10 Οκτωβρίου 2023

Lüüp - συνέντευξη (2011)


Εμβριθής φλαουτίστας μα και άνθρωπος που ακούει πολλές και διαφορετικές μουσικές, ο Στέλιος Ρωμαλιάδης ξεχώρισε κατά την τελευταία 15ετία (πάνω-κάτω) ως δημιουργικό επίκεντρο της κολεκτίβας Lüüp, η οποία μας χάρισε ουκ ολίγους ωραίους δίσκους.

Φέτος τον Νοέμβρη, μάλιστα, έμαθα ότι θα δραστηριοποιηθεί και ως καθηγητής στο «Ωδείο Φίλιππος Νάκας», σε έναν κύκλο εργαστηρίων δημιουργικής και βιωματικής προσέγγισης στη σύνθεση σύγχρονης μουσικής, με πεδίο εκείνο το φάσμα που αναγνωρίζουμε ως «πειραματισμό» (ό,τι, λίγο-πολύ, αντιστοιχεί στον διεθνή όρο «experimental», δηλαδή).

Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, το blog δημοσιεύει για πρώτη φορά στο ίντερνετ μια κουβέντα μας από τον Ιούλιο του 2011, όταν οι Lüüp είχαν βγάλει το δεύτερό τους άλμπουμ «Meadow Rituals». Είχε πρωτοδημοσιευτεί, εκείνη την εποχή, στις σελίδες του περιοδικού Ήχος, αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης μετατροπές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε για το δημοσίευμα


Παίρνω λαβή από το «ritual» του νέου σας άλμπουμ, Meadow Rituals, αλλά και από το εξώφυλλο: υπάρχει μια κεντρική ιδέα σχετική με κάποια ιεροτελεστία και με τη σχέση Ανθρώπου-Φύσης;

Το υλικό του Meadow Rituals μου έδινε από την αρχή την εντύπωση μιας ιεροτελεστίας. Μιας ιεροτελεστίας της φύσης, ιδωμένης από τον άνθρωπο. Μιας ιεροτελεστίας εσωτερικής, όμως: μιας διεργασίας κρυμμένης, που ο άνθρωπος θα ψάξει να ερμηνεύσει για να βρει ποια η σχέση του με τη φύση. Οι άνθρωποι, άλλωστε, πάντα ερμήνευαν, γιόρταζαν και απέδιδαν τιμές στη φύση, μέσω ιεροτελεστιών. Νιώθω ότι μέσα της κρύβονται οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των ανθρώπων. Και στη φύση μπορώ επίσης να διακρίνω καθαρά στοιχεία πνευματικότητας, θείας ύπαρξης. 

Στο Meadow Rituals υπάρχει λοιπόν μια ακούσια προσπάθεια για μια μουσική αφήγηση αυτής της σχέσης ανθρώπου-φύσης μέσω της Ιεροτελεστίας. Βέβαια, πιστεύω γενικά ότι ο Σκοπός της Μουσικής είναι η ίδια η Μουσική και όχι κάτι εξωμουσικό, όπως η «αφήγηση/περιγραφή». Απλά, ίσως, προσωπικά, να μου δίνει μια εντύπωση αφήγησης. 

Μετράω δύο στα δύο, όσον αφορά στις διεθνείς εκδόσεις: το ντεμπούτο σας Distress Signal Code βγήκε στη γαλλική Musea (2008), ο καινούριος δίσκος μας έρχεται από την αμερικάνικη Experimedia. Έχει να κάνει με το ότι η κολεκτίβα των Lüüp είναι ένα διεθνές σχήμα; Ή έχει να κάνει με τη δική σας θέληση να μη μπλέξετε με τις εγχώριες δισκογραφικές;

Περισσότερο έχει να κάνει με το ότι οι Lüüp είναι ένα διεθνές πρότζεκτ, με μουσικούς από διάφορες χώρες (και στο μέλλον θέλω να υπάρξουν κι άλλοι μουσικοί). Και σαν τέτοιο, μια κυκλοφορία μόνο εντός των ελληνικών συνόρων θα ήταν άδικη. Δεν γνωρίζω, άλλωστε, καμιά ελληνική δισκογραφική η οποία να έχει διανομή και δίκτυο στο εξωτερικό... 

Τι αγαπάς ιδιαίτερα ως ακροατής; Υπάρχουν συγκεκριμένες τάσεις στη δισκοθήκη σου ή να τη φανταστούμε πολυσυλλεκτική; 

Προσπαθώ συνέχεια να ενημερώνομαι για νέα άλμπουμ και να παρατηρώ τον ήχο της εποχής μας, όσο και να μαθαίνω τη μουσική παλαιότερων περιόδων. Έχω, πάντως, μια αδυναμία προς τη μουσική του 20ύ αιώνα (Stravinsky, Σκαλκώτα, Prokofiev, Bartok, Webern κ.ά.), στη νεο-φολκ σκανδιναβική σκηνή των Jenny Hval, Lisa Isaksson, Promise & The Monster κλπ., στις σύγχρονες minimal ambient ηχητικές απολήξεις των Arve Henriksen και David Sylvian, καθώς και στο κλασικότροπο πρόσωπο του προοδευτικού ροκ (King Crimson, Van Der Graaf Generator, Univers Zero, Aranis, Magma κ.ά.).

Αν και είσαι φλαουτίστας, πέρα από δημιουργός των όσων ακούμε υπό τους Lüüp, στο Meadow Rituals ακούμε λιγότερο φλάουτο συγκριτικά με το ντεμπούτο σας. Γιατί; 

Αυτό έγινε συνειδητά, με ενδιαφέρει να ψάχνω νέα προσέγγιση στο υλικό, να μην επαναλαμβάνομαι. Ταυτόχρονα, αντιπαθώ συνήθως τα άλμπουμ που κυκλοφορούν από σολίστες και χρησιμοποιούν τη μουσική σαν ένα υπόβαθρο για να έχουν χώρο να σολάρουν. Ο σκοπός είναι η μουσική και όχι η προβολή κάποιου οργάνου... 

Φυσικά έχει σημασία ο προσωπικός ήχος του κάθε μουσικού, αλλά θα πρέπει ο μουσικός αυτός να έχει το θάρρος και την αυτογνωσία να τον υποβάλλει στη σύνθεση: να κρίνει, δηλαδή, αν η μουσική ζητάει τον ρόλο του (και πού) και όχι ο ρόλος του να φτιάχνει τη μουσική. Έστω κι αν αυτό σημαίνει την πλήρη απουσία του σε μέρη της σύνθεσης ή και σε ολόκληρη τη σύνθεση. Το εναρκτήριο κομμάτι του Meadow Rituals δεν έχει φλάουτο από εμένα κι αποτελεί και κάτι σαν δήλωση αυτό. 

Επίσης, και πάλι συγκρίνοντας το νέο άλμπουμ με το Distress Signal Code, οι ενορχηστρώσεις σας σπρώχνουν προς μια νεοκλασική κατεύθυνση, ενώ περιορίζεται ο ρόλος του αυτοσχεδιασμού –για να μην πω ότι «υποτάσσεται» πλέον στη σύνθεση. Τι υπαγόρευσε μια τέτοια αλλαγή πλεύσης;

Με ενδιαφέρει ο ήχος των κλασικών οργάνων και οι άπειρες δυνατότητες που σου δίνονται με μια τέτοια ενορχήστρωση. Ο αυτοσχεδιασμός είναι μια ενστικτώδης συνθετική διαδικασία, ουσιαστικά με τον αυτοσχεδιασμό συνθέτεις, απλά δεν φιλτράρεις το υλικό που βρίσκεις, αντιδράς σε αυτό. Με τη σύνθεση, όμως, το υλικό (το οποίο ίσως να ανακαλύπτεις και αυτοσχεδιαστικά) το επεξεργάζεσαι, το σκηνοθετείς, το αντιμετωπίζεις από διαφορετική σκοπιά. Γενικά έχεις μεγαλύτερο έλεγχο ώστε να πετύχεις αυτό που θέλεις. Δεν θεωρώ ότι ένας μουσικός πρέπει να λειτουργεί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά.

Στις επίσημες φωτογραφίες για το Meadow Rituals φλερτάρετε στιλιστικά με τη ντόπια παράδοση. Πόσο σας απασχολεί και υπό ποιο πρίσμα; 

Με την ελληνική μουσική παράδοση δεν έχω ασχοληθεί, αν και θα με ενδιέφερε μια διαφορετική προσέγγισή της. Προς την κατεύθυνση λ.χ. την οποία μας έδειξε ο μεγάλος Νίκος Σκαλκώτας. 

Πώς συντονίζονται όλοι όσοι αποτελούν τους Lüüp; Υπάρχει κάποιο πλάνο εργασίας, εκπορευόμενο από σένα; 

Στο Meadow Rituals κάποιες συνθέσεις είναι δικές μου και κάποιες γράφτηκαν μαζί με άλλους μουσικούς (Lisa Isaksson, Λευτέρη Μουμτζή, Γιώργο Βαρουτά, Andria Degens). Με τους μουσικούς από άλλες χώρες υπάρχει το πρόβλημα της απόστασης, αλλά από πριν γνώριζα ότι έχουμε μια κοινή αισθητική. Υπάρχει λοιπόν ένα επίπεδο κατανόησης, χωρίς να χρειάζεται να εξηγηθούν πολλά πράγματα. Νιώθω πολύ τυχερός που είχα όλους αυτούς τους συνεργάτες στο άλμπουμ και είναι μεγάλη μου τιμή! Η συνεργασία επίσης με τον παραγωγό Αλέξιο Μπόλπαση αποδείχθηκε πολύτιμη.

Είσαι ευχαριστημένος από την ως τώρα απήχηση του άλμπουμ; Ποιο είναι το κλίμα υποδοχής του στο εξωτερικό; 

Περισσότερο από όσο περίμενα! Οι κριτικές είναι πολύ καλές και η Experimedia με ενημερώνει κι αυτή για την ικανοποίησή της από την υποδοχή μέχρι τώρα. Επίσης ευχάριστη έκπληξη είναι και η μεγαλύτερη παρουσία σε ραδιοφωνικές εκπομπές (Rai 3 Ιταλίας, RNE 3 Ισπανίας, BCBradio Αγγλίας, BSRradio Rhode Island και άλλες).

Οργανωτικά –και οικονομικά– η φύση των Lüüp μάλλον αποτρέπει από το να σας δούμε κάποια στιγμή επί σκηνής. Έχετε κάνει σκέψεις για ζωντανή παρουσίαση της μουσικής σας, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό; 

Κάποια στιγμή θα γίνουν συναυλίες, απλά με μια μικρότερη σύνθεση μουσικών. Έχουν γίνει σκέψεις και συζητήσεις με υπεύθυνους και για το εξωτερικό, είναι κάτι που βλέπουμε για τον φετινό χειμώνα.

Ποιος είναι ο Στέλιος Ρωμαλιάδης όταν δεν καταγίνεται με τους Lüüp; Πώς να σε φανταστεί ένας ακροατής σου στην καθημερινότητα; 

Θα με βρείτε είτε να διαμαρτύρομαι (όπως όλος ο κόσμος) ενάντια στον οικονομικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε να εκτελώ τοπογραφικές εργασίες, είτε να ακούω μουσική, είτε να παρακoλουθώ την ταινία «Τα Σαγόνια του Καρχαρία» πίνοντας μπράντι βερίκοκο.



09 Οκτωβρίου 2023

Τάσος Ρωσόπουλος - συνέντευξη (2008)


Μια συνέντευξη με τον Τάσο Ρωσόπουλο, με αφορμή το άλμπουμ του 2008 «Να Υποθέτω Τη Ματιά».

Πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνα τα χρόνια στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο


«Να Υποθέτω Τη Ματιά», λοιπόν… Τι διαφορές θα έλεγες πως έχει αυτός ο δεύτερος δίσκος, από το ντεμπούτο σου;

Το πρώτο άλμπουμ (2006) ήταν μια προσπάθεια με τον Γιώργο Κοροπούλη να δούμε αν ένα βιβλίο μπορούσε να προεκταθεί σε δίσκο. Η «Μέθοδος Των Τριών», λοιπόν, δεν ήταν ένα τυπικό CD, ήταν περισσότερο μια έκδοση βιβλίου με το CD να αποτελεί το τελευταίο, άυλο κεφάλαιό του. Ενώ το «Να Υποθέτω Τη Ματιά» είναι μια αμιγώς μουσική δουλειά. 

Το υλικό, βέβαια, είναι διαφορετικό, όπως διαφορετικός είναι και ο τρόπος με τον οποίον το χειρίστηκα. Αφορμή στάθηκε εδώ μια ιδέα που πήρα από το βιβλίο του Ενρί Καρτιέ Μπρεσόν «Η Αποφασιστική Στιγμή». Ο Μπρεσόν περιγράφει ως αποφασιστική, κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης, τη στιγμή της ενεργοποίησης του κλείστρου. Και περιγράφει τις σκέψεις του λίγο πριν, τη στιγμή ακριβώς που κλείνει το διάφραγμα, αλλά και την εντύπωση που έχει από τη λήψη της φωτογραφίας στη συνέχεια. Από εκεί προέκυψε η διαμόρφωση του υλικού μου σε τρεις περιόδους. 

Βεβαίως, τίποτα από όλα αυτά δεν τα θεωρώ ως προϋπόθεση για την ακρόαση: είναι κάτι που βοηθάει εμένα, όσον αφορά τη φόρμα μιας δουλειάς. Επίσης, τα δύο τραγούδια που επέλεξα να έχω στο άλμπουμ –σε στίχους της Πέγκυς Στεφανίδου και με την ερμηνεία της Λουίζας Σοφιανοπούλου– δεν είχαν το άγχος να προτείνουν. Αντιθέτως, τοποθετήθηκαν με μια διάθεση αποφόρτισης και «διαλείμματος». Σαν να ξαναγεμίζεις, ας πούμε, την κούπα σου με καφέ. 

Δεν θυμάμαι πάντως να έχω συναντήσει άλλον ελληνικό δίσκο με μια τόσο άμεση σχέση, σε επίπεδο αφορμής, με την τέχνη της φωτογραφίας...

Αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό, γιατί γενικά προσπαθώ να έχω εξωμουσικά ερεθίσματα. Τέτοια ερεθίσματα είναι για μένα καθημερινά σε συχνότητα και μεγαλύτερης, θα έλεγα, έντασης από τα αμιγώς μουσικά. Ανάμεσα σε αυτά είναι βέβαια και η φωτογραφία, αν και με θεωρώ έναν «μη πολλά υποσχόμενο» ερασιτέχνη φωτογράφο. Από εκεί και πέρα, πιστεύω πολύ στους μετασχηματισμούς, στο πώς δηλαδή ένα ερέθισμα από μια οποιαδήποτε μορφή τέχνης μπορεί να αποτελέσει πρόκληση και να «μεταμορφωθεί» σε μουσική π.χ. σύνθεση.

Παράλληλα, εγκαινίασες και το δικό σου ανεξάρτητο label, τα 64 Millimetres, σε συνεργασία με τον Τάσο Μπακασιέτα. Γιατί πήρες μια τέτοια απόφαση;

Τα 64 Millimetres απηχούν κι αυτά μία ακόμα φωτογραφική εμπλοκή. Όταν ψάχναμε το όνομα, καταπιανόμουν πολύ με τα στερεοσκόπια, τον «παππού» ας πούμε του view master. 64 χιλιοστά, λοιπόν, είναι η απόσταση ανάμεσα στα δύο μάτια και πάνω σε αυτήν έχει βασιστεί η εξέλιξη των στερεοσκοπίων. 

Με τον Τάσο, τώρα, έχουμε δουλέψει πάρα πολύ μαζί –και σε δικές μας δουλειές και σε άλλων– κι έχουμε αναπτύξει έναν απόλυτα δημιουργικό τρόπο συνεργασίας και επικοινωνίας. Έτσι το label προέκυψε πολύ φυσικά, τόσο ως όχημα παραγωγής των όσων κάνουμε, όσο και ως ένας τρόπος να γίνουμε παρατηρητές και συμμέτοχοι σε ό,τι λέγεται δισκογραφία. Καλό είναι να κάνεις κι εσύ κάτι, στην πράξη, εφόσον δέχεσαι πως σε αφορά κάτι τέτοιο.

Αυτή η κίνηση αποτελεί συνάμα και μια δήλωση; Π.χ. θεωρείτε ίσως ότι άλλες δισκογραφικές εταιρείες δεν θα ενδιαφέρονταν να εκδώσουν τα όσα βγάζετε εσείς;

Επαφή έχω με όλες σχεδόν τις εταιρείες και δείγματα του «Να Υποθέτω Τη Ματιά» είχαν κατά καιρούς ακούσει διάφοροι άνθρωποι του χώρου. Επίσης δειγμάτισα σε αρκετές δισκογραφικές την άλλη παραγωγή των 64 Millimetres, το «Laceworks» με την Κορίνα Βουγιούκα και, όντως, ορισμένες στο εξωτερικό ενδιαφέρονταν να το εκδώσουν. Αλλά η διαδικασία προέκυπτε εξαιρετικά χρονοβόρα κι εγώ δεν μπορούσα να το δω ως έναν δίσκο «ζωής». Ώσπου να έβγαινε π.χ. σε έναν χρόνο από τώρα, εγώ θα μπορούσα να έχω φτιάξει ακόμα μία δουλειά. 

Ξέροντας επίσης τους προϋπολογισμούς τους, είμαι σίγουρος ότι δεν θα υποστηριζόταν επαρκώς. Εμείς, όμως, δεν έχουμε ανάγκη τους χιλιάδες δίσκους τους οποίους μπορεί να χρειάζεται να πουλήσει μια πολυεθνική, ώστε να βγάλει έναν ισολογισμό. Προσανατολιζόμαστε σε πιο ψύχραιμα μεγέθη, γι’ αυτό και πιο αντιμετωπίσιμα. Το label, βέβαια, σε αναγκάζει να κινείσαι μόνος σου. Πράγμα που σημαίνει κάποιο επιπλέον τρέξιμο. Από την άλλη, όμως, σου προσφέρει τον έλεγχο όλης της διαδικασίας. 

Τι είδους κοινό φαντάζεσαι ότι μπορεί να προσελκύσει ένας δίσκος σαν το «Να Υποθέτω Τη Ματιά»;

Το ζήτημα του κοινού έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Τις προάλλες αντάλλαξα, εντελώς τυχαία, ένα e-mail με μια 19χρονη κοπέλα, η οποία με γνώριζε μόνο από το τραγούδι που είχε τραγουδήσει η Ελευθερία Αρβανιτάκη στη «Μέθοδο Των Τριών» και το είχε ηχογραφήσει σε κασέτα από μια εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος. Μου έγραψε, λοιπόν, ότι κάποια στιγμή χρειάστηκε να το ακούσει γύρω στις 15 φορές, ώστε να σταματήσει να κλαίει! Σίγουρα ακούγεται υπερβολικό αυτό, αλλά δείχνει ότι, ακόμα και για την πιο απροσδόκητη δουλειά σου, υπάρχει κοινό. Μπορεί να μην είναι πολυπληθές, είναι όμως υπαρκτό. Κι εσύ θα πρέπει να το βρεις, με κάποιον τρόπο. 

Σκέφτεσαι καθόλου το ενδεχόμενο ζωντανής παρουσίασης αυτού του υλικού; Γιατί μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως δεν θα είναι καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο...

Πράγματι, κι εγώ έχω ένα πρόβλημα έτσι όπως το έχω στήσει, ειδικά εφόσον δεν διαθέτω κάποιο γκρουπ. Βέβαια, όλοι οι μουσικοί που συμμετείχαν στο άλμπουμ έπαιξαν εξαιρετικά, όμως δεν αποτελούν ένα σύνολο. Έτσι, είναι  δύσκολο να οργανώσω κάποιο live, αν και θα το ήθελα, κυρίως γιατί δεν μου αρέσει να εμφανιστώ με ένα laptop και πολλά προηχογραφημένα μέρη –θα μου δημιουργούσε αμηχανία κάτι τέτοιο. Σκέφτομαι για την ώρα διάφορους συνδυασμούς που ίσως καθιστούσαν εφικτή τη ζωντανή παρουσίαση του δίσκου, αλλά ακόμα δεν έχω καταλήξει κάπου. 

Ο ήχος του άλμπουμ «παίζει» με ποικίλες ηχητικές αναφορές, πηγαίνοντας άλλοτε προς την κλασική και την κινηματογραφική μουσική κι άλλοτε προς την ηλεκτρονική. Εσύ, ως δημιουργός, πού θα εντόπιζες τις κύριες επιρροές σου; 

Απόλυτες αναφορές δεν έχω. Προσπαθώ να βρίσκω τις πηγές ενδιαφέροντος οι οποίες και να με απορροφούν. Κατά καιρούς, λοιπόν, κάνω «μακροβούτια», δεν προσπαθώ δηλαδή να ακούω πολλά πράγματα, όσο να εξαντλώ τα όσα με ενδιαφέρουν. Δεν μου αρέσει το «όλα τ’ ακούω» ή το «τα κάνω όλα» –το βρίσκω αστείο, μη πρακτικό και δίχως βάθος. Ο κλασικός χώρος αποτελεί σίγουρα μια βασική επιρροή. Υπάρχουν εκεί πολλά πράγματα που θεωρώ σημαντικά, τα οποία έχουν αφήσει αποτύπωμα στη σκέψη μου.

Για την ηλεκτρονική μουσική της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, τι γνώμη έχεις;

Στη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική με φοβίζει η ευκολία με την οποία μπορεί να παράγεται ο ήχος σου. Πρέπει να γνωρίζεις πολύ καλά τόσο τις προθέσεις σου, όσο και τη φόρμα που επιθυμείς να έχεις. Ξεχωρίζω λοιπόν δουλειές που θα μπορούσαν να έχουν γίνει και με πρωτόγονα μέσα, γιατί, σε μια εποχή όπου μπορεί να δοθεί μεγάλη έμφαση στα «θαύματα» της παραγωγής, εκεί ακριβώς διακρίνεται η μουσικότητα μιας δημιουργίας. Είναι σημαντικό, για όποιον ακούσει σοβαρά ηλεκτρονική μουσική, να είναι σε θέση να καταλάβει πού υπάρχει μια ολοκληρωμένη σκέψη και πού η ευκολία της παραγωγής ξεπερνάει την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Το πειραματικό έχει γίνει πια πολύ εύκολο και έχουμε ξεχάσει ότι, γενικά, δεν είναι όλα τα πειράματα ανακοινώσιμα...



08 Οκτωβρίου 2023

Absent Without Leave - συνέντευξη (2008)


Άνοιξη του 2008, λίγο πριν την επίσημη κυκλοφορία του άλμπουμ «Postcards From Nowhere», κάναμε μια κουβέντα με τον δημιουργό του Absent Without Leave –κατά κόσμον Γιώργο Μαστροκώστα.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε σαν συνέντευξη στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο


Κάτω από την επωνυμία Absent Without Leave έχεις ήδη στο ενεργητικό σου έναν σημαντικό αριθμό κυκλοφοριών. Αφιερώνεις μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς σου στη μουσική; 

Γενικά, δεν πιστεύω ότι η δισκογραφία μου είναι τόσο μεγάλη όσο πολλοί θεωρούν. Ηχογραφώ από το 2001 και μέχρι τώρα οι προσωπικές μου κυκλοφορίες είναι δύο albums και δύο eps, ενώ έχω κάνει και τρεις split κυκλοφορίες. Ίσως την εντύπωση της τόσο μεγάλης δισκογραφίας να τη δίνουν οι πολλές συμμετοχές που έχω σε διάφορες συλλογές και το ότι κάποιες από τις κυκλοφορίες μου έγιναν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους. 

Συνολικά, όλα αυτά τα χρόνια, τα κομμάτια μου που έχουν κυκλοφορήσει είναι γύρω στα τριάντα περίπου, αριθμός που δεν πιστεύω ότι είναι και τόσο μεγάλος. Η αλήθεια είναι ότι αφιερώνω αρκετό χρόνο στη μουσική –είτε σαν ακροατής, είτε παίζοντας– αλλά όχι τόσο όσο πραγματικά θα ήθελα, αφού υπάρχουν κι άλλες υποχρεώσεις στην καθημερινότητά μου. Προσπαθώ να παίζω όσο πιο συχνά μπορώ, όμως η αλήθεια είναι ότι ηχογραφώ σπανιότερα. Υπάρχουν κάποιες περίοδοι που μπορεί να περάσουν κι αρκετοί μήνες χωρίς να ηχογραφήσω κάτι νέο και κάποιες άλλες που μπορεί μέσα σε λίγο χρόνο να γράψω 3-4 νέα κομμάτια.
  
Πιστεύεις ότι το κοινό στην εποχή μας, έτσι όπως κατακλύζεται από όγκο πληροφοριών, «φοβάται» τους παραγωγικούς μουσικούς; Ή αυτό ασκεί και κάποια γοητεία;

Όπως σου είπα και προηγουμένως, δεν θεωρώ ότι είμαι από τους πολύ παραγωγικούς μουσικούς. Πραγματικά, όμως, στην εποχή μας το κοινό κατακλύζεται από όγκο πληροφοριών σε όλους τους τομείς, όπως και στον χώρο της μουσικής. Με αποτέλεσμα να μην έχει τον χρόνο να δώσει την απαραίτητη προσοχή στο κάθε τι που ακούει. Έχοντας αυτό σαν δεδομένο, καθώς επίσης και το ότι είναι εντελώς υποκειμενικό το τι «φοβίζει» ή γοητεύει τον κάθε ακροατή, θέλω να πιστεύω ότι εκείνο που τελικά παίζει τον σημαντικότερο ρόλο είναι η ποιότητα του υλικού το οποίο έχει ο κάθε καλλιτέχνης και όχι τόσο η ποσότητά του.

Το φετινό ΕΡ Resound ήταν μια περιπέτειά σου σε ηλεκτρονικά ηχοτοπία, σε αντίθεση με το Postcards From Nowhere, που ποντάρει σε κιθαριστικές μελωδίες, έχοντας μια Sigur Rós αύρα. Ποια είναι η γνώμη σου, ως δημιουργού αλλά και ως ακροατή, για ταμπέλες όπως το «post-rock» ή η «electronica»; 

Γενικότερα δεν είμαι υπέρ της ταμπέλας. Δεν μου αρέσει καθόλου να κατηγοριοποιώ τη μουσική του οποιουδήποτε καλλιτέχνη, αλλά ούτε και τη δική μου. Θεωρώ πολύ πιο ενδιαφέρον να αλλάζω τον ήχο μου σε κάθε κυκλοφορία, από το βάλω κάποιον περιορισμό στον εαυτό μου και να παίζω συνέχεια τα ίδια πράγματα. Κάτι τέτοιο θα κούραζε πρώτα από όλα εμένα και στη συνέχεια και το κοινό. 

Εκτός αυτού, με το να ασχολούμαι με διάφορα είδη και όχι μόνο με κάτι το εξειδικευμένο, εξελίσσομαι και σαν μουσικός ενώ αντίθετα θα παρέμενα στάσιμος, πράγμα που δεν το θέλω σε καμιά περίπτωση. Ακόμη και σαν ακροατής δεν βάζω «παρωπίδες» και τα ακούσματά μου είναι πολλά και ετερόκλητα. 

Έχεις αρκετές συνεργασίες με εταιρείες του εξωτερικού. Ποια θα έλεγες ότι είναι η κύρια διαφορά στον τρόπο δουλειάς τους, αν τις σύγκρινες με εγχώρια ανεξάρτητα labels;

Μέχρι τώρα δουλεύω μόνο με ανεξάρτητες εταιρείες του εξωτερικού, οπότε δεν μπορώ να κάνω κάποια σύγκριση, αφού δεν έχω δουλέψει με κάποια ελληνική ανεξάρτητη εταιρεία. Σίγουρα, πάντως, στις ξένες ανεξάρτητες εταιρείες έχω βρει πολλά θετικά, με βασικότερο το ότι μου δίνουν πλήρη ελευθερία στο να κάνω αυτό ακριβώς που θέλω, χωρίς να παρεμβαίνουν καθόλου στη δουλειά μου. Επίσης, οι ξένες ανεξάρτητες έχουν πολύ καλύτερα δίκτυα διανομής και απευθύνονται σε ένα ευρύτερο αγοραστικό κοινό, σε αντίθεση με τις περισσότερες ελληνικές, οι οποίες περιορίζονται στον ελληνικό χώρο. Έτσι, οι κυκλοφορίες μου διανέμονται σε πάρα πολλές χώρες, πέρα από αυτές στις οποίες έχουν κυκλοφορήσει. 

Γενικά, ο τρόπος δουλειάς τους είναι πολύ επαγγελματικός, ενώ και η γενικότερη αισθητική των εταιρειών με τις οποίες έχω συνεργαστεί ταυτίζεται απόλυτα με τη δική μου. Θεωρώ τιμητικό το γεγονός ότι όλες αυτές οι εταιρείες, οι οποίες δέχονται καθημερινά πάρα πολλά demos, πολλαπλάσια από εκείνα που δέχονται οι αντίστοιχες ελληνικές, ενδιαφέρονται για τη μουσική μου και συνεργάζονται μαζί μου.

Οι δουλειές σου μπορούν να βρεθούν μόνο στο Vinyl Microstore (Αθήνα) και στον Λωτό (Θεσσαλονίκη). Υπάρχει ενδιαφέρον από κάποια δισκογραφική για να τις διανείμει ευρύτερα; 

Ακόμη δεν έχει υπάρξει ενδιαφέρον για ευρύτερη διανομή στην Ελλάδα σε αντίθεση με το εξωτερικό, όπου οι κυκλοφορίες μου διανέμονται από αρκετούς distributors όπως Darla (Η.Π.Α.), Norman Records (Αγγλία), Linus Records (Ιαπωνία) και αρκετούς ακόμη σε διάφορες άλλες χώρες. Βέβαια, τα δύο αυτά δισκοπωλεία, το Vinyl Microstore στην Αθήνα και ο Λωτός στη Θεσσαλονίκη, καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του αγοραστικού κοινού που ασχολείται με την εναλλακτική σκηνή στις συγκεκριμένες πόλεις. 

Αλλά, από εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλά άτομα και στην υπόλοιπη Ελλάδα τα οποία ενδιαφέρονται για νέα ακούσματα και δυστυχώς δεν τους δίνεται η δυνατότητα να τα ανακαλύψουν. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια αυτό έχει ξεπεραστεί κατά σημαντικό βαθμό με τη διάδοση της χρήσης του ίντερνετ.

Στο MySpace σου διάβασα ότι στις 18 Μαΐου θα έδινες ένα secret gig στην Αθήνα. Πώς πήγε αλήθεια αυτό; Πιστεύεις ότι η πρακτική των secret gigs θα μπορούσε να «ευδοκιμήσει» και στην Ελλάδα;

Δυστυχώς, μετά από παρέμβαση της αστυνομίας, το live αυτό δεν έγινε. Ένας φίλος διοργάνωσε ένα τριήμερο πάρτι στο οποίο θα έπαιζαν ζωντανά μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα σχήματα της εναλλακτικής σκηνής. Οι δύο πρώτες μέρες κύλησαν ομαλά, αλλά κάπου εκεί παρενέβη η αστυνομία με αποτέλεσμα οι συναυλίες της τρίτης μέρας να ακυρωθούν. Εγώ ήμουν από τους άτυχους της υπόθεσης, αφού θα έπαιζα την τρίτη μέρα. 

Η πρακτική των secret gigs μου αρέσει πολύ και θα ήθελα να γίνονται πιο συχνά τέτοια events. Κρίνοντας από τις δύο πρώτες μέρες αυτού του πάρτι, οι οποίες ήταν πολύ πετυχημένες, νομίζω πως άνετα θα μπορούσε να «ευδοκιμήσει» μια τέτοια πρακτική και στην Ελλάδα. Αρκεί να μην έχουμε παρεμβάσεις από άλλους παράγοντες, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. 

Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου –συναυλιακά ή δισκογραφικά– για την υπόλοιπη χρονιά; 

Δισκογραφικά ετοιμάζω ακόμη μία κυκλοφορία, η οποία αναμένεται να βγει το καλοκαίρι. Πρόκειται για split album με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, κατά τη γνώμη μου, ευρωπαϊκά σχήματα της εποχής μας, τους Ιταλούς Port-Royal. Πέρα από αυτό, τους επόμενους μήνες θα συμμετάσχω σε μερικές συλλογές που θα κυκλοφορήσουν από εταιρείες όπως Enraptured (Αγγλία), Symbolic Interaction (Ιαπωνία), 9.12 (Καναδάς), Friend Of Mine (Ιαπωνία), Emilii (Ισπανία), Happy End Music (Φινλανδία) και κάποιες άλλες ακόμη, καθώς και στο remix album των Αμερικάνων Carta, στο οποίο θα βρεθούν και καλλιτέχνες όπως οι Hood, Sybarite, Yellow6 κ.ά. 

Συναυλιακά, μετά από αρκετό καιρό και αφού κυκλοφόρησε πια το Postcards From Nowhere, αποφάσισα να κάνω κάποιες live εμφανίσεις. Συγκεκριμένα, το Σάββατο 7 Ιουνίου έπαιξα στο «Kasbah» στην Πάτρα –η πρώτη μου ζωντανή εμφάνιση μετά από κάτι παραπάνω από 6 μήνες– ενώ στις 21 Ιουνίου βρέθηκα στην Κρήτη, στα Χανιά, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Γιορτής της Μουσικής. Τον Σεπτέμβριο, αφού θα έχει βγει και το προαναφερθέν split album με τους Port-Royal, θα έρθουν στην Αθήνα για να το παρουσιάσουμε σε ένα κοινό live, ενώ κατά πάσα πιθανότητα τον ίδιο μήνα θα παίξω και σε κάποιο φεστιβάλ, το οποίο θα ανακοινωθεί σύντομα. 

Στη συνέχεια, την 1η Νοεμβρίου, θα παίξω live μαζί με τους God Is An Astronaut, στην πρώτη επίσκεψή τους στην Ελλάδα, στο «An Club». Επίσης, συζητιούνται κάποιες πιθανές εμφανίσεις στο εξωτερικό, αλλά ακόμη δεν υπάρχει κάτι το ανακοινώσιμο. Από εκεί και πέρα οποιαδήποτε ενδιαφέρουσα πρόταση για live είναι πάντα ευπρόσδεκτη!



06 Οκτωβρίου 2023

Sunset Blvd. - συνέντευξη (2008)


Κατά τη δεκαετία των '00s, ο Γιώργος Δουδός ασκήθηκε αρκετά επιτυχώς σε tech & deep house μονοπάτια, κάτω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Sunset Blvd.

Με αφορμή λοιπόν τον δεύτερό του δίσκο «The Most Beautiful Girl» κάναμε μια κουβέντα τον Δεκέμβριο του 2008, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis με τη μορφή συνέντευξης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό για το «The Most Beautiful Girl»  


Το The Most Beautiful Girl ηχεί ως φυσική συνέχεια του Tell Me About America, χωρίς όμως να το μιμείται. Κατά πόσο το συλλάβατε έτσι; Και σε τι θα διαφοροποιούσατε τις δημιουργικές του αφετηρίες; 

Μετά το Tell Me About America (2006), με το γεγονός της μεγάλης εμπορικής του απήχησης για την ελληνική πραγματικότητα, θεώρησα πως δεν έπρεπε επ' ουδενί να βασιστώ στα μουσικά του στοιχεία, στη φόρμα του, σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί εύπεπτο, εύκολο και χωρίς συναίσθημα για τον «δύσκολο» δεύτερο δίσκο. 

Έτσι, από τον Ιανουάριο του 2008 και το "Baltimore Days", ένα καθαρά rock/blues κομμάτι, ξεκίνησα μια πορεία γραφής η οποία ήταν στοχευμένη σ' εγκαταλελειμμένες φόρμες, τουλάχιστον για καλλιτέχνες όπως εγώ, που κινούνται στο χώρο της electronica. Ξεκίνησα έτσι ν' ασχολούμαι πολύ περισσότερο με τους στίχους, με την επίδραση που θα είχαν αυτοί στους ακροατές. Και είχα αποφασίσει πως δεν θα χρησιμοποιούσα κανένα blues, gospel ή soul sample, οτιδήποτε που θα μου θύμιζε το μουσικό παρελθόν, κομμάτια π.χ. σαν το "Why Does My Heart Feels So Bad?" του Moby –για ν' αναφέρω ίσως το πιο εμπορικό από αυτά– κανένα ξένο, κανένα ψεύτικο προς εμένα στοιχείο. 

Με το The Most Beautiful Girl ξεκινάω λοιπόν μια πορεία αλλαγής των Sunset Βlvd.: μια πορεία που προσπαθεί ν' αποκαταστήσει την έννοια του τραγουδιού και της μουσικής στη λεγόμενη dance/electronica σκηνή. Δεν ανήκω βέβαια σ' αυτή την κατηγορία, αν και κινούμαι πιο κοντά της.

Η ομώνυμη σύνθεση, "The Most Beautiful Girl", είναι από τις πιο δυνατές στιγμές της δουλειάς. Ποια είναι η ιστορία της;

Το "The Most Beautiful Girl" ξεκινά και τελειώνει με μια σερβιτόρα σ' ένα diner κάπου στη Νεμπράσκα, εκεί όπου αρχίζει η αμερικάνικη Δύση… Πίσω από φράσεις όπως «my father was a salesman», φράση που επαναλαμβάνεται δύο φορές, κρύβεται μια αρχική εντύπωση, ίσως και πεποίθηση, για την εικόνα που έχουμε πλάσει για την πατρική φιγούρα. Πίσω από τις «γέφυρες» αυτής της πόλης κρύβονται οι φόβοι και η αδυναμία μας να τους ξεπεράσουμε. 

Αντίστοιχα, πίσω από το «life is cruel» κρύβεται μια απλή αλήθεια για την προσωπική μας πραγματικότητα, τα όριά μας, τους συμβιβασμούς μας. Πίσω από το «honey, you are the most beautiful girl» κρύβεται η πιο στέρεα αφετηρία μας, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, οτιδήποτε εντυπώθηκε εκείνη την πρώτη περίοδο κι επαναλαμβάνεται, δυστυχώς, με μαθηματική ακρίβεια στο υπόλοιπο της ζωής μας. Το "Most Beautiful Girl", μαζί με το "Laetitia" και το «protection has no end», που κάποια στιγμή ομολογεί ο ήρωας, συμπυκνώνουν την έννοια της γονικής προστασίας όπως αυτή μας δόθηκε ή δεν μας δόθηκε… 

Τόσο το καλλιτεχνικό σας ψευδώνυμο (αναφορά στο Λος Άντζελες, αλλά και σε μια θαυμάσια ταινία), όσο και στιγμές της νέας δουλειάς, οι οποίες δείχνουν να κοιτάνε πίσω προς παλιά μπλουζ και κλασικές στιγμές της μαύρης μουσικής, φανερώνουν μια μεγάλη αγάπη προς την Αμερική. Τι είναι αυτό που βρίσκετε πιο γοητευτικό στην Αμερική και την κουλτούρα της;

Είναι το αστικό τοπίο, είναι η απομόνωση που μπορείς να βρεις είτε στην 5η Λεωφόρο, είτε στο Highway 61, είτε στη Mojave Δύση, σε λεωφόρους όπως η Sunset Blvd. και η La Cienega. Είναι γιατί μπορείς να χαθείς στα pixels και στα leds της Times Square. Είναι το «state of mind» της Νέας Υόρκης. Είναι ο σκληρός φονταμενταλισμός των Μεσοδυτικών Πολιτειών, που είναι φανερός και περιορισμένος στο πλαίσιό του, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Είναι γιατί αυτή η χώρα ευνοεί την ανανέωση, τη μετάβαση. 

Δεν είναι το «αμερικανικό όνειρο» με την έννοια της επιτυχίας και των χρημάτων. Ούτε το Empire State με την έννοια των 102 ορόφων του. Είναι οι κινηματογραφικές εικόνες, τα πράγματα που μπορείς να κάνεις, η έλλειψη κοινωνικής κριτικής. Είναι η απουσία της μικρής πόλης, της μικρής σκέψης, είναι η ώθηση που σου δίνει αυτή η χώρα, «to be creative, to be real, to be someone».

Το πρώτο σας άλμπουμ ευτύχησε να βρει σημαντική κριτική απήχηση. Κατά πόσο μεταφράστηκε αυτή και σε εμπορική απήχηση; Και πόσο σημαντικό ήταν το ότι κυκλοφόρησε από μια δραστήρια στον τομέα εταιρεία, όπως η Klik Records; 

Θα μπορούσα να σου πω ότι το Tell Me About America βρέθηκε μέσα στο top-20 των πωλήσεων στην Ελλάδα. Θα διαλέξω, όμως, το top-50. Για πρώτο project ενός άγνωστου σχήματος, η επιτυχία του ήταν παραπάνω από απρόσμενη. 

Στα credits της επιτυχίας αυτής δεν θα μπορούσε να μην είναι και η Klik Records, η οποία βοήθησε και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο. Όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι, για πρώτη φορά μέσα στο ελληνικό dance πλαίσιο, ακούστηκαν κομμάτια τόσο διαφορετικά και ετερόκλητα από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως dance/electronica, όπως το "Girl One Day", το "Mrs Daisy May" ή ακόμη και το "Ocean Shores Pt. 1". Μπορείτε, φυσικά, να καταλάβετε πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο –και για τις δύο πλευρές.

Έχουν γίνει κινήσεις προς το εξωτερικό στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από το Tell Me About America; Πόσο διαφορετικά είναι εκεί τα πράγματα;

Το Tell Me About America υπάρχει στο εξωτερικό, κομμάτια του έχουν μπει σε διάφορες συλλογές, με σημαντικότερη το Buddha Bar ΙΧ.  H αποδοχή του ήταν εξίσου θερμή κι αυτό φάνηκε από τα μηνύματα που δέχτηκα στο MySpace. Ίσως γιατί γι' αυτούς είμαι από το …εξωτερικό! Θα σας πω και κάτι για πρώτη φορά… Ήταν ωραία να βρίσκομαι down town στο Λος Άντζελες και μπαίνοντας μέσα σε μια vintage boutique να ακούω το "Daisy May" από τα ηχεία… Τότε μόνο κατάλαβα πόσο παγκόσμια μπορεί να είναι η μουσική. Την ίδια πορεία θα ήθελα να ακολουθήσει και το The Most Beautiful Girl.

Όπως είχατε στο μυαλό σας το επιθυμητό αποτέλεσμα του νέου σας δίσκου, πόσο σημαντική ήταν η παρουσία φυσικών οργάνων σαν π.χ. τις κιθάρες του Γιώργου Μπαντούκ ή τις τρομπέτες του Κώστα Κατσαρού; 

Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία αν κάποιο όργανο είναι φυσικό ή παράγεται μέσα από κάποιο software ή hardware. Περισσότερο με ενδιαφέρει το αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα όργανο, ποιος θα είναι ο ήχος του και όχι αν η πηγή του είναι αναλογική ή ψηφιακή. Ευτυχώς και στις δύο περιπτώσεις, του Γιώργου Μπαντούκ και του Κώστα Κατσαρού –με τους οποίους είμαι μόνιμος συνεργάτης– τα κομμάτια βγήκαν περισσότερο ωφελημένα χάρη στις ερμηνείες και στις ιδέες τους.

Τι θεωρείτε πως θα κερδιζόταν και τι ότι θα χανόταν, αν εμπιστευόσασταν την παραγωγή στα χέρια κάποιου άλλου; 

Νομίζω πως μόνο θα κέρδιζα. Δεν είμαι της γνώμης ότι ο συνθέτης και ο στιχουργός θα πρέπει ν' αναλαμβάνουν την παραγωγή και την ηχοληψία του άλμπουμ. Με κάθε ειλικρίνεια, σας λέω πως απεχθάνομαι τη διαδικασία του editing και της ηχοληψίας. Θα ήταν τόσο ωραία να είχα δίπλα μου έναν παραγωγό όπως ο Arif Mardin, όσο ζούσε τουλάχιστον…

Συστήστε μας με δύο λόγια και τις γυναικείες φωνές του άλμπουμ, που συχνά κλέβουν την παράσταση με τις ερμηνείες τους...

Θα ξεκινήσω με τη Σταυρούλα Επιμενίδου, μια νέα τραγουδίστρια, μια φωνή με όλες τις «μαύρες» δυνατότητες, εξαιρετικά συνεργάσιμη και με όλη την υπομονή που απαιτείται για την ηχογράφηση ενός δίσκου. 

Με την Helen Stamenitis συναντήθηκα πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου για την ηχογράφηση του voice over του "The Most Beautiful Girl". Δεν την ήξερα, δεν με ήξερε… Ζει στη Μελβούρνη και τη συνάντησα στις καλοκαιρινές της διακοπές. Δεν είναι τραγουδίστρια, αλλά, παρόλα αυτά η φωνή της έχει ακριβώς εκείνη την ώριμη κι ευαίσθητη χροιά που φανταζόμουνα για το κομμάτι. 

Ποιοι είναι οι τρεις αγαπημένοι σας δίσκοι από το 2008; 

Θα πω δύο: το The Jazz Influence 3 του Kevin Yost και το Odyssey των Soda Inc. Μην ξεχνάτε ότι από τον Φεβρουάριο δεν άκουγα μουσική, έγραφα μουσική.







05 Οκτωβρίου 2023

«...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά»: Αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ - ανταπόκριση (2008)


Οκτώβρης 2008, αρχές του μήνα, με τη θερμοκρασία να κρατιέται ακόμα σε ψιλοθερινά επίπεδα. Οι υπαίθριοι χώροι είχαν λοιπόν την ευχέρεια να μένουν ανοιχτοί και το Ηρώδειο φιλοξένησε ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ, σε επιμέλεια και σκηνοθεσία του Λουκιανού Κηλαηδόνη.

Δεν γράφω (ακριβώς) έτσι πια, πάντως στην ανταπόκριση που δημοσίευσα τότε στο Avopolis για τη βραδιά αυτή, αναγνωρίζω τις ρίζες του γραψίματος και της ματιάς μου. Γι' αυτό και τη διάλεξα για αναδημοσίευση στο blog, περνώντας την όμως ξανά ένα χέρι επιμέλειας εδώ κι εκεί. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο για το promo της βραδιάς. Στην κεντρική εικονίζεται ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, στην κάτωθι ο Μπάμπης Τσέρτος


Εικοσαμελής ορχήστρα στα δεξιά και πίσω αριστερά, με το πιάνο στο μπροστινό μέρος δεξιά· ευρύχωρος λευκός καναπές στα αριστερά, ώστε να μπορούν να κάτσουν όλοι οι συμμετέχοντες ερμηνευτές· και εκμετάλλευση του χώρου πίσω από την κυρίως σκηνή ως πίστας για ζευγάρι χορευτών.

Με αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο σκηνοθέτησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης την αφιερωματική συναυλία «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Μιχάλη Σουγιούλ. Την οποία και προϋπάντησε ένα κατάμεστο Ηρώδειο, τιμώντας, έτσι, με τον πρέποντα τρόπο, έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του ελληνικού πενταγράμμου, ο οποίος δυστυχώς δεν λαμβάνει πάντοτε τη δέουσα αναγνώριση. Κινδυνεύοντας δηλαδή να γίνω γκρινιάρης, για άλλη μια φορά βρέθηκα στο Ηρώδειο νιώθοντας σαν τη μύγα μες το γάλα των διοπτροφόρων μεσηλίκων (και βάλε): οι άνθρωποι της ηλικίας μου λίγο φάνηκε να συγκινήθηκαν από μια τέτοια βραδιά. 

Η παράσταση ξεκίνησε με έναν ακορντεονίστα να διασχίζει τον διάδρομο που χώριζε τη σκηνή από τις κερκίδες παίζοντας τον ρυθμό του "Άστα Τα Μαλλάκια Σου", το οποίο τραγουδήσαμε όλο το κοινό μαζί, δημιουργώντας «κλίμα» ήδη από το ξεκίνημα. Τον διαδέχθηκε –στο ίδιο τραγούδι– η Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου, για να αρχίσει στη συνέχεια η κυρίως παράσταση, χωρισμένη σε δύο μέρη: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στα αμιγώς ελαφρά τραγούδια του Σουγιούλ, το δεύτερο στα λεγόμενα αρχοντορεμπέτικα. 

Οι συμμετέχοντες ήταν πολλοί και μια διεξοδική αναφορά στα πεπραγμένα τους θα χρειαζόταν ένα εκτενές και μάλλον κουραστικό στην ανάγνωση κείμενο. Θα σταθώ επομένως στα βασικά μιας παράστασης που και τον στόχο της πέτυχε και την ευχαριστήθηκα και προσωπικά, παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις που διατηρώ. Άλλωστε, με τόσες τραγουδάρες τις οποίες διαθέτει το ρεπερτόριο του Σουγιούλ, θα έπρεπε να γίνουν ...χοντράδες για να μη συμβεί αυτό. Και οι καλλιτέχνες που επιμελήθηκαν το «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» δεν είναι τίποτα τυχαίοι: ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, άλλωστε, δεν πήρε μόνο τα εύσημα της σκηνοθεσίας, μα και του ερμηνευτή, όντας ο γνωστός χειμαρρώδης και εκφραστικός εαυτός του, με καλύτερή του στιγμή το "Πάμε Μια Βόλτα Στο Φαληράκι". 

Μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν, βέβαια, ο Μπάμπης Τσέρτος, ο οποίος έχει πρόσφατα βγάλει και διπλό δίσκο-αφιέρωμα στον Σουγιούλ. Δεν τον βρίσκω συναρπαστικό ερμηνευτή, αποδείχθηκε όμως επαρκέστατος στα όσα τραγούδησε, δείχνοντας την καλή και αν μου επιτρέπετε μερακλίδικη δουλειά την οποία έχει καταθέσει. 

Φοβάμαι, πάντως, ότι τελικά του έκλεψε την παράσταση ο παρουσιαστής Ηλίας Λογοθέτης: αυθόρμητος, ετοιμόλογος και αεικίνητος, θύμισε κάποιους διαολεμένους κονφερασιέ του παρελθόντος –«είχες και στην εποχή σου μικρόφωνο;», απάντησε αυστηρά σε κάποιον από το κοινό, όταν παραπονέθηκε για το ότι συνέχισε να διαβάζει, ενώ το μικρόφωνό του δεν είχε πια ήχο. Αργότερα, επίσης, παρέπεμψε κάποιον άλλον στις υπάρχουσες εγκυκλοπαίδειες, όταν ζήτησε διευκρινήσεις για το ποιοι ήταν οι στιχουργοί των τραγουδιών που ακούγονταν. Όταν δε πήρε και ο ίδιος το μικρόφωνο, τραγουδώντας θαυμάσια τη "Μπιρμπίλω", ανταμείφθηκε με ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα. 

Από τους υπόλοιπους, θα μου επιτρέψετε να μη σχολιάσω τις τραγουδιστικές επιδόσεις του Σπύρου Παπαδόπουλου, που σημειώστε πως μου είναι  συμπαθής –άλλωστε ο άνθρωπος ζήτησε προκαταβολικά συγγνώμη για το ότι θα τραγουδούσε. Και μόνο η παρουσία του, πάντως, νομίζω πως θα έφτανε. Από τους ...κανονικούς τραγουδιστές, τώρα, ως καλύτεροι αναδείχθηκαν ο Μανώλης Μητσιάς, η Νατάσσα Μποφίλιου και η Ελίζα Μαρέλλι. 

Ο πρώτος έδειξε όλη του την κλάση, ιδιαίτερα στο "Βρέχει-Βρέχει". Η δεύτερη απέδειξε γιατί θεωρείται ως η καλύτερη γυναικεία φωνή της νεότερης γενιάς, τραγουδώντας θαυμάσια τόσο στο ελαφρό μέρος ("Άσε Τον Παλιόκοσμο Να Λέει"), όσο και στο αρχοντορεμπέτικο ("Μονά-Ζυγά"). Και η τρίτη θύμισε σε όλους γιατί υπήρξε η τελευταία βασίλισσα του ελαφρού τραγουδιού, προτού το είδος αυτό πάρει την κατιούσα ανεπιστρεπτί. Αλλά και γιατί οι σημαίνουσες τραγουδίστριες μπορούν να συγκινήσουν ερμηνεύοντας ακόμα και σε μια ηλικία όπου πια δεν έχουν τις φωνητικές δυνατότητες της νεότητάς τους. Κρίμα που δεν συμμετείχε τελικά και η Στέλλα Γκρέκα, όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί. 

Η Ελένη Δήμου, από την άλλη, δεν ξεκίνησε καλά: ξεψυχισμένη βρήκα την απόδοσή της στο εκπληκτικό "Ας Ερχόσουν Για Λίγο". Στο αρχοντορεμπέτικο μέρος, όμως, ανέβασε επιδόσεις. Η Νάντια Καραγιάννη δεν έπρεπε να τραγουδήσει καθόλου στο πρώτο μέρος, όπως έκανε, καθώς τα γνήσια λαϊκά ηχοχρώματα της φωνής της αποδείχθηκε ότι ταίριαζαν γάντι στο δεύτερο μέρος του προγράμματος –στον ελαφρό κόσμο, ήχησαν εντελώς παράταιρα. Οι Θάνος Πολύδωρας και Χρυσούλα Στεφανάκη έχουν μεν φωνές, μα ακόμα δεν ξέρουν τι να τις κάνουν, αρκούμενοι, έτσι, στην αναπαραγωγή ερμηνευτικών μανιέρων του παρελθόντος. 

Για τελευταία άφησα τη Μάρα Θρασυβουλίδου, η οποία έμοιαζε να είχε ξεκινήσει για χορό στις ...Βερσαλλίες με το κατακόκκινο φόρεμά της και τα τόσα πράγματα τα οποία γυάλιζαν πάνω της. Η εκτέλεσή της στο "Για Μας Κελαηδούν Τα Πουλιά" ήταν, νομίζω, από τις χειρότερες στιγμές της παράστασης. Συνδυάζοντας τις ενδυματολογικές υπερβολές με τις υπερβολές στην ερμηνεία θύμισε εποχές τέλματος για το ελαφρό τραγούδι, όταν η γλυκερότητα και οι φωνητικές ακροβασίες υποκαθιστούσαν την ουσία. Η Θρασυβουλίδου, πάντως, κάθε άλλο παρά στερείται ικανοτήτων. Πράγμα που απέδειξε όταν τραγούδησε ντουέτο με τον Τσέρτο το "Αθήνα Και Πάλι Αθήνα". Αυτό, μάλιστα: ήταν ανάμεσα στις ωραιότερες στιγμές της βραδιάς στο Ηρώδειο. 

Τα παραλειπόμενα της συναυλίας ήταν ο μυστακοφόρος κύριος στο μπροστινό διάζωμα στα δεξιά της σκηνής, ο οποίος σηκωνόταν συχνά στο αρχοντορεμπέτικο μέρος, χορεύοντας ζεϊμπέκικο –ή, για την ακρίβεια, νομίζοντας ότι χορεύει ζεϊμπέκικο. Καλό θα ήταν, δηλαδή, να τον ενημερώσει κάποιος ότι το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται με ελαφρά σηκώματα των ποδιών και επίμονους στροβιλισμούς των χεριών. Διάκριση εξίσου σημαντική με το ότι το Ηρώδειο βρίσκεται μεν κάτω από την Ακρόπολη, αλλά δεν ταυτίζεται με το εξοχικό κέντρο στο οποίο, ενδεχομένως, έχει μάθει να επιδίδεται ελεύθερα σε τέτοια κινησιολογία. 

Η συναυλία, τέλος, είχε μεγαλύτερη διάρκεια από όση έπρεπε για τα δεδομένα μιας καθημερινής, αλλά και με βάση την ηλικία του κοινού που παραβρέθηκε. Δεν ήταν τυχαίο, δηλαδή, ότι ελάχιστοι ζήτησαν encore: με το φινάλε του προγράμματος, οι περισσότεροι πετάχτηκαν όρθιοι για να φύγουν. Και δεν είναι πως δεν πέρναγαν καλά κατά την ώρα της παράστασης. Το τι γκρίνια ακούσανε μετά οι ταξιθέτες και ταξιθέτριες του Ηρωδείου, δεν περιγράφεται –κανείς δεν είχε κατανόηση για το ότι ήθελε λεπτό χειρισμό η αποχώρηση 4.500 ανθρώπων τέτοιων ηλικιών... Σημασία, πάντως, έχει ότι έμειναν κυρίως οι θετικές εντυπώσεις, από μια βραδιά που και καλό ήταν που έγινε και καλή υπήρξε.