01 Νοεμβρίου 2020

Συζητώντας με τον (γιατρό και συνθέτη) Θανάση Δρίτσα, μέρος 2 (2017)


Με τον Θανάση Δρίτσα ξαναμιλήσαμε σε «επίσημο» επίπεδο τον Φεβρουάριο του 2017, 9 χρόνια δηλαδή μετά την πρώτη μας συνέντευξη (δείτε εδώ). Τη νέα αφορμή έδωσε, τότε, η εξαιρετική του πρωτοβουλία για τη διοργάνωση μουσικών μεσημεριών στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο –όπου, θυμίζω, εργάζεται ως καρδιολόγος, είναι μάλιστα Αναπληρωτής Διευθυντής στο Τμήμα Αναιμάκτων Διαγνωστικών Τεχνικών. 

Αυτά τα μουσικά μεσημέρια είχαν ήδη ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του 2016 και θα έτρεχαν ως τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς (2017), ενίοτε με εκλεκτούς προσκεκλημένους επί σκηνής: για του λόγου το αληθές, η κουβέντα μας με τον Δρίτσα έγινε ενόψει μιας εμφάνισης του Αργύρη Μπακιρτζή.

«Το νοσοκομείο θεωρείται τόπος πένθους, θλίψης και γκρίζο προστάδιο του τάφου. Κανείς δεν έχει απασχοληθεί με το πώς θα του προσδώσει χρώματα, ήχους και χαρά». 

Αυτό είναι, νομίζω, το «ζουμί» της όλης προσπάθειας, για την οποία μπορείτε να διαβάσετε εκτενέστερα παρακάτω. Με την αφορμή, μάλιστα, μιλήσαμε τότε με τον Θανάση Δρίτσα και για τις θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής –στις οποίες είναι από τους πλέον ειδικευμένους στην Ελλάδα, έχει μάλιστα γράψει κι ένα σχετικό βιβλίο (Η μουσική ως φάρμακο: Η βιολογική προσέγγιση της μουσικής θεραπείας, 2018).

Η τότε συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η φωτογραφία του Θανάση Δρίτσα ανήκει στον Γιάννη Σούλη και παραχωρήθηκε για τους σκοπούς της συνέντευξης. Η κάτωθι φωτογραφία απαθανατίζει ένα μουσικό μεσημέρι εν δράσει, στον χώρο του Ωνασείου. 


Ποιο ακριβώς είναι το «τελετουργικό» των μουσικών εκδηλώσεων που υλοποιούνται στο Ωνάσειο; Ποια δηλαδή η συχνότητά τους, η διάρκειά τους, η τοποθέτησή τους μέσα στην καθημερινότητα του νοσοκομείου;

Oι εκδηλώσεις έχουν κανονισθεί ώστε να γίνονται μέσα στο καθημερινό ωράριο, ώστε να αποτελούν έτσι κι ένα διάλειμμα ανανέωσης, θετικής σκέψης και αισιοδοξίας για το προσωπικό, τους ασθενείς και τους επισκέπτες του νοσοκομείου. Προγραμματίζεται περίπου μία εκδήλωση ανά μήνα, συνήθως Τετάρτες μεσημέρι 12μμ και διαρκούν περίπου 40 λεπτά. Οι εκδηλώσεις συνήθως ξεκινούν τον Οκτώβριο και τελειώνουν τον Ιούνιο.

Διαλέξαμε τις Τετάρτες μεσημέρι διότι είναι μια ειδική ημέρα, κατά την οποία έρχονται και εξετάζονται στα εξωτερικά ιατρεία ασθενείς με συσκευή υποβοήθησης (φορητή εξωτερική τεχνητή καρδιά): αποτελούν μια ομάδα νέων ανθρώπων, που περιμένουν μόσχευμα από δότη προκειμένου να υποβληθούν σε μεταμόσχευση καρδιάς. Η δική τους καρδιά πάσχει από σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια και η κυκλοφορία του αίματος είναι πλήρως εξαρτημένη από την τεχνητή καρδιά. 

Είναι μια ομάδα νέων που ζει πρακτικά πάνω σε μια γέφυρα ζωής-θανάτου και η ψυχολογία τους είναι ιδιαίτερα αρνητικά φορτισμένη. Οι μουσικές παρεμβάσεις πιστεύω ότι τους χαλαρώνουν και τους μεταφέρουν θετική σκέψη και αισιοδοξία για το μέλλον.

Πώς διαλέγετε τους καλλιτέχνες που εμφανίζονται σε αυτές τις εκδηλώσεις; Και τι ανταπόκριση έχετε βρει μέχρι στιγμής, από τη δική τους πλευρά;

Όλοι οι καλλιτέχνες προσφέρονται ανιδιοτελώς. Απευθύνομαι προσωπικά σε φίλους μου γνωστούς καλλιτέχνες, που γνωρίζουν το έργο μου πάνω στις μουσικές θεραπείες· οι περισσότεροι βρίσκουν την ιδέα πολύ ελκυστική και σπάνια έχω ακούσει όχι. Κάποιοι έχουν και οι ίδιοι νοσηλευτεί ή εξεταστεί στο Ωνάσειο και αισθάνονται ευγνωμοσύνη για τη φροντίδα που έχουν δεχτεί, οπότε με τη συμμετοχή τους νιώθουν ότι ευχαριστούν και ανταποδίδουν στο νοσοκομείο. Θεωρώ ότι αναβαθμίζονται με το να εντάξουν το έργο τους σε μια κοινωνική προσφορά: ο καλλιτέχνης γίνεται έτσι ένα είδος κοινωνικού λειτουργού και η μουσική αποκτά μια ιερότητα.

Συνήθως φανταζόμαστε τη ζωντανή μουσική μέσα σε συναυλιακούς χώρους, αλλά κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσο λειτουργική μπορεί να γίνει στο νοσοκομείο, στο σχολείο, σε χώρους εργασίας. Οι περισσότεροι ακροατές ταυτίζουν τη μουσική με τη διασκέδαση· ας θυμηθούμε ότι η λέξη διασκέδαση ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα διασκεδάννυμι, που σημαίνει εκτροπή, σκέδαση και επί της ουσίας λήθη. Διασκεδάζω σημαίνει ξεχνάω. Αλλά ο πλήρης ρόλος της μουσικής, όπως τον είχαν αντιληφθεί και οι αρχαίοι Έλληνες, είναι πιο κοντά στο αγωγή ψυχής, δηλαδή ψυχαγωγία. Σώμα και ψυχή (το σωματικό και το μη-σωματικό μας κομμάτι ή ευρύτερα Σώμα και Νους, βλ. mind-body) συμπεριφέρονται όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία. Η επίδραση επομένως της μουσικής στη διάθεση και στον ψυχισμό αντανακλάται και στις σωματικές λειτουργίες, π.χ. στους καρδιακούς παλμούς, στην αρτηριακή πίεση, στην έκκριση ορισμένων νευρο-ορμονών.

Θα αναφέρω κάποια σημαντικά ονόματα που έχουν ανταποκριθεί στην πρόσκλησή μας όπως οι καλλιτέχνες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο αείμνηστος Λυκούργος Αγγελόπουλος και η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία, ο Μίλτος Λογιάδης με τον Χρήστο Ζερμπίνο, ο Δαβίδ Ναχμίας, ο Βαγγέλης Χριστόπουλος και η Ναταλία Μιχαηλίδου, ο Μίλτος Πασχαλίδης. Προσπαθούμε επίσης να δίνουμε βήμα σε ταλαντούχους μαθητές Ωδείων και σε μαθητές Μουσικών Σχολείων. Χαρακτηριστικά αναφέρω την επιτυχημένη συμμετοχή των συνόλων του Μουσικού Σχολείου Αλίμου. Να σημειώσω επίσης ότι εξαιρετικά δημοφιλείς είναι και οι συναυλίες που έχει δώσει η Ορχήστρα των Εργαζομένων του νοσοκομείου μας: πολλά από τα μέλη της είναι στελέχη του νοσοκομείου, με επαγγελματική μουσική κατάρτιση.

Στην επόμενη εκδήλωσή σας, πρωταγωνιστής είναι ο Αργύρης Μπακιρτζής –ένας ιδιότυπος, μα αγαπητός στον κόσμο ερμηνευτής. Η δική σας σχέση με τους Χειμερινούς Κολυμβητές, ως ακροατής, ποια είναι;

Τον Αργύρη Μπακιρτζή τον γνώρισα σχετικά πρόσφατα. Είναι ένας πολυδύναμος, ευφυής, ταλαντούχος και ψαγμένος δημιουργός. Μου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση ότι είχε δίσκους μου και είχε ακούσει μουσική μου, ενώ κινούμαστε σε εντελώς διαφορετικό πεδίο. Δεν είχα σχέση με τους Χειμερινούς Κολυμβητές και δεν τους άκουγα συστηματικά, εκτός από αποσπασματικές ραδιοφωνικές ακροάσεις. Έψαξα πολλά κομμάτια τους τελευταία στο YouTube, μετά την επαφή μου με τον Μπακιρτζή. Είναι πολύ συνεπείς και έντιμοι όσον αφορά τη μουσική τους δημιουργία και κοσμοθεωρία.

Όπως είπατε και πιο πάνω, τις εκδηλώσεις παρακολουθούν αρκετοί διαφορετικοί άνθρωποι, τόσο ασθενείς, όσο όμως και το προσωπικό του νοσοκομείου ή απλοί επισκέπτες. Δεδομένης αυτής της μεγάλης γκάμας, τι αντιδράσεις έχετε καταγράψει;

Οι αντιδράσεις είναι κυρίως θετικές. Οι περισσότεροι ασθενείς και επισκέπτες εκφράζουν ενθουσιασμό με τις μουσικές παρεμβάσεις στο νοσοκομείο μας. Έχουν όμως υπάρξει και κάποιες αρνητικές αντιδράσεις από μέλη του προσωπικού και από συναδέλφους γιατρούς. Θέλει ακόμη πολύ δουλειά στην ελληνική πραγματικότητα μέχρι να εμπεδωθεί η αξία της μουσικής (και της τέχνης γενικότερα) στο νοσοκομείο. 

Στο μυαλό των περισσοτέρων συν-Ελλήνων μας, το νοσοκομείο δεν θεωρείται τόπος που μπορεί να δώσει χαρά και αισιοδοξία στους ασθενείς και το προσωπικό. Θεωρείται αντιθέτως τόπος πένθους, θλίψης και γκρίζο προστάδιο του τάφου. Κανείς δεν έχει απασχοληθεί με το πώς θα προσδώσει χρώματα, ήχους και χαρά στο νοσοκομείο.

Ένα τυπικό επιχείρημα όσων αντιδρούν στις μουσικές παρεμβάσεις είναι π.χ. το ότι δεν μπορεί κάποιος να πεθαίνει και την ίδια στιγμή να γίνεται μουσική εκδήλωση στο νοσοκομείο. Εκεί βγαίνει λάθος ενοχικότητα και σύγχυση μεταξύ ζητημάτων που είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Αντιθέτως, εγώ πιστεύω ότι η μουσική στο νοσοκομείο αναβαθμίζει, προσδίδει ιερότητα και δεν προσβάλλει τον θνήσκοντα ή τον βαρέως πάσχοντα. 

Χρειάζεται βέβαια μεγάλη προσοχή στο επίπεδο της ηχητικής έντασης (όταν υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης), γιατί δεν πρέπει να γίνεται η ένταση ενοχλητική. Στις περισσότερες περιπτώσεις αποφεύγουμε την ενίσχυση στο αίθριο του νοσοκομείου, όπου γίνονται οι εκδηλώσεις. Μερικοί καλλιτέχνες βέβαια απαιτούν ήπια ενίσχυση ήχου, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν φωνές.

Έχει δυσχεράνει η χρόνια πλέον Κρίση το έργο σας αυτό; Ή έχει θέσει έναν νέο πήχη πρόκλησης;

Η συμμετοχή των καλλιτεχνών είναι ανιδιοτελής και αυτό περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα τέτοιων εκδηλώσεων. Στην εποχή της γενικότερης κατάθλιψης –λόγω κρίσης– μάλλον οι ασθενείς και ο κόσμος του νοσοκομείου έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για χαλάρωση, αισιοδοξία, ψυχική ανάταση. 

Επίσης θα πρέπει να αναφέρω τη συνεισφορά του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης, που βοήθησε τις μουσικές μας παρεμβάσεις με τη δωρεά ενός υπέροχου πιάνου με ουρά, το οποίο κοσμεί με την παρουσία του το αίθριο του νοσοκομείου μας. Είναι πολύ θετικό να μπαίνεις σε ένα νοσοκομείο και το πρώτο που βλέπεις απέναντι σου είναι ένα καλαίσθητο πιάνο με ουρά. Δεν ξεχάσω κάτι που μου είχε πει ένας ασθενής: «Γιατρέ, όταν βλέπω το πιάνο στο Ωνάσειο νιώθω μεγάλη εμπιστοσύνη, νιώθω ότι το Ωνάσειο μας βλέπει με ευαισθησία, όχι μόνον σαν ασθενείς/πελάτες του, αλλά σαν ανθρώπους».

Σημαντική επίσης για την άρτια διοργάνωση των μουσικών παρεμβάσεων είναι η συνεισφορά της υπεύθυνης των Δημοσίων Σχέσεων του Ωνασείου, κας. Αλεξάνδρας Μπριασούλη. Η κα. Μπριασούλη είναι μια εξαιρετικά αφοσιωμένη στο έργο της δυναμική, αποτελεσματική και ικανή κυρία. Χωρίς την πολύτιμη βοήθειά της, δεν θα μπορούσαν να γίνουν όλες αυτές οι εκδηλώσεις.

Ασχολείστε πολλά χρόνια με τις θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής, προσέγγιση αναγνωρισμένη διεθνώς, που όμως στη χώρα μας συνεχίζει νομίζω –και διορθώστε με αν κάνω λάθος– να φαντάζει λίγο σαν «μαγικά». Πώς ειδικεύεται κανείς σε κάτι τέτοιο; Και τι θα απαντούσατε στους υπερβολικά ανήσυχους, όσους ίσως νιώσουν ότι η μουσική πάει να υποκαταστήσει, κατά έναν τρόπο, την ιατρική;

Και στη χώρα μας προοδευτικά έχουν επιστρέψει αρκετοί εκπαιδευμένοι μουσικοθεραπευτές οι οποίοι σπούδασαν μουσικοθεραπεία σε φημισμένες σχολές της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Έχει μάλιστα εδώ και αρκετά χρόνια ιδρυθεί και σωματείο των πτυχιούχων εκπαιδευμένων μουσικών θεραπευτών (ΕΣΠΕΜ, www.musictherapy.gr). Δειλά-δειλά μπαίνει μάλιστα και η μουσικοθεραπεία στα ελληνικά πανεπιστήμια. Και αυτοί οι σοβαρά εκπαιδευμένοι θεραπευτές έχουν αρχίσει να μεταφέρουν στο ευρύ κοινό την ουσία της.

Για να σπουδάσεις μουσικοθεραπεία, απαραίτητη αρχική προϋπόθεση είναι η προχωρημένη γνώση μουσικής σε θεωρητικά και αρμονία και η καλή γνώση ενός βασικού οργάνου (κυρίως πλήκτρα-πιάνο). Θα πρέπει να τονισθεί ότι η μουσική θεραπεία αποτελεί συμπλήρωμα της ιατρικής αγωγής και δεν υποκαθιστά την ιατρική σε κανένα επίπεδο. Οι μουσικοθεραπευτές (στη βιωματική θεραπεία) δουλεύουν σε συνεργασία με τον κλινικό γιατρό και κάτω από συνεχή επίβλεψη. 

Μουσικοθεραπεία δεν είναι ακριβώς το ακούω κάποια «μαγική μουσική» για να γίνω καλά. Σε επίπεδο παρέμβασης υπάρχει η χρήση ακρόασης επιλεγμένης μουσικής (διεθνώς λέγεται music medicine) π.χ. για την αντιμετώπιση του άγχους, του πόνου, για χρήση σε μονάδες εντατικής θεραπείας, στον τοκετό, στα πρόωρα βρέφη κλπ. Υπάρχει βέβαια και η ζωντανή μουσική βιωματική παρέμβαση, η οποία απαιτεί ειδική εκπαίδευση (medical music therapy).

Oι περισσότεροι γιατροί δεν έχουν μελετήσει τα (σύγχρονα, πλέον) επιστημονικά στοιχεία γύρω από την επιτυχή εφαρμογή της μουσικής στην ιατρική. Κάποιοι αρνούνται μάλιστα να επιμορφωθούν σε αυτό το αντικείμενο λόγω προκατάληψης, ιδιαίτερα στη χώρα μας, όπου ο καθένας δηλώνει και γνώστης επί παντός επιστητού. Όπως έχει επίσης πει ο σοφός Γιάννης Τσαρούχης, στην Ελλάδα «ό,τι δηλώσεις είσαι». Θέλει λοιπόν προσοχή, διότι στον τόπο μας δηλώνουν συχνά «μουσικοθεραπευτές» άτομα που δεν διαθέτουν επαρκή και πλήρη εκπαίδευση.

Παίζουν κάποιον ρόλο τα αισθητικά κριτήρια στη μουσικοθεραπεία; Υπάρχει «κατάλληλη» και «ακατάλληλη» μουσική;

Δεν υπάρχουν γενικά έτοιμες συνταγές στην μουσική θεραπεία. Σημαντικό είναι και το κριτήριο του μουσικού πολιτισμού στον οποίο έχει εκτεθεί κάποιος. Η κλασική π.χ. μουσική είναι περισσότερο εφαρμόσιμη στον κεντροευρωπαϊκό χώρο. Η μουσική έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα, όταν είναι η μουσική που μας αρέσει και που μας είναι γενικά οικεία. Για να επιλέξεις λοιπόν «θεραπευτική» μουσική, πρέπει να λάβεις υπόψη τα ακούσματα, την όποια μουσική παιδεία, την πολιτιστική προέλευση. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείς π.χ. Μότσαρτ, όταν έχεις μεγαλώσει με ακούσματα δημοτικού κλαρίνου. Αυτά όσον αφορά την χρήση προεπιλεγμένης μουσικής (music medicine).

Στη βιωματική μουσικοθεραπεία η μουσική γεννιέται επιτόπου και ζωντανά, κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας, ως αποτέλεσμα αμφίδρασης θεραπευτή-θεραπευόμενου. Εκεί έντονα κυριαρχεί λοιπόν το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Στη μουσικοθεραπεία δεν ενδιαφέρει αισθητικά η μουσική, η μουσική γίνεται μέσον για την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων. Κάτι που κρίνεται ως αισθητικά άσχημο μπορεί να επιφέρει ένα θετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα. Ακόμη και κραυγές, ψίθυροι ή και κακόφωνοι συνδυασμοί ήχων, μπορούν να αποβούν ευεργετικοί για τον πάσχοντα.

Μιας και είστε και ο ίδιος συνθέτης, ετοιμάζετε κάτι καινούριο; Τι σχέδια υπάρχουν αυτή τη στιγμή;

Έχω μαζέψει αρκετό υλικό έργων μουσικής δωματίου (έργα για 3-4 όργανα), που πιστεύω ότι θα εκδοθούν σύντομα. Επίσης, έχουν μαζευτεί πολλά καινούργια και ανέκδοτα τραγούδια μου σε στίχους Χρήστου Μπουλώτη, Νίνας Ναχμία, Κώστα Καρτελιά και Ελευθερίας Ζαμπετάκη-Δρίτσα. Έδωσα μια συναυλία στις 6 Οκτωβρίου 2016 στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, όπου παρουσίασα αναδρομικά όλους τους κύκλους τραγουδιών μου, τα παλαιότερα τραγούδια από τον δίσκο Στην Άκρη Των Παραμυθιών (2008) και όλα τα πιο φρέσκα και δισκογραφικά ανέκδοτα.

Υπάρχει πρόβλημα χρηματοδότησης των δισκογραφικών παραγωγών αυτή την εξαιρετικά δύσκολη οικονομικά εποχή. Και οι χορηγοί που κάποτε ανθούσαν, έχουν περιοριστεί πάρα πολύ τελευταία. Δεν έχω πάντως καθόλου άγχος συχνής δισκογραφικής παρουσίας. Αφήνω τα έργα να επωάζονται και να «ψήνονται» σε ζωντανές συναυλίες· και κάποια στιγμή που ολοκληρώνεται το ψήσιμο και η ωρίμανση, θα βγουν από τον «φούρνο» προς δισκογραφική κατανάλωση. Θέλω να δουν το φως στη (δισκογραφική) ώρα τους με κανονικό τοκετό, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, και να μην τα γεννήσω με καισαρική πριν από την ώρα τους!


30 Οκτωβρίου 2020

Συζητώντας με τον (γιατρό και συνθέτη) Θανάση Δρίτσα, μέρος 1 (2008)

Πάνε πλέον 12 χρόνια από τον Οκτώβριο του 2008, όταν πρωτογνώρισα τον Θανάση Δρίτσα. Όχι όμως με την ιδιότητα του επιφανούς καρδιολόγου, όπως ίσως τον ξέρουν οι περισσότεροι (σήμερα είναι Αναπληρωτής Διευθυντής στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, στο Τμήμα Αναιμάκτων Διαγνωστικών Τεχνικών), αλλά ως συνθέτη –με αφορμή το 6ο του τότε άλμπουμ Στην Άκρη Των Παραμυθιών: Τραγούδια Και Εύθραυστοι Ήχοι Για Φωνή Και Πιάνο (Protasis Music).

Στον καφέ που κανονίσαμε στο θρυλικό ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία (το οποίο ζει πλέον το δικό του τέλος εποχής, αφού οι τύχες του περνούν σε αραβικό επιχειρηματικό όμιλο με έδρα το Κατάρ), μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι ο Δρίτσας είναι άνθρωπος με κυκλική παιδεία και εύρος ενδιαφερόντων: ένα ανήσυχο πνεύμα, εμφορούμενο από σπάνιο για την εποχή μας ουμανισμό. Και έτσι παραμένει, όπως εύκολα μπορείτε να διαπιστώσετε και παρακολουθώντας την τακτική του αρθρογραφία (κυρίως στην Athens Voice) ή τις αναρτήσεις στο προφίλ του στο Facebook. 

Η κουβέντα που κάναμε το 2008 στη Μεγάλη Βρετανία δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Έκτοτε συναντηθήκαμε με τον Θανάση Δρίτσα κι άλλες φορές: το 2009 τον καλέσαμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα στην πρώτη ραδιοφωνική εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς στους 105,5 Στο Κόκκινο –ήταν μια σπαρταριστή εκπομπή, με πολύ γέλιο– το 2017 ξανακάναμε μια συνέντευξη για τον Τύπο (με αφορμή τα μουσικά μεσημέρια τα οποία έστηνε στο Ωνάσειο) και το 2019 ξανάρθε στο ράδιο, στη δεύτερη εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, με αφορμή το άλμπουμ A Portrait In Three Colors.

Τις ραδιοφωνικές μας εκπομπές δυστυχώς δεν τις έχω κάπου, αν κι αυτή του 2019 έχει σίγουρα σωθεί στο αρχείο που ετοιμάζει το Κόκκινο και θα είναι έτσι διαθέσιμη στο άμεσο μέλλον για το κοινό. Η συνέντευξη του 2017 θα αναδημοσιευτεί σύντομα κι εδώ, ως μέρος 2 των συνομιλιών μας με τον Θανάση Δρίτσα.


Ως τώρα δεν μας είχατε συνηθίσει σε δισκογραφικές επισκέψεις με τραγούδια, οι προηγούμενες δουλειές σας ήταν ορχηστρικής κυρίως μουσικής...

Ναι, είναι η πρώτη φορά που κάνω έναν κύκλο τραγουδιών. Βέβαια τα τραγούδια αυτά έχουν ζυμωθεί εδώ και αρκετά χρόνια κι έχουν παρουσιαστεί σε πολλές συναυλίες, με πιο αντιπροσωπευτική αυτή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, πέρυσι τον Μάιο. Εκεί παρουσιάστηκε ένας πλήρης κύκλος, από τον οποίον επιλέχθηκαν τώρα κάποια ώστε να δημιουργηθεί το άλμπουμ Στην Άκρη Των Παραμυθιών.

Έως και πόσα χρόνια πίσω φτάνει δηλαδή η αρχική δημιουργία των τραγουδιών αυτών;

Κάποια από αυτά τα τραγούδια, κανα-δυο, αριθμούν ήδη γύρω στα 20 χρόνια. Τα περισσότερα έχουν όμως γραφτεί στο διάστημα 2004-2008. 

Συμπίπτει αυτό το διάστημα με τη γνωριμία σας με τον Χρήστο Μπουλώτη; Από ότι έχω καταλάβει, ο ρόλος του υπήρξε καταλυτικός για τη δημιουργία του Στην Άκρη Των Παραμυθιών...

Ο Χρήστος υπήρξε πράγματι καταλύτης. Ξέρω λιγότερα για τη δουλειά του ως αρχαιολόγου, εκτιμώ όμως πολύ τα παραμύθια του. Ο λόγος του δεν είναι ο συγγραφικός λόγος κάποιου ας πούμε ο οποίος διηγείται μια ιστορία. Τα παραμύθια του Μπουλώτη είναι ποιητικά, έχουν ένα λυρικό/ποιητικό στοιχείο, γι’ αυτό και πολλές φορές ακόμα και τα πεζά του «τραγουδάνε». 

Τον Χρήστο τον γνώρισα μέσα από τα παραμύθια του. Κάποια λοιπόν στιγμή του είπα πως μου αρέσουν πολύ, γιατί βγάζουν κάτι το μουσικό· και τον ρώτησα μήπως έχει γράψει και τίποτα στίχους. Και μου λέει είναι μεγάλη σύμπτωση, γιατί έχω κάνει μια συλλογή ονόματι Του Έρωτα Και Των Παραμυθιών, «θα ’θελες να δεις αν σε ενδιαφέρει κάτι;». Και όταν τα είδα ήταν κάτι σαν αποκάλυψη, ήταν σαν να συνάντησε ο ένας τον άλλον. Ένιωσα όπως όταν πράγματα κοιμούνται στο υποσυνείδητό μας, περιμένοντας ένα ερέθισμα για να ξυπνήσουν: σαν να περιμένανε τα τραγούδια αυτά τη συνάντησή μου με τον Μπουλώτη. Υπάρχει κι άλλο υλικό, σκέφτομαι ήδη να συμπεριλάβω κι άλλα σε κάποια επόμενη δισκογραφική δουλειά.

Με την Αθηνά Δημητρακοπούλου πώς προέκυψε η συνεργασία; Είχε χαθεί νομίζω από το προσκήνιο μετά τον δίσκο που έβγαλε το 2006, το Κέρασμα...

Ήταν μεγάλη τύχη κι αυτή η συνεργασία. Έχουμε κάνει πολλές συναυλίες με την Αθηνά πριν από αυτόν τον δίσκο και υπάρχει εξαιρετική χημεία. Είναι ένα παιδί εξαιρετικό ως ποιότητα ανθρώπου, που μπαίνει μέσα στα τραγούδια με όλη της την ψυχή. 

Δεν είναι μόνο το καλό της background στην κλασική παιδεία, είναι και που θέλει να μαθαίνει τόσα πράγματα για τον συνθέτη, τον ποιητή, το κλίμα του τραγουδιού –και φροντίζω να της δίνω και μια ελευθερία ώστε να εκφράσει και δικά της πράγματα τραγουδώντας. Μου αρέσει οι άνθρωποι οι οποίοι παίζουν μαζί μου να έχουν μια τέτοια ελευθερία πάνω στις συνθέσεις μου, γιατί πιστεύω πολύ στον αυτοσχεδιασμό, θεωρώ πως είναι η χρυσή μου πλευρά. 

Πού θα εντοπίζατε την απαρχή αυτής της αγάπης σας για τον αυτοσχεδιασμό; 

Από παιδί είχα μεγάλη αγάπη για τον Keith Jarrett και την πλευρά αυτή της τζαζ, την οποία λατρεύω. Ήταν μεγάλο έναυσμα για μένα ο Jarrett, με είχε καθηλώσει το Κοντσέρτο στην Κολονία (1975), τον θεωρώ έναν δίσκο-μνημείο. Ο Jarrett λοιπόν στοίχειωσε τη σχέση μου με το πιάνο και τον αυτοσχεδιασμό και μου άρεσε έτσι πάντοτε πολύ η ιδέα του να είμαι με ένα πιάνο. Γι’ αυτό ήθελα και να κάνω έτσι λιτά το Στην Άκρη Των Παραμυθιών, μόνο για φωνή και πιάνο, παρ' όλο που ξέρω πόσο δύσκολο είναι να αναδειχθεί ένα τραγούδι έτσι. Οι πλούσιες ενορχηστρώσεις πάντα βοηθάνε, τόσο όμως στις επιστήμες όσο και στις τέχνες η απλότητα έχει μια διαφορετική χάρη, αν επιτευχθεί. 

Ξέρεις, πολλοί μουσικοί με κλασική παιδεία δεν μπορούν να αυτοσχεδιάσουν· η παρτιτούρα αποτελεί και φυλακή. Για μένα η παρτιτούρα δεν είναι παρά ένας μπούσουλας, από εκεί και πέρα το έργο μου ξεφεύγει πάντα από αυτήν. 

Πέρα από τον Jarrett, ποιους άλλους θα αναφέρατε ως βασικές σας επιρροές;

Η άλλη μεγάλη πηγή ήταν για μένα ο Μάνος Χατζιδάκις. Τον θεωρώ ένα είδος αρχαίου σοφού. Δεν ήταν απλώς ένας συνθέτης, ήταν επίσης και φιλόσοφος και επέβαλλε μια αισθητική σε ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν ανακατεύτηκε. Θαύμαζα το ότι ήταν ένας άνθρωπος της διαρκούς επανάστασης, ο οποίος δεν άνηκε πουθενά. Από τα έργα του θεωρώ ως κορυφή τον Μεγάλο Ερωτικό (1972). 

Από εκεί και πέρα μελέτησα πολύ και τα νέα ρεύματα στη μουσική του 20ου αιώνα, από τα οποία με ενδιέφερε πολύ ο μινιμαλισμός. Ο Philip Glass είναι ένα όνομα-αναφορά, κι ας εξελίχθηκε πολύ εμπορικά τελευταία. Τρέφω επίσης μεγάλη αγάπη για τη μουσική του Γιάννη Κωνσταντινίδη (ή Κώστα Γιαννίδη), για τον οποίον λίγοι ξέρουν ότι ήταν ένας εξαιρετικός πιανίστας. Το γράψιμό του για πιάνο ήταν ανεπανάληπτο, όπως και ο τρόπος με τον οποίον συνόδευε. Λίγοι πιανίστες ξέρουν να το κάνουν αυτό, χωρίς να θάβει το πιάνο τη φωνή ή το αντίθετο, ο Γιώργος Χατζηνάσιος π.χ. είναι σπουδαίος σε αυτό. 

Πιτσιρικάς αγάπησα επίσης πολύ τον Μπετόβεν, καθώς η μουσική του ήταν δυνατή και επαναστατική, όπως και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη –όχι όμως και το συμφωνικό του έργο. Ίσως να με διαψεύσει ο χρόνος, ο μεγαλύτερος κριτής, αλλά θεωρώ ότι, αν δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο, δεν θα τύχαινε προβολής αυτή η πλευρά της δημιουργίας του. Τα τραγούδια του, όμως, είναι πράγματι καταπληκτικά. Αλλά αγάπησα και τους Γάλλους ιμπρεσιονιστές, τον Κλωντ Ντεμπισί και τον Μωρίς Ραβέλ. Μεγαλώνοντας, επίσης, ανακάλυψα και τον Μότσαρτ. 

Φοβάστε τους ανθρώπους οι οποίοι δεν διαβάζουν παραμύθια; 

Τους φοβάμαι, ναι. Φοβάμαι όσους ανθρώπους φοβούνται το όνειρο στη ζωή τους ή το να παραδοθούν στις εμπειρίες. Τους θεωρώ κάτι σαν ζωντανούς-νεκρούς. Εμείς οι γιατροί ορίζουμε ως ζωντανό ένα πλάσμα που αναπνέει και χτυπάει η καρδιά του. Κι όμως, αν δεν εκτεθεί ο άνθρωπος στην εμπειρία, στη στιγμή, αν δεν μπορεί να κάνει ανιδιοτελή πράγματα, τότε ζει ως φάντασμα. 

Χρόνια πριν, προτού το Άγιο Όρος γίνει γκλαμουριά, ένας αγιορείτης μοναχός μου είχε πει ότι στη ζωή, όποιος θέλει να έχει ισορροπία, πρέπει να έχει ένα χειροτέχνημα κι ένα διακόνημα. Το διακόνημα μπορεί και να σε έχουν βάλει να το κάνεις, το χειροτέχνημα όμως είναι κάτι το ανιδιοτελές. Από μια τέτοια άποψη, θεωρώ πολύ σημαντικό που η καθημερινή μου δουλειά ως γιατρού μου εξασφαλίζει ένα εισόδημα το οποίο απελευθερώνει τη μουσική μου από την ανάγκη του να είναι χρηστική: με ενδιαφέρει να ακουστεί, να διαδοθεί ή και να πουλήσει –δεν περιφρονώ το χρήμα· όχι όμως το να την ξεπουλήσω για αυτόν τον σκοπό. 

Δεν σας τρώει όμως πολύ χρόνο η ιατρική; Γιατί δεν είστε απλά ένας γιατρός, το βιογραφικό σας είναι αυτό ενός διαπρεπή επιστήμονα στην καρδιολογία...

Οπωσδήποτε μου τρώει. Δεν ξέρω, βρίσκω τις μαγικές ώρες μάλλον. Εκείνες όπου έχουμε μαγικές συναντήσεις με τον εαυτό μας. Υπάρχουν πράγματα τα οποία ωριμάζουν μέσα μας χρόνια και χρόνια μέχρι που έρχεται η κατάλληλη στιγμή και ξεπηδάνε. Η αλήθεια πάντως είναι ότι ευρύτερο κοινό ξέρει τη δουλειά μου στη μουσικοθεραπεία (και γενικότερα την τέχνη ως μέσο θεραπείας), παρά την πλευρά μου ως συνθέτη.

Τα παραμύθια, αν δεν κάνω λάθος, έχουν και μία σχέση με το επιστημονικό σας έργο, καθώς έχουν κι αυτά χρησιμοποιηθεί, όπως και η μουσική, για θεραπευτικούς σκοπούς...

Ναι, η αφήγηση πράγματι χρησιμοποιείται, καθώς παρηγορεί. Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, οι άνθρωποι προσηλώνονται σε όποιον λέει μια ιστορία. Κι εγώ τελευταία δουλεύω πολύ πάνω σε αυτό, κάνω μουσική για αφήγηση μαζί με τον Στέλιο τον Πελασγό, ιστορητή-αφηγητή και χαρισματικό γενικά άνθρωπο. Ετοιμάζουμε έναν δίσκο που θα λέγεται Μεταλλαγμένα Παραμύθια, πρόκειται για μια εισβολή της τεχνολογίας στο δάσος των παραμυθιών, από την οποία προκύπτουν τρελά αποτελέσματα. 

Ο παρών βέβαια δίσκος, το Στην Άκρη Των Παραμυθιών, δεν έχει να κάνει με παραμύθια για παιδιά, ασχολείται με την παραμυθένια πλευρά της ζωής. Αν ο άνθρωπος χάσει το παράθυρο στο όνειρο κινδυνεύει να αρρωστήσει –κάποια στιγμή και σωματικά. Άλλωστε ο όρος «ψυχοσωματικός», είναι λάθος: όλα τα νοσήματα είναι ψυχοσωματικά, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αρρωστήσεις από ένα π.χ. σωματικό νόσημα και να μην επηρεαστεί η ψυχή σου ή και το αντίστροφο.

Συμφωνείτε πάντως στο ότι υπάρχει από αρκετούς μια προκατάληψη απέναντι στη μουσικοθεραπεία, την οποία μάλλον βιάζονται να συσχετίσουν με κάτι το new age; 

Ισχύει, πράγματι, γιατί έχει δοθεί μια τέτοια εμπορική πλευρά, που πρέπει να μας κάνει συγκρατημένους. Πρώτα-πρώτα, χρειάζεται να επισημανθεί ότι η μουσικοθεραπεία είναι μια επιστήμη στην οποία πρέπει να εκπαιδευτεί κανείς και ότι δεν σχετίζεται με το να κάθεσαι και να ακούς CD με new age μουσική για χαλάρωση, τα οποία πουλήθηκαν κατά κόρο στην Αμερική. 

Ο Μότσαρτ έχει επίσης χρησιμοποιηθεί πολύ για τέτοιους σκοπούς, υπάρχουν π.χ. CD με συνθέσεις του για μωρά ή κατά του στρες και της κατάθλιψης. Η μουσική του έχει πράγματι μια μαγική απλότητα, που την καθιστά εύληπτη στο μέσο αυτί, παράλληλα όμως διατηρεί και μια τρομερή αρχιτεκτονικότητα: από πλευράς κατασκευής είναι όσο τέλεια είναι π.χ. και ο Παρθενώνας. Δεν είναι απλοϊκός ο Μότσαρτ και κακώς μεταχειρίζεται κατά τον παραπάνω τρόπο. 

Αν κι εσείς αποτελείτε εμφανώς εξαίρεση, συμμερίζεστε το διαδεδομένο στερεότυπο που θέλει τους γιατρούς να είναι τόσο εξειδικευμένοι ώστε να μην έχουν τελικά κανένα άλλο ενδιαφέρον;

Νομίζω ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ως προς τις κλίσεις και τις τάσεις τους. Όσο κι αν προσπαθήσεις μετά να το διώξεις, αν έχεις αυτό το «μικρόβιο» δεν θα μπορέσεις ποτέ να το αποβάλλεις. Δυστυχώς, πάντως, είμαι απογοητευμένος από την πλειονότητα των νεότερων γιατρών –πάντοτε βέβαια υπάρχουν εξαιρέσεις– γιατί έχουν μια τεχνοκρατική κατεύθυνση και μια μηχανιστική αντιμετώπιση, όχι μόνο για τον άρρωστο, αλλά και για τη ζωή. 

Πολλοί παλιοί, ας πούμε, προτάσσανε το ανθρωπιστικό και ήταν άρχοντες και προς τους αρρώστους και προς τη ζωή· γι’ αυτό και υπήρξαν γιατροί π.χ. οι οποίοι ήταν και σπουδαίοι λογοτέχνες, όπως ο Γιώργος Χειμωνάς. Τώρα το επίπεδο είναι μικροαστικό και κυριαρχεί μια νοοτροπία του πώς θα τα 'κονομήσουμε πιο γρήγορα. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην ιατρική, έχει να κάνει με τη μετριοκρατία η οποία κυριαρχεί στη νεοελληνική πραγματικότητα. 

Τι περιλαμβάνουν τα επόμενα σχέδιά σας; 

Είμαι καλεσμένος σε ένα σπουδαίο συνέδριο στη Βιέννη 16 με 19 Νοεμβρίου, όπου θα παίξω κιόλας, αυτοσχεδιασμούς σε πιάνο με παράλληλη προβολή φωτογραφιών. Λέγεται Mozart And Science και θα συγκεντρώσει πολλούς από τους σπουδαιότερους διεθνώς ανθρώπους στον χώρο της μουσικοθεραπείας. Στη συνέχεια, στις 12 Ιανουαρίου 2009, παρουσιάζω στον Παρνασσό τα Μεταλλαγμένα Παραμύθια με τον Στέλιο τον Πελασγό, το οποίο όπως είπα παραπάνω θα δισκογραφηθεί κιόλας. 







25 Οκτωβρίου 2020

Λένα Πλάτωνος - συνέντευξη (2014)


Η Λένα Πλάτωνος γιόρτασε φέτος τα γενέθλιά της δίνοντας στη δημοσιότητα ένα νέο τραγούδι, που ήδη πέτυχε να κάνει τον δικό του ντόρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τη Μυρτώ Κοντοβά στους στίχους και την Κατερίνα Στανίση να κάνει την έκπληξη, ερχόμενη να ερμηνεύσει, οι "Ανθρωποφάγοι" προκάλεσαν διάφορα σχόλια: άλλοι αντέδρασαν με μεγάλο ενθουσιασμό, σε άλλους δεν άρεσε καθόλου. 

Η δική μου θέση (όπως περίπου την έγραψα και στο Facebook) είναι ότι, πρωτίστως, πρόκειται για μια ιστορική συνεργασία· ιδιαίτερα για όσους από εμάς δεν σκεφτήκαμε ποτέ το ελληνικό τραγούδι με «όχθες» και άλλου τύπου «φράχτες», οπότε διασκεδάζουμε τώρα πολύ αυτήν τη δίχως τείχη εποχή (όταν δεν τη βαριόμαστε, δηλαδή) και την αμηχανία που προκαλεί σε όσους επί χρόνια ευαγγελίζονταν ότι αν ακούς το τάδε, δεν μπορείς να ακούς το δείνα. Από εκεί και πέρα, το πώς μας φαίνεται σαν τραγούδι μπορεί σαφώς να συζητηθεί με πολλούς τρόπους –προσωπικά, ας πούμε, δεν βρήκα λόγους ούτε για μεγάλο ενθουσιασμό, ούτε για απαξίωση. 

Όπως πάντως κι αν έχει το πράγμα, ίσως η συνεργασία αυτή είχε περισσότερο νόημα να γίνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με στίχους της Μαριανίνας Κριεζή, όταν Πλάτωνος και Στανίση μεσουρανούσαν (κάθε μία στη δική της κλίμακα)· χωρίς κάτι τέτοιο να το λέω ως έμμεση μομφή για τη Μυρτώ Κοντοβά, της οποίας το σουξέ "Στην Πυρά" σιγομουρμουράω συχνά (2008, για την Άννα Βίσση). 

Ορθά, βέβαια, ο Άρης Καραμπεάζης –παρακινώντας με παράλληλα να δω ξανά την ταινία του Χρήστου Κυριακόπουλου Πόντιος Είμαι Ό,τι Θέλω Κάνω με Κώστα Τσάκωνα, Ντίνο Ηλιόπουλο και Μάρκο Λεζέ (1986)– παρατήρησε σε σχόλιό του ότι δεν μπορεί να δει πώς θα κόλλαγε η Στανίση που εμφανίζεται να τραγουδά εκεί "Τα Άστρα Και Τα Ζώδια" με την Πλάτωνος όπως διαμορφώθηκε μετά το άλμπουμ Λεπιδόπτερα. Ωστόσο ο Αντώνης Μποσκοΐτης καθιστά σαφές με άρθρο του στο Κουτί της Πανδώρας ότι ήταν τότε ακριβώς που η Πλάτωνος ονειρευόταν αυτήν τη σύμπραξη, δηλώνοντάς του ότι «Όταν ήμουν κι εγώ μεσ' στους έρωτες και τους χωρισμούς, μόνο μια φωνή σαν της Στανίση μπορούσε να εκφράσει απόλυτα το συναισθηματικό μου κόσμο» (περισσότερα εδώ).

Όλα αυτά επανέφεραν στη μνήμη μου το καλοκαιρινό μεσημέρι του 2014 που επισκέφτηκα τη Λένα Πλάτωνος στο σπίτι της στον Χολαργό. Μέσω του Βαγγέλη Βέκιου, είχαμε κανονίσει να γίνει μια συνέντευξη για το πρώτο «τεύχος» που θα έβγαζε η Κόκκινη Καρφίτσα –το νέο (τότε) πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας Αυγή, το οποίο λάμβανε βέβαια τον τίτλο του από έναν δικό της στίχο. 

Συζητήσαμε για αρκετές ώρες με την Πλάτωνος, θίγοντας πληθώρα θεμάτων: τις selfie, τον πατέρα της Γεώργιο Πλάτωνα, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Jean-Michel Jarre, την Αριστερά, το Χοντρό Μπιζέλι, ακόμα και τον τσακωμό του Νίκου Καρούζου με τον Βασίλη Διαμαντόπουλου για το γνωστό δίλημμα «ελληνικός ή αγγλικός στίχος»· μάλιστα ήταν παρούσα και η παλιά της φίλη και σπουδαία πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, η οποία έδωσε τη δική της νότα στην κουβέντα. Φεύγοντας, είχα πολύ περισσότερο υλικό απ' ό,τι θα χωρούσε στην παραγγελία της Κόκκινης Καρφίτσας, το οποίο δημοσιεύτηκε τελικά σε δεύτερο χρόνο, για λογαριασμό του Avopolis. Παρακάτω, λοιπόν, μπορείτε να βρείτε το πλήρες, ολοκληρωμένο κείμενο, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις συγκριτικά με τις πρώτες δημοσιεύσεις.


Βλέπω κρατάτε την τηλεόρασή σας ανοιχτή. Και στο "Τι Νέα Ψιψίνα;" με τηλεόραση ξεκινάτε: «Σήμερα η τηλεόραση προέβλεψε ανέμους ασθενείς»...
 
Την ανοίγω συχνά, αλλά την αφήνω να παίζει χωρίς φωνή. Τη μεταχειρίζομαι σαν ένα οπτικό χαλί. Βάζω συνήθως κάτι όμορφο να φαίνεται –να, τώρα ας πούμε είχα κάτι ωραία τοπία και καταρράκτες. Μ' αρέσει να πέφτει το μάτι μου καθώς γράφω στίχους ή ημερολόγια. Γράφω πολύ με το χέρι και μετά τα περνάω στον υπολογιστή. Θέλω να περνάει από το σώμα μου, να φαίνεται ο γραφικός μου χαρακτήρας. Μ' αρέσει αυτό.
 
Ξέρετε τι λένε, ότι οι νέοι άνθρωποι μετά τον υπολογιστή έχασαν τον γραφικό τους χαρακτήρα...
 
Δεν έχασαν μόνο τον γραφικό τους χαρακτήρα. Έχουν χάσει και τον χαρακτήρα τους... Το Facebook, για παράδειγμα. Δεν είναι πλησίασμα του άλλου. Είναι μια πόζα, η οποία έφτασε στο όριο της αυτοφωτογράφησης, το λεγόμενο «selfie». Βρήκα καταπληκτική τη γελοιογραφία που απεικονίζει το τέλος του κόσμου να έρχεται και κάποιους να το φωτογραφίζουν. Σε τέτοιο σημείο απόστασης φτάσαμε από τα πράγματα. Δεν είναι αυτό μια τεράστια αλλοτρίωση; 
 
Όμως έχουν αλλάξει και οι σχέσεις, γενικότερα. Υπάρχει πια μια φοβία της απόρριψης και έτσι την έχουν δει όλοι με το σεξ. Φοβούνται οι άνθρωποι να αφήσουν τον πραγματικό τους εαυτό να αγγίξει τον άλλον, να φτάσουν δηλαδή στην ουσιαστική συνάντηση. Οπότε περιορίζονται στη συνεύρεση. Είναι ένα από τα πολύ σύγχρονα προβλήματα. 

Νομίζω ότι φταίνε κυρίως οι σχέσεις των σημερινών παιδιών με τις μητέρες τους. Οι μαμάδες δηλαδή, ενώ έκαναν πιο εύκολα και πιο ελεύθερα σχέσεις με τους μπαμπάδες –συγκριτικά πάντα με παλιότερα χρόνια– κάπως με τα παιδιά τους δεν τα κατάφεραν καλά σε αυτό το θέμα. Για διάφορους λόγους, τα παιδιά την έχουν χάσει τη μάνα· ίσως γιατί πια έγινε κι εκείνη εργαζόμενη; Κι έτσι τους δημιουργείται μια φοβία απέναντι στις σχέσεις. Ισχύει και για τα αγόρια και για τα κορίτσια το ίδιο, γιατί τη σχέση τη μαθαίνεις από τη μάνα.   

Είστε βλέπω πλήρως ενημερωμένη! Κι έχετε και Facebook, που το τρέχετε η ίδια...
 
Και Facebook έχω και ίντερνετ και μ' αρέσει να κάνω διαδρομές μέσα σε αυτό. Η δουλειά μου δεν θα είχε καμία αξία, εάν δεν ήμουν ενημερωμένη. Και δεν εννοώ μόνο τη μουσική με κάτι τέτοιο, εννοώ και τους στίχους τους οποίους γράφω. 
 
Οι δικοί σας έρωτες, οι δικές σας σχέσεις, έχουν υποθέτω παίξει ρόλο στη δισκογραφία σας...
 
Ναι, έχουν παίξει. Αλλά δεν είναι πάντα εμφανές. Το "Μπλε" ας πούμε, από τις Μάσκες Ηλίου, είναι γραμμένο για κάποιον έρωτα, ενώ και το "Lego" μιλάει ανοιχτά για το θέμα. Ο "Μάρκος" του Γκάλοπ είναι όμως μια «υπόγεια» υπόθεση: γράφτηκε μεν πράγματι για ένα σκυλί που το λέγανε Μάρκο –είναι πράγματι η ιστορία του· όμως την εποχή που το έφτιαξα είχα απορριφθεί κι από έναν έρωτα κι έκανα και μια ταύτιση του εαυτού μου με τον Μάρκο. Διάλεξα να το περάσω έτσι.  
 
Παρά την αλλοτρίωση που καταγράφετε, θα έχετε φαντάζομαι παρατηρήσει ότι υπάρχει πολύς νέος κόσμος που σας ακούει. Παιδιά που ανακάλυψαν τους δίσκους σας, χωρίς να τους έχουν ζήσει στην εποχή κατά την οποία εκδόθηκαν... 
 
Το έχω παρατηρήσει, ασφαλώς. Συμβαίνει γιατί δεν απευθύνθηκα μόνο στην εποχή μου. Υπάρχει και μία διαίσθηση ξέρεις στα γραπτά μου· συχνά μου λένε ότι προείπα πράγματα, τα οποία έγιναν 30 χρόνια μετά. Μ' αρέσει βέβαια κι εμένα πολύ να μελλοντολογώ. Στάλθηκε λοιπόν ένα μήνυμα προς τις επόμενες γενιές, το οποίο φαίνεται ελήφθη. Τους «μιλάει» η μουσική μου.  
 
Στα δικά σας νιάτα ζήσατε στη Βιέννη, ζήσατε στο Βερολίνο, κι όμως αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα –και μάλιστα σε δύσκολες εποχές, μία επί Χούντας και τελικά επί Μεταπολίτευσης. Γιατί; 
 
Γιατί λατρεύω την Ελλάδα. Τη λάτρευα τότε και τη λατρεύω και τώρα, στα χειρότερά της. Δεν την αλλάζω. Επίσης, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω μόνιμα σε γερμανόφωνα κράτη. Μην ξεχνάς ότι το Βερολίνο της δεκαετίας του 1970 δεν είναι το σημερινό, ενιαίο και κοσμοπολίτικο Βερολίνο. Τότε ήταν Δυτικό και Ανατολικό Βερολίνο, μια πολύ διαφορετική κατάσταση.
 
Ο πατέρας σας, ο Γεώργιος Πλάτων, ήταν επίσης συνθέτης κι έμεινε στη μουσική μας ιστορία ως ο πρώτος πιανίστας της Λυρικής Σκηνής. Τι αποτύπωμα νιώθετε πως σας άφησε, σε καλλιτεχνικό επίπεδο μιλώντας;
 
Χάρη στον πατέρα μου, μεγάλωσα μέσα στη μουσική. Μεγάλωσα εντελώς ελεύθερη και ελεύθερα. Βαριόμουν τις νότες και δεν με πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση, με άφηνε να παίζω με το αυτί. Με έβαζε δίπλα του στο πιάνο, από όταν ήμουν πολύ μικρή, και έπαιζε ενώ παράλληλα έφτιαχνε διάφορες φανταστικές ιστορίες –εντελώς αυτοσχεδιαστικά κι ανάλογα με τη συναισθηματική ένταση της στιγμής. Χρειαζόταν καλύτερο σχολείο; Αργότερα, παρακολουθούσα τα μαθήματα πιάνου που παρέδιδε και διόρθωνα τις μαθήτριές του: «λάθος Μαρίνα! Παίξε εκείνη τη νότα!». Είναι μια πολύ έντονη ανάμνηση. 
 
Στα 11 πια, το 1963, όταν πήρα το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Καίτης Παπαϊωάννου, μου έμαθε το πρόγραμμα απ' έξω: μου το έπαιζε δηλαδή στο πιάνο κι εγώ μιμόμουν τις φράσεις τις οποίες άκουγα και τις κολλούσα. Κι έβγαινε ολόκληρη φούγκα του Μπαχ, ας πούμε! Τι βρίσιμο έφαγε τότε από τον Μενέλαο τον Παλλάντιο –με το γάντι, βέβαια: «η Πλάτωνος, που ήρθε εδώ και δεν ξέρει νότες!». Ήταν ένα θέμα τα θεωρητικά. Μπήκα να καταλάβεις στο Ωδείο Αθηνών κατευθείαν στους προχωρημένους, αλλά για να παρακολουθήσω χρειαζόμουν και τα θεωρητικά. Έκατσε ο πατέρας μου λοιπόν ένα καλοκαίρι και μου έμαθε τα πάντα. Κουράστηκα πολύ τότε, έπαθα υπερκόπωση. Αλλά εντάξει...
 
(παρούσα στη συνέντευξη, ως επισκέπτρια, η σπουδαία πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, παλιά φίλη της Πλάτωνος, συμπληρώνει την ιστορία για τον Παλλάντιο): η Λένα έφτιαχνε πολύ ελεύθερα τα θέματα της αρμονίας και της έλεγε ο Παλλάντιος: «Πλάαατωνος, πού τα πήγες εκεί ψηλά τα θέματά σου; Για τα πουλάκια γράφεις, για τα πουλάκια;» (γέλια)
 
Τώρα που είπατε για τον πατέρα σας και τις ιστορίες που κατασκεύαζε, σκέφτηκα ότι σας έχουν ρωτήσει πολλές φορές για τους σπουδαίους σας δίσκους, αλλά ελάχιστες για τα άλμπουμ με τα παιδικά τραγούδια: την Ηχώ Και Τα Λάθη Της (1985) και το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα (1989)...
 
Δεν έγιναν ευρέως γνωστοί αυτοί οι δίσκοι... Το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα ειδικά είναι θαύμα και τραγουδούν και σπουδαίοι τραγουδιστές εκεί. Ο συγχωρεμένος ο Φραγκίσκος Βουτσίνος, για παράδειγμα, που κάνει τον Θάνατο. Πω πω, τι συνεργασία ήταν κι εκείνη... Αλλά κι ο Σπύρος ο Σακκάς, ο Άρης ο Χριστοφέλλης. Ήταν μάλιστα ιδέα του Άρη, μου είχε πει θέλω να κάνεις το Αηδόνι Του Αυτοκράτορα του Χανς-Κρίστιαν Άντερσεν και να κάνω εγώ το Αηδόνι. Είχαμε συζητήσει τότε και με μερικούς σκηνοθέτες να το ανεβάζαμε, δεν θυμάμαι πια γιατί δεν το κάναμε. 
 
Η Ηχώ Και Τα Λάθη Της, πάλι, ήταν μια εργασία με την Άννα τη Μαργαριτοπούλου, η οποία μου έφερε τις μεταφράσεις της στα ποιήματα του Τζιάνι Ροντάρι, από τα ιταλικά στα ελληνικά. Είχε κάνει πολύ ωραία διασκευή, εγώ επίσης είχα δουλέψει ήδη Ροντάρι, καθώς έβαζα μουσικές επενδύσεις στα Παραμύθια Απ' Το Τηλέφωνο στο ραδιόφωνο. Οπότε προχωρήσαμε σε δίσκο με πολύ κέφι, και βγήκε από τον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος ήταν πάντα ανοιχτός προς εμένα: «θα κάνω δίσκο κύριε Χατζιδάκι», του έλεγα απλά, και ήταν πάντα πρόθυμος.
 
«Κύριε Χατζιδάκι» λέγατε εσείς, που τον γνωρίζατε καλά και τόσο σας εκτιμούσε. Σήμερα όμως παρατηρείται το φαινόμενο άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση μαζί του να γράφουν με ευκολία «ο Μάνος» και «ο Μάνος»...
 
Ε, διαφθορά... Παραφθορά... Και ό,τι έχει να κάνει με τη φθορά. Για να πάρουν από τη δόξα του. Μια λογική ότι, αν μιλάω για τον Χατζιδάκι, λίγος Χατζιδάκις είμαι κι εγώ. Εμένα που με ονόμασε μουσικό απόγονό του, τη συνέχειά του –και μάλιστα δημόσια, ενώπιον της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών– και τον ένιωθα δεύτερο πατέρα μου, δεν διανοήθηκα ποτέ να τον πω «Μάνο». 
 
Στον πατέρα σας, αλήθεια, άρεσαν τα ηλεκτρονικά σας; 
 
Α, ναι! Μέσω εμού, ξεπέρασε ένα εμπόδιο που είχε σαν άνθρωπος απέναντι στις νεωτεριστικές αντιμετωπίσεις. «Μα, εσένα είναι μουσικά!» μου έλεγε. Βέβαια μουσικά είναι πατέρα μου, του απαντούσα. Και τα πόδια σου να χτυπάς στο πάτωμα και ξύλα να χτυπάς και ντενεκέδες να κοπανάς, εάν είναι ενταγμένα στην αρμονία και τα φτιάξεις και ωραία, είναι μουσική.
 
Jean-Michel Jarre ή Mike Oldfield; Ποιον αγαπούσατε πιο πολύ όταν ξεκινούσατε τη δική σας πορεία; 
 
Τον Jean-Michel Jarre. Αγαπούσα όμως πολύ και πιο ροκ καλλιτέχνες. Τους Led Zeppelin, τους Jethro Tull, τους Pink Floyd, αργότερα τον Sting και τη Laurie Anderson... Και πιο μετά τους Massive Attack –αυτοί μου αρέσουν πάρα πολύ, τους έχω νάμπερ ουάν– τους Portishead, αλλά και τους Madrugada. 
 
Και σήμερα, τι ακούτε;
 
Μου αρέσει η Jocelyn Pook, η Imogen Heap, η Angie Garbarek: είναι του Jan Garbarek η κόρη, αλλά βρίσκεται στο είδος το δικό μου· ηλεκτρονική τροβαδούρος, τα λέει η ίδια και γράφει και τους στίχους. Από δικούς μας, βρίσκω καλούς τους Universal Trilogy, την Έλσα Μωϋσιάδου –καταπληκτικό αρμονικό αυτί, τραγουδάει κιόλας, φτιάχνει μια δική της τζαζ– τη Σίσσυ Μακροπούλου που ζει στο Βερολίνο κι έχει τους Sissi Rada, τη Σοφία Πίχα από τη Θεσσαλονίκη.
 
Μ' αρέσουν πολύ ορισμένα «δίπολα» που σχηματίζονται στη δισκογραφία σας. Ένα, ας πούμε, είναι η τρέλα και η ανεμελιά του Σαμποτάζ με τη θλίψη του Καρυωτάκη...
 
Είμαι πολυ-πολική. Τα εμπεριέχω και τα δύο. Βαριέμαι να στέκομαι σε ένα είδος. Ευτυχώς, από ό,τι λένε οι απέξω, υπάρχει η διακριτή μου προσωπικότητα σε όσα κάνω. 
 
Ένα άλλο, οι Μάσκες Ηλίου και το Γκάλοπ: ένα δύσκολο άλμπουμ κι ένα ας το πούμε «λαϊκό»...
 
Τα έκανα εν γνώσει μου και τα δύο, έτσι ακριβώς. Στις Μάσκες Ηλίου πραγματοποίησα ένα βήμα προς το πέλαγο: βούτηξα στα βαθιά, κρύα νερά. Με βοήθησε πολύ ο Julio Cortázar τον οποίον διάβαζα τότε, ένας καταπληκτικός Αργεντινός συγγραφέας. Αλλά και το The Wall των Pink Floyd, την ταινία εννοώ του Alan Parker. Είχα εντυπωσιαστεί από τα σουρεαλιστικά κινούμενα σχέδια, ειδικά από εκείνο το συνειρμικό σημείο όπου από το ένα σκίτσο βγαίνουν άλλα σκίτσα. 

Με την ίδια λογική δούλευα τότε κι εγώ τους στίχους στις Μάσκες Ηλίου, ειδικά το "Lego" ή το "Διάλειμμα Το Σάββατο", οπότε είπα «να, κι άλλοι το κάνουν, άρα δεν είμαι τρελή». Ο Αλέκος ο Πατσιφάς –τον οποίον θεωρούσα τρίτο πατέρα μου και ήταν πολύ κοντά μου σε όλα τα άλμπουμ που έκανα στη Lyra– το φοβόταν: φοβόταν αυτούς τους στίχους. Πέθανε όμως λίγο πριν ετοιμαστεί το άλμπουμ και ίσως μάλιστα έτσι να μπόρεσα και τελικά να το βγάλω. Πήγα δηλαδή τότε στους μεταβατικούς ιδιοκτήτες της Lyra, είπα θέλω να γράψω τον συγκεκριμένο δίσκο, είναι μέσα στο συμβόλαιό μου. Γράψ' τον λοιπόν, μου είπαν! 
 
Ωστόσο, οι πωλήσεις έπεσαν αισθητά –τότε, αργότερα συνέχισε να πουλάει σταθερά. Καλά, είπα κι εγώ: το έκανα το μεράκι μου, ας συνεχίσω λοιπόν στον ίδιο δρόμο μεν, μα με λίγο νερό στο κρασί μου δε. Και πέτυχε η συνταγή, το Γκάλοπ φάνηκε πιο προσιτό στο κοινό.
 
Πώς γράφτηκε εκείνο το περίφημο Χοντρό Μπιζέλι, που χορεύει τσιφτετέλι στον "Χορό Των Μπιζελιών";
 
Α, είναι η μεγαλύτερή μου επιτυχία το "Μπιζέλι" στο YouTube, σε views! Το έγραψα ξέρεις όρθια, σε ένα εξοχικό όπου βρισκόμουν τότε. Ήταν καλοκαίρι, δούλευα εκεί για τη Λιλιπούπολη. Θυμάμαι είχα ήδη γράψει δύο τραγούδια και ήταν να φύγουμε για Αθήνα, για ηχογραφήσεις. Και καθώς πήγαινα για το αυτοκίνητο, βλέπω ένα χαρτί, γραμμένο με πράσινο χρώμα και τους τεράστιους χαρακτήρες της Μαριανίνας της Κριεζή. Ήταν ένα επιπλέον τραγούδι, το οποίο είχα ξεχάσει να το φτιάξω. Και λέω ε, θα το κάνω τώρα, άλλωστε δεν φαινόταν κάτι δύσκολο: το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι... Στέκομαι λοιπόν δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, στο χωλ, λέω στον Δημήτρη –τον Μαραγκόπουλο, τον τότε σύζυγό μου– που με περίμενε στο αμάξι «μισό λεπτό» και το φτιάχνω. Τραγούδι του ποδιού δηλαδή, κανονικά! 
 
Πιο υποτιμημένος σας δίσκος; Το Μη Μου Τους Κύκλους Τάρατε, του 1990;
 
Ναι, το πιο πολιτικό μου άλμπουμ. Μου έγινε μάλιστα και λογοκρισία τότε, στην "Υπεραγορά (Ι)", γιατί χρησιμοποίησα το ορθόδοξο "Πιστεύω" αλλοιωμένο. Γιατί στη θέση του Πατέρα Παντοκράτορα είχα «Πιστεύω εις έναν Κωδικό Πατέρα Παντοκράτορα». Γιατί έβαλα «εις έναν Κύριον Αριθμόν τον Υιόν του Κωδικού τον μονογενή», γιατί μίλησα για «Απληστίας της Παρθένου» και ήθελα τον Κωδικό «παθόντα και ταφέντα εις τους Υπολογιστάς και αναστάντα την τρίτην ημέρα κατά την Μαζικήν Πληροφόρησιν». Ήταν κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τότε. 

Νομίζω ότι το Μη Μου Τους Κύκλους Τάρατε ακούγεται πολύ επίκαιρο στη σημερινή εποχή, τα τραγούδια του γίνονται πλέον πιο αντιληπτά. Σκέφτομαι μάλιστα μήπως κάνω μια συναυλία αφιερωμένη σ' αυτό.
 
Είναι ειρωνική αυτή η ιστορία της λογοκρισίας, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως εσείς κάθε άλλο παρά άθεη είστε, όπως έχετε δηλώσει και σε άλλες σας συνεντεύξεις...
 
Πιστεύω στον Θεό, ναι. Όχι ασφαλώς στον παππού με τα γένια... Πιστεύω όμως σε μια δύναμη, εκείνη που αισθάνομαι όταν κοιτάζω τα άστρα και τα χάνω. Αλλά και οι τελευταίες ανακαλύψεις της φυσικής, της κβαντικής φυσικής με τα πεδία και τα μικροσωματίδια, με ωθούν προς τα εκεί. Αν παρατηρήσεις, μάλιστα, οι σημερινοί φυσικοί δεν είναι οι άθεοι επιστήμονες του περασμένου αιώνα. Είναι αγνωστικιστές τουλάχιστον. Πιστεύω επίσης ότι τον Θεό τον έχουμε και μέσα μας, πως διαχέεται παντού. Όπως πιστεύω και στην ύπαρξη μιας αρνητικής δύναμης στο Σύμπαν. Βρίσκω δηλαδή αλήθεια στον δυισμό του Ταό. Δεν λέω βέβαια πως κόβω και το κεφάλι μου...
 
Είναι γνωστή η αριστερή σας πολιτική τοποθέτηση, παρότι δεν εκφράστηκε ποτέ με κομματική ένταξη. Κάποιοι ίσως βρουν ότι τέτοιες ιδέες δεν συμβαδίζουν με αυτήν σας την ταυτότητα...
 
Δεν με ενδιαφέρει. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Είμαι Aριστερή και δεν βρίσκω τίποτα αντιφατικό, δεν βρίσκω δηλαδή να κοντράρεται σε κάτι η πίστη μου με τις πολιτικές μου ιδέες. Πιστεύω επίσης και στην προσευχή, βάσει εμπειριών μάλιστα. Όχι με την αγοραία έννοια, ασφαλώς. Μια πραγματική προσευχή απαιτεί μεγάλη εσωτερική ένταση, μια ας πούμε συντέλεια του Σύμπαντος μέσα σου. Χωρίς αυτήν δεν υφίσταται.  
 
Για να γυρίσουμε όμως και στα μουσικά, υπάρχει κι ένας «χαμένος» δίσκος, έτσι δεν είναι; Οι Ερωτογραφίες...
 
Οι Ερωτογραφίες συνέπεσαν με μια εποχή κατά την οποία έχασα τη μητέρα μου, κάτι που με έριξε σε μια φοβερή κατάθλιψη –για έναν, ενάμιση χρόνο. Όλα λοιπόν τα σχέδια πάγωσαν. Κι όταν ξεπέρασα εκείνη τη φάση, είχα ξεπεράσει και τον συγκεκριμένο δίσκο. Μπήκα τότε στη διαδικασία που με οδήγησε στα Ημερολόγια του 2008, γιατί είχα την ανάγκη να δείξω στον κόσμο τι πέρασα. Δεν το έχω μετανιώσει. Για την ακρίβεια, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα έκανα στη μουσική. Το συγκεκριμενοποιώ, γιατί στη ζωή φυσικά κι έχω μετανιώσει για ορισμένα πράγματα. Έχω κάνει κι εγώ βλακείες. Δεν κολλάω όμως στο παρελθόν.
 
Ας κλείσουμε επομένως με το μέλλον. Τι σχέδια έχετε για μπροστά; 
 
Το πιο μακρινό σχέδιο, το οποίο θα υλοποιηθεί το 2015 –στις 15 Ιουνίου, συγκεκριμένα– είναι μια συναυλία αφιερωμένη στον Καρυωτάκη. Θα παιχτεί ολόκληρος ο δίσκος, με ηλεκτρονικά, ηλεκτρικά όργανα και συμφωνική ορχήστρα. Μαζί θα παρουσιαστεί και μια νέα, πρωτότυπη δουλειά μου, με αγγλόφωνα τραγούδια, βασισμένα σε μελοποίηση της Emily Dickinson. 
 
Να ρωτήσω αν πρόκειται για ένα άλμπουμ που φημολογείται ότι θα βγάζατε με ερμηνευτή τον Βασιλικό;
 
Αυτό είναι ένα άλλο πρότζεκτ. Η δουλειά στην οποία αναφέρομαι αποτελεί απωθημένο μου από όταν που ήμουν πιτσιρίκα. Δεκαετία 1970 τότε, βρισκόμουν στη Βιέννη κι έφτιαξα τα πρώτα μου τραγούδια στα αγγλικά! Μάλιστα στο σπίτι της Ντόρας (σ.σ.: Μπακοπούλου) έγινε κι ένας τρικούβερτος καυγάς μεταξύ δύο μεγάλων Ελλήνων: του Νίκου Καρούζου και του Βασίλη του Διαμαντόπουλου. Ο μεν Διαμαντόπουλος –Τοξότης στο ζώδιο, γιατί παίζει ρόλο κι αυτό (γέλια εκατέρωθεν)– υπέρ των αγγλικών τραγουδιών, υπέρ του διεθνούς μηνύματος. Ο δε Καρούζος πιο συντηρητικός –Καρκίνος εκείνος– να λέει όχι, πρέπει να κάνεις τραγούδια στα ελληνικά. Είχαν σηκωθεί και οι δύο όρθιοι μέσα στο σαλόνι, σαν έτοιμοι να παλέψουν έμοιαζαν!
 
Δεν έχετε και λίγα σχέδια, λοιπόν...
 
Α, υπάρχουν κι άλλα! Τελειώνω κι έναν ακόμα δίσκο, σε ποίηση Γιώργου Χρονά, με βασικό ερμηνευτή τον Παντελή Θεοχαρίδη και συμμετοχή της Μελίνας Κανά σε δύο τραγούδια. Θα λέγεται Ιερός Πόνος και θέλουμε να βγει το φθινόπωρο (σ.σ.: όντως, ο δίσκος βγήκε το φθινόπωρο). Μ' αρέσει πολύ ο Χρονάς ως ποιητής, έχει μια ελληνικότητα, κάτι που πέρασε και στα νέα αυτά τραγούδια –υπάρχει π.χ. κι ένα ζεϊμπέκικο ανάμεσά τους, ο "Θάνατος Του Πατέρα Μου". 

Σοβαρότερο όμως θεωρώ πως ο Χρονάς είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος για μένα: σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου, μου στάθηκε τρομερά. Σαν αδερφός. Βέβαια, αν δεν μου άρεσε ως ποιητής, δεν θα συνέβαινε μια τέτοια συνεργασία. Δεν βάζω την τέχνη πάνω από τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν λέω αυτό. Όμως, όσον αφορά στο έργο μου, κραταιή δύναμη είναι πάντα η τέχνη, η ποιότητα. 
 
Υπάρχει επίσης μια ανοιχτή συνεργασία με τη Μαρία Φαραντούρη. Έχουμε σκεφτεί να διασκευάσουμε την Τρίτη Πόρτα του 2000 με ηλεκτρονικά και πιο σύγχρονο ήχο και να την ξαναδώσουμε στο κοινό, καθώς περιέχει ωραία τραγούδια. Τότε δεν είχα κάνει εγώ την ενορχήστρωση, για λόγους πολύ προσωπικούς. Σκεφτόμαστε όμως και μια πλατύτερη συνεργασία, να φτιάξω δηλαδή και κάτι καινούργιο για εκείνη. Την αγαπώ πολύ τη Μαρία, αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο. 



22 Οκτωβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Το τι θα παιζόταν στην τελευταία Συχνοτική Συμπεριφορά, δεν ήταν δεδομένο. Άλλωστε, 12 χρόνια στα FM, ποτέ δεν συνεννοούμασταν από πριν με τον Στυλιανό Τζιρίτα για το τι θα έβαζα εγώ στην τσάντα, τι θα έφερνε εκείνος: η εκπομπή μας περιείχε πάντα κάμποσο αυτοσχεδιασμό.

Τα υπόλοιπα, είχαν προαποφασιστεί σαν γραμμή πλεύσης ήδη από τα όσα λειτούργησαν ως μπούσουλας για την προτελευταία εκπομπή, την αμέσως προηγούμενη μέρα (δείτε εδώ).

Αυτό που δεν μπορούσε βέβαια να συνυπολογιστεί, ήταν η συγκίνηση. Τόσο λόγω της περίστασης, όσο και λόγω του καταιγισμού (πραγματικά) τηλεφωνημάτων, sms και μηνυμάτων στο Facebook προφίλ της εκπομπής, από ένα πλήθος ακροατών που μας έστειλαν την αγάπη και τη στήριξή τους από διάφορες γωνιές της Ελλάδας, μα και της υφηλίου –είχαμε άλλωστε τακτικότατες παρουσίες και από τον Καναδά και από τη Νέα Ζηλανδία.

Η αυλαία έπεσε, λοιπόν. Ένα δεκαπενθήμερο αργότερα, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, ακόμα λαμβάνουμε μηνύματα από ακροατές, οι οποίοι ρωτούν πού και πότε μπορούν να μας ξαναβρούν. Τους ευχαριστούμε ιδιαιτέρως, αλλά η Συχνοτική Συμπεριφορά δεν έχει νέα ραδιοφωνική στέγη –ούτε και έχει δεχτεί κάποια τέτοια πρόταση. Για την ώρα, λοιπόν, «η ζήση δεν γυρνάει replay κι οι δρόμοι τρέχουν χιαστί».

Θέλουμε πάντως να πιστεύουμε ότι το έσχατο σόου μας ήταν αντιπροσωπευτικό του ποιοι ήμασταν και τι κάναμε 12 χρόνια στα FM. Πλέον, μπορείτε να το ακούτε πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο). 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. HAROLD FALTERMEYER: Axel F
2. RENATA SCOTTO, ALFREDO KRAUS & PHILHARMONIA ORCHESTRA σε διευθ. RICCARDO MUTI: Giuseppe Verdi's Un Di Felice
3. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Φινίτο Λα Μούζικα
4. WHITESNAKE: Come An' Get It
5. ΑΝΝΑ ΒΙΣΣΗ & ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ: Αντίστροφη Μέτρηση
6. MOMOKO KIKUCHI: Blind Curve
7. PET SHOP BOYS: Being Boring
8. HEKATE: Καλοκαίρι 2018
9. MANOWAR: Battle Hymn
10. BRIAN ENO: St. Elmo's Fire
11. JUDAS PRIEST: A Touch Of Evil
12. DIAMANDA GALÁS: Deformation - Piano Variations
13. ΦΙΛΙΩ ΠΥΡΓΑΚΗ: Γύραν Τα Ελατόκλαρα
14. DIO: Don't Talk To Strangers
15. SURVIVOR: Burning Heart
16. ELVIS PRESLEY: Heartbreak Hotel 



20 Οκτωβρίου 2020

Μαντάμα Μπατερφλάι - ανταπόκριση όπερας (2017)

Κόντρα στη συναυλιακή ξηρασία και στο αίσθημα διαρκούς ανασφάλειας που προκαλούν τα νούμερα των κρουσμάτων κορωνοϊού στις καθημερινές ενημερώσεις, η Εθνική Λυρική Σκηνή ξεκίνησε τη φετινή σαιζόν παίζοντας ένα «σίγουρο» χαρτί. Με το οποίο κλείνει βέβαια το μάτι και στην ίδια την ιστορία της, ανακαλώντας το πρόγραμμα του φθινοπώρου του 1940. 

Πράγματι, η Μαντάμα Μπατερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini) παραμένει μια διαχρονικά αγαπημένη όπερα για το κοινό. Παράλληλα, υπάρχει πλέον αρκετή εμπιστοσύνη στην εκδοχή που σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε ο Αργεντίνος Ούγκο ντε Άνα (Hugo De Ana), ώστε να επιστρέφει ανά τακτά χρονικά διαστήματα ενώπιόν μας, με τις αναγκαίες κάθε φορά αλλαγές στο cast: η τρέχουσα παράσταση –συνεχίζεται ως τις 15 Νοεμβρίου– πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα το 2013, ξανά το 2017 και τώρα ανεβαίνει για τρίτη φορά.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, ανέτρεξα στις εντυπώσεις μου από την παράσταση του 2017 στο Ηρώδειο, που είχε ως πρωταγωνίστρια τη Ρουμάνα υψίφωνο Cellia Costea. Η οποία, σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, τραγούδησε καταχειροκροτούμενη το "Un Bel Dì Vedremo" κουβαλώντας τα όνειρα της Μπατερφλάι με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα με την οποία περιγράφηκαν και τα όσα βρίσκονταν "Over The Rainbow", στον Μάγο του Οζ. Όλα αυτά αποτέλεσαν τότε βάση μιας ανταπόκρισης για λογαριασμό του Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Βασίλη Μακρή και προέρχονται από το promo υλικό το οποίο διατέθηκε το 2017 στον Τύπο.

Αν και είχε περάσει η πρεμιέρα και παρότι Σάββατο έπεφτε και ο μεγάλος τελικός του φετινού Τσάμπιονς Λιγκ (μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Γιουβέντους), το Ηρώδειο ήταν γεμάτο. Είχε μάλιστα και αρκετούς ξένους –τουρίστες, προφανώς– οι οποίοι έσπευσαν να συνδυάσουν τη βόλτα τους στην Αθήνα με την ευκαιρία να δουν μια κοσμαγάπητη όπερα στο περιβάλλον ενός αρχαίου θεάτρου: το έργο παίχτηκε στα ιταλικά βεβαίως, αλλά με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.

Η Μαντάμα Μπατερφλάι επιμένει λοιπόν να συγκινεί, 113 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, όταν ο Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini) την παρουσίασε στη Σκάλα του Μιλάνο ως «γιαπωνέζικη τραγωδία».

Ακόμα και σε εποχές Παγκοσμιοποίησης, στις οποίες η Ιαπωνία, οι παραδόσεις της και οι γκέισες έχουν γίνει σημαντικά πιο οικείες, ο εξωτισμός της συγκεκριμένης όπερας και η απλότητα του κεντρικού ερωτικού δράματος κάνουν ακόμα τα «μαγικά» τους στο Δυτικό κοινό. Κι ας μην υπάρχει πια το πλεονέκτημα της έκπληξης που είχε η θεατρική παράσταση του 1900, η οποία συγκλόνισε και τον ίδιο τον Πουτσίνι χάρη στην έξυπνη χρήση του ηλεκτρικού φωτός (τελευταία, τότε, λέξη της τεχνολογίας), στη σκηνή όπου η Μπατερφλάι καρτερά το πλοίο του αγαπημένου της να φτάσει. Κι ας μη μπορούμε να βγάλουμε άκρη κατά πόσο πρόκειται (ή όχι) για πραγματική ιστορία, αυτήν δηλαδή της γκέισας Maki Gaga, η οποία δούλευε ως Cho-Cho-San στους οίκους ανοχής του Ναγκασάκι τη δεκαετία του 1880 και φαίνεται να γλίτωσε την αυτοκτονία (και τον γιο της) χάρη στην πιστή της υπηρέτρια.

Η Λυρική Σκηνή επέστρεψε λοιπόν φέτος στη Μαντάμα Μπατερφλάι, παράσταση που είχε παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία και το 2013. Στον βασικό κορμό, μάλιστα, είδαμε εκείνη την παράσταση, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Και πάλι, δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε η σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Αργεντίνου Ούγκο ντε Άνα (Hugo De Ana), διακεκριμένου για το θέαμα και τους φωτισμούς τους οποίους στήνει.

Είδαμε έτσι τη σκηνή του Ηρωδείου να φιλοξενεί τρεις χωριστές κατασκευές, οι οποίες αναπαριστούσαν την κατοικία της Μαντάμα Μπατερφλάι και του υποπλοίαρχου Φράνκλιν Μπ. Πίνκερτον σε έναν λόφο του Ναγκασάκι –με το δώμα του κήπου, το κυρίως σπίτι και ένα πίσω δώμα, πιο ιδιωτικό για τη Μπατερφλάι. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι προβολές, που χάρισαν ποικίλους χρωματισμούς στους τοίχους του Ηρωδείου. 


Αν και ορισμένες λεπτομέρειες ενίοτε θάμπωναν για όσους κάθονταν πιο κοντά στη σκηνή, η απεικόνιση του κήπου με τα άνθη τα οποία έπεφταν από τα διάφορα δέντρα, εκείνη του λιμανιού με τα αφρίζοντα κύματα που παρέπεμπαν απευθείας στο περίφημο γιαπωνέζικο ukiyo-e (χαρακτικό) του Katsushika Hokusai "Το Μεγάλο Κύμα έξω από την Καναζάουα" και ο επιβλητικός εναγκαλισμός της ηρωικής φράσης «Με τιμή πεθαίνει όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή» στην τελευταία σκηνή από τη σημαία με τον Ανατέλλοντα Ήλιο (έμβλημα του στρατού μα και του ναυτικού της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, μέχρι το 1945), ήταν τρεις περιπτώσεις όπου πραγματικά θαύμαζες τα αποτελέσματα.

Ωραία στο μάτι ήταν βέβαια και τα διάφορα κοστούμια, ειδικά στις σκηνές όπου συμμετείχε και το πλήθος των κομπάρσων, αν και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι παρέπεμπαν όλα στην Ιαπωνία: ο θείος Μπόνζο, ας πούμε (ταιριαστός στον ρόλο ο Δημήτρης Κασιούμης), έπειθε ως γιαπωνέζικη φιγούρα, όχι όμως και ο πρίγκιπας Γιαμαντόρι (Χαράλαμπος Βελισσάριος) με τους ...νίντζα(;) που τον συνόδευαν. Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πουκάμισο με το οποίο επιλέχθηκε να εμφανιστεί ο Πίνκερτον. Μια αδικαιολόγητα «μοντέρνα» νότα, η οποία δεν κόλλαγε πουθενά με τα υπόλοιπα κοστούμια και σκηνικά και τον έκανε να φαίνεται όχι ως Γιάνκης υποπλοίαρχος του 19ου αιώνα, μα ως Αμερικανός τουρίστας στην Καραϊβική της εποχής μας.

Σημαντικότερο βέβαια της σκηνοθεσίας στοιχείο ήταν η μουσική, καθώς (όπως εύστοχα έχει ειπωθεί και στο παρελθόν) η Μαντάμα Μπατερφλάι είναι όπερα η οποία αναπληρώνει ό,τι της λείπει σε υπόθεση με τα μελωδικά της μέρη και τις λεπτομέρειες των ενορχηστρώσεών της. Αν παραβλέψουμε δηλαδή την «εξωτική» γοητεία της Άπω Ανατολής, είναι αλήθεια πως δεν μένουμε παρά με ένα κοινότοπο ρομάντζο· σε περιπτώσεις, μάλιστα, διασώζεται χάρη στην εμπειρία που ήδη είχε αποκτήσει ο Πουτσίνι στο να «ντύνει» με κατάλληλες άριες και οργανικές εξάρσεις τις ευάλωτες γυναικείες φιγούρες που αρεσκόταν να ορίζει ως επί σκηνής πρωταγωνίστριες.

Υπό την καταρτισμένη λοιπόν μπαγκέτα του Λουκά Καρυτινού, η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πέτυχε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, δείχνοντας επίγνωση ότι, πέρα από την τυπικά σωστή απόδοση της παρτιτούρας, χρειαζόταν και μια ανάγνωση της λειτουργίας που ο Πουτσίνι ήθελε να έχουν τα διάφορα θέματά του. Για την οποία έκανε μάλιστα τεράστιους για την εποχή του κόπους, συμβουλευόμενος π.χ. τον τότε Ιάπωνα πρέσβη στη Ρώμη, τον ειδικό στην Άπω Ανατολή μουσικολόγο Gustav Knopf, αλλά και το ρεπερτόριο που ήταν διαθέσιμο σε εκείνα τα πρώιμα δισκογραφικά χρόνια από την περίφημη Sada Yacco. Τέλος πάντων, η απόδοση του συμφωνικού μέρους που προηγείται της Δεύτερης Πράξης ήταν πραγματικά εύστοχη, δίνοντας έτσι ένα άριστο προοίμιο των ελπίδων –φευ, και της αυταπάτης– της Μπατερφλάι.

Όπως και το 2013, η Ρουμάνα υψίφωνος Cellia Costea έλαμψε στον πρωταγωνιστικό ρόλο, παρέχοντας ένα ελκυστικό πορτραίτο, με όλη δηλαδή την κινησιολογία και τη θεατρικότητα που απαιτεί ο ρόλος της Μπατερφλάι. Ως προς το τραγούδι, μάλιστα, αρκεί να σημειώσουμε το αυθόρμητα ενθουσιώδες χειροκρότημα του Ηρωδείου και τα «μπράβο!» όταν είπε το "Un Bel Dì Vedremo" –μια άρια που κουβαλάει τα όνειρα της Μπατερφλάι με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα που, κάποια χρόνια αργότερα, θα περιγράφονταν τα όσα βρίσκονταν "Over The Rainbow" στον Μάγο του Οζ. η απόδοση της Costea έδειξε πόσο καλά έχει αφομοιώσει το Παράδειγμα της Μαρίας Κάλλας (1955), έφερε όμως και έναν αέρα από τη Renata Scotto, περίφημη κι εκείνη Μπατερφλάι πίσω στο 1966.

Δίπλα της στάθηκε επάξια η Μολδαβή μεσόφωνος Elena Cassian ως Σουτζούκι, όχι όμως και ο Ιταλός τενόρος Stefano Secco, ο οποίος σε σημεία «σκεπαζόταν» από τον ήχο της ορχήστρας και έδωσε συνολικά έναν μέτριο Πίνκερτον. Διόλου τυχαία, στο τέλος το κοινό χειροκρότησε θερμότερα τον βαρύτονο Διονύση Σούρμπη, που απέδωσε πράγματι εξαιρετικά τον Αμερικανό πρόξενο Sarpless. 

Αρκετά καλή λοιπόν η συνολική εντύπωση, αν και αφήνονται κάποια σημαντικά περιθώρια που επιμένουν να μένουν ανεκμετάλλευτα, ώστε να φτάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή σε μια Μαντάμα Μπατερφλάι που να μπορούμε να πούμε ότι είναι όντως «αναφοράς» για τα δικά μας χρόνια και για τα ελληνικά μας δεδομένα.