17 Απριλίου 2024

Omar Souleyman - συνέντευξη (2014)


Απρίλη του 2014 –μια δεκαετία πριν– βρέθηκα να μιλάω με τον Omar Souleyman, τον αναπάντεχο σταρ που ξεπήδησε από τη Συρία των '00s (λίγο πριν τη διαλύσει ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος), για να φτάσει να συνεργαστεί με τη Björk και τον Damon Albarn. Αφορμή, η πρώτη του έλευση στην Ελλάδα, για μια συναυλία στο «Gagarin».

Τα πολλά λόγια δεν του αρέσουν, ωστόσο προσέχει τι του λες και απαντά επί της ουσίας. Aρκεί να μη ρωτάς για την κατάσταση στη Συρία, αυτός ήταν και ο μόνος όρος που έβαλε για την κουβέντα μας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα εκείνης της εποχής, τώρα, η συζήτηση αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσεως τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό, το οποίο παραχωρήθηκε ενόψει της συνέντευξης


Η συναυλία σου στο «Gagarin» θα είναι η πρώτη που δίνεις στη χώρα μας. Έχεις ξανάρθει στην Ελλάδα, ως επισκέπτης; 

Όχι, δεν έχω ξανάρθει ποτέ! Και στ' αλήθεια ανυπομονώ να βρεθώ στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα. 

Ξέρεις, αν και τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, είχαμε κι εδώ μια παράδοση μεγάλων γλεντιών γάμου, με τραγούδι και χορό μέχρι αργά –πολλές φορές στο παρελθόν, μάλιστα, βαστούσαν ολόκληρες μέρες. Είναι κάπως έτσι και με τους γάμους στη Συρία; 

Στη Συρία το συνηθισμένο είναι ένας γάμος να κρατάει τουλάχιστον για μία ημέρα. Τα πάντα είναι πολύ γιορτινά κι έχουμε και εμείς πολύ χορό, αλλά και φοβερό φαγητό! Το πόσο καλούμαι εγώ να τραγουδήσω, τώρα, είναι κάτι που ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση. Θα έλεγα από 3 ώρες έως και 8, αν χρειαστεί. 

Αλήθεια, τι σ' έκανε ν' αρχίσεις να τραγουδάς όταν ήσουν μόλις 7 χρονών; Προέρχεσαι από οικογένεια μουσικών; 

Α, όχι, η οικογένειά μου δεν περιλαμβάνει κανέναν άλλον τραγουδιστή ή γενικότερα μουσικό. Δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη την ηλικία, νομίζω ότι το μόνο που καταλάβαινα τότε ήταν η ύπαρξη της φωνής μου. Αρκετά χρόνια αργότερα άρχισα ν' αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως τραγουδιστή.

Πότε και πώς γνωριστήκατε με τον Rizan Sa’id;

O Rizan Sa'id είναι κι αυτός από το Ras al-Ayn, την κωμόπολη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι οικογένειές μας γνωρίζονται εδώ και πολλά χρόνια.

Ο μουσικός Τύπος στη Δύση έχει γράψει διάφορα πράγματα για το dabke, αλλά μάλλον μπερδεύεται για το αν είναι παραδοσιακό είδος ή πιο μοντέρνο. Μπορείς να μας τα εξηγήσεις εσύ; Είναι το dabke κάτι που το ακούει και η νεολαία της Συρίας και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία;

Το dabke είναι βασικά μια αρχαία μορφή χορού. Μάλιστα, στα πολύ παλιά τα χρόνια, χορευόταν στη μέση των χωριών, με ρυθμικά και βαριά βήματα. Σήμερα είναι κάτι που ακούνε οι πάντες στη Συρία: κάθε γενιά το λατρεύει. Ίσως το μπέρδεμα να οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει ένα dabke, μα πολλά. Κάθε περιοχή της χώρας, δηλαδή –ακόμα και οι πολύ μικρές– έχει την τοπική του εκδοχή, με αλλαγές στο τέμπο, στα όργανα και σ' όλα αυτά.  

Τι φωνές προτιμάς ν' ακούς, ανδρικές ή γυναικείες;

Μ' αρέσουν οι γυναικείες φωνές. Λατρεύω την Umm Kulthum από την Αίγυπτο και τη Fairuz από τον Λίβανο. 

Πριν το άλμπουμ Highway To Hassake στη Sublime Frequencies (2007), ο θρύλος λέει ότι είχες κυκλοφορήσει πάνω από 500 δίσκους σε μορφή κασέτας, τους οποίους βρίσκει κανείς σε διάφορους πάγκους εμπόρων στη Δαμασκό. Κρατάς κάποιο αρχείο;  

Μπα, τίποτα τέτοιο... Πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις είναι ζωντανές. Τις έκαναν διάφοροι άνθρωποι σε γάμους ή σε άλλες γιορτές, απλά και μόνο επειδή ήθελαν να έχουν ένα ενθύμιο.

Υπήρξαν στιγμές που δυσφόρησες από την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα την οποία σου χάρισε το Highway To Hessake;

Δεν θα συμφωνήσω μαζί σου εδώ, γιατί δεν έγιναν έτσι τα πράγματα: δεν ευθύνεται αποκλειστικά η συγκεκριμένη κυκλοφορία, είναι πολύ πιο σύνθετο... Πάντως, ναι, υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες ένιωσα αμηχανία, ειδικά στην αρχή. Ανησυχούσα, δηλαδή, για το πώς θα με υποδέχονταν στη Δύση και κυρίως για το ότι τα ακροατήρια εκεί δεν θα καταλάβαιναν καθόλου τους στίχους μου. Αλλά όλα αυτά αποτελούν, πια, παρελθόν. 

Τα γυαλιά ηλίου σου, το μαντήλι keffiyeh και η κελεμπία djella έχουν γίνει ένα ισχυρό σήμα κατατεθέν. Είναι ο τρόπος με τον οποίον ντύνεσαι και στην καθημερινότητά σου; Ή αποτελεί κι ένα ίματζ; 

Ίματζ; Αν έρθεις ποτέ στο σπίτι, θα δεις ότι έτσι κυκλοφορώ, σχεδόν κάθε μέρα! 

Για το τελευταίο σου άλμπουμ, Wenu Wenu (2013), δούλεψες σε στούντιο, έχοντας ως παραγωγό τον Kieran Hebden (Four Tet). Ήταν μόνο δουλειά ή το διασκέδασες κιόλας; 

Ασφαλώς και ήταν δουλειά –και μάλιστα σκληρή δουλειά– αλλά όχι μόνο. Φαντάζομαι ότι κάθε δίσκος είναι έτσι, όμως για μένα ήταν η πρώτη φορά που δούλεψα σε στούντιο. Και η παρουσία του Kieran αποδείχθηκε πολύ σημαντική, γιατί βρισκόταν διαρκώς εκεί. 

Συνεισέφερε πολλά στη μεγάλη επιτυχία του Wenu Wenu. Ποτέ πριν δεν είχα ήχο τέτοιας ποιότητας για τη μουσική μου, την οποία κατανόησε πολύ καλά και μπόρεσε να της δώσει νέα ζωή, χωρίς να της αφαιρέσει κάτι από τον χαρακτήρα της. Δεν είναι καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο, μας γυρνάει πίσω στο πόσο σκληρή δουλειά απαιτείται. 

Ο Four Tet είναι ένας ακόμα Δυτικός μουσικός με τον οποίον έχεις συμπράξει. Πώς τα πήγες, αλήθεια, με τη Björk και τον Damon Albarn;
 
Ποιος είναι αυτός ο Damon Albarn;! Δεν τον ξέρω, δεν τον έχω ξανακούσει... Δεν έχουμε δουλέψει μαζί (σ.σ.: μάλλον έπρεπε να πω Gorillaz, αφού ήταν στο πλαίσιό τους που συνεργάστηκαν, το 2009). Τη Björk, τώρα, δεν την είχα συναντήσει ποτέ. Όταν ανέλαβα να της φτιάξω εκείνα τα remixes, δουλέψαμε ξεχωριστά, εγώ μόνος κι εκείνη στο δικό της στούντιο. 

Τη συνάντησα τελικά πριν λίγους μήνες, καθώς βρέθηκα στην Ισλανδία και με κάλεσε σπίτι της για τσάι. Αξιαγάπητος άνθρωπος. Το έργο του Four Tet είναι το μόνο που γνωρίζω καλά, γιατί κάναμε πολλά σόου back-to-back. Μου αρέσει η μουσική του. Και της Björk τη μουσική, βέβαια, την άκουσα πριν κάνω τα remixes. Αλλά δεν είμαι σίγουρος τι να πω γι' αυτήν...

Τι προγραμματίζεις για το άμεσο μέλλον; Πώς θα κινηθείς, αφού φύγεις από την Ελλάδα;

Πολλές ακόμα συναυλίες, σε όλον τον κόσμο... Ελπίζω, όμως, ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσω στην Αθήνα!



14 Απριλίου 2024

Madredeus - ανταπόκριση (2013)

 

Σε καιρούς που ήμασταν έφηβοι, πρωτοερχόμενοι σε επαφή με τη μουσική, οι Madredeus υπήρξαν περίπωση που μας κεραυνοβόλησε με την καταλυτική διαφορετικότητα του "O Pastor". Για μένα, τουλάχιστον, άνοιξαν ένα από τα πρώτα παράθυρα προς τους ήχους που τότε έλεγαν ethnic και τώρα ξέρουμε, ορθότερα, ως world. 

Τον Δεκέμβριο του 2013, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να τους δω στο Μέγαρο Μουσικής, παρότι δεν είχαν, πια, την τραγουδίστρια του "O Pastor", Teresa Salgueiro –στη θέση της βρισκόταν η 24χρονη Beatriz Nunes, σε ομολογουμένως δύσκολο ρόλο.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά βρήκε, τότε, τον δρόμο της δημοσίευσής της στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και αποτελούν promo υλικό, που δόθηκε για τις ανάγκες του Τύπου

Τη συναυλία των Madredeus την ευχαριστήθηκα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Είχε την αίσθηση εκείνη που αποκομίζεις όταν κλείνεις το κινητό, βάζεις έναν αγαπημένο δίσκο να παίξει, αφήνεσαι να βουλιάξεις σε έναν αναπαυτικό καναπέ (ή πολυθρόνα, οικιακά γούστα είν' αυτά) και μετά από λίγο δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά η μουσική και οι σκέψεις σου –το ποτήρι ουίσκι κρίνεται προαιρετικό και σε επίπεδο γραπτού λόγου δείχνει μάλλον κλισέ. 

Γι' αυτό και το μόνο πράγμα για το οποίο δυσφόρησα παρακολουθώντας τους στο Μέγαρο Μουσικής ήταν το διάλειμμα της παράστασης. Βέβαια, καθώς έβαζα, έπειτα, τις ψηφίδες της βραδιάς στη θέση τους, συνειδητοποίησα ότι ενδεχομένως να μην είχα απολαύσει τόσο τους Madredeus σε κάποιον προγενέστερο ερχομό τους στη χώρα μας. Ήταν δηλαδή και το τάιμινγκ σωστό· ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συναντηθούμε. 

Γιατί πέρασαν από αρκετά κύματα στα 25 χρόνια της ύπαρξής τους, αλλά και στην έκρηξη της world music έπεσαν απάνω, με αποτέλεσμα ενίοτε να παρεξηγηθούν, ενίοτε να μπερδέψουν και οι ίδιοι τα αυγά με τα πασχάλια. Κι ο Έλληνας κάπου τότε τους έμαθε, άλλωστε, στα προγονικά βήματα του world μπαμ, όταν ο όρος «ethnic» κυκλοφορούσε ως ψαγμενιά και το "O Pastor" σφράγιζε ανεξίτηλα τα εγχώρια 1990s. Κι έχω λογομαχήσει, θυμάμαι, δυο-τρεις φορές με θιασώτες τέτοιων ακουσμάτων, αντιτείνοντας ότι οι Madredeus δεν είναι world και δεν παίζουν fado, αφού κάθε τι το μελαγχολικώς πορτογαλικό δεν ισούται αυτόματα με fado. Για να με προδώσουν, όμως, οι ίδιοι, σε άλλες περιστάσεις, φλερτάροντας πιο ανοιχτά με αυτήν την παγκόσμια κουλτούρα/χωνευτήρι τοπικών παραδόσεων. Ακόμα και η αφίσα για τη συναυλία στο Μέγαρο, μάλιστα, έλεγε «world, jazz». 

Ωστόσο η αληθινή φύση των Madredeus δεν είναι ούτε world, ούτε βέβαια  τζαζ. Κατά βάση, δηλαδή, πρόκειται για μια εκμοντερνισμένη κλασική ορχήστρα μικρής κλίμακας, βουτηγμένη στις μεσαιωνικές/αναγεννησιακές παραδόσεις της Πορτογαλίας (ό,τι πολλοί μπερδεύουν με fado είναι τα λεγόμενα cantigas de amigo) και αναδιαρθρωμένη ώστε να παίζει τραγούδια, καταλήγοντας πυραμιδοειδώς σε μια γυναικεία φωνή (και πάλι διαφαίνεται εδώ η σύνδεση με τα cantigas de amigo), η οποία λειτουργεί ως γέφυρα προς το κοινό. Κι αν τα πράγματα δούλεψαν για μένα με τον λαμπρό τρόπο που δούλεψαν στο Μέγαρο, είναι γιατί βρήκα τους Madredeus συμφιλιωμένους όσο ποτέ με αυτήν τους την ουσία, να παίζουν σε έναν χώρο που τους ταίριαζε γάντι, σε αντίθεση π.χ. με τον Λυκαβηττό, όπου θυμάμαι έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν. 

Ενδεχομένως, λοιπόν, κάποιοι στο (ετερόκλητο) κοινό το οποίο γέμισε σε σημαντικό βαθμό την αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» να διαφωνούν και να τους έλειψαν οι εκτελέσεις που θυμούνταν από τους δίσκους. Για μένα, ωστόσο, η αναπροσαρμογή των τραγουδιών τους στα πλαίσια ενός σχήματος αποτελούμενο από κλασική κιθάρα, δύο βιολιά, τσέλο και πλήκτρα ήχησε ως πέρα για πέρα επιτυχημένη. Μου άρεσε πολύ, δε, και το στήσιμο των Madredeus: καθένας στη δική του υπερυψωμένη κυκλική εξέδρα, με την τραγουδίστρια μπροστά· έμοιαζαν με μικρά νησάκια, εκεί πάνω στη σκηνή. 

Φυσικά, δεν θα αρκούσαν οι προθέσεις και ο σχεδιασμός, αν δεν υπήρχαν και μουσικοί με ικανότητες, ώστε να υπερασπιστούν μια τέτοια ταυτότητα. Αλλά ο ηγέτης των Πορτογάλων, ο Pedro Ayres Magalhães, είναι δεινός κιθαρίστας, ο António Figueiredο ένα θαυμάσιο πρώτο βιολί και ο Carlos Maria Trindade ένας πληκτράς ικανός να αντιληφθεί τον ποπίζοντα (βασικά) ρόλο του, έχοντας ως άγκυρες αναφοράς τα soundtracks του Βαγγέλη Παπαθανασίου, αλλά και τη γενικότερη παράδοση της σοφιστικέ ευρωπαϊκής ποπ.

Πάνω απ' όλους, όμως, στάθηκε η 24χρονη Beatriz Nunes. Ένα κορίτσι που δεν κόμισε στο σχήμα μονάχα μια «πρόσοψη» τσουπωτής λουζιτανικής ομορφιάς, μα που με την κλασική της παιδεία στο τραγούδι μπόρεσε να αναδειχθεί σε αιχμή της νυν κατεύθυνσης των Madredeus, πετυχαίνοντας να μη λείψει σε κανέναν η επί χρόνια σημαία τους, Teresa Salgueiro. Επειδή, όμως, δεν ισχύει το ουδείς αναντικατάστατος, το "O Pastor" δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από την ανεξίτηλη προσωπική σφραγίδα της τελευταίας –είναι ένα τραγούδι συνυφασμένο με εκείνη, όπως και να το κάνουμε. Αλλά η Nunes πήρε επάξια την άτυπη «ρεβάνς» στο "Vem" και δικαίως καταχειροκροτήθηκε σε αρκετές ακόμα στιγμές ("Amanhã", "Adeus... E Nem Voltei", "Confissao", "O Pomar Das Laranjeiras").  

Μπράβο, λοιπόν, στους Madredeus: απέδειξαν ότι επάξια έχουν γίνει διεθνές όνομα με υπολογίσιμο μέγεθος, όντας γκρουπ με βάθος, ρεπερτόριο και δική του προσωπικότητα –από πολλές απόψεις, το έντεχνο σχήμα που θα μπορούσαμε κι εμείς, ίσως, να έχουμε βγάλει με μπροστάρισσα μια Έλλη Πασπαλά, μια Νατάσσα Μποφίλιου ή μια λιγότερο αέρινη Σαβίνα Γιαννάτου, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε. 25 χρόνια μετά, δεν στέκουν ως νοσταλγοί περασμένων μεγαλείων «που διηγώντας τα να κλαις», αλλά βρίσκονται στην πιο ώριμη, ίσως, φάση της ιστορίας τους. 



03 Απριλίου 2024

GBH - συνέντευξη (2010)


Μετά την οριστική ανάδυση του βρετανικού new wave στα τέλη της δεκαετίας του 1970, φάνηκε, για λίγο, ότι ο θρυμματισμένος punk ορίζοντας είχε φτάσει στην εξάντληση, παρά το νεότευκτο του είδους. Αλλά η hardcore γενιά των 1980s στην Αμερική και η UK 82 σχολή που πήρε τη σκυτάλη του «punk των δρόμων» (streetpunk) μπόρεσαν και κράτησαν τα πράγματα ζωντανά, έστω και στο περιθώριο, πια, των μουσικών εξελίξεων.

Καμάρια της UK 82 σχολής, τώρα, ήταν οι Discharged, οι Exploited και οι GBH. Και τον Δεκέμβρη του 2010 είχα την ευκαιρία να κάνω μια σύντομη κουβέντα με τον τραγουδιστή των τελευταίων, Colin Abrahall, καθώς η μπάντα ερχόταν ξανά στην Ελλάδα, για δύο συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, κυρίως αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που διατέθηκε στον Τύπο της εποχής ως promo

Βρίσκεστε σε ευρωπαϊκή περιοδεία, αυτό το διάστημα. Έχει μείνει τίποτα όρθιο από το πνεύμα των συναυλιών σας στο «100 Club», πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1980; Ή μιλάμε για ένα νέο επίπεδο εμπειρίας;

Κοίτα... Ο κόσμος έχει παγκοσμιοποιηθεί, είναι μια νέα εποχή. Και σε αυτή τη νέα εποχή ορισμένα πράγματα έχουν σίγουρα αλλάξει. Όμως οι GBH προσπαθούν να δίνουν πάντα τον καλύτερό τους εαυτό, πάνω στη σκηνή. Όσο για εμπειρία, δεν είμαστε καθόλου πιο έμπειροι τώρα, από ό,τι τότε. Είμαστε, απλά, πιο ...γέροι! (γέλια)

Το φετινό άλμπουμ Perfume And Piss σας βρίσκει να στεγάζεστε στη Hellcat. Με ποια λογική διαλέγετε τις εταιρείες όπου θα δισκογραφήσετε, από όταν πάψατε να βγάζετε άλμπουμ για λογαριασμό της Captain Oi! και μετά;

Είναι μια απλή ιστορία: μας έκαναν μια προσφορά κι εμείς την αποδεχθήκαμε. Βέβαια ο Lars Fredericksen έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό, υπήρξε, θα έλεγα, ο άνθρωπος-κλειδί πίσω από το ότι δεχτήκαμε, τελικά, την πρόταση της Hellcat. Είναι, ξέρεις, καλός μουσικός, μα ακόμα καλύτερος άνθρωπος.

Και πού ήσασταν όλο αυτό το διάστημα μετά το Cruel And Unusual (2004); Πέρασαν έξι χρόνια, εδώ που τα λέμε...

Ναι, το ξέρω. Όμως με εκείνο το άλμπουμ κάναμε μια παγκόσμια περιοδεία, δώσαμε 80 συναυλίες στις Η.Π.Α., στην Ευρώπη και στη Νότια Αμερική. Φέτος δε, με το Perfume And Piss, έχουμε φτάσει στα 117 σόου, έχοντας επεκταθεί και σε μέρη όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Όπως βλέπεις, το νέο άλμπουμ μας βοήθησε λίγο περισσότερο.

Και σας περιμένουμε και στην Ελλάδα, σύντομα. Πόσες φορές έχετε περάσει από εδώ, αλήθεια; Και τι σας έχει μείνει περισσότερο;

Α, η Ελλάδα είναι από τα αγαπημένα μας μέρη για να δίνουμε συναυλίες! Δεν θυμάμαι να σου πω πόσες φορές έχουμε παίξει, όμως μας έχει μείνει το κοινό: οι αντιδράσεις των fans είναι φοβερές, μας δίνουν μεγάλη ώθηση όσο παίζουμε στη σκηνή.

30 χρόνια GBH και προχωράμε. Τι διάολο καθιστά κάποιον άξιο να παίζει πανκ για τόσο καιρό;

Δύο είναι τα στοιχεία: να μένεις νέος στα μυαλά και να διατηρείς το πάθος για τη μουσική.

Ξέρω ότι σας το έχουν ρωτήσει συχνά, αλλά μπορείς να μας δώσεις μια σαφή απάντηση για το τι έγινε το 1992 με το άλμπουμ Church For The Truly Warped, όπου πειραματιστήκατε με το thrash metal; Και γιατί τέτοιες απόπειρες δεν είχαν συνέχεια;

Για μας, τότε –και ιδιαιτέρως για εμένα προσωπικά– φάνηκε ως μια φυσιολογική εξέλιξη της μουσικής μας. Θέλω να πω, δεν ακούω μόνο πανκ, μου αρέσουν κι άλλα πράγματα. Και πραγματικά θεωρούσα ότι τέτοια γρήγορα και βαριά ριφ θα βοηθούσαν τη μουσική μας, αν με πιάνεις...

Ως γκρουπ σχετιστήκατε με την Oi!/street punk σκηνή, ένα πολύ αμφιλεγόμενο κομμάτι του βρετανικού πανκ. Εσείς αποδέχεστε τις συγγένειες αυτές; Σας αρέσει το street punk;

Το πανκ είναι πανκ... Και η πανκ συμπεριφορά είναι πανκ συμπεριφορά. Μας αρέσει και το Oi!, μας αρέσει και το street punk, μας αρέσει και το παλιό, αυθεντικό πανκ, μας αρέσει και το νέο πανκ. Οι δημοσιογράφοι είναι, συνήθως, εκείνοι που εφευρίσκουν τέτοιες ταμπέλες. Εμείς δεν πιστεύουμε σε καμία από αυτές.

Έχει πάρει τον στραβό δρόμο το πανκ τα τελευταία 15-20 χρόνια, κατά τη γνώμη σας; Ακούσατε για τον Jello Biafra που επιτέθηκε στις σύγχρονες πανκ μπάντες από την Καλιφόρνια, ονομάζοντάς τις «Eagles με κιθάρες»;

Έχει να κάνει με το αν κοιτάς τη γενικότερη εικόνα των πανκ συγκροτημάτων ανά τον κόσμο. Αν το δεις έτσι, υπάρχουν π.χ. οι Segismundo Toxicomano στην Ισπανία ή οι Frei Wild στo Τίρολο της Αυστρίας. Και στην Ιαπωνία έχεις τους Cobra... Εντάξει, αυτές οι χώρες δεν έχουν κάποια ισχυρή πανκ παράδοση, όπως έχει η Καλιφόρνια. Αλλά, λίγο-λίγο, τα νεότερα παιδιά τα καταφέρνουν καλά.



22 Μαρτίου 2024

Saxon - ανταπόκριση (2011)

Τι ωραία που είχα περάσει στους Saxon, τον Απρίλιο του 2011, όταν πήγα να τους δω στο «Fuzz». Πάω και ξαναπάω, έκτοτε, έχοντας παραστεί στους περισσότερους από τους (αρκετούς, η αλήθεια είναι) ερχομούς τους. Οι οποίοι, συνήθως, αποτελούν συναυλιακή εγγύηση.

Τότε, ωστόσο, γράφτηκε και μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου

Δεν τους άφηναν να φύγουν τους Saxon οι οπαδοί τους, πολλοί από τους οποίους θα κάθονταν σίγουρα με ευχαρίστηση ως το πρωί στο «Fuzz», έτσι κι έπειθαν τους Βρετανούς να μείνουν –τρία encores δεν υπήρξαν αρκετά! Και το πράγμα είχε φανεί από την αρχή. Τόσο με το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τον χώρο ήδη από τις 20.00, όσο και με τα διαρκή «Οέ, οέ, οέ, Σάξόν, Σάξόν» που τραγουδούσε πλατεία και εξώστης κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Μιας συναυλίας λεβέντικα παλιοροκάδικης, με τη σφραγίδα βετεράνων που ζούνε για τη σκηνή κι εξακολουθούν να γουστάρουν να γυρνάνε τον κόσμο παίζοντας το σκληρό τους rock 'n' roll.

Το πόσο ζεσταμένο ήταν το κοινό φάνηκε από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους επί σκηνής οι Spitfire, τυγχάνοντας θερμής υποδοχής –παλαμάκια, δε, και ιαχές ικανοποίησης συνόδευσαν όλη τη διάρκεια του 35άλεπτου σετ τους. Και σ' αυτό έβαλαν κι οι ίδιοι το χεράκι τους, γιατί δεν ήρθαν στο «Fuzz» με την κόμπλα ενός νέου γκρουπ, αλλά με τον αέρα μιας μπάντας με ιστορία και χιλιόμετρα: οι παλιότεροι θα θυμούνται, άλλωστε, ότι είχαν ξανανοίξει τους Saxon πολλά χρόνια πριν, το 1986 στη Ριζούπολη.

Έτσι, οι Spitfire έπαιξαν τη δική τους μικρή συναυλία κι όχι ένα απλό support. Ξεπέρασαν με άνεση τα προβλήματα ήχου στο εναρκτήριο "Street Fighter", έπιασαν γρήγορα καλή απόδοση με τα "Underground" και "Macedonia" και συγκίνησαν τους παλιότερους στο "Whispers", αφιερώνοντάς το στον Ντίνο Κωτσάκη –τον πρώτο τους τραγουδιστή, με τον οποίον είχαν παίξει τότε στη Ριζούπολη, μα λίγο αργότερα είχε ένα σοβαρό ατύχημα με μηχανή, που δυστυχώς τον άφησε ανάπηρο.

Οι Saxon δεν καθυστέρησαν να μας κάνουν την τιμή. Ο Biff Byford και η υπόλοιπη παρέα κατέλαβαν θέσεις κάτω από υποβλητικά μωβέ φώτα και, ως σωστοί επαγγελματίες, ξεκίνησαν –μέσα σε χειροκροτήματα– με το "Hammer Of The Gods", έτσι για να τονίσουν ότι έπεται νέος δίσκος. Οι αντιδράσεις του κόσμου και η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί τους συγκίνησε εμφανώς και ο Byfford δεν παρέλειψε να το επισημάνει, συγκρίνοντας αποδόσεις με το προηγούμενο βράδυ στη Θεσσαλονίκη, ενώ πολύ σύντομα μια ελληνική σημαία στόλιζε το drum kit του Nigel Glockler. Κίνηση που, όσο κι αν υπακούει σε κανόνες μάρκετινγκ, έχει πάντα τη σημασία της.  

Οι Βρετανοί στάθηκαν εξαιρετικά στη σκηνή και τους «χρεώνω» μία από τις πιο απολαυστικές συναυλίες που είδα τελευταία. Εντάξει, τα καινούρια τραγούδια από το επερχόμενο Call To Arms έσβησαν γρήγορα από τη μνήμη κι έλαβαν εκείνα τα χειροκροτήματα που τα χαρακτηρίζω «ευγενικά», όμως η ουσία των Saxon βρισκόταν στο ότι, τόσα χρόνια μετά την ακμή τους, παίξανε δίχως να έχουν παραχωρήσει σπιθαμή από τη ροκιά τους στον πανδαμάτορα χρόνο. Γιατί η μουσική τους δεν διακρίθηκε για τη μεταλλικότητά της, μα για τον αλανιάρικο και σκληροτράχηλο rock 'n' roll της χαρακτήρα της. Πράγματα που απέδειξαν (ξανά) ότι δεν έχουν χαθεί. 

Λέγοντάς το αυτό, θα την ομολογήσω την αμαρτία μου: δεν τα γουστάρω εκείνα τα crossover με την power αισθητική στα οποία προβαίνουν από ένα σημείο της καριέρας τους κι έπειτα και βαρέθηκα έτσι το κομμάτι της συναυλίας που βασιζόταν σε τέτοια τραγούδια ("Atila The Hun", "Demon Sweeny Todd") –εκείνοι πάντως μια χαρά τα αποδώσανε, αυτό να λέγεται. Για μένα, η ουσία της βραδιάς και η ουσία του τι σημαίνει Saxon βρισκόταν στην εκρηκτική τους εκτέλεση στο "Denim And Leather", στην επιβλητικότητα του "The Eagle Has Landed", στο αειθαλώς αγαπημένο "Princess Of The Night" και από, εκεί και πέρα, στα όσα μας έπαιξαν στα τρία encores: όπου ακούσαμε και "Crusader" και "Wheels Of Steel" και "Strong Arm Of The Law" και "747 (Strangers In The Night)", ακόμα και τη διασκευή τους στο "Ride Like The Wind". Όλα σε εξαιρετικές εκτελέσεις, αληθινούς δυναμίτες. 

Συμμερίζομαι τη θυμωμένη αγωνία πολλών για αξιόλογα φρέσκα πράγματα που έρχονται στην Ελλάδα και μπορεί και να μη βγαίνουν οικονομικά, ενώ ο κόσμος σταθερά τρέχει να βλέπει παλιοκαιρισμένα είδωλα –θυμάμαι κι εγώ να βλέπω σε άδειες αίθουσες τους Dälek, τους Fuck Buttons και πολλούς ακόμα. Ωστόσο, πρόκειται για μια πιο πολύπλευρη συζήτηση από όσο συνήθως παρουσιάζεται στους εναλλακτικούς κύκλους. Και, μέρος της εξίσωσης, αποτελεί το γεγονός ότι συγκροτήματα σαν τους Saxon πετυχαίνουν να σε κάνουν να περάσεις πολύ καλά βλέποντάς τα. Όχι «καλά, μωρέ», «καλούτσικα», «συμπαθητικά», αλλά πολύ καλά, δίνοντας συναυλίες που σου μένουν στη μνήμη. Και κάτι τέτοιο αποτελεί σοβαρό θεμέλιο για να πας και να ξαναπάς. Αν μη τι άλλο, οι «τροχοί» των Saxon παραμένουν ατσάλινοι...


09 Μαρτίου 2024

Mary Chapin Carpenter - The Age Of Miracles [δισκοκριτική, 2010]


Μια κριτική μου από το 2010 στο άλμπουμ «The Age Of Miracles» της Mary Chapin Carpenter, ένα από τα ωραιότερα στην ιδιαίτερη καριέρα που έχει σκαρώσει η δημιουργός από το Νιού Τζέρσεϊ στις παρυφές της country και της σύγχρονης folk τραγουδοποιίας. Μην πιστεύετε τα Paste και Under The Radar που το έθαψαν, ενώ δοξάζουν την κάθε indie σταρλέτα του βαθιού χασμουρητού.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από συναυλία της Carpenter το 2010 κι έχει δημοσιευτεί δίχως credit


Μου αρέσουν οι δίσκοι που σε αφήνουν να τους ανακαλύψεις σιγά-σιγά, γουλιά τη γουλιά. Γιατί δεν παίζουν το fast & furious παιχνίδι της εποχής: λίγο δράση εκεί, λίγο σασπένς παρακάτω, μια «διαφορετική» ενορχήστρωση εδώ για να κάνεις «ααα!», μια παραγωγάρα να φυσάει μήπως και εντυπωσιαστείς και δεν προσέξεις ότι δεν υπάρχουν και πολλά στις συνθέσεις. Μου αρέσουν, γιατί απαιτούν πράγματα και από σένα. Να κοιμηθείς μαζί τους, να μάθεις τα χούγια τους, να αισθανθείς τον παλμό των ρυθμών τους και το βάρος των λέξεων και της εκφοράς τους, να αργήσεις στα ραντεβού σου απλά γιατί τους ακούς. Να τους αγαπήσεις, για να μη λέμε πολλά. 

Το «Age Of Miracles» της Mary Chapin Carpenter είναι, λοιπόν, ένας τέτοιος δίσκος. Χωρίς να πρόκειται για τη δισκάρα για την οποία θα γραφτούν διθύραμβοι, είναι ένας ήσυχος δυναμίτης. Σαν τα σιγανά ποταμάκια που το ρητό σ' έχει μάθει να τα φοβάσαι: μπαίνεις να βρέξεις λίγο τα πόδια σου και για πότε σ' έχει παρασύρει το ρέμα, ούτε που το αντιλαμβάνεσαι. 

Είναι παλιά γνώριμη η Carpenter –και σε μένα και στη δισκογραφία. Τη βρίσκεις στην ταμπέλα «country», όμως, αν και ξεκίνησε όντως από εκεί, είναι εδώ και χρόνια κάτι πολύ παραπάνω: από το «Time*Sex*Love» του 2001 κι έπειτα,  ποιεί (στην ουσία) σύγχρονη αμερικάνικη τραγουδοποιία, στην παλέτα έκφρασης της οποίας ενυπάρχουν και country αναφορές, όπως και folk στοιχεία. Δημιουργώντας έναν ήχο που, τελικά, υπερβαίνει τον ορίζοντα του τι ορίζεται ως country. Μάλιστα, με το προηγούμενο άλμπουμ της «The Calling» (2007) έφτασε σε νέα καλλιτεχνικά ύψη, τα οποία και υπερασπίζεται πειστικότατα στο φετινό πόνημα. Μη σας πω, δε, ότι τα επεκτείνει και λιγάκι. 

Η συνταγή μοιάζει απλή: ηλεκτρικές κι ακουστικές κιθάρες, μπάσο, ντραμς κι άλλα κρουστά, πιάνο, ενίοτε τσέλο, μάντολα, ένα wurlitzer. Οικεία πράγματα, αλλά όχι και απλά. Μένοντας στο πνεύμα των τραγουδοποιών, η Carpenter βάζει τις συνθέσεις να υπηρετήσουν τα λόγια. Να τα ντύσουν, να ταιριάξουν τα χνώτα τους, να βρουν τις κατάλληλες ατμόσφαιρες και τα μαγικά εκείνα «τόσο/όσο». Και πετυχαίνει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει –άσχετα, τώρα, αν αυτό είναι ή όχι ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. Επιπλέον, αποτελεί και η ίδια μέλος της καλοκουρδισμένης ορχήστρας της (είναι ικανότατη κιθαρίστρια), κάτι που σαφώς τη βοηθάει. 

Έτσι, ό,τι ακούγεται απλό και γνώριμο, είναι συνάμα και ποτισμένο με τη βαθύτερη εκείνη φλόγα που ανάβει όταν η μουσική συναντά τον λόγο και δημιουργείται το τραγούδι. Αν το σκεφτείτε μέσω μιας τέτοιας οδού, οι τραγουδοποιοί της Δύσης είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτει ο μουσικός της πολιτισμός στις λαϊκές παραδόσεις της Ανατολής –συμπεριλαμβανομένης της δικής μας. Πιο κοντά βρίσκεται η Carpenter στον Βασίλη Τσιτσάνη, δηλαδή, παρά στον Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Όσο κι αν κάτι τέτοιο βγάζει ορισμένους από τα ρούχα τους. 

Το «The Age Of Miracles» είναι γεμάτο από γερά τραγούδια. Προσωπικές εξομολογήσεις με πανανθρώπινο χαρακτήρα, ψίθυροι ικανοί να ακουστούν σαν βροντή, μνήμες και βιώματα που, χωρίς να είναι δικά σου, μπορούν να κόψουν σαν απότομη ξυραφιά σε φρέσκο από γένια μάγουλο. 

Μπορείς να δεις κι εσύ στο φαντασιακό σου τους κίτρινους τοίχους του εργοστασίου του "4 June 1989"· να προσυπογράψεις ότι η αγάπη είναι ο μεγαλύτερος εξαπατητής, καθώς περπατάς στο Παρίσι με το ζευγάρι του "Mrs. Hemingway"· να μοιραστείς το ερώτημα για την πηγή της ελπίδας σε μια αβέβαιη ζωή, που κάνει τη σε διάσταση σύζυγο του "I Put My Ring Back On" να ξαναβάλει το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της –συγχωρώντας, μα μη ξεχνώντας· να σου κοπεί η ανάσα καθώς αναλογίζεσαι ότι όλα όσα αγαπάς μπορεί και να χαθούν, αφήνοντάς σε να αναμετρηθείς με απύθμενα βάθη, όπου η μόνη αλήθεια είναι το carpe diem των Λατίνων. Και να παραδεχτείς, χωρίς δάκρυα και υστερίες, ότι, πράγματι, μπορεί να είμαστε ικανοί να πετάμε στο Διάστημα και να πατάμε στο Φεγγάρι, αλλά σε αυτήν την Εποχή των Θαυμάτων υπάρχουν μερικά μικρά, καθημερινά πράγματα τα οποία είναι πολύ πιο δύσκολα. 

Τα τραγούδια της Mary Chapin Carpenter ίσως να μη σας αφορούν, ίσως να τη βαριέστε (ερμηνεύτρια είναι, όχι φωνάρα), ίσως να βρίσκετε πολύ αμερικάνικους αυτούς τους ήχους –αν κι εδώ θα μου επιτρέψετε μια ένσταση, ότι κάτι americana δημιουργοί αποθεώνονται με περισσή ευκολία έτσι και πετάξουν δυο ή τρία ψωριάρικα κόκαλα «εναλλακτικότητας» δίπλα στις country ατμόσφαιρες. Όμως, πέραν γούστων, του δικού μου που βρίσκει το «Age Of Miracles» ένα μικρό φθινοπωρινό αριστούργημα και του δικού σας, που μπορεί, όπως είπαμε, να βαριέται, υπάρχει και η πραγματικότητα ενός πολύ καλού δίσκου, ο οποίος άνετα καπαρώνει μια θέση στους πιο αξιόλογους του 2010.