17 Οκτωβρίου 2023

Στάθης Κουκουλάρης - ανταπόκριση (2013)


Σεπτέμβριος 2013, 10 χρόνια πριν να γραφτούν οι παρούσες γραμμές. Το ήξερα από 'δω κι από 'κει το όνομα του Στάθη Κουκουλάρη, όπως βέβαια και τη φήμη του, ως Ναξιώτη βιολιστή πρώτου μεγέθους για τα παραδοσιακά πράγματα των Κυκλάδων. 

Τίποτα, όμως, δεν με είχε προετοιμάσει για τα όσα θα έβλεπα και κυρίως θα άκουγα στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης», όπου έμεινα –κυριολεκτικά– με το στόμα ανοιχτό.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε στο Avopolis, με το κείμενο να αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και παραχωρήθηκαν από τους συντελεστές για τις ανάγκες του δημοσιεύματος. Στην κεντρική, δίπλα στον Στάθη Κουκουλάρη εικονίζεται η Μάρθα Μαυροειδή


Θα σας πω την αλήθεια. Στο τρίτο κιόλας κομμάτι της βραδιάς αναζητούσα το σαγόνι μου, το οποίο είχε φύγει προς τα κάτω. Από θαυμασμό, από απόλαυση, από μέθεξη, από πώρωση –βάλτε ό,τι λέξη αγαπάτε, μέσα θα 'στε. Κι αν ήταν δύσκολο να εκφραστούν όλα αυτά από τις καρέκλες όπου ήμασταν καθισμένοι στον κατάμεστο κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα, βρήκαμε τον τρόπο να τα δείξουμε στον Στάθη Κουκουλάρη και στους υπέροχους συνοδούς του: δημιουργώντας μικρούς χαμούς, φωνάζοντας, χειροκροτώντας. 

Ο Ναξιώτης βιολιστής βγήκε στη σκηνή εν μέσω όχι μόνο επευφημιών, αλλά και ευχών για την ονομαστική του εορτή. Ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» και ήταν η μόνη κουβέντα την οποία θα μας απηύθυνε. Ανέκφραστος, αγέλαστος και με το βλέμμα στυλωμένο κάπου ψηλά, είχε μυαλό μόνο για το βιολί του. Όχι από στριμάδα –μετά το τέλος της συναυλίας τον είδα καθισμένο να χαμογελά πλατιά. Προφανώς δεν έχει μάθει στο αλισβερίσι με το κοινό, δεν είναι αυτό που λέμε «επικοινωνιακός»: ο άνθρωπος τα λέει όλα με το όργανό του και πραγματικά δεν χρειάζεται να προσθέσει κουβέντα παραπάνω. 

Τις όποιες ανάγκες επικοινωνίας ανέλαβε λοιπόν η γλυκιά Μάρθα Μαυροειδή (φωνή/πολίτικο λαούτο), η οποία μας πληροφόρησε και για τις αλλαγές στη σύνθεση της κομπανίας: ο γιος του Κουκουλάρη, ο Βαγγέλης, δεν μπόρεσε να παραστεί, όπως ήταν προγραμματισμένο· τη θέση του στο λαούτο πήραν έτσι δύο Παριανοί, ο Σπύρος Μπάλλιος και ο Νίκος Παπαδάκης. Παριανός ήταν επίσης ο κοντραμπασίστας Γιώργος Βεντουρής, ενώ τη μπάντα συμπλήρωνε ο Βαγγέλης Καρίπης στα κρουστά. Όλοι τους θαυμάσιοι μουσικοί. 

Η συναυλία, τώρα, είχε στηθεί με τη λογική της φιλοξενίας ενός ευρύτερου ρεπερτορίου υπό τη σκέπη του κυκλαδίτικου στιλ. Δημιουργήθηκε έτσι ένας «χώρος» από τη Σκύρο ως το Αϊβαλί, με κομβικούς σταθμούς τη Νάξο και τα Δωδεκάνησα και με την παλιά Κωνσταντινούπολη να κάνει κι εκείνη τις περαντζάδες της. Η προσέγγιση αποδείχθηκε λειτουργική, κάτι αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ιστορικά ακριβής: το κυκλαδίτικο ύφος, όπως το γνωρίζουμε, έχει ζυμωθεί με σημαντικά μικρασιατικά δάνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από όσα ακούσαμε την Παρασκευή, το "Θα Πάρω Βόλτα Τα Βουνά". Τραγούδι που ναι μεν έχει συνυφανθεί με τις Κυκλάδες, προέρχεται όμως από ένα κοινό μικρασιατικό ρεπερτόριο, το οποίο δείχνει να πέρασε στα κυκλαδονήσια στα χρόνια του Μιχάλη Κονιτόπουλου –συμπατριώτη του Κουκουλάρη, από τον Κινίδαρο της Νάξου. 

Άλλες επιλογές οι οποίες (επ)έμειναν να ηχούν στ' αυτιά μου και αρκετά μετά το πέρας της συναυλίας ήταν ο "Σκοπός Της Νύφης", το σκυριανό τραγούδι με τους στίχους «μάθανε την αγάπη μας κι όσο μπορείς φυλάγου», το πάντα αγαπητό στο κοινό "Αμοργιανό Μου Πέραμα" και ο "Μπαρμπα-Γιαννακάκης". Η Μάρθα Μαυροειδή στάθηκε σε εξαιρετικό ύψος ερμηνευτικά, παρότι νομίζω ότι η προσέγγισή της βασίστηκε περισσότερο στο μικρασιατικό ύφος, παρά στο κυκλαδίτικο. Όπως και να έχει, πάντως, δεν υπήρξε τραγούδι που να μην το είπε ωραία. 

Από τους μουσικούς θαύμασα για ακόμα μία φορά τον Βαγγέλη Καρίπη και τη μαστοριά του στα κρουστά, ενώ απόλαυσα τον Σπύρο Μπάλλιο, που λαουτάριζε φανερά εκστασιασμένος με τα όσα ποιούσε ο Κουκουλάρης. Ο οποίος και αποτυπώθηκε, βέβαια, ως μεγάλος πρωταγωνιστής και «ψυχή» της κομπανίας: πότε με δοξαριές, πότε με δαχτυλιές, πότε συνοδεύοντας και πότε σε οργανικά σόλο, στάθηκε σε κάθε περίσταση ένας φανταστικός βιολιστής, ικανός να παρασύρει/συγκινήσει με τους χρωματισμούς του παιξίματός του. 

Ήταν, συμπερασματικά, μια ουσιωδώς παραδοσιακή συναυλία, πραγματοποιημένη σε έναν πανέμορφο χώρο: ο κήπος του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων είναι από τους ωραιότερους στην πρωτεύουσα για μικρές, ανοιχτές συναυλίες. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν κάτι από το πνεύμα «μ' αγιόκλημα και γιασεμιά», όπως το εννοούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, το οποίο –σε συνδυασμό με την απόδοση του Κουκουλάρη και των συνοδών του– μεγιστοποίησε την απόλαυση για όσους είχαμε την τύχη να βρεθούμε εκεί. 



16 Οκτωβρίου 2023

Φοίβος Δεληβοριάς - συνέντευξη (2011)


Με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Ο Αόρατος Άνθρωπος» (δείτε περισσότερα εδώ), αποφασίστηκε από κοινού με τον Σωκράτη Παπαχατζή και την Inner Ear να στήσουμε και μια συνέντευξη με τον Φοίβο Δεληβοριά.

Όπερ και εγένετο, με το κείμενο που προέκυψε να δημοσιεύεται στο περιοδικό Ήχος, στο τεύχος Μαρτίου 2011. Εδώ, τώρα, δημοσιεύεται και για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo για τον δίσκο 


Ποιος είναι ο Αόρατος Άνθρωπος και τι σηματοδοτεί η παρουσία του στα δισκογραφικά πράγματα; Θέλει να ξεσηκώσει, σαν π.χ. τον ήρωα του V For Vendetta; Ή, απλά, να κινείται δίχως να τον παρατηρούν οι υπόλοιποι;

Μα, το μαράζι του κάθε Αόρατου Ανθρώπου είναι να τον δουν! Και να τον αγαπήσουν. Το ξέρουμε κι από τις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Η περίπτωση του δικού μου δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Φωνάζει με κάθε δυνατό τρόπο και ήχο πως είναι εδώ, πως σφύζει από ένα καινούριο, τρεμάμενο αίσθημα, πως αυτή η στιγμή μπορεί και να είναι η κρίσιμη. 

Ο κόσμος μιλάει συνεχώς για «κρίση», θέλει όμως στ' αλήθεια να ξεφύγει; Εν πάση περιπτώσει, οι δίσκοι δεν αλλάζουν τον κόσμο. Δεν ξέρω καν αν οι επαναστάσεις άλλαξαν ποτέ τίποτα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μουσική δεν φαίνεται, μα σε κάνει να βλέπεις κάτι. Αν μπορεί έστω κι ένας –ακροατής ή ομότεχνος– να δει κάτι αόρατο με αφορμή τον δίσκο μου, εγώ θα είμαι πανευτυχής.
                 
Στερεότυπα ίσως, πολλοί φαντάζονταν ότι ο Φοίβος Δεληβοριάς, όταν κάθεται να ακούσει μουσική, ακούει κυρίως άλλους τραγουδοποιούς. Σε τι ακούσματά σου παραπέμπει ο Αόρατος Άνθρωπος; 

Σε κινηματογραφικούς συνθέτες του 1940, στον Max Richter, στη Λένα Πλάτωνος του Γκάλοπ, στους Depeche Mode, στον Matt Elliott, στους Eels, στον Πάνο Γαβαλά, στους Κόρε. Ύδρο., στον James Blue Bland και στον Serge Gainsbourg, σε μουσικές από διαφημίσεις που άκουγα μικρός και σε δίσκους του 2009 τους οποίους δεν ξανάκουσα το 2010.

Πώς βρίσκεις τη «θέα» από τον καινούργιο Εξώστη της Inner Ear, ειδικά εσύ, που έχεις ως μέτρο σύγκρισης κι άλλες δισκογραφικές εταιρείες; 

Θα πω μόνο ένα: γυρίσαμε ένα βιντεοκλίπ πρόσφατα και όλα τα στελέχη της Inner Ear συμμετείχαν! Από το σενάριο μέχρι το ποιος κρατούσε το ρεφλεκτέρ, βρίσκονταν όλοι εκεί, ενώ φίλοι από τους B-Sides και τους Abbie Gale ήρθαν να παίξουν. Κι όλα σχεδιάστηκαν και πραγματοποιήθηκαν σε δύο μέρες, χωρίς καθόλου φτήνια και μεμψιμοιρία. Σε μια πολυεθνική θα έψαχναν ακόμα για χορηγούς...

Η δισκογραφική σου διαδρομή δείχνει ότι δεν είχες πάντα την ίδια άνεση με τη μουσική, όπως στις τελευταίες σου δουλειές. Υπήρχε ένα δίπολο στίχων-μουσικής όπου ένιωθες, ίσως, εγκλωβισμένος; 

Δεν είναι πως δεν έδινα σημασία στη μουσική, γιατί τα ακόρντα μου δεν ήταν ποτέ απλά. Στο στούντιο, όμως, βιαζόμουν... Υποβίβαζα τη σημασία του ήχου, του μουσικού ύφους. Δεν φταίνε άλλοι γι' αυτό, εγώ ήμουν ανίκανος να επιβάλλω το γούστο που αισθανόμουν ως σωστό. Άκουγα έναν μουσικό να προτείνει κάτι και ψηνόμουν αμέσως. Μέσα μου άκουγα ίσως κάτι άλλο, δεν θεωρούσα όμως σημαντικό να το διεκδικήσω, όπως έκανα με τα κείμενα. Στον Αόρατο Άνθρωπο δεν ακούστηκε τίποτα που να μην το ήθελα έτσι ακριβώς. Κι αυτό, περιέργως, δεν πίεσε κανέναν συνεργάτη μου. Αντίθετα, γεννούσαν όλο και περισσότερες ιδέες μόλις κατάλαβαν τι θέλω.

Γιατί στην εποχή του Facebook και της «επανάστασης» στις επικοινωνίες οι έρωτες έχουν, τελικά, γίνει πιο δειλοί; 

Μα ποιος είναι πιο δειλός, ο αμυντικός ή ο επιθετικός; Στο Facebook και στο Twitter βρίσκεσαι συνέχεια σε άμυνα. Λες τις καλύτερες ατάκες, αλλά έχεις τον χρόνο να προετοιμαστείς. Οι φωτογραφίες είναι διαλεγμένες από σένα και δεν «μυρίζεις» και τίποτα. Κάτι τέτοιο σε κάνει έναν παρανοϊκό της σκηνοθεσίας. Άντε μετά να αντέξεις την απρόβλεπτη έκρηξη της σχέσης ή τις ατέλειωτες σιωπές της.

Ένα κομμάτι του κοινού, το οποίο σε ακολουθούσε με την ιδιότητα του οπαδού, έχει αρχίσει να μουρμουράει ήδη από το Έξω (2007) για το πού πορεύεσαι. Τι πιστεύεις τους κάνει να μη μπορούν να σε παρακολουθήσουν; 

Για τους οπαδούς έχω γράψει τον "Καθρέφτη": «όσοι μου λένε "φίλε, όπως είσαι, μείνε" είναι όσοι χάψαν τον αντικατοπτρισμό». Ο άνθρωπος με ψυχοσύνθεση οπαδού, απλώς προβάλλει την προβληματική σχέση με τον μπαμπά του –συνήθως– πάνω σε μια ομάδα, μιαν ιδεολογία, μια θρησκεία, έναν καλλιτέχνη. 

Γι' αυτούς, είσαι ένας ήρωας που οφείλει να συμφωνεί και να ταυτίζεται με τις προσδοκίες τους για τη ζωή, όσες δεν τολμούν να πραγματώσουν οι ίδιοι. Μπουκάρουν ξαφνικά μέσα στο καμαρίνι ή σε παίρνουν στο τηλέφωνο και με ταραγμένη φωνή σου λένε πως «ξέφυγες απ' τον δρόμο σου». Κι αυτό μετά από κάθε δίσκο! Ποτέ δεν μου έχει συμβεί να βγάλω δίσκο και να μην μου πουν ότι «δεν πάω καλά» και τους χρειάζομαι. 

Για μένα, όμως, δεν είναι ο εαυτός μου και τα τραγούδια μου το κέντρο του κόσμου. Τη στιγμή που γράφω, μοναδική απόλυτη αξία είναι η μουσική. Κάθε φορά την ομορφιά της θέλω να αγγίξω και κάθε φορά αποτυγχάνω. Και φυσικά, όσο μεγαλώνω, η ομορφιά της γίνεται όλο και πιο δύσκολη, μου αρέσουν οι πιο απρόσιτες πλευρές της. 

Αληθινοί μου φίλοι είναι, λοιπόν, όσοι αγαπούν τη μουσική κι έτσι μπορούν να εκτιμήσουν –ή και να συγκινηθούν– από τις αποτυχίες μου. Οι υπόλοιποι, είμαι σίγουρος, θα βρουν σύντομα κάποιον άλλο να «ακολουθήσουν». Βρωμάει ο τόπος από διψασμένους νάρκισσους. 

Μιας και ανέφερες τον "Καθρέφτη", θα μας βγάλει πουθενά αυτή η κρίση στην οποία βρισκόμαστε; Ή η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη να κοιτάξει την όψη της στον καθρέφτη;

Μέχρι πριν έναν χρόνο, το 80% παντρευόταν α-λα-Ριτζ & Καρολάιν, οδηγούσε ως «Πολύ Σκληρός Για Να Πεθάνει» κι έδινε 20 ευρώ για να δει πόσο πληκτικό μπορεί να είναι ένα μπουκάλι, όταν το δώσεις σε μια γυμνή, ασήμαντη γυναίκα. 

Μέχρι να ξαναορίσουν όλοι αυτοί τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος χωρίς τα παραπάνω, θα την πληρώσουν πολλοί μετανάστες, θα απολυθούν πολλοί άδικα, θα μείνουν αμόρφωτα πολλά παιδιά και περιοχές σαν την Κερατέα θα κινδυνεύσουν να καταστραφούν ολοσχερώς. 

Σημαντικό ρόλο θα παίξει, έτσι, το τι θα κάνουμε όλοι εμείς, όσοι καταλαβαίναμε από πριν ότι το πράγμα έχει αρρωστήσει. Θα ενωθούμε; Θα ακούσουμε ο ένας τη φωνή του άλλου; Ή θα παραμείνουμε ταμπουρωμένοι στις αλληλομισούμενες σέχτες μας;

Γιατί έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου μια αγγλόφωνη γενιά δημιουργών δείχνει να γράφει καλύτερα τραγούδια από τους Έλληνες συνομηλίκους, παρότι δεν τα πάει καλά με τον στίχο;  

Γιατί το ελληνικό τραγούδι λέει ψέματα, εδώ και πολύ καιρό. Είτε εξακολουθεί να αναπαράγει την κυκλοθυμική καψούρα του «αγνού λαϊκού παιδιού», είτε προσποιείται ότι συνεχίζει τους μεγάλους ποιητές και τον Μάνο Χατζιδάκι χωρίς καν να τους γνωρίζει, είτε αυτοαποκαλείται ποπ, ενώ ο μόνος ορίζοντάς του είναι η Eurovision. 

Αντιθέτως –στη Βρετανία ειδικά– οι άνθρωποι εξακολουθούν και πραγματοποιούν τον αληθινό τους εαυτό μέσα από τη μουσική, είτε είναι «έντεχνοι» όπως οι Radiohead και οι Arcade Fire, είτε είναι λαϊκοί και ποπ όπως η Amy Winehouse και η La Roux. Οπότε, ένα παιδί που θέλει να βρει στ' αλήθεια τον σημερινό του εαυτό, δεν μπορεί παρά να επηρεαστεί από τους δεύτερους. 

Δεν αρκεί, ωστόσο, η μίμηση μιας γλώσσας και μιας προφοράς για να κάνεις έναν καλό στίχο και δεν γίνεται να γράψεις καλό τραγούδι χωρίς καλό στίχο. Οι στίχοι των Radiohead π.χ. κρίνονται από τους Άγγλους ακροατές ως καλοί κι αυτό είναι μέρος της αξίας και της επιτυχίας τους, που φτάνει μέχρι τη χώρα μας. Εμείς, άραγε, δεν θέλουμε να κριθούμε στιχουργικά απ' τους ακροατές μας;  

Συμφωνείς, λοιπόν, με το ότι υπάρχει πολύ μιμητισμός στους αγγλόφωνους, όπως και μια επίφαση εναλλακτικότητας; Ανάλογη με την επίφαση ποιότητας που επικαλούνται κάποιοι «έντεχνοι»;

Ναι... Δυστυχώς είμαστε επαρχιακών ηθών κοινωνία, οπότε, όταν ποζάρουμε ως «καλλιεργημένοι» και «ποιοτικοί», όπως και ως «εναλλακτικοί», νομίζουμε ότι καθαρίσαμε. Η πόζα, όμως, είναι η μισή δουλειά... Πάντως –για να μην παρεξηγηθώ– δεν θεωρώ τους αγγλόφωνους οπωσδήποτε ποζεράδες. Υπάρχουν εξαιρετικοί δίσκοι με αγγλικό στίχο, φτιαγμένοι από παιδιά σοβαρότατα. Ο χρόνος θα δείξει ποιοι είναι αληθινοί μουσικοί και ποιοι κάνουν απλώς το κομμάτι τους, με τις εκάστοτε μόδες.

Σε είδαμε πρόσφατα στη σκηνή του «Μετρό». Τι άλλα σχέδια έχεις για το πρώτο τουλάχιστον μισό του 2011;

Θα ταξιδέψω στην Ελλάδα, παρέα με τους συνεργάτες μου, για να βρούμε τους ομοίους μας: τους Αόρατους της διπλανής πόρτας.



15 Οκτωβρίου 2023

Φοίβος Δεληβοριάς: Ο Αόρατος Άνθρωπος [δισκοκριτική, 2010]


Αρκετές φορές έγραψα για τον Φοίβο Δεληβοριά και τα έργα του –τα εν τω στούντιο και τα επί σκηνής– στο διάστημα των σχεδόν 20 χρόνων που είμαι ενεργός ως κριτικός. 

Με το μάτι των «εκ των υστέρων», όμως, δεν με ικανοποιούν όλα όσα έχω υπογράψει. Το κείμενο για τον δίσκο «Έξω» (2007), ας πούμε, παρότι ξέρω ότι άρεσε και εκτιμήθηκε –μου ζητήθηκε και άδεια χρήσης του από τα πολυκαταστήματα «Public», μάλιστα, για μια σχετική καμπάνια– είναι για μένα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γιατί μπορεί υφολογικά και φιλολογικά να είναι ωραίο, αλλά θεωρώ ότι στην αποτίμηση του «Έξω» έπεσε ...έξω, βλέποντας το άλμπουμ ως κάτι περισσότερο από όσο όντως ήταν, τελικά. 

Κι εδώ ίσως βρίσκεται και ο πυρήνας μιας χρόνιας συζήτησης που έχω με τον φίλο Αντώνη Ξαγά περί κριτικής, ο οποίος την αντιλαμβάνεται ως κάτι αρκετά κοντά στη λογοτεχνία, σε αντίθεση με μένα, που βλέπω στο λογοτεχνίζειν ένα αναγκαίο μέσο για να εκφέρεις πράγματα που ανήκουν στον ατόφιο στοχασμό.

Τέλος πάντων, για το blog κάνω κι εγώ το προσωπικό μου κοσκίνισμα από τα όσα δημοσίευσα μέσα στα χρόνια. Και για αναδημοσίευση από τις δισκοκριτικές στέκομαι στο κείμενο για τον «Αόρατο Άνθρωπο» (2010), που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και ακολουθεί κάτωθι –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό της εποχής που διατέθηκε στον Τύπο


Έχω σχεδόν καταλήξει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών –ακόμα και των αντικειμενικά πιο άξιων– είναι η στασιμότητα και η τεμπελιά. Το παλεύουν, αποκτούν στίγμα, το φτάνουν κάπου και μετά βάζουν το καρμπόν, βγάζοντάς τη με ατέλειωτες παραλλαγές. Παράλληλα, γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι δεν ακούνε πια μουσική. Με την έννοια ότι δεν παρακολουθούν την εγχώρια και διεθνή δισκογραφία παρά αποσπασματικά και βάσει εμμονών. Αφορά και τους κριτικούς αυτό, αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα.

Γράφω τα παραπάνω ώστε να εξαιρέσω τον Φοίβο Δεληβοριά, επαινώντας τον για το γενναίο βήμα προς τα μπροστά που πραγματοποιεί με τον Αόρατο Άνθρωπο. Θυμάμαι τις μέρες του Έξω, όταν είχα εμπλακεί σε ατέλειωτες συζητήσεις με ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι ήταν το «χειρότερό του», υπερασπιζόμενος τα 4 αστέρια με τα οποία το είχα αξιολογήσει. Εκ των υστέρων κρίνοντας, υπήρξα υπερβολικός. Όχι γιατί δεν ήταν καλό άλμπουμ –αυτό δεν το συζητάω. Αλλά γιατί είχα μάλλον αξιολογήσει περισσότερο την ανάγκη του Δεληβοριά να δοκιμάσει νέους τρόπους έκφρασης και να φανταστεί τον εαυτό του κάπως αλλιώς, παρά το υλικό. Την ένιωθα, δηλαδή, να κοχλάζει κάτω από τα τραγούδια και να προσπαθεί να υπερβεί τα ηχητικά όρια (τα δικά του όρια) και πολύ μου άρεσε ως καλλιτεχνική στάση.

Στον Αόρατο Άνθρωπο, όμως, η επιδιωκόμενη υπέρβαση οργανώνεται καλύτερα και πιο ευφάνταστα. Τα νέα «σύνορα» χαράζονται με σταθερότερο χέρι κι έτσι ακούμε τραγούδια με μεγαλύτερη δυναμική από εκείνα του Έξω, με περισσότερα δηλαδή εχέγγυα απέναντι στη λαίλαπα του χρόνου. Εδώ αρμόζουν λοιπόν τα 4 αστέρια. Στον δίσκο που βάζει τον Δεληβοριά στη λίγκα όσων φτασμένων δημιουργών συνεχίζουν να ανησυχούν για το πού μπορεί να πάει η μουσική τους στον 21ο αιώνα.  

Ο Αόρατος Άνθρωπος αποτελεί σημαντικό άλμπουμ όχι μόνο γιατί βρίσκει τον δημιουργό του να προχωρά, αλλά και γιατί έχει να δώσει κάτι στο σήμερα του μουσικού γίγνεσθαι. Πρόκειται για δουλειά που εγείρει ερωτήματα και αμφισβητεί το δεδομένο της ηλεκτρικής φόρμας των τραγουδοποιών, επιδεικνύοντας μάλιστα τόλμη την οποία δεν συναντάς ούτε σε περιπτώσεις πολυδιαφημισμένων, εσχάτως, singer-songwriters του εξωτερικού. Έχει, για παράδειγμα, περισσότερα να πει από τον Get Well Soon ή από όσους ενδοσκοπικούς τροβαδούρους βιάζεται να αποθεώσει η κριτική στη βάση (συνήθως) μιας κουτσής κιθάρας κι ενός ιδιοσυγκρασιακού λυγμού.

Δεν θέλω να κάνω λόγο για «πειραματισμό», γιατί η έννοια πολυφορέθηκε, δεν περιγράφει πλέον τίποτα και –αφότου έγιναν ακόμα και οι Einstürzende Neubauten ποπ– είναι πολύ συζητήσιμο το αν μια τέτοια ταμπέλα συνεχίζει να ταυτίζεται με την πρωτοπορία και με την καινοτομία. Δεν αποτελεί πρωτοπορία να ακούς theremin, μουσικά πριόνια και στυλόφωνα σε έναν δίσκο, ούτε συνιστά καινοτομία επειδή δεν τα ακούγαμε ως τώρα σε δίσκους εγχώριων τραγουδοποιών. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Τέτοια πράγματα τα νομίζουν άνθρωποι με φτωχό ορίζοντα μουσικών αναφορών, οι οποίοι δεν ακούνε παρά μόνο τον κλασικό συνδυασμό κιθάρα/μπάσο/τύμπανα και όλα τα υπόλοιπα τους φαίνονται διανοουμενίστικα.

Σημασία για την περίπτωσή μας έχει ότι στο νέο άλμπουμ τα παραπάνω στοιχεία επιστρατεύονται όχι για να κοσμήσουν τον ήχο του Δεληβοριά ως εξωτικά μπιζού, μα για να τον ανατρέψουν και –συνειδητά– να του δώσουν ένα νέο εύρος. Στόχος που επιτυγχάνεται όχι μόνο χάρη στις συνθέσεις, μα και χάρη στις θαυμάσιες ενορχηστρώσεις και στη λογική της παραγωγής. Η ηλεκτρονική ένδυση της "Αμφιβολίας", το "Bolero" και το "Μηδέν Εισερχόμενα" αποτελούν γερά παραδείγματα, ενώ το "Θα 'Θελα Να 'Μουνα Εκεί", το "Ωροσκόπιο" (με τη φωνή της Αρλέτας), το "Χωρίς" και το "Καταφύγιο" δείχνουν την άλλη πλευρά της δουλειάς –τον πιο γνώριμο τραγουδοποιό, ο οποίος, όμως, αν και οικείος, γράφει και ερμηνεύει λίγο διαφορετικά: με μια καινούρια ωριμότητα.

Ο Αόρατος Άνθρωπος του Φοίβου Δεληβοριά και μερικοί ακόμα δίσκοι που το κοινό ίσως ανακαλύψει αργότερα συνιστούν όχι μόνο το σήμερα του ελληνικού τραγουδιού, μα και το πιο ευδιάκριτο παράθυρο προς το αύριο που άνοιξε κατά την τελευταία δεκαετία. Να με συγχωρούν οι αγγλόφωνοι δημιουργοί μας, αρκετοί εκ των οποίων έχουν πράγματι καταθέσει αξιόλογες ως και πολύ καλές δουλειές. Όμως ακόμα εκκρεμεί εκ μέρους τους μια κατάθεση ανάλογης βαρύτητας με όσα περιγράφω παραπάνω. Η οποία να μην παίρνει δηλαδή τα εύσημα μόνο γιατί δάμασε επιτυχώς τα Δυτικά πρότυπα και προχώρησε σε δημιουργική αφομοίωση, μα να μπορεί να θέσει και ερωτήματα χωρίς, παράλληλα, να απεμπολεί τον μαζικό, ραδιοφωνικό της χαρακτήρα.



14 Οκτωβρίου 2023

Αλίκη Καγιαλόγλου - ανταπόκριση (2008)


Οκτώβριος 2008, 15 χρόνια πριν. Τρελή Παρασκευή, τότε, μα τα βήματα της βραδιάς εκείνης με οδήγησαν στο Ηρώδειο, καθώς ήμουν αποφασισμένος (διαβάζω, δεν θυμάμαι) να μη χάσω τη συναυλία που θα έδινε εκεί η Αλίκη Καγιαλόγλου.

Οι εντυπώσεις έγιναν έπειτα ένα κείμενο ανταπόκρισης, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis Greek (που ακόμα ήταν ανεξάρτητη του Avopolis υπο-ιστοσελίδα) και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη μεγάλη δεξαμενή του ίντερνετ


Ήταν μια τρελή Παρασκευή και κανονικά θα έπρεπε ίσως να μαζευτώ λίγο σπίτι μου και να αράξω, φεύγοντας από το γραφείο. Όμως ήμουν αποφασισμένος να μη χάσω την Αλίκη Καγιαλόγλου, γνωρίζοντας όχι μόνο την αξία της φωνής της, αλλά και το ότι σίγουρα είχε κάποιον καλό λόγο για να πραγματοποιήσει μια ζωντανή εμφάνιση. Δεν έπεσα έξω στην εκτίμησή μου και παρότι ήταν μάλλον μια περίσταση με αρκετούς ...αυτοσχεδιασμούς, χάρηκα για το ότι βρέθηκα στο Ηρώδειο και την παρακολούθησα. Άλλωστε η απροσδόκητα ζεστή βραδιά –με λίγα μόνο σύννεφα να μας θυμίζουν την πραγματικότητα του φθινοπώρου– προσφερόταν για μια υπαίθρια συναυλία.

Η Αλίκη Καγιαλόγλου είναι από τις αδικημένες καλλιτέχνιδες σε τούτον 'δω τον τόπο. Μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι τα πράγματα έγιναν αρκετά δύσκολα για αυτήν και, για λόγους που δεν γνωρίζω, περιθωριοποιήθηκε δισκογραφικά. Μια τόσο άξια φωνή, με τέτοιον ερμηνευτικό πλούτο, βρίσκεται λοιπόν στο περιθώριο, ενώ σταδιοδρομεί και προβάλλεται ο κάθε άσχετος –δεν το λέω με καμία ρομαντική διάθεση περί παλιών καλών ημερών, αλλά με τον στυγνό ρεαλισμό του τι κυκλοφορεί εκεί έξω και «σπρώχνεται», πραγματικότητα την οποία γνωρίζουμε από πρώτο χέρι στον Τύπο. 

Με τα δεδομένα αυτά, η προσέλευση του κόσμου στο Ηρώδειο ήταν πολύ ικανοποιητική, έστω κι αν παρουσιάστηκε η γνωστή εικόνα κυριαρχίας της μέσης ηλικίας, με δαχτυλοδειχτούμενες τις νεαρές παρουσίες. Ιδιαίτερη αίσθηση, μάλιστα, προξένησε η παρουσία αρκετών Απωανατολιτών στο μπροστινό μέρος του κεντρικού διαζώματος –πιθανολογώ Γιαπωνέζων. Είδα και μια γειτόνισσά μου, μεγάλη σε ηλικία και δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ για τη σημασία του γεγονότος πως, τόσα χρόνια γείτονες, ποτέ δεν είπαμε κάτι σχετικό με μουσική... Αίσθηση, πάντως, προκάλεσε και η προσέλευση μιας γριούλας σε αμαξίδιο, λεπτομέρεια την οποία πρέπει να συγκρατήσετε, γιατί έχει σημασία. 

Η συναυλία ήταν ένα ταξίδι στους προσωπικούς μύθους της Αλίκης Καγιαλόγλου, σε όλα εκείνα δηλαδή που τη διαμόρφωσαν και την καθόρισαν. Μπήκε στη σκηνή τραγουδώντας μας a cappella το γνωστό νανούρισμα "Κοιμήσου Και Παράγγειλα", λέγοντάς μας κατόπιν πόσα χρωστούσε στη γιαγιά της, η οποία έψελνε υπέροχα, στη σινεφίλ θεία της και στη μητέρα της, που διαρκώς χόρευε και τραγουδούσε. Το τερέν όλων αυτών των ανθρώπων ήταν η Σμύρνη –η ελληνική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι το σημερινό Ιζμίρ– και από εκεί ξεκίναγε το ξετύλιγμα του κουβαριού. Κι εκεί πήγαμε κατόπιν και τραγουδιστικά, ακούγοντας το δοξασμένο "Δεν Σε Θέλω Πια", καθώς και μια υποδειγματική εκτέλεση στο δημοτικό "Ένα Τρεχαντηράκι", περνώντας κατόπιν σε ισπανικά τραγούδια: μη σας φανεί  παράλογο άλμα, οι Εβραίοι της Σμύρνης ήταν ισπανόφωνοι. 

Μέσω της δικής τους κληρονομιάς, έπειτα, στήθηκε η «γέφυρα» προς τους επόμενους μύθους της Καγιαλόγλου: τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον Ástor Piazzolla και την ποίηση της Alfonsina Storni, με το τραγούδι που είπε για τη μεγάλη αυτή Αργεντινή ποιήτρια να καταγράφεται ως μία από τις πιο μαγευτικές στιγμές της συναυλίας. Ύστερα, από τη Λατινική Αμερική γυρίσαμε πίσω στην Ελλάδα και μέσω Νικηφόρου Βρεττάκου και Γιάννη Ρίτσου φτάσαμε στον Μίκη Θεοδωράκη, με την Καγιαλόγλου να θυμάται το νανούρισμα με το οποίο μπήκε στη δισκογραφία ("Κοιμήσου Αγγελούδι Μου") και να θυμίζει και σε μας αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο». 

Ήταν, όμως, ώρα για ένα διάλειμμα, στο οποίο μας κράτησε συντροφιά η κόρη της ερμηνεύτριας, Ελένη Λυδία Σταμέλλου, η οποία μπήκε με το "I Feel Pretty" (από το West Side Story), τραβώντας αμέσως την προσοχή του κοινού. Με αστραφτερό χαμόγελο και με άνεση στη σκηνή, η σοπράνο απέδειξε πως διαθέτει όμορφη φωνή, εκπαιδευμένη και με ικανότητες έκφρασης, που μάλλον, όμως, χρειάζονται λίγο περισσότερο «χώρο» στις ερμηνείες της, όπως έδειξε λ.χ. η εκτέλεσή της στο "I Could Have Danced All Night" (από το Ωραία Μου Κυρία). Μόνη ένσταση, ότι τραγούδησε αρκετά, «σπάζοντας» τη συνοχή του προγράμματος της μητέρας της: δεν αμφιβάλλω πως η ίδια αποτελεί τον μεγαλύτερο ίσως «μύθο» της Καγιαλόγλου, δεν ξέρω όμως κατά πόσο σχετίζονται με την πορεία της τελευταίας τα τραγούδια που επέλεξε να μας πει. 

Στο σκοτάδι του πίσω μέρους του Ηρωδείου, πάντως, μπορούσα να διακρίνω την Καγιαλόγλου να παρακολουθεί με συγκίνηση την κόρη της, μέχρις ότου έφτασε η στιγμή της επιστροφής της στη σκηνή, συνοδευόμενη από τη νέα τραγουδοποιό (μα και μεταφράστρια, θεατρική συγγραφέα και ηθοποιό) Δανάη Παναγιωτοπούλου. Μια γοητευτική παρουσία, η οποία έκατσε δίπλα της στην κιθάρα και μπορώ να πω ότι της «έκλεψε» για λίγο την παράσταση όταν τραγούδησε (συνοδεία της Καγιαλόγλου) τη "Λήθη" από τον προσωπικό της δίσκο Οίκος Αντοχής, φέρνοντας έναν πιο «rock» αέρα στο Ηρώδειο, αλλά και μια διεθνή singer-songwriter αίσθηση. 

Για το τελευταίο μέρος του προγράμματος, τώρα, η Καγιαλόγλου έδειξε μια παράξενη βιασύνη να τελειώσει πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν –παραπονέθηκε μάλιστα ότι κρύωνε. Έτσι, σινεμά, θέατρο, Μάνος Χατζιδάκις και τα πορτογαλικά fados ανακατεύτηκαν με ρυθμούς πιο γρήγορους από όσο αναμενόταν. Χαλάλι της, όμως, καθώς υπήρξε θαυμάσια σε κάθε της «στάση», είτε στον Ρόκο Και Τα Αδέρφια Του, είτε στην "Παναγία Των Πατησίων" και στη "Μπλανς Επιφανί", είτε στις Νύχτες της Mouraria. 

Για το φινάλε, δε, μας επεφύλασσε μια πολύ συγκινητική έκπληξη: η γριούλα που σας ανέφερα στην αρχή στο αναπηρικό αμαξίδιο δεν ήταν άλλη από τη μητέρα της ερμηνεύτριας, Μαρία Καγιαλόγλου, η οποία πήρε το μικρόφωνο και μας τραγούδησε, a cappella, ένα τραγούδι της Σμύρνης –εισπράττοντας θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα. Ένα άλλο απρόβλεπτο ήταν η βιαστική κάθοδος μιας (πολύ) ένθερμης θαυμάστριας, η οποία κόντεψε να βρεθεί στη σκηνή αν δεν τη σταματούσαν, απαιτώντας να τραγουδηθεί η "Αμοργός". Ευγενικά, η Καγιαλόγλου εξήγησε ότι η όλη παράσταση είχε άλλον χαρακτήρα, κάτι που σήμαινε πως θα έμεναν έξω τραγούδια που και η ίδια αγαπούσε πολύ. Έτσι κάναμε όλοι τη συμφωνία να μας πει τον "Κεμάλ" για encore και να μας καληνυχτίσει. 

Κλείνοντας, να σημειώσω την παρουσία της θαυμάσιας ορχήστρας που πλαισίωσε την Αλίκη Καγιαλόγλου –με προεξέχοντα τον Παντελή Δεσποτίδη στο βιολί. Να σημειώσω, επίσης, ότι, αν κι επρόκειτο για ένα προσωπικό ταξίδι της ερμηνεύτριας στο τραγούδι, η βραδιά κατέληξε σε μία από τις πιο όμορφες και πρωτότυπες συναυλίες τις οποίες παρακολούθησα φέτος. 



11 Οκτωβρίου 2023

Gravitysays_i - συνέντευξη (2007)


Οι Gravitysays_i, που φέτος γιορτάζουν αθόρυβα 20 χρόνια από την ίδρυσή τους, καταχωρήθηκαν στους ποιοτικότερους πρωταγωνιστές του εγχώριου πενταγράμμου κατά τη δεκαετία του 2010, χάρη στο άλμπουμ του 2011 «The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud» (δείτε κι εδώ). Όμως την πρώτη αίσθηση την είχαν κάνει ήδη πιο πριν, χάρη στο ντεμπούτο τους «The Roughest Sea» (2007).

Ήταν εκείνο, μάλιστα, που έδωσε αφορμή για την πρώτη μας συνάντηση και κουβέντα με τον Νίκο Ρέτσο και τον Μάνο Πατεράκη –συν τον Πλάτωνα Καπρίδη, που συμμετείχε τότε (και για μικρό διάστημα) ως μπασίστας. Η οποία έδωσε εν τέλει μια συνέντευξη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία είναι αρκετά μεταγενέστερη και προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Πώς ξεκινάει η ιστορία σας;

Μάνος Πατεράκης: Με τον Νίκο παίζουμε μαζί γύρω στα 6 χρόνια. Πριν τους Gravitysays_i ήμασταν στους Cloudscape, ένα συγκρότημα κιθαριστικής pop. Εμφανιστήκαμε live σε πολλούς χώρους στην Αθήνα και κάναμε κι ένα single για το τελευταίο τεύχος που έβγαλε το «Fractal», καθώς και μια συμμετοχή σε ένα CD του Ποπ+Ροκ. Στην πορεία δημιουργήθηκε αρκετό ακόμα υλικό, οπότε μπήκαμε στο στούντιο για ηχογραφήσεις. Τότε ήρθε στον δρόμο μας ο Νίκος ο Τριανταφύλλου, που έχει τo Sonic Playground, με τον οποίον γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι –έγινε μάλιστα και ο ηχολήπτης μας– και μαζί του αρχίσαμε να συζητάμε το ενδεχόμενο ενός δίσκου.

Νίκος Ρέτσος: Στην πορεία, κατόπιν, προέκυψαν διάφορα προβλήματα και απανωτές αναβολές, εμείς όμως προτιμούσαμε τότε να είμαστε σε κάποια μικρή εταιρεία που θα ενδιαφερόταν για τη μουσική μας και δεν θα μας έβλεπε απλώς ως ένα ακόμα προϊόν. Τελικά η όλη ιστορία μας κούρασε πάρα πολύ και λόγω και άλλων συγκυριών, οδήγησε στη διάλυση των Cloudscape.

Μάνος: Πριν γίνει αυτό, όμως, είχαμε ήδη φτιάξει με τον Νίκο τους Gravitysays_i, ως side project. Και είχαμε ήδη δύο κομμάτια, το "Objects In Mirror Are Closer Than They Appear" και το "Gravity Says I". Και φτάσαμε τελικά στο The Roughest Sea, ένα άλμπουμ το οποίο επιμεληθήκαμε εξ ολοκλήρου: από την ηχογράφηση μέχρι το mastering και τα εξώφυλλα, είναι τελείως do-it-yourself. Φυσικά όλα αυτά πληρώθηκαν από μας.

Το artwork της δουλειάς είναι καταπληκτικό...

Πλάτωνας Καπρίδης: Κι εγώ ενθουσιάστηκα. Και συνήθως αποτελεί λίγο ρίσκο ένα ωραίο artwork, γιατί άμα μετά το περιεχόμενο δεν είναι καλό, γυρίζει εναντίον σου.

Νίκος: Ξέρεις, το artwork έχει κι αυτό μια μικρή μυθολογία πίσω του. Εμείς από την αρχή θέλαμε να έχει μια εικαστική προσέγγιση, να αντικατοπτρίζει αυτό το χειροποίητο και ζεστό της μουσικής μας και όχι να βασίζεται σε φωτογραφίες και σε γραφιστικά κόλπα.

Και πώς αποφασίσατε να ονομάσετε το σχήμα Gravitysays_i; Υπάρχει και για αυτό κάποια μικρή ιστορία;

Νίκος: Ήταν μια ιδέα του Μάνου. Ο Μάνος γενικά είναι ο εμπνευστής της εικόνας που βγάζει ο λόγος μας προς τα έξω.

Μάνος: Το Gravitysays_i περιγράφει όλη αυτή τη διαδικασία την οποία βιώσαμε δημιουργώντας το The Roughest Sea, της δυσκολίας των ανθρώπινων σχέσεων. Το πώς, ας πούμε, εμείς είχαμε πρόβλημα με τα άλλα παιδιά, τα οποία δεν μοιράζονταν το όνειρο της μουσικής όσο κι εμείς –όπως κι αυτά είχαν, ενδεχομένως, τα δικά τους προβλήματα μαζί μας. Κατευθυνόμαστε δηλαδή και στη διαμόρφωση των συναισθημάτων μας από παράγοντες εξωτερικούς. Και ο κατ' εξοχήν εξωτερικός παράγοντας επιρροής στις ζωές μας, για τον οποίον δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γιατί απλώς υπάρχει, είναι η βαρύτητα.

Πώς κερδίζετε αλήθεια τα απαραίτητα για να μπορείτε να κάνετε και τις μουσικές σας;

Πλάτωνας: Είμαστε και οι τρεις επαγγελματίες οργανοπαίχτες, οπότε μπορούμε να βγάλουμε χρήματα παίζοντας ως session μουσικοί. Παρά ταύτα, έχουμε φύγει από αυτή την κατάσταση, κάτι που έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έχουμε δηλαδή τη δυνατότητα να παίξουμε κι αλλού, διαφορετικά πράγματα, αποτελεί όμως επιλογή μας να ασχολούμαστε με τα δικά μας. Δεν είναι ότι δεν μπορούμε και γι' αυτό μαζευόμαστε με την παρέα μας και κάνουμε ένα κολλάζ από όλα όσα θα θέλαμε να 'μασταν. Για τον σκοπό αυτόν, ακριβώς, εγώ σταμάτησα να παίζω ως session μουσικός κι έχω ανοίξει ένα DVD club. Άμα παίζεις με άλλους, δεν ξέρω γιατί, καταλήγεις ούτε όσον χρόνο χρειάζεται να 'χεις, μα ούτε και διάθεση για κάτι πιο δικό σου.

Νίκος: Εγώ μέχρι πρότινος είχα ένα γκρουπάκι με το οποίο παίζαμε disco και διασκευές σε πάρτι και εκδηλώσεις. Πλέον, βγάζω τα απαραίτητα ως DJ.

Μάνος: Εγώ πάλι, όταν δεν κάνουμε πρόβες, είμαι υπερήρωας! (γέλια) Πέρα από την πλάκα, δουλεύω σαν ηχολήπτης, για έναν ραδιοφωνικό σταθμό.

Πώς έγινε τελικά και βρέθηκε το The Roughest Sea στον Σείριο;

Μάνος: Όταν τελικά είδαμε ότι δεν μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε κάτι με τη Sonic Playground, αρχίσαμε να ψάχνουμε αλλού. Για έναν περίπου χρόνο ψάχναμε, άλλοτε μιλώντας με ανθρώπους από μεγάλες εταιρείες –οι οποίοι υποτίθεται πως ενδιαφέρονταν για εμάς και ούτε το όνομά μας δεν έλεγαν σωστά– και άλλοτε διαπραγματευόμενοι με μικρές εταιρείες, γύρω από τις οποίες διαδραματίζονταν περίεργες ιστορίες. Όπως ας πούμε με μια γνωστή ανεξάρτητη, που ανακαλύψαμε ότι ουσιαστικά αποτελεί παράρτημα μιας ...βιοτεχνίας με μπουφάν! Ούτε καν ερασιτεχνισμός, δηλαδή. 

Στο όλο τρέξιμο πέρασα και από τον Σείριο κι άφησα ένα CD σε μια θυρίδα. Πέρασαν κατόπιν αρκετοί μήνες, 8 αν θυμάμαι καλά, και ήμασταν πλέον σε μια φάση όπου είχαμε τελειώσει και την κοπή και ετοιμαζόμασταν να αναθέσουμε τη διανομή στην Play Our Music από το Κιλκίς –μάλιστα, είχαμε πάει και αυθημερόν εκεί για να γνωριστούμε με τα παιδιά τα οποία την τρέχουν. Και τότε παίρνει τηλέφωνο ο Γιώργος Χατζιδάκις και μας λέει να το βγάλουμε στον Σείριο.

Νίκος: Μας κολάκευε να βγει το CD μας στον Σείριο. Όχι μόνο γιατί είναι συνδεδεμένος με το όνομα του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά γιατί ξέρουμε ότι είναι μια εταιρεία που δεν την ενδιαφέρει το μάρκετινγκ και έχει μια ιδεολογία σαν και τη δική μας γύρω από τη μουσική.

Παρακολουθείτε αλήθεια τι γίνεται δισκογραφικά στην Ελλάδα;

Μάνος: Κι εγώ και όλοι μας ακούμε πολύ και ασχολούμαστε, κυρίως μπαίνοντας στο MySpace.

Νίκος: Δεν θεωρούμε όμως ότι ανήκουμε και πολύ στην αγγλόφωνη ελληνική σκηνή.

Γιατί νιώθετε πως δεν ανήκετε στη σκηνή;

Νίκος: Γιατί βλέπουμε ανθρώπους στη σκηνή με κάποιον σκοπό, όχι με κάτι μέσα τους που να θέλουν να το βγάλουν και αν δεν το κάνουν, θα σκάσουν. Υπάρχει ένα κλίμα ότι αφού είμαι μούρη, αφού το έχω και λίγο και έχω αντιγράψει και κάποιους ξένους στο πώς τραγουδάνε, βγαίνω να κάνω ένα συγκρότημα. Με την ασφάλεια του ότι, αφού αυτό που κάνω το έχει κάνει και κάποιος άλλος, ας το κάνω κι εγώ στην Ελλάδα. Έχει μεγάλη σημασία το κίνητρο.

Μάνος: Εμείς δεν θέλουμε να πουλήσουμε τη μούρη μας σε κάποιο εξώφυλλο, ούτε να πάρουμε πόζα με την κιθάρα την ώρα που θα μας λούζει ο προβολέας, για να μας βγάλουν φωτογραφία. Δεν είναι πάντως πως δεν βλέπουμε και κάτι να συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Οπωσδήποτε βγαίνουν και δουλειές οι οποίες αξίζουν και ως ακροατές έχουμε εντοπίσει μπάντες οι οποίες μας αρέσουν. Θα αναφέρω για παράδειγμα τους Modrec, που είναι άψογοι μουσικοί, τους No Clear Mind από τα Χανιά, τους 2L8 από τη Βέροια ή τους J. Allen.

Νίκος: Κι εμένα μου αρέσουν πολύ οι Marsheaux, υποστηρίζουν πολύ καλά αυτό το ρομαντικό 1980s στοιχείο, με όμορφες μελωδίες.

Σε ποιους καλλιτέχνες θα εντοπίζατε τις μουσικές σας επιρροές;

Νίκος: Εμένα το αγαπημένο μου συγκρότημα είναι οι Pink Floyd. Και αμέσως μετά θα έβαζα τον Μάνο Χατζιδάκι. Μεγάλη μου επιρροή είναι επίσης και ο David Sylvian. Από εκεί και πέρα θα έβαζα οπωσδήποτε τη Λένα Πλάτωνος, τον Philip Glass και τη Björk.

Πλάτωνας: Beatles οπωσδήποτε και μετά γίνεται χαμός. Έχω πάθει πλάκα και με έναν δίσκο των Hood τα τελευταία χρόνια και με Marvin Gaye και με Stevie Wonder. Χάος.

Μάνος: Εγώ έχω ως αγαπημένο μου γκρουπ τους Dead Moon. Ειδικά στους παλιότερους δίσκους τους, γιατί μετά κάνανε και κάτι άλμπουμ που ήταν λίγο για πέταμα.