02 Οκτωβρίου 2021

40 χρόνια από το ντεμπούτο των Χειμερινών Κολυμβητών - μια συνέντευξη με τον Αργύρη Μπακιρτζή (2019)


«Στο Φάληρο που πλένεσαι, περιστεράκι γένεσαι
σε είδα χθες με το μαγιό, γεια σου τσαχπίνα μου Μαριώ»

Όταν το έγραφε αυτό ο Μάρκος Βαμβακάρης, πίσω στο 1937, δεν φανταζόταν ασφαλώς πόσο θα επηρέαζε την αισθητική που θα λάνσαραν το 1981 οι Χειμερινοί Κολυμβητές –εμπλουτισμένη βέβαια από το δικό τους εδώ και τώρα. 

Φέτος συμπληρώνονται λοιπόν 40 έτη από εκείνο το ντεμπούτο των Χειμερινών Κολυμβητών που πήρε τα μυαλά πολλών από μας, κάνοντάς μας πιστούς ακόλουθους στα χρόνια που κύλησαν έκτοτε. Οι ίδιοι, ωστόσο, γιορτάζουν αθόρυβα, με τον τρόπο που ξέρουν καλύτερα: πάνω στη σκηνή, ενώπιον κοινού. 

Ως ...Χειμερινοί Κολυμβητές, επίσης, ο Αργύρης Μπακιρτζής και η παρέα του (Κώστας Βόμβολος, Μιχάλης Σιγανίδης, Κώστας Σιδέρης, Διονύσιος Ρούσσος, Μπάμπης Παπαδόπουλος & Χάρης Παπαδόπουλος) δεν πτοούνται από τη δροσιά που έχει αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή –μπήκαμε άλλωστε στον Οκτώβρη. Γι' αυτό και ετοιμάζονται για μια «τελευταία βουτιά του καλοκαιριού», όπως λένε. Δηλαδή για μια συναυλία στο Faliro Summer Theater, την Τετάρτη 6 Οκτωβρίου.

Η όλη περίσταση (συναυλία, επέτειος 40 ετών για το ιστορικό πλέον ντεμπούτο) δίνει μια καλή ευκαιρία επαν-επίσκεψης σε μια κουβέντα που κάναμε με τον Αργύρη Μπακιρτζή τον Φεβρουάριο του 2019. Αφορμή ήταν και τότε μια συναυλία τους στην Αθήνα (στο Gagarin), η οποία επέτρεψε να ανοίξουμε τη βεντάλια της συζήτησης, φτάνοντας στο κακό που ορθώνεται στις κοινωνίες μας με όρους Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, στο Πράσινο Βιβλίο και (αναπόφευκτα;) στις Κυριακές στην επαρχία.

Η κουβέντα αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


«Πολύς, αδικαιολόγητα πολύς καιρός έχει περάσει από τότε που οι Χειμερινοί Κολυμβητές ήρθαν στο Gagarin». Πέντε χρόνια, αν μετράω σωστά. Έτυχε; Ή έχουμε συνηθίσει όλοι λίγο-πολύ το 205 της Λιοσίων ως στέγη άλλου τύπου συναυλιών;

Δεν ψάχνουμε στέγες κάποιου τύπου συναυλιών. Μου τηλεφώνησαν απ' το Gagarin και με ευχαρίστηση αποδεχθήκαμε την πρόταση, γιατί και καλές αναμνήσεις από εκεί είχαμε και δεν δεχόμαστε και  πολύ συχνά προτάσεις. Το σύστημα των συναυλιών λειτουργεί κατά κύριο λόγο με μάνατζερ που δεν διαθέτουμε –ή μάλλον διαθέτουμε, έναν εξαιρετικά συμπαθή, που όμως δεν θυμάμαι να μας έχει κλείσει καμιά εμφάνιση. 

Κάτι σχετικά με τους μάνατζερ έχει ενδιαφέρον. Παρατήρησα ότι τα καλοκαίρια στα διάφορα φεστιβάλ πηγαίνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι. Είχα ένα ερωτηματικό πάνω σ' αυτό, το οποίο απαντήθηκε όταν μου τηλεφώνησαν από ένα φεστιβάλ –πολύ εναλλακτικό, όπως αυτοδιαφημίστηκαν– σε ένα δάσος στη Δυτική Μακεδονία. Και όταν τους ρώτησα πώς με βρήκαν, μου είπαν ότι αρρώστησε ένας καλλιτέχνης του προγράμματος και κάποιος μουσικός την τελευταία στιγμή συνέστησε εμάς να τον αντικαταστήσουμε. Μου είπαν πως μας εκτιμούν πολύ και όταν τους ρώτησα γιατί δεν μας έχουν προσκαλέσει ποτέ, μου απάντησαν ότι το πρόγραμμα το κανονίζει κάθε φορά κάποιος μάνατζερ. Τους ρώτησα πώς εσείς, τόσο εναλλακτικοί,  δεν αποφασίζετε για το ποιοι θα έρθουν; Φυσικά δεν πήγαμε. 

Το σύστημα, όπως θα καταλάβατε, λειτουργεί κάπως σαν τα έτοιμα playlists πολλών ραδιοφωνικών σταθμών. Δεν κατηγορώ αυτό το σύστημα, το αναφέρω για να ξέρει ο κόσμος τί γίνεται, καθώς και ως σχόλιο στην εναλλακτικότητα.

Η συναυλία σας αυτή έρχεται με μία από τις πιο όμορφες αφίσες που έχουμε δει την τελευταία δεκαετία για ζωντανό δρώμενο στην πόλη μας. Είχατε ανάμειξη;

Έστειλα στο Gagarin φωτογραφίες και παλιές αφίσες. Δεν θυμάμαι αν στο υλικό που έστειλα υπήρχε καμιά τέτοια παλιά αφίσα. Κάτι μου θυμίζει, δεν είμαι όμως σίγουρος –και τα mail που έστειλα, τα 'χω σβήσει. Αν την έκαναν τα παιδιά απ' το Gagarin, τα συγχαίρω· είναι πράγματι πολύ ωραία αφίσα. Θα το ρωτήσω κι ελπίζω να θυμηθώ να σας ενημερώσω.

«Μα πού θα πάει ο καιρός κι οι βουρλισμένοι χρόνοι», κοντεύουμε πια 40 επίσημα έτη για τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Θα εορταστούν κάπως ιδιαίτερα; Με κάποιον νέο δίσκο, για παράδειγμα; Ή δεν σας αφορούν τέτοιες επέτειοι;

Ωραίες είναι αυτού του είδους οι επέτειοι, όλο και θα βρούμε κάτι ή πολλά να κάνουμε. Δίσκους θέλω να βγάλουμε σύντομα, γιατί σκοπεύω να κάνω έναν καθαρισμό αρκετών πολυπόδων στη μύτη που δυσκολεύουν την αναπνοή, ξυπνώ συνέχεια γιατί ξεραίνεται το στόμα, επιβαρύνουν και την υγεία των δοντιών. Οπότε λέω να τραγουδήσω σε μερικούς δίσκους που θέλω να κάνουμε –τρεις, συγκεκριμένα– μήπως βγω και castratto απ' την ιστορία αυτή. Θα μου πείτε, αυτό θα είναι ενδιαφέρον και σίγουρα θα πέσει πολύ γέλιο.

«Κυριακή στην επαρχία, με βροχή απ’ το πρωί/φεύγει όλη η ζωή μας στο φαΐ και στη σιωπή». Έχουν αλλάξει οι Κυριακές στην επαρχία, από τότε που γράφτηκε το τραγούδι; Μπήκε λ.χ. και το ίντερνετ στην εξίσωση ή ίσως οι σειρές στο Netflix;

Το φαΐ, οπωσδήποτε, κυριαρχεί. Η σιωπή κολλάει τέλεια στο ιντερνέτ, όλοι σκυμμένοι στα κινητά τους. Το ίντερνετ το λέω ιντερνέτ και το φέησμπουκ, φεησμπούκ και η οικογένεια με κοροϊδεύει. Όμως τους περιέλαβα στο τραγούδι μου "Κατά Φεησμπούκ".

Τις σειρές, πού να τις κατατάξω; Παλιά προσπαθούσαμε τα παιδιά να μην βλέπουν πολύ τηλεόραση, τώρα παρακαλάμε μήπως και δουν καμιά ταινία και γλιτώσουν λίγο απ' το Φεησμπούκ και τα άλλα. Ταινίες βλέπω πολλές, αυτές τις μέρες το Πράσινο Βιβλίο και το Ρόμα· και οι δυο τέλειες. Τις σειρές τις κορόιδευα, ως ότου είδα μερικές που με καθήλωσαν, στο Cosmote  Cinema. Ενδεικτικά αναφέρω τις Luther, Fortitude, Tin Star, Τaboo, Peaky Blinders, Game Of Thrones και το αριστουργηματικό Vinyl των Μάρτιν Σκορτσέζε & Mick Jagger, το οποίο κόπηκε απ' την ΗΒΟ –κάτι που μαρτυρά μεγάλο ξεπεσμό του μεγάλου αδελφού, όπως έχω αναφέρει και σε μια άλλη πρόσφατη συνέντευξή μου. 

Όπου, να το πω με την ευκαιρία, μου συνέβη τo εξής εξωφρενικό. Έδωσα τρεις πολύ εκτεταμένες και νομίζω ενδιαφέρουσες απαντήσεις, στις τρεις ερωτήσεις που μου υποβλήθηκαν γραπτώς. Ο δημοσιογράφος αντέγραψε μια παλιά μου συνέντευξη, πιθανολογώ πριν 20-25 περίπου χρόνια, σίγουρα από κάπου στο ιντερνέτ,  και την προέταξε στις τωρινές μου απαντήσεις. Οι οποίες έτσι  φυσικά υποβαθμίστηκαν και το νόημά τους αλλοιώθηκε. Μπήκε κι ένας «πιασάρικος» τίτλος, για να μας τιμήσει υποθέτω, για μας όμως ταπεινωτικός, αφού ένα πρόβλημα που απασχολεί πάρα πολλούς συναδέλφους σχετικά με τα ψηφιακά δικαιώματά μας τέθηκε σαν δικό μας μόνο πρόβλημα. Έστειλα ένα μέιλ, αλλά ούτε απάντηση πήρα, ούτε αποκατάσταση έγινε.

Το 1997 βγάλατε έναν από τους δίσκους σας που αγαπώ ιδιαιτέρως, τη Μαστοράντζα Του Ερντεμπίλ. Σε αυτόν ζωντανεύει ένας ευρύτερος γεωγραφικός χώρος, μέσα στον οποίον ήρθαν κάποτε σε επαφή ο βυζαντινός κόσμος κι εκείνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –με αποτέλεσμα, έτσι, να ζωντανεύουν και όσα μας ενώνουν στη συγκεκριμένη γειτονιά. Τι θα έλεγε πιστεύετε ο Σαγιάτ Νοβά, αν μπορούσε να βιώσει ως παρατηρητής τις πρόσφατες εξελίξεις στο Μακεδονικό;

Ο Βαγγέλης Παπαζαχαρίου, που έγραψε τους στίχους, μπορεί να σας πει πάρα πολλά και πολύ πρωτότυπα και ριζοσπαστικά, μεσ' απ' τα βιβλία του και πιθανόν δια ζώσης, αν τον ψάξετε και έχει διάθεση να μιλήσει, που συνήθως έχει. Στην 4η στροφή του τραγουδιού ακούμε: «Από τον Πύργο της Βαβέλ κρατάει / είπε το όρος Αραράτ, τον είδα / χωριό του ο έρωτας και τραγουδάει / πως η αγάπη δεν έχει πατρίδα».   

Τραγουδήσατε πρόσφατα, δίπλα στον Βαγγέλη Καζαντζή, το "Η Ζωή Ξυπνάει Για Δουλειά", για τον Σαχζάτ Λουκμάν: έναν συνάνθρωπό μας που δολοφονήθηκε την ίδια χρονιά με τον Παύλο Φύσσα (2013), κι αυτός από στοιχεία προσκείμενα στη Χρυσή Αυγή, χωρίς ωστόσο ο δικός του χαμός να πυροδοτήσει ανάλογες αντιδράσεις ή να λάβει αντίστοιχη δημοσιότητα. Θα 'ναι πάντα άλλο ο «ξένος και φτωχός» κι άλλο ο «γραικός», ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση;

Αυτό δεν είναι απόλυτο. Ο ξένος είναι ιερός στην παράδοσή μας. Συμβαίνει όμως στις σκοτεινές παρυφές της κοινωνίας μας, που δυστυχώς αυτόν τον καιρό σαν μολυσματική σκιά απλώνεται στον κόσμο, σαν το «κακό» στον Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών.  

Σε άλλες σας συνεντεύξεις, έχετε δηλώσει ότι παρακολουθείτε αρκετά την πολιτική επικαιρότητα. Πώς βλέπετε λοιπόν τις επικείμενες εκλογές;

Έχετε δίκιο. Την παρακολουθώ. Τις βουλευτικές θα εννοείτε. Εκεί ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει ισχυρούς συμμάχους αρκετούς απ' τους αντιπάλους του,  κι έτσι το παιχνίδι δεν παίζεται στα ίσια. 

Παρακολουθώντας λοιπόν αυτόν τον καιρό την πολιτική επικαιρότητα θυμήθηκα το παρακάτω, και το θυμάμαι συχνά: διάβαζα ένα πολύ ωραίο διήγημα επιστημονικής φαντασίας, με ταξίδι στον χρόνο. Μια οικογένεια, με δύο παιδιά, είχαν πάει στα Ιεροσόλυμα τις μέρες του Πάσχα ως ταξιδιώτες του χρόνου, με γραφείο ταξιδίων, εκπαίδευση στη γλώσσα, στη συμπεριφορά κλπ. Συμμετέχοντας στην ανάβαση του Ιησού στον Γολγοθά, ρίχνοντας ντομάτες και βρίζοντας –όπως τους είχαν εκπαιδεύσει να κάνουν για να μην τους αντιληφθούν– ήρθε του ενός παιδιού να ουρήσει. Πήγαν πίσω από ένα σπίτι και, βλέποντας μια οικογένεια φοβισμένη, να κρύβεται σ' ένα ημιυπόγειο, κατάλαβαν πως οι ντόπιοι κρύβονταν και όσοι συμμετείχαν στην πορεία του μαρτυρίου ήταν ταξιδιώτες του χρόνου. 

Την παραπάνω ιδέα τη συσχετίζω με το εξής: αυτόν τον καιρό αισθάνομαι ότι οι περισσότεροι υποστηρίζουν ό,τι υποστηρίζουν για άλλους λόγους από εκείνους που επικαλούνται. Πού ήταν όλοι αυτοί που φωνάζουν σήμερα για τη Μακεδονία, όταν επί τόσες δεκαετίες το όνομα χρησιμοποιούνταν και από εμάς για να αποτρέψουμε τη βουλγαρική διείσδυση ή δεν αντιδρούσαμε στη χρήση του; Πού ήταν όλοι αυτοί οι πολεμοχαρείς  όταν στους χάρτες των  αναγνωστικών του δημοτικού, στη θέση της γείτονος αναγραφόταν Μακεδονία; Πού ήταν όταν το επίσημο κράτος κυνηγούσε τη σλαβική διάλεκτο, την ώρα που ο οπλαρχηγός καπετάν Κώττας –εμβληματικός Έλληνας οπλαρχηγός– ήταν σλαβόφωνος και αρβανιτόφωνος, όπως και ο Μάρκος Μπότσαρης και οι Σουλιώτες; Πόσοι από μας θα υποστηρίζαμε, αν ζούσαμε τότε, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αν δεν έκανε το 1916 την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, τότε αντίο Βόρεια Ελλάς για την Ελλάδα; Ο Σέρβοι περίμεναν στα 50 χλμ. 

Φοβάμαι ότι τώρα το πρόβλημα, για τους υποκινητές των διαμαρτυριών, δεν είναι τόσο η Μακεδονία, αφού τα μάτιά μας τα βγάζαμε τόσες δεκαετίες, όσο το να φύγει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Και βάζουν φωτιά στον τόπο. Ξεχνάμε πόσες φορές την εθνικιστική έξαρση ακολούθησε εθνική καταστροφή. Καταλήγω λοιπόν ότι άλλες είναι οι αιτίες των διαμαρτυριών. Αυτές αξίζει να εντοπίσουμε. Για παράδειγμα, δεν μου βγαίνει από το μυαλό  ότι η πλειονότητα των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας συμφωνεί και επί πλέον ανακουφίστηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. 

Για να μην παρεξηγιόμαστε, τα παραπάνω τα λέω ανεξάρτητα απ' τη δική μου θέση για τη συμφωνία. Το ότι δεν έχω βρεθεί σε κόμματα δεν το θεωρώ προσόν, απλά μου ήταν ξένο και είχε κι ένα καλό: μου επέτρεψε να διατηρώ το δικαίωμα να κριτικάρω και να αμφιβάλλω. 

«Στο 'χω πει πολλές φορές, ό,τι χάσαμε δεν θα το ξαναβρούμε». Πώς πορευόμαστε, τώρα που σιγά-σιγά την τρώμε κι αυτήν τη δεκαετία του 21ου; Τι λέει το γκάλοπ; Θα βρούμε τουλάχιστον το χιούμορ μας ή πάει, το έφαγε η Κρίση;

Όποιος το 'χασε το 'χασε, αυτός που το 'χει το χαίρεται. Η Κρίση το επιτείνει και στις δύο περιπτώσεις. Το κακό με το πέρασμα της δεκαετίας είναι πως μας προσθέτει χρόνια και μας κάνει να νιώθουμε χαζοχαρούμενοι, κυρίως στο πάλκο, όταν κυριολεκτικά νιώθουμε κάπου γύρω στα είκοσι.



29 Σεπτεμβρίου 2021

Attika - συνέντευξη (2018)


Τριάντα στρογγυλά έτη μετά τον τελευταίο τους δίσκο When Heroes Fall, οι Attika επέστρεψαν με καινούρια δουλειά, πάντα σε US metal ρυθμούς, τώρα που επανεκτιμώνται από κοινό και κριτικούς. Έχουν μάλιστα και κατά το ήμισυ αυθεντική σύνθεση, αφού το παρών δίνουν εν έτει 2021 τόσο ο τραγουδιστής Robert Van War, όσο και ο ντράμερ Jeff Patelski.

Μια κριτική για το φετινό άλμπουμ Metal Lands βρίσκεται ήδη στις ηλεκτρονικές σελίδες του MiC. Η κυκλοφορία του, εντωμεταξύ, παρέχει μια καλή αφορμή αναδρομής σε μια κουβέντα που έκανα με τον Van War τον Μάιο του 2018, λίγο πριν την πρώτη έλευση των Attika στην ...Αττική, για το Up The Hammers Festival εκείνης της χρονιάς. Όπως βέβαια μου εξήγησε ο Αμερικανός τραγουδιστής, τα της Αττικής δεν έχουν σχέση με τα δικά μας μέρη: τα εμπνεύστηκαν από μια φυλακή της Νέας Υόρκης, περίφημη κάποτε λόγω μιας εξέγερσης κρατουμένων.

Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Δεν ήταν μπάντα πρώτης γραμμής οι Attika, ήταν όμως αξιόλογοι, μπήκαν μάλιστα και στον κόπο να προσδέσουν την US metal αισθητική σε στίχους που συχνά λάμβαναν και κοινωνικό περιεχόμενο. 

Τραγούδια δε όπως το "Glory Bound" (το ακούτε και στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης) παραμένουν αέναα αγαπημένα στιγμιότυπα της πωρωτικής αγουράδας του US metal της δεκαετίας του 1980, έστω κι αν απηχούν εν τέλει το Παράδειγμα των Armored Saint, όπως παραδέχεται άλλωστε και ο Van War στην κάτωθι κουβέντα μας.


Λίγες μέρες μας χωρίζουν πλέον από την έλευσή σας στην Αθήνα, για το Up The Hammers Festival 2018. Αυτή δηλαδή που θα είναι και η πρώτη ευρωπαϊκή συναυλία στην ιστορία σας. Έχετε ξανάρθει στην Ελλάδα, ίσως ως τουρίστες; 

Προσωπικά δεν έχω ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα, θα είναι η πρώτη φορά. Οι Attika το περιμένουμε πώς και πώς το Up The Hammers. Κι ελπίζουμε να γνωρίσουμε από κοντά πολλούς φίλους που τους ξέρουμε μόνο μέσω Facebook. Αισιοδοξώ επίσης ότι αυτή η συναυλία θα ανοίξει για μας περισσότερες πόρτες. 

Attica: πόλη στη Νέα Υόρκη, μα και περίφημη φυλακή, που έγινε διεθνώς γνωστή λόγω μιας εξέγερσης κρατουμένων πίσω στο 1971. Εσείς όμως τη γράφετε με k και όχι με c, ερχόμενοι έτσι πιο κοντά στο πώς γράφουμε εμείς την Αττική. Τι έχει συμβεί εδώ; 

Α, στην πραγματικότητα είναι κάτι απλό! Όταν ξεκινήσαμε δοκιμάσαμε διάφορα ονόματα για το γκρουπ, γιατί ψάχναμε για κάτι που θα έμενε εύκολα στη μνήμη. Κατασταλάξαμε έτσι στη φυλακή Attica. Όσο για τη γραφή, έγινε εντελώς ενστικτωδώς. Είπα δηλαδή τότε στον Joe Longobardi –τον αυθεντικό μας κιθαρίστα– να αλλάξουμε το c με k, γιατί θα φαινόταν καλύτερα σαν λογότυπο. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για την ελληνική Αττική. 

Πες μας δυο λόγια με την ευκαιρία και για τον τόπο καταγωγής σας. Πώς πρέπει να φανταστούμε τη Melbourne της Φλόριντα; Πώς ήταν για σας το να μεγαλώνετε εκεί; 

Πίσω στη δεκαετία του 1970, η Melbourne ήταν μικρή κωμόπολη, με μία μόλις περιοχή γεμάτη εμπορικά καταστήματα. Πλέον είναι μια αρκετά μεγάλη πόλη, η οποία συνεχίζει να μεγαλώνει. 

Όταν ήμασταν έφηβοι, δεν υπήρχαν και πολλά να κάνεις εκεί. Είχαμε όμως πρόσβαση στη θάλασσα, οπότε υπήρχε παραλία και η ευκαιρία να παίζουμε πολλές ώρες έξω από το σπίτι. Χτίζαμε λοιπόν φρούρια πάνω στα δέντρα, παίζαμε kickball και μαθαίναμε να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας. 

Αλήθεια, πίσω στο 1986 που ξεκινήσατε τους Attika, ξέρατε ότι υπήρχε κι άλλη metal μπάντα με το ίδιο όνομα, στην πολιτεία της Ουάσινγκτον; 

Όχι, δεν είχαμε ιδέα. Τότε βλέπεις δεν είχαμε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι εκεί στη Melbourne ήμασταν 5 χρόνια πίσω (μη σου πω και 10) σε σύγκριση με την ενημέρωση που υπήρχε σε μεγάλεις πόλεις, όπως π.χ. το Μαϊάμι. 

Ο πρώτος σας δίσκος Attika (1988), φέρνει κατά νου τις πρώιμες ημέρες των Iron Maiden, κάτι που πρόσεξε και το Kerrang! στην κριτική που σας έκανε. Σας άρεσαν πράγματι οι Iron Maiden; Τι άλλο ήταν τότε «μεγάλο» για σας; 

Σε εκείνο το ντεμπούτο προσπαθούσαμε να βρούμε τους εαυτούς μας, μουσικά μιλώντας. Ξέραμε ότι θα ήμασταν μια metal μπάντα, αλλά κατά τα λοιπά δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι προς τα πού πηγαίναμε. Νομίζω ότι ισχύει πως μια μεγάλη επιρροή των Attika στάθηκαν οι Iron Maiden. Όμως μας επηρέασαν εξίσου και συγκροτήματα σαν τους Judas Priest, τους Black Sabbath, τους Deep Purple και τους Queen. 

Σ' αυτό το ντεμπούτο έχετε κι ένα τραγούδι που το υπεραγαπώ, το "Glory Bound". Έχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία; Αληθεύει ας πούμε ότι τον τίτλο τον εμπνευστήκατε από τους Armored Saint;

Είναι αλήθεια, ναι. Τότε άκουγα το δικό τους ντεμπούτο March Of The Saint (1984) και μου άρεσε πολύ το τραγούδι "Glory Hunter". Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο στίχος «Glorybound» θα γινόταν φοβερός τίτλος. Ο Joe έγραψε τη μουσική κι εγώ τους στίχους, έχοντας κατά νου την ιδέα μιας διαμάχης. Όλοι βασικά θέλουμε να κάνουμε ό,τι είναι σωστό, ίσως και ό,τι είναι προσδοκώμενο από μας· αλλά την ίδια στιγμή έχουμε και μια επαναστατική φύση, με την οποία πρέπει να πολεμήσουμε. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να το αναπαραστήσεις όλο αυτό, από το κλασικό πλαίσιο καλό εναντίον κακού; 

Το δεύτερό σας άλμπουμ When Heroes Fall (1991) θεωρείται πλέον κλασικό για τον underground US metal ήχο, αλλά για σας υπήρξε το τέλος του δρόμου: από τότε δεν ξαναβγάλατε κάτι και τελικά διαλυθήκατε το 1996. Τι σας απογοήτευσε τόσο πολύ;

Κι όμως, εκείνα τα χρόνια είχαμε έτοιμα 6 καινούρια τραγούδια, για τον δίσκο που επρόκειτο να διαδεχθεί το When Heroes Fall. Δουλεύαμε μάλιστα με έναν παραγωγό που ήρθε μαζί με τον Chris Rutherford, ο οποίος είχε κάνει μηχανικός ήχου στους Anthrax για το Among The Living (1987). Οι δυο τους έφεραν μάλιστα και αντιπροσώπους της Island σε μια συναυλία μας στο Μαϊάμι. 

Παίξαμε καλά τότε, αλλά ήταν καιροί με αρκετή εσωτερική ένταση στο γκρουπ. Η Island ήθελε να προχωρήσουμε, απαιτούσε όμως να αλλάξουμε οπωσδήποτε κάποια μέλη. Τα βάλαμε λοιπόν κάτω με τον Joe και τους απαντήσαμε ότι δεν θα το κάναμε. Δυστυχώς. Γιατί πολύ σύντομα θα αποδεικνυόταν πως αυτές οι αλλαγές θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. 

Έχω διαβάσει αρκετά πράγματα για σας, λίγοι όμως έχουν σταθεί νομίζω στους στίχους σας, στους οποίους μιλούσατε συχνά για κοινωνικά θέματα, δίχως να αποφεύγετε την πολιτική αιχμή. Σας ιντριγκάρει ακόμα αυτή η πραγματικότητα; Πώς αποτιμάτε από τη δική σας σκοπιά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ; 

Πλέον οι Attika δεν ασχολούνται τόσο με τα πολιτικά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν θέματα στις σημερινές Η.Π.Α. –το μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου, είναι η εμπιστοσύνη. Συνεχίζουμε πάντως να έχουμε δύο μεγάλα κόμματα, με το ένα να βρίσκεται στο άκρο του άλλου. Νομίζω ότι πολύς κόσμος στην Αμερική κουράστηκε από την οικογενειοκρατία στο προεδρικό αξίωμα, με όλους αυτούς τους Kennedy, τους Bush και τους Clinton. Και αναζήτησε κάτι διαφορετικό.  
 
Μαθαίνω ότι ετοιμάζετε νέο άλμπουμ. Θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι; Τι μπορείς να μας πεις γι' αυτό, τη δεδομένη στιγμή;

Αυτή τη στιγμή συζητάμε με διάφορες δισκογραφικές. Θα μπούμε στο στούντιο να γράψουμε Ιούλιο και Αύγουστο, οπότε, αν πρέπει να προβλέψω για το πότε θα βγει, θα έλεγα τέλη της χρονιάς. Μουσικά να περιμένετε κάτι ελαφρώς αλλιώτικο από το παρελθόν, καθώς πλέον γράφω τα περισσότερα κομμάτια ως δίδυμο με τον Bill Krajewski, ο οποίος είναι αρκετά διαφορετικός ως μουσικός από τον Joe –αμφότεροι ασφαλώς είναι καταπληκτικοί. Πιστεύω ότι θα αρέσει στους fans. Ο δίσκος θα λέγεται (μάλλον) Metal Lands

Θα πάρουμε κάποια πρώτη γεύση του στο Up The Hammers;

Ναι, καθώς έχουμε συμπεριλάβει δύο νέα κομμάτια στη setlist. Αρκεί να μας βγουν οι χρόνοι. Έχουμε διαλέξει μόνο ένα τραγούδι από το ντεμπούτο –και δεν θα δυσκολευτείς να βρεις ποιο είναι! Ελπίζουμε ότι θα σας αρέσουμε, πιστεύουμε ότι θα περάσουμε εξαιρετικά και στο live και στην Ελλάδα. 



27 Σεπτεμβρίου 2021

The Tiger Lillies - ανταπόκριση (2016)


Το βαθμιαίο ξαναζέσταμα των διεθνών συναυλιών, τώρα τουλάχιστον που το επιτρέπει ο καιρός, φέρνει ξανά στην Αθήνα και τους πολυαγαπημένους του εγχώριου κοινού Tiger Lillies.

Μεθαύριο Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου, η παρέα του Martyn Jacques παρουσιάζει στο Ηρώδειο το The Crack οf Doom and Other Quarantine Tales: την πιο ελληνική από τις μέχρι τώρα παραστάσεις της, καθώς περιστρέφεται γύρω από το νέο άλμπουμ Greek Songs, το οποίο βασίστηκε σε στίχους παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών. Μαζί βέβαια με αυτό θα ακουστούν και κομμάτια γραμμένα κατά την πρόσφατη πανδημία –γι' αυτό και το «quarantine tales» του τίτλου.

Δοθείσης της αφορμής, λοιπόν, ακολουθεί ένα κείμενο για τη sold-out συναυλία του Αυγούστου 2016 στο Κηποθέατρο Παπάγου, όπου το σκοτεινό τους punk καμπαρέ ξετύλιξε την παράσταση Madame Piaf: Songs From The Gutter, που εδραζόταν ασφαλώς στο άλμπουμ Madame Piaf του 2016. Αν θαύμασα κάτι τότε, ήταν ότι, παρά τα τόσα χρόνια πορείας και τους πάμπολλους πλέον δίσκους που αναπόφευκτα είχαν αρχίσει να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, οι Tiger Lillies μόνο «δεδομένοι» δεν φάνηκαν. Παρέμειναν αντιθέτως μια σύναξη κλόουν έτοιμων να τραγουδήσουν τις ευχές και τις κατάρες ενός κόσμου στις παρυφές της μοντέρνας πόλης, εκεί όπου το άστυ συνορεύει με τους (κυριολεκτικούς, αλλά και μεταφορικούς) υπονόμους.

Η ανταπόκριση αυτή είχε δημοσιευτεί τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρότι οι ιθύνοντες έβαλαν και μερικές εξτρά καρέκλες στα πλάγια, το πράγμα είχε φανεί από νωρίς για όσους παρακολουθούσαν το event στο Facebook: το Κηποθέατρο Παπάγου είχε γίνει sold-out (χωράει 1.500 άτομα) και αρκετοί έψαχναν εναγωνίως για ένα εισιτήριο, σε μια Αθήνα η οποία κατά τα λοιπά παρέμενε άδεια, κρίνοντας από την άνεση στους δρόμους. 

Τώρα, γιατί δεν επιλέχθηκε ένας μεγαλύτερος χώρος –με δεδομένη τη δημοτικότητα της παρέας του Martyn Jacques στην Ελλάδα– γιατί ο πήχης της όλης συναυλίας κρατήθηκε στα «χαμηλά» (μόνο η μπάντα, χωρίς προβολές ή εξτρά προσωπικό επί σκηνής), γιατί το ένα, γιατί το άλλο, είναι ερωτήματα για ρεπορτάζ και όχι για ατέλειωτα φεϊσμπουκικά σενάρια. Γεγονός είναι, αν τα θυμάμαι καλά, πως οι Tiger Lillies δεν έχουν ξαναπαίξει στα μέρη μας από το 2011 και μετά, από εκείνη δηλαδή την ιστορική τους εμφάνιση στο Σύνταγμα εν μέσω της πλέον ταραγμένης πολιτικής περιόδου από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα. Γεγονός είναι, επίσης, ότι εξακολουθούν να βγάζουν πολλούς δίσκους (έχουν ήδη τρεις για το 2016), με την κριτική να βρίσκει ότι πλέον έχει επέλθει κόπωση στα εκφραστικά μέσα.  

Εν τέλει, πάντως, όλα αυτά έχουν μικρή μόνο σημασία. Γιατί όταν οι Tiger Lillies ανεβαίνουν στη σκηνή, βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο. Και το ίδιο ακριβώς συνέβη και στου Παπάγου, σε μια συναυλία που την κέρδισαν κυριολεκτικά με το καλημέρα, με την έξυπνη προσαρμογή του "Love For Sale" του Cole Porter (1930) στο δικό τους στυλ. Μέρος της επιτυχίας υπήρξαν σίγουρα τα τραγούδια του δίσκου Madame Piaf, τα οποία κι αποτέλεσαν «κορμό» της όλης Songs From The Gutter παράστασης: είναι το δυνατότερο υλικό τους εδώ και χρόνια. Όμως δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι η πλήρης Tiger Lillies εμπειρία ήταν και παραμένει σκηνική. Είναι πάντα αλλιώς να τους βλέπεις, γι' αυτό και το μακάβριο καμπαρέ τους πραγματικά άνθισε μέσα στους καπνούς και κάτω από τα υποβλητικά μπλε ή κοκκινωπά φώτα του Κηποθεάτρου. 

Ο Martyn Jacques παραμένει «ψυχή» της εν λόγω σύναξης κλόουν, που δείχνουν έτοιμοι να τραγουδήσουν τις ευχές και τις κατάρες ενός κόσμου στις παρυφές της μοντέρνας πόλης, εκεί όπου το άστυ συνορεύει με τους (κυριολεκτικούς, αλλά και μεταφορικούς) υπονόμους. Είτε παίζοντας το πράσινο ακορντεόν του, είτε το αυτοσχέδιο γιουκαλίλι του, είτε καθήμενος στο πιάνο, είτε πιάνοντας τη φυσαρμόνικα, παραμένει ένας πολυοργανίστας ολκής. 

Ως τραγουδιστής, επιπλέον, είναι φοβερός. Η φωνή του αντηχεί καθαρή, δυνατή, με ένα αλλόκοτο σοπράνο στυλ που πιο κοντά στη ροκ εν ρολ κουλτούρα εδρεύει, παρά στον κόσμο της όπερας. Γι' αυτό ίσως και να φέρνει ενίοτε κατά νου εκείνη την άλλη υπέροχη περίπτωση, τον αδικοχαμένο Klaus Nomi. Δίπλα του, βέβαια, είχε δύο θαυμάσιους συμπαραστάτες: τόσο ο εξαιρετικός ντράμερ Jonas Golland (ο οποίος μπήκε στο σχήμα μόλις πέρυσι), όσο και ο αεικίνητος Adrian Stout σε μπάσο, κοντραμπάσο, μουσικό πριόνι και θερεμίνη, έπαιξαν εξαιρετικά –με τον δεύτερο να παίρνει άριστα σε στυλ και σκηνική παρουσία, μοιάζοντας με ζόμπι που κάνει καλλιτεχνική καριέρα. 

Αλλά και η «μαντάμ Πιάφ» τιμήθηκε δεόντως και με τη σειρά της έδωσε «αέρα» στο βρετανικό τρίο, το οποίο έφτασε σε αρκετές κορυφώσεις είτε με δικά του κομμάτια εμπνευσμένα από τη ζωή της στην «άγρια» πλευρά του Παρισιού ("Edith Loves Albert", "Mad", "Glass Of Wine"), είτε με ευφάνταστες διασκευές σε επιτυχίες της ("No Regrets", "Padam", "La Vie En Rose"). Σε κάθε περίπτωση, οι Tiger Lillies μπόρεσαν κι ένωσαν το Παρίσι της Πιάφ με τη δική τους ατέλειωτη διελκυστίνδα ανάμεσα στο μπρεχτικό Βερολίνο και στη φιλοσοφία που κληροδότησε η κοσμογονική ανακατωσούρα του punk. 

Το ετερόκλητο κοινό με τον ανεβασμένο μέσο όρο ηλικίας ίσως δεν ήξερε τα τραγούδια του Madame Piaf, παρακολούθησε όμως με φανερό ενδιαφέρον και χειροκρότησε θερμά. Απογειώθηκε δε στο encore, όταν οι Tiger Lillies έκαναν μια σύντομη επίσκεψη στο παρελθόν εκείνο που έχει τόσο αγαπηθεί στη χώρα μας: ειδικά τα "Bully Boys" και "Crack Of Doom" οδήγησαν σε εκστατικές αντιδράσεις, με το τελευταίο να κλείνει μία ακόμα πολύ καλή εμφάνιση του βρετανικού τρίο στην Ελλάδα. Ό,τι κι αν λέγεται λοιπόν για τους δίσκους τους, επί σκηνής ο Jacques και οι συνοδοιπόροι του παραμένουν δύναμη.




25 Σεπτεμβρίου 2021

Khatia Buniatishvili - ανταπόκριση (2011)


Ημέρες Νυχτών Πρεμιέρας οι τελευταίες του Σεπτέμβρη, ημέρες όμως και με μεγάλους πιανίστες στο Μέγαρο Μουσικής. Χθες ξεκίνησε η άτυπη τριλογία τους με τον Evgeny Kissin, αύριο συνεχίζεται με την Khatia Buniatishvili, ολοκλήρωση τέλος του μήνα με τον Ivo Pogorelić.

Νεότερη ανάμεσα στους τρεις, η 34άχρονη Buniatishvili από τη Γεωργία είναι αυτή που εξακολουθεί να θεωρείται «αμφιλεγόμενη». Όταν εμφανίστηκε δηλαδή στα πράγματα, μία δεκαετία πριν, αντιμετώπισε ποικίλες αντιδράσεις από τους πιο σφιχτοκουμπωμένους ανάμεσα στο κλασικό κοινό. Τι για τα φορέματα που διάλεγε της είπαν, τι για τα νιάτα της και το ευπαρουσίαστό της (ότι αποπροσανατόλιζαν από τις μουσικές της δεξιότητες), τι ότι εξυπηρετούσε μηχανισμούς του μάρκετινγκ για να πουληθούν δίσκοι σε μια δύσκολη για τη βιομηχανία εποχή, τι για το παίξιμό της, το οποίο ήταν στην καλύτερη άγουρο και εφετζίδικο. Δεν τους μετέπεισαν ούτε κάποια θετικά σχόλια της Martha Argerich, ούτε το βιογραφικό της (πρώτο κονσέρτο στα 6, καλές σπουδές στη Βιέννη), ούτε η αντίθετη γνώμη διαφόρων έγκριτων αρθρογράφων. 

Οι αντιδράσεις αυτές δεν έχουν κοπάσει, πλέον όμως φαντάζουν ως προερχόμενες από μια ξινή μειονότητα. Χολωμένη ίσως που της χάλασαν κάποια από τα «κουτάκια» με τα οποία έχει μάθει να αντιμετωπίζει μια περφόρμανς πιάνου, διακατεχόμενη ίσως και από μια επιθυμία πατροναρίσματος της γυναικείας παρουσίας στο κλασικό σύμπαν. Αλλά η Buniatishvili έχει πια εδραιωθεί και έρχεται τώρα στο Μέγαρο Μουσικής με το στάτους μιας «μεγάλης πιανίστριας» των δικών μας καιρών.

Η ευκαιρία είναι λοιπόν καλή για μια αναδρομή στον Δεκέμβριο του 2011, όταν είχε πρωτοφανεί στο κλασικό στερέωμα και είχε έρθει και πάλι στην Αθήνα –ως «rising star», τότε– δίνοντας μια εντυπωσιακή συναυλία στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου. Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε με εκείνη την αφορμή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Φρέσκα κείμενα για τον Kissin, την αυριανή Buniatishvili και τον Pogorelić αναμένονται στα προσεχώς, όχι όμως εδώ, αλλά στα μέσα με τα οποία συνεργάζομαι επί του παρόντος.


Πλάνο #1: το κοινό. Γέμισε η αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου την περασμένη Τετάρτη, με κόσμο όμως ετερόκλητο. Δεν είχες δηλαδή μόνο το κλασικό κοινό του Μεγάρου, τους καλοντυμένους μεσήλικες που πάντα παίρνουν ταξί με φόρα προς την Κηφισίας αποχωρώντας. Είχες κι άλλες φάτσες, πιο κάζουαλ ντυμένες, καθώς και αρκετό νεαρόκοσμο, αγόρια και κορίτσια τα οποία έφυγαν με τα πόδια μετά τη συναυλία, με την πυξίδα να δείχνει προς Μαβίλη και πιθανό early drink. Δεν ήταν τυχαία αυτή η σύσταση. Αντιθέτως, ήταν μάλλον η πρέπουσα για μια καλλιτέχνιδα η οποία ήρθε να παίξει στο Μέγαρο Μουσικής υπό τη «Rising Stars» ταμπέλα του φετινού προγραμματισμού. 

Πλάνο #2: η Khatia Buniatishvili απέναντι στο κοινό. Είναι όπως στις promo φωτογραφίες. Με αυτό το μαλλί, με το συγκεκριμένο κραγιόν, με την ευγενική συστολή που και μέρος του κώδικα αποτελεί μα και τα 24 της χρόνια αντανακλά –όπως και το γεγονός ότι τώρα, ουσιαστικά, βγαίνει από το αυγό. Εμφανίστηκε μπροστά μας με όμορφο (μαύρο) βραδινό φόρεμα, μας χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο και μια υπόκλιση κι έσπευσε να κάτσει στο πιάνο. Το σκηνικό επαναλήφθηκε έπειτα κάμποσες φορές: κάθε που τελείωνε μια ενότητα, σηκωνόταν, χαμογελούσε, υποκλινόταν. Το ίδιο και στο διάλειμμα, το ίδιο ακόμα και στο τέλος, όταν η αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου αντήχησε από τα μπράβο και τα παρατεταμένα χειροκροτήματα, υποχρεώνοντάς τη σε encore. Κουβέντα δεν μας είπε. Ούτε ευχαριστώ, ούτε καλησπέρα, ούτε καληνύχτα. Χαμόγελο, υπόκλιση, τέλος. Έσπευδε μάλιστα σε κάθε περίσταση να καταφύγει στο πιάνο, σαν να αισθανόταν πιο άνετα εκεί, παρά ενώπιον της πλατείας. 

Πλάνο #3: η Khatia Buniatishvili μόνη με το πιάνο της. Ολική μεταμόρφωση. Το συνεσταλμένο, αμήχανο κορίτσι με το βραδινό μαύρο φόρεμα γινόταν ένας δαίμονας. Πολύ δύσκολα θα αποφύγεις να φέρεις κατά νου τη ρήση του Νίκου Δοντά για το «διαβολικό της ταμπεραμέντο». Η Buniatishvili δεν είναι απλώς άλλη μία άρτια εκπαιδευμένη μουσικός, διαβασμένη στο μάθημά της, με μια στάνταρ δεξιοτεχνία. Έχει στόφα διακατεχόμενη από αυτό το «κάτι». Αν το ψυλλιάζεσαι στο δισκογραφικό της ντεμπούτο για τη Sony Classical, το έβλεπες να ζωντανεύει καρέ-καρέ μπροστά στα μάτια σου στο Μέγαρο Μουσικής, καθώς ο Φρεντερίκ Σοπέν διαδεχόταν τον Φραντς Λιστ, δίνοντας τη σκυτάλη στον Ιγκόρ Στραβίνσκι. 

Το κορμί της λικνιζόταν άγρια, σε σημεία έμοιαζε έτοιμη να σηκωθεί και να παίξει όρθια. Τα μαλλιά της συχνά έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της: έμοιαζε περισσότερο να κάνει headbanging, παρά να εκτελεί μια σύνθεση. Κι όλα αυτά δεν ήταν ένα σόου, αλλά ο τρόπος επικοινωνίας της με τη μουσική: δινόταν σε εκείνη και αναδυόταν σφριγηλή, με απίστευτης δυναμικής εντάσεις και με έναν αραχνοΰφαντο λυρισμό στις στιγμές όπου έπρεπε να τονίσει άλλα συναισθήματα. Κάπως έτσι, η "Σονάτα για Πιάνο σε Σι Ελάσσονα" του Λιστ γνώρισε μια συναρπαστική εκτέλεση, τρία σκέρτσα του Σοπέν υπηρετήθηκαν άριστα ως προς τα όσα προστάζει ο τίτλος τους, ενώ τα τρία μέρη του "Πετρούσκα" –ίσως τα πιο οικεία στο κοινό– ήχησαν λαμπερά και πολυδιάστατα, όπως τους πρέπει. 

Πλάνο #4: έχει μόλις τελειώσει το encore, με μία από τις ομορφότερες συνθέσεις που ακούσαμε στη συναυλία –μια παραδοσιακή μελωδία από τη Γεωργία– και, εν μέσω χειροκροτημάτων, μια κυρία κάποιας ηλικίας προσεγγίζει τη σκηνή με μια ανθοδέσμη και, κλαίγοντας, αγκαλιάζει την Khatia Buniatishvili και της φιλάει τα χέρια. Γεωργιανή που μένει χρόνια στην Ελλάδα, η κυρία ήρθε να καμαρώσει τη συμπατριώτισσά της για την οποία τόσα είχε ακούσει. Κι αυτό που αισθάνθηκε μάλλον δεν μπόρεσε κανείς μας να το συμμεριστεί το ίδιο βαθιά, όσο κι αν το ανατέλλον άστρο της Buniatishvili μας άφησε κατάπληκτους.



22 Σεπτεμβρίου 2021

15 χρόνια Puzzlemusik - μια συζήτηση με τον Χρήστο Αλεξόπουλο και την Αγγελική Δαρλάση (2010), για πρώτη φορά στο ίντερνετ

Τέτοιες μέρες του 2006 ο Χρήστος Αλεξόπουλος έστειλε το δελτίο Τύπου με το οποίο ανακοίνωνε την έναρξη λειτουργίας μιας νέας ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας, με το όνομα Puzzlemusik. 15 χρόνια –και πολλές ανατροπές– αργότερα, η Puzzlemusik στέκεται ακόμα και «συνεχίζει δημιουργικά», όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε στη σελίδα της στο Facebook. 

Με τον Αλεξόπουλο έχουμε μιλήσει πολλές φορές από το 2006 και μετά, τόσο «επισήμως» –για δουλειές δηλαδή που αφορούν εταιριάρχες, αρχισυντάκτες και δημοσιογράφους– όσο και σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο. Τη δε Puzzlemusik, στην οποία οφείλουμε κάμποσες εκλεκτές κυκλοφορίες, την έχω ζήσει πολύ ως επαγγελματίας του χώρου, καθώς η ίδρυσή της συνέπεσε λίγο/πολύ με τα δικά μου πιο επικεντρωμένα επαγγελματικά βήματα, σε μια περίοδο κατά την οποία αποφάσισα να αφήσω τη ζωή μου στη Βρετανία και να επιστρέψω μόνιμα στην Αθήνα. 

Γι' αυτό και το 2016 συμμετείχα με πολλή χαρά στους εορτασμούς που έστησε στο ΙΛΙΟΝ plus για τα 10 (τότε) χρόνια δράσης της, συντονίζοντας το πάνελ που ανέλαβε να μιλήσει για την εγχώρια δισκογραφία στα '00s και στα '10s. Για την ιστορία, το απάρτισαν η Θάλεια Καραμολέγκου, ο Χρήστος Καρυώτης, ο Δημήτρης Μπούρας και βεβαίως ο ίδιος ο Αλεξόπουλος.

Η 15ετία της Puzzlemusik προσφέρει μια καλή ευκαιρία επιστροφής σε έναν από τους πιο «υποφωτισμένους» ίσως δίσκους που έβγαλε: την Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων (2010), «ένα μουσικό παραμύθι για παιδιά και όχι μόνο», το οποίο υπήρξε κοινό πόνημα του Αλεξόπουλου και της βραβευμένης στον χώρο του παιδικού βιβλίου & θεάτρου συζύγου του Αγγελικής Δαρλάση, πάνω ασφαλώς στο αγαπημένο έργο του Λιούις Κάρολ (1865).

Με αφορμή λοιπόν εκείνον τον δίσκο, στήσαμε πίσω στο 2010 μια κοινή συνέντευξη με τον Αλεξόπουλο και τη Δαρλάση. Το τελικό αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, για πρώτη φορά στο ίντερνετ.  

Μάλιστα, με τον Στυλιανό Τζιρίτα φέραμε τότε τους δύο συντελεστές και στο ραδιόφωνο, στην πρώτη εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς στους 105,5 Στο Κόκκινο. Δυστυχώς κανείς μας δεν έχει αντίγραφο εκείνης της εκπομπής. Δεν αποκλείεται να φανεί, εντούτοις, όταν ο σταθμός ολοκληρώσει τη δημιουργία του αρχείου του.

Χρήστο, αν κι έχεις ξαναγράψει τραγούδια για παιδιά, είναι η πρώτη φορά που προβαίνεις –ως δημιουργός– σε μια τέτοια κυκλοφορία. Γιατί τώρα;

Θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει κάτι τέτοιο πολύ νωρίτερα. Όταν τελείωνα την Άλλη Πλευρά (1999), τελείωνα ταυτόχρονα κι έναν κύκλο τραγουδιών για παιδιά. Η απόφαση πάρθηκε τώρα γιατί, ως πατέρας δύο μικρών αγοριών, άρχισα να παρακολουθώ πιο στενά τις κυκλοφορίες των CD για παιδιά και δεν με ικανοποιούσε το επίπεδό τους, καθώς συχνά η παραγωγή είναι φτωχή ή/και πρόχειρη και η κατεύθυνση τελείως λανθασμένη. 

Το ενδιαφέρον είναι δε ότι αυτά τα CD δεν κέρδιζαν ούτε τα παιδιά μου, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν ζητούσαν δεύτερη ακρόαση. Τους υποσχεθήκαμε λοιπόν να τους φτιάξουμε με τη μαμά κάτι που να τα ενθουσιάσει! Η πρόθεση είναι να κυκλοφορήσουν κι άλλα CD με ιστορίες και τραγούδια για παιδιά, από τη νέα σειρά Κ της Puzzlemusik.  

Είναι πράγματι και δική μου αίσθηση ότι, παρά τον μεγάλο αριθμό κυκλοφοριών στον χώρο, επικρατεί μετριότητα. Πού βρίσκεται ο πήχης;

Χρήστος Αλεξόπουλος: Υπάρχουν κάποια πρότυπα για το μέχρι πού «αντέχουν», υποτίθεται, να ακούσουν τα παιδιά. Ευκολίες στην τεχνική κι εκπτώσεις στην αισθητική. Φασόν χωρίς έμπνευση. Η ιστορία, όμως, έχει δείξει ότι δεν είναι αυτά που αντέχουν στο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο –για να πω το προφανές παράδειγμα– ότι η Λιλιπούπολη (1981) αποτελεί το κοινώς αποδεκτό σημείο αναφοράς. Προσωπικά, και το Μίλα Μου Για Μήλα των Σταύρου Παπασταύρου & Ευγένιου Τριβιζά (1985) είναι ένα άλμπουμ που θα μου άρεσε πολύ να είχα φτιάξει.

Αγγελική Δαρλάση: Εγώ μεγάλωσα ακούγοντας στο Κρατικό Ραδιόφωνο τους Ήρωες Θαυμαστών Ηρώων, που έγραφε ο Κώστας Δαρλάσης (πατέρας μου) με μουσική του ακόμη άγνωστου (τότε) Σταμάτη Κραουνάκη. Η δικιά μου Αλίκη εκεί έχει τη ρίζα της. Στη συνέχεια λάτρεψα τη μουσική και τα τραγούδια του Δημήτρη Λέκκα στις παραστάσεις της Παιδικής Αυλαίας του Γιάννη Καλατζόπουλου. Με όλα αυτά τα παραδείγματα ο πήχης, για μένα, οφείλει να βρίσκεται ψηλά.  

Πόσο σημαντικός υπήρξε δηλαδή για τη δική σας δημιουργία ο απόηχος έργων σαν τη Λιλιπούπολη ή των νεότερων λ.χ. Μυστικών Του Κήπου του Νίκου Κυπουργού (2001), που αμφότερα επιχείρησαν να είναι δίσκοι απευθυνόμενοι και στα παιδιά και στους γονείς τους;

Χ.Α.: Δείχνουν τον δρόμο. Και είναι ο μόνος. Στην πράξη, στην καθημερινότητα, δεν στέκει καν ο όρος «παιδικό» CD. Εξ' ορισμού, το κοινό ενός ηχητικού παραμυθιού με αφήγηση και τραγούδια είναι μικτό. Όσο απευθύνεται σε παιδιά, άλλο τόσο απευθύνεται και στους ενήλικους.

Α.Δ.: «Παιδί είμαι, δεν είμαι ανόητη και τα παιδιά έχουν μυαλό και μπορούν μια χαρά να το χρησιμοποιούν» λέει η Αλίκη! Αλλά έχουν κι αλάνθαστο ένστικτο σε θέματα αισθητικής. Εμείς τους αλλοιώνουμε το κριτήριο, σταδιακά. Σε μια τάξη με 7άχρονα, είχα βάλει απόσπασμα από τη "Θάλασσα" του Νίκου Σκαλκώτα. Ένα, συγκινημένο μου είπε: «Δεν ξέρω πώς να το πω... Αλλά να… είναι τόση η ομορφιά!» 

Οι ιστορίες του άλμπουμ ντύνονται με ποικίλα ηχητικά δείγματα. Δεν σε είχαμε φανταστεί, Χρήστο, από τις προσωπικές σου δουλειές, ως δημιουργό που τον απασχολεί και το χιπ χοπ ή το ρεμπέτικο. Πρόκειται για πλευρές σου τις οποίες δεν ξέραμε; Ή ήταν η φύση της παρούσας εργασίας που έθεσε το ζητούμενο του πλουραλισμού των μουσικών ειδών; 

Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από λογιών-λογιών μουσικές και τραγούδια! Συνθέτης είμαι και όχι τραγουδοποιός. Και αυτή είναι η διαφορά τελικά ανάμεσα στους δύο. Ο συνθέτης έχει τη γνώση, την ικανότητα και την επιθυμία ακόμη και να εφευρίσκει αφορμές προκειμένου να εκφράζεται πλουραλιστικά και με διαφορετικές, ανά περίσταση, επιλογές. Η έκφρασή του μπορεί λοιπόν να πάρει με επιτυχία διάφορες μορφές και να φέρει σε πέρας με δημιουργικό και ευφάνταστο τρόπο ακόμη και παραγγελίες. 

Θέλω να πω ότι είναι σε βαθμό αυτονόητο ότι σε ένα τέτοιο CD θα έπαιζα με διαφορετικά είδη. Βρήκα πεδίο ανοιχτό κι ελεύθερο στην Αλίκη και υπηρέτησα την ιστορία και τους χαρακτήρες της. Επίσης, ένα κείμενο (της Αγγελικής) δουλεμένο με γνώση, ακρίβεια και φαντασία, στάθηκε έμπνευση για μένα κι όρισε κατευθύνσεις. Και για πρώτη φορά χρειάστηκε να ασχοληθώ σε τόσο μεγάλη έκταση με το sound design –από την ίδια τη φύση του πράγματος.

Αγγελική, καταξιώθηκες στον χώρο του παιδικού βιβλίου από το ξεκίνημα κιόλας, με τους Ονειροφύλακες (2004). Τι χρειάστηκε να δεις με διαφορετικό μάτι, μεταπηδώντας από ένα συγγραφικό πλαίσιο στο στιχουργικό;

Οι στίχοι ήταν μέρος ενός συνόλου που στην ουσία αφορούσε τη μεταφορά από ένα είδος σε άλλο –πολύ κοντά στη θεατρική διασκευή. Έπρεπε λοιπόν ο λόγος να είναι πυκνός και περιεκτικός, με δικό του εσωτερικό ρυθμό, χαρακτηριστικά της γραφής μου έτσι κι αλλιώς. Το στοιχείο ομοιοκαταληξία προκάλεσε ακόμη περισσότερο τη δημιουργική μου φαντασία. 

Διάλεξες μάλιστα να κρατήσεις στους στίχους κάτι από το σουρεαλιστικό πνεύμα του Λιούις Κάρολ (Lewis Carroll). Πόσο εύκολα ισορρόπησε αυτό με το προσωπικό σου στυλ; Πού τέθηκαν τα όρια, ώστε να συνυπάρξετε;  

Ο σουρεαλισμός του Carroll αποτέλεσε δυνατό χαρτί για τη θεατρικότητα του όλου εγχειρήματος. Δεν έβαλα όρια. Αφέθηκα στη χαρά να γράψω κάτι που εγώ δεν θα μπορούσα να γράψω ποτέ. Πάντα το στοίχημα σε κάθε μεταφορά-διασκευή είναι να κρατηθεί το πνεύμα του πρωτοτύπου. Ελπίζω να πέτυχα.

Γιατί αλήθεια ο Λιούις Κάρολ; Θελήσατε να εμπλακείτε με την Αλίκη λόγω της ευρείας αποδοχής και αναγνώρισης που απολαμβάνει; Ή έχετε και τη δική σας, προσωπική, σχέση με αυτό το έργο; 

Χ.Α.: Όταν αποφασίσαμε ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε ένα CD για παιδιά, η Αγγελική είχε την ιδέα (εν μέσω διαφόρων άλλων) κι εγώ συμφώνησα. Είναι πολυεπίπεδος μύθος και μου έκανε αυτό –ας μην ξεχνάμε ότι ο Carroll δεν το έγραψε για παιδιά.

Α.Δ.: Ήταν μια εμμονή μου –μαζί με τον Πήτερ Παν. Το χιούμορ και η αυτοκριτική διάθεση των Άγγλων με γοητεύουν! Και η υπαρξιακή αναζήτηση είναι στοιχείο κοινό σε πολλές ηλικιακές φάσεις.

Αγγελική, είσαι κάτοχος δύο κρατικών βραβείων, παιδικής λογοτεχνίας (για τους Ονειροφύλακες) και παιδικού θεατρικού (για το Τότε Που Κρύψαμε Έναν Άγγελο του 2009). Τι θα απαντούσες σε όσους εκφράζουν αμφιβολίες για τέτοιες διακρίσεις, μιλώντας για αστοιχείωτες επιτροπές κρίσης και βραβεύσεις βάσει δημοσίων και κομματικών σχέσεων; Πόση αλήθεια και πόσος μύθος υπάρχει; 

Και δεν είναι τα μόνα βραβεία∙ συνολικά 5 διακρίσεις στα 10 χρόνια συγγραφικής πορείας σε θέατρο και λογοτεχνία (για να το κάνω χειρότερο!). Οπότε ή είμαι βραβειομανής και βάζω μέσον κάθε φορά ή στην όλη ιστορία υπάρχει και λίγο μύθος –γιατί, αλλιώς, θα ήμουν ήδη πολύ μεγάλο όνομα! 

Εμένα μ' ενδιαφέρει το έργο μου να είναι ουσιαστικό και ν' αντέξει στον χρόνο. Ο Καπελάς κι ο Μαρτιάτικος Λαγός, τα λένε μια χαρά: «τα πράγματα είναι έτσι, αλλά είναι και αλλιώς/είναι εντός, είναι κι εκτός». 

Οι καιροί αλλάζουν. Για να αλλάξουν προς το καλύτερο θα πρέπει ο καθένας να υπηρετεί από το δικό του μετερίζι με τον ουσιαστικότερο τρόπο όσα πιστεύει –και η αναγνώριση θα έρθει. Ας ξαναθυμηθούμε όλοι μας το ήθος και να το διδάξουμε, με τις πράξεις μας, στα παιδιά μας. 

Αληθεύει ότι ο χώρος του παιδικού βιβλίου, θεάτρου και τραγουδιού υπήρξε από τους πλέον ανθηρούς τα τελευταία χρόνια; Πιστεύετε ότι τα παραπάνω ενδέχεται να αντιμετωπιστούν ως είδη πολυτελείας στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης;

Α.Δ.: Για το θέατρο και το βιβλίο έτσι λένε –αν κι εγώ δεν έγινα πλούσια. Ίσως επειδή δεν ήταν οικονομικοί οι λόγοι που με ώθησαν να ασχοληθώ με τη συγγραφή για παιδιά.  

Χ.Α.: Η φούσκα μέσα στην οποία ζούσαμε σαν κοινωνία έχει ήδη σκάσει. Κάτι καινούριο γεννιέται και αναδιαμορφώνει τις κοινωνικές αντιλήψεις. Η ανάγκη για παιδικό εξακολουθεί να υπάρχει. Το περιβάλλον κρίσης, όμως, δεν επιτρέπει προχειρότητες και αρπαχτές. Ο γονιός θα προσέχει λοιπόν περισσότερο και την ποσότητα, αλλά και την ποιότητα.