22 Οκτωβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Το τι θα παιζόταν στην τελευταία Συχνοτική Συμπεριφορά, δεν ήταν δεδομένο. Άλλωστε, 12 χρόνια στα FM, ποτέ δεν συνεννοούμασταν από πριν με τον Στυλιανό Τζιρίτα για το τι θα έβαζα εγώ στην τσάντα, τι θα έφερνε εκείνος: η εκπομπή μας περιείχε πάντα κάμποσο αυτοσχεδιασμό.

Τα υπόλοιπα, είχαν προαποφασιστεί σαν γραμμή πλεύσης ήδη από τα όσα λειτούργησαν ως μπούσουλας για την προτελευταία εκπομπή, την αμέσως προηγούμενη μέρα (δείτε εδώ).

Αυτό που δεν μπορούσε βέβαια να συνυπολογιστεί, ήταν η συγκίνηση. Τόσο λόγω της περίστασης, όσο και λόγω του καταιγισμού (πραγματικά) τηλεφωνημάτων, sms και μηνυμάτων στο Facebook προφίλ της εκπομπής, από ένα πλήθος ακροατών που μας έστειλαν την αγάπη και τη στήριξή τους από διάφορες γωνιές της Ελλάδας, μα και της υφηλίου –είχαμε άλλωστε τακτικότατες παρουσίες και από τον Καναδά και από τη Νέα Ζηλανδία.

Η αυλαία έπεσε, λοιπόν. Ένα δεκαπενθήμερο αργότερα, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, ακόμα λαμβάνουμε μηνύματα από ακροατές, οι οποίοι ρωτούν πού και πότε μπορούν να μας ξαναβρούν. Τους ευχαριστούμε ιδιαιτέρως, αλλά η Συχνοτική Συμπεριφορά δεν έχει νέα ραδιοφωνική στέγη –ούτε και έχει δεχτεί κάποια τέτοια πρόταση. Για την ώρα, λοιπόν, «η ζήση δεν γυρνάει replay κι οι δρόμοι τρέχουν χιαστί».

Θέλουμε πάντως να πιστεύουμε ότι το έσχατο σόου μας ήταν αντιπροσωπευτικό του ποιοι ήμασταν και τι κάναμε 12 χρόνια στα FM. Πλέον, μπορείτε να το ακούτε πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο). 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. HAROLD FALTERMEYER: Axel F
2. RENATA SCOTTO, ALFREDO KRAUS & PHILHARMONIA ORCHESTRA σε διευθ. RICCARDO MUTI: Giuseppe Verdi's Un Di Felice
3. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Φινίτο Λα Μούζικα
4. WHITESNAKE: Come An' Get It
5. ΑΝΝΑ ΒΙΣΣΗ & ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ: Αντίστροφη Μέτρηση
6. MOMOKO KIKUCHI: Blind Curve
7. PET SHOP BOYS: Being Boring
8. HEKATE: Καλοκαίρι 2018
9. MANOWAR: Battle Hymn
10. BRIAN ENO: St. Elmo's Fire
11. JUDAS PRIEST: A Touch Of Evil
12. DIAMANDA GALÁS: Deformation - Piano Variations
13. ΦΙΛΙΩ ΠΥΡΓΑΚΗ: Γύραν Τα Ελατόκλαρα
14. DIO: Don't Talk To Strangers
15. SURVIVOR: Burning Heart
16. ELVIS PRESLEY: Heartbreak Hotel 



20 Οκτωβρίου 2020

Μαντάμα Μπατερφλάι - ανταπόκριση όπερας (2017)

Κόντρα στη συναυλιακή ξηρασία και στο αίσθημα διαρκούς ανασφάλειας που προκαλούν τα νούμερα των κρουσμάτων κορωνοϊού στις καθημερινές ενημερώσεις, η Εθνική Λυρική Σκηνή ξεκίνησε τη φετινή σαιζόν παίζοντας ένα «σίγουρο» χαρτί. Με το οποίο κλείνει βέβαια το μάτι και στην ίδια την ιστορία της, ανακαλώντας το πρόγραμμα του φθινοπώρου του 1940. 

Πράγματι, η Μαντάμα Μπατερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini) παραμένει μια διαχρονικά αγαπημένη όπερα για το κοινό. Παράλληλα, υπάρχει πλέον αρκετή εμπιστοσύνη στην εκδοχή που σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε ο Αργεντίνος Ούγκο ντε Άνα (Hugo De Ana), ώστε να επιστρέφει ανά τακτά χρονικά διαστήματα ενώπιόν μας, με τις αναγκαίες κάθε φορά αλλαγές στο cast: η τρέχουσα παράσταση –συνεχίζεται ως τις 15 Νοεμβρίου– πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα το 2013, ξανά το 2017 και τώρα ανεβαίνει για τρίτη φορά.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, ανέτρεξα στις εντυπώσεις μου από την παράσταση του 2017 στο Ηρώδειο, που είχε ως πρωταγωνίστρια τη Ρουμάνα υψίφωνο Cellia Costea. Η οποία, σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, τραγούδησε καταχειροκροτούμενη το "Un Bel Dì Vedremo" κουβαλώντας τα όνειρα της Μπατερφλάι με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα με την οποία περιγράφηκαν και τα όσα βρίσκονταν "Over The Rainbow", στον Μάγο του Οζ. Όλα αυτά αποτέλεσαν τότε βάση μιας ανταπόκρισης για λογαριασμό του Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Βασίλη Μακρή και προέρχονται από το promo υλικό το οποίο διατέθηκε το 2017 στον Τύπο.

Αν και είχε περάσει η πρεμιέρα και παρότι Σάββατο έπεφτε και ο μεγάλος τελικός του φετινού Τσάμπιονς Λιγκ (μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Γιουβέντους), το Ηρώδειο ήταν γεμάτο. Είχε μάλιστα και αρκετούς ξένους –τουρίστες, προφανώς– οι οποίοι έσπευσαν να συνδυάσουν τη βόλτα τους στην Αθήνα με την ευκαιρία να δουν μια κοσμαγάπητη όπερα στο περιβάλλον ενός αρχαίου θεάτρου: το έργο παίχτηκε στα ιταλικά βεβαίως, αλλά με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.

Η Μαντάμα Μπατερφλάι επιμένει λοιπόν να συγκινεί, 113 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, όταν ο Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini) την παρουσίασε στη Σκάλα του Μιλάνο ως «γιαπωνέζικη τραγωδία».

Ακόμα και σε εποχές Παγκοσμιοποίησης, στις οποίες η Ιαπωνία, οι παραδόσεις της και οι γκέισες έχουν γίνει σημαντικά πιο οικείες, ο εξωτισμός της συγκεκριμένης όπερας και η απλότητα του κεντρικού ερωτικού δράματος κάνουν ακόμα τα «μαγικά» τους στο Δυτικό κοινό. Κι ας μην υπάρχει πια το πλεονέκτημα της έκπληξης που είχε η θεατρική παράσταση του 1900, η οποία συγκλόνισε και τον ίδιο τον Πουτσίνι χάρη στην έξυπνη χρήση του ηλεκτρικού φωτός (τελευταία, τότε, λέξη της τεχνολογίας), στη σκηνή όπου η Μπατερφλάι καρτερά το πλοίο του αγαπημένου της να φτάσει. Κι ας μη μπορούμε να βγάλουμε άκρη κατά πόσο πρόκειται (ή όχι) για πραγματική ιστορία, αυτήν δηλαδή της γκέισας Maki Gaga, η οποία δούλευε ως Cho-Cho-San στους οίκους ανοχής του Ναγκασάκι τη δεκαετία του 1880 και φαίνεται να γλίτωσε την αυτοκτονία (και τον γιο της) χάρη στην πιστή της υπηρέτρια.

Η Λυρική Σκηνή επέστρεψε λοιπόν φέτος στη Μαντάμα Μπατερφλάι, παράσταση που είχε παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία και το 2013. Στον βασικό κορμό, μάλιστα, είδαμε εκείνη την παράσταση, με επιμέρους διαφοροποιήσεις. Και πάλι, δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε η σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Αργεντίνου Ούγκο ντε Άνα (Hugo De Ana), διακεκριμένου για το θέαμα και τους φωτισμούς τους οποίους στήνει.

Είδαμε έτσι τη σκηνή του Ηρωδείου να φιλοξενεί τρεις χωριστές κατασκευές, οι οποίες αναπαριστούσαν την κατοικία της Μαντάμα Μπατερφλάι και του υποπλοίαρχου Φράνκλιν Μπ. Πίνκερτον σε έναν λόφο του Ναγκασάκι –με το δώμα του κήπου, το κυρίως σπίτι και ένα πίσω δώμα, πιο ιδιωτικό για τη Μπατερφλάι. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι προβολές, που χάρισαν ποικίλους χρωματισμούς στους τοίχους του Ηρωδείου. 


Αν και ορισμένες λεπτομέρειες ενίοτε θάμπωναν για όσους κάθονταν πιο κοντά στη σκηνή, η απεικόνιση του κήπου με τα άνθη τα οποία έπεφταν από τα διάφορα δέντρα, εκείνη του λιμανιού με τα αφρίζοντα κύματα που παρέπεμπαν απευθείας στο περίφημο γιαπωνέζικο ukiyo-e (χαρακτικό) του Katsushika Hokusai "Το Μεγάλο Κύμα έξω από την Καναζάουα" και ο επιβλητικός εναγκαλισμός της ηρωικής φράσης «Με τιμή πεθαίνει όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή» στην τελευταία σκηνή από τη σημαία με τον Ανατέλλοντα Ήλιο (έμβλημα του στρατού μα και του ναυτικού της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, μέχρι το 1945), ήταν τρεις περιπτώσεις όπου πραγματικά θαύμαζες τα αποτελέσματα.

Ωραία στο μάτι ήταν βέβαια και τα διάφορα κοστούμια, ειδικά στις σκηνές όπου συμμετείχε και το πλήθος των κομπάρσων, αν και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι παρέπεμπαν όλα στην Ιαπωνία: ο θείος Μπόνζο, ας πούμε (ταιριαστός στον ρόλο ο Δημήτρης Κασιούμης), έπειθε ως γιαπωνέζικη φιγούρα, όχι όμως και ο πρίγκιπας Γιαμαντόρι (Χαράλαμπος Βελισσάριος) με τους ...νίντζα(;) που τον συνόδευαν. Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πουκάμισο με το οποίο επιλέχθηκε να εμφανιστεί ο Πίνκερτον. Μια αδικαιολόγητα «μοντέρνα» νότα, η οποία δεν κόλλαγε πουθενά με τα υπόλοιπα κοστούμια και σκηνικά και τον έκανε να φαίνεται όχι ως Γιάνκης υποπλοίαρχος του 19ου αιώνα, μα ως Αμερικανός τουρίστας στην Καραϊβική της εποχής μας.

Σημαντικότερο βέβαια της σκηνοθεσίας στοιχείο ήταν η μουσική, καθώς (όπως εύστοχα έχει ειπωθεί και στο παρελθόν) η Μαντάμα Μπατερφλάι είναι όπερα η οποία αναπληρώνει ό,τι της λείπει σε υπόθεση με τα μελωδικά της μέρη και τις λεπτομέρειες των ενορχηστρώσεών της. Αν παραβλέψουμε δηλαδή την «εξωτική» γοητεία της Άπω Ανατολής, είναι αλήθεια πως δεν μένουμε παρά με ένα κοινότοπο ρομάντζο· σε περιπτώσεις, μάλιστα, διασώζεται χάρη στην εμπειρία που ήδη είχε αποκτήσει ο Πουτσίνι στο να «ντύνει» με κατάλληλες άριες και οργανικές εξάρσεις τις ευάλωτες γυναικείες φιγούρες που αρεσκόταν να ορίζει ως επί σκηνής πρωταγωνίστριες.

Υπό την καταρτισμένη λοιπόν μπαγκέτα του Λουκά Καρυτινού, η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πέτυχε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, δείχνοντας επίγνωση ότι, πέρα από την τυπικά σωστή απόδοση της παρτιτούρας, χρειαζόταν και μια ανάγνωση της λειτουργίας που ο Πουτσίνι ήθελε να έχουν τα διάφορα θέματά του. Για την οποία έκανε μάλιστα τεράστιους για την εποχή του κόπους, συμβουλευόμενος π.χ. τον τότε Ιάπωνα πρέσβη στη Ρώμη, τον ειδικό στην Άπω Ανατολή μουσικολόγο Gustav Knopf, αλλά και το ρεπερτόριο που ήταν διαθέσιμο σε εκείνα τα πρώιμα δισκογραφικά χρόνια από την περίφημη Sada Yacco. Τέλος πάντων, η απόδοση του συμφωνικού μέρους που προηγείται της Δεύτερης Πράξης ήταν πραγματικά εύστοχη, δίνοντας έτσι ένα άριστο προοίμιο των ελπίδων –φευ, και της αυταπάτης– της Μπατερφλάι.

Όπως και το 2013, η Ρουμάνα υψίφωνος Cellia Costea έλαμψε στον πρωταγωνιστικό ρόλο, παρέχοντας ένα ελκυστικό πορτραίτο, με όλη δηλαδή την κινησιολογία και τη θεατρικότητα που απαιτεί ο ρόλος της Μπατερφλάι. Ως προς το τραγούδι, μάλιστα, αρκεί να σημειώσουμε το αυθόρμητα ενθουσιώδες χειροκρότημα του Ηρωδείου και τα «μπράβο!» όταν είπε το "Un Bel Dì Vedremo" –μια άρια που κουβαλάει τα όνειρα της Μπατερφλάι με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα που, κάποια χρόνια αργότερα, θα περιγράφονταν τα όσα βρίσκονταν "Over The Rainbow" στον Μάγο του Οζ. η απόδοση της Costea έδειξε πόσο καλά έχει αφομοιώσει το Παράδειγμα της Μαρίας Κάλλας (1955), έφερε όμως και έναν αέρα από τη Renata Scotto, περίφημη κι εκείνη Μπατερφλάι πίσω στο 1966.

Δίπλα της στάθηκε επάξια η Μολδαβή μεσόφωνος Elena Cassian ως Σουτζούκι, όχι όμως και ο Ιταλός τενόρος Stefano Secco, ο οποίος σε σημεία «σκεπαζόταν» από τον ήχο της ορχήστρας και έδωσε συνολικά έναν μέτριο Πίνκερτον. Διόλου τυχαία, στο τέλος το κοινό χειροκρότησε θερμότερα τον βαρύτονο Διονύση Σούρμπη, που απέδωσε πράγματι εξαιρετικά τον Αμερικανό πρόξενο Sarpless. 

Αρκετά καλή λοιπόν η συνολική εντύπωση, αν και αφήνονται κάποια σημαντικά περιθώρια που επιμένουν να μένουν ανεκμετάλλευτα, ώστε να φτάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή σε μια Μαντάμα Μπατερφλάι που να μπορούμε να πούμε ότι είναι όντως «αναφοράς» για τα δικά μας χρόνια και για τα ελληνικά μας δεδομένα.



19 Οκτωβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

 

Το τηλεφώνημα έπεσε Πέμπτη 1 Οκτωβρίου, κάπου προς το μεσημέρι· κι ενώ δεν κράτησε πολύ, έμοιαζε μακρύ. Ο χρόνος είχε ξαφνικά τεντωθεί σε μάκρος, λόγω της ανακοίνωσης στην άλλη άκρη της γραμμής: η Συχνοτική Συμπεριφορά, μια εκπομπή που ξεκίνησε στα FM το καλοκαίρι του 2008, δεν επρόκειτο να συνεχίσει στο νέο πρόγραμμα του 105,5 Στο Κόκκινο, το οποίο θα άρχιζε με την έναρξη της επερχόμενης εβδομάδας (5/10). Η κλεψύδρα του χρόνου της, επομένως, θα τελείωνε με τις δύο εκπομπές του Σαββατοκύριακου που μεσολαβούσε. 

Καθώς ήμουν ο πρώτος που δέχτηκα το τηλέφωνο, πήρα αμέσως τον Στυλιανό Τζιρίτα. Δεν τον βρήκα, μιλήσαμε τελικά λίγο πιο μετά, όταν είχε πλέον λάβει κι εκείνος την ανάλογη κλήση. Δεν είπαμε πολλά. Στράφηκα έπειτα προς την ξεχαρβαλωμένη τσάντα Kraftwerk που έχω από το ταξίδι μου στο Βερολίνο πριν κάποια χρόνια· εκεί βάζω πάντα όσα βινύλια έφερνα να παίξω στην εκπομπή. Είχα ήδη διαλέξει μερικά για το Σάββατο, αλλά πλέον είχαν έρθει τα πάνω-κάτω. Τα παραδοσιακά της Θεσσαλίας δεν χώραγαν σε ό,τι επρόκειτο να στηθεί ως προ-τελευταία εκπομπή, ούτε κι εκείνα τα bhaṅgṛā. Μόνο ο Γιώργος Μαρίνος τη γλίτωσε, τελικά· ίσως επειδή «πάντα ένα νησί στον Ειρηνικό θα μας περιμένει», ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Το μόνο σίγουρο, ήταν ότι θα το καίγαμε το πελεκούδι με τον Τζιρίτα· δεν χρειαζόταν δηλαδή καν να το συζητήσουμε, ούτε να φροντίσουμε για το ποιος θα έφερνε Rainbow (κάποιος θα το έκανε, τι διάολο). Και, ασφαλώς, δεν συζητιόταν ότι θα φεύγαμε κύριοι από τον ραδιοφωνικό αέρα, ως επαγγελματίες παλαιάς κοπής. Γι' αυτό και η εκπομπή του Σαββάτου ξεκίνησε ευθύς εξαρχής ως σόου, με τον Τζιρίτα εσκεμμένα καθυστερημένο να ακούγεται να μπαίνει από το βάθος για να βγει έπειτα μπροστά στο μικρόφωνο και να εξηγήσει σε ποιες τρεις περιστάσεις επιτρέπεται κανείς να αργήσει –μία βέβαια από αυτές, ήταν και προτελευταία σου εκπομπή. 

Δεν ήταν εύκολη στιγμή, όμως η ψυχραιμία κρατήθηκε. Η πιο δύσκολη αποστολή, άλλωστε, ήταν η τελευταία εκπομπή, που βρισκόταν πια προ των πυλών.

Τα υπόλοιπα εκείνου του Σαββάτου μπορείτε να τα ακούσετε με κάθε λεπτομέρεια πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο). 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ: Ακολουθία Παρακλήσεως Των Αγίων Μαρτύρων Κυπριανού Και Ιουστίνης / Ευλογητός Ο Θεός / Κύριε Εισάκουσον
2. U2: Beautiful Day
3. ARMY OF LOVERS: Crucified
4. THE SMASHING PUMPKINS: Cherub Rock
5. ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ & ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ: Να 'Μαστε Πάλι Εδώ, Αντρέα!
6. ORNETTE COLEMAN & JERRY GARCIA: Singing In The Shower
7. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ: Το Σεξ -live στη Μέδουσα
8. RAINBOW: Long Live Rock 'N' Roll
9. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΝΙΣΗ: Σ' Έχω Κάνει Θεό
10. BRUCE SPRINGSTEEN: Born To Run
11. ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ: Τα Σφάλματά Σου Πέλαγα
12. SHAGGY: Boombastic
13. U.D.O.: Blitz Of Lightning
14. CHARLES AZNAVOUR: La Bohème
15. ΑΝΤΖΥ ΣΑΜΙΟΥ: Παράλληλη Αγάπη



16 Οκτωβρίου 2020

Χάρις Αλεξίου - συνέντευξη (2016)

Μεταξύ άλλων πραγμάτων, το 2020 είναι και η χρονιά στην οποία η Χάρις Αλεξίου αποφάσισε ότι ήγγικεν η ώρα να αφήσει το τραγούδι, ακριβώς μισό αιώνα αφότου μπήκε στη δισκογραφία (1970), με το single 45 στροφών "Όταν Πίνει Μια Γυναίκα". 

Η ανακοίνωσή της πήρε μεγάλη έκταση σε δημοσιογραφικό επίπεδο και προξένησε κύμα αυθόρμητων αντιδράσεων, αντιστρόφως ανάλογο της χλιαρής υποδοχής που βρήκε το τελευταίο της άλμπουμ Τα Τραγούδια Της Ξενιτιάς (Minos-EMI, Απρίλιος 2020). Ακόμα μάλιστα και από ανθρώπους που ίσως δεν περιμέναμε: τα κρυφά δύσκολα μένουν κρυμμένα, στην εποχή των social media. 

Όπως βέβαια και με πολλά άλλα σε αυτήν τη χώρα, το μέτρο της συγκίνησης γρήγορα ξέφυγε, με αποτέλεσμα να δουν τα μάτια μας διάφορες γλυκερές, πένθιμες ή ...γλυκεροπένθιμες σαχλαμάρες. Ακόμα κι έτσι, πάντως, πιστοποιήθηκε ότι η Αλεξίου δεν λογίζεται πια απλώς ως «κορυφαία ερμηνεύτρια»· έχει μετακομίσει σε μια διαφορετική σφαίρα εκτίμησης, γενόμενη νεοελληνικός μύθος. Πότε τώρα συνέβη αυτό, αν χρονολογείται στο «εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου» του Νίκου Γκάτσου (1982), αν τοποθετείται στο 1979 όταν ο Μάνος Λοΐζος την έχρισε Χαρούλα με έναν σπουδαίο δίσκο ή αν οφείλεται στο πόσο στέναξαν πανελλαδικώς τα ραδιόφωνα με εκείνο το αξέχαστο «Όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα/κι ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά» (επίσης 1982), δεν θα τα χαλάσουμε: κάπου εκεί. 

Κι αν όμως άφησε πια το τραγούδι, η Χάρις Αλεξίου δεν πάει σπίτι της. Σήμερα, για του λόγου το αληθές, κάνει πρεμιέρα στο Μικρό Παλλάς με τη Μεταμφίεση του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη –σε σκηνοθεσία Σταύρου Ράγια και μουσική Άγγελου Τριανταφύλλου, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Διαλέγει δηλαδή να απευθυνθεί στο κοινό διαφορετικά, μέσω της θεατρικής πράξης, ενσαρκώνοντας μια γυναίκα που αρχίζει να μονολογεί μέσα στην ησυχία του μικρού της κόσμου, με αφορμή μια σημαντική προσωπική επέτειο.

Η Μεταμφίεση, βέβαια, δεν θα γινόταν να υπάρξει δίχως την προγενέστερη εμπειρία και μεγάλη επιτυχία της μουσικοθεατρικής παράστασης Χειρόγραφο, που παίχτηκε για δύο σερί χρονιές το 2015/2016 στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου (αλλά και στη Θεσσαλονίκη, καθώς και σε μερικές ακόμα πόλεις), σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη. 

Η δεύτερη μάλιστα σαιζόν του Χειρόγραφου, το 2016, μου έδωσε τη σπάνια ευκαιρία να πιώ έναν καφέ με τη Χάρις Αλεξίου. Συναντηθήκαμε λοιπόν στο ξενοδοχείο Χίλτον και κουβεντιάσαμε για αρκετή ώρα, στιγμιότυπο το οποίο μετρώ στους πιο πολύτιμους θησαυρούς που αποκόμισα κάνοντας τη δουλειά του μουσικού δημοσιογράφου. 

Προσιτή μα συνάμα και δύσκολη να τη διαβάσεις, η «Χαρούλα» μου φάνηκε ως χαρακτηριστικό δείγμα των ανθρώπων που μπόρεσαν να κοιτάξουν πολύ πιο πέρα από εκεί όπου γεννήθηκαν. Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, με την ευκαιρία που δίνει η πρεμιέρα της Μεταμφίεσης.

* η βασική φωτογραφία ανήκει στον Γιάννη Μητρόπουλο και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο για τη Μεταμφίεση. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Γιάννη Πρίφτη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo για το Χειρόγραφο.


Είχα καιρό να δω τέτοια παράσταση, μα και τόσο γενική να είναι η απήχησή της –και στους κριτικούς, και στον κόσμο. Έπαιξε φαντάζομαι ρόλο αυτό στην απόφασή σας να επαναλάβετε φέτος το Χειρόγραφο...

Αν κι εγώ δεν έχω την πείρα του θεάτρου, γνωρίζουμε ότι είναι κάτι συνηθισμένο να συνεχίζονται παραστάσεις και για 2η χρονιά. Μπήκα λοιπόν κι εγώ σε αυτήν τη λογική όταν ο παραγωγός μας μου είπε ότι θα ήταν κρίμα να μην το επαναλάβουμε, καθώς υπάρχει κι ένας κόσμος που αργεί να πληροφορηθεί, ενώ είναι πολλοί κι όσοι έχασαν το Χειρόγραφο πέρυσι. 

Βεβαίως, παίζει ρόλο και το ότι ξέρεις πως υπήρξε τέτοια αποδοχή. Το χρωστάμε πάντως και στη Θεσσαλονίκη· και μακάρι η παράσταση να πάει και σε άλλες πόλεις. Αυτός είναι ο σκοπός μας: να πάμε και σε άλλες πόλεις, σε άλλα κλειστά θέατρα –γιατί η παράσταση είναι για κλειστά θέατρα, όπως θα είδατε κι εσείς– τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Το είχατε προσχεδιάσει το Χειρόγραφο ως κάτι τόσο λιτό μουσικά; Ή το αποφασίσατε στην πορεία, βάσει του κειμένου και της σκηνοθεσίας;

Η αλήθεια είναι ότι τα τραγούδια επιλέχθηκαν ως μια συνέχεια του κειμένου κι όχι για να πάρω τον πρώτο ρόλο ως τραγουδίστρια. Ακόμα κι ο τρόπος με τον οποίον τα λέω στην παράσταση, είναι σαν να συνεχίζω την αφήγηση· σαν να συνεχίζω το κείμενό μου. Δεν ήθελα λοιπόν μια μεγάλη ορχήστρα, ακριβώς γιατί δεν ήθελα να επαναλάβω ένα καθαρά μουσικό δρώμενο: απ' τη στιγμή που έμπαινε ένα κείμενο, ήθελα εκείνο να πρωταγωνιστεί κι όχι τα τραγούδια. 

Ασφαλώς, δεν θα μπορέσω ποτέ –και δεν θέλω, άλλωστε– να μην έχω συντροφιά μου τα τραγούδια. Και έτσι αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δομή παρέα με τον Γιώργο Νανούρη, ο οποίος έπαιξε μεγάλο ρόλο και στην επιλογή των κειμένων μου, αλλά και στη σύνθεσή τους. Ήταν δηλαδή πολύ περισσότερα τα κείμενα, καθώς γράφω αυτόματα, είναι αυτόματο το γράψιμό μου. Είναι σαν ένα ταξίδι που κάνεις με τη μνήμη, ανεξέλεγκτο όμως· η μία εικόνα σε πάει σε άλλη και στο τέλος γίνεται πολύ δύσκολο να το κάνεις μια ιστορία.

Eίναι πολύ ωραίο που εμφανίζεστε στη σκηνή μ' ένα τάμπλετ, ως μια γυναίκα του σήμερα εξοπλισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ενώ μας πάτε στα παιδικά χρόνια μιας επαρχιακής πολιτείας, σε μια διαφορετική δεκαετία. Κι όμως, τα χρόνια δεν είναι τόσα πολλά, έτσι δεν είναι; 

Είναι πάρα πολλά, αλλά είναι και πολύ λίγα. Εξαρτάται πώς το βλέπεις. Εάν έχεις δηλαδή μια γεμάτη ζωή, με πολλές εναλλαγές, με πολλές εντάσεις, ο χρόνος περνάει πάρα πολύ γρήγορα. Κι εγώ έχω ζήσει μια τέτοια ζωή. Αλλά είναι και λίγο σαν να έχουν περάσει αιώνες από κάποιες περιόδους της ζωής μου –είτε την παιδική μου ηλικία, είτε την εφηβική, είτε την ενήλικη. Το θέμα είναι γιατί διαλέγει το μυαλό να κρατάει κάποιες εικόνες, γιατί ορισμένες είναι πιο ζωντανές. Αυτό δεν ξέρω κι εγώ να το απαντήσω.

Στο κείμενο, η σχέση σας με τους γονείς σας αποτυπώνεται ως κάτι πολύ ζωντανό. Για τη μητέρα σας, βέβαια, το κοινό γνωρίζει κάτι παραπάνω, μέσω των τραγουδιών που έχετε πει για εκείνη. Ο πατέρας σας, όμως, νομίζω ότι φωτίζεται για πρώτη φορά στο Χειρόγραφο...

Δεν ήταν η σειρά του; Κάπου δεν ήτανε κι αυτός εκεί, δεν περίμενε; Η μητέρα είναι το πρώτο πρόσωπο στη ζωή μας: είναι η ρίζα, ενώ ο πατέρας είναι ο κορμός. Κι επειδή εγώ έζησα πολύ λίγα χρόνια με τον πατέρα μου, γιατί πέθανε νέος, η αναφορά μου σε αυτόν ήταν συνήθως αποσπασματική. Μεγάλη πια κατάλαβα την έλλειψη της παρουσίας του και τι καλά που θα ήταν να με έχει δει να μεγαλώνω περισσότερο. 

Όπως και να το κάνουμε, τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια δηλαδή που έζησα στη Θήβα –όπου και γεννήθηκα–έχουν να κάνουν με τον πατέρα μου. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο κλείνει με τον θάνατό του. Η νέα ζωή με βρίσκει στην Αθήνα χωρίς εκείνον.

Φέρνετε ακόμα τόσο έντονα στο μυαλό σας τη μητέρα σας; Τη μελετάτε καμιά φορά, όπως σας βλέπουμε να κάνετε στην παράσταση;

Όχι πια. Θα ήταν ψέμα να πω κάτι τέτοιο, γιατί πλέον είμαι κι εγώ η ίδια μάνα για τον γιο μου. Ναι, τη θυμάμαι, την αναφέρω όπως όλος ο κόσμος κάνει για τη μάνα του· αλλά δεν είναι πια τόσο ζωντανή η «παρουσία» της στη ζωή μου. Πιστεύω είναι κάτι διαφορετικό πια. Νομίζω πως οι γονείς μας περνάνε στο δικό μας σώμα, με έναν τρόπο: τους μοιάζουμε, φερόμαστε σαν εκείνους...

Στο Χειρόγραφο αποδομήσατε σε σημεία τον εαυτό σας, με ένα θάρρος που δεν βλέπουμε συχνά, ούτε καν στη διεθνή καλλιτεχνική σφαίρα. Επικοινωνήσατε ανοιχτά ορισμένα πράγματα στο κοινό και δεν το έχουμε συνηθίσει αυτό από ένα όνομα με τη δική σας εμβέλεια... 

Έχουμε συνηθίσει η ζωή ενός καλλιτέχνη να συζητιέται πίσω από την πλάτη του. Τίποτα δεν μένει κρυφό, για κανέναν επώνυμο άνθρωπο. Δεν έχω πάντως και τίποτα συγκλονιστικά μυστικά! (γελάει) Αυτό λοιπόν που, έμμεσα έστω, μπορεί να συζητιέται πισώπλατα, το φέρνεις εσύ ο ίδιος μπροστά. Κι έτσι γίνεται πια κάτι κανονικό. Αθωώνεται. 

Το να αυτοσαρκάζεσαι με πράγματα που ίσως σε ταλαιπώρησαν ανά στιγμές ή με ζητήματα που έχουν να κάνουν με σκοτεινές πλευρές, τα κάνει να ελαφραίνουν. Την ίδια στιγμή, αυτό το ζει και ο θεατής: βλέπει κι εκείνος τα δικά του σημεία και τα απομυθοποιεί. 

Υπάρχει βέβαια και μια μαγεία, η οποία καλό είναι να μη χάνεται. Ο καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή δημιουργεί ένα παραμύθι και το κοινό έχει την ανάγκη να μπει σε αυτόν τον κόσμο, για να ξεφύγει από την άχαρη πραγματικότητα. Δεν είναι επομένως κι αναγκαίο να βγαίνουμε και να τα ισοπεδώνουμε όλα.

Στην παράσταση βλέπουμε να σας απασχολούν πολλές επαγγελματικές προοπτικές, μα τελικά να σας κερδίζει το τραγούδι, λίγο σαν να «έτυχε». Πώς θυμάστε εκείνο το διάστημα που μπήκατε στη δισκογραφία με το "Όταν Πίνει Μια Γυναίκα" (1970);

Κάπως έτσι έγινε, έτυχε. Πολλές φορές μας τυχαίνουν πράγματα που δεν τα προσέχουμε –μπορεί να μου είχαν τύχει κι άλλα και να μην τους είχα δώσει σημασία, πάντως η μουσική με τράβηξε. Θα έλεγα πως ήταν κάτι σαν παιχνίδι: ένα παιχνίδι που με έβγαζε από την καθημερινότητα, σε μια περίοδο ανάμεσα στο τελείωμα της εφηβείας και στην ενηλικίωση, κατά την οποία δεν ήξερα ακριβώς τι θα κάνω. 

Τότε, λοιπόν, μου ζήτησαν να τραγουδήσω σε μια μπουάτ. Πήγα, το έκανα, χωρίς να έχω στον νου μου πως με αυτό θα ασχολούμουν. Το ένα κατόπιν έφερε το άλλο, ήταν και μια εποχή που «έγραφε» ο καλός νέος τραγουδιστής: μπορούσε να βρει ρεπερτόριο, καθώς υπήρχαν οι νεότεροι συνθέτες και οι δισκογραφικές εταιρίες ήταν ακόμα σε ανάπτυξη. 

Η μια συνεργασία διαδέχθηκε έτσι την άλλη, κι έκανα πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους μεγάλων συνθετών –στον Απόστολο Καλδάρα, στον Μάνο Λοΐζο, στον Γιάννη Σπανό, στον Γιώργο Χατζηνάσιο. Ήταν χρόνια τα οποία ευνοούσαν πάρα πολύ τον τραγουδιστή. Όποιος διέθετε ταλέντο, μπορούσε να αξιοποιηθεί αμέσως.

Και είπατε τότε πολλά τραγούδια που έχουν μείνει στην ιστορία: αυτά της Μικράς Ασίας, εκείνα με τον Σταύρο Κουγιουμτζή, την "Οδό Αριστοτέλους", τη "Δημητρούλα". Ποιο ήταν όμως το τραγούδι με το οποίο είπατε «τώρα κάνω αυτό»;

Όταν έκανα την "Οδό Αριστοτέλους" το 1974, είχα αρχίσει να πείθομαι ότι θα με κρατήσει αυτή η δουλειά ή θα την κρατήσω εγώ. Κι όταν πια ήρθε η "Δημητρούλα" σε μια περίοδο κατά την οποία τραγουδούσαμε με τον Γιώργο Νταλάρα στην Πλάκα (1975) και συνέβη η όλη αναβίωση του σμυρνέικου και ρεμπέτικου ήχου, έγινε το μεγάλο μπαμ. Τότε άρχισαν οι συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα. 

Όμως από τους τόσους συνθέτες με τους οποίους συνεργαστήκατε, τελικά δέσατε με τον Μάνο Λοΐζο...

Νομίζω πως ο κόσμος το διάλεξε. Γιατί με τον Λοΐζο δεν συνεργάστηκα περισσότερο απ’ ότι συνεργάστηκα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Καλδάρα ή τον Σπανό. Κάναμε όμως τον δίσκο Τα Τραγούδια Της Χαρούλας σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (1979) και ήταν κάτι καινούριο αυτό που συνέβαινε τότε: μια φρέσκια ματιά επάνω στο τραγούδι, από συνθέτες έντεχνους, οι οποίοι δεν ξέρανε και πάρα πολύ καλά το λαϊκό κοινό. 

Σας θυμίζω ότι η ίδια μείξη έφερε περίπου το ίδιο διάστημα την Εκδίκηση Της Γυφτιάς του Νίκου Ξυδάκη, με τον Νίκο Παπάζογλου. Ήταν σαν ένα νέο κίνημα μέσα στη νεότερη ελληνική μουσική. Και κάτι έγινε εκεί και θεωρήθηκε ότι ταίριαξα περισσότερο με τον Λοΐζο. Ήταν ασφαλώς κι εκείνος ένας άντρας προσιτός και τον αγαπούσε αληθινά το κοινό. Ήταν λοιπόν σαν ο κόσμος να ήθελε να συνεργαστώ μαζί του κι άλλο. Δεν έγινε. Δεν προλάβαμε.

Υπήρξε ωστόσο πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σας...

Ναι, γιατί ο Μάνος ήταν και φίλος. Ήταν ο πιο στενός φίλος του άντρα μου. Ήταν πολύ συνδεδεμένοι με τον Αχιλλέα (Θεοφίλου): όποτε ο Μάνος έμπαινε στο σπίτι μας, ήταν η παρέα μας. Κι αυτό μας είχε δέσει πολύ.

Κι όταν πια γίνατε μύθος, όταν δηλαδή γίνατε «η Χαρούλα», σας χάλασε αυτό την καθημερινότητά σας; 

Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω σε αυτό, θα είναι σαν να λέω ψέματα. Γιατί η καθημερινότητα μου, η προσωπική μου ζωή με το παιδί και τον άντρα μου, δεν άλλαξε. Δεν μπήκα ποτέ στη λογική του «Τώρα είσαι σταρ! Τώρα φέρεσαι αλλιώς». Δεν είναι Χόλυγουντ η Αθήνα, δεν είναι Αμερική, όπου απαγορεύεται να μην είσαι ο σταρ, απαγορεύεται να μην συμπεριφέρεσαι έτσι. 

Εδώ ζούμε με τον κόσμο, ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο: όλοι σου μιλάνε στον ενικό, σε αγγίζουνε, είναι άλλη η σχέση του Έλληνα τραγουδιστή με το κοινό, σε σύγκριση με το εξωτερικό. Οπότε δεν μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα. Χαρά μου ήταν που έπαιρνα τόση αγάπη. 

Όταν όμως βγάλατε το Δι' Ευχών (1992), άρχισαν και οι γκρίνιες –θυμάμαι για χρόνια έπειτα τις συζητήσεις για το «τι έγινε η Χαρούλα, η δικιά μας». Γιατί όμως δεν συνέβη και πιο πριν αυτό, π.χ. στη συνεργασία σας με τον Θάνο Μικρούτσικο; Ένα τραγούδι σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο" (1990), ήταν επίσης «δύσκολο»...

Μετά το Δι' Ευχών, ενώ πια περνούσα στις νεότερες γενιές, έρχονταν πράγματι οι παλιότεροι κι έλεγαν: «τι 'ναι αυτά που κάνεις εδώ; Σε χάνουμε από δικιά μας;». Είχε πάντως συμβεί και παλιότερα κάτι τέτοιο, και με τον Μικρούτσικο στο "Η Αγάπη Είναι Ζάλη", αλλά και με τον Αντώνη Βαρδή, με το "Φεύγω". Έκανα πολλές φορές ρωγμές στη δουλειά μου με το παλιό και το καινούριο. 

Δεν φοβήθηκα να συνεργαστώ με συνθέτες με τους οποίους κάποιοι έλεγαν ότι δεν ταιριάζω. Ήμουν ας πούμε η ...άπιστη σ' αυτό το είδος τραγουδιού! (γελάει) Απλά με τον Μικρούτσικο ίσως να μη συνέβη στον ίδιο βαθμό γιατί μαζί με τέτοια τραγούδια υπήρξαν και στιγμές σαν την "Ελένη" ή το "Ερωτικό". Ενώ με το Δι' Ευχών έσπασε πιο ξεκάθαρα το στάτους της Χαρούλας, που είχα μέχρι εκείνη την εποχή.

Κάνατε πάντως κι άλλους ιδιαίτερους δίσκους τη δεκαετία του 1980. Όπως τα Απρόβλεπτα Τραγούδια, με τον Μάνο Χατζιδάκι. Πώς αλήθεια και δεν συνεργαστήκατε περισσότερο με τον συνθέτη που έγραψε στην "Παναγία Των Πατησίων" τον στίχο «εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου»;

Δεν ξέρω, έτσι ήταν να γίνει. Ούτε εγώ το κυνήγησα, ούτε κι αυτός. Ίσως να μην ήμουν η τραγουδίστριά του. Κάθε συνθέτης έχει στο μυαλό του τις φωνές με τις οποίες θα ήθελε ν' ακούσει τα κομμάτια του. Αν με θαύμαζε, με θαύμαζε λοιπόν για εκείνο που ήμουν, όχι σε σχέση με τα δικά του τραγούδια. 

Τότε που συνεργαστήκαμε στον Σείριο, θυμάμαι μου πρότεινε να πω κάποια ανέκδοτα τραγούδια του. «Είσαι σίγουρος;», τον ρώτησα· «άκουσέ τα κι αποφάσισε», μου απάντησε. Και του απάντησα ότι δεν ταίριαζε η φωνή μου στο υλικό. Δεν έχω δει πάντως πιο άνετο άνθρωπο, πιο νέο. Μαζί το φτιάξαμε το πρόγραμμα που τραγούδησα στον Σείριο και ήταν ο Χατζιδάκις που μου ζήτησε να το ηχογραφήσουμε.

Η Οδός Νεφέλης 88, που κάνατε αργότερα (1995), θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα πρώιμο Χειρόγραφο σε μορφή δίσκου;

Μ’ αρέσει που το λέτε έτσι. Ναι, θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό. Γιατί αν πάρω τους στίχους εκείνους και τους κάνω πεζά, γίνεται πράγματι ένα είδος Χειρόγραφου.

Ως κάποια που επιχειρήσατε τόσες ρωγμές στην καριέρα σας, πώς και δεν έχετε κάνει κάτι σε πιο ηλεκτρονική μουσική; Με την οποία έχετε φλερτάρει και στο Παράξενο Φως (2000), αλλά και στο τραγούδι που είπατε με τη Ζωή Παπαδοπούλου ("Αχ! Και Να Σε Είχα Εδώ", 2005)...

Με γοητεύουν κάποιες μουσικές που έρχονται από εκεί, όμως το θέμα δεν είναι να τα κάνεις όλα. Μπορώ να θαυμάζω μια μουσική χωρίς να βλέπω τον εαυτό μου μέσα εκεί. Όπως γίνεται για παράδειγμα και με την κλασική: δεν έχω σκεφτεί δηλαδή ποτέ γιατί δεν κατάφερα να γίνω λυρική τραγουδίστρια, επειδή μου σηκώνει την τρίχα η Μαρία Κάλλας. 

Στην ηλεκτρονική μουσική, λοιπόν, είμαι μάλλον επισκέπτρια –έχω κάνει ορισμένες δοκιμές, έχω χρησιμοποιήσει ένα παρεμφερές κλίμα, ως εκεί. Αρκετό χώρο έχω πιάσει στην ελληνική μουσική, δεν επιθυμώ να τον πιάσω όλον! (γέλια)

Στη Σμύρνη, έχουν δώσει το όνομά σας σε μια λεωφόρο. Σας συγκίνησε η χειρονομία αυτή;

Μα τι λέτε τώρα; Δεν το πιστεύω! Δηλαδή να είναι καλά ο παππούς μου και η γιαγιά μου που γεννήθηκαν εκεί που έζησα εγώ μια τέτοια τιμή, η οποία στην ουσία ανήκει σε εκείνους. Με αγαπάνε στην Τουρκία, έχουν μεταφράσει πάρα πολλά τραγούδια μου. Τους μάθαμε μάλιστα να αναφέρουν και τα ονόματα των συνθετών και των στιχουργών, που δεν το κάνανε παλιά. (γελάει) Ξέρουν επίσης και αγαπάνε πάρα πολύ τα τραγούδια του Λοΐζου, τα οποία επίσης έχουν μεταφραστεί. Κι έχω βέβαια συνεργαστεί κι εγώ με πολλούς καλλιτέχνες από εκεί.

Σχεδιάζετε κάποια επιστροφή στη δισκογραφία; Ή στον ορίζοντα υπάρχει, για την ώρα, μόνο το Χειρόγραφο;

Δεν ξέρω τι ετοιμάζει το μέσα μου. Πάντα κάπως έτσι γίνεται, όταν είμαι σε μια δουλειά το μέσα ετοιμάζει κάτι άλλο. Εάν δεν βγω όμως από αυτό που κάνω τώρα, δεν μπορώ να του επιτρέψω να εμφανιστεί. Οπότε θα δούμε... Έχω πει πάντως δύο τραγούδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου, θα τα δούμε σε μια ταινία τώρα. Και μπαινοβγαίνω στο στούντιο, κάνω με τους μουσικούς μου δοκιμές και demo με διάφορα. 

Αλλά επισήμως δεν γίνεται κάτι. Για το επόμενο διάστημα προβλέπονται πρόβες-πρόβες-πρόβες: ετοιμασία για τις παραστάσεις της Αθήνας κι αργότερα γι' αυτές της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και όπου αλλού βρεθούμε στη συνέχεια.



14 Οκτωβρίου 2020

Secondhand Daylights - συνέντευξη (2015)

 

Πίσω στο 2015, η πατρινή Inner Ear ανέσυρε από τη σκόνη του χρόνου τις άγνωστες ηχογραφήσεις των Αθηναίων Secondhand Daylights από το 1985, με τις οποίες σκόπευαν τότε να συστηθούν στο κοινό που παρακολουθούσε τα αγγλόφωνα post-punk δρώμενα· κάτι που τελικά δεν συνέβη.
 
«Ψυχή» και αποκλειστικός συνθέτης/στιχουργός των κομματιών τους ήταν ο Λάκης Χαλκιόπουλος, που είχε ήδη διατελέσει κιθαρίστας και τραγουδιστής στους Headleaders, συγκρότημα καταγραμμένο στην εγχώρια δισκογραφία. Τον πλαισίωσαν ο Χρήστος Τριάντης (μπάσο-φωνητικά) και ο Χρήστος Σβάρνας (ντραμς-φωνητικά), με τους οποίους στήθηκε το 1985 η πρώτη εκδοχή του γκρουπ, υπό το όνομα X-Ray. 

Πολύ γρήγορα, ωστόσο, προτίμησαν το Fade, με το οποίο κι έδωσαν μάλιστα κάποιες συναυλίες (Ροντέο, Σκιάχτρο, Μουσική Αποθήκη), για να κατασταλάξουν τελικά στο Secondhand Daylights καθώς έμπαιναν στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις που θα έδιναν το ντεμπούτο τους. Όμως, αν και το ολοκλήρωσαν, δεν έμελλε να το κυκλοφορήσουν: ο Χαλκιόπουλος έφυγε φαντάρος την άνοιξη του 1986 και, αναγκαστικά, όλα μπήκαν στον πάγο· όταν επέστρεψε, συνέχισε ως μέλος των Next To Nothing.
 
Η Inner Ear συνόδευσε την έκδοση του άλμπουμ Fade με ένα κατατοπιστικό σημείωμα του Νίκου Πετρουλάκη (επί σειρά ετών συνάδελφος στις ραδιοφωνικές συχνότητες του 105,5 Στο Κόκκινο). Επειδή όμως έμεναν κάποια πράγματα να διευκρινιστούν, είπαμε τότε να στήσουμε μια κουβέντα με τους Χαλκιόπουλο, Σβάρνα & Τριάντη. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
 
Στην πορεία της, μάλιστα, δεν ξεκαθαρίστηκαν μόνο ζητήματα για τη σχέση μεταξύ των τριών μελών πριν τη συγκρότηση των Secondhand Daylights (που δεν γνωρίστηκαν το 1985, όπως λ.χ. θεωρούν ορισμένοι) ή λεπτομέρειες για το τέλος του γκρουπ, αλλά αποκαλύφθηκαν και οι Έλληνες ...Oasis! Οι οποίοι έδρασαν 7 χρόνια πριν τη διάσημη μπάντα των αδελφών Gallagher, αφήνοντας μόνο κάποιες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις σε κασετόφωνο.

 
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της μπάντας


Να θεωρήσουμε από το όνομα Secondhand Daylights ότι οι μεγαλύτεροί σας ήρωες εκείνα τα χρόνια ήταν οι Magazine; Ή είχατε και πιο δυνατές αγάπες;
 
(όλοι): Το "Feed The Enemy" των Magazine (1979) ήταν ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια. Την πρώτη δε φορά που τους ακούσαμε, ήταν για εμάς μια σπουδαία  ανακάλυψη γιατί δεν τους ήξερε ο πολύς κόσμος και τους πήραμε κάπως προσωπικά –ήταν, κατά κάποιον τρόπο, δικοί μας. Οι μεγαλύτεροι ήρωές μας πάντως όχι, γιατί είχαμε και άλλους, όπως τους Television, Stranglers, Roxy Music, Velvet Underground και The Jam.
 
Πώς ακριβώς σχηματίστηκε το συγκρότημα; Γνωριζόσασταν και από πριν;
 
Λ.Χ.:
Το συγκρότημα σχηματίστηκε ακριβώς μετά τη διάλυση των Headleaders. Από την ανάγκη μου να συμμετέχω πάντα σε μπάντα, ήθελα να προχωρήσω στη δημιουργία καινούριου γκρουπ, αφού από παιδί –από την ηλικία των 13 χρόνων, συγκεκριμένα– έγραφα συνεχώς τραγούδια με αγγλικό στίχο. Και οι τρεις γνωριζόμασταν από το σχολείο.
 
Πόσα από τα τραγούδια του Fade υπήρχαν (ως ιδέες ή μισοέτοιμα) από τον καιρό των Headleaders;
 
Λ.Χ.:
Κανένα. Όλα αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν στο διάστημα 1984/1985. Οι Headleaders διέλυσαν το 1983, αμέσως μετά την ηχογράφηση του άλμπουμ What It Means To Me. Θέλοντας λοιπόν να γυρίσω σελίδα, δεν χρησιμοποίησα καμία παλιά μου ιδέα.
 
Τι σας έκανε να ξανακοιτάξετε αυτό το επί τόσο καιρό παρατημένο υλικό και να αποφασίσετε ότι έπρεπε τελικά να βγει, εν έτει 2015; Έπαιξε ρόλο αλήθεια η αναβίωση του post-punk ήχου, κατά τα τελευταία χρόνια;
 
(όλοι):
 Αυτό το παρατημένο υλικό ήταν πάντα στο μυαλό και στην καρδιά μας και δεν είχε ξεχαστεί όλα αυτά τα χρόνια. Συχνά μάλιστα βρισκόμασταν σε κάποιο σπίτι και το βάζαμε από κασέτα και το ακούγαμε. Γελούσαμε με τα λάθη μας, που δεν μπορούσαμε πλέον να τα διορθώσουμε. Μετά από χρόνια έπεσε στα χέρια του Νίκου Πετρουλάκη και έτσι βγήκε σε βινύλιο. Για εμάς, δεν έπαιξε ρόλο η αναβίωση του post-punk ήχου.
 
Γιατί μια στρατιωτική θητεία ήταν τότε λόγος για να διαλυθεί μια μπάντα, που είχε μάλιστα και έτοιμο υλικό; Έχουμε ξέρετε πάντα την εντύπωση ότι ο χρόνος παλιότερα δεν έτρεχε με τους φαστ-φουντ ρυθμούς της σημερινής μουσικής επικαιρότητας...
 
(όλοι): Ναι, ο χρόνος κυλούσε πιο αργά τότε. Όλοι όμως  κάναμε κάποιου είδους restart, μετά τον στρατό. Έτσι, μετά από ενάμιση χρόνο θητεία (που έμοιαζαν με δέκα), είχαν ξεχαστεί τα πάντα· και όλα είχαν μπει στο χρονοντούλαπο, ίσως για αργότερα. 
 
Τι τόσο σημαντικό είχε συντελεστεί δηλαδή ώστε τα τραγούδια του άλμπουμ να σας φανούν ξεπερασμένα και να τα αφήσετε στο συρτάρι, ως «εκτός κλίματος»; 
 
(όλοι):
  Θέλαμε να προχωρήσουμε καλλιτεχνικά· και ο καθένας από εμάς, με τον καιρό, αποκτούσε κι άλλα ακούσματα, διαφορετικά. Κοιτώντας πίσω, λοιπόν, δεν  θέλαμε να το επαναλάβουμε. Το είχαμε κάνει όταν ήμασταν 20 χρονών.
 
Πώς ήταν τα πράγματα κατά τη δεκαετία του 1980 για όσους καταπιάνονταν με το αγγλόφωνο τραγούδι στην Ελλάδα; Βάλτε μας λίγο στο κλίμα της εποχής...
 
(όλοι):
 Εύκολα και δύσκολα, συγχρόνως. Εύκολα, γιατί το αγγλόφωνο rock είχε τη θέση του τότε στη χώρα μας. Πολλοί ήταν που άκουγαν τα punk rock συγκροτήματα της εποχής. Υπήρχαν και πιο ποιοτικές σκηνές και πιο εξειδικευμένες στα μουσικά είδη, καθώς και ραδιοφωνικές εκπομπές. Δύσκολα, γιατί δεν έφτανε το κοινό για να συντηρήσει κάποιο συγκρότημα, όπως συντηρούσε άλλους καλλιτέχνες, διαφορετικού είδους.
 
Στις εμφανίσεις σας στη Μουσική Αποθήκη, είχατε γνωριστεί και με την Κατερίνα Γώγου. Τι μνήμες έχετε από τη συνάντηση μαζί της; 
 
(όλοι):
 Η Κατερίνα, γενικώς, ήταν θαμώνας της Μουσικής Αποθήκης. Απλά της άρεσε πολύ η μπάντα μας και μιλούσαμε αρκετά μετά από τα live μας στο μαγαζί.
 
Παρακολουθείτε το αγγλόφωνο τραγούδι της τελευταίας δεκαετίας; Υπάρχουν νεότερα σχήματα με τα οποία να αισθάνεστε συγγενείς;
 
(όλοι):
 Όχι ιδιαίτερα, για να μπορούμε να πούμε ότι είμαστε συγγενείς. Απλά αυτό που ακούμε συνεχώς στα καινούρια σχήματα, συγκροτήματα και super groups είναι τα διάφορα στοιχεία punk, τα οποία ξεφυτρώνουν εκεί που δεν τα περιμένεις.
 
Υπάρχει περίπτωση να σας παρακολουθήσουμε επί σκηνής, να παίζετε το υλικό του Fade;
 
Λ.Χ.:
Όχι, εκτός αν μας πάρουν τηλέφωνο για να εμφανιστούμε σε κάποιο φεστιβάλ. Άλλωστε τώρα είμαστε απορροφημένοι γράφοντας υλικό με τον Χρήστο Τριάντη, σε καινούριο project που ετοιμάζουμε.
 
Έτσι για τη συμπλήρωση του παζλ εκείνων των χρόνων, σε ποιες μπάντες είχατε εσείς προϋπηρεσία, Χρήστο Τριάντη & Χρήστο Σβάρνα, πριν τη συγκρότηση των Secondhand Daylights; Φτάσατε με κάποια από αυτές στη δισκογραφία ή, έστω, κάπου εκεί κοντά;
 
Χ.Τ.:
Εγώ έπαιζα κιθάρα σε μια μπάντα που είχε δημιουργηθεί πάλι με φίλους από το σχολείο (Σπύρος Λεχουρίτης & Γιάννης Δαβαρίας): λεγόταν Oasis και είχε αγγλικό στίχο. Απίστευτο κι όμως αληθινό, δεν είχαμε κάνει δισκογραφία, παρά μόνο κάτι ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις σε κασετόφωνο. Μετά από 7 χρόνια, το 1991, δημιουργήθηκαν στη Βρετανία οι Oasis που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Τους ζητάμε τα δικαιώματα του ονόματός μας, αλλά δεν έχουν απαντήσει ακόμα! (γέλια)
 
Χ.Σ.: Πριν από τους Secondhand Daylights είχα παίξει σε κάτι τελείως ερασιτεχνικά σχήματα, που δεν κατέληξαν πουθενά. Μετά έφτιαξα γκρουπ με τον Παύλο Βογιατζιάν –τους Suicide Passengers, σε garage ύφος. Κάναμε κάποιες εμφανίσεις στο An Club.
 
Σε τι μονοπάτια κινηθήκατε μετά τη διάλυση του τρίο; Μείνατε γενικά στα μουσικά πράγματα ή σας απορρόφησαν άλλες επαγγελματικές κατευθύνσεις;
 
(όλοι):
 Μας απορρόφησαν οι δουλειές μας, για να βγαίνουν τα προς το ζην. Όμως η μουσική παραμένει ο κρυφός έρωτας της ζωής μας.
 
Λάκη Χαλκιόπουλε, το 2008 παρουσίασες το άλμπουμ Άκυρη Εποχή, όπου ξεδιπλώνονταν και ανησυχίες πιο κοντά στην ποπ και σε ό,τι λέμε «έντεχνο» τραγούδι. Δεν είχε όμως συνέχεια. Δεν ήθελες εσύ ή δεν ευνόησε η εποχή;
 
Λ.Χ.:
Με τον ελληνικό στίχο ασχολήθηκα για πρώτη φορά το 2000, με τον φίλο μου Ιωσήφ Μπασελιέ (δημιουργό των Headleaders), οπότε και φτιάξαμε από κοινού το συγκρότημα folder#9, με κομμάτια των δυο μας, σε πειραματικό ύφος. 

Το 2008 ήθελα να το επαναλάβω αυτό με τον ελληνικό στίχο, διώχνοντας όμως τα μαύρα στοιχεία από το υλικό –κι έτσι μου βγήκε προς την ποπ. Δεν νομίζω ότι θα το ξανακάνω.