Αισθάνομαι υπερήφανη, γιατί η ελληνική μουσική δεν έχει παιχτεί ποτέ ως τώρα από τόσο μεγάλους παίκτες –εξαιρουμένης της "Μισιρλού". Για μένα αποκτά κι ένα επιπλέον νόημα μια τέτοια διεθνής κυκλοφορία, σε μέρες όπου όλοι μας βρίζουν και μας θεωρούν τεμπέληδες. Η Ελλάδα έχει κι αυτή την ιστορία της και την κουλτούρα της. 

Σας ανησυχεί αυτή η εποχή, στην οποία μας αποκαλούν τεμπέληδες; Τι πιστεύετε ότι μας οδήγησε ως εδώ;

Μας οδήγησε η έλλειψη παιδείας και η εγκατάλειψη του πολιτισμού μας. Όταν μία κοινωνία βάζει υπεράνω όλων το κέρδος και τις καταναλωτικές αξίες, οδηγείται μοιραία σε αδιέξοδο. Δεν ιεραρχεί σωστά τα πράγματα. Τώρα θα περάσουμε πολύ δύσκολες στιγμές κι ελπίζω να ανακαλύψουμε ξανά τι στήριγμα προσφέρει σε τέτοιες περιστάσεις η τέχνη και γενικότερα η πνευματική ζωή. 

Πρέπει πάντως και η πολιτεία, οι θεσμοί γενικά, να δείξουν ευαισθησία. Δεν ξέρω πώς, γνωρίζουμε πια όλοι ότι τα λεφτά είναι λιγοστά. Αλλά πρέπει πιστεύω να ευαισθητοποιηθούν ως προς τον πολιτισμό. Δεν εννοώ να χτίζουν θέατρα και τέτοια πράγματα, μιλάω για το τι παρέχεται επισήμως ως παιδεία. 

Και πέραν βέβαια του πολιτισμού, θα πρέπει να αγρυπνά ώστε να διορθώνει τις αδικίες. Μπορεί τα μέτρα να μας επιβάλλονται από έξω, όμως η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται εδώ και πρέπει να εξασφαλίσει ότι όλος ο κόσμος θα πρέπει και κάπως να ζει. Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι όλοι οι πολιτικοί μας ίδιοι. Ότι υπάρχουν ανάμεσά τους και νέα μυαλά, με ειλικρίνεια και με ευαισθησία. 

Βλέπετε επομένως την Κρίση και ως μία ευκαιρία να αποκτήσουμε ξανά επαφή με πράγματα τα οποία κακώς παραγκωνίσαμε...

Ακριβώς! Επαφή με αληθινά πράγματα, όχι με περιττά και φαντασμαγορικά... Νομίζω ότι θα επιστρέψουμε στην ουσία. Αναμένω να το δω και στη μουσική δημιουργία· θα το επιβάλλει ο ψυχισμός της εποχής και θα βρεθούν έτσι και οι εκφραστές του. Και όταν θα εμφανιστούν, θα πρέπει να υποστηριχθούν. Θα πρέπει κι ο κόσμος να ξαναβάλει τη δημιουργία στην καθημερινότητά του, είτε το κάνει μέσω της παρέας του, είτε μέσω των δυνατοτήτων του ίντερνετ ας πούμε. Σε μικρά στέκια, σε μικρούς πυρήνες, θα γεννηθεί το επόμενο μεγάλο.

Ποιους παρακολουθείτε εσείς από τη νέα γενιά με ενδιαφέρον; 

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ξέρω όλα όσα κάνει η γενιά των 30άρηδων και των 25άρηδων. Επειδή όμως μετέχει και ο γιος μου ο Στέφανος σε συγκρότημα, έχω πρόσβαση σε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα από αυτή την πιο εναλλακτική έκφραση του σήμερα. Μου άρεσε ας πούμε η Μόνικα. Πρόκειται πράγματι για μια φρέσκια παρουσία και πιστεύω ότι υπάρχουν κι άλλα εξίσου καινούρια και όμορφα πράγματα. 

Παρατηρώ ότι έχετε βγάλει πολλά ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ το τελευταίο διάστημα. Δεν σας έχει λείψει να βγάλετε έναν στούντιο δίσκο, με καινούρια τραγούδια, ίσως ενός νεότερου δημιουργού;

Τι ωραία θα 'τανε... Μου έρχονται διάφορες ιδέες, αλλά μέχρι να υλοποιηθούν θέλουν καιρό. Κάναμε βέβαια το καλοκαίρι το Ο Έρωτας Πεθαίνει Τραγικά με τον Γιώργο τον Λαζαρίδη, θα ήταν ωραία αν έμπαινε μπροστά για να δισκογραφηθεί. Όμως νομίζω ότι ο Λαζαρίδης θέλει να κάνει κάτι καινούριο, τον ενδιαφέρει, ως νέο άνθρωπο –είναι 30άρης– να εκφράσει αυτό το σήμερα που λέγαμε και πριν. 

Κατά τα άλλα απολαμβάνω τις συναυλίες. Προσπαθώ πάντα, με νέους μουσικούς, να προσεγγίζω με τρόπο φρέσκο πράγματα τα οποία και τα αγαπώ μα και τα θεωρώ ως πηγές ανεξάντλητου πλούτου. Η σχέση μας μαζί τους μπορεί να αλλάζει, μπορεί να περνάνε εποχές όπου δεν τους δίνουμε αρκετή σημασία, όμως τα θεωρώ αναλλοίωτα στον χρόνο. 

Η σύμπραξη με τον Lloyd πρόκειται να εκδοθεί υπό την ECM, όπως είπαμε, ενώ νομίζω πως στο πρόγραμμα βρίσκεται και το αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο, αλλά και το φωνητικό τρίο που κάναμε με την Έλλη Πασπαλά και τη Σαβίνα Γιαννάτου.