29 Φεβρουαρίου 2024

Parquet Courts - συνέντευξη (2013)


Σε όσους έχουν τους Parquet Courts στα ψηλά των indie/alternative προτιμήσεών τους θα φανεί έως και σοκαριστικό, ίσως, το ότι ξέχασα εντελώς τη συζήτηση που έκανα το καλοκαίρι του 2013 με τον Andrew Savage ενόψει του συναυλιακού τους ερχομού στην Αθήνα (θα έπαιζαν αρχές Σεπτέμβρη στο «An Club»). 

Τότε, μάλιστα, ήταν που «γύριζε» και ιδιαίτερα για το αμερικάνικο γκρουπ: όχι μόνο είχαν πίσω τους τη «φασαρία» την οποία προξένησε το άλμπουμ  Light  Up  Gold του 2012, αλλά μόλις είχαν κάνει και το Primavera Festival της Βαρκελώνης να παραμιλά με την πάρτη τους. 

Προσωπικά, τώρα, πάντα τα έβρισκα υπερβολικά όλα τούτα –και γι' αυτό, μάλλον, λησμόνησα αυτή την κουβέντα. Άλλωστε οι Parquet Courts, κατ' εμέ, δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δισκογραφική εξέλιξη στα χρόνια που ακολούθησαν. Από τα όσα είπαμε με τον Savage, πάντως, προέκυψε τελικά μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που δόθηκε εκείνα τα χρόνια στον Τύπο


Οι φήμες που έφτασαν στα χώρα μας από Primavera μεριά, λένε πως κάνατε ιδιαίτερη αίσθηση στη Βαρκελώνη. Τι ακριβώς συνέβη εκεί, από τη δική σας οπτική γωνία;

Στο Primavera δώσαμε ένα από τα καλύτερα λάιβ μας, μέχρι τώρα. Ήταν, να φανταστείς, τόσο καλά, ώστε ούτε που κλάψαμε τα 500-700 ευρώ τα οποία μας έκλεψαν. Θυμώσαμε, βέβαια, φωνάξαμε, τρελαθήκαμε... Όμως η συναυλία ήταν καταπληκτική.  

Λειτουργείτε με βάση το Μπρούκλιν, μα κανείς σας δεν είναι Νεοϋορκέζος, έτσι δεν είναι; Σας έφερε εκεί η μουσική ή πήγατε για άλλους λόγους και στην πορεία σας προέκυψε η μπάντα; 

Ναι, ο μπασίστας μας ο Sean είναι από τη Βοστόνη, εγώ με τον αδερφό μου τον Max και τον Austin προερχόμαστε από το Τέξας. Όλοι μετακομίσαμε χωριστά στη Νέα Υόρκη, καθένας και για διαφορετικό λόγο. Στη δική μου περίπτωση δεν ήταν τόσο ότι μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, όσο το ότι άφησα το Τέξας...

Και μπορεί ένας Τεξανός να επιβιώσει στους δρόμους της Νέας Υόρκης; Εσένα σου αρέσει να ζεις σε μια τόσο μεγάλη πόλη; 

Α, και βέβαια μπορεί! Κι εμένα προσωπικά μου αρέσει πολύ αυτή η μεγαλούπολη.

Δουλεύετε ένα καινούριο άλμπουμ, δεν ξέρω όμως αν έχει πάρει το μάτι σου διάφορα δημοσιεύματα στο ίντερνετ που το θέλουν να είναι το δεύτερό σας. Γιατί παραλείπουν το American Specialities (2011); Δεν το ξέρουν ή δεν θέλουν να το μετράνε; 

Πιστεύω ότι δεν είναι καλά πληροφορημένοι. Ότι δηλαδή μπήκαν αργά στο παιχνίδι, μας έμαθαν πέρσι με το Light Up Gold, οπότε αγνοούν ότι βγάλαμε κι ένα άλμπουμ πριν από αυτό. 

Τι θυμάστε πιο έντονα από τις ηχογραφήσεις του American Specialities; 

Νομίζω ότι η πιο ζωντανή μας ανάμνηση είναι το ότι κοιμόμασταν στον χώρο όπου κάναμε τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις. Γράψαμε το άλμπουμ σε ένα τετρακάναλο, κατόπιν εκδόθηκε σε κασέτα κι έπειτα σε βινύλιο από μια μικρή δισκογραφική εταιρεία, την Play Pinball!

Αλήθεια, τι μπορείς να μας πεις για τον νέο δίσκο; Θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε και καινούρια τραγούδια στην Αθήνα ή σκοπεύετε να εστιάσετε στο Light Up Gold; 

Για τον νέο δίσκο ακόμα δεν θέλουμε να λέμε πολλά. Πάντως στην Αθήνα θα σας παίξουμε κομμάτια από το φρέσκο υλικό, αυτό να το θεωρείτε σίγουρο!

Ο μουσικός Τύπος λέει ότι οι Parquet Courts φέρνουν κατά νου τους Television, τους Feelies και τους Modern Lovers. Εσείς τι γνώμη έχετε για τα συγκεκριμένα συγκροτήματα;

Για εμάς οι Feelies, οι Modern Lovers και οι Television είναι τρεις σπουδαίες μπάντες! 

Πάντως, αν και ο ήχος σας διαθέτει punk στοιχεία και βρίσκω κι εγώ παραπομπές στην εναλλακτική Αμερική της ανατολικής Aκτής, βλέποντας το Light Up Gold Road Trip –το ντοκιμαντέρ του Andy Capper για εσάς– μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ενός γκρουπ με βασικά indie lifestyle, παρόμοιο λ.χ. με το μοδάτο lifestyle πολλών κιθαριστικών γκρουπ των ημερών μας...

Ε;! Τι είναι το «indie lifestyle»; Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις... Το ντοκιμαντέρ του Andy μας έχει αποτυπώσει να παίζουμε σε φεστιβάλ. Αυτή, όμως, δεν είναι η κανονική μας ζωή. 

Δεν παρακολουθούμε όλοι NBA στην Ελλάδα και δεν είμαστε όλοι φίλοι του μπάσκετ. Για εξηγήστε μας, λοιπόν, τι ακριβώς σημαίνει «Parquet Courts» και πώς συνδέεται η ονομασία σας με τους Μπόστον Σέλτικς;

Το παρκέ είναι ένα είδος πατώματος, το οποίο φτιάχνεται από συγκολλημένα επάλληλα ξύλα, διαρρυθμισμένα κατά γεωμετρικό τρόπο. Ο πιο συνηθισμένος του τύπος είναι το παρκέ που χρησιμοποιείται σε κάποια γήπεδα του μπάσκετ, από το οποίο προέρχεται και το όνομά μας –στις Η.Π.Α., το πιο διάσημο βρίσκεται στο γήπεδο των Μπόστον Σέλτικς. Το θεώρησα ως ένα πολύ καλό όνομα για αμερικάνικη μπάντα.

Δεν φαντάζομαι όμως εσύ να υποστηρίζεις τους Σέλτικς, έτσι δεν είναι; Πρέπει να είσαι φαν κάποιας από τις ομάδες του Τέξας...

Ναι, είμαι με τους Dallas Mavericks, τους Mavs όπως τους λέμε οι φίλοι! Αλλά μ' αρέσει γενικά το μπάσκετ, θα ήθελα π.χ. να δω και τους Brooklyn Nets να κάνουν μια καλή σαιζόν. 



27 Φεβρουαρίου 2024

Faust - ανταπόκριση (2009)


Δεν ξέρω τι ακριβώς δεν πήγε καλά, τον Νοέμβριο του 2009, με αποτέλεσμα η δεύτερη έλευση των Faust στην Αθήνα να μην σημειώσει τη sold out επιτυχία της πρώτης τους συναυλίας στα μέρη μας, το 2006. 

Πάντως στο «Κύτταρο» το παρών δόθηκε από ένα κοινό καλά διαβασμένο, ενώ και οι Γερμανοί πιονέροι του kraut έδωσαν μια συναυλία-performance κλάσης, αντανακλώντας κάτι, έστω, από την πάλαι ποτέ τους πρωτοπορία, που πλέον είχε γίνει κάτι σαν στυλ για μια νεότερη, αισθητά πιο alternative pop/rock γενιά.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Tristan 


Δεν είχε ιδιαίτερη προσέλευση ο δεύτερος ερχομός των σπουδαίων krautrockers στην Ελλάδα, αλλά, όσοι το πήραν απόφαση να κατηφορίσουν προς «Κύτταρο» ήταν τουλάχιστον άνθρωποι διαβασμένοι και ενημερωμένοι, οι οποίοι ήξεραν καλά τι ήρθαν να δουν. Και το είδαν. Είδαν, δηλαδή, τους Faust να δίνουν μια συναυλία-performance κλάσης, αντανακλώντας την πρωτοπορία που κάποτε υπήρξαν. 

Μπήκα στο «Κύτταρο» με το που οι Αθηναίοι Nechayevschina έλεγαν το καλησπέρα και ξεκινούσαν το support. Είχα διαβάσει αρκετά για εκείνους, ότι θα μας απασχολήσουν πολύ στο μέλλον και τα σχετικά, επίτηδες όμως δεν μπήκα στο MySpace τους, ώστε να μην είμαι προϊδεασμένος. Παρακολούθησα, λοιπόν, μια μπάντα απολύτως δοσμένη στην οργανική της stoner ψυχεδέλεια, αφοσιωμένη στα όργανά της και στο τι επιζητούσε να πετύχει «ανοίγοντας» τους Faust. Κατά την ταπεινή μου άποψη, ωστόσο, παίζουν σε ένα υπερ-κορεσμένο μουσικό τερραίν, δίχως να έχουν κάτι να φέρουν σε αυτό, πλην του πάθους τους. Επίσης, βρίσκω το όνομα αποτυχημένο: δεν μπορεί να το προφέρει εύκολα κανείς, ούτε καν όσοι γνωρίζουν τον Σεργκέι Νετσάγιεφ. Ο δρόμος δείχνει μακρύς, συμπερασματικά. Όρεξη να έχουν τα παιδιά, βέβαια, και ίσως τα μελλούμενα να βγάλουν κάπου πιο ουσιαστικά.

Είχε φτάσει 23.00 όταν αναγγέλθηκαν οι Faust, οι οποίοι θα έπαιζαν ένα δίωρο σετ, με ένα διάλειμμα 15 λεπτών. Ο επιβλητικός «Zappi» Diermaier πήρε τη θέση του στα ντραμς, ο Jean-Herve Peron έπιασε το μπάσο όντας ντυμένος σαν παλαβός ζωγράφος του Μοντερνισμού και οι συνοδοί τους, ο θαυμάσιος κιθαρίστας Amaury Cambuzat και η πολυτάλαντη Αγγλίδα Geraldine Swayne, έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα: το "C' Est Com… Com… Complique", από την ομώνυμη φετινή τους δουλειά, ξεκίνησε τη βραδιά με νότα φρεσκάδας, αφού οι Faust έχουν κάθε λόγο να είναι περήφανοι για το νέο στούντιο πόνημά τους. 

Αλλά ήταν στο τρίτο κομμάτι όπου συντονίστηκαν πλήρως με το κοινό, όταν ο «art-Errorist» Peron εμφανίστηκε με μια βαριοπούλα ανά χείρας, μετατρέποντας σε θρύψαλα δύο συσκευές τηλεόρασης, ώστε να δηλώσει καταστροφικώς απερίφραστα την αντίθεσή του προς αυτήν. Δεδομένο, ίσως βιαστούν να πουν οι υπερενθουσιώδεις της avant-garde ιντελιγκέντσιας: ας αναλογιστούν για λίγο, όμως, ότι οι Faust κι αν έχουν κερδίσει το δικαίωμα για τέτοιες πράξεις επί σκηνής... Καθώς το σετ συνεχιζόταν, εντωμεταξύ, αναδύθηκε σιγά-σιγά ο επαναλαμβανόμενος ήχος μιας ραπτομηχανής, ενώ από τον εξώστη του «Κυττάρου» κάποιος άρχισε να παράγει θορύβους χειριζόμενος εργαλεία, με τον Zappi να τον σιγοντάρει παράγοντας σπίθες με το (περίφημο, πια) μηχάνημα οξυγονοκόλλησης που διατηρεί σιμά στα ντραμς του. Ο κόσμος καταχειροκρότησε και ήταν στο εξής μαζί τους, ό,τι κι αν σκάρωναν.

Το δεύτερο μισό ξεκίνησε με ατόφιο krautrock και ταξίδι στους γαλαξίες. Έμεινα να τους θαυμάζω τους Faust, όχι μόνο για τα όσα τόλμησαν να κοιτάξουν 40 χρόνια πριν, ανοίγοντας ένα μουσικό παράθυρο στο μέλλον, αλλά κυρίως για τον ενθουσιασμό που συνεχίζει να ποτίζει το παίξιμό τους και σε αυτήν ακόμα την ηλικία. Ο φωτισμός υπήρξε υποδειγματικός για τη συγκεκριμένη σύνθεση, παρότι γενικά μάλλον τους αδίκησε. 

Αμέσως μετά ακολούθησε ένα μακρύ, αυτοσχεδιαστικό jam, κατά τη διάρκεια του οποίου η Swayne έπιασε τη δεξιά πλευρά του «Κυττάρου» (όπως κοιτάς τη σκηνή) και ξεκίνησε να ζωγραφίζει κάτι αφηρημένο με κάρβουνο και μπογιές σε ένα τελάρο, ενώ ο Peron άρπαξε το ηλεκτρικό τρυπάνι κι άρχισε να «περιποιείται» μια πλάκα από αφρολέξ. Σε κάποιο σημείο προστέθηκε στην παρέα και ο Zappi, αρχίζοντας πάλι μια αυτοσχέδια οξυγονοκόλληση, ενώ καθόλη τη διάρκεια αυτής της πολυσύνθετης performance είχε τεθεί σε λειτουργία και μια μπετονιέρα πάνω στη σκηνή, στην οποία οι Faust πετάγανε χαλίκια, ίσως κι άλλα αντικείμενα. Με την έκδηλη συμμετοχή του κοινού στο "It's A Raining Day, Sunshine Girl" φτάσαμε σιγά-σιγά στο φινάλε και δεν χρειάστηκαν ιδιαίτερες παρακλήσεις για encore: άλλωστε δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα το δίωρο που μας είχαν τάξει!

Ήταν εμπειρία το να δεις τους Faust ζωντανά, ακόμα και τώρα που οι κατακτήσεις τους θεωρούνται από κάποιους ως κοινός τόπος. Πρόκειται –θα επιμείνω σε αυτό– για ελιτίστικη προσέγγιση, γιατί στο ευρύ κοινό τα παραπάνω συνεχίζουν να φαίνονται ως ακατανόητες κουλαμάρες· κάθε άλλο παρά δεδομένα είναι, 40 χρόνια μετά. Άσε που μια τέτοια στάση αδικεί και το ίδιο το γκρουπ, τελικά. Γιατί οι πρωτοπόροι στα νιάτα τους Faust μπορεί να μη βρίσκονται πια στην κόψη του 21ου αιώνα, αλλά στις εμφανίσεις τους δίνουν ό,τι έχουν. Κάνοντας τον χρόνο να εξαφανιστεί ως δια μαγείας και τη δημιουργική Γερμανία των ύστερων 1960s/πρώιμων 1970s να ξαναγίνεται σύγχρονη και σημερινή. 



26 Φεβρουαρίου 2024

Faust - συνέντευξη (2009)


Τον Νοέμβριο του 2009 θα κατέφταναν στην πόλη οι Faust, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, για μια συναυλία στο «Κύτταρο» (δείτε λεπτομέρειες εδώ). Η οποία μάλλον δεν πήγε καλά σε προσέλευση, παρά το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον της alternative γενιάς των '00s για τους γερμανικούς krautrock ήχους. 

Ενόψει του ερχομού αυτού, λοιπόν, δεν χανόταν η ευκαιρία για μια κουβέντα με τον Jean-Herve «art-Errorist» Peron, ο οποίος προειδοποίησε να έρθουμε στο «Κύτταρο» με ...ενισχυμένες μπότες και ματογυάλια! 

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ενόψει της συναυλίας  


Θα σας ξαναδούμε ζωντανά στην Αθήνα, σε λίγες μέρες, συνοδεία των Amaury Cambuzat και Geraldine Swayne. Τι εντυπώσεις αποκομίσατε για την Ελλάδα και το εγχώριο κοινό από την προηγούμενη εμφάνισή σας; Υπάρχουν συγκεκριμένες προσδοκίες εκ μέρους σας;

Παίξαμε, θυμάμαι, στην Αθήνα ακριβώς 3 χρόνια πριν, τον Νοέμβριο του 2006, στο κλαμπ «Underworld». Η συναυλία μας ήταν sold out και ο κόσμος έδειξε να περνάει πολύ καλά. Μάλιστα, κάναμε τότε κι ένα support βίντεο, το ονομάσαμε «The End Of Athens»! 

Δεν έχω ξεχάσει τον ακραίο ενθουσιασμό των Ελλήνων fans, τα χαμόγελα και τα χορευτικά τους. Είχαμε έρθει ως τρίο τότε, με τον Zappi στα τύμπανα, τον Cambuzat στα πλήκτρα και στις κιθάρες κι εμένα στο μπάσο. Και παίξαμε ένα πολύ ευθύ krautrock, ανακατεύοντας τραγούδια με αυτοσχεδιασμό. Χρησιμοποιήσαμε βέβαια και κάποια εργαλεία, βασικά όμως μείναμε στα όργανά μας. Αυτή τη φορά θα επισκεφτούμε τη σπουδαία πόλη σας ως κουαρτέτο, έχοντας και την κυρία Swayne στις κιθάρες, στα φωνητικά και στις …βούρτσες! 

Έχετε υποσχεθεί κι αρκετές εκπλήξεις για τη συναυλία. Μπορώ να σας δελεάσω να μας αποκαλύψετε ένα γενικό, τουλάχιστον, μοτίβο; 

Εντάξει, λοιπόν! Όπως καταλαβαίνεις, εφόσον φτάνουμε αεροπορικώς, περιοριζόμαστε σε όσα θα μπορέσουν να στήσουν για εμάς οι διοργανωτές. Κάναμε θαυμάσιες συζητήσεις με τα παιδιά της Catch The Soap και μας είπαν πως θα μας παράσχουν όλα όσα μας χρειάζονται! Έτσι, πιστεύω ότι επί σκηνής θα δείτε άφθονο μπογιάτισμα, θα ακούσετε μελωδίες από βιομηχανικά εργαλεία, φορτία δυναμικότητας και διασκέδασης. Οπότε φέρτε μαζί σας ενισχυμένες μπότες και ματογυάλια!

Το νέο σας στούντιο άλμπουμ «C' Est Com... Com... Compliqué» έχει στενούς δεσμούς με το «Disconnected», τη συνεργασία σας με τους Nurse With Wound (2007). Πώς προέκυψε;  

Αναπόφευκτα, έχει σχέση συγγένειας με το «Disconnected». Γιατί έτσι είχε και το αρχικό μας concept, όπως σχεδιάστηκε το 2005 στο Αμβούργο: να ηχογραφήσουμε εντελώς αυτοσχεδιαστικά επί 5 μέρες στο στούντιο, να δώσουμε κατόπιν το υλικό σε δύο διαφορετικούς παραγωγούς για να το ρεμιξάρουν και μετά να κυκλοφορήσει ένα διπλό άλμπουμ. 

Ο Steven Stapleton και ο Colin Potter των Nurse With Wound υπήρξαν ταχύτατοι και παρέδωσαν το μέρος των remixes σχεδόν αμέσως. Έτσι αποφασίσαμε να κυκλοφορήσει ξεχωριστά, ως «Disconnected». Έναν χρόνο μετά ήμασταν κι εμείς έτοιμοι κι έτσι βγήκε και το «C' Est Com... Com... Complique».

Εκτός των Nurse With Wound, μέσα στη δεκαετία σας είδαμε να συνεργάζεστε με τον Tony Conrad και με τους Dälek. Ξέρω ότι ο Conrad είναι παλιός σας γνωστός (αφού δουλέψατε μαζί το 1973 για το Outside The Dream Syndicate), αλλά τι ακριβώς σας ιντρίγκαρε στους Dälek; 

Έχουμε εντοπίσει ότι, στην παρούσα φάση τους, οι Faust διαθέτουν αρκετή αποδοχή σε ένα πολύ νεότερο ηλικιακά ακροατήριο. Απ' ότι φαίνεται η μουσική μας χρειαζόταν κάποιες δεκαετίες προκειμένου να γίνει αποδεκτή και να εκτιμηθεί. Αλλά αυτή είναι η μοίρα της πειραματικής και avant-garde μουσικής… Οι Dälek, λοιπόν, ανήκουν σε αυτή τη νεότερη γενιά κι ήμαστε πολύ χαρούμενοι για το ότι βρήκαν πεδίο επικοινωνίας μαζί μας. 

Πλέον, πάντως, απολαμβάνετε τη φήμη μίας από τις πλέον θρυλικές μπάντες του krautrock. Θυμάστε όμως εποχές όταν τα πράγματα έμοιαζαν πιο σκούρα; Αισθανθήκατε, ας πούμε, απελπισία όταν σας έδιωξε η Polydor, εξαιτίας των πενιχρών πωλήσεων του ντεμπούτο σας; 

Ναι, ήταν δύσκολη εποχή, όχι μόνο τότε, αλλά κι έπειτα. Βλέπεις, στα 1970s η μουσική μας βρισκόταν μίλια μακριά και το δισκογραφικό κατεστημένο δεν την ήθελε. Δεν μας πέταξε μόνο η Polydor έξω, δηλαδή, μα και η Virgin: και οι δύο έψαχναν να κυκλοφορήσουν mainstream δίσκους, οι οποίοι θα τους απέφεραν μεγάλα κέρδη. 

Εμείς, πάλι, δεν ενδιαφερόμασταν για το επιχειρηματικό του πράγματος και σε αυτό δεν έχουμε καθόλου αλλάξει, 40 χρόνια μετά. Πάντως, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν ήταν μόνο η μουσική βιομηχανία που δεν ήθελε τότε να ακούσει την τέχνη μας: ούτε το κοινό ήταν έτοιμο… Η επιρροή της βρετανικής και της αμερικάνικης pop ήταν ακόμα ισχυρότατη κι έδινε κατευθυντήριες γραμμές στην αγορά.  

Η διάλυσή σας το 1975, επομένως, σχετίζεται με την απόρριψη του πέμπτου άλμπουμ σας από τη Virgin;

Η Virgin είχε έρθει στο μη παρέκει με τον ριζοσπατισμό της μουσικής μας, αλλά –για να είμαστε ειλικρινείς– ήμασταν κι εμείς αβάσταχτοι: πίναμε πολλά ακριβά κρασιά και τα χρεώναμε στον Richard (Branson)… Επίσης, διαφωνούσαμε με τον στάνταρ τρόπο προώθησης της εποχής, που σήμαινε ένα πράγμα: περιοδείες, περιοδείες, περιοδείες! Άσε το ότι είχαμε περίεργες ιδέες, μακριά ακόμα από τις τεχνικές δυνατότητες της δεκαετίας του 1970. 

Μας είχαν διώξει, λοιπόν, πριν καλά-καλά πατήσουμε στο στούντιο στο Μόναχο, όπου θα ηχογραφούσαμε το «5½», το πέμπτο μας άλμπουμ. Πήγαμε στα κρυφά και το κάναμε, όμως η Virgin απέρριψε το υλικό, αρνήθηκε να πληρώσει τα έξοδα κι έτσι έπρεπε να πάμε φυλακή! (γέλια). Ήταν το τέλος, αλλά είχε κάτι το kraut 'n' roll η όλη φάση, πολύ διασκεδαστικό!   

Από εκεί και πέρα, τα ίχνη σας χάνονται ως το 1990, αν και οι fans είναι ενήμεροι για κάποιες ηχογραφήσεις στα 1980s, οι οποίες αργότερα εμφανίστηκαν στο «Patchwork 1971-2002». Επίτηδες χτίσατε αυτή την ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από τις τότε δραστηριότητές σας;

Όχι, δεν έγινε επίτηδες, δεν κάναμε ποτέ μας κάτι επίτηδες, απλώς το κάναμε! Το 1980 πήραμε την απόφαση να απομακρυνθούμε από τη σκηνή και να συνεχίσουμε ινκόγκνιτο, σε μια φάση η οποία δεν θα αποκαλυπτόταν δημοσίως. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι μας έχουν δει τότε να παίζουμε, χωρίς να ξέρουν ότι είμαστε οι Faust; Περάσαμε πολύ καλά και αποδείχθηκε και πηγή έμπνευσης. Δεν υπήρχε άγχος, δεν χρειάζονταν εξηγήσεις, απλώς παραγόταν τέχνη. 

Εντωμεταξύ, έχετε ανακοινώσει κι ένα νέο άλμπουμ για το 2010, σε συνεργασία με τον Holger Hiller των Palais Schaumburg, όπως και τη συμμετοχή σας –μ' ένα remix– σε ένα σχεδιαζόμενο tribute στη δουλειά του John Cale. Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε γι' αυτά τα σχέδια;

Μας έγινε όντως μια πρόταση συνεργασίας με τον Holger Hiller και δεχτήκαμε, γιατί μας αρέσει να δουλεύουμε και να ανταλλάσσουμε ιδέες με ενδιαφέροντες ανθρώπους. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να προκύψει και το ίδιο ισχύει και για το πρότζεκτ σχετικά με τον John Cale. Σε πολλούς έχει προταθεί να συμμετάσχουν στη συλλογή. Εμάς, πράγματι, μας ζητήθηκε αρχικά να δώσουμε ένα remix, αλλά τελικά θα δοκιμάσουμε να διασκευάσουμε κάποιο έργο του Cale. Θα ανακοινώσουμε όλες τις λεπτομέρειες τόσο στο προσωπικό μου site (www.art-errorist.de), όσο και στο MySpace των Faust (www.faust-pages-com).



25 Φεβρουαρίου 2024

Patrick Campbell-Lyons - ανταπόκριση (2014)


Ένα από τα θέματα τα οποία χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν οι Nirvana στα 1990s, τότε που μεσουράνησαν στο παγκόσμιο rock στερέωμα, ήταν ότι είχαν το ίδιο όνομα με μια βρετανική ψυχεδελική μπάντα που είχε ιδρυθεί το 1967 και για κακή τους τύχη παρέμενε ενεργή, καθώς ανασυγκροτήθηκε 2 χρόνια πριν τον δικό τους σχηματισμό (1987).

Φυσικά, οι Nirvana του Ιρλανδού Patrick Campbell-Lyons και του «δικού μας» Αλέξη Σπυρόπουλου δεν γνώρισαν ποτέ κάποια εμπορική αποδοχή ανάλογου διαμετρήματος: μεγαλύτερή τους επιτυχία ήταν ένα #34 στα βρετανικά charts για το single "Rainbow Chaser" (1968). Δίσκοι σαν το ντεμπούτο τους «The Story of Simon Simopath» (1967), όμως, εκτιμήθηκαν δεόντως από την κριτική και συνέχισαν να ανακαλύπτονται μέσα στις δεκαετίες, λόγω του σταθερού ενδιαφέροντος του pop/rock κοινού για τους ψυχεδελικούς ήχους των ύστερων 1960s. 

Τα πράγματα μεταξύ των δύο Nirvana ακολούθησαν τη νομική οδό το 1992, μα τελικά διευθετήθηκαν εξωδικαστικά, με όρους που δεν δημοσιεύτηκαν, αν κι ένας βιογράφος των Nirvana του Cobain ισχυρίστηκε ότι δόθηκε ένα ποσό 100.000 δολαρίων Η.Π.Α. με αντάλλαγμα τη διατήρηση του ονόματος και από τις δύο πλευρές.

Αυτοί οι Βρετανοί Nirvana, τώρα, πολύ μου αρέσουν, μα δεν έτυχε ποτέ να τους δω ζωντανά, ούτε στα χρόνια στα οποία ζούσα στην Αγγλία. Τον Ιούνιο του 2014, όμως, κατέφτασε για συναυλία στην Αθήνα (στο «After Dark») ο Patrick Campbell-Lyons και ήταν κάτι που δεν σκόπευα να χάσω με τίποτα. Μάλιστα, θα έπαιζε περιστοιχισμένος από μπάντα Ελλήνων μουσικών: Κώστας Στεργίου (πλήκτρα), Σπύρος Βρυώνης (τσέλο) & Άγγελος Κραβαρίτης (κιθάρα), συν τη Σοφία Σαρρή στα δεύτερα φωνητικά.

Μια ανταπόκριση από τη συναυλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Τα 'φερε έτσι η ζωή, ώστε έγινα fan όλων των Nirvana που πέρασαν από την αγγλοσαξονική δισκογραφία. Την (αμερικάνικη) μπάντα του Kurt Cobain και του Dave Grohl, βέβαια, είχα την τύχη να τη ζήσω, ενώ τη (βρετανική) μπάντα του Άλεξ Σπυρόπουλου και του Patrick Campbell-Lyons τη θαύμασα από χρονική απόσταση. 

Αποδείχθηκε κι αυτή σχέση διαρκείας, πάντως· κι έτσι αναπήδησα με (ευχάριστη) έκπληξη βλέποντας ότι ο Campbell-Lyons κατέφτανε αθόρυβα για λάιβ στην Αθήνα, σε μια βραδιά που διοργάνωσε το ψυχεδελικό fanzine «TimeMazine». Με εισιτήριο, ας σημειωθεί, το οποίο λάμβανε υπόψη τους καιρούς (5 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης μπύρας), μα με χρονοδιάγραμμα στην αντίθετη πορεία: δεν γίνεται ρε παιδιά και καθημερινή και να ξεκινάει 23.30 η συναυλία, για να τελειώσει 01.00... 

Το πώς φτάσαμε στις 23.30 δεν το πολυκατάλαβα, πάντως, καθώς στα decks του «After Dark» βρισκόταν μια θρυλική μορφή του παλιού μουσικού Τύπου, ο Νίκος Κοντογούρης. Ο οποίος κι έπαιζε χάρμα, φτιάχνοντας κλίμα εποχής ταιριαστό με τη συναυλία (συνέχισε μάλιστα και μετά το πέρας αυτής, δεχόμενος παραγγελιά Moby Grape από τον ίδιο τον Campbell-Lyons!). 


Τελικά, όταν ξεκίνησαν τα επί σκηνής δρώμενα, συνειδητοποίησα ότι μάλλον δεν είχα καταλάβει καλά το «+Friends» που αναγραφόταν δίπλα στο όνομα του πρωταγωνιστή της βραδιάς. Γιατί οι Κώστας Στεργίου (πλήκτρα), Σπύρος Βρυώνης (τσέλο) & Άγγελος Κραβαρίτης (κιθάρα) δεν ήταν απλά η μπάντα που θα συνόδευε τον Ιρλανδό, μα και το άτυπο support σχήμα. 

Ρόλο τον οποίον επιτέλεσαν στο ακέραιο, καταθέτοντας ενδιαφέρουσες διασκευές σε Doors, George Harrison και Love. Προς το τέλος, μάλιστα, προστέθηκε στην παρέα τους και η Σοφία Σαρρή, για μια μικρή, μα γερή δόση Jefferson Airplane. Ντυμένη με ένα όμορφο λευκό φόρεμα, παρέμεινε κατόπιν στη σκηνή ώστε να συντροφεύσει τον Campbell-Lyons στα δεύτερα φωνητικά. Κάτι που έκανε εξαιρετικά, παρά τη συχνά αμήχανη κινησιολογία της, που ίσως ήταν και ολίγον παράταιρη με τον χαρακτήρα της μουσικής. 

Όταν εμφανίστηκε το ιρλανδικό ήμισυ των Nirvana, το «After Dark» είχε πια γεμίσει όσο έπρεπε: τόσο, δηλαδή, ώστε να πεις πως ήρθε κόσμος (και αρκετός νεαρόκοσμος, ας σημειωθεί), αλλά όχι τόσος ώστε να στριμώχνεσαι και να δυσφορείς. Εξαρχής, έτσι, δημιουργήθηκε μια ζεστή, «οικογενειακή» ατμόσφαιρα, στην οποία ο Patrick Campbell-Lyons κούμπωσε αμέσως, από την πρώτη στιγμή που στάθηκε έμπροσθεν του μικροφώνου κι άρχισε να τραγουδά, με τα μάτια κλειστά. 

Εντάξει, ο χρόνος κύλησε και γινόταν αισθητός στη φωνή του: το "Rainbow Chaser", ας πούμε, διέθετε μια σκοτεινιά, δεν ήταν το ανέμελο κομμάτι που ξέραμε. Όμως μέσα στο όλο παιχνίδι με τον πανδαμάτορα υπήρχε και κάμποση γοητεία. Και ο Campbell-Lyons τη χρησιμοποίησε υπέρ του, ως απόσταγμα που έκανε λ.χ. το "Life Ain't Easy" ένα πολύ πιο πλούσιο τραγούδι ή ως κάτι που χάριζε εξτρά πτυχώσεις στο "Pentecost Hotel" κι έφερνε μια διαφορετική ματιά (κομματάκι πιο νοσταλγική) στο "Girl In The Park". Αυτό, βέβαια, πριν τουμπάρει το κομμάτι σε heavy blues στροφές, διαδηλώνοντας την αγάπη του για τους πρώιμους Doors! 

Συνολικά, ο Campbell-Lyons πραγματοποίησε μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση, με το συγκινησιακό βαρόμετρο να φτάνει ουκ ολίγες φορές στο «κόκκινο». Η καθαρή του άρθρωση, ο γαλήνιος τρόπος με τον οποίον μας μιλούσε και η σπίθα στα μάτια του έπλασαν μια φιγούρα αντάξια αυτής που είχαμε κατά νου. Έστω κι αν στο τέλος της συναυλίας αμάρτησε χοντρά, μιλώντας για τον Έλληνα συνοδοιπόρο του «George Spyropoulos»... Το κατάπιαμε μαζικά, σαν να είχαμε συνωμοτήσει από πριν. Αλλά ήταν απαράδεκτο, τι να λέμε τώρα... 

Δεν αρκούν τα λόγια, τώρα, για να περιγραφεί πόσο συνέβαλλαν οι Στεργίου, Βρυώνης, Κραβαρίτης & Σαρρή στο αποτέλεσμα που είδαμε στο «After Dark». Στάθηκαν όλοι παραπάνω από θαυμάσια σε ενίοτε δύσκολα τραγούδια, τα οποία χρειάζονταν κι ένα «άγγιγμα εποχής», ώστε να διατηρηθεί ατόφιο το ψυχεδελικό πνεύμα των ύστερων 1960s που τα χαρακτήριζε. Τους αξίζουν, λοιπόν, θερμά συγχαρητήρια. Στο encore ξανακούσαμε το "Life Ain't Easy" σε μια αντάξια του κυρίως μέρους εκτέλεση, αλλά και το "Rainbow Chaser" να ξαναβρίσκει κάτι από τον παλιό του χαρακτήρα. Ίσως γιατί η δεύτερη εκδοχή του λάμβανε χώρα εν μέσω της ευφορίας μιας επιτυχημένης συναυλίας. 



24 Φεβρουαρίου 2024

Mike Cooper - ανταπόκριση (2013)


Μετά το τέλος του «Μικρού Μουσικού Θεάτρου», ήταν η «Knot Gallery» στους Αμπελόκηπους η οποία ανέλαβε να στεγάσει το μικρό κοινό της Αθήνας που ενδιαφέρεται για τους πιο πειραματικούς ήχους του μουσικού φάσματος –φιλοξενώντας, ασφαλώς, και τις σχετικές συναυλίες, προτού υποκύψει (μάλλον) στις οικονομικές δυσχέρειες μιας πραγματικά δύσκολης, μεταμνημονιακής δεκαετίας, που εν πολλοίς άφησε τον χώρο είτε σε νέες μικρές προσπάθειες (τις «Χίμαιρες», λ.χ., ή το «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, το οποίο ακόμα υφίσταται), είτε, κατά κύριο λόγο, σε οργανισμούς σαν τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Μία από τις πιο ξεχωριστές συναυλίες που θυμάμαι να απόλαυσα στον χώρο αυτόν, ήταν εκείνη του τραγουδοποιού και βιρτουόζου της lap steel κιθάρας Mike Cooper, τον Ιούνιο του 2013. Ο οποίος είναι Άγγλος, μα πολλοί επιμένουν να θεωρούν Αμερικάνο, λόγω των χαβανέζικων πουκάμισων που αγαπά να φορά. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι ερασιτεχνικά τραβηγμένες κατά τη βραδιά στην «Knot Gallery»


Πηγαίνοντας στους Αμπελόκηπους, αναρωτιόμουν αν η πρόσφατη Rembetronica την οποία συνυπόγραψε ο Mike Cooper με τον Viv Corringham του είχε χαρίσει πρόσθετο κοινό. Η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου λίγο αργότερα ήταν αρνητική: παρότι βρισκόμουν σε μια γεμάτη «Knot Gallery», είδα γύρω μου πρόσωπα γνώριμα και από άλλες βραδιές στον χώρο. Είχαν, λοιπόν, κινητοποιηθεί κυρίως οι φίλοι του πειραματικού ήχου, όσοι θα έρχονταν σε μια τέτοια συναυλία και χωρίς να είχε μεσολαβήσει η Rembetronica. 

Δεν μου άρεσαν καθόλου οι σκέψεις που συνόδευσαν αυτή τη διαπίστωση (σχετικές με τον διάλογο τον οποίον θα έπρεπε να αναπτύσσουν οι Έλληνες ακροατές, μα και μουσικοί, με τις ρίζες του τόπου τους), ωστόσο ο Mike Cooper, παίρνοντας θέση επί σκηνής, δεν μου άφησε περιθώρια να τις συνεχίσω. Πιο ξερακιανός από όσο τον περίμενα, φορώντας ένα ψάθινο καβουράκι με κόκκινη λουλουδέξ κορδέλα κι ένα πουκάμισο αποκαρδιωτικό για τον άνθρωπο που –σύμφωνα με τον θρύλο– συλλέγει μανιωδώς χαβανέζικα πουκάμισα, έκατσε στην καρέκλα έχοντας τους μίκτες του απλωμένους μπροστά σε ένα τραπέζι, τη lap steel κιθάρα του ξαπλωμένη στα γόνατα κι ένα μεγάλο τενεκεδάκι μπύρας στα αριστερά του. Και από την πρώτη στιγμή κέντρισε αρκούντως την προσοχή μας: είχε τον τρόπο του και πάνω σ' αυτόν ακριβώς θα έχτιζε όλη τη συναυλία.

Βλέπετε, ο Mike Cooper είναι γενικά ένας τύπος που κάνει ό,τι κάνει με τον τρόπο του: ούτε κλασικός singer/songwriter υπήρξε στη δεκαετία του 1970 (στις Trout Steel εποχές), ούτε κλασικός αυτοσχεδιαστής στη συνέχεια. Στο 2013, όλες οι τάσεις του παρελθόντος έχουν πια αδελφοποιηθεί σε μία ταυτότητα, με τον Cooper να ενυπάρχει στη μουσική πραγματικότητα ταυτόχρονα ως πειραματιστής, ως τραγουδοποιός, ως folk τροβαδούρος και ως εραστής των ηλεκτρονικών. Ενδεχομένως, θέλει ένα κλικ βίδας πιο πέρα από τα συνήθη για να λειτουργήσει κάτι τέτοιο, όμως ο 71χρονος Άγγλος το έχει πετύχει. Σημειώστε, επίσης, πως πρόκειται για δεινό κιθαρίστα: παίζει φοβερά τη lap steel κιθάρα, είτε ορθόδοξα, είτε ανορθόδοξα, π.χ. επιστρατεύοντας δοξάρια ή ανεμιστηράκια κόντρα στις χορδές της. Στην «Knot Gallery» τον θαυμάσαμε και στους δύο ρόλους.

Το σετ του διέθετε ένα σταθερό υπόβαθρο από προηχογραφημένα ηλεκτρονικά και λογής-λογής θορύβους, το οποίο εμπλούτιζε παίζοντας ζωντανά με ό,τι κουμπί βρισκόταν στη διάθεσή του. Υπήρχε, δηλαδή, ένα μόνιμο «χαλί» κατά το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής του, ευθέως αναφερόμενο στον αυτοσχεδιασμό και στον πειραματισμό, πάνω στο οποίο τοποθετούσε κατά το δοκούν τόσο την κιθάρα, όσο και τα φωνητικά του. Έτσι, τα όποια τραγούδια ακούσαμε αναδύθηκαν (κυριολεκτικά) μέσα από αυτό το σύμπαν ήχων, πράγμα που τους χάρισε μια εξτρά σαγήνη, μα συνεισέφερε κι ένα ρηξικέλευθο στοιχείο στη συναυλία: ο Cooper στάθηκε μεσάζοντας μεταξύ φόρμας και αταξίας, πότε ανατρέποντας με τους πειραματισμούς τον συμβατικό singer/songwriter εαυτό του και πότε υποχρεώνοντας την αυτοσχεδιαστική του περσόνα να λειτουργήσει στα πλαίσια ενός κώδικα οικείου στο ευρύ κοινό. Τάξη και χάος, πιασμένα χέρι με χέρι.  

Όσον αφορά στα τραγούδια της εμφάνισης, θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένες εκπληκτικές διασκευές, τις οποίες κατατάσσω στις πιο ευρηματικές που έχω ακούσει. Το πρώτο-πρώτο τραγούδι που μας είπε ο Cooper ήταν το "Movies And Magic" των Brian Wilson & Van Dyke Parks (ψαγμένη επιλογή, από τον αδικημένο δίσκο Orange Crate Art του 1995), έκλεισε δε τη συναυλία με το "Surfer Girl" των Beach Boys, παρουσιάζοντας μια σύγχρονη, ανατρεπτική ποπ, η οποία πιστεύω πολύ θα ευχαριστούσε την ανήσυχη πλευρά του Brian Wilson. Αυτό, όμως, που κατευχαριστήθηκα μέχρι συγκίνησης ήταν το "Only Love Can Break Your Heart" του Neil Young, σε μια εκτέλεση που μου θύμισε εκείνη των Saint Etienne, αλλά στο πολύ πιο «σπασμένο». 

Στη δύση, λοιπόν, μιας αληθινά ξεχωριστής καριέρας, ο Mike Cooper απέδειξε ότι παραμένει ανήσυχο πνεύμα: ένας δημιουργός που δεν καταλαβαίνει από εποχές, γενιές και φράγματα μεταξύ των μουσικών ειδών. Στη δική του περίπτωση, ο εβδομηντάρης είναι ένας νέος της εποχής –επιτρέψτε μου μάλιστα να προσθέσω ότι βάζει κάτω πολλούς νέους της εποχής...