19 Οκτωβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

 

Το τηλεφώνημα έπεσε Πέμπτη 1 Οκτωβρίου, κάπου προς το μεσημέρι· κι ενώ δεν κράτησε πολύ, έμοιαζε μακρύ. Ο χρόνος είχε ξαφνικά τεντωθεί σε μάκρος, λόγω της ανακοίνωσης στην άλλη άκρη της γραμμής: η Συχνοτική Συμπεριφορά, μια εκπομπή που ξεκίνησε στα FM το καλοκαίρι του 2008, δεν επρόκειτο να συνεχίσει στο νέο πρόγραμμα του 105,5 Στο Κόκκινο, το οποίο θα άρχιζε με την έναρξη της επερχόμενης εβδομάδας (5/10). Η κλεψύδρα του χρόνου της, επομένως, θα τελείωνε με τις δύο εκπομπές του Σαββατοκύριακου που μεσολαβούσε. 

Καθώς ήμουν ο πρώτος που δέχτηκα το τηλέφωνο, πήρα αμέσως τον Στυλιανό Τζιρίτα. Δεν τον βρήκα, μιλήσαμε τελικά λίγο πιο μετά, όταν είχε πλέον λάβει κι εκείνος την ανάλογη κλήση. Δεν είπαμε πολλά. Στράφηκα έπειτα προς την ξεχαρβαλωμένη τσάντα Kraftwerk που έχω από το ταξίδι μου στο Βερολίνο πριν κάποια χρόνια· εκεί βάζω πάντα όσα βινύλια έφερνα να παίξω στην εκπομπή. Είχα ήδη διαλέξει μερικά για το Σάββατο, αλλά πλέον είχαν έρθει τα πάνω-κάτω. Τα παραδοσιακά της Θεσσαλίας δεν χώραγαν σε ό,τι επρόκειτο να στηθεί ως προ-τελευταία εκπομπή, ούτε κι εκείνα τα bhaṅgṛā. Μόνο ο Γιώργος Μαρίνος τη γλίτωσε, τελικά· ίσως επειδή «πάντα ένα νησί στον Ειρηνικό θα μας περιμένει», ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Το μόνο σίγουρο, ήταν ότι θα το καίγαμε το πελεκούδι με τον Τζιρίτα· δεν χρειαζόταν δηλαδή καν να το συζητήσουμε, ούτε να φροντίσουμε για το ποιος θα έφερνε Rainbow (κάποιος θα το έκανε, τι διάολο). Και, ασφαλώς, δεν συζητιόταν ότι θα φεύγαμε κύριοι από τον ραδιοφωνικό αέρα, ως επαγγελματίες παλαιάς κοπής. Γι' αυτό και η εκπομπή του Σαββάτου ξεκίνησε ευθύς εξαρχής ως σόου, με τον Τζιρίτα εσκεμμένα καθυστερημένο να ακούγεται να μπαίνει από το βάθος για να βγει έπειτα μπροστά στο μικρόφωνο και να εξηγήσει σε ποιες τρεις περιστάσεις επιτρέπεται κανείς να αργήσει –μία βέβαια από αυτές, ήταν και προτελευταία σου εκπομπή. 

Δεν ήταν εύκολη στιγμή, όμως η ψυχραιμία κρατήθηκε. Η πιο δύσκολη αποστολή, άλλωστε, ήταν η τελευταία εκπομπή, που βρισκόταν πια προ των πυλών.

Τα υπόλοιπα εκείνου του Σαββάτου μπορείτε να τα ακούσετε με κάθε λεπτομέρεια πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο). 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ: Ακολουθία Παρακλήσεως Των Αγίων Μαρτύρων Κυπριανού Και Ιουστίνης / Ευλογητός Ο Θεός / Κύριε Εισάκουσον
2. U2: Beautiful Day
3. ARMY OF LOVERS: Crucified
4. THE SMASHING PUMPKINS: Cherub Rock
5. ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ & ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ: Να 'Μαστε Πάλι Εδώ, Αντρέα!
6. ORNETTE COLEMAN & JERRY GARCIA: Singing In The Shower
7. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ: Το Σεξ -live στη Μέδουσα
8. RAINBOW: Long Live Rock 'N' Roll
9. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΝΙΣΗ: Σ' Έχω Κάνει Θεό
10. BRUCE SPRINGSTEEN: Born To Run
11. ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ: Τα Σφάλματά Σου Πέλαγα
12. SHAGGY: Boombastic
13. U.D.O.: Blitz Of Lightning
14. CHARLES AZNAVOUR: La Bohème
15. ΑΝΤΖΥ ΣΑΜΙΟΥ: Παράλληλη Αγάπη



16 Οκτωβρίου 2020

Χάρις Αλεξίου - συνέντευξη (2016)

Μεταξύ άλλων πραγμάτων, το 2020 είναι και η χρονιά στην οποία η Χάρις Αλεξίου αποφάσισε ότι ήγγικεν η ώρα να αφήσει το τραγούδι, ακριβώς μισό αιώνα αφότου μπήκε στη δισκογραφία (1970), με το single 45 στροφών "Όταν Πίνει Μια Γυναίκα". 

Η ανακοίνωσή της πήρε μεγάλη έκταση σε δημοσιογραφικό επίπεδο και προξένησε κύμα αυθόρμητων αντιδράσεων, αντιστρόφως ανάλογο της χλιαρής υποδοχής που βρήκε το τελευταίο της άλμπουμ Τα Τραγούδια Της Ξενιτιάς (Minos-EMI, Απρίλιος 2020). Ακόμα μάλιστα και από ανθρώπους που ίσως δεν περιμέναμε: τα κρυφά δύσκολα μένουν κρυμμένα, στην εποχή των social media. 

Όπως βέβαια και με πολλά άλλα σε αυτήν τη χώρα, το μέτρο της συγκίνησης γρήγορα ξέφυγε, με αποτέλεσμα να δουν τα μάτια μας διάφορες γλυκερές, πένθιμες ή ...γλυκεροπένθιμες σαχλαμάρες. Ακόμα κι έτσι, πάντως, πιστοποιήθηκε ότι η Αλεξίου δεν λογίζεται πια απλώς ως «κορυφαία ερμηνεύτρια»· έχει μετακομίσει σε μια διαφορετική σφαίρα εκτίμησης, γενόμενη νεοελληνικός μύθος. Πότε τώρα συνέβη αυτό, αν χρονολογείται στο «εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου» του Νίκου Γκάτσου (1982), αν τοποθετείται στο 1979 όταν ο Μάνος Λοΐζος την έχρισε Χαρούλα με έναν σπουδαίο δίσκο ή αν οφείλεται στο πόσο στέναξαν πανελλαδικώς τα ραδιόφωνα με εκείνο το αξέχαστο «Όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα/κι ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά» (επίσης 1982), δεν θα τα χαλάσουμε: κάπου εκεί. 

Κι αν όμως άφησε πια το τραγούδι, η Χάρις Αλεξίου δεν πάει σπίτι της. Σήμερα, για του λόγου το αληθές, κάνει πρεμιέρα στο Μικρό Παλλάς με τη Μεταμφίεση του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη –σε σκηνοθεσία Σταύρου Ράγια και μουσική Άγγελου Τριανταφύλλου, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Διαλέγει δηλαδή να απευθυνθεί στο κοινό διαφορετικά, μέσω της θεατρικής πράξης, ενσαρκώνοντας μια γυναίκα που αρχίζει να μονολογεί μέσα στην ησυχία του μικρού της κόσμου, με αφορμή μια σημαντική προσωπική επέτειο.

Η Μεταμφίεση, βέβαια, δεν θα γινόταν να υπάρξει δίχως την προγενέστερη εμπειρία και μεγάλη επιτυχία της μουσικοθεατρικής παράστασης Χειρόγραφο, που παίχτηκε για δύο σερί χρονιές το 2015/2016 στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου (αλλά και στη Θεσσαλονίκη, καθώς και σε μερικές ακόμα πόλεις), σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη. 

Η δεύτερη μάλιστα σαιζόν του Χειρόγραφου, το 2016, μου έδωσε τη σπάνια ευκαιρία να πιώ έναν καφέ με τη Χάρις Αλεξίου. Συναντηθήκαμε λοιπόν στο ξενοδοχείο Χίλτον και κουβεντιάσαμε για αρκετή ώρα, στιγμιότυπο το οποίο μετρώ στους πιο πολύτιμους θησαυρούς που αποκόμισα κάνοντας τη δουλειά του μουσικού δημοσιογράφου. 

Προσιτή μα συνάμα και δύσκολη να τη διαβάσεις, η «Χαρούλα» μου φάνηκε ως χαρακτηριστικό δείγμα των ανθρώπων που μπόρεσαν να κοιτάξουν πολύ πιο πέρα από εκεί όπου γεννήθηκαν. Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, με την ευκαιρία που δίνει η πρεμιέρα της Μεταμφίεσης.

* η βασική φωτογραφία ανήκει στον Γιάννη Μητρόπουλο και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο για τη Μεταμφίεση. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Γιάννη Πρίφτη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo για το Χειρόγραφο.


Είχα καιρό να δω τέτοια παράσταση, μα και τόσο γενική να είναι η απήχησή της –και στους κριτικούς, και στον κόσμο. Έπαιξε φαντάζομαι ρόλο αυτό στην απόφασή σας να επαναλάβετε φέτος το Χειρόγραφο...

Αν κι εγώ δεν έχω την πείρα του θεάτρου, γνωρίζουμε ότι είναι κάτι συνηθισμένο να συνεχίζονται παραστάσεις και για 2η χρονιά. Μπήκα λοιπόν κι εγώ σε αυτήν τη λογική όταν ο παραγωγός μας μου είπε ότι θα ήταν κρίμα να μην το επαναλάβουμε, καθώς υπάρχει κι ένας κόσμος που αργεί να πληροφορηθεί, ενώ είναι πολλοί κι όσοι έχασαν το Χειρόγραφο πέρυσι. 

Βεβαίως, παίζει ρόλο και το ότι ξέρεις πως υπήρξε τέτοια αποδοχή. Το χρωστάμε πάντως και στη Θεσσαλονίκη· και μακάρι η παράσταση να πάει και σε άλλες πόλεις. Αυτός είναι ο σκοπός μας: να πάμε και σε άλλες πόλεις, σε άλλα κλειστά θέατρα –γιατί η παράσταση είναι για κλειστά θέατρα, όπως θα είδατε κι εσείς– τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Το είχατε προσχεδιάσει το Χειρόγραφο ως κάτι τόσο λιτό μουσικά; Ή το αποφασίσατε στην πορεία, βάσει του κειμένου και της σκηνοθεσίας;

Η αλήθεια είναι ότι τα τραγούδια επιλέχθηκαν ως μια συνέχεια του κειμένου κι όχι για να πάρω τον πρώτο ρόλο ως τραγουδίστρια. Ακόμα κι ο τρόπος με τον οποίον τα λέω στην παράσταση, είναι σαν να συνεχίζω την αφήγηση· σαν να συνεχίζω το κείμενό μου. Δεν ήθελα λοιπόν μια μεγάλη ορχήστρα, ακριβώς γιατί δεν ήθελα να επαναλάβω ένα καθαρά μουσικό δρώμενο: απ' τη στιγμή που έμπαινε ένα κείμενο, ήθελα εκείνο να πρωταγωνιστεί κι όχι τα τραγούδια. 

Ασφαλώς, δεν θα μπορέσω ποτέ –και δεν θέλω, άλλωστε– να μην έχω συντροφιά μου τα τραγούδια. Και έτσι αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δομή παρέα με τον Γιώργο Νανούρη, ο οποίος έπαιξε μεγάλο ρόλο και στην επιλογή των κειμένων μου, αλλά και στη σύνθεσή τους. Ήταν δηλαδή πολύ περισσότερα τα κείμενα, καθώς γράφω αυτόματα, είναι αυτόματο το γράψιμό μου. Είναι σαν ένα ταξίδι που κάνεις με τη μνήμη, ανεξέλεγκτο όμως· η μία εικόνα σε πάει σε άλλη και στο τέλος γίνεται πολύ δύσκολο να το κάνεις μια ιστορία.

Eίναι πολύ ωραίο που εμφανίζεστε στη σκηνή μ' ένα τάμπλετ, ως μια γυναίκα του σήμερα εξοπλισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ενώ μας πάτε στα παιδικά χρόνια μιας επαρχιακής πολιτείας, σε μια διαφορετική δεκαετία. Κι όμως, τα χρόνια δεν είναι τόσα πολλά, έτσι δεν είναι; 

Είναι πάρα πολλά, αλλά είναι και πολύ λίγα. Εξαρτάται πώς το βλέπεις. Εάν έχεις δηλαδή μια γεμάτη ζωή, με πολλές εναλλαγές, με πολλές εντάσεις, ο χρόνος περνάει πάρα πολύ γρήγορα. Κι εγώ έχω ζήσει μια τέτοια ζωή. Αλλά είναι και λίγο σαν να έχουν περάσει αιώνες από κάποιες περιόδους της ζωής μου –είτε την παιδική μου ηλικία, είτε την εφηβική, είτε την ενήλικη. Το θέμα είναι γιατί διαλέγει το μυαλό να κρατάει κάποιες εικόνες, γιατί ορισμένες είναι πιο ζωντανές. Αυτό δεν ξέρω κι εγώ να το απαντήσω.

Στο κείμενο, η σχέση σας με τους γονείς σας αποτυπώνεται ως κάτι πολύ ζωντανό. Για τη μητέρα σας, βέβαια, το κοινό γνωρίζει κάτι παραπάνω, μέσω των τραγουδιών που έχετε πει για εκείνη. Ο πατέρας σας, όμως, νομίζω ότι φωτίζεται για πρώτη φορά στο Χειρόγραφο...

Δεν ήταν η σειρά του; Κάπου δεν ήτανε κι αυτός εκεί, δεν περίμενε; Η μητέρα είναι το πρώτο πρόσωπο στη ζωή μας: είναι η ρίζα, ενώ ο πατέρας είναι ο κορμός. Κι επειδή εγώ έζησα πολύ λίγα χρόνια με τον πατέρα μου, γιατί πέθανε νέος, η αναφορά μου σε αυτόν ήταν συνήθως αποσπασματική. Μεγάλη πια κατάλαβα την έλλειψη της παρουσίας του και τι καλά που θα ήταν να με έχει δει να μεγαλώνω περισσότερο. 

Όπως και να το κάνουμε, τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια δηλαδή που έζησα στη Θήβα –όπου και γεννήθηκα–έχουν να κάνουν με τον πατέρα μου. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο κλείνει με τον θάνατό του. Η νέα ζωή με βρίσκει στην Αθήνα χωρίς εκείνον.

Φέρνετε ακόμα τόσο έντονα στο μυαλό σας τη μητέρα σας; Τη μελετάτε καμιά φορά, όπως σας βλέπουμε να κάνετε στην παράσταση;

Όχι πια. Θα ήταν ψέμα να πω κάτι τέτοιο, γιατί πλέον είμαι κι εγώ η ίδια μάνα για τον γιο μου. Ναι, τη θυμάμαι, την αναφέρω όπως όλος ο κόσμος κάνει για τη μάνα του· αλλά δεν είναι πια τόσο ζωντανή η «παρουσία» της στη ζωή μου. Πιστεύω είναι κάτι διαφορετικό πια. Νομίζω πως οι γονείς μας περνάνε στο δικό μας σώμα, με έναν τρόπο: τους μοιάζουμε, φερόμαστε σαν εκείνους...

Στο Χειρόγραφο αποδομήσατε σε σημεία τον εαυτό σας, με ένα θάρρος που δεν βλέπουμε συχνά, ούτε καν στη διεθνή καλλιτεχνική σφαίρα. Επικοινωνήσατε ανοιχτά ορισμένα πράγματα στο κοινό και δεν το έχουμε συνηθίσει αυτό από ένα όνομα με τη δική σας εμβέλεια... 

Έχουμε συνηθίσει η ζωή ενός καλλιτέχνη να συζητιέται πίσω από την πλάτη του. Τίποτα δεν μένει κρυφό, για κανέναν επώνυμο άνθρωπο. Δεν έχω πάντως και τίποτα συγκλονιστικά μυστικά! (γελάει) Αυτό λοιπόν που, έμμεσα έστω, μπορεί να συζητιέται πισώπλατα, το φέρνεις εσύ ο ίδιος μπροστά. Κι έτσι γίνεται πια κάτι κανονικό. Αθωώνεται. 

Το να αυτοσαρκάζεσαι με πράγματα που ίσως σε ταλαιπώρησαν ανά στιγμές ή με ζητήματα που έχουν να κάνουν με σκοτεινές πλευρές, τα κάνει να ελαφραίνουν. Την ίδια στιγμή, αυτό το ζει και ο θεατής: βλέπει κι εκείνος τα δικά του σημεία και τα απομυθοποιεί. 

Υπάρχει βέβαια και μια μαγεία, η οποία καλό είναι να μη χάνεται. Ο καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή δημιουργεί ένα παραμύθι και το κοινό έχει την ανάγκη να μπει σε αυτόν τον κόσμο, για να ξεφύγει από την άχαρη πραγματικότητα. Δεν είναι επομένως κι αναγκαίο να βγαίνουμε και να τα ισοπεδώνουμε όλα.

Στην παράσταση βλέπουμε να σας απασχολούν πολλές επαγγελματικές προοπτικές, μα τελικά να σας κερδίζει το τραγούδι, λίγο σαν να «έτυχε». Πώς θυμάστε εκείνο το διάστημα που μπήκατε στη δισκογραφία με το "Όταν Πίνει Μια Γυναίκα" (1970);

Κάπως έτσι έγινε, έτυχε. Πολλές φορές μας τυχαίνουν πράγματα που δεν τα προσέχουμε –μπορεί να μου είχαν τύχει κι άλλα και να μην τους είχα δώσει σημασία, πάντως η μουσική με τράβηξε. Θα έλεγα πως ήταν κάτι σαν παιχνίδι: ένα παιχνίδι που με έβγαζε από την καθημερινότητα, σε μια περίοδο ανάμεσα στο τελείωμα της εφηβείας και στην ενηλικίωση, κατά την οποία δεν ήξερα ακριβώς τι θα κάνω. 

Τότε, λοιπόν, μου ζήτησαν να τραγουδήσω σε μια μπουάτ. Πήγα, το έκανα, χωρίς να έχω στον νου μου πως με αυτό θα ασχολούμουν. Το ένα κατόπιν έφερε το άλλο, ήταν και μια εποχή που «έγραφε» ο καλός νέος τραγουδιστής: μπορούσε να βρει ρεπερτόριο, καθώς υπήρχαν οι νεότεροι συνθέτες και οι δισκογραφικές εταιρίες ήταν ακόμα σε ανάπτυξη. 

Η μια συνεργασία διαδέχθηκε έτσι την άλλη, κι έκανα πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους μεγάλων συνθετών –στον Απόστολο Καλδάρα, στον Μάνο Λοΐζο, στον Γιάννη Σπανό, στον Γιώργο Χατζηνάσιο. Ήταν χρόνια τα οποία ευνοούσαν πάρα πολύ τον τραγουδιστή. Όποιος διέθετε ταλέντο, μπορούσε να αξιοποιηθεί αμέσως.

Και είπατε τότε πολλά τραγούδια που έχουν μείνει στην ιστορία: αυτά της Μικράς Ασίας, εκείνα με τον Σταύρο Κουγιουμτζή, την "Οδό Αριστοτέλους", τη "Δημητρούλα". Ποιο ήταν όμως το τραγούδι με το οποίο είπατε «τώρα κάνω αυτό»;

Όταν έκανα την "Οδό Αριστοτέλους" το 1974, είχα αρχίσει να πείθομαι ότι θα με κρατήσει αυτή η δουλειά ή θα την κρατήσω εγώ. Κι όταν πια ήρθε η "Δημητρούλα" σε μια περίοδο κατά την οποία τραγουδούσαμε με τον Γιώργο Νταλάρα στην Πλάκα (1975) και συνέβη η όλη αναβίωση του σμυρνέικου και ρεμπέτικου ήχου, έγινε το μεγάλο μπαμ. Τότε άρχισαν οι συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα. 

Όμως από τους τόσους συνθέτες με τους οποίους συνεργαστήκατε, τελικά δέσατε με τον Μάνο Λοΐζο...

Νομίζω πως ο κόσμος το διάλεξε. Γιατί με τον Λοΐζο δεν συνεργάστηκα περισσότερο απ’ ότι συνεργάστηκα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Καλδάρα ή τον Σπανό. Κάναμε όμως τον δίσκο Τα Τραγούδια Της Χαρούλας σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (1979) και ήταν κάτι καινούριο αυτό που συνέβαινε τότε: μια φρέσκια ματιά επάνω στο τραγούδι, από συνθέτες έντεχνους, οι οποίοι δεν ξέρανε και πάρα πολύ καλά το λαϊκό κοινό. 

Σας θυμίζω ότι η ίδια μείξη έφερε περίπου το ίδιο διάστημα την Εκδίκηση Της Γυφτιάς του Νίκου Ξυδάκη, με τον Νίκο Παπάζογλου. Ήταν σαν ένα νέο κίνημα μέσα στη νεότερη ελληνική μουσική. Και κάτι έγινε εκεί και θεωρήθηκε ότι ταίριαξα περισσότερο με τον Λοΐζο. Ήταν ασφαλώς κι εκείνος ένας άντρας προσιτός και τον αγαπούσε αληθινά το κοινό. Ήταν λοιπόν σαν ο κόσμος να ήθελε να συνεργαστώ μαζί του κι άλλο. Δεν έγινε. Δεν προλάβαμε.

Υπήρξε ωστόσο πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σας...

Ναι, γιατί ο Μάνος ήταν και φίλος. Ήταν ο πιο στενός φίλος του άντρα μου. Ήταν πολύ συνδεδεμένοι με τον Αχιλλέα (Θεοφίλου): όποτε ο Μάνος έμπαινε στο σπίτι μας, ήταν η παρέα μας. Κι αυτό μας είχε δέσει πολύ.

Κι όταν πια γίνατε μύθος, όταν δηλαδή γίνατε «η Χαρούλα», σας χάλασε αυτό την καθημερινότητά σας; 

Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω σε αυτό, θα είναι σαν να λέω ψέματα. Γιατί η καθημερινότητα μου, η προσωπική μου ζωή με το παιδί και τον άντρα μου, δεν άλλαξε. Δεν μπήκα ποτέ στη λογική του «Τώρα είσαι σταρ! Τώρα φέρεσαι αλλιώς». Δεν είναι Χόλυγουντ η Αθήνα, δεν είναι Αμερική, όπου απαγορεύεται να μην είσαι ο σταρ, απαγορεύεται να μην συμπεριφέρεσαι έτσι. 

Εδώ ζούμε με τον κόσμο, ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο: όλοι σου μιλάνε στον ενικό, σε αγγίζουνε, είναι άλλη η σχέση του Έλληνα τραγουδιστή με το κοινό, σε σύγκριση με το εξωτερικό. Οπότε δεν μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα. Χαρά μου ήταν που έπαιρνα τόση αγάπη. 

Όταν όμως βγάλατε το Δι' Ευχών (1992), άρχισαν και οι γκρίνιες –θυμάμαι για χρόνια έπειτα τις συζητήσεις για το «τι έγινε η Χαρούλα, η δικιά μας». Γιατί όμως δεν συνέβη και πιο πριν αυτό, π.χ. στη συνεργασία σας με τον Θάνο Μικρούτσικο; Ένα τραγούδι σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο" (1990), ήταν επίσης «δύσκολο»...

Μετά το Δι' Ευχών, ενώ πια περνούσα στις νεότερες γενιές, έρχονταν πράγματι οι παλιότεροι κι έλεγαν: «τι 'ναι αυτά που κάνεις εδώ; Σε χάνουμε από δικιά μας;». Είχε πάντως συμβεί και παλιότερα κάτι τέτοιο, και με τον Μικρούτσικο στο "Η Αγάπη Είναι Ζάλη", αλλά και με τον Αντώνη Βαρδή, με το "Φεύγω". Έκανα πολλές φορές ρωγμές στη δουλειά μου με το παλιό και το καινούριο. 

Δεν φοβήθηκα να συνεργαστώ με συνθέτες με τους οποίους κάποιοι έλεγαν ότι δεν ταιριάζω. Ήμουν ας πούμε η ...άπιστη σ' αυτό το είδος τραγουδιού! (γελάει) Απλά με τον Μικρούτσικο ίσως να μη συνέβη στον ίδιο βαθμό γιατί μαζί με τέτοια τραγούδια υπήρξαν και στιγμές σαν την "Ελένη" ή το "Ερωτικό". Ενώ με το Δι' Ευχών έσπασε πιο ξεκάθαρα το στάτους της Χαρούλας, που είχα μέχρι εκείνη την εποχή.

Κάνατε πάντως κι άλλους ιδιαίτερους δίσκους τη δεκαετία του 1980. Όπως τα Απρόβλεπτα Τραγούδια, με τον Μάνο Χατζιδάκι. Πώς αλήθεια και δεν συνεργαστήκατε περισσότερο με τον συνθέτη που έγραψε στην "Παναγία Των Πατησίων" τον στίχο «εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου»;

Δεν ξέρω, έτσι ήταν να γίνει. Ούτε εγώ το κυνήγησα, ούτε κι αυτός. Ίσως να μην ήμουν η τραγουδίστριά του. Κάθε συνθέτης έχει στο μυαλό του τις φωνές με τις οποίες θα ήθελε ν' ακούσει τα κομμάτια του. Αν με θαύμαζε, με θαύμαζε λοιπόν για εκείνο που ήμουν, όχι σε σχέση με τα δικά του τραγούδια. 

Τότε που συνεργαστήκαμε στον Σείριο, θυμάμαι μου πρότεινε να πω κάποια ανέκδοτα τραγούδια του. «Είσαι σίγουρος;», τον ρώτησα· «άκουσέ τα κι αποφάσισε», μου απάντησε. Και του απάντησα ότι δεν ταίριαζε η φωνή μου στο υλικό. Δεν έχω δει πάντως πιο άνετο άνθρωπο, πιο νέο. Μαζί το φτιάξαμε το πρόγραμμα που τραγούδησα στον Σείριο και ήταν ο Χατζιδάκις που μου ζήτησε να το ηχογραφήσουμε.

Η Οδός Νεφέλης 88, που κάνατε αργότερα (1995), θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα πρώιμο Χειρόγραφο σε μορφή δίσκου;

Μ’ αρέσει που το λέτε έτσι. Ναι, θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό. Γιατί αν πάρω τους στίχους εκείνους και τους κάνω πεζά, γίνεται πράγματι ένα είδος Χειρόγραφου.

Ως κάποια που επιχειρήσατε τόσες ρωγμές στην καριέρα σας, πώς και δεν έχετε κάνει κάτι σε πιο ηλεκτρονική μουσική; Με την οποία έχετε φλερτάρει και στο Παράξενο Φως (2000), αλλά και στο τραγούδι που είπατε με τη Ζωή Παπαδοπούλου ("Αχ! Και Να Σε Είχα Εδώ", 2005)...

Με γοητεύουν κάποιες μουσικές που έρχονται από εκεί, όμως το θέμα δεν είναι να τα κάνεις όλα. Μπορώ να θαυμάζω μια μουσική χωρίς να βλέπω τον εαυτό μου μέσα εκεί. Όπως γίνεται για παράδειγμα και με την κλασική: δεν έχω σκεφτεί δηλαδή ποτέ γιατί δεν κατάφερα να γίνω λυρική τραγουδίστρια, επειδή μου σηκώνει την τρίχα η Μαρία Κάλλας. 

Στην ηλεκτρονική μουσική, λοιπόν, είμαι μάλλον επισκέπτρια –έχω κάνει ορισμένες δοκιμές, έχω χρησιμοποιήσει ένα παρεμφερές κλίμα, ως εκεί. Αρκετό χώρο έχω πιάσει στην ελληνική μουσική, δεν επιθυμώ να τον πιάσω όλον! (γέλια)

Στη Σμύρνη, έχουν δώσει το όνομά σας σε μια λεωφόρο. Σας συγκίνησε η χειρονομία αυτή;

Μα τι λέτε τώρα; Δεν το πιστεύω! Δηλαδή να είναι καλά ο παππούς μου και η γιαγιά μου που γεννήθηκαν εκεί που έζησα εγώ μια τέτοια τιμή, η οποία στην ουσία ανήκει σε εκείνους. Με αγαπάνε στην Τουρκία, έχουν μεταφράσει πάρα πολλά τραγούδια μου. Τους μάθαμε μάλιστα να αναφέρουν και τα ονόματα των συνθετών και των στιχουργών, που δεν το κάνανε παλιά. (γελάει) Ξέρουν επίσης και αγαπάνε πάρα πολύ τα τραγούδια του Λοΐζου, τα οποία επίσης έχουν μεταφραστεί. Κι έχω βέβαια συνεργαστεί κι εγώ με πολλούς καλλιτέχνες από εκεί.

Σχεδιάζετε κάποια επιστροφή στη δισκογραφία; Ή στον ορίζοντα υπάρχει, για την ώρα, μόνο το Χειρόγραφο;

Δεν ξέρω τι ετοιμάζει το μέσα μου. Πάντα κάπως έτσι γίνεται, όταν είμαι σε μια δουλειά το μέσα ετοιμάζει κάτι άλλο. Εάν δεν βγω όμως από αυτό που κάνω τώρα, δεν μπορώ να του επιτρέψω να εμφανιστεί. Οπότε θα δούμε... Έχω πει πάντως δύο τραγούδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου, θα τα δούμε σε μια ταινία τώρα. Και μπαινοβγαίνω στο στούντιο, κάνω με τους μουσικούς μου δοκιμές και demo με διάφορα. 

Αλλά επισήμως δεν γίνεται κάτι. Για το επόμενο διάστημα προβλέπονται πρόβες-πρόβες-πρόβες: ετοιμασία για τις παραστάσεις της Αθήνας κι αργότερα γι' αυτές της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και όπου αλλού βρεθούμε στη συνέχεια.



14 Οκτωβρίου 2020

Secondhand Daylights - συνέντευξη (2015)

 

Πίσω στο 2015, η πατρινή Inner Ear ανέσυρε από τη σκόνη του χρόνου τις άγνωστες ηχογραφήσεις των Αθηναίων Secondhand Daylights από το 1985, με τις οποίες σκόπευαν τότε να συστηθούν στο κοινό που παρακολουθούσε τα αγγλόφωνα post-punk δρώμενα· κάτι που τελικά δεν συνέβη.
 
«Ψυχή» και αποκλειστικός συνθέτης/στιχουργός των κομματιών τους ήταν ο Λάκης Χαλκιόπουλος, που είχε ήδη διατελέσει κιθαρίστας και τραγουδιστής στους Headleaders, συγκρότημα καταγραμμένο στην εγχώρια δισκογραφία. Τον πλαισίωσαν ο Χρήστος Τριάντης (μπάσο-φωνητικά) και ο Χρήστος Σβάρνας (ντραμς-φωνητικά), με τους οποίους στήθηκε το 1985 η πρώτη εκδοχή του γκρουπ, υπό το όνομα X-Ray. 

Πολύ γρήγορα, ωστόσο, προτίμησαν το Fade, με το οποίο κι έδωσαν μάλιστα κάποιες συναυλίες (Ροντέο, Σκιάχτρο, Μουσική Αποθήκη), για να κατασταλάξουν τελικά στο Secondhand Daylights καθώς έμπαιναν στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις που θα έδιναν το ντεμπούτο τους. Όμως, αν και το ολοκλήρωσαν, δεν έμελλε να το κυκλοφορήσουν: ο Χαλκιόπουλος έφυγε φαντάρος την άνοιξη του 1986 και, αναγκαστικά, όλα μπήκαν στον πάγο· όταν επέστρεψε, συνέχισε ως μέλος των Next To Nothing.
 
Η Inner Ear συνόδευσε την έκδοση του άλμπουμ Fade με ένα κατατοπιστικό σημείωμα του Νίκου Πετρουλάκη (επί σειρά ετών συνάδελφος στις ραδιοφωνικές συχνότητες του 105,5 Στο Κόκκινο). Επειδή όμως έμεναν κάποια πράγματα να διευκρινιστούν, είπαμε τότε να στήσουμε μια κουβέντα με τους Χαλκιόπουλο, Σβάρνα & Τριάντη. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
 
Στην πορεία της, μάλιστα, δεν ξεκαθαρίστηκαν μόνο ζητήματα για τη σχέση μεταξύ των τριών μελών πριν τη συγκρότηση των Secondhand Daylights (που δεν γνωρίστηκαν το 1985, όπως λ.χ. θεωρούν ορισμένοι) ή λεπτομέρειες για το τέλος του γκρουπ, αλλά αποκαλύφθηκαν και οι Έλληνες ...Oasis! Οι οποίοι έδρασαν 7 χρόνια πριν τη διάσημη μπάντα των αδελφών Gallagher, αφήνοντας μόνο κάποιες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις σε κασετόφωνο.

 
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της μπάντας


Να θεωρήσουμε από το όνομα Secondhand Daylights ότι οι μεγαλύτεροί σας ήρωες εκείνα τα χρόνια ήταν οι Magazine; Ή είχατε και πιο δυνατές αγάπες;
 
(όλοι): Το "Feed The Enemy" των Magazine (1979) ήταν ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια. Την πρώτη δε φορά που τους ακούσαμε, ήταν για εμάς μια σπουδαία  ανακάλυψη γιατί δεν τους ήξερε ο πολύς κόσμος και τους πήραμε κάπως προσωπικά –ήταν, κατά κάποιον τρόπο, δικοί μας. Οι μεγαλύτεροι ήρωές μας πάντως όχι, γιατί είχαμε και άλλους, όπως τους Television, Stranglers, Roxy Music, Velvet Underground και The Jam.
 
Πώς ακριβώς σχηματίστηκε το συγκρότημα; Γνωριζόσασταν και από πριν;
 
Λ.Χ.:
Το συγκρότημα σχηματίστηκε ακριβώς μετά τη διάλυση των Headleaders. Από την ανάγκη μου να συμμετέχω πάντα σε μπάντα, ήθελα να προχωρήσω στη δημιουργία καινούριου γκρουπ, αφού από παιδί –από την ηλικία των 13 χρόνων, συγκεκριμένα– έγραφα συνεχώς τραγούδια με αγγλικό στίχο. Και οι τρεις γνωριζόμασταν από το σχολείο.
 
Πόσα από τα τραγούδια του Fade υπήρχαν (ως ιδέες ή μισοέτοιμα) από τον καιρό των Headleaders;
 
Λ.Χ.:
Κανένα. Όλα αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν στο διάστημα 1984/1985. Οι Headleaders διέλυσαν το 1983, αμέσως μετά την ηχογράφηση του άλμπουμ What It Means To Me. Θέλοντας λοιπόν να γυρίσω σελίδα, δεν χρησιμοποίησα καμία παλιά μου ιδέα.
 
Τι σας έκανε να ξανακοιτάξετε αυτό το επί τόσο καιρό παρατημένο υλικό και να αποφασίσετε ότι έπρεπε τελικά να βγει, εν έτει 2015; Έπαιξε ρόλο αλήθεια η αναβίωση του post-punk ήχου, κατά τα τελευταία χρόνια;
 
(όλοι):
 Αυτό το παρατημένο υλικό ήταν πάντα στο μυαλό και στην καρδιά μας και δεν είχε ξεχαστεί όλα αυτά τα χρόνια. Συχνά μάλιστα βρισκόμασταν σε κάποιο σπίτι και το βάζαμε από κασέτα και το ακούγαμε. Γελούσαμε με τα λάθη μας, που δεν μπορούσαμε πλέον να τα διορθώσουμε. Μετά από χρόνια έπεσε στα χέρια του Νίκου Πετρουλάκη και έτσι βγήκε σε βινύλιο. Για εμάς, δεν έπαιξε ρόλο η αναβίωση του post-punk ήχου.
 
Γιατί μια στρατιωτική θητεία ήταν τότε λόγος για να διαλυθεί μια μπάντα, που είχε μάλιστα και έτοιμο υλικό; Έχουμε ξέρετε πάντα την εντύπωση ότι ο χρόνος παλιότερα δεν έτρεχε με τους φαστ-φουντ ρυθμούς της σημερινής μουσικής επικαιρότητας...
 
(όλοι): Ναι, ο χρόνος κυλούσε πιο αργά τότε. Όλοι όμως  κάναμε κάποιου είδους restart, μετά τον στρατό. Έτσι, μετά από ενάμιση χρόνο θητεία (που έμοιαζαν με δέκα), είχαν ξεχαστεί τα πάντα· και όλα είχαν μπει στο χρονοντούλαπο, ίσως για αργότερα. 
 
Τι τόσο σημαντικό είχε συντελεστεί δηλαδή ώστε τα τραγούδια του άλμπουμ να σας φανούν ξεπερασμένα και να τα αφήσετε στο συρτάρι, ως «εκτός κλίματος»; 
 
(όλοι):
  Θέλαμε να προχωρήσουμε καλλιτεχνικά· και ο καθένας από εμάς, με τον καιρό, αποκτούσε κι άλλα ακούσματα, διαφορετικά. Κοιτώντας πίσω, λοιπόν, δεν  θέλαμε να το επαναλάβουμε. Το είχαμε κάνει όταν ήμασταν 20 χρονών.
 
Πώς ήταν τα πράγματα κατά τη δεκαετία του 1980 για όσους καταπιάνονταν με το αγγλόφωνο τραγούδι στην Ελλάδα; Βάλτε μας λίγο στο κλίμα της εποχής...
 
(όλοι):
 Εύκολα και δύσκολα, συγχρόνως. Εύκολα, γιατί το αγγλόφωνο rock είχε τη θέση του τότε στη χώρα μας. Πολλοί ήταν που άκουγαν τα punk rock συγκροτήματα της εποχής. Υπήρχαν και πιο ποιοτικές σκηνές και πιο εξειδικευμένες στα μουσικά είδη, καθώς και ραδιοφωνικές εκπομπές. Δύσκολα, γιατί δεν έφτανε το κοινό για να συντηρήσει κάποιο συγκρότημα, όπως συντηρούσε άλλους καλλιτέχνες, διαφορετικού είδους.
 
Στις εμφανίσεις σας στη Μουσική Αποθήκη, είχατε γνωριστεί και με την Κατερίνα Γώγου. Τι μνήμες έχετε από τη συνάντηση μαζί της; 
 
(όλοι):
 Η Κατερίνα, γενικώς, ήταν θαμώνας της Μουσικής Αποθήκης. Απλά της άρεσε πολύ η μπάντα μας και μιλούσαμε αρκετά μετά από τα live μας στο μαγαζί.
 
Παρακολουθείτε το αγγλόφωνο τραγούδι της τελευταίας δεκαετίας; Υπάρχουν νεότερα σχήματα με τα οποία να αισθάνεστε συγγενείς;
 
(όλοι):
 Όχι ιδιαίτερα, για να μπορούμε να πούμε ότι είμαστε συγγενείς. Απλά αυτό που ακούμε συνεχώς στα καινούρια σχήματα, συγκροτήματα και super groups είναι τα διάφορα στοιχεία punk, τα οποία ξεφυτρώνουν εκεί που δεν τα περιμένεις.
 
Υπάρχει περίπτωση να σας παρακολουθήσουμε επί σκηνής, να παίζετε το υλικό του Fade;
 
Λ.Χ.:
Όχι, εκτός αν μας πάρουν τηλέφωνο για να εμφανιστούμε σε κάποιο φεστιβάλ. Άλλωστε τώρα είμαστε απορροφημένοι γράφοντας υλικό με τον Χρήστο Τριάντη, σε καινούριο project που ετοιμάζουμε.
 
Έτσι για τη συμπλήρωση του παζλ εκείνων των χρόνων, σε ποιες μπάντες είχατε εσείς προϋπηρεσία, Χρήστο Τριάντη & Χρήστο Σβάρνα, πριν τη συγκρότηση των Secondhand Daylights; Φτάσατε με κάποια από αυτές στη δισκογραφία ή, έστω, κάπου εκεί κοντά;
 
Χ.Τ.:
Εγώ έπαιζα κιθάρα σε μια μπάντα που είχε δημιουργηθεί πάλι με φίλους από το σχολείο (Σπύρος Λεχουρίτης & Γιάννης Δαβαρίας): λεγόταν Oasis και είχε αγγλικό στίχο. Απίστευτο κι όμως αληθινό, δεν είχαμε κάνει δισκογραφία, παρά μόνο κάτι ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις σε κασετόφωνο. Μετά από 7 χρόνια, το 1991, δημιουργήθηκαν στη Βρετανία οι Oasis που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Τους ζητάμε τα δικαιώματα του ονόματός μας, αλλά δεν έχουν απαντήσει ακόμα! (γέλια)
 
Χ.Σ.: Πριν από τους Secondhand Daylights είχα παίξει σε κάτι τελείως ερασιτεχνικά σχήματα, που δεν κατέληξαν πουθενά. Μετά έφτιαξα γκρουπ με τον Παύλο Βογιατζιάν –τους Suicide Passengers, σε garage ύφος. Κάναμε κάποιες εμφανίσεις στο An Club.
 
Σε τι μονοπάτια κινηθήκατε μετά τη διάλυση του τρίο; Μείνατε γενικά στα μουσικά πράγματα ή σας απορρόφησαν άλλες επαγγελματικές κατευθύνσεις;
 
(όλοι):
 Μας απορρόφησαν οι δουλειές μας, για να βγαίνουν τα προς το ζην. Όμως η μουσική παραμένει ο κρυφός έρωτας της ζωής μας.
 
Λάκη Χαλκιόπουλε, το 2008 παρουσίασες το άλμπουμ Άκυρη Εποχή, όπου ξεδιπλώνονταν και ανησυχίες πιο κοντά στην ποπ και σε ό,τι λέμε «έντεχνο» τραγούδι. Δεν είχε όμως συνέχεια. Δεν ήθελες εσύ ή δεν ευνόησε η εποχή;
 
Λ.Χ.:
Με τον ελληνικό στίχο ασχολήθηκα για πρώτη φορά το 2000, με τον φίλο μου Ιωσήφ Μπασελιέ (δημιουργό των Headleaders), οπότε και φτιάξαμε από κοινού το συγκρότημα folder#9, με κομμάτια των δυο μας, σε πειραματικό ύφος. 

Το 2008 ήθελα να το επαναλάβω αυτό με τον ελληνικό στίχο, διώχνοντας όμως τα μαύρα στοιχεία από το υλικό –κι έτσι μου βγήκε προς την ποπ. Δεν νομίζω ότι θα το ξανακάνω.



12 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 3 (2018)


Η τρίτη και τελευταία μέχρι στιγμής συζήτησή μας με την Τάνια Γιαννούλη έγινε το 2018, πίνοντας καφέ στην πλατεία Μαβίλη. 

Αφορμή της, το εξαιρετικό άλμπουμ Rewa, το οποίο τη βρήκε να συμπράττει με τον (εικονιζόμενο, δίπλα της) Μαορί μουσικό Rob Thorne: έναν καλλιτέχνη που, πριν παίξει, κάνει επίκληση στους προγόνους, ώστε να καταστεί «μέσο» μιας μακραίωνης παράδοσης. Στο τέλος της ανάρτησης μπορείτε να ακούσετε το "Te Tangi A Mutu"–ένα πραγματικά εντυπωσιακό κομμάτι. 

Το Rewa, μάλιστα, πρόσφερε και μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να αποκαλυφθεί και ο δικός του δίσκος Whāia Te Māramatanga [Rattle, 2014], ο οποίος θα πρέπει νομίζω να απασχολήσει όσους αναζητούν τα ωραία μουσικά πράγματα που συνέβησαν κατά τη δεκαετία 2010/2020, δίχως να πέφτουν θύματα της Ψευδοδημοκρατίας του Metacritic. 

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Η συνεργασία με τον Rob Thorne έδωσε έναν καταπληκτικό δίσκο, αλλά, παρότι και οι δύο δισκογραφείτε στην ίδια εταιρεία, ως τώρα δεν είχατε κάποια επαφή, έτσι δεν είναι;

Όχι, δεν υπήρχε επαφή. Αυτό που συνέβη είναι ότι μου είχε αρέσει το άλμπουμ Whāia Te Māramatanga, το οποίο έβγαλε στη Rattle το 2014. Έτσι, μαθαίνοντας ότι θα ερχόταν στην Αθήνα για να πάρει μέρος στο Borderline Festival 2017, επικοινώνησα μαζί του. Και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε, είχαμε όμως μόνο 2 μέρες περιθώριο για ό,τι θα κάναμε.

Μπήκαν εύκολα τα πράγματα σε τροχιά;

Την πρώτη μέρα δεν δουλέψαμε καθόλου. Έφερα μεν δυο-τρεις ιδέες να δοκιμάσουμε, έχοντας ήδη αποφασίσει ότι δεν θα έπαιζα πιάνο με τον «παραδοσιακό» τρόπο· όμως απέναντί μου είχα έναν μουσικό που ούτε νότες διαβάζει, ούτε και βρίσκεται σε αυτήν τη λογική. 

Ο Rob, πρώτα απ' όλα, πριν παίξει, κάνει επίκληση στους προγόνους του, άσχετα αν βρίσκεται στο στούντιο ή ετοιμάζεται για live. Ο ίδιος θεωρεί δηλαδή ότι δεν είναι παρά ένα «μέσο», με τη βοήθεια του οποίου εκφράζεται η παράδοση των Μαορί. Ιδανικά, μάλιστα, θέλει και να πατάει πάνω στη γη με τα γυμνά του πόδια. 

Δεν μπορούσε λοιπόν να κατανοήσει γιατί έπρεπε να παίξει κάτι, ώστε να ακουστεί κάπως. Απλά δεν κάνει έτσι μουσική. Χρειάστηκε επίσης να μου δείξει τα όργανα τα οποία παίζει, ό,τι οι Μαορί λένε taonga puoro. Ήξερα μεν μερικά, το κοχύλι λ.χ., όμως τα περισσότερα μου ήταν άγνωστα. 

Οπότε, πώς προχωρήσατε;

Τη δεύτερη μέρα αποφάσισα να αφήσω κάθε προηγούμενη σκέψη, να συναντηθούμε, και ό,τι γίνει. Ήμουν λοιπόν πιο χαλαρή και αρκετά νωρίς οι αυτοσχεδιασμοί μάς έβγαλαν στο "Te Tangi A Mutu": ένα κομμάτι με ιδιαίτερη σημασία για μένα, το οποίο ήδη από εκείνη τη στιγμή εντυπωσίασε και τους δυο μας. 

Καταλήξαμε να ηχογραφήσουμε πολύ υλικό, περισσότερο δηλαδή από όσο βάλαμε στο Rewa. Και τελικά έπαιξα και πιάνο με τον πιο παραδοσιακό τρόπο, μελωδικά, αν και κυρίως κινήθηκα χρωματικά. Με λίγα έτσι στη διάθεσή μας, ένα πιάνο δηλαδή και κάθε φορά ένα από τα taonga puoro, δημιουργήθηκε ένα πλούσιο σύμπαν.

Για το "Te Tangi A Mutu" ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί είναι πράγματι κάτι πολύ εντυπωσιακό, νομίζω το καλύτερο κομμάτι στον δίσκο...

Και για μένα είναι κάτι πολύ δυνατό. Μάλιστα, όταν μαζέψαμε το υλικό, συμφωνήσαμε κι εγώ και ο Rob και ο Steve Garden (ο ιδρυτής της Rattle) ότι έπρεπε να μπει τελευταίο στη σειρά, γιατί δεν γινόταν να βάλουμε κάτι μετά από αυτό.

Ο Rob, αλήθεια, χρειάστηκε να ξεφύγει αισθητά από όσα είχε κατά νου, ώστε να σε προσεγγίσει;

Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, όταν πάντως τελειώσαμε το session μου είπε ότι κι εκείνος πρώτη φορά έπαιξε έτσι.

Τους τίτλους των κομματιών, πώς τους αποφασίσατε;

Τους διαλέξαμε εγώ και ο Steve. Ο Rob διάλεξε μόνο τον τίτλο του άλμπουμ –είναι μια Μαορί λέξη με αρκετές ερμηνείες, ανάλογα αν τη δεις ως ρήμα ή ως ουσιαστικό. Ετοίμασα εγώ μια λίστα με προτάσεις, ετοίμασε κι ο Steve μια δικιά του και τη στείλαμε ο ένας στον άλλον. Το παράδοξο είναι ότι το κομμάτι που εγώ είχα ονομάσει "Dark Star", εκείνος το είχε σημειώσει ως "Black Star"!

Ο Steve, εντωμεταξύ, ενεπλάκη αφού είχατε ηχογραφήσει. Και, ενώ η συνεισφορά του είναι πολύτιμη, για τον ακροατή είναι διακριτική. Αν δηλαδή δεν αναγραφόταν ως τρίτος δημιουργός του Rewa, δεν θα καταλάβαινε κανείς ό,τι κάποιος λείπει...

Όντως. Είναι μάλιστα αλήθεια ότι το πρώτο υλικό που του δώσαμε με τον Rob, δεν διαφέρει πολύ από αυτό που ακούει κανείς στο Rewa. Κινήθηκε πράγματι ιδιαιτέρως διακριτικά, με στόχο απλά να δώσει μια άλλη αίσθηση στον ήχο. Εξαρχής, πάντως, τα ένιωσε ως πολύ δικά του τα όσα άκουσε· βρήκε δηλαδή πράγματα τα οποία τον άγγιξαν σε προσωπικό επίπεδο.

Θα θέλαμε να το ακούσουμε και ζωντανά αυτό το υλικό. Αλλά πόσο εύκολο είναι;

Σίγουρα θα το προσπαθήσουμε, νομίζω άλλωστε ότι είναι κάτι που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και να το δεις, πέρα από το να το ακούσεις, καθώς ο Rob είναι ένας κόσμος μόνος του. Τώρα, αν θα γίνει, είναι διαφορετική υπόθεση. Θέλουμε πάντως να το παίξουμε, όχι μόνο στην Ελλάδα, μα και όπου αλλού μπορέσουμε.

Στη Νέα Ζηλανδία, μήπως είναι πιο εύκολο;

Ευχής έργον θα είναι να πάω στη Νέα Ζηλανδία, όπου το Rewa βρέθηκε μάλιστα στο top-10 των κλασικών άλμπουμ. Αλλά, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κάτι το χειροπιαστό. Θα δούμε.

Βρίσκεσαι εντωμεταξύ στο δυναμικό της Rattle από το 2012. Σε έχει βοηθήσει θεωρείς αυτό να αποκτήσεις διεθνή αναγνωρισιμότητα;

Με έχει βοηθήσει, ναι. Είναι μια πολύ καλή εταιρεία, νομίζω η καλύτερη στη Νέα Ζηλανδία και πια τη νιώθω σαν οικογένεια. Τον εκτιμώ ιδιαιτέρως τον Steve: και για τη δουλειά που κάνει και για το πώς συμπεριφέρεται στους συνεργάτες του και για την επικοινωνία, η οποία για μένα παίζει μεγάλο ρόλο. Νομίζω ότι πλέον είμαστε και φίλοι. 

Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να έχει πιο δυναμική παρουσία στην Ευρώπη, νομίζω ότι δεν το έχουν δουλέψει αρκετά. Υπάρχουν βέβαια και τεχνικές δυσκολίες, γιατί είναι ένα label στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην άλλη άκρη του κόσμου δηλαδή όπως κοιτάμε εμείς –αν και στην εποχή του ίντερνετ κάτι τέτοιο έχει μικρότερη σημασία, σε σύγκριση με παλιότερα. Της αξίζει πάντως της Rattle να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή.

Σε παλιότερη συνέντευξή σου, είχες πει ότι δούλευες πάνω σε μια σόλο κυκλοφορία. Συνεχίζεται αυτή η αναζήτηση;

Ναι, είναι μια ιδέα που δεν την έχω εγκαταλείψει αυτή ενός σόλο δίσκου με πιάνο. Το σκέφτομαι πράγματι πολύ καιρό και υπάρχει ένας φάκελος όπου ανά διαστήματα όλο και κάτι προσθέτω σε ό,τι θα μπορούσε να αποτελέσει ίσως υλικό για κάτι τέτοιο. Θα το κάνω σίγουρα κάποια στιγμή, όμως δεν θα είναι σύντομα.

Έρχεται επομένως κάτι άλλο στο άμεσο μέλλον;

Στο άμεσο μέλλον θα έρθει ένας ακόμα δίσκος με το σύνολο –ο δεύτερος μετά το Transcendence του 2015– κι ένας δίσκος με το τρίο το οποίο έχουμε με τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο (τρομπέτα) και τον Κυριάκο Ταπάκη (ούτι). Με το σύνολο έχουμε ήδη μαζέψει υλικό, ενώ το τρίο θα κάνει το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο στις 2 Νοεμβρίου: παίζουμε στο φετινό Jazzfest Berlin, που νομίζω είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα, πρόκειται για θρυλικό φεστιβάλ. 

Με τον συνδυασμό μάλιστα αυτόν, δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν! Δεν έχεις δηλαδή ούτε κρουστά, ούτε μπάσα να κάνουν τον ήχο τεράστιο. Με πιάνο, τρομπέτα και ούτι παίρνεις ένα αποτέλεσμα απλό και ξεκάθαρο. Ό,τι πεις, επομένως, πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ουσιαστικό. Είμαι χαρούμενη για το συγκεκριμένο τρίο, συνυπάρχω με δύο πραγματικά καλούς μουσικούς.

Το 2016 είχες την ευκαιρία να παίξεις και στο «634 Λεπτά Μέσα στο Ηφαίστειο», το πρωτότυπο δηλαδή event που έστησε το Six d.o.g.s. στον κρατήρα Στέφανο στο ηφαίστειο της Νισύρου, προσκαλώντας 15 νέους Έλληνες δημιουργούς από όλο το φάσμα του ήχου...

Ήταν εμπειρία ζωής. Από τα πράγματα που θα θυμάσαι. Γιατί λειτούργησε και μουσικά, όμως το μουσικό μέρος δεν ήταν το μόνο σημαντικό στο εγχείρημα. Η τοποθεσία, το ότι μπορούσες να μυρίσεις το ηφαίστειο, η πανσέληνος, αποδείχτηκαν εξίσου κρίσιμα στοιχεία. Αναλόγως άλλωστε πού στεκόταν ο καθένας, άκουγε και κάτι διαφορετικό.

Ταξιδεύεις πλέον αρκετά για συναυλίες, αισθητά περισσότερο απ' όταν σε πρωτογνωρίσαμε δισκογραφικά...

Είναι αλήθεια ότι μετακινούμαι περισσότερο, κάτι που με με χαροποιεί, γιατί έχω την ευκαιρία να κάνω δύο πράγματα τα οποία μου αρέσουν πάρα πολύ, ταυτόχρονα: να παίζω τη μουσική μου και να ταξιδεύω.

Ξεβολεύει την «κανονική» σου ζωή η αύξηση αυτή των ζωντανών εμφανίσεων;

Σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αναγκάζομαι να αλλάζω συχνά το πρόγραμμά μου, όχι ακόμα. Αλλά, με το χέρι στην καρδιά, ελπίζω να γίνει. Προς το παρόν, πάντως, μπορώ ακόμα και τα βολεύω όλα –και τις συναυλίες και τη ζωή μου εδώ και τη διδασκαλία.

Μιας και η διδασκαλία σε κρατά σε επαφή με τις νεαρότερες ηλικίες, παραμένει αξία η μουσική; Τι λέει η προσωπική σου εμπειρία;

Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι τα νέα παιδιά εξακολουθούν να θέλουν να μάθουν μουσική. Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων ο αριθμός σίγουρα μειώθηκε, γιατί για έναν γονιό που στριμώχνεται μπαίνουν προτεραιότητες και πρώτα θα κοιτάξει να στείλει το παιδί του στις ξένες γλώσσες και στον αθλητισμό κι έπειτα προς ένα όργανο: η μουσική δεν έχει κάποιο πρακτικό αντίκρισμα και η εποχή μας, δυστυχώς, κινείται πολύ με τη νοοτροπία «και πού θα σου χρησιμεύσει αυτό;». 

Ακόμα κι έτσι, πάντως, συνεχίζουν να μαθαίνουν. Και εκεί γύρω στα 15, ακόμα ενδιαφέρονται να φτιάξουν γκρουπάκια. Κάτι που για μένα είναι πάρα πολύ αισιόδοξο, σημαίνει ότι εξακολουθούν να περνάνε καλά με κάτι τέτοιο.



10 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 2 (2015)


Η δεύτερη κατά σειρά κουβέντα μας με την Τάνια Γιαννούλη έγινε 2 περίπου χρόνια μετά την πρώτη (δείτε εδώ), έχοντας ως αφορμή το άλμπουμ Transendence. Μια δουλειά που επίσης κυκλοφόρησε από τη νεοζηλανδική Rattle (2015), την οποία η συνθέτρια και πιανίστρια υπέγραψε ως επικεφαλής του σχήματος Tania Giannouli Ensemble, έχοντας στο πλευρό της τον Guido de Flaviis (σαξόφωνα), τον Σόλη Μπάρκη (κρουστά, ιδιόφωνα) και τον Μιχάλη Πορφύρη (τσέλο).

Η συνέντευξή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Ένα δε κομμάτι που πραγματικά ξεχώρισε ήταν το "The Sea" (το βρίσκετε να το ακούσετε στο τέλος της ανάρτησης), το οποίο παίζαμε μάλιστα με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στο ράδιο –τόσο στα πλαίσια του πρωινού σόου Κόκκινος Πετεινός, όσο και στη Συχνοτική Συμπεριφορά. 


* η φωτογραφία των Tania Giannouli Ensemble ανήκει στον Ηλία Μπουργιώτη και προέρχεται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο με την έκδοση του Transendence


Τι άλλαξε για σένα, σε δημιουργικό επίπεδο, στα 3 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα σε ένα άλμπουμ συνεργασίας (Forest Stories) και σε μια δουλειά που πλέον υπογράφεται από το Tania Giannouli Ensemble;

Μετά το Forest Stories συζητήσαμε με την εταιρεία μου, τη Rattle, την προοπτική ενός δεύτερου άλμπουμ. Ήμουν ανάμεσα στο να κάνω μια σόλο πιάνο δουλειά ή να προχωρήσω στη δημιουργία του δικού μου σχήματος· μια ιδέα που σκεφτόμουν, ομολογώ, για αρκετό καιρό πιο πριν. 

Αποφάσισα να κάνω το δεύτερο, ενώ συνειδητή ήταν παράλληλα και η απόφαση να φύγω από την εσωστρέφεια που χαρακτήριζε το Forest Stories σαν ύφος και σαν διάθεση –και να γράψω μια μουσική εξωστρεφή, σύγχρονη, αλλά και με εμφανή τα στοιχεία της μελωδίας και του ρυθμού. 

Αυτή η ανάγκη για εξωστρέφεια και για δημιουργικότητα αντικατοπτρίζει νομίζω και την ψυχική μου κατάσταση. Είναι επίσης η μόνη απάντηση σε ό,τι ζούμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Γράφω δυο λόγια γι' αυτό και στο booklet του Transcendence.

Συνθέτεις με πρόγραμμα και σχεδιασμό; Ή αφήνεις τα πράγματα να πάνε; Πόσο σημαντική ήταν –στην πράξη– η ύπαρξη ενός πλαισίου για το Transcendence;

Και τα δύο, ανάλογα με την περίσταση. Για παράδειγμα, αν πρόκειται για μουσική ενός βίντεο, τότε τα πράγματα μπορεί να είναι πιο καθορισμένα, ενώ άλλες φορές μπορεί να υπάρχει περισσότερη ελευθερία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμη κι αν υπάρχει ένα καθορισμένο πλαίσιο, βασίζομαι πολύ στη διαίσθηση και στον αυτοσχεδιασμό. Η ιδέα πίσω από το Transcendence, τα θέματα για τα οποία με ενδιέφερε να μιλήσω, ακόμη και κάποιοι από τους τίτλους, προϋπήρχαν στο μεγαλύτερο μέρος τους.

Παρά το συμπαγές της νέας σου κατάθεσης, είναι δύσκολο να μην ξεχωρίσει κανείς το "The Sea". Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη δική του δημιουργία; 

Το κομμάτι δεν μιλά βέβαια μόνο για την κυριολεκτική θάλασσα –μιας κι έχουμε την τύχη να ζούμε σε έναν τόπο τόσο συνδεδεμένο με το στοιχείο αυτό– αλλά και για ό,τι συμβολίζει: τον ανοιχτό ορίζοντα, το ταξίδι, την ελπίδα, την ομορφιά ακόμη και μέσα από τις δυσκολίες. Είναι κι από τα δικά μου αγαπημένα στον δίσκο.

Είναι δύσκολο να μη σκεφτείς ότι το προηγούμενό σου άλμπουμ είχε το δάσος στον τίτλο του και τώρα γράφεις ένα κομμάτι για τη θάλασσα. Τι ρόλο κρατάς στη ζωή σου για το φυσικό τοπίο; Και τι απαντάς στο γνωστό δίλημμα βουνό ή θάλασσα; 

Έχουμε πολλά να πάρουμε από την επαφή μας με τη φύση, πολλά να διδαχθούμε από τη σοφία της. Απορροφημένοι στον προσωπικό μας μικρόκοσμο –με όλα τα προβλήματα, τον πόνο και τις αγωνίες μας– ξεχνάμε ότι δεν είμαστε παρά ένα μικρό μέρος μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας. Η γνώση αυτή μπορεί να μας δώσει δύναμη, παρηγοριά κι έμπνευση. Για μένα νομίζω ότι λειτουργεί έτσι. 

Για το δίλημμα που με ρωτάς, απαντώ πως δεν χρειάζεται να διαλέξω: η Ελλάδα είναι γεμάτη μέρη όπου το δάσος φτάνει ως τη θάλασσα. Μπορείς επομένως να κολυμπάς σε μια πανέμορφη παραλία, κοιτάζοντας το βουνό από πάνω της.

Ένα ακόμα πολύ ξεχωριστό κομμάτι είναι το "Obsession". Έχεις εποικοδομητική σχέση με τις εμμονές σου, ως άνθρωπος;

Νομίζω πως ναι. Το "Obsession" είναι ίσως το πιο ιδιαίτερο κομμάτι στον δίσκο. Ή, για να το θέσω αλλιώς, το κομμάτι όπου ο καθένας από τους ακροατές (όσο μπορώ να γνωρίζω από εκείνους που μοιράστηκαν μαζί μου τις εντυπώσεις τους για το άλμπουμ) κάνει τις δικές του προβολές. Το καλό όμως με τη μουσική είναι ότι δεν χρειάζεται να εξηγούνται όλα. Μπορεί να μιλήσει στην καρδιά, χωρίς να περάσει πρώτα από το μυαλό.

Σκέφτεστε με το υπόλοιπο ensemble για περαιτέρω παρουσιάσεις του Transcendence, μέσα στο φθινόπωρο;

Θα θέλαμε να παίξουμε το υλικό αυτό όσο γίνεται περισσότερο τους επόμενους μήνες και ελπίζω να τα καταφέρουμε· πάντα, βέβαια, δίνοντας προσοχή στις συνθήκες εκτέλεσης και ήχου, οι οποίες πρέπει να είναι οι κατάλληλες.

Οι δουλειές σου βρίσκονται κοντά σε ό,τι λέμε «ήχο της ECM» και ως ατμόσφαιρα και ως προς τον διάλογο που ανοίγουν μεταξύ Δυτικού ρομαντισμού και τζαζ καταβολών αυτοσχεδιασμού. Υπάρχουν δίσκοι του label τους οποίους θεωρείς ως προσωπικά σημεία αναφοράς;

Υπάρχουν αρκετοί δίσκοι που αγαπώ πολύ στο label αυτό, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά ότι αποτελούν σημεία αναφοράς: Pastorale (Stefano Battaglia & Michele Rabbia), Tarkovsky Quartet (Francois Couturier), The Third Man (Enrico Rava & Stefano Bollani), αλλά και πολλοί δίσκοι από τη σειρά "Νew Series".

Τι δυσκολίες ορθώνει σε έναν καλλιτέχνη με τις δικές σου ανησυχίες η πολιτικο-οικονομική κατάσταση της χώρας μας, η οποία έχει καθώς φαίνεται μπει σε νέα κρίσιμη φάση; Αποτελεί όρμο η συνεργασία με τη νεοζηλανδική Rattle, σε ένα τέτοιο τοπίο;

Τα πράγματα για τους μουσικούς –και για τους καλλιτέχνες γενικότερα– ποτέ δεν ήταν εύκολα· και όχι μόνο στην Ελλάδα, βέβαια. Έχουν όμως επιδεινωθεί τραγικά. Οι δυσκολίες είναι πλέον μεγάλες και η επιβίωση, για όσους εξασκούν τη μουσική σαν επάγγελμα και όχι σαν χόμπι ή πάρεργο, γίνεται όλο και πιο δύσκολη. 

Από τη φύση μου, όμως, προσπαθώ να δρω παρά να γκρινιάζω. Η συνεργασία μου με τη νεοζηλανδική εταιρεία ξεκίνησε από τη στάση μου αυτή. Νιώθω πολύ τυχερή που η μουσική μου έχει βρει ένα σπίτι εκεί.

Σε ρωτάνε αλήθεια οι φίλοι σου από το εξωτερικό να τους πεις τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Κι εσύ, με τη σειρά σου, σκέφτεσαι το ενδεχόμενο να αναζητήσεις μια νέα ζωή σε κάποια άλλη χώρα; 

Και βέβαια με ρωτάνε και ανησυχούν. Παρατηρώ μάλιστα ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι παραπληροφορημένοι σε πολλά θέματα, σχετικά με το τι συμβαίνει ακριβώς στην Ελλάδα. Το ενδεχόμενο πάντως να αναζητήσω μια νέα ζωή σε άλλη χώρα δεν το εξετάζω, τουλάχιστον προς το παρόν. Παρ' όλα τα προβλήματα εδώ, απολαμβάνουμε (ακόμα) πράγματα τα οποία είναι αδιανόητα για τους Βορειοευρωπαίους.