29 Δεκεμβρίου 2023

Manilla Road - ανταπόκριση (2017)


Θα θυμάμαι πάντα, θέλω να πιστεύω, τη συναυλία των Manilla Road στο «Κύτταρο», την Πρωτομαγιά του 2017, ως μία από τις καλύτερες που είδα στη ζωή μου: μια αληθινή μικρογραφία-πεμπτουσία του πώς ένα ηχογραφημένο υλικό μπορεί να ξαναζήσει συναρπαστικά, παιγμένο ζωντανά πάνω σε μια σκηνή, ενώπιον κοινού.

Μπήκα στον χώρο κουρασμένος και νοητικά σκορπισμένος, εκείνη τη μέρα, μα βγήκα ανάλαφρος και γεμάτος όρεξη. Και η αιτία ήταν ο φοβερός παλμός των Manilla Road, κάτι που παρατήρησε και η Χριστίνα Κουτρουλού, που ήρθε μαζί, μα και ο πιστός φωτογράφος-σύντροφος Θάνος Λαΐνας, παρότι η μουσική αυτή δεν είναι του γούστου του. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Πρωτομαγιά βράδυ στο «Κύτταρο», μας πήρε και μας σήκωσε. Σε ένα πάρτι με μεταλλική επίγευση, από εκείνα που δεν συμβαίνουν πια και τόσο συχνά, τώρα που η old-school χέβι αισθητική έχει υποχωρήσει χάριν των πιο alternative (στους ήχους, στην όψη, στους τρόπους) επιγόνων. 

Πάντως, αν σας λένε ότι οι μεταλλάδες της δεκαετίας του 1980 δεν υπάρχουν πια, να ξέρετε πως σας έχουν γελάσει. Μάλιστα, στην έναρξη των διαδικασιών στο «Κύτταρο» δεν μπορούσες να τους δεις μόνο ανάμεσα στο (αραιό) κοινό, μα και πάνω στη σκηνή. 


Ήταν οι Murder Angels από τη Λάρισα, στην πρώτη τους (νομίζω) εμφάνιση στην Αθήνα: δαιμόνια νιάτα, που είχαν κουβαλήσει τα δικά τους σκηνικά και διέθεταν το πλήρες παλιομοδίτικο πακέτο σε looks και ήχο –είχα χρόνια να δω μαλλί σαν κι αυτό του frontman τους, Τόλη Μέκρα. Το γκρουπ ειδικεύεται στο speed/thrash metal όπως διδάχθηκε στα 1980s και παρότι τα τραγούδια τους δεν κόμιζαν κάτι το ξεχωριστό, τα υπερασπίστηκαν με μεγάλο κέφι, μα και με πολύ καλές φωνητικές κορώνες, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Έπαιξαν υλικό από το περσινό τους ντεμπούτο, στο κλείσιμο, όμως, ακούσαμε και μια διασκευή στο "Murder Angels" των Ιταλών Death SS, που (προφανώς) έχει «δανείσει» και το όνομα στη μπάντα.


Οι Αθηναίοι Paladine, πάλι, ήταν άλλου είδους «φρούτο»: ένα σχήμα με πιο μοντέρνα εμφάνιση και πιο μελωδικό ήχο (χάρη στα πλήκτρα), το οποίο αρέσκεται στον επικό metal ήχο, τον οποίον έχει περάσει κι από ένα μάλλον progressive φίλτρο. Εξαιρετικοί μουσικοί –ο ντράμερ τους Σταμάτης Κατσαφάδος, ειδικά, ήταν σκέτη ατμομηχανή, όπως πολύ σωστά τον αποκάλεσε σε κάποιο σημείο ο τραγουδιστής Νίκος Πρωτονοτάριος– υπερασπίστηκαν πετυχημένα το υλικό του φρέσκου ντεμπούτο τους Finding Solace, ενώ μας έπαιξαν και μια πραγματικά «διαβασμένη» διασκευή στο "Gutter Ballet" των Savatage. Μόνη μου ένσταση, ότι βρήκα τον (καλλίφωνο) Πρωτονοτάριο να βγάζει μια ευγένεια στις ερμηνείες του, η οποία δεν κόλλαγε πάντα με τη θεματική των όσων τραγουδούσε.

To ωράριο που είχε ανακοινωθεί τηρήθηκε (να τα λέμε αυτά, γιατί σε άλλες συναυλίες δεν υπάρχει μέτρο στην καθυστέρηση), οπότε δεν αργήσαμε να δούμε ενώπιόν μας τους Manilla Road. Πλέον, ο κόσμος το είχε γεμίσει στο χαλαρό το «Κύτταρο», οπότε, μόλις ξεπρόβαλλε μπροστά μας ο αρχηγός Mark Shelton και οι συνοδοιπόροι του, στήθηκε και η ανάλογη κερκίδα καλωσορίσματος, με ένα πανό ειδικά φτιαγμένο για την περίσταση να κάνει κι αυτό την εμφάνισή του στα σκαλιά του συναυλιακού χώρου. Οι δε Manilla Road μας το τόνισαν εξαρχής: η βραδιά ήταν αφιερωμένη στα 40 τους χρόνια, οπότε θα ακούγαμε μόνο παλιά κι αγαπημένα –τίποτα από το 2000 και μετά, καμία νύξη στον επερχόμενο δίσκο. Άλλο που δεν θέλαμε.

Παρά ταύτα, ούτε ο πιο αισιόδοξος fan δεν μπορούσε να υπολογίσει στο τι θα έστηναν οι Αμερικανοί το βράδυ της Πρωτομαγιάς. Με το καλημέρα, πάντως, εκείνοι μας παρέσυραν στους ρυθμούς τους, να τραγουδάμε μαζί με τον επιβλητικό Bryan "Hellroadie" Patrick το "Dreams Of Eschaton", με τις μπροστινές σειρές του «Κυττάρου» να οδηγούνται κατόπιν στην πρώτη φρενίτιδα (από τις πολλές του live), όταν ήχησε το "Astronomica" –πολυαγαπημένη στιγμή από το άλμπουμ Open The Gates του 1984. Ήταν απλά η αρχή ενός φοβερού πάρτι, αλλά και η τρανότερη απόδειξη του πόσο απολαυστικοί παραμένουν επί σκηνής οι Manilla Road. Οι οποίοι ξαναβάπτισαν τους παλιούς στα πιο πολύτιμα νάματα της μακρυμάλλικης εφηβείας τους και έδειξαν στους νεότερους (γιατί υπήρχαν και κάμποσοι πιτσιρικάδες στο «Κύτταρο») πώς γίνονταν μερικά πράγματα, πριν επικρατήσει ως metal η πιο «κεντρώα» αισθητική συγκροτημάτων σαν τους Mastodon.


Η setlist ήταν εμπρηστική, η κιθάρα του Shelton πετούσε φωτιές, αλλά κινητήρας της όλης βραδιάς αναδείχθηκε εν τέλει ο Hellroadie, καθώς επιτελούσε και ρόλο τελετάρχη, εκτός από αυτόν του frontman. Ξέροντας καλά, δηλαδή, πότε να τραγουδά, πότε να αποσύρεται στο πλάι της σκηνής δίνοντας χώρο στους υπόλοιπους, πότε να παραχωρεί το μικρόφωνο στον Shelton για μερικά πραγματικά ηρωικά φωνητικά και πότε να του δίνει τις απαραίτητες ανάσες, στήνοντας γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο. Δίπλα του, ένας έκπληκτος Phil Ross (μπάσο) ανακάλυπτε τι σημαίνει metal συναυλία στην Ελλάδα («προσπάθησα να τον προειδοποιήσω», είπε ο Hellroadie), ενώ πίσω του ο καταπληκτικός Γερμανός ντράμερ Andreas "Neudi" Neuderth έμοιαζε με φιγούρα βγαλμένη από κάποια λοξή γωνία των ιστοριών του Λάβκραφτ.

Και τι δεν μας έπαιξαν οι Manilla Road, την Πρωτομαγιά. "Mystification" ακούσαμε, "Open The Gates" ακούσαμε, "Masque Of Red Death", "Flaming Metal Systems", αλλά και το "The Empire" σε ένα συλλεκτικό στιγμιότυπο, με τον Shelton να παίζει απίστευτα πράγματα στην κιθάρα του. Όταν, δε, έφτασε το φινάλε της κανονικής διάρκειας, έγινε της τρελής μπροστά στη σκηνή υπό τους ήχους των "Necropolis" και "Crystal Logic": ξύλο, ομαδικά headbanging, έξαλλα σπρωξίματα, κλωτσοπατινάδα, crowd surfing, αλλά και γροθιές υψωμένες στον αέρα με ενθουσιασμό και τραγούδι μέχρι τελικού ξελαρυγγιάσματος. Φυσικά και απαιτήσαμε encore, φυσικά και μας το έδωσαν, μέχρι το οριστικό αντίο, μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς και χειροκροτήματα.

Ρε γαμώτο, όμως, το "The Veils Of Negative Existence" το άφησε εκτός setlist ο άτιμος ο Hellroadie... Ήταν, όμως, το μόνο μου παράπονο από μια βραδιά που θα τη θυμάμαι για καιρό. Πιστεύω κι όποιος άλλος βρέθηκε στον Κύτταρο, αυτήν την Πρωτομαγιά του 2017.



28 Δεκεμβρίου 2023

Stephan Micus - White Night [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «White Night» του Stephan Micus, ένα από τα ωραιότερα της μακράς και τόσο ιδιαίτερης καριέρας του: μια μουσική τελετουργία με μυστικιστικό χαρακτήρα και υποβλητική πνευματικότητα, ταγμένη στην αληθινή παγκοσμιότητα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο ως promo από την ECM και ανήκει στον René Dalpra


Αν οι περίφημες «λίστες της χρονιάς», στις οποίες επιδίδεται με πάθος ο μουσικός Τύπος, διέθεταν πραγματικό εκτόπισμα και δεν αυτοπεριορίζονταν στο λιβάνισμα συγκεκριμένων αισθητικών προτιμήσεων υπό το πρόσχημα ενός βολικά κατασκευασμένου «πλουραλισμού», τότε οι πύλες τους θα έπρεπε να ανοίγουν διάπλατα (σχεδόν) κάθε που επιστρέφει στη δισκογραφία ο Stephan Micus. 

Δεν συμβαίνει. Παρά ταύτα, ο Γερμανός μουσικός, συνθέτης, τραγουδιστής και οργανοποιός συνεχίζει τα θαυμαστά του ταξίδια. Κι αν το White Night φέρνει κάτι εμφατικά στο προσκήνιο, είναι ότι η γραφή του δεν μοιάζει με τίποτα άλλο (και δεν έμοιαζε ποτέ). 

O τίτλος επεξηγεί κάτι από τη δημιουργική αφετηρία, ενώ την ίδια στιγμή προτρέπει και σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση. Ο Micus, δηλαδή, ξεκινά από το φεγγαρόφως, έτσι όπως πέφτει ολόλαμπρο στη σιγαλιά της νύχτας, στις βαθιές εκείνες ώρες όπου «παύει το τριζόνι και αντηχεί μόνο ο κούκος». Ανάλογα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί και η ακρόαση: σαν άλλο νυχτολούλουδο, ο δίσκος ανθίζει στην ησυχία του σκοταδιού και σκορπά καθώς μπαίνει το φως της μέρας και πληθαίνουν οι θόρυβοι της ανθρώπινης παρουσίας. Πρόκειται για μια τελετουργία, στην οποία καλείσαι να κοινωνήσεις την αληθινή παγκοσμιότητα –προσοχή, όχι την παγκοσμιοποίηση– μπαίνοντας από την "Eastern Gate" της έναρξης και βγαίνοντας από τη "Western Gate" του φινάλε.

Ενδιάμεσα, ο Micus σε προσκαλεί να βαδίσεις σε ένα ανεπανάληπτα διαπολιτισμικό συνεχές, όπου παμπάλαιες μνήμες συνασπίζονται για να δημιουργήσουν κάτι νέο, πάντα μέσω ενός απόλυτα προσωπικού φίλτρου. Έτσι, καλίμπες από την υποσαχάρια Αφρική γίνονται σώμα ένα με το αρμένικο duduk, το αιγυπτιακό νέϋ και τα θιβετιανά κύμβαλα, συναντώντας στην πορεία και όργανα που είτε έχει κατασκευάσει ο ίδιος ο Micus, είτε έχει παραγγείλει με τροποποιήσεις –όπως αυτήν π.χ. την καλίμπα με τις μπρούτζινες γλώσσες, η οποία βγάζει έναν ήχο κατά τι πιο «μαλακό». Πού και πού, στη ροή των οργάνων παρεμβαίνει και η φωνή του Micus, ο οποίος τραγουδά σε μια ακατάληπτη, δικής του επινόησης γλώσσα, όντας γήινος και την ίδια στιγμή εντελώς εξώκοσμος ("The Bridge", "The Forest", "Fireflies").

Ωστόσο, ας μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Ο Stephan Micus δεν παίζει world, ούτε και σερβίρει ψήγματά της «μαγειρεμένα» με τρόπο αρεστό σε όσα Δυτικά αφτιά αναζητούν το ελεγχόμενα εξωτικό. Το White Night απηχεί μεν παραδόσεις από διάφορα μέρη της υφηλίου, όμως τις βάζει να συνδιαλεχθούν και να αναζητήσουν αναπάντεχους, πρωτόγνωρους συνδυασμούς, αρθρώνοντας έναν ήχο σημερινό και άκρως υπερ-τοπικό, κινούμενο από το συγκεκριμένο προς το αφηρημένο: ο παγκόσμιος χάρτης του Γερμανού καλλιτέχνη παραδίδεται χωρίς σύνορα, ωθώντας τα Ιμαλάια να έρθουν πλάι στη Γκάνα και τον Καύκασο δίπλα στη Ναμίμπια. Ναι, υπάρχει μια συγγένεια με τις ύστερες αναζητήσεις των Dead Can Dance και με τη δική τους ματιά στην παγκοσμιότητα, όμως είναι απλώς το μόνο παράλληλο που μπορείς να χαράξεις, καθώς υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, πέρα από τις ομοιότητες. 

Σκεπτόμενος ότι το "Western Gate" μοιάζει πολύ σε αργό, ηπειρώτικο σκοπό –κι ας μην έχει κάτι το έκδηλα ελληνικό– θυμήθηκα την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με τον Micus το 2013, όταν είχε βγάλει το άλμπουμ Panagia. Είχε βασιστεί, τότε, σε βυζαντινούς ύμνους, απλά και μόνο για να καταδείξει πόσο όμοιοι μπορούσαν να ακουστούν με τις γιαπωνέζικες προσευχές στις θηλυκές θεότητες της παραδοσιακής θρησκείας, ενώνοντας, έτσι, τη μεσοβυζαντινή ψαλμωδία με το απωανατολίτικο γιν & γιάνγκ (ολόκληρη η κουβέντα μας είναι εδώ). Και ανέτρεξα και σε προηγούμενες δουλειές, για να επιβεβαιώσω ότι με κάθε του δίσκο σκάβει βαθιά στο υπέδαφος μιας κοινής ανθρώπινης ανάγκης/εμπειρίας πίσω από τη μουσική δημιουργία. Ώστε να εκπέμψει ένα παγκόσμιο μήνυμα, δίχως ποτέ οι δουλειές του να χάνονται στην επανάληψη και στη μονομέρεια, παρά το ενιαίο της αισθητικής τους. 

Το White Night γίνεται, λοιπόν, ένα επιπλέον λιθαράκι σε αυτήν τη διαδρομή: ένας ακόμα εκπληκτικός δίσκος, με πνευματικότητα που πραγματικά σε υποβάλλει. 



27 Δεκεμβρίου 2023

Dimmu Borgir - ανταπόκριση (2019)


Σεπτέμβριος 2019, το μυαλό ήταν ακόμα στις καλοκαιρινές διακοπές –εκείνη τη χρονιά είχα αργήσει να γυρίσω στην πόλη, νομίζω– οπότε το να ξαναμπώ σε έναν κλειστό χώρο για συναυλία έμοιαζε περίεργο, σαν επίσημη έναρξη φθινοπώρου.

Όμως οι Dimmu Borgir ξόρκισαν τις έγνοιες αυτές με μια σαρωτική performance, στην οποία παρουσιάστηκαν ως πραγματικές Δυνάμεις της Βορεινής Νύχτας (όπως λέει και το τραγούδι τους), σαρώνοντας το κατάμεστο «Piraeus Academy» με φώτα, συμφωνικά πλήκτρα και μαύρο, νορβηγικό metal.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Δημήτρη Καπάνταη


Ό,τι κακία και να λέγεται κατά καιρούς στα μεταλλικά πηγαδάκια για τους Dimmu Borgir, έχουν αφοσιωμένο κοινό στην Ελλάδα· στο οποίο καταφανώς είχαν λείψει, καθώς είναι πολλά τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να τους δούμε στα μέρη μας. Γέμισαν, έτσι, το «Piraeus Academy» και φρόντισαν να το σαρώσουν με τα φώτα, τα συμφωνικά τους πλήκτρα και το μαύρο, νορβηγικό τους metal. Σαν πραγματικές Δυνάμεις της Βορεινής Νύχτας. 

Σε έναν μουσικό Τύπο στον οποίον ελάχιστοι θίγουν την καθυστέρηση στα ανακοινωμένα ωράρια των συναυλιών –για την οποία λίγες φορές συντρέχουν λόγοι άλλοι του ζαμανφού– αξίζει να τονίσουμε δύο πράγματα: πρώτον, τα πάντα συνέβησαν σύμφωνα με το δημοσιευμένο πρόγραμμα της διοργάνωσης. Δεύτερον, οι Gentihaa εκπλήρωσαν τον support ρόλο τους στα 6 κομμάτια και όχι σε κανά από αυτά τα 45άλεπτα set που ευδοκιμούν τελευταία, παρά το γεγονός ότι ελάχιστες εγχώριες μπάντες είναι σε θέση να τα υποστηρίξουν. 


Το αθηναϊκό γκρουπ έπαιξε σε κάθε περίπτωση με κέφι, έχοντας φρέσκο το ντεμπούτο του Reverse Entropy. Και πέτυχε να κερδίσει την προσοχή και το χειροκρότημα χάρη σε μια πολύ επαγγελματική εμφάνιση, στην οποία αποτυπώθηκε θαυμάσια ο ογκώδης τους ήχος και φάνηκε η πραγματικά καλή δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες. Παρότι βρήκα τη μουσική τους κομματάκι στιλιζαρισμένη για τα γούστα μου και τα φωνητικά του Ανδρέα Μπούτου να χρωστάνε περισσότερα στο hardcore/metalcore απ' ό,τι προτιμώ, έδωσαν μια συναυλία με πυγμή.  

Η σκηνή, κατόπιν, στήθηκε από την αρχή και σε μισή ώρα όλα ήταν έτοιμα, με τους Dimmu Borgir να παρατάσσονται τμηματικά –πρώτα οι μουσικοί που τους πλαισιώνουν στις λάιβ εμφανίσεις, τελευταίο το πρωταγωνιστικό τρίδυμο. Το μπάσιμο στάθηκε αντάξιο της αναμονής, καθώς το γκρουπ εξαπέλυσε με το καλημέρα του "The Unveiling" όλον του τον μοχθηρό δυναμισμό, έχοντας τον επιβλητικό Shagrath να μοιάζει με δυσοίωνο τελετάρχη καθώς τραγουδούσε μισοδιακρινομένος κάτω από την κουκούλα της φορεσιάς του, με το μακρύ του μαλλί να ανεμίζει στις άκρες. Το «Piraeus Academy» πήρε κι αυτό φωτιά αμέσως, σαν έτοιμο από καιρό, προοιωνίζοντας μια «καυτή» βραδιά, με μπόλικο ιδρώτα στην αρένα.

Τι κι αν έψαχνες με το κιάλι τα παλιά τραγούδια στη setlist, τι κι αν οι Dimmu Borgir έπαιξαν μόνο 1 ώρα-και-κάτι; Είναι μύθος ότι καλές συναυλίες είναι αυτές που τραβάνε και τραβάνε σε διάρκεια. Άλλωστε τα καινούρια και πιο πρόσφατα κομμάτια παίχτηκαν με τέτοια ζέση, ώστε ήχησαν σαν classics, ενώ πολύς κόσμος ήξερε αρκετά καλά τους στίχους π.χ. του "Council Of Wolves And Snakes" και του "Dimmu Borgir", λαμβάνοντας εύσημα από τον Shagrath. Ο οποίος δεν ανεχόταν, εντωμεταξύ, την παραμικρή κάμψη στις αντιδράσεις ενθουσιασμού, προβαίνοντας σε διαρκείς προτροπές για περισσότερο θόρυβο και περισσότερη συμμετοχή. Κάλεσμα που βρήκε πυρακτωμένη ανταπόκριση, ακόμα και από τους καθισμένους στον εξώστη. Αν και δεν γίνεται να μην το σχολιάσεις: είναι δυνατόν ρε παιδιά, καθήμενοι σε black metal συναυλία; 

Το συμφωνικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο τμήμα της καριέρας των Dimmu Borgir αποδόθηκε με ευχέρεια από τα πλήκτρα του Gerlioz, έχοντας ως σύμμαχο τον καλό ήχο, ενώ Silenoz και Galder αλώνιζαν τη σκηνή, δίνοντας ρέστα στις κιθάρες. Κανείς, έτσι, δεν κατάλαβε πότε φτάσαμε στα "Progenies Of Τhe Great Apocalypse" και "Mourning Palace". Αμφότερα, πάντως, προξένησαν χαμό στις τάξεις του κοινού, ωθώντας τη βραδιά σε γκραν φινάλε. 

Κάποιοι φώναξαν βέβαια και για encore, κατόπιν, όμως έχασαν γρήγορα τον ενθουσιασμό τους, καθώς οι Νορβηγοί δεν πρόκειται να σου δώσουν τίποτα παραπάνω απ' όσα έχουν με επιμέλεια σχεδιάσει. Άλλωστε δεν είχαμε κανέναν, μα κανέναν λόγο να φύγουμε παραπονεμένοι από τη συναυλία. Ακόμα κι αν, βάζοντας κάτω τα οικονομικά, σκεφτόσουν ότι η τιμή του εισιτηρίου αναλογούσε σε μια πιο εκτεταμένη διάρκεια. 



03 Δεκεμβρίου 2023

Θάνος Ανεστόπουλος - Θάνος Ανεστόπουλος [δισκοκριτική, 2018]


Διάφορα που ίσως χρειαζόταν να ειπωθούν στο πλαίσιο αυτού του blog για τον Θάνο Ανεστόπουλο, έχουν καταγραφεί σε άλλη ανάρτηση (δείτε εδώ).

Εδώ, λοιπόν, χωρίς περιττές μακρηγορίες, βρίσκεται μια κριτική μου στο μεταθανάτιο άλμπουμ «Θάνος Ανεστόπουλος» (Inner Ear, 2018). Με τον επίλογο να λέει, πιστεύω, περισσότερα από όσα χρειάζεται να λεχθούν σε μια τέτοια εισαγωγή.

Όπως κι άλλες μου κριτικές από εκείνα τα χρόνια, έτσι κι αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αvopolis τον Απρίλιο του 2018 –κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τη συναυλία-reunion των Διάφανων Κρίνων στην Τεχνόπολη (Σεπτέμβριος 2015) και ανήκει στη Σμαρώ Μπότσα


«Πως, θα ξαναβγούμε έξω στο φως 
να ξαναβρώ τις ρίζες μου να κρατηθώ»

Τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια, έχει ειπωθεί. Στα βασικά, ωστόσο, λένε τη δική μας αλήθεια. Το τι κρατάει και τι τονίζει ο καθείς μας και τι βάζει στο πλάι, είναι μια πολύ προσωπική και μη-λογική διεργασία. 

Ο δίσκος κυλάει και συχνά η φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου κυριαρχεί, σκεπάζοντας και το τι τραγουδιέται και το πώς. Ήταν πάντα ένας χαρισματικός ερμηνευτής, πριν από όλα τα άλλα· μια φωνή από εκείνες που τις ακούς στο ράδιο και δεν ψάχνεις ποτέ «ποιος είναι αυτός». Βαθιά, εκφραστική ακόμα και στις μανιέρες της, μόνιμα εγκαταστημένη, θαρρείς, στο σύνορο που χωρίζει Φως και Σκοτάδι. Ένα σύνορο που καλά κρατεί με διάφορες μορφές στο φαντασιακό της Ανθρωπότητας ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, στο οποίο αυτοτοποθετήθηκε και ο ίδιος ο Ανεστόπουλος πίσω στο 1998, με εκείνο το «Δεν θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι» του αξέχαστου "Μπλε Χειμώνα".

«Μια λυρική απάθεια, ένα τοπίο κύματα 
καθώς η μέρα μου γαλήνια θα μικραίνει»

Τα 10 αυτά στιγμιότυπα, που έμειναν πίσω όταν ο Ανεστόπουλος έχασε τη μάχη με τον καρκίνο το 2016, άξιζε να τα ακούσουμε. Δεν αφαιρούν τίποτα από τα όσα ξέραμε, μα προσθέτουν κάτι τις στο παζλ, δείχνοντας ποια θα ήταν «κανονικά» η συνέχεια του σόλο δίσκου Ως Το Τέλος (2012) και των αναζητήσεων που εκφράστηκαν με τραγούδια όπως το "Ξανάρθαν Τα Σύννεφα". Μανώλης Αγγελάκης, Στάθης Ιωάννου, Νίκος Γιούσεφ & Άκης Σπυριδάκης τα έβαλαν λοιπόν με τα ανέκδοτα θηρία, υπό το έρεβος μάλιστα του αντίκτυπου της απώλειας ενός φίλου –και τα αποτελέσματα τους δικαιώνουν. Δεν πρόκειται για τυμβωρυχία, όπως συμβαίνει με κάποιες διεθνείς εκδόσεις ανάλογου τύπου: συναισθάνεσαι σχεδόν ό,τι οι ίδιοι περιγράφουν ως «ανάγκη και ηθική υποχρέωση να δημοσιοποιηθεί το έργο του».

«Καταραμένοι ποιητές, οι στίχοι σας νεφέλες»

Με έναν τρόπο, τα τραγούδια αυτής της νέας έκδοσης κάνουν κύκλους γύρω από πράγματα ήδη ειπωμένα επί Διάφανων Κρίνων, στη διαδρομή από τη "Μουχλαλούδα" (1994) ως τον "Τελευταίο Σταθμό" (2012). Με έναν άλλον, όμως, δείχνουν την αποφασιστικότητα του Ανεστόπουλου να σκάψει στις αναφορές του για να βρει περισσότερες φλέβες έκφρασης· για να ανακαλύψει το νέο μέσα στο οικείο, αυτή τη φορά με την ταυτότητα του τραγουδοποιού. Το βάρος ρίχνεται στον λόγο –και αντίστοιχα στις ερμηνείες– με μια επίγνωση ότι αποτελούν τα «δυνατά χαρτιά», με τις μελωδίες να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και να μην καταγράφονται στιβαρές.  Παρά ταύτα το σύνολο λειτουργεί και τα κομμάτια αφήνουν τελικά την αίσθηση ενός μικρού βήματος προς τα μπροστά και όχι την εντύπωση ενός δημιουργού μπουρδουκλωμένου στο ένδοξο παρελθόν.

«Θυμάμαι ένας φίλος που 'φυγε νωρίς μας όρκισε 
στα πιο μεγάλα μακρινά άστρα να φτάσουμε» 

Ας με συγχωρήσει ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο οποίος κάποτε μου είχε πει να μην γράψω ξανά για δουλειά του, καθώς γνωριζόμασταν πλέον αρκετά (άλλοι θα έλεγαν «γράψε και καμιά καλή κουβέντα»). 

Στάθηκε πράγματι δύσκολο να αποκόψω τα όσα άκουσα εδώ από τις μνήμες των συζητήσεών μας, από τα σφηνάκια τεκίλας στο «Cusco» εκείνο το επικό μεσημέρι, όταν ο Tom Waits μπλέχτηκε με τα μπούτια της Μαρίτας, από το σκίτσο που έφτιαξε μέσα σε ούτε 5 λεπτά για να με ξεπροβοδίσει καθώς πήγαινα φαντάρος. 

Ο αποχαιρετισμός, όμως, εκκρεμούσε. 

Τελικά, λοιπόν, έγινε με μια επιστροφή στο πώς τον γνώρισα εξαρχής: ακούγοντας έναν δίσκο του, θαυμάζοντας ξανά τα μεστά του τραγούδια για τις πτώσεις των ανθρώπινων ονείρων και για τη θλίψη, η οποία μπορεί να επικάτσει στις ζωές όλων μας. Αυτά δηλαδή που τον έχρισαν σε ποιητή-τραγουδοποιό μιας ολόκληρης φουρνιάς ροκ ακροατών, στα λίγα χρόνια στα οποία έμελλε να ζήσει.



30 Νοεμβρίου 2023

Θάνος Ανεστόπουλος - συνέντευξη (2012)


Είναι δύσκολο να κάτσω εδώ, στα πλαίσια αυτών των σύντομων εισαγωγών που φτιάχνω για διάφορα παλιά μου δημοσιεύματα, να μιλήσω για τον Θάνο Ανεστόπουλο (Φεβρουάριος 1967 - Σεπτέμβριος 2016). 

Όχι από κάποιο οπαδιλίκι για τα Διάφανα Κρίνα, παρότι παραμένουν ένα από τα πολύ αγαπημένα μου ακούσματα από το εγχώριο rock –αύριο 1η Δεκέμβρη, μάλιστα, ο Λεωνίδας Σκιαδάς στήνει και μια βραδιά αφιερωμένη στο γκρουπ, στη «Death Disco». Αλλά γιατί, κάνοντας τη δουλειά αυτή, ήρθαν έτσι τα πράγματα που με κάποιους καλλιτέχνες συγχρωτίστηκες, συμπαθήθηκες και μοιράστηκες και κάποιες αυστηρά ανθρώπινες στιγμές. 

Δεν γράφω τη λέξη «φίλος», γιατί κάτι τέτοιο δεν γίναμε ποτέ με τον Θάνο Ανεστόπουλο. Όμως υπήρχε θέρμη μεταξύ μας. Στο «Κούζκο», ας πούμε, μια μέρα που με συνάντησε τυχαία κι έκατσε για έναν καφέ, του είπα ότι έφευγα για στρατιωτική θητεία, στο Πολεμικό Ναυτικό. Κι αμέσως έβγαλε ένα χαρτόνι από την τσάντα του και τσικ-τσικ μου σχεδίασε ένα σκίτσο, όπου προοικονομούσε ότι το διάστημα αυτό θα μοιάζει σαν διακοπές κάπου ονειρικά: ίσως σε εκείνο το νησί στον Ειρηνικό που, κατά τον Γιώργο Μαρίνο, πάντα θα μας περιμένει. 

Με συγκίνησε πολύ, αν και ποτέ δεν του το είπα. Και τον σκέφτηκα πολλές φορές γελώντας κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, όταν αποκαλούσαμε το στρατόπεδό μας στον Πόρο «Poros Resort». Και τώρα αγχώνομαι που τα γράφω αυτά, γιατί πάλι δεν θυμάμαι πού το έχω βάλει το σκίτσο, στο χάος το οποίο βασιλεύει μονίμως στο σπίτι μου.

Επίσης, εκτίμησα πολύ που μόνος του, μια μέρα που καθόμασταν στο «Φλοράλ» και συζητάγαμε για τον Τύπο και τη ραδιοφωνία, μου είπε ότι, επειδή κάνουμε παρέα, δεν έπρεπε να γράφω πια κριτικές για τα όσα κάνει, είτε με το γκρουπ, είτε μόνος του. Το είχα βέβαια κατά νου, γιατί αυτή είναι η πάγια τακτική μου. Όμως το μέτρησα που το σκέφτηκε και θέλησε να το ξεκαθαρίσει, γιατί η πλειονότητα των καλλιτεχνών στην Ελλάδα αρέσκεται να έχει αυλικούς. 

Και ήμουν, τελικά, εγώ που δεν τήρησα τη συμφωνία μας, αφού ξανάγραψα κάτι για δουλειά του, μετά βέβαια από τον θάνατό του (δείτε εδώ). Θέλω να πιστεύω, όμως, ότι θα καταλάβαινε πως εκκρεμούσε ο αποχαιρετισμός μας, ο οποίος δεν χώραγε φυσικά σε κηδείες και τα συναφή: τέλος πάντων, μόνο έτσι ήξερα να το κάνω. Και το έπραξα, θεωρώ, με τιμιότητα απέναντι στο έργο της κριτικής αποτίμησης.

Κάτι που «επιτρεπόταν», πάντως –και ήταν θεμιτό– ήταν να κάνουμε καμιά συνέντευξη. Όπως έγινε το 2012, 3 χρόνια μετά τη διάλυση των Διάφανων Κρίνων, όταν έβγαλε το πρώτο του σόλο άλμπουμ «Ως Το Τέλος». Στήσαμε λοιπόν μια σύντομη κουβέντα, ικανή να χωρέσει στις σελίδες του περιοδικού «Ήχος», το οποίο και την παρήγγειλε. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, είτε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, είτε από την Inner Ear


Πώς εννοεί ο Θάνος Ανεστόπουλος το τέλος; Πώς θα έπρεπε να αποκωδικοποιηθεί ο τίτλος του πρώτου σου σόλο πονήματος, «Ως Το Τέλος»;

Πίσω απ' τη φράση «ως το τέλος», εννοώ «ως την Τελείωση». Ως την τελείωση του κόσμου, του πνεύματος, της αγάπης. Σε κάποια πράγματα τέλος δεν δίδεται ποτέ. Για παράδειγμα, στην αγάπη δεν υπάρχει τέλος. Το ίδιο όπως σ' ένα άπειρο!

Και στον νέο δίσκο βλέπουμε τη σχέση σου με την ποίηση, μια σχέση βαθιά και διαρκείας. Τι έχεις να πεις προς όσους ισχυρίζονται ότι αυτοί που ασχολούνται πολύ με τη μουσική συνήθως δεν διαβάζουν ποίηση;

Έχω την αίσθηση, πολλές φορές, πως την ποίηση δεν τη διαβάζεις, μα την αισθάνεσαι και την ανακαλύπτεις παντού, όποτε νιώσεις αυτήν την ανάγκη. Τότε σε επισκέπτεται σε κάθε νότα και φθόγγο, αν είσαι μουσικός, σε κάθε πιρουέτα αν χορεύεις, σε κάθε πινελιά αν είσαι ζωγράφος. Καραδοκεί –και περιμένει εσένα να την ανακαλύψεις και να την αισθανθείς.  

Βρέθηκες κι εσύ στην Inner Ear για το «Ως Το Τέλος». Φαντάζομαι ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο, έτσι δεν είναι; Τι συμβαίνει εκεί στην Πάτρα;

Αυτό που έχει κάνει μέχρι στιγμής η Inner Ear –και συνεχίζει να το κάνει– είχε να γίνει, όσον αφορά στη χώρα μας, από την εποχή του Αλέκου Πατσιφά και διεθνώς από τα χρόνια της Factory Records και της σκηνής του Μάντσεστερ. 

Κι έχω την αίσθηση ότι ο Περικλής και τα παιδιά του στην εταιρεία, ή, καλύτερα, σ' αυτήν την παρέα όπου έχουν μαζευτεί τρελοί εραστές της μουσικής και της ωραίας τέχνης, δεν κάνουν ό,τι κάνουν για να δώσουν κάποια απάντηση σε κάτι νεκρό από καιρό. Απλά πολλές φορές τα Άνθη του Κακού βρίσκουν τον τρόπο να γεννούν την ομορφιά μέσα στη γενική αφυδάτωση και καρβουνίλα.  

Σε αντίθεση με πολλούς συνομηλίκους σου, είσαι πολύ δραστήριος στο Facebook. Υπάρχει αληθινή επαφή εκεί στο δίκτυο; Έχεις ακούσει ποτέ παράπονα ότι το παρακάνεις; 

Το παρακάνεις όταν σταματήσεις να χειρίζεσαι ένα μέσο όπως το Facebook ως δίαυλο επικοινωνίας ή ως μέσο προώθησης της δουλειάς σου και των ιδεών σου και βουτήξεις μέσα του χωρίς οριοθέτηση, αφήνοντάς το να γίνει εθισμός και εξάρτηση. Πολλοί έχουν πράγματι ανταλλάξει την αληθινή ζωή με μια εικονική πραγματικότητα, έχοντας φτιάξει μια ηλεκτρονική φυλακή όπου μπήκαν από μόνοι τους, αδυνατώντας πλέον να βρουν τον δρόμο για να βγουν ξανά έξω –στον αληθινό κόσμο, στην ουσιαστική επικοινωνία. 

Είναι γνωρίσματα και παρενέργειες αυτά μιας εποχής μεγάλης αποξένωσης, μα και της τρομερής μοναξιάς του ατόμου των μεγαλουπόλεων και του αδιεξόδου των κλειστών κοινωνιών της επαρχίας. Και συμβαίνει τώρα, παντού, ως το τέλος του κόσμου... Πάντως, εγώ έχω το πιο ρομαντικό λάπτοπ στον κόσμο! Ένα ACER Aspire 9410 με το ίδιο φιλότιμο που είχε ο ΣιΘρίΠιο (το ρομπότ στον «Πόλεμο των Άστρων»). 

Είσαι από τους καλλιτέχνες που δεν μασάνε τα λόγια τους όταν τους ρωτάνε για την πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα. Πώς είδες λοιπόν το αποτέλεσμα των «πιο ιστορικών εκλογών μετά τη Μεταπολίτευση», όπως τις χαρακτήρισαν αρκετοί;  

Και μετά τα 7 χρόνια του γύψου αλλά και τώρα –με αφορμή τον λυσσαλέο παγκόσμιο πόλεμο του τραπεζικού κεφαλαίου με τους λαούς– το κόλπο με την «ελπίδα για αλλαγή» και το τρικάκι με το «κάνε κουράγιο και θα 'ρθει μια άσπρη μέρα και για μας» (μαζί με την πατερίτσα μιας ροζ ευμάρειας ενός τραγικού, χάρτινου και ψεύτικου χτες, χτισμένου σε πήλινα πόδια), άρκεσαν για να πάρει τα πάνω του ο Χοντρός Τραπεζίτης. 

Δεν χρειάζεται να 'σαι φάκιν ειδικός για να καταλάβεις ότι ο άκρατος καπιταλισμός φτάνει στο τέλος του ή την οπισθοχώρηση σε δικαιώματα κατακτημένα με πολύ πόνο και αίμα στην Ιστορία. Έχω έναν γιο 9 χρονών με καλύτερο αισθητήριο από τους εντεταλμένους «ειδικούς» για το πώς μπορούμε να πάρουμε ξανά την πάνω βόλτα. 

Μιας κι έχεις ιδιαίτερη σχέση με τους ποιητές της Γενιάς του '30, είναι ξανά επίκαιροι, θα έλεγες, στις τωρινές συνθήκες; Έχουμε ξανά ανάγκη από πνευματικά αναχώματα κατά της θλίψης; Ή η προσδοκία των πολλών εξαντλείται στο πώς θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν στα «χρυσά» χρόνια; 

Αυτή την εποχή δεν μου 'ρχεται να μιλάω για τους ποιητές που αγάπησα. Αρκετή απογοήτευση έχω φάει από τους περισσότερους ντόπιους ποιητάδες μας, οι οποίοι έχουν βολευτεί, κρυφτεί κι εξαφανιστεί από το τώρα και από το εκεί έξω... 

Όσους, δηλαδή, δεν βρίσκονται μέσα στο όλον, μέσα στον κόσμο τον απλό. Όσους, αφού παρέδωσαν το ποίημα (ή γενικότερα το έργο τους), χρησιμοποίησαν κατόπιν τη μοναχικότητα του ποιητή σαν πιασάρικη δικαιολογία και κρύφτηκαν στα υπόγεια της σιωπής. Πολλοί, μάλιστα, με ένα βαθύ ενοχικό σύμπλεγμα για τη συμπόρευση και τις πεολειχιστικές τους σχέσεις με την ανέραστη εξουσία, η οποία τους βόλεψε –με το αζημίωτο κι αυτή με τη σειρά της– σε θέσεις και σε διάφορους θώκους. Εξαιρούνται πάντα οι νεκροί. Συχωρεμένοι...

«Φεύγουν οι ομορφότεροι και μόνο οι άθλιοι μένουν
Καταραμένοι ποιητές τις μνήμες σας μαραίνουν»
Τον Καββαδία εκτιμώ, τη Σύλβια Πλαθ την αγαπώ, την Πολυδούρη τη λατρεύω.

Τι έχεις γραμμένο στην ατζέντα σου για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο; Θα είναι γεμάτοι συναυλίες ή σκοπεύεις να ξεκουραστείς;

Η ξεκούραση είναι ο δρόμος και η γνώση χρειάζεται καθημερινή τροφή και μόχθο. Αν προσπαθείς να τιμάς την ιδέα του να ζεις την κάθε σου μέρα σαν να είναι η τελευταία σου, χρειάζεται να βρίσκεσαι σε διαρκή κίνηση, ώστε να αυξάνεις συνεχώς αυτές τις τελευταίες σου ημέρες. Ανήκω άλλωστε και σε μια γενιά που είχε κάνει μότο της ότι «ένα Σαββατοκύριακο δικό μας είναι ολόκληρη η ζωή τους». Ο δρόμος, λοιπόν, με ξεκουράζει. Η ακινησία, πλέον, είναι για τους νεκρούς εν ζωή.