26 Φεβρουαρίου 2024

Faust - συνέντευξη (2009)


Τον Νοέμβριο του 2009 θα κατέφταναν στην πόλη οι Faust, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, για μια συναυλία στο «Κύτταρο» (δείτε λεπτομέρειες εδώ). Η οποία μάλλον δεν πήγε καλά σε προσέλευση, παρά το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον της alternative γενιάς των '00s για τους γερμανικούς krautrock ήχους. 

Ενόψει του ερχομού αυτού, λοιπόν, δεν χανόταν η ευκαιρία για μια κουβέντα με τον Jean-Herve «art-Errorist» Peron, ο οποίος προειδοποίησε να έρθουμε στο «Κύτταρο» με ...ενισχυμένες μπότες και ματογυάλια! 

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ενόψει της συναυλίας  


Θα σας ξαναδούμε ζωντανά στην Αθήνα, σε λίγες μέρες, συνοδεία των Amaury Cambuzat και Geraldine Swayne. Τι εντυπώσεις αποκομίσατε για την Ελλάδα και το εγχώριο κοινό από την προηγούμενη εμφάνισή σας; Υπάρχουν συγκεκριμένες προσδοκίες εκ μέρους σας;

Παίξαμε, θυμάμαι, στην Αθήνα ακριβώς 3 χρόνια πριν, τον Νοέμβριο του 2006, στο κλαμπ «Underworld». Η συναυλία μας ήταν sold out και ο κόσμος έδειξε να περνάει πολύ καλά. Μάλιστα, κάναμε τότε κι ένα support βίντεο, το ονομάσαμε «The End Of Athens»! 

Δεν έχω ξεχάσει τον ακραίο ενθουσιασμό των Ελλήνων fans, τα χαμόγελα και τα χορευτικά τους. Είχαμε έρθει ως τρίο τότε, με τον Zappi στα τύμπανα, τον Cambuzat στα πλήκτρα και στις κιθάρες κι εμένα στο μπάσο. Και παίξαμε ένα πολύ ευθύ krautrock, ανακατεύοντας τραγούδια με αυτοσχεδιασμό. Χρησιμοποιήσαμε βέβαια και κάποια εργαλεία, βασικά όμως μείναμε στα όργανά μας. Αυτή τη φορά θα επισκεφτούμε τη σπουδαία πόλη σας ως κουαρτέτο, έχοντας και την κυρία Swayne στις κιθάρες, στα φωνητικά και στις …βούρτσες! 

Έχετε υποσχεθεί κι αρκετές εκπλήξεις για τη συναυλία. Μπορώ να σας δελεάσω να μας αποκαλύψετε ένα γενικό, τουλάχιστον, μοτίβο; 

Εντάξει, λοιπόν! Όπως καταλαβαίνεις, εφόσον φτάνουμε αεροπορικώς, περιοριζόμαστε σε όσα θα μπορέσουν να στήσουν για εμάς οι διοργανωτές. Κάναμε θαυμάσιες συζητήσεις με τα παιδιά της Catch The Soap και μας είπαν πως θα μας παράσχουν όλα όσα μας χρειάζονται! Έτσι, πιστεύω ότι επί σκηνής θα δείτε άφθονο μπογιάτισμα, θα ακούσετε μελωδίες από βιομηχανικά εργαλεία, φορτία δυναμικότητας και διασκέδασης. Οπότε φέρτε μαζί σας ενισχυμένες μπότες και ματογυάλια!

Το νέο σας στούντιο άλμπουμ «C' Est Com... Com... Compliqué» έχει στενούς δεσμούς με το «Disconnected», τη συνεργασία σας με τους Nurse With Wound (2007). Πώς προέκυψε;  

Αναπόφευκτα, έχει σχέση συγγένειας με το «Disconnected». Γιατί έτσι είχε και το αρχικό μας concept, όπως σχεδιάστηκε το 2005 στο Αμβούργο: να ηχογραφήσουμε εντελώς αυτοσχεδιαστικά επί 5 μέρες στο στούντιο, να δώσουμε κατόπιν το υλικό σε δύο διαφορετικούς παραγωγούς για να το ρεμιξάρουν και μετά να κυκλοφορήσει ένα διπλό άλμπουμ. 

Ο Steven Stapleton και ο Colin Potter των Nurse With Wound υπήρξαν ταχύτατοι και παρέδωσαν το μέρος των remixes σχεδόν αμέσως. Έτσι αποφασίσαμε να κυκλοφορήσει ξεχωριστά, ως «Disconnected». Έναν χρόνο μετά ήμασταν κι εμείς έτοιμοι κι έτσι βγήκε και το «C' Est Com... Com... Complique».

Εκτός των Nurse With Wound, μέσα στη δεκαετία σας είδαμε να συνεργάζεστε με τον Tony Conrad και με τους Dälek. Ξέρω ότι ο Conrad είναι παλιός σας γνωστός (αφού δουλέψατε μαζί το 1973 για το Outside The Dream Syndicate), αλλά τι ακριβώς σας ιντρίγκαρε στους Dälek; 

Έχουμε εντοπίσει ότι, στην παρούσα φάση τους, οι Faust διαθέτουν αρκετή αποδοχή σε ένα πολύ νεότερο ηλικιακά ακροατήριο. Απ' ότι φαίνεται η μουσική μας χρειαζόταν κάποιες δεκαετίες προκειμένου να γίνει αποδεκτή και να εκτιμηθεί. Αλλά αυτή είναι η μοίρα της πειραματικής και avant-garde μουσικής… Οι Dälek, λοιπόν, ανήκουν σε αυτή τη νεότερη γενιά κι ήμαστε πολύ χαρούμενοι για το ότι βρήκαν πεδίο επικοινωνίας μαζί μας. 

Πλέον, πάντως, απολαμβάνετε τη φήμη μίας από τις πλέον θρυλικές μπάντες του krautrock. Θυμάστε όμως εποχές όταν τα πράγματα έμοιαζαν πιο σκούρα; Αισθανθήκατε, ας πούμε, απελπισία όταν σας έδιωξε η Polydor, εξαιτίας των πενιχρών πωλήσεων του ντεμπούτο σας; 

Ναι, ήταν δύσκολη εποχή, όχι μόνο τότε, αλλά κι έπειτα. Βλέπεις, στα 1970s η μουσική μας βρισκόταν μίλια μακριά και το δισκογραφικό κατεστημένο δεν την ήθελε. Δεν μας πέταξε μόνο η Polydor έξω, δηλαδή, μα και η Virgin: και οι δύο έψαχναν να κυκλοφορήσουν mainstream δίσκους, οι οποίοι θα τους απέφεραν μεγάλα κέρδη. 

Εμείς, πάλι, δεν ενδιαφερόμασταν για το επιχειρηματικό του πράγματος και σε αυτό δεν έχουμε καθόλου αλλάξει, 40 χρόνια μετά. Πάντως, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν ήταν μόνο η μουσική βιομηχανία που δεν ήθελε τότε να ακούσει την τέχνη μας: ούτε το κοινό ήταν έτοιμο… Η επιρροή της βρετανικής και της αμερικάνικης pop ήταν ακόμα ισχυρότατη κι έδινε κατευθυντήριες γραμμές στην αγορά.  

Η διάλυσή σας το 1975, επομένως, σχετίζεται με την απόρριψη του πέμπτου άλμπουμ σας από τη Virgin;

Η Virgin είχε έρθει στο μη παρέκει με τον ριζοσπατισμό της μουσικής μας, αλλά –για να είμαστε ειλικρινείς– ήμασταν κι εμείς αβάσταχτοι: πίναμε πολλά ακριβά κρασιά και τα χρεώναμε στον Richard (Branson)… Επίσης, διαφωνούσαμε με τον στάνταρ τρόπο προώθησης της εποχής, που σήμαινε ένα πράγμα: περιοδείες, περιοδείες, περιοδείες! Άσε το ότι είχαμε περίεργες ιδέες, μακριά ακόμα από τις τεχνικές δυνατότητες της δεκαετίας του 1970. 

Μας είχαν διώξει, λοιπόν, πριν καλά-καλά πατήσουμε στο στούντιο στο Μόναχο, όπου θα ηχογραφούσαμε το «5½», το πέμπτο μας άλμπουμ. Πήγαμε στα κρυφά και το κάναμε, όμως η Virgin απέρριψε το υλικό, αρνήθηκε να πληρώσει τα έξοδα κι έτσι έπρεπε να πάμε φυλακή! (γέλια). Ήταν το τέλος, αλλά είχε κάτι το kraut 'n' roll η όλη φάση, πολύ διασκεδαστικό!   

Από εκεί και πέρα, τα ίχνη σας χάνονται ως το 1990, αν και οι fans είναι ενήμεροι για κάποιες ηχογραφήσεις στα 1980s, οι οποίες αργότερα εμφανίστηκαν στο «Patchwork 1971-2002». Επίτηδες χτίσατε αυτή την ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από τις τότε δραστηριότητές σας;

Όχι, δεν έγινε επίτηδες, δεν κάναμε ποτέ μας κάτι επίτηδες, απλώς το κάναμε! Το 1980 πήραμε την απόφαση να απομακρυνθούμε από τη σκηνή και να συνεχίσουμε ινκόγκνιτο, σε μια φάση η οποία δεν θα αποκαλυπτόταν δημοσίως. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι μας έχουν δει τότε να παίζουμε, χωρίς να ξέρουν ότι είμαστε οι Faust; Περάσαμε πολύ καλά και αποδείχθηκε και πηγή έμπνευσης. Δεν υπήρχε άγχος, δεν χρειάζονταν εξηγήσεις, απλώς παραγόταν τέχνη. 

Εντωμεταξύ, έχετε ανακοινώσει κι ένα νέο άλμπουμ για το 2010, σε συνεργασία με τον Holger Hiller των Palais Schaumburg, όπως και τη συμμετοχή σας –μ' ένα remix– σε ένα σχεδιαζόμενο tribute στη δουλειά του John Cale. Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε γι' αυτά τα σχέδια;

Μας έγινε όντως μια πρόταση συνεργασίας με τον Holger Hiller και δεχτήκαμε, γιατί μας αρέσει να δουλεύουμε και να ανταλλάσσουμε ιδέες με ενδιαφέροντες ανθρώπους. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να προκύψει και το ίδιο ισχύει και για το πρότζεκτ σχετικά με τον John Cale. Σε πολλούς έχει προταθεί να συμμετάσχουν στη συλλογή. Εμάς, πράγματι, μας ζητήθηκε αρχικά να δώσουμε ένα remix, αλλά τελικά θα δοκιμάσουμε να διασκευάσουμε κάποιο έργο του Cale. Θα ανακοινώσουμε όλες τις λεπτομέρειες τόσο στο προσωπικό μου site (www.art-errorist.de), όσο και στο MySpace των Faust (www.faust-pages-com).



25 Φεβρουαρίου 2024

Patrick Campbell-Lyons - ανταπόκριση (2014)


Ένα από τα θέματα τα οποία χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν οι Nirvana στα 1990s, τότε που μεσουράνησαν στο παγκόσμιο rock στερέωμα, ήταν ότι είχαν το ίδιο όνομα με μια βρετανική ψυχεδελική μπάντα που είχε ιδρυθεί το 1967 και για κακή τους τύχη παρέμενε ενεργή, καθώς ανασυγκροτήθηκε 2 χρόνια πριν τον δικό τους σχηματισμό (1987).

Φυσικά, οι Nirvana του Ιρλανδού Patrick Campbell-Lyons και του «δικού μας» Αλέξη Σπυρόπουλου δεν γνώρισαν ποτέ κάποια εμπορική αποδοχή ανάλογου διαμετρήματος: μεγαλύτερή τους επιτυχία ήταν ένα #34 στα βρετανικά charts για το single "Rainbow Chaser" (1968). Δίσκοι σαν το ντεμπούτο τους «The Story of Simon Simopath» (1967), όμως, εκτιμήθηκαν δεόντως από την κριτική και συνέχισαν να ανακαλύπτονται μέσα στις δεκαετίες, λόγω του σταθερού ενδιαφέροντος του pop/rock κοινού για τους ψυχεδελικούς ήχους των ύστερων 1960s. 

Τα πράγματα μεταξύ των δύο Nirvana ακολούθησαν τη νομική οδό το 1992, μα τελικά διευθετήθηκαν εξωδικαστικά, με όρους που δεν δημοσιεύτηκαν, αν κι ένας βιογράφος των Nirvana του Cobain ισχυρίστηκε ότι δόθηκε ένα ποσό 100.000 δολαρίων Η.Π.Α. με αντάλλαγμα τη διατήρηση του ονόματος και από τις δύο πλευρές.

Αυτοί οι Βρετανοί Nirvana, τώρα, πολύ μου αρέσουν, μα δεν έτυχε ποτέ να τους δω ζωντανά, ούτε στα χρόνια στα οποία ζούσα στην Αγγλία. Τον Ιούνιο του 2014, όμως, κατέφτασε για συναυλία στην Αθήνα (στο «After Dark») ο Patrick Campbell-Lyons και ήταν κάτι που δεν σκόπευα να χάσω με τίποτα. Μάλιστα, θα έπαιζε περιστοιχισμένος από μπάντα Ελλήνων μουσικών: Κώστας Στεργίου (πλήκτρα), Σπύρος Βρυώνης (τσέλο) & Άγγελος Κραβαρίτης (κιθάρα), συν τη Σοφία Σαρρή στα δεύτερα φωνητικά.

Μια ανταπόκριση από τη συναυλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Τα 'φερε έτσι η ζωή, ώστε έγινα fan όλων των Nirvana που πέρασαν από την αγγλοσαξονική δισκογραφία. Την (αμερικάνικη) μπάντα του Kurt Cobain και του Dave Grohl, βέβαια, είχα την τύχη να τη ζήσω, ενώ τη (βρετανική) μπάντα του Άλεξ Σπυρόπουλου και του Patrick Campbell-Lyons τη θαύμασα από χρονική απόσταση. 

Αποδείχθηκε κι αυτή σχέση διαρκείας, πάντως· κι έτσι αναπήδησα με (ευχάριστη) έκπληξη βλέποντας ότι ο Campbell-Lyons κατέφτανε αθόρυβα για λάιβ στην Αθήνα, σε μια βραδιά που διοργάνωσε το ψυχεδελικό fanzine «TimeMazine». Με εισιτήριο, ας σημειωθεί, το οποίο λάμβανε υπόψη τους καιρούς (5 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης μπύρας), μα με χρονοδιάγραμμα στην αντίθετη πορεία: δεν γίνεται ρε παιδιά και καθημερινή και να ξεκινάει 23.30 η συναυλία, για να τελειώσει 01.00... 

Το πώς φτάσαμε στις 23.30 δεν το πολυκατάλαβα, πάντως, καθώς στα decks του «After Dark» βρισκόταν μια θρυλική μορφή του παλιού μουσικού Τύπου, ο Νίκος Κοντογούρης. Ο οποίος κι έπαιζε χάρμα, φτιάχνοντας κλίμα εποχής ταιριαστό με τη συναυλία (συνέχισε μάλιστα και μετά το πέρας αυτής, δεχόμενος παραγγελιά Moby Grape από τον ίδιο τον Campbell-Lyons!). 


Τελικά, όταν ξεκίνησαν τα επί σκηνής δρώμενα, συνειδητοποίησα ότι μάλλον δεν είχα καταλάβει καλά το «+Friends» που αναγραφόταν δίπλα στο όνομα του πρωταγωνιστή της βραδιάς. Γιατί οι Κώστας Στεργίου (πλήκτρα), Σπύρος Βρυώνης (τσέλο) & Άγγελος Κραβαρίτης (κιθάρα) δεν ήταν απλά η μπάντα που θα συνόδευε τον Ιρλανδό, μα και το άτυπο support σχήμα. 

Ρόλο τον οποίον επιτέλεσαν στο ακέραιο, καταθέτοντας ενδιαφέρουσες διασκευές σε Doors, George Harrison και Love. Προς το τέλος, μάλιστα, προστέθηκε στην παρέα τους και η Σοφία Σαρρή, για μια μικρή, μα γερή δόση Jefferson Airplane. Ντυμένη με ένα όμορφο λευκό φόρεμα, παρέμεινε κατόπιν στη σκηνή ώστε να συντροφεύσει τον Campbell-Lyons στα δεύτερα φωνητικά. Κάτι που έκανε εξαιρετικά, παρά τη συχνά αμήχανη κινησιολογία της, που ίσως ήταν και ολίγον παράταιρη με τον χαρακτήρα της μουσικής. 

Όταν εμφανίστηκε το ιρλανδικό ήμισυ των Nirvana, το «After Dark» είχε πια γεμίσει όσο έπρεπε: τόσο, δηλαδή, ώστε να πεις πως ήρθε κόσμος (και αρκετός νεαρόκοσμος, ας σημειωθεί), αλλά όχι τόσος ώστε να στριμώχνεσαι και να δυσφορείς. Εξαρχής, έτσι, δημιουργήθηκε μια ζεστή, «οικογενειακή» ατμόσφαιρα, στην οποία ο Patrick Campbell-Lyons κούμπωσε αμέσως, από την πρώτη στιγμή που στάθηκε έμπροσθεν του μικροφώνου κι άρχισε να τραγουδά, με τα μάτια κλειστά. 

Εντάξει, ο χρόνος κύλησε και γινόταν αισθητός στη φωνή του: το "Rainbow Chaser", ας πούμε, διέθετε μια σκοτεινιά, δεν ήταν το ανέμελο κομμάτι που ξέραμε. Όμως μέσα στο όλο παιχνίδι με τον πανδαμάτορα υπήρχε και κάμποση γοητεία. Και ο Campbell-Lyons τη χρησιμοποίησε υπέρ του, ως απόσταγμα που έκανε λ.χ. το "Life Ain't Easy" ένα πολύ πιο πλούσιο τραγούδι ή ως κάτι που χάριζε εξτρά πτυχώσεις στο "Pentecost Hotel" κι έφερνε μια διαφορετική ματιά (κομματάκι πιο νοσταλγική) στο "Girl In The Park". Αυτό, βέβαια, πριν τουμπάρει το κομμάτι σε heavy blues στροφές, διαδηλώνοντας την αγάπη του για τους πρώιμους Doors! 

Συνολικά, ο Campbell-Lyons πραγματοποίησε μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση, με το συγκινησιακό βαρόμετρο να φτάνει ουκ ολίγες φορές στο «κόκκινο». Η καθαρή του άρθρωση, ο γαλήνιος τρόπος με τον οποίον μας μιλούσε και η σπίθα στα μάτια του έπλασαν μια φιγούρα αντάξια αυτής που είχαμε κατά νου. Έστω κι αν στο τέλος της συναυλίας αμάρτησε χοντρά, μιλώντας για τον Έλληνα συνοδοιπόρο του «George Spyropoulos»... Το κατάπιαμε μαζικά, σαν να είχαμε συνωμοτήσει από πριν. Αλλά ήταν απαράδεκτο, τι να λέμε τώρα... 

Δεν αρκούν τα λόγια, τώρα, για να περιγραφεί πόσο συνέβαλλαν οι Στεργίου, Βρυώνης, Κραβαρίτης & Σαρρή στο αποτέλεσμα που είδαμε στο «After Dark». Στάθηκαν όλοι παραπάνω από θαυμάσια σε ενίοτε δύσκολα τραγούδια, τα οποία χρειάζονταν κι ένα «άγγιγμα εποχής», ώστε να διατηρηθεί ατόφιο το ψυχεδελικό πνεύμα των ύστερων 1960s που τα χαρακτήριζε. Τους αξίζουν, λοιπόν, θερμά συγχαρητήρια. Στο encore ξανακούσαμε το "Life Ain't Easy" σε μια αντάξια του κυρίως μέρους εκτέλεση, αλλά και το "Rainbow Chaser" να ξαναβρίσκει κάτι από τον παλιό του χαρακτήρα. Ίσως γιατί η δεύτερη εκδοχή του λάμβανε χώρα εν μέσω της ευφορίας μιας επιτυχημένης συναυλίας. 



24 Φεβρουαρίου 2024

Mike Cooper - ανταπόκριση (2013)


Μετά το τέλος του «Μικρού Μουσικού Θεάτρου», ήταν η «Knot Gallery» στους Αμπελόκηπους η οποία ανέλαβε να στεγάσει το μικρό κοινό της Αθήνας που ενδιαφέρεται για τους πιο πειραματικούς ήχους του μουσικού φάσματος –φιλοξενώντας, ασφαλώς, και τις σχετικές συναυλίες, προτού υποκύψει (μάλλον) στις οικονομικές δυσχέρειες μιας πραγματικά δύσκολης, μεταμνημονιακής δεκαετίας, που εν πολλοίς άφησε τον χώρο είτε σε νέες μικρές προσπάθειες (τις «Χίμαιρες», λ.χ., ή το «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, το οποίο ακόμα υφίσταται), είτε, κατά κύριο λόγο, σε οργανισμούς σαν τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Μία από τις πιο ξεχωριστές συναυλίες που θυμάμαι να απόλαυσα στον χώρο αυτόν, ήταν εκείνη του τραγουδοποιού και βιρτουόζου της lap steel κιθάρας Mike Cooper, τον Ιούνιο του 2013. Ο οποίος είναι Άγγλος, μα πολλοί επιμένουν να θεωρούν Αμερικάνο, λόγω των χαβανέζικων πουκάμισων που αγαπά να φορά. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι ερασιτεχνικά τραβηγμένες κατά τη βραδιά στην «Knot Gallery»


Πηγαίνοντας στους Αμπελόκηπους, αναρωτιόμουν αν η πρόσφατη Rembetronica την οποία συνυπόγραψε ο Mike Cooper με τον Viv Corringham του είχε χαρίσει πρόσθετο κοινό. Η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου λίγο αργότερα ήταν αρνητική: παρότι βρισκόμουν σε μια γεμάτη «Knot Gallery», είδα γύρω μου πρόσωπα γνώριμα και από άλλες βραδιές στον χώρο. Είχαν, λοιπόν, κινητοποιηθεί κυρίως οι φίλοι του πειραματικού ήχου, όσοι θα έρχονταν σε μια τέτοια συναυλία και χωρίς να είχε μεσολαβήσει η Rembetronica. 

Δεν μου άρεσαν καθόλου οι σκέψεις που συνόδευσαν αυτή τη διαπίστωση (σχετικές με τον διάλογο τον οποίον θα έπρεπε να αναπτύσσουν οι Έλληνες ακροατές, μα και μουσικοί, με τις ρίζες του τόπου τους), ωστόσο ο Mike Cooper, παίρνοντας θέση επί σκηνής, δεν μου άφησε περιθώρια να τις συνεχίσω. Πιο ξερακιανός από όσο τον περίμενα, φορώντας ένα ψάθινο καβουράκι με κόκκινη λουλουδέξ κορδέλα κι ένα πουκάμισο αποκαρδιωτικό για τον άνθρωπο που –σύμφωνα με τον θρύλο– συλλέγει μανιωδώς χαβανέζικα πουκάμισα, έκατσε στην καρέκλα έχοντας τους μίκτες του απλωμένους μπροστά σε ένα τραπέζι, τη lap steel κιθάρα του ξαπλωμένη στα γόνατα κι ένα μεγάλο τενεκεδάκι μπύρας στα αριστερά του. Και από την πρώτη στιγμή κέντρισε αρκούντως την προσοχή μας: είχε τον τρόπο του και πάνω σ' αυτόν ακριβώς θα έχτιζε όλη τη συναυλία.

Βλέπετε, ο Mike Cooper είναι γενικά ένας τύπος που κάνει ό,τι κάνει με τον τρόπο του: ούτε κλασικός singer/songwriter υπήρξε στη δεκαετία του 1970 (στις Trout Steel εποχές), ούτε κλασικός αυτοσχεδιαστής στη συνέχεια. Στο 2013, όλες οι τάσεις του παρελθόντος έχουν πια αδελφοποιηθεί σε μία ταυτότητα, με τον Cooper να ενυπάρχει στη μουσική πραγματικότητα ταυτόχρονα ως πειραματιστής, ως τραγουδοποιός, ως folk τροβαδούρος και ως εραστής των ηλεκτρονικών. Ενδεχομένως, θέλει ένα κλικ βίδας πιο πέρα από τα συνήθη για να λειτουργήσει κάτι τέτοιο, όμως ο 71χρονος Άγγλος το έχει πετύχει. Σημειώστε, επίσης, πως πρόκειται για δεινό κιθαρίστα: παίζει φοβερά τη lap steel κιθάρα, είτε ορθόδοξα, είτε ανορθόδοξα, π.χ. επιστρατεύοντας δοξάρια ή ανεμιστηράκια κόντρα στις χορδές της. Στην «Knot Gallery» τον θαυμάσαμε και στους δύο ρόλους.

Το σετ του διέθετε ένα σταθερό υπόβαθρο από προηχογραφημένα ηλεκτρονικά και λογής-λογής θορύβους, το οποίο εμπλούτιζε παίζοντας ζωντανά με ό,τι κουμπί βρισκόταν στη διάθεσή του. Υπήρχε, δηλαδή, ένα μόνιμο «χαλί» κατά το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής του, ευθέως αναφερόμενο στον αυτοσχεδιασμό και στον πειραματισμό, πάνω στο οποίο τοποθετούσε κατά το δοκούν τόσο την κιθάρα, όσο και τα φωνητικά του. Έτσι, τα όποια τραγούδια ακούσαμε αναδύθηκαν (κυριολεκτικά) μέσα από αυτό το σύμπαν ήχων, πράγμα που τους χάρισε μια εξτρά σαγήνη, μα συνεισέφερε κι ένα ρηξικέλευθο στοιχείο στη συναυλία: ο Cooper στάθηκε μεσάζοντας μεταξύ φόρμας και αταξίας, πότε ανατρέποντας με τους πειραματισμούς τον συμβατικό singer/songwriter εαυτό του και πότε υποχρεώνοντας την αυτοσχεδιαστική του περσόνα να λειτουργήσει στα πλαίσια ενός κώδικα οικείου στο ευρύ κοινό. Τάξη και χάος, πιασμένα χέρι με χέρι.  

Όσον αφορά στα τραγούδια της εμφάνισης, θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένες εκπληκτικές διασκευές, τις οποίες κατατάσσω στις πιο ευρηματικές που έχω ακούσει. Το πρώτο-πρώτο τραγούδι που μας είπε ο Cooper ήταν το "Movies And Magic" των Brian Wilson & Van Dyke Parks (ψαγμένη επιλογή, από τον αδικημένο δίσκο Orange Crate Art του 1995), έκλεισε δε τη συναυλία με το "Surfer Girl" των Beach Boys, παρουσιάζοντας μια σύγχρονη, ανατρεπτική ποπ, η οποία πιστεύω πολύ θα ευχαριστούσε την ανήσυχη πλευρά του Brian Wilson. Αυτό, όμως, που κατευχαριστήθηκα μέχρι συγκίνησης ήταν το "Only Love Can Break Your Heart" του Neil Young, σε μια εκτέλεση που μου θύμισε εκείνη των Saint Etienne, αλλά στο πολύ πιο «σπασμένο». 

Στη δύση, λοιπόν, μιας αληθινά ξεχωριστής καριέρας, ο Mike Cooper απέδειξε ότι παραμένει ανήσυχο πνεύμα: ένας δημιουργός που δεν καταλαβαίνει από εποχές, γενιές και φράγματα μεταξύ των μουσικών ειδών. Στη δική του περίπτωση, ο εβδομηντάρης είναι ένας νέος της εποχής –επιτρέψτε μου μάλιστα να προσθέσω ότι βάζει κάτω πολλούς νέους της εποχής... 



18 Φεβρουαρίου 2024

AC/DC - ανταπόκριση (2009)


Δεν ήταν λίγες οι αναταράξεις των τελευταίων ετών στο εσωτερικό των AC/DC, κάτι, βέβαια, που μόνο παράλογο δεν το λες, αφού το θρυλικό γκρουπ από την Αυστραλία συμπλήρωσε τα 50 χρόνια ζωής μέσα στο 2023 –χωρίς να έχει διαλυθεί ποτέ, σημειωτέον.

Ένα από τα αποτελέσματα των αναταράξεων αυτών, ήταν και η παρατεταμένη αποχή από τη συναυλιακή δράση: μετά το πέρας της τουρνέ για το άλμπουμ «Rock Or Bust», δηλαδή, στις 20 Σεπτεμβρίου 2016, έδωσαν μόνο μία συναυλία, στο πλαίσιο του Power Trip 2023. 

Τώρα, όμως, έφτασε η στιγμή της επιστροφής τους στα μεγάλα στάδια του πλανήτη, αφού ανακοίνωσαν ότι ξεκινούν ευρωπαϊκή περιοδεία στις 17 Μαΐου –με πρώτο σταθμό το «Veltins Arena» του Gelsenkirchen, στη Γερμανία. Οι ημερομηνίες που ανακοινώθηκαν, ωστόσο, απογοήτευσαν τους φίλους τους στην Ελλάδα, αφού, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η χώρα μας δεν περιλαμβάνεται σε αυτές.

Αυτό σημαίνει ότι έχουμε να τα πούμε με τους Αυστραλούς από τον Μάιο του 2009, όταν έδωσαν μια σαρωτική, αξέχαστη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο. Παραμένει βραδιά την οποία θυμάμαι πολύ γλαφυρά, κάπως, όμως, είχα λησμονήσει το γεγονός ότι έγραψα τότε και μια ανταπόκριση. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και τώρα, δοθείσης της αφορμής, αναδημοσιεύεται κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Όλγα Κ(αλαντζή)


Οι AC/DC στο Ολυμπιακό Στάδιο δεν ήταν απλώς μια συναυλία. Ήταν, πρώτα-πρώτα, ένα όνειρο πραγματοποιημένο με τον καλύτερο τρόπο. Το απέδειξε και η σύσταση του κοινού, καθώς έβλεπες από ενθουσιασμένους εικοσάρηδες μέχρι και συγκινημένους πενηντάρηδες: δεν ήταν, άλλωστε, οι AC/DC στο top-3 των συναυλιών που νομίζαμε ότι δεν θα βλέπαμε ποτέ στα μέρη μας; Κατά δεύτερον, επρόκειτο για ένα υπερθέαμα με rock 'n' roll ψυχή, φτιαγμένο ώστε να ικανοποιήσει τους πάντες. Και το μέσο ένστικτο, δηλαδή, που πάντα αρέσκεται σε γκράντε σόου, αλλά και τον πιο απαιτητικό μουσικόφιλο, όποιον ζητούσε το κάτι παραπάνω από τον ηλεκτρισμό των Αυστραλών θρύλων του hard rock.  

Τους Ιρλανδούς The Answer δεν τους πρόλαβα. Αν κι έφυγα αμέσως μετά την εκπομπή μου στο ραδιόφωνο, κατάφερα να μπω στο στάδιο όταν, πια, αποχαιρετούσαν το κοινό. Τα εισέπραξαν τα χειροκροτήματά τους, πάντως, έστω κι αν εμένα, καθώς βάδιζα από τον σταθμό του ΗΣΑΠ προς τη συναυλία, δεν μου ακούστηκαν ως κάτι ιδιαίτερο. 

Μπαίνοντας στον χώρο, τώρα, είχε ήδη σκοτεινιάσει κι έτσι η λαοθάλασσα με τα κόκκινα κερατάκια στο κεφάλι φαινόταν εντυπωσιακή: σαν μια στρατιά από εκατοντάδες σατανικές πυγολαμπίδες. Κατά τις 21.30, έπειτα, ο φωτισμός προειδοποίησε ότι κάτι άλλαζε. Στα video wall εμφανίστηκε εικόνα και να το γνωστό από τις περιγραφές της «Black Ice» περιοδείας τρένο-καρτούν, με τον διαβολάκο μηχανοδηγό Angus και τα σκανταλιάρικα κορίτσια! Ήχος, εικόνα και φως συνδυάστηκαν άψογα, τα υπερμεγέθη ερυθρά κέρατα στην κορυφή της σκηνής άναψαν και αυτό ήταν. Χιλιάδες χέρια σηκώθηκαν ψηλά και μια ενθουσιώδης βοή κάλυψε το Ολυμπιακό Στάδιο: οι AC/DC βρίσκονταν όντως στην Αθήνα...

Για τις υπόλοιπες 2 (περίπου) ώρες, συμπεριλαμβανομένου του encore, οι Αυστραλοί σούπερ σταρ έδωσαν ρέστα. Όχι ότι δεν έκαναν τις «κοιλιές» τους, βέβαια. Οι δεκαετίες έχουν σίγουρα περάσει, αλλά, χάρη σε αυτήν την εμπειρία, ήξεραν να εκμεταλλεύονται περίφημα την κάθε στιγμή, ακόμα κι όταν ήθελαν απλά να κάνουν το διάλειμμά τους, όπως π.χ. έγινε στο "The Jack". Διέθεταν, ασφαλώς, το ρεπερτόριο, είχαν όμως και το τσαγανό και την ψυχή ώστε να μας πωρώσουν με τα καταιγιστικά τους βολτ. Ο Brian Johnson, με τη χαρακτηριστική του τραγιάσκα, έμοιαζε ανέγγιχτος από τον χρόνο: οι τσιρίδες του, οι διαδρομές του πάνω-κάτω στη ράμπα που ένωνε τη σκηνή με την κατασκευή στο κέντρο του γηπέδου, το παιχνίδι του με το κοινό, η εφηβική του αδρεναλίνη, το αεροβικό πήδημα με το οποίο κρεμάστηκε από μια ογκώδη καμπάνα στο "Hell's Bells" ήταν όλα απίθανα. Μιλάμε για έναν πραγματικό performer, όχι αστεία.

Αλλά ο μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν ο Angus Young, ο οποίος πρόβαλλε ντυμένος με την περίφημη σχολική του στολή. Ασύλληπτος κιθαρίστας, σήκωσε όλο το βάρος του προγράμματος με σολαρίσματα εντυπωσιακά μα συνάμα και ουσιαστικά, δίνοντας, ταυτόχρονα, το δικό του σόου. Ήταν με τα χίλια δοσμένος στη live in Athens εμπειρία, έμοιαζε να ρουφάει τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των παρευρισκομένων και αποδείχθηκε η ψυχή του rock 'n' roll πάρτυ των AC/DC, κάνοντας την ηλικία του να φαντάζει ως ένα νούμερο άνευ σημασίας. Όταν, δε, ανυψώθηκε στην προαναφερόμενη κατασκευή στο κέντρο του γηπέδου, παίζοντας αρχικά από εκεί, πριν να «ανατιναχτεί», στη συνέχεια, μέσα σε μια καταιγίδα από κονφετί, το σόου έφτασε στο απόγειό του. Το φινάλε-encore με τα κανόνια και τα πυροτεχνήματα δεν ήταν παρά το κερασάκι στην τούρτα μιας άψογης παράστασης.

Όπως ήδη ειπώθηκε, πάντως, οι AC/DC δεν έδωσαν απλώς μια άψογη, επαγγελματική παράσταση. Είχαν και την απαραίτητη rock 'n' roll ουσία και το απέδειξαν τόσο όταν τραγουδούσαν τις μεγάλες τους επιτυχίες "Back In Black", "Thunderstruck", "TNT", "Hell's Bells", "For Those About To Rock (We Salute You)" και "Dirty Deeds Done Dirt Cheap", όσο και σε τραγούδια από το πρόσφατο –και αισθητά πιο αδύναμο– «Black Ice». Ήταν μια δύναμη ηλεκτρική έξω από τόπο και χρόνο, που λες και μπήκε μέσα μας, ωθώντας μας στη δική μας «συμφωνία με τον Διάβολο» για αιώνια νεότητα και ενεργητικότητα. 

Φεύγοντας από το Ολυμπιακό Στάδιο γνωρίζω, ασφαλώς, ότι δεν είδα το συγκρότημα που έχτισε τον AC/DC μύθο, αλλά το συγκρότημα το οποίο διατηρεί τον μύθο τούτο ζωντανό. Σίγουρα, πάντως, υποκλίθηκα σε μια αληθινά μεγάλη μπάντα. Για καθίστε και σκεφτείτε το λίγο. Κι αναλογιστείτε ποιοι από όλους δαύτους τους τζιτζιφιόγκους, οι οποίοι φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα του μουσικού Τύπου ως rock ήρωες αυτής της δεκαετίας, θα μπορούν να κάνουν στα 50 τους όσα έκαναν οι AC/DC φέτος τον Μάιο στην Αθήνα.



12 Φεβρουαρίου 2024

Ryoji Ikeda: data.flux [12 XGA version] - οπτικοακουστική εγκατάσταση (2019)


Τέλη Ιανουαρίου του 2019 βρέθηκα στον Εκθεσιακό Χώρο -1 της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση για να παρακολουθήσω τη 12 XGA version του «data.flux», δηλαδή της νέας (τότε) οπτικοακουστικής εγκατάστασης του Γιαπωνέζου εικαστικού Ryoji Ikeda. 

Εκεί, λοιπόν, ψηφία, στοιχεία γενετικού κώδικα, ακόμα και γαλαξιακές συντεταγμένες αστέρων έδεσαν με μια μινιμαλιστική ηλεκτρονική σύνθεση στο πνεύμα των Autechre, δίνοντας ένα έργο που, παρ' όλα αυτά, παρέμεινε προσβάσιμο στο μη εξειδικευμένο κοινό. Με αποτέλεσμα πολλοί να θελήσουν να απεικονιστούν με φόντο την εντυπωσιακή ροή των εικόνων. Ανάμεσά τους κι εγώ: η φωτογραφία που με έβγαλε η Vánagandr Fenrir/Χριστίνα Κουτρουλού κοσμεί σταθερά, εδώ και μια πενταετία πια, το προφίλ μου στο Facebook. 

Ένα κείμενο για την ιδιαίτερη αυτή εγκατάσταση δημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Mike Tsolis


Τα εγκαίνια και οι πρεμιέρες έχουν πάντα τα ζητήματά τους και είναι περιστάσεις που προσωπικά αποφεύγω, καθώς δεν θέλω λ.χ. να τυχαίνω σε «καθώς πρέπει» κυρίες κάποιας ηλικίας που αποφασίζουν να συζητήσουν αν ακρίβυνε εσχάτως η κομμώτρια, με φόντο το καλλιτεχνικό ζητούμενο. Όπως και μου συνέβη στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, στην οπτικοακουστική εγκατάσταση του Γιαπωνέζου εικαστικού Ryoji Ikeda –και ας έθετε το πρόγραμμα στα προαπαιτούμενα της παρακολούθησης το «σιωπηλό και σκοτεινό περιβάλλον». Ωστόσο τέτοιες παραφωνίες δεν σκίασαν τελικά την εμπειρία, ούτε και τη χαρακτήρισαν. 

Το «data.flux» είναι ελεύθερα προσβάσιμο στον Εκθεσιακό Χώρο -1 της Στέγης, σε απογευματινές και πρώιμα βραδινές ώρες. Δεν απαιτεί πολύ από τον χρόνο σας, απαιτεί όμως προσοχή και μια κάποια αφοσίωση, τόσο στα κυρίαρχα οπτικά ερεθίσματα, όσο και στη μουσική· η οποία ίσως σε πρώτη όψη να δείχνει συνοδευτική, επί της ουσίας όμως δεν είναι. Αξίζει να τονίσουμε, άλλωστε, ότι ο Ryoji Ikeda χρεώνεται τόσο τη σύλληψη πίσω από τη νέα του εγκατάσταση, όσο και τη σύνθεση που την επενδύει. Για τον ίδιο, δηλαδή, υπάρχει ενότητα φωτός και ήχου. Και είναι αυτή μια αίσθηση που την κοινωνεί πολύ επιτυχημένα. 

Το στήσιμο αντανακλά μια βερολινέζικη αισθητική, του είδους ας πούμε που συνόδευσε την έκθεση «1 2 3 4 5 6 7 8» των Kraftwerk (2013), μείον βέβαια το τρισδιάστατο στοιχείο. Ο Ikeda χρησιμοποιεί 12 παράλληλους βιντεοπροβολείς, από τους οποίους πηγάζουν εικόνες κινούμενες σε οριζόντια διάταξη, συνοδεία ηλεκτρονικής μουσικής με μινιμαλιστικό χαρακτήρα και πλήρη απουσία φωνητικών, που ακολουθεί κατά πόδας το οπτικό μέρος σε παλμό και (υψηλότερη ή χαμηλότερη) ένταση. Η προγενέστερη αναφορά στους Kraftwerk δεν είναι τυχαία, αφού, πέραν του στησίματος, υπάρχει κι ένα συγκεκριμένο σημείο στη σύνθεση που ακούγεται σαν την έναρξη του "Radioactivity" –κατά τα λοιπά, ωστόσο, βρισκόμαστε πιο κοντά στη λονδρέζικη IDM αισθητική των 1990s (σε μια πιο σύγχρονη όμως εκδοχή), όπως σχηματοποιήθηκε στο φαντασιακό μας χάρη στη δράση των Autechre και των συνοδοιπόρων τους. 


Στο καθαρά οπτικό πεδίο, τώρα, ο Ikeda εστιάζει τόσο σε απλά πράγματα (όπως λ.χ. σε ψηφία ή σε γράμματα), όσο και σε σαφώς πιο σύνθετα, στοιχεία ας πούμε γενετικού κώδικα, ακόμα και γαλαξιακές συντεταγμένες αστέρων στο ευρύτερο ηλιακό μας σύστημα. Ανά στιγμές μπορεί, λοιπόν, να ανακαλέσεις εμπειρίες που τις έχεις συσχετίσει με την επιστημονική φαντασία και την κυβερνοπάνκ κουλτούρα. Είναι δύσκολο, ας πούμε, να μη σκεφτείς το Matrix των αδερφών Wachowski (πριν λάβει τη μεσσιανική του διάσταση), τις αστρικές ομοσπονδίες του Star Trek ή τους κυρίαρχους υπολογιστές στη διαστημική πόλη Alphaville του Jean-Luc Godard. Συνοδεία της μουσικής, αποκτάς για λίγο την αίσθηση ότι κρυφοκοιτάς σε κάποιο μέλλον που δεν αντιλαμβάνεσαι ολικώς. 

Ωστόσο το μονοπάτι μιας τέτοιας αποτίμησης αποβαίνει λιγάκι ολισθηρό: ο Ikeda ενδιαφέρεται βασικά για μια αισθητικοποίηση των μαθηματικών και, συνολικότερα, για μια σύμπλευση τέχνης, φιλοσοφίας και θετικών επιστημών. Η οποία δεν είναι νέα στην ιστορία (μπορεί να χρονολογηθεί τουλάχιστον στον Ρομαντισμό), αλλά τίθεται ενώπιόν μας με τα μέσα του 21ου αιώνα, αντανακλώντας τον κόσμο όπως τον συλλαμβάνουν σήμερα οι εγκέφαλοί μας, έχοντας δεδομένη, πια, συνάφεια με την τεχνολογική πρόοδο. Από μια τέτοια άποψη, μια έκδηλη συγγένεια εντοπίζεται σε ένα προγενέστερο έργο του Ikeda, το «V#L» (2008), το οποίο εμπνεύστηκε από τις συζητήσεις του για το Άπειρο με τον Benedict Gross. 

Σε κάθε περίπτωση, δεν χρειάζεται να σας φοβίζει κανείς με ψαγμένες αναφορές και με υπερ-αναλύσεις. Όσο κι αν υπάρχει (και) μια τέτοια διάσταση, δηλαδή, το έργο του Ikeda διαθέτει κι εκείνου του είδους την απόκοσμη ομορφιά που κάλλιστα μπορεί να λειτουργήσει και σε ένα πρώτο επίπεδο, παρασέρνοντας νου και αισθήσεις στο «παιχνίδι». Αυτή του η προσβασιμότητα παραμένει, νομίζω, σημαντικό ατού, που εξηγεί γιατί ξεχωρίζει σε έναν κόσμο όπου αρκετοί πλέον καλλιτέχνες εκφράζονται μέσω οπτικοακουστικών εγκαταστάσεων για εξειδικευμένο κοινό. Άλλωστε το έχει θέσει και ο ίδιος στο παρελθόν, ότι θέλει το έργο του να βιώνεται και όχι να αναλύεται. Και αποδείχθηκε περίτρανα στον υπόγειο εκθεσιακό χώρο της Στέγης, από το πόσοι άνθρωποι ένιωσαν άνετα να μπουν μπροστά στις εικόνες και να φωτογραφηθούν με φόντο τη ροή τους, δημιουργώντας έτσι μια νέα ενότητα μέσω αυτής της ακούσιας συμμετοχής τους στα δρώμενα.

Τα εγκαίνια, εντωμεταξύ, συνοδεύτηκαν και από ένα πάρτυ στον ισόγειο χώρο της Στέγης, όπου αρκετοί έδωσαν το παρών για να ακούσουν τους κατάλληλους για την ώρα και τη στιγμή ηλεκτρονικούς ήχους του Voltnoi Brege, ο οποίος ανέλαβε χρέη DJ. Γενικώς, ο κόσμος ήταν τόσο-όσο. Κάτι που μάλλον δεν θα κάνει το data.flux «talk of the town» για τους χαΐστες του αθηναϊκού κέντρου, πάντως εξασφάλισε την επιτυχία για μία περίσταση που ίσως δεν θα είχε λειτουργήσει τόσο καλά, εάν ο Εκθεσιακός Χώρος είχε πνιγεί στον κόσμο.