29 Απριλίου 2024
Catelouso & Lyrae Cantus - Σύναξις [δισκοκριτική, 2007]
26 Απριλίου 2024
Death In June - ανταπόκριση (2016)
17 Απριλίου 2024
Omar Souleyman - συνέντευξη (2014)
14 Απριλίου 2024
Madredeus - ανταπόκριση (2013)
Σε καιρούς που ήμασταν έφηβοι, πρωτοερχόμενοι σε επαφή με τη μουσική, οι Madredeus υπήρξαν περίπωση που μας κεραυνοβόλησε με την καταλυτική διαφορετικότητα του "O Pastor". Για μένα, τουλάχιστον, άνοιξαν ένα από τα πρώτα παράθυρα προς τους ήχους που τότε έλεγαν ethnic και τώρα ξέρουμε, ορθότερα, ως world.
Τον Δεκέμβριο του 2013, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να τους δω στο Μέγαρο Μουσικής, παρότι δεν είχαν, πια, την τραγουδίστρια του "O Pastor", Teresa Salgueiro –στη θέση της βρισκόταν η 24χρονη Beatriz Nunes, σε ομολογουμένως δύσκολο ρόλο.
Μια ανταπόκριση από τη βραδιά βρήκε, τότε, τον δρόμο της δημοσίευσής της στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και αποτελούν promo υλικό, που δόθηκε για τις ανάγκες του Τύπου
Τη συναυλία των Madredeus την ευχαριστήθηκα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Είχε την αίσθηση εκείνη που αποκομίζεις όταν κλείνεις το κινητό, βάζεις έναν αγαπημένο δίσκο να παίξει, αφήνεσαι να βουλιάξεις σε έναν αναπαυτικό καναπέ (ή πολυθρόνα, οικιακά γούστα είν' αυτά) και μετά από λίγο δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά η μουσική και οι σκέψεις σου –το ποτήρι ουίσκι κρίνεται προαιρετικό και σε επίπεδο γραπτού λόγου δείχνει μάλλον κλισέ.
Γι' αυτό και το μόνο πράγμα για το οποίο δυσφόρησα παρακολουθώντας τους στο Μέγαρο Μουσικής ήταν το διάλειμμα της παράστασης. Βέβαια, καθώς έβαζα, έπειτα, τις ψηφίδες της βραδιάς στη θέση τους, συνειδητοποίησα ότι ενδεχομένως να μην είχα απολαύσει τόσο τους Madredeus σε κάποιον προγενέστερο ερχομό τους στη χώρα μας. Ήταν δηλαδή και το τάιμινγκ σωστό· ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συναντηθούμε.
Γιατί πέρασαν από αρκετά κύματα στα 25 χρόνια της ύπαρξής τους, αλλά και στην έκρηξη της world music έπεσαν απάνω, με αποτέλεσμα ενίοτε να παρεξηγηθούν, ενίοτε να μπερδέψουν και οι ίδιοι τα αυγά με τα πασχάλια. Κι ο Έλληνας κάπου τότε τους έμαθε, άλλωστε, στα προγονικά βήματα του world μπαμ, όταν ο όρος «ethnic» κυκλοφορούσε ως ψαγμενιά και το "O Pastor" σφράγιζε ανεξίτηλα τα εγχώρια 1990s. Κι έχω λογομαχήσει, θυμάμαι, δυο-τρεις φορές με θιασώτες τέτοιων ακουσμάτων, αντιτείνοντας ότι οι Madredeus δεν είναι world και δεν παίζουν fado, αφού κάθε τι το μελαγχολικώς πορτογαλικό δεν ισούται αυτόματα με fado. Για να με προδώσουν, όμως, οι ίδιοι, σε άλλες περιστάσεις, φλερτάροντας πιο ανοιχτά με αυτήν την παγκόσμια κουλτούρα/χωνευτήρι τοπικών παραδόσεων. Ακόμα και η αφίσα για τη συναυλία στο Μέγαρο, μάλιστα, έλεγε «world, jazz».
Ωστόσο η αληθινή φύση των Madredeus δεν είναι ούτε world, ούτε βέβαια τζαζ. Κατά βάση, δηλαδή, πρόκειται για μια εκμοντερνισμένη κλασική ορχήστρα μικρής κλίμακας, βουτηγμένη στις μεσαιωνικές/αναγεννησιακές παραδόσεις της Πορτογαλίας (ό,τι πολλοί μπερδεύουν με fado είναι τα λεγόμενα cantigas de amigo) και αναδιαρθρωμένη ώστε να παίζει τραγούδια, καταλήγοντας πυραμιδοειδώς σε μια γυναικεία φωνή (και πάλι διαφαίνεται εδώ η σύνδεση με τα cantigas de amigo), η οποία λειτουργεί ως γέφυρα προς το κοινό. Κι αν τα πράγματα δούλεψαν για μένα με τον λαμπρό τρόπο που δούλεψαν στο Μέγαρο, είναι γιατί βρήκα τους Madredeus συμφιλιωμένους όσο ποτέ με αυτήν τους την ουσία, να παίζουν σε έναν χώρο που τους ταίριαζε γάντι, σε αντίθεση π.χ. με τον Λυκαβηττό, όπου θυμάμαι έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν.
Ενδεχομένως, λοιπόν, κάποιοι στο (ετερόκλητο) κοινό το οποίο γέμισε σε σημαντικό βαθμό την αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» να διαφωνούν και να τους έλειψαν οι εκτελέσεις που θυμούνταν από τους δίσκους. Για μένα, ωστόσο, η αναπροσαρμογή των τραγουδιών τους στα πλαίσια ενός σχήματος αποτελούμενο από κλασική κιθάρα, δύο βιολιά, τσέλο και πλήκτρα ήχησε ως πέρα για πέρα επιτυχημένη. Μου άρεσε πολύ, δε, και το στήσιμο των Madredeus: καθένας στη δική του υπερυψωμένη κυκλική εξέδρα, με την τραγουδίστρια μπροστά· έμοιαζαν με μικρά νησάκια, εκεί πάνω στη σκηνή.
Φυσικά, δεν θα αρκούσαν οι προθέσεις και ο σχεδιασμός, αν δεν υπήρχαν και μουσικοί με ικανότητες, ώστε να υπερασπιστούν μια τέτοια ταυτότητα. Αλλά ο ηγέτης των Πορτογάλων, ο Pedro Ayres Magalhães, είναι δεινός κιθαρίστας, ο António Figueiredο ένα θαυμάσιο πρώτο βιολί και ο Carlos Maria Trindade ένας πληκτράς ικανός να αντιληφθεί τον ποπίζοντα (βασικά) ρόλο του, έχοντας ως άγκυρες αναφοράς τα soundtracks του Βαγγέλη Παπαθανασίου, αλλά και τη γενικότερη παράδοση της σοφιστικέ ευρωπαϊκής ποπ.
Πάνω απ' όλους, όμως, στάθηκε η 24χρονη Beatriz Nunes. Ένα κορίτσι που δεν κόμισε στο σχήμα μονάχα μια «πρόσοψη» τσουπωτής λουζιτανικής ομορφιάς, μα που με την κλασική της παιδεία στο τραγούδι μπόρεσε να αναδειχθεί σε αιχμή της νυν κατεύθυνσης των Madredeus, πετυχαίνοντας να μη λείψει σε κανέναν η επί χρόνια σημαία τους, Teresa Salgueiro. Επειδή, όμως, δεν ισχύει το ουδείς αναντικατάστατος, το "O Pastor" δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από την ανεξίτηλη προσωπική σφραγίδα της τελευταίας –είναι ένα τραγούδι συνυφασμένο με εκείνη, όπως και να το κάνουμε. Αλλά η Nunes πήρε επάξια την άτυπη «ρεβάνς» στο "Vem" και δικαίως καταχειροκροτήθηκε σε αρκετές ακόμα στιγμές ("Amanhã", "Adeus... E Nem Voltei", "Confissao", "O Pomar Das Laranjeiras").
Μπράβο, λοιπόν, στους Madredeus: απέδειξαν ότι επάξια έχουν γίνει διεθνές όνομα με υπολογίσιμο μέγεθος, όντας γκρουπ με βάθος, ρεπερτόριο και δική του προσωπικότητα –από πολλές απόψεις, το έντεχνο σχήμα που θα μπορούσαμε κι εμείς, ίσως, να έχουμε βγάλει με μπροστάρισσα μια Έλλη Πασπαλά, μια Νατάσσα Μποφίλιου ή μια λιγότερο αέρινη Σαβίνα Γιαννάτου, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε. 25 χρόνια μετά, δεν στέκουν ως νοσταλγοί περασμένων μεγαλείων «που διηγώντας τα να κλαις», αλλά βρίσκονται στην πιο ώριμη, ίσως, φάση της ιστορίας τους.
03 Απριλίου 2024
GBH - συνέντευξη (2010)
Βρίσκεστε σε ευρωπαϊκή περιοδεία, αυτό το διάστημα. Έχει μείνει τίποτα όρθιο από το πνεύμα των συναυλιών σας στο «100 Club», πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1980; Ή μιλάμε για ένα νέο επίπεδο εμπειρίας;
Κοίτα... Ο κόσμος έχει παγκοσμιοποιηθεί, είναι μια νέα εποχή. Και σε αυτή τη νέα εποχή ορισμένα πράγματα έχουν σίγουρα αλλάξει. Όμως οι GBH προσπαθούν να δίνουν πάντα τον καλύτερό τους εαυτό, πάνω στη σκηνή. Όσο για εμπειρία, δεν είμαστε καθόλου πιο έμπειροι τώρα, από ό,τι τότε. Είμαστε, απλά, πιο ...γέροι! (γέλια)
Το φετινό άλμπουμ Perfume And Piss σας βρίσκει να στεγάζεστε στη Hellcat. Με ποια λογική διαλέγετε τις εταιρείες όπου θα δισκογραφήσετε, από όταν πάψατε να βγάζετε άλμπουμ για λογαριασμό της Captain Oi! και μετά;
Είναι μια απλή ιστορία: μας έκαναν μια προσφορά κι εμείς την αποδεχθήκαμε. Βέβαια ο Lars Fredericksen έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό, υπήρξε, θα έλεγα, ο άνθρωπος-κλειδί πίσω από το ότι δεχτήκαμε, τελικά, την πρόταση της Hellcat. Είναι, ξέρεις, καλός μουσικός, μα ακόμα καλύτερος άνθρωπος.
Και πού ήσασταν όλο αυτό το διάστημα μετά το Cruel And Unusual (2004); Πέρασαν έξι χρόνια, εδώ που τα λέμε...
Ναι, το ξέρω. Όμως με εκείνο το άλμπουμ κάναμε μια παγκόσμια περιοδεία, δώσαμε 80 συναυλίες στις Η.Π.Α., στην Ευρώπη και στη Νότια Αμερική. Φέτος δε, με το Perfume And Piss, έχουμε φτάσει στα 117 σόου, έχοντας επεκταθεί και σε μέρη όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Όπως βλέπεις, το νέο άλμπουμ μας βοήθησε λίγο περισσότερο.
Και σας περιμένουμε και στην Ελλάδα, σύντομα. Πόσες φορές έχετε περάσει από εδώ, αλήθεια; Και τι σας έχει μείνει περισσότερο;
Α, η Ελλάδα είναι από τα αγαπημένα μας μέρη για να δίνουμε συναυλίες! Δεν θυμάμαι να σου πω πόσες φορές έχουμε παίξει, όμως μας έχει μείνει το κοινό: οι αντιδράσεις των fans είναι φοβερές, μας δίνουν μεγάλη ώθηση όσο παίζουμε στη σκηνή.
30 χρόνια GBH και προχωράμε. Τι διάολο καθιστά κάποιον άξιο να παίζει πανκ για τόσο καιρό;
Δύο είναι τα στοιχεία: να μένεις νέος στα μυαλά και να διατηρείς το πάθος για τη μουσική.
Ξέρω ότι σας το έχουν ρωτήσει συχνά, αλλά μπορείς να μας δώσεις μια σαφή απάντηση για το τι έγινε το 1992 με το άλμπουμ Church For The Truly Warped, όπου πειραματιστήκατε με το thrash metal; Και γιατί τέτοιες απόπειρες δεν είχαν συνέχεια;
Για μας, τότε –και ιδιαιτέρως για εμένα προσωπικά– φάνηκε ως μια φυσιολογική εξέλιξη της μουσικής μας. Θέλω να πω, δεν ακούω μόνο πανκ, μου αρέσουν κι άλλα πράγματα. Και πραγματικά θεωρούσα ότι τέτοια γρήγορα και βαριά ριφ θα βοηθούσαν τη μουσική μας, αν με πιάνεις...
Ως γκρουπ σχετιστήκατε με την Oi!/street punk σκηνή, ένα πολύ αμφιλεγόμενο κομμάτι του βρετανικού πανκ. Εσείς αποδέχεστε τις συγγένειες αυτές; Σας αρέσει το street punk;
Το πανκ είναι πανκ... Και η πανκ συμπεριφορά είναι πανκ συμπεριφορά. Μας αρέσει και το Oi!, μας αρέσει και το street punk, μας αρέσει και το παλιό, αυθεντικό πανκ, μας αρέσει και το νέο πανκ. Οι δημοσιογράφοι είναι, συνήθως, εκείνοι που εφευρίσκουν τέτοιες ταμπέλες. Εμείς δεν πιστεύουμε σε καμία από αυτές.
Έχει πάρει τον στραβό δρόμο το πανκ τα τελευταία 15-20 χρόνια, κατά τη γνώμη σας; Ακούσατε για τον Jello Biafra που επιτέθηκε στις σύγχρονες πανκ μπάντες από την Καλιφόρνια, ονομάζοντάς τις «Eagles με κιθάρες»;