29 Απριλίου 2024

Catelouso & Lyrae Cantus - Σύναξις [δισκοκριτική, 2007]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2007 στο άλμπουμ «Σύναξις» του Catelouso (κατά κόσμον Παναγιώτης Λευθέρης) και των Lyrae Cantus: ένα πόνημα που ακόμα θυμάμαι ως ανάμεσα στα λίγα συναρπαστικά πράγματα που άκουσα στα όρια του ελληνικού τραγουδιού από το 2000 και μετά, μα δεν εκτιμήθηκε δεόντως από την κριτική της εποχής και δεν βρήκε, νομίζω, τη δημοσιότητα και την απήχηση που του άξιζε. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία εικονίζει τον Παναγιώτη «Catelouso» Λευθέρη και παραχωρήθηκε από τον ίδιο, για τις ανάγκες σχετικών δημοσιεύσεων της εποχής 


Την πρώτη φορά που αντίκρισα τον δίσκο «Σύναξις», με ιντρίγκαρε· κάτι μυστηριώδες και μη ορθολογικό τράβηξε αμέσως την προσοχή μου πάνω του. Στη συνέχεια, το ερώτημα που μου απηύθυναν, αν είμαι σίγουρος δηλαδή ότι το ήθελα για το Avopolis γιατί ήταν «εξειδικευμένη» κυκλοφορία, με κέντρισε ακόμα περισσότερο. Όταν, δε, το άκουσα, μαγεύτηκα. Και, τόσες ακροάσεις μετά, ακόμα το ίδιο παθαίνω. 

Είναι, για μένα τουλάχιστον –γιατί δεν το υποδέχτηκαν όλοι οι κριτικοί τόσο θετικά– ένα τελείως έξω από τα συνηθισμένα άλμπουμ, το οποίο δεν θα βρει μαζική απήχηση και δεν μπαίνει κάτω από καμία ταμπέλα, μα σαφώς αποτελεί μια πρόταση για το ελληνικό τραγούδι. Ο Σείριος του Γιώργου Χατζιδάκι, άλλωστε, ξέρει καλά τι κυκλοφορεί. 

Ας κάνουμε και κάποιες απαραίτητες συστάσεις, όμως. Η «Σύναξις» αυτή είναι έργο που παραγγέλθηκε. Γράφτηκε από τον Κυθήριο συνθέτη Παναγιώτη Λευθέρη το καλοκαίρι του 2004 για την επαναλειτουργία, μετά από πολλά χρόνια, της εκκλησίας της Παναγίας Κοντελετούς στο χωριό Λιβάδι των Κυθήρων και εκτελέστηκε από το σύνολο μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής Lyrae Cantus. Τόσο η παραγγελία και η περίσταση –που είχαν ως προϋπόθεση ένα κλίμα θρησκευτικό, κατανυκτικό και συνάμα έντονα «κυθηραϊκό»– όσο και η υφολογική δέσμευση προς τη λεγόμενη «παλιά μουσική» (την οποία σηματοδοτούσε η χρησιμοποίηση των Lyrae Cantus), δεν αποδείχθηκαν παρά αφορμές για τον Παναγιώτη Λευθέρη. Ώστε να καταθέσει κάτι πρωτότυπο, το οποίο δεν είναι, τελικά, ούτε παλιά μουσική, ούτε κλασική, ούτε θρησκευτική, ούτε έντεχνο, ούτε παραδοσιακό, αλλά σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, χτισμένο με στοιχεία από όλα τα προαναφερόμενα είδη. 

Σε μια άλλη κριτική για το εν λόγω άλμπουμ, γραμμένη από έναν μουσικοκριτικό που ομολογώ πως θαυμάζω και θεωρώ σπουδαίο, η διάσταση χάθηκε εντελώς. Και λαθεμένα, νομίζω, η Σύναξις συγκρίθηκε, απαξιωτικά, τόσο με δουλειές «αναβίωσης» της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής της Δυτικής Ευρώπης (όπως των Estampie και Ex Cathedra, λ.χ.), όσο και με δίσκους καταγραφής της δημοτικής κυθηραϊκής μουσικής (όπως το θαυμάσιο «Πέρασμα Στα Κύθηρα», που παρήγαγε ο Εξωραϊστικός Σύλλογος Μητάτων Μυρτιά το 1991). Εδώ, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα ανάλογο. 

Ναι μεν ακούμε (μεταξύ άλλων) διασκευές σε παραδοσιακά κυθηραϊκά τραγούδια όπως το "Νυφιάτικο" ή το "Όμορφη Που 'Σαι...", ναι μεν αναγεννησιακά λαούτα, βιόλες ντα γκάμπα και φλάουτα με ράμφος επιστρατεύονται ώστε να ντύσουν με τους «παλαιούς» τους ήχους στίχους και ποιήματα Κυθήριων ποιητών ("Λαγγαδιανό Νερό", "Το Πηγάδι", "Αγωνία"), ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει ως κάτι που υπερβαίνει τα εκφραστικά μέσα. Aκριβώς γιατί τα χρησιμοποιεί ώστε να παράγει ένα σύγχρονο ελληνικό τραγούδι εντελώς διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο έχουμε μάθει να ορίζουμε ως τέτοιο.

Από την αρχή-αρχή, πρώτα με ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από την Αγία Γραφή ("Εκκλησιαστής, Κεφάλαιο Θ΄, 5") και αμέσως μετά με μια υπέροχη μελοποίηση του κεφαλαίου κς΄, 9 από την Προσευχή του Ησαΐου του Προφήτου ("Εκ Νυκτός Ορθρίζει"), ο ακροατής βυθίζεται σε κλίμα κατάνυξης και θρησκευτικού μυστικισμού, που, προς τιμήν του, δεν διαθέτει απολύτως τίποτα το θρησκόληπτο ή το νεο-ορθόδοξο. Μέσω αυτού, λοιπόν, βρίσκεται να ταξιδεύει στο παρελθόν των Κυθήρων, γενόμενος ένα με τα τοπία τους, με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους και με τα ιστορικά ίχνη των ανθρώπων οι οποίοι έδρασαν εκεί. 

Έπειτα, με αιχμές του δόρατος το καταπληκτικό οργανικό "Ιντερλούδιο", την αριστουργηματική μελοποίηση και ερμηνεία στα βγαλμένα θαρρείς από έναν άλλον, άυλο, κόσμο "Κούλουθρα" (σε ποίηση Πάνου Φύλλη, της κυριότερης, ίσως, μορφής στη νεότερη κυθηραϊκή λογοτεχνία), με το παιχνίδι του χρόνου που εκτυλίσσεται στο "Πηγάδι", όπως και με την ατμόσφαιρα των "Τάφων", η «Σύναξις» κερδίζει όλα τα στοιχήματα τα οποία βάζει. Παράλληλα, επίσης, κατακτά μια θέση ανάμεσα στις πιο πρωτότυπες ελληνικές δημιουργίες των τελευταίων χρόνων, έχοντας μάλιστα τα φόντα να σταδιοδρομήσει και στο εξωτερικό. Έστω κι αν χρειαστεί, τελικά, να βαφτιστεί με τους –περιοριστικούς– χαρακτηρισμούς «κλασική» και «παραδοσιακή» μουσική, ώστε να γίνει κάτι τέτοιο.



26 Απριλίου 2024

Death In June - ανταπόκριση (2016)


Το «MODU» δεν θυμάμαι πού ακριβώς βρισκόταν στο Μεταξουργείο, πάντως το φθινόπωρο του 2016 συγκαταλεγόταν στους καινούριους συναυλιακούς χώρους της Αθήνας. Δεν έμελλε να φτουρήσει, ωστόσο, αφού έκλεισε λίγα χρόνια μετά, για λόγους αδιευκρίνιστους, οι οποίοι ίσως είχαν να κάνουν και με μια πολιτικής φύσης κόντρα, αν δεν με απατά η μνήμη μου.

Εντωμεταξύ, αν και τη θυμάμαι χλιαρή, μια κάποια κόντρα πολιτικής φύσης είχε προκύψει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον Οκτώβρη του 2016, όταν πρωτοπήγα στο «MODU» για να δω τους Death In June. Ένα εμβληματικό και αναγνωρισμένο γκρουπ, που όμως μπλέχτηκε στον ακροδεξιό/νεοφασιστικό κυκεώνα του ύστερου 20ού αιώνα, λόγω κάποιων δημοσιοποιημένων απόψεων του αρχηγού και ιδρυτή τους Douglas Pearce.

Πέρα από όλα αυτά, ωστόσο –και το πώς διαβάζονται ή το κατά πόσο ευσταθούν– υπάρχει κι ένα αδιαμφισβήτητο neofolk ταλέντο. Το οποίο άστραψε και βρόντηξε στο γεμάτο κόσμο «MODU» εκείνο το μακρινό, πια, φθινόπωρο. Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Μιχάλη Τσίτα


Καλές εντυπώσεις μου άφησε ο νέος χώρος «MODU», σε αυτήν την πρώτη επίσκεψη: δυο βήματα από το μετρό Μεταξουργείο, ικανός να φιλοξενήσει το όχι λίγο/όχι πολύ κοινό που μπορεί να έχει στα μέρη μας ένα σχήμα σαν τους Death In June, με πραγματικά καλό ήχο –αν και σίγουρα μένει να τσεκάρουμε κι ένα ηλεκτρικό live– και με εξαερισμό επαρκέστατο, ο οποίος βοήθησε να μην υποφέρουμε, καθώς ήρθε μπόλικος κόσμος και το μαγαζί γέμισε. Η συναυλιακή τράπουλα της πόλης ανακατεύτηκε ξανά, λοιπόν, προς το καλύτερο, καθώς φαίνεται.


Δεν γνώριζα τους IN VEiN που κλήθηκαν ν' ανοίξουν τη βραδιά, πάντως δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου support σχήμα να κερδίζει την παρτίδα με τα πρώτα κιόλας λεπτά της παρουσίας του στη σκηνή και μάλιστα με δικό του κομμάτι –το "Veiled In Pain", από το ομότιτλο ΕΡ που έβγαλαν προς τα τέλη του 2015. Έχουν ακόμα «χιλιόμετρα» να διανύσουν, βέβαια: στις διασκευές που επιχείρησαν (το "Tainted Love", ας πούμε), όπως και στην επαφή με το κοινό, βγήκε μια κάποια αμηχανία. Αλλά η εκτελεστική τους επάρκεια έλαμψε στις ακουστικές κιθάρες και στο βιολί, ενώ ο τραγουδιστής τους ενθουσίασε με το goth μέταλλο της βαθιάς και εκφραστικής του φωνής, η οποία διαθέτει, επιπλέον, το (πάντα σημαντικό) ατού μιας καθαρής άρθρωσης.

Στον τίτλο της βραδιάς γράφω Défilé Des Âmes στη θέση του δεύτερου support, όμως θα πρέπει μάλλον να μπει σε εισαγωγικά: δεν είδαμε δηλαδή κάποιο reunion του ιστορικού για το εγχώριο dark underground σχήματος, μα τον Manos 6 –των Skull & Dawn, πλέον– να παίζει εκλογές από την πορεία τους μεταξύ 1998/1999 και 2004. Επί της ουσίας, πάντως, υπήρχε ατόφιο το συναίσθημα εκείνων των ηχογραφήσεων, ενώ η παρουσία πρώην μελών των Défilé Des Âmes ανάμεσα στο κοινό έκανε το set να είναι κάτι παραπάνω από «Manos Six presents». 


Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οπωσδήποτε οι δύο συνοδοιπόροι του, η Ηλιάνα Κορέτση με τον μετρημένο λυρισμό της στο τσέλο και ο Sean Ragon των Αμερικανών Cult Of Youth (σε μια συμμετοχή-έκπληξη), ο οποίος έδωσε πραγματικό martial ρεσιτάλ στα επιβλητικά κρουστά. Αλλά την παράσταση κανείς δεν μπορούσε να την κλέψει από τον Manos 6. Με χιούμορ και άνεση απέναντι στους θεατές, με θαυμάσιο χειρισμό της κιθάρας του και με υποβλητικές ερμηνείες, τίμησε με τον καλύτερο τρόπο το παρελθόν, θυμίζοντάς μας την αξία στιγμών σαν το "My Middle Name", το "Mushrooms" ή το "The Darker The Sky".

Οι Death In June, τώρα, δεν μας κράτησαν πολύ σε αναμονή: άντε κανά τέταρτο να καθυστέρησαν από την αναγραφόμενη ώρα έναρξης. Βασικά δηλαδή o Miro Snejdr, ο οποίος εμφανίστηκε με χακί περιβολή, πράσινο στρατιωτικό μπερέ και λευκή μάσκα, κάθισε στο πιάνο κι άρχισε ένα ρεσιτάλ κάπου μεταξύ νεοκλασικισμού κι ενός μοντερνισμού στα βήματα του Κλωντ Ντεμπισί, συνοδεία φωνητικών samples. Είναι, ασφαλώς, μια πάγια αρχή στις συναυλίες της μπάντας τον τελευταίο καιρό. Εντούτοις, όταν πια φτάσαμε στο 20λεπτο, η υπομονή του κόσμου εξαντλήθηκε και τα «πηγαδάκια» πήραν φωτιά κατά μήκος του «MODU». Ακριβώς εκεί, όμως, εμφανίστηκε ο Douglas Pearce, στα χακί κι αυτός, με τη γνωστή του βενετσιάνικη μάσκα. Οπότε έπεσε ηχηρό χειροκρότημα, με εκείνον να ανταποδίδει βγάζοντας κραυγές λύκου.

Ό,τι ακολούθησε, δεν διέφερε παρά σε λεπτομέρειες από το live που ο Pearce είχε δώσει και πριν 2 χρόνια στην Αθήνα, στο «X-Battery Club». Η συναυλία κόπηκε σε τρία μέρη: στο πρώτο, ο Snejdr τον συνόδευσε στο πιάνο· στο δεύτερο έλαβε θέση στα κρουστά, για μια θορυβώδη «επίθεση» σε martial ρυθμούς· και στο τρίτο ο Pearce έμεινε μόνος στη σκηνή, χωρίς τη μάσκα του, με την κιθάρα στο χέρι.

Είναι ίσως ζήτημα οπτικής και γούστου, μα προσωπικά βρήκα τον Pearce καθηλωτικό και στις τρεις αυτές εκφάνσεις της ζωντανής του εμφάνισης στο «MODU». Όποιος βέβαια δεν έχει επαφή με τους Death In June και τον τρόπο με τον οποίον κινούνται εδώ και κάποια χρόνια, ίσως θεωρούσε το μουσικό σκέλος φτωχό –το πιάνο του Snejdr έπαιζε πράγματι υποτυπώδη θέματα, η κιθάρα έμεινε συνήθως καρφωμένη στον ίδιο τόνο, τα τραγούδια δεν ξεχώριζαν το ένα από το άλλο, παρά μόνο από τους στίχους.

Κι όμως, όπως και στον παλιό folk κόσμο κυριαρχούσαν τα κυκλικά, επαναλαμβανόμενα σχήματα και τα πάντα κρίνονταν από την πειθώ του τροβαδούρου και την αξία των στίχων/ιστοριών του, έτσι και στη δική μας περίπτωση απέναντι στεκόταν ένας καλλιτέχνης ο οποίος μας είχε να κρεμόμαστε από τα χείλη του, σαγηνεύοντας με την άρθρωσή του, τα στρογγυλά αγγλικά του, τη μελαγχολία με την οποία πότιζε τα φωνήεντά του, τον σαρδόνιο κυνισμό που απέπνεαν οι λέξεις του. Στη διάρκεια αυτή, καθείς μάλλον στάθηκε στις δικές του αγαπημένες στιγμές από τον κατάλογο των Death In June (εγώ προσωπικά στην απίθανη εκτέλεση του "Peaceful Snow" με τον Snejdr στην καλύτερη πιανιστική στιγμή της βραδιάς και στο "Luther's Army" στο αμιγώς κιθαριστικό κομμάτι), αν και οι περισσότεροι συναντηθήκαμε, νομίζω, σε τραγούδια όπως τα "Life Under Siege", "Little Black Angel", "Fall Apart" και "But, What Ends When Symbols Shatter?".

Ξινός, μα και επικοινωνιακός με έναν δικό του τρόπο, o Pearce ζήτησε παραγγελιές, «έκοψε» το τσιγάρο χωρίς πολλά-πολλά σε ορισμένους που έκαναν πως δεν είχαν δει την απαγόρευση μπαίνοντας, στο τέλος μάλιστα μας ευχαρίστησε με μια κάποια θέρμη (για τα δεδομένα του), με ένα μικρό a cappella και εν πολλοίς αυτοσχέδιο encore, το οποίο μπορείτε να ακούσετε στον σύνδεσμο στο τέλος του κειμένου. Κατανοώ, τώρα, ότι αυτά τα «hellenic dawn» μπορούν να φανούν κάπως σε μερικούς, δεδομένου και του αμφιλεγόμενου πολιτικού προσανατολισμού των Death In June, πάντως η βραδιά στο «MODU» άνηκε στη μουσική και όχι στην πολιτική. Όντας ένα μικρό δείγμα μιας neofolk κλάσης η οποία μπορεί πια να έχει 60αρήσει, όμως άστραψε και βρόντηξε.




17 Απριλίου 2024

Omar Souleyman - συνέντευξη (2014)


Απρίλη του 2014 –μια δεκαετία πριν– βρέθηκα να μιλάω με τον Omar Souleyman, τον αναπάντεχο σταρ που ξεπήδησε από τη Συρία των '00s (λίγο πριν τη διαλύσει ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος), για να φτάσει να συνεργαστεί με τη Björk και τον Damon Albarn. Αφορμή, η πρώτη του έλευση στην Ελλάδα, για μια συναυλία στο «Gagarin».

Τα πολλά λόγια δεν του αρέσουν, ωστόσο προσέχει τι του λες και απαντά επί της ουσίας. Aρκεί να μη ρωτάς για την κατάσταση στη Συρία, αυτός ήταν και ο μόνος όρος που έβαλε για την κουβέντα μας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα εκείνης της εποχής, τώρα, η συζήτηση αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσεως τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό, το οποίο παραχωρήθηκε ενόψει της συνέντευξης


Η συναυλία σου στο «Gagarin» θα είναι η πρώτη που δίνεις στη χώρα μας. Έχεις ξανάρθει στην Ελλάδα, ως επισκέπτης; 

Όχι, δεν έχω ξανάρθει ποτέ! Και στ' αλήθεια ανυπομονώ να βρεθώ στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα. 

Ξέρεις, αν και τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, είχαμε κι εδώ μια παράδοση μεγάλων γλεντιών γάμου, με τραγούδι και χορό μέχρι αργά –πολλές φορές στο παρελθόν, μάλιστα, βαστούσαν ολόκληρες μέρες. Είναι κάπως έτσι και με τους γάμους στη Συρία; 

Στη Συρία το συνηθισμένο είναι ένας γάμος να κρατάει τουλάχιστον για μία ημέρα. Τα πάντα είναι πολύ γιορτινά κι έχουμε και εμείς πολύ χορό, αλλά και φοβερό φαγητό! Το πόσο καλούμαι εγώ να τραγουδήσω, τώρα, είναι κάτι που ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση. Θα έλεγα από 3 ώρες έως και 8, αν χρειαστεί. 

Αλήθεια, τι σ' έκανε ν' αρχίσεις να τραγουδάς όταν ήσουν μόλις 7 χρονών; Προέρχεσαι από οικογένεια μουσικών; 

Α, όχι, η οικογένειά μου δεν περιλαμβάνει κανέναν άλλον τραγουδιστή ή γενικότερα μουσικό. Δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη την ηλικία, νομίζω ότι το μόνο που καταλάβαινα τότε ήταν η ύπαρξη της φωνής μου. Αρκετά χρόνια αργότερα άρχισα ν' αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως τραγουδιστή.

Πότε και πώς γνωριστήκατε με τον Rizan Sa’id;

O Rizan Sa'id είναι κι αυτός από το Ras al-Ayn, την κωμόπολη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι οικογένειές μας γνωρίζονται εδώ και πολλά χρόνια.

Ο μουσικός Τύπος στη Δύση έχει γράψει διάφορα πράγματα για το dabke, αλλά μάλλον μπερδεύεται για το αν είναι παραδοσιακό είδος ή πιο μοντέρνο. Μπορείς να μας τα εξηγήσεις εσύ; Είναι το dabke κάτι που το ακούει και η νεολαία της Συρίας και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία;

Το dabke είναι βασικά μια αρχαία μορφή χορού. Μάλιστα, στα πολύ παλιά τα χρόνια, χορευόταν στη μέση των χωριών, με ρυθμικά και βαριά βήματα. Σήμερα είναι κάτι που ακούνε οι πάντες στη Συρία: κάθε γενιά το λατρεύει. Ίσως το μπέρδεμα να οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει ένα dabke, μα πολλά. Κάθε περιοχή της χώρας, δηλαδή –ακόμα και οι πολύ μικρές– έχει την τοπική του εκδοχή, με αλλαγές στο τέμπο, στα όργανα και σ' όλα αυτά.  

Τι φωνές προτιμάς ν' ακούς, ανδρικές ή γυναικείες;

Μ' αρέσουν οι γυναικείες φωνές. Λατρεύω την Umm Kulthum από την Αίγυπτο και τη Fairuz από τον Λίβανο. 

Πριν το άλμπουμ Highway To Hassake στη Sublime Frequencies (2007), ο θρύλος λέει ότι είχες κυκλοφορήσει πάνω από 500 δίσκους σε μορφή κασέτας, τους οποίους βρίσκει κανείς σε διάφορους πάγκους εμπόρων στη Δαμασκό. Κρατάς κάποιο αρχείο;  

Μπα, τίποτα τέτοιο... Πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις είναι ζωντανές. Τις έκαναν διάφοροι άνθρωποι σε γάμους ή σε άλλες γιορτές, απλά και μόνο επειδή ήθελαν να έχουν ένα ενθύμιο.

Υπήρξαν στιγμές που δυσφόρησες από την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα την οποία σου χάρισε το Highway To Hessake;

Δεν θα συμφωνήσω μαζί σου εδώ, γιατί δεν έγιναν έτσι τα πράγματα: δεν ευθύνεται αποκλειστικά η συγκεκριμένη κυκλοφορία, είναι πολύ πιο σύνθετο... Πάντως, ναι, υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες ένιωσα αμηχανία, ειδικά στην αρχή. Ανησυχούσα, δηλαδή, για το πώς θα με υποδέχονταν στη Δύση και κυρίως για το ότι τα ακροατήρια εκεί δεν θα καταλάβαιναν καθόλου τους στίχους μου. Αλλά όλα αυτά αποτελούν, πια, παρελθόν. 

Τα γυαλιά ηλίου σου, το μαντήλι keffiyeh και η κελεμπία djella έχουν γίνει ένα ισχυρό σήμα κατατεθέν. Είναι ο τρόπος με τον οποίον ντύνεσαι και στην καθημερινότητά σου; Ή αποτελεί κι ένα ίματζ; 

Ίματζ; Αν έρθεις ποτέ στο σπίτι, θα δεις ότι έτσι κυκλοφορώ, σχεδόν κάθε μέρα! 

Για το τελευταίο σου άλμπουμ, Wenu Wenu (2013), δούλεψες σε στούντιο, έχοντας ως παραγωγό τον Kieran Hebden (Four Tet). Ήταν μόνο δουλειά ή το διασκέδασες κιόλας; 

Ασφαλώς και ήταν δουλειά –και μάλιστα σκληρή δουλειά– αλλά όχι μόνο. Φαντάζομαι ότι κάθε δίσκος είναι έτσι, όμως για μένα ήταν η πρώτη φορά που δούλεψα σε στούντιο. Και η παρουσία του Kieran αποδείχθηκε πολύ σημαντική, γιατί βρισκόταν διαρκώς εκεί. 

Συνεισέφερε πολλά στη μεγάλη επιτυχία του Wenu Wenu. Ποτέ πριν δεν είχα ήχο τέτοιας ποιότητας για τη μουσική μου, την οποία κατανόησε πολύ καλά και μπόρεσε να της δώσει νέα ζωή, χωρίς να της αφαιρέσει κάτι από τον χαρακτήρα της. Δεν είναι καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο, μας γυρνάει πίσω στο πόσο σκληρή δουλειά απαιτείται. 

Ο Four Tet είναι ένας ακόμα Δυτικός μουσικός με τον οποίον έχεις συμπράξει. Πώς τα πήγες, αλήθεια, με τη Björk και τον Damon Albarn;
 
Ποιος είναι αυτός ο Damon Albarn;! Δεν τον ξέρω, δεν τον έχω ξανακούσει... Δεν έχουμε δουλέψει μαζί (σ.σ.: μάλλον έπρεπε να πω Gorillaz, αφού ήταν στο πλαίσιό τους που συνεργάστηκαν, το 2009). Τη Björk, τώρα, δεν την είχα συναντήσει ποτέ. Όταν ανέλαβα να της φτιάξω εκείνα τα remixes, δουλέψαμε ξεχωριστά, εγώ μόνος κι εκείνη στο δικό της στούντιο. 

Τη συνάντησα τελικά πριν λίγους μήνες, καθώς βρέθηκα στην Ισλανδία και με κάλεσε σπίτι της για τσάι. Αξιαγάπητος άνθρωπος. Το έργο του Four Tet είναι το μόνο που γνωρίζω καλά, γιατί κάναμε πολλά σόου back-to-back. Μου αρέσει η μουσική του. Και της Björk τη μουσική, βέβαια, την άκουσα πριν κάνω τα remixes. Αλλά δεν είμαι σίγουρος τι να πω γι' αυτήν...

Τι προγραμματίζεις για το άμεσο μέλλον; Πώς θα κινηθείς, αφού φύγεις από την Ελλάδα;

Πολλές ακόμα συναυλίες, σε όλον τον κόσμο... Ελπίζω, όμως, ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσω στην Αθήνα!



14 Απριλίου 2024

Madredeus - ανταπόκριση (2013)

 

Σε καιρούς που ήμασταν έφηβοι, πρωτοερχόμενοι σε επαφή με τη μουσική, οι Madredeus υπήρξαν περίπωση που μας κεραυνοβόλησε με την καταλυτική διαφορετικότητα του "O Pastor". Για μένα, τουλάχιστον, άνοιξαν ένα από τα πρώτα παράθυρα προς τους ήχους που τότε έλεγαν ethnic και τώρα ξέρουμε, ορθότερα, ως world. 

Τον Δεκέμβριο του 2013, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να τους δω στο Μέγαρο Μουσικής, παρότι δεν είχαν, πια, την τραγουδίστρια του "O Pastor", Teresa Salgueiro –στη θέση της βρισκόταν η 24χρονη Beatriz Nunes, σε ομολογουμένως δύσκολο ρόλο.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά βρήκε, τότε, τον δρόμο της δημοσίευσής της στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και αποτελούν promo υλικό, που δόθηκε για τις ανάγκες του Τύπου

Τη συναυλία των Madredeus την ευχαριστήθηκα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Είχε την αίσθηση εκείνη που αποκομίζεις όταν κλείνεις το κινητό, βάζεις έναν αγαπημένο δίσκο να παίξει, αφήνεσαι να βουλιάξεις σε έναν αναπαυτικό καναπέ (ή πολυθρόνα, οικιακά γούστα είν' αυτά) και μετά από λίγο δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά η μουσική και οι σκέψεις σου –το ποτήρι ουίσκι κρίνεται προαιρετικό και σε επίπεδο γραπτού λόγου δείχνει μάλλον κλισέ. 

Γι' αυτό και το μόνο πράγμα για το οποίο δυσφόρησα παρακολουθώντας τους στο Μέγαρο Μουσικής ήταν το διάλειμμα της παράστασης. Βέβαια, καθώς έβαζα, έπειτα, τις ψηφίδες της βραδιάς στη θέση τους, συνειδητοποίησα ότι ενδεχομένως να μην είχα απολαύσει τόσο τους Madredeus σε κάποιον προγενέστερο ερχομό τους στη χώρα μας. Ήταν δηλαδή και το τάιμινγκ σωστό· ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συναντηθούμε. 

Γιατί πέρασαν από αρκετά κύματα στα 25 χρόνια της ύπαρξής τους, αλλά και στην έκρηξη της world music έπεσαν απάνω, με αποτέλεσμα ενίοτε να παρεξηγηθούν, ενίοτε να μπερδέψουν και οι ίδιοι τα αυγά με τα πασχάλια. Κι ο Έλληνας κάπου τότε τους έμαθε, άλλωστε, στα προγονικά βήματα του world μπαμ, όταν ο όρος «ethnic» κυκλοφορούσε ως ψαγμενιά και το "O Pastor" σφράγιζε ανεξίτηλα τα εγχώρια 1990s. Κι έχω λογομαχήσει, θυμάμαι, δυο-τρεις φορές με θιασώτες τέτοιων ακουσμάτων, αντιτείνοντας ότι οι Madredeus δεν είναι world και δεν παίζουν fado, αφού κάθε τι το μελαγχολικώς πορτογαλικό δεν ισούται αυτόματα με fado. Για να με προδώσουν, όμως, οι ίδιοι, σε άλλες περιστάσεις, φλερτάροντας πιο ανοιχτά με αυτήν την παγκόσμια κουλτούρα/χωνευτήρι τοπικών παραδόσεων. Ακόμα και η αφίσα για τη συναυλία στο Μέγαρο, μάλιστα, έλεγε «world, jazz». 

Ωστόσο η αληθινή φύση των Madredeus δεν είναι ούτε world, ούτε βέβαια  τζαζ. Κατά βάση, δηλαδή, πρόκειται για μια εκμοντερνισμένη κλασική ορχήστρα μικρής κλίμακας, βουτηγμένη στις μεσαιωνικές/αναγεννησιακές παραδόσεις της Πορτογαλίας (ό,τι πολλοί μπερδεύουν με fado είναι τα λεγόμενα cantigas de amigo) και αναδιαρθρωμένη ώστε να παίζει τραγούδια, καταλήγοντας πυραμιδοειδώς σε μια γυναικεία φωνή (και πάλι διαφαίνεται εδώ η σύνδεση με τα cantigas de amigo), η οποία λειτουργεί ως γέφυρα προς το κοινό. Κι αν τα πράγματα δούλεψαν για μένα με τον λαμπρό τρόπο που δούλεψαν στο Μέγαρο, είναι γιατί βρήκα τους Madredeus συμφιλιωμένους όσο ποτέ με αυτήν τους την ουσία, να παίζουν σε έναν χώρο που τους ταίριαζε γάντι, σε αντίθεση π.χ. με τον Λυκαβηττό, όπου θυμάμαι έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν. 

Ενδεχομένως, λοιπόν, κάποιοι στο (ετερόκλητο) κοινό το οποίο γέμισε σε σημαντικό βαθμό την αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» να διαφωνούν και να τους έλειψαν οι εκτελέσεις που θυμούνταν από τους δίσκους. Για μένα, ωστόσο, η αναπροσαρμογή των τραγουδιών τους στα πλαίσια ενός σχήματος αποτελούμενο από κλασική κιθάρα, δύο βιολιά, τσέλο και πλήκτρα ήχησε ως πέρα για πέρα επιτυχημένη. Μου άρεσε πολύ, δε, και το στήσιμο των Madredeus: καθένας στη δική του υπερυψωμένη κυκλική εξέδρα, με την τραγουδίστρια μπροστά· έμοιαζαν με μικρά νησάκια, εκεί πάνω στη σκηνή. 

Φυσικά, δεν θα αρκούσαν οι προθέσεις και ο σχεδιασμός, αν δεν υπήρχαν και μουσικοί με ικανότητες, ώστε να υπερασπιστούν μια τέτοια ταυτότητα. Αλλά ο ηγέτης των Πορτογάλων, ο Pedro Ayres Magalhães, είναι δεινός κιθαρίστας, ο António Figueiredο ένα θαυμάσιο πρώτο βιολί και ο Carlos Maria Trindade ένας πληκτράς ικανός να αντιληφθεί τον ποπίζοντα (βασικά) ρόλο του, έχοντας ως άγκυρες αναφοράς τα soundtracks του Βαγγέλη Παπαθανασίου, αλλά και τη γενικότερη παράδοση της σοφιστικέ ευρωπαϊκής ποπ.

Πάνω απ' όλους, όμως, στάθηκε η 24χρονη Beatriz Nunes. Ένα κορίτσι που δεν κόμισε στο σχήμα μονάχα μια «πρόσοψη» τσουπωτής λουζιτανικής ομορφιάς, μα που με την κλασική της παιδεία στο τραγούδι μπόρεσε να αναδειχθεί σε αιχμή της νυν κατεύθυνσης των Madredeus, πετυχαίνοντας να μη λείψει σε κανέναν η επί χρόνια σημαία τους, Teresa Salgueiro. Επειδή, όμως, δεν ισχύει το ουδείς αναντικατάστατος, το "O Pastor" δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από την ανεξίτηλη προσωπική σφραγίδα της τελευταίας –είναι ένα τραγούδι συνυφασμένο με εκείνη, όπως και να το κάνουμε. Αλλά η Nunes πήρε επάξια την άτυπη «ρεβάνς» στο "Vem" και δικαίως καταχειροκροτήθηκε σε αρκετές ακόμα στιγμές ("Amanhã", "Adeus... E Nem Voltei", "Confissao", "O Pomar Das Laranjeiras").  

Μπράβο, λοιπόν, στους Madredeus: απέδειξαν ότι επάξια έχουν γίνει διεθνές όνομα με υπολογίσιμο μέγεθος, όντας γκρουπ με βάθος, ρεπερτόριο και δική του προσωπικότητα –από πολλές απόψεις, το έντεχνο σχήμα που θα μπορούσαμε κι εμείς, ίσως, να έχουμε βγάλει με μπροστάρισσα μια Έλλη Πασπαλά, μια Νατάσσα Μποφίλιου ή μια λιγότερο αέρινη Σαβίνα Γιαννάτου, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε. 25 χρόνια μετά, δεν στέκουν ως νοσταλγοί περασμένων μεγαλείων «που διηγώντας τα να κλαις», αλλά βρίσκονται στην πιο ώριμη, ίσως, φάση της ιστορίας τους. 



03 Απριλίου 2024

GBH - συνέντευξη (2010)


Μετά την οριστική ανάδυση του βρετανικού new wave στα τέλη της δεκαετίας του 1970, φάνηκε, για λίγο, ότι ο θρυμματισμένος punk ορίζοντας είχε φτάσει στην εξάντληση, παρά το νεότευκτο του είδους. Αλλά η hardcore γενιά των 1980s στην Αμερική και η UK 82 σχολή που πήρε τη σκυτάλη του «punk των δρόμων» (streetpunk) μπόρεσαν και κράτησαν τα πράγματα ζωντανά, έστω και στο περιθώριο, πια, των μουσικών εξελίξεων.

Καμάρια της UK 82 σχολής, τώρα, ήταν οι Discharged, οι Exploited και οι GBH. Και τον Δεκέμβρη του 2010 είχα την ευκαιρία να κάνω μια σύντομη κουβέντα με τον τραγουδιστή των τελευταίων, Colin Abrahall, καθώς η μπάντα ερχόταν ξανά στην Ελλάδα, για δύο συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, κυρίως αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που διατέθηκε στον Τύπο της εποχής ως promo

Βρίσκεστε σε ευρωπαϊκή περιοδεία, αυτό το διάστημα. Έχει μείνει τίποτα όρθιο από το πνεύμα των συναυλιών σας στο «100 Club», πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1980; Ή μιλάμε για ένα νέο επίπεδο εμπειρίας;

Κοίτα... Ο κόσμος έχει παγκοσμιοποιηθεί, είναι μια νέα εποχή. Και σε αυτή τη νέα εποχή ορισμένα πράγματα έχουν σίγουρα αλλάξει. Όμως οι GBH προσπαθούν να δίνουν πάντα τον καλύτερό τους εαυτό, πάνω στη σκηνή. Όσο για εμπειρία, δεν είμαστε καθόλου πιο έμπειροι τώρα, από ό,τι τότε. Είμαστε, απλά, πιο ...γέροι! (γέλια)

Το φετινό άλμπουμ Perfume And Piss σας βρίσκει να στεγάζεστε στη Hellcat. Με ποια λογική διαλέγετε τις εταιρείες όπου θα δισκογραφήσετε, από όταν πάψατε να βγάζετε άλμπουμ για λογαριασμό της Captain Oi! και μετά;

Είναι μια απλή ιστορία: μας έκαναν μια προσφορά κι εμείς την αποδεχθήκαμε. Βέβαια ο Lars Fredericksen έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό, υπήρξε, θα έλεγα, ο άνθρωπος-κλειδί πίσω από το ότι δεχτήκαμε, τελικά, την πρόταση της Hellcat. Είναι, ξέρεις, καλός μουσικός, μα ακόμα καλύτερος άνθρωπος.

Και πού ήσασταν όλο αυτό το διάστημα μετά το Cruel And Unusual (2004); Πέρασαν έξι χρόνια, εδώ που τα λέμε...

Ναι, το ξέρω. Όμως με εκείνο το άλμπουμ κάναμε μια παγκόσμια περιοδεία, δώσαμε 80 συναυλίες στις Η.Π.Α., στην Ευρώπη και στη Νότια Αμερική. Φέτος δε, με το Perfume And Piss, έχουμε φτάσει στα 117 σόου, έχοντας επεκταθεί και σε μέρη όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Όπως βλέπεις, το νέο άλμπουμ μας βοήθησε λίγο περισσότερο.

Και σας περιμένουμε και στην Ελλάδα, σύντομα. Πόσες φορές έχετε περάσει από εδώ, αλήθεια; Και τι σας έχει μείνει περισσότερο;

Α, η Ελλάδα είναι από τα αγαπημένα μας μέρη για να δίνουμε συναυλίες! Δεν θυμάμαι να σου πω πόσες φορές έχουμε παίξει, όμως μας έχει μείνει το κοινό: οι αντιδράσεις των fans είναι φοβερές, μας δίνουν μεγάλη ώθηση όσο παίζουμε στη σκηνή.

30 χρόνια GBH και προχωράμε. Τι διάολο καθιστά κάποιον άξιο να παίζει πανκ για τόσο καιρό;

Δύο είναι τα στοιχεία: να μένεις νέος στα μυαλά και να διατηρείς το πάθος για τη μουσική.

Ξέρω ότι σας το έχουν ρωτήσει συχνά, αλλά μπορείς να μας δώσεις μια σαφή απάντηση για το τι έγινε το 1992 με το άλμπουμ Church For The Truly Warped, όπου πειραματιστήκατε με το thrash metal; Και γιατί τέτοιες απόπειρες δεν είχαν συνέχεια;

Για μας, τότε –και ιδιαιτέρως για εμένα προσωπικά– φάνηκε ως μια φυσιολογική εξέλιξη της μουσικής μας. Θέλω να πω, δεν ακούω μόνο πανκ, μου αρέσουν κι άλλα πράγματα. Και πραγματικά θεωρούσα ότι τέτοια γρήγορα και βαριά ριφ θα βοηθούσαν τη μουσική μας, αν με πιάνεις...

Ως γκρουπ σχετιστήκατε με την Oi!/street punk σκηνή, ένα πολύ αμφιλεγόμενο κομμάτι του βρετανικού πανκ. Εσείς αποδέχεστε τις συγγένειες αυτές; Σας αρέσει το street punk;

Το πανκ είναι πανκ... Και η πανκ συμπεριφορά είναι πανκ συμπεριφορά. Μας αρέσει και το Oi!, μας αρέσει και το street punk, μας αρέσει και το παλιό, αυθεντικό πανκ, μας αρέσει και το νέο πανκ. Οι δημοσιογράφοι είναι, συνήθως, εκείνοι που εφευρίσκουν τέτοιες ταμπέλες. Εμείς δεν πιστεύουμε σε καμία από αυτές.

Έχει πάρει τον στραβό δρόμο το πανκ τα τελευταία 15-20 χρόνια, κατά τη γνώμη σας; Ακούσατε για τον Jello Biafra που επιτέθηκε στις σύγχρονες πανκ μπάντες από την Καλιφόρνια, ονομάζοντάς τις «Eagles με κιθάρες»;

Έχει να κάνει με το αν κοιτάς τη γενικότερη εικόνα των πανκ συγκροτημάτων ανά τον κόσμο. Αν το δεις έτσι, υπάρχουν π.χ. οι Segismundo Toxicomano στην Ισπανία ή οι Frei Wild στo Τίρολο της Αυστρίας. Και στην Ιαπωνία έχεις τους Cobra... Εντάξει, αυτές οι χώρες δεν έχουν κάποια ισχυρή πανκ παράδοση, όπως έχει η Καλιφόρνια. Αλλά, λίγο-λίγο, τα νεότερα παιδιά τα καταφέρνουν καλά.