08 Σεπτεμβρίου 2023

Μουσικό Οδοιπορικό στη Γερμανία (Αύγουστος 2013)


Έκλεισε λοιπόν μια δεκαετία από το 2013, όταν δέχτηκα μια πρόταση που μου ήρθε από την Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, να εκπροσωπήσω την Ελλάδα σε ένα showcase της σύγχρονης γερμανικής μουσικής βιομηχανίας, όπου θα μετείχαν κι άλλοι δημοσιογράφοι του πολιτιστικού, από διάφορες χώρες –όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και από την Ιαπωνία, το Καμερούν, τη Νότια Κορέα, τη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής και το Καζακστάν.

Αν και δεν μου αρέσουν τα ταξίδια και οι ημερομηνίες έπεφταν Αύγουστο, οπότε έπρεπε να διακόψω τις συνήθεις διακοπές μου στη θάλασσα, δέχτηκα. Και αποδείχθηκε μια εμπειρία ζωής, που πάντα, έκτοτε, τη θυμάμαι με αγάπη. Κάναμε πολλά πράγματα, τότε. Και ευτυχήσαμε να είμαστε ένα γκρουπ που έδεσε πολύ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκπληκτική χημεία. Κάτι που παρατήρησαν στο τέλος και οι Γερμανοί οικοδεσπότες μας, όταν μας χαιρέτησαν. 

Ο μόνος άτυπος όρος συμμετοχής ήταν ότι, επιστρέφοντας στις χώρες μας, έπρεπε να κάνουμε κάποιες δημοσιεύσεις γύρω από την όλη εμπειρία. Δεν ψήθηκαν όλοι οι συμμετέχοντες, αλλά, προσωπικά, το πήρα τοις μετρητοίς, φτιάχνοντας κάμποσα κείμενα με βάση τα όσα μας έδειξαν εκεί. Ήδη, λ.χ., το blog έχει δημοσιεύσει μια ανταπόκριση από τη συναυλία της Dear Reader στο «Badeschiff» του Βερολίνου (δείτε εδώ), μια συνέντευξη με το συγκρότημα Fenster (δείτε εδώ), μια συζήτηση με την τραγουδοποιό Leslie Clio (δείτε εδώ), καθώς και μια συνέντευξη με τον Hauschka (δείτε εδώ). Αυτό που ακολουθεί, τώρα, είναι το μεγάλο, γενικό άρθρο, το οποίο κάπως καταγράφει και συνοψίζει το ταξίδι. 

Η αρχική δημοσίευση έγινε τότε στο Avopolis, άλλωστε προσκλήθηκα με την ιδιότητα του αρχισυντάκτη του και δεν έχω λόγια να ευχαριστήσω τη Βανέσσα Χριστοδούλου, παλιά γνώριμη από τα μουσικά των '00s, που με πρότεινε –Βανέσσα, έχουμε χαθεί πια, αλλά αν ποτέ διαβάσεις αυτές τις γραμμές, ελπίζω να σε έβγαλα ασπροπρόσωπη! Η εδώ αναδημοσίευση προβαίνει σε μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, οδηγώντας στη μορφή του κειμένου που πλέον λογίζω ως τελική. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το ταξίδι και ανήκουν στον Νοτιοκορεάτη συνάδελφο Lee Jinseop, με τον οποίον διατηρήσαμε έκτοτε και την περισσότερη επικοινωνία. Εξαιρούνται: η φωτογραφία έξω από το «Ratinger Hof» (Michael Wallies), η φωτογραφία του Dockville Festival (Hinrich Carstensen) και η φωτογραφία του Woodkid (Christoph Trabert) 


Σε σκληρές και ανώμαλες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες, συχνά χάνονται εκείνες οι ιδιαίτερες αποχρώσεις μεταξύ άσπρου/μαύρου, οι οποίες κάνουν τη διαφορά. Στις ημέρες της τρέχουσας Κρίσης, ας πούμε (γιατί με κεφαλαίο θα γραφτεί στην ιστορία), μεγάλο κομμάτι της εγχώριας κοινής γνώμης τρέφει αντιπάθεια για τους Γερμανούς. Στην έκρηξη του συναισθήματος, λοιπόν, εύκολα μπουρδουκλώνονται τα βουρστ και η Μπάγερν του Μονάχου με την κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ και τη βαριά σκιά των Ναζί, με τη μπάλα να παίρνει τελικά οτιδήποτε το γερμανικό. Στο παρόν άρθρο, ωστόσο, δεν έχουν θέση οι πολιτικές κρίσεις, αναλύσεις και επικρίσεις, μα πράγματα από εκείνα που ενώνουν τους λαούς της Γης. 

Κι αν η ευεργετική «παλαβομάρα» του Heinrich Schliemann ή το έργο του Wolfgang Schadewaldt πάνω στον Όμηρο (ανυπέρβλητο Έβερεστ της γερμανικής κλασικής φιλολογίας) αποτελούν πια ψιλά γράμματα για τους Νεοέλληνες, η μοντέρνα γερμανική μουσική έχει αναδείξει φιγούρες εξαιρετικά αγαπητές στο ντόπιο κοινό. Τους Scorpions βεβαίως-βεβαίως για τις μεγάλες μάζες, εσχάτως τους Rammstein και στο μεσοδιάστημα κάμποσες μέταλ μπάντες (Helloween, Accept, Gamma Ray, Blind Guardian, Warlock, Ocean κ.ά.), αλλά και τους Einstürzende Neubauten, τους Kraftwerk, τους Neu!, τους Tangerine Dream, τους Faust (όλη τη σκηνή που λέμε krautrock τέλος πάντων), τη Nico, τη Nina Hagen, τον Karlheinz Stockhausen, τους Die Krupps, τους Deine Lakainen, τον Hauschka, τον Nils Frahm, τον Stephan Micus –θα μου επιτρέψετε να συμπεριλάβω και τους Snap! 

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πήρε λοιπόν πάνω της τη διεθνή προβολή της σχετικής βιομηχανίας της χώρας –να τα λέμε και κυρίως να τα βλέπουμε αυτά– και, μέσω του φορέα της Initiative Musik, κάλεσε φέτος τον Αύγουστο 16 μουσικοδημοσιογράφους από 14 χώρες, προσφέροντάς μας μια τουρνέ στο παρελθόν και στο παρόν της μοντέρνας γερμανικής μουσικής (τονίζω το μοντέρνας, γιατί καλό είναι να θυμόμαστε και τα κλασικά μεγαλεία). Η Katja Hermes, η Laureen Kornemann και ο Michael Wallies ανέλαβαν να είναι οι οδηγοί μας σε αυτό το ταξίδι και νομίζω κανείς μας δεν θα τους ξεχάσει ποτέ: όχι μόνο γιατί έκαναν άψογα τη δουλειά τους, μα και γιατί έγιναν ένα με την ομάδα μας, πράγμα που στο φινάλε οδήγησε σε δύσκολους αποχαιρετισμούς. Τους ευχαριστώ από καρδιάς κι ας μην μπορούν να καταλάβουν λέξη από όσα γράφω εδώ (το Google Translate θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα).

1η στάση: Κολονία (Köln)

Λέγαμε στο τέλος, αποτιμώντας τα όσα ζήσαμε, ότι η τουρνέ μας ξεκίνησε τόσο ιδανικά, ώστε ακόμα κι αν όλα είχαν τελειώσει στην Κολονία, θα γυρνούσαμε στις χώρες μας πλήρως ικανοποιημένοι. Κι αυτό διότι η Initiative Musik φρόντισε ώστε η πρώτη μας στάση να γίνει στο περίφημο Studio für Elektronische Musik, εκεί όπου μεταπολεμικά άνθισε το έργο του Stockhausen και, κατ' επέκταση, η ηλεκτρονική μουσική. Το στούντιο, βέβαια, έχει κλείσει πια. Όμως, καθώς γίνονται εργασίες ψηφιοποίησης στο υπάρχον αρχείο, επιβιώνει ακόμα ένα κομμάτι του: σε ένα μικρό υπόγειο, το οποίο δεν το βάζει το μάτι σου, κάτω από ένα ογκώδες γυμναστήριο. 


Εκεί, λοιπόν, μας περίμενε ο καταπληκτικότερος ξεναγός που θα μπορούσαμε να έχουμε για την περίσταση, ο επί χρόνια (από τη δεκαετία του 1970) ηχολήπτης του στούντιο, Volker Müller. Ένας κοτσονάτος μεσήλικας με αστραφτερά μάτια κι ένα απίστευτο, πνιχτό γελάκι, ο οποίος μας είπε δυο λόγια για την ιστορία του χώρου και μετά πέρασε στο ψητό. 

Μας έδειξε απίστευτα μηχανήματα και μαγνητοταινίες, μοναδικά στον κόσμο, μας μίλησε για το πώς δούλευε με τον Stockhausen και τον Ιάννη Ξενάκη και μας έκανε μια καταπληκτική επίδειξη για το πώς μπορείς να ξεκινήσεις να πειραματίζεσαι με το οτιδήποτε, αν έχεις τον κατάλληλο εξοπλισμό και τρέχει ο λογισμός σου προς τα εκεί: άνοιξε το ραδιόφωνο, έπιασε έναν Michael Jackson, τον έριξε στις μαγνητοταινίες και του άλλαξε τα φώτα, κόβοντας σημεία, ράβοντάς τα αλλού, μετατρέποντας τις ταχύτητες, παίζοντάς τον ανάποδα. Μέσα σε λίγα λεπτά, εντελώς αυτοσχέδια, είχε φτιάξει κάτι ολότελα διαφορετικό, που ηχούσε φανταστικά. Του υποσχεθήκαμε να γράψουμε ότι τα όσα έχει εκεί αξίζει να διασωθούν σε ένα μουσείο μουσικής τεχνολογίας, αίτημα που προσυπογράφω και ήδη διαβίβασα στα επίσημα κανάλια.


Η Κολονία επεφύλασσε όμως κι άλλες ωραίες στιγμές για μας. Ξεναγός για τη συνέχεια ανέλαβε ένας από τους ανθρώπους που έστησαν το επιτυχημένο C/o Pop Festival (φέτος γιόρτασε τα 10 του χρόνια) και το διεθνές μουσικό πρόγραμμα Elektronic Beats στη Deutsche Telekom, ο οποίος μας οδήγησε στα γραφεία του περιοδικού «Intro», όπου –παρότι έκλειναν τεύχος και είχαν απίστευτες φούριες– μας περίμενε ο αρχισυντάκτης του, Thomas Venker. Για να μην σας τα πολυλογώ, το «Intro» είναι το «Sonik» της Γερμανίας και κατά μία έννοια το βήμα παραπάνω σε ίματζ και περιεχόμενο που θα μπορούσε να κάνει και το δικό μας έντυπο, σε ευτυχέστερους καιρούς. 

Αναγνωρισμένο ως opinion leader, το περιοδικό επέβαλλε στο κοινό την κατάργηση της βαθμολογίας και την κουλτούρα ανάγνωσης των κειμένων των κριτικών (με προσωπική απόφαση του Venker), πουλάει 140.000 τεύχη μηνιαίως, διαθέτει ανθηρό κύκλο διαφήμισης και είναι σε θέση να πληρώνει 100 ευρώ στους φωτογράφους του για μια φωτό-σαλόνι και 300 ευρώ τους συντάκτες του για ένα κείμενο 1.500 λέξεων. Είπατε τίποτα; Εγώ πάντως είπα μέσα μου ότι έτσι είναι η υγιής μουσική βιομηχανία, σε μια χώρα όπου, σημειώστε, το χαρτί ακόμα μετράει.

Μετράνε όμως και τα παραδοσιακά δισκοπωλεία, παρά τη γενική πτώση του τζίρου την οποία έφερε το ίντερνετ. Είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε επισκεπτόμενοι την Kompakt –τη δισκογραφική που οικοδόμησε στα 1990s τον λεγόμενο «ήχο της Κολονίας». Παρότι Δευτέρα μένουν κατά παράδοση κλειστοί, ο Michael Mayer άνοιξε ειδικά για μας και μας έκανε μια ενδελεχή ξενάγηση σε ό,τι είναι βασικά... το σπίτι του! 


Το μεγάλο κτήριο όπου εδρεύει η Kompakt είναι δηλαδή η κατοικία του: ξυπνάει, μεταβαίνει στον κεντρικό χώρο των πάνω ορόφων όπου βρίσκονται τα γραφεία και η τραπεζαρία (απασχολούν μαγείρισσα, ώστε να μην τρώνε σκουπίδια από έξω!), ενώ στο ισόγειο λειτουργεί το περίφημο δισκοπωλείο. Μας κατέβασε μάλιστα και στο υπόγειο, στα ράφια του οποίου αναπαύεται ολόκληρος ο κατάλογος της Kompakt σε βινύλιο και CD. Κατόπιν, ανοίξαμε μερικές κρύες μπύρες και γιορτάσαμε την περίσταση βλέποντας λάιβ τους Coma, δύο χίπστερ αγόρια που τα ξεμυάλισε το techno κι έχουν αναπτύξει έναν αρκετά ιντριγκαδόρικο ήχο μεταξύ indie και αδυσώπητης μετρονομίας –δεν τρελάθηκα από τη μουσική τους, παρακολούθησα πάντως τη συναυλία με ενδιαφέρον. 

Αλλά, Κολονία χωρίς καθεδρικό, γίνεται; Δεν γίνεται. Πριν λοιπόν μαζευτούμε για ένα παραδοσιακό γερμανικό δείπνο στη μπυραρία των Päffgen (όπου το ποτήρι σου δεν ξεμένει ποτέ άδειο), πήγαμε μια βόλτα στην επιβλητική εκκλησία και σταθήκαμε με δέος μπροστά στον όγκο και στη γοτθική της δυναμική. Το εσωτερικό αποδείχθηκε εξίσου ενδιαφέρον με το εξωτερικό, μας δόθηκε μάλιστα και η ευκαιρία να θαυμάσουμε το αμφιλεγόμενο παράθυρο του Gerhard Richter, η αφηρημένη θρησκευτικότητα του οποίου εμένα προσωπικά πολύ μου άρεσε. 

2η στάση: Ντίσελντορφ (Düsseldorf)

Το Ντίσελντορφ υπήρξε για μας η έκπληξη του ταξιδιού. Χαζέψαμε με το τοπίο που διαμόρφωνε ο ποταμός Ρήνος, διασχίζοντας την πόλη, ενώ σύντομα διαπιστώσαμε όχι μόνο ότι μπορούσαμε να πάμε παντού με τα πόδια, αλλά και ότι υπήρχαν πάρα πολλές ενδιαφέρουσες γωνιές, με τη δική τους ιστορία στα μουσικά δρώμενα. Το Ντίσελντορφ, άλλωστε, είναι η πρωτεύουσα του krautrock, όπως και η έδρα των (ακόμα λαοφιλέστατων) Die Toten Hosen. Επιπροσθέτως, έχει μια ανθηρή ελληνική κοινότητα –άκουσα συχνά ελληνικά στον δρόμο, καθώς περπατούσαμε– αλλά και μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες Γιαπωνέζων στον πλανήτη. 


Αν θέλετε να δείτε έναν απίστευτο χώρο, όπου μπορούν να φιλοξενηθούν (παράλληλα) ό,τι καλλιτεχνικά δρώμενα μπορεί κανείς να φανταστεί –εκθέσεις, παραστάσεις, συναυλίες, ομιλίες, πρόβες μουσικών σε ειδικά διαμορφωμένα στούντιο κτλ.– θα πρέπει να κάνετε έναν κόπο και να επισκεφθείτε το Hans Peter Zimmer Stiftung, το μέρος που θα κάνει κάθε μάνατζερ να αλλάξει την οπτική του πάνω στο θέμα «χώροι διεξαγωγής». Αφού τριγυρίσαμε σε κάθε σχεδόν γωνιά του, η Initiative Musik κανόνισε να συναντήσουμε τον Hauschka, ο οποίος διατηρεί το στούντιό του στο σύμπλεγμα. Κι εκείνος έδωσε μια μίνι συναυλία για μας στο προετοιμασμένο του πιάνο, το οποίο κράτησε μάλιστα ορθάνοιχτο ώστε να μπορούμε να βλέπουμε κάθε μικροπαρέμβαση που είχε κάνει. 

Κατόπιν, μας παρέλαβε ο Dr. Michael Wenzel, τον οποίον ανακηρύξαμε με ένα στόμα/μια φωνή ως τον πλέον καταπληκτικό ξεναγό της περιοδείας: ένας απίστευτα μεταδοτικός άνθρωπος, μας ξετύλιξε το Ντίσελντορφ και το μουσικό του παρελθόν κομμάτι-κομμάτι, από τα τζαζ στέκια στους Kraftwerk και στους Neu!, στην άνοδο έπειτα της πανκ σκηνής και από εκεί στο «Salon des Amateurs», το στέκι των εναλλακτικών μουσικών του σήμερα. 


Μας πήγε στο μέρος όπου βρισκόταν το θρυλικό Kling Klang στούντιο των Kraftwerk, ύστερα στη γκαλερί/δισκοπωλείο Slowboy όπου μας περίμενε η Miki Yui –χήρα του Klaus Dinger, η οποία πρόσφατα έβγαλε ένα εντυπωσιακό λεύκωμα για εκείνον– ενώ στη συνέχεια φρόντισε να συναντήσουμε τον Haru Specks, έναν επιβλητικό τοπικό θρύλο, που με το ροζ του σολομού κοστούμι του και το φορητό του πικάπ λειτούργησε ως ο κινούμενος DJ μας: σε όποιο μέρος δηλαδή κι αν στεκόμασταν, μας έπαιζε κι ένα κατάλληλο τραγούδι, κάνοντας τη μουσική ιστορία της πόλης να λάβει σάρκα και οστά. Προσωπική αγαπημένη στιγμή, το χτύπημα του πρωτόλειου γερμανικού πανκ μπροστά στην είσοδο του Ratinger Hof, αλλά και η θλιβερή ιστορία του πρωτοπόρου Wolfgang Riechmann, ένα δείγμα της δουλειάς του οποίου σας περιμένει στο βιντεάκι στο φινάλε του παρόντος οδοιπορικού. 


Η παρέα μας είχε στο μεταξύ μεγαλώσει: στο καφέ «Enuma», όπου φάγαμε ένα ελαφρύ μεσημεριανό, προστέθηκε η Helma Kremer, υπεύθυνη του τουριστικού μάρκετινγκ της πόλης και άριστη γνώστρια της ελληνικής γλώσσας, καθώς και μερικοί ντόπιοι δημοσιογράφοι που είχαν αναλάβει να γράψουν για το ταξίδι μας. Η αφεντιά μου και ο Vic Galloway –εκπρόσωπος της Σκωτίας και του BBC, συγγραφέας επίσης του βιβλίου «Songs In The Key Of Fife»– μάλλον υπήρξαμε οι πιο κοινωνικοί της ομήγυρης, με αποτέλεσμα να δούμε την επόμενη μέρα τα ονόματά μας να φιγουράρουν στο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Rheinische Post»


Τόσο μας άρεσε το Ντίσελντορφ, ώστε χαζολογήσαμε αρκετά στους δρόμους του –περνώντας και από το μουσείο memorabilia του Elvis Presley, το οποίο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη διεθνώς συλλογή μετά από εκείνη στη Graceland– κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να προλάβουμε στο τσακ την εκπληκτική έκθεση φωτογραφίας του Wolfgang Tillmans. Δειπνήσαμε κατόπιν στο  «Pardo» και οδεύσαμε στο Salon des Amateurs, όπου μας περίμενε μια πλειάδα νέων μουσικών της πόλης, από πολλές τάσεις και είδη: folk rock τροβαδούροι σαν τους Early Autumn Break, (νεο)kraut σχήματα σαν τους Stabile Elite, ακόμα κι ένα μέλος των Die Krupps έδωσε το παρών. Η βραδιά έκλεισε με μια λάιβ εμφάνιση του Stefan Schneider των To Rococo Rot παρέα με τον Sven Kacirek, σε άκρως πειραματικούς και ελλειπτικούς ρυθμούς.

3η στάση: Βερολίνο

Το Βερολίνο δεν χορταίνεται. Όσες μέρες κι αν κάτσεις, θέλεις κι άλλο κι έχουν δίκιο όσοι λένε πως πρόκειται για την ομορφότερη πόλη της Ευρώπης. Η πρώτη μας μέρα εκεί προβλεπόταν χαλαρή και με κάποιον ελεύθερο χρόνο, τον οποίον αξιοποιήσαμε κάνοντας βόλτα στην Alexanderplatz. 

Κατόπιν, οι άνθρωποι της Initiative Musik μας πήγαν στο Kreuzberg και εκεί χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, καθώς άλλοι προτίμησαν να πάνε στο «Badeschiff» να δουν τη Dear Reader κι άλλοι στο μίνι φεστιβάλ που διοργάνωνε το περιοδικό «Intro» στο Bi Nuu, με επικεφαλής τους Still Parade και κρυφό χαρτί της βραδιάς τους To Kill A King. Η νύχτα έμελλε να έχει μεγάλη διάρκεια: ούτε ξέρω πόσα λίτρα φοβερής ντόπιας μπύρας ήπιαμε στην απόμερη παμπ «Das Gift», την οποία έχει ανοίξει ο Barry Burns των Mogwai. Κι επειδή ακριβώς είναι ο Barry Burns, αν ποτέ βρεθείτε εκεί τσεκάρετε το τζουκ-μποξ: σας προκαλώ να βρείτε καλύτερο στον κόσμο, αν είστε αληθινοί φίλοι της alternative μουσικής.


Η δεύτερη μέρα, πάλι, ήταν αυτό που στα μέρη μας λέμε «βαράτε». Το πρωί επισκεφθήκαμε το Κοινοβούλιο (Reichstag), κτίσμα αληθινά εντυπωσιακό, με αρχαιοελληνική πρόσοψη κι έναν υπερμοντέρνο θόλο στο εσωτερικό, από την κορυφή του οποίου βλέπεις πιάτο τη γερμανική πρωτεύουσα. Ύστερα χαζέψαμε την Πύλη του Βραδεμβούργου, η οποία είναι τόσο όμορφη, όσο τη θέλει ο πρωσικός της μύθος (εμφανή, βέβαια, τα αρχιτεκτονικά δάνεια από την Ακρόπολη) κι έπειτα πήγαμε στο επίσημο γεύμα που θα παρέθετε προς τιμήν μας το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Ο herr Uwe Heye φρόντισε ώστε να περάσουμε πολύ ωραία, μακριά από βαρετές τυπικότητες και σφιχτοκουμπωμένα τελετουργικά. Μάλιστα, μας μίλησε και για τα δικά του μουσικά ακούσματα, όπως και για τη ροκ σκηνή που κατάφερε να αναπτυχθεί επί Ψυχρού Πολέμου στην Ανατολική Γερμανία. 

Μετά μας παρέλαβαν οι Robosonic και μας έκαναν μια κατατοπιστικότατη περατζάδα στο Kreuzberg, κατά την οποία δείξαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το δισκοπωλείο Spacehall, το δυστυχώς καμένο πια ιστορικό λαϊβάδικο «Festsaal Kreuzberg» (θα το ανοικοδομήσουν) και το εκπληκτικό ροκ/πανκ κλαμπ S036, όπου απολαύσαμε την ιστορία που μας διηγήθηκαν οι συνιδιοκτήτριές του για τη συναυλία των Agnostic Front, η οποία ακολουθήθηκε από το πάρτυ των γκέι μουσουλμάνων του Βερολίνου. Και μετά είχε κρουαζιέρα!

Κρουαζιέρα με τα όλα της, κυρίες και κύριοι, ήταν ίσως το σημείο εκείνο στο ταξίδι μας όπου θαύμασα τη γερμανική αποτελεσματικότητα: καθώς το πλοιάριο διέτρεχε τον ποταμό Spree κι εμείς χαζεύαμε τα αξιοθέατα (π.χ. το φοβερό Μουσείο της Περγάμου), η Initiative Musik έβαλε δύο καλλιτέχνες τους οποίους ενδιαφερόταν να παρακολουθήσουμε να παίξουν πάνω εκεί, πετυχαίνοντας το απόλυτο δύο σε ένα. 


Τον Kid Simius σημειώστε τον, γιατί μπορεί να τον ακούσετε ξανά, support στους Prodigy ή με αυτόνομη επιτυχία. Δεν παίζει κάτι φοβερό ή πρωτότυπο, σπίτι θα θεωρούσα τη μουσική του ως έναν μάλλον φτωχό συγγενή της παρακαταθήκης του Fatboy Slim. Λάιβ, όμως, ο τύπος απλά τα έσπαγε, ρίχνοντας στην πρώτη γραμμή την υπερκινητική του περσόνα και δημιουργώντας τρελό κέφι και διάθεση για χορό. 

Οι Claire ενθουσίασαν αρκετούς από το γκρουπ μας κι έμεινα έτσι να απορώ για το αν ήμουν εγώ ο γκρινιάρης της υπόθεσης: όχι ότι δεν ήταν καλοί· ίσα-ίσα, υπερασπίστηκαν πειστικότατα και με θαυμάσια performance τον κάπου μεταξύ ποπ και ηλεκτρονικών ήχο τους. Νομίζω, ωστόσο, ότι κυκλοφορούν πάρα πολλές τέτοιες μπάντες στις μέρες μας. Καλού-κακού, εντούτοις, προμηθεύτηκα το άλμπουμ τους και θα τα ξαναπούμε στη σχετική κριτική. 


Παρότι η βραδιά θα ολοκληρωνόταν με clubbing, οι περισσότεροι δεν είχαμε πια το κουράγιο, ύστερα από μια τόσο γεμάτη ημέρα. Προσωπικά αμφιταλαντεύτηκα, καθώς ήθελα να πάω στο Watergate, τελικά όμως προτίμησα να συναντήσω τον φίλο μου τον Έρικ Λίπκε (Erik Lipke), τον οποίον είχα να δω 20 ολόκληρα χρόνια. Τα κλαμπ μπορούν να περιμένουν μια επόμενη επίσκεψη, οι άνθρωποι μετράνε περισσότερο.

Το Βερολίνο ολοκληρώθηκε για μας το επόμενο πρωί, όταν, φορτωμένοι τα μπαγκάζια μας και πριν πάρουμε το τρένο για Αμβούργο, πήγαμε σε μια τρισδιάστατη έκθεση αφιερωμένη στους Kraftwerk και στη μουσική τους. Χαζέψαμε ομαδικά, ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορούσε να φανταστεί κανείς σε βιντεοκλίπ των Hütter & Schneider ή σε κάποια συναυλία τους τον παλιό (καλό) καιρό. 

4η στάση: Αμβούργο

Το Αμβούργο μας εξέπληξε με το μέγεθός του και τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του. Αν και κύριος στόχος μας ήταν το μεγάλο Dockville Festival, του οποίου η Initiative Musik είχε κανονίσει να παρακολουθήσουμε 2 από τις 3 μέρες ως επίτιμοι καλεσμένοι (κι έτσι μέναμε κοντά σε εκείνη την περιοχή), η κλαμπότσαρκα την οποία κάναμε την πρώτη μας βραδιά στάθηκε αποκαλυπτική για το τι εστί Αμβούργο. 


Άλλωστε, η παραμονή μας εκεί ξεκίνησε με ένα από τα highlights του ταξιδιού: πριν καν μεταβούμε στο ξενοδοχείο, είχαμε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με τον Michael Rother των Neu! και των Harmonia, τον Kurt Dahlke (Der Plan, Pyrolator) και τον Andreas Dorau. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω το περιεχόμενό της σε μορφή συνέντευξης σε κατοπινή δημοσίευση, καθώς ειπώθηκαν πράγματα μεγάλης σημασίας για το krautrock και το γερμανικό new wave. 

Σειρά, έπειτα, είχε το ξενοδοχείο, λίγη ανάπαυση και βουρ για το Dockville Festival, ο διοργανωτής του οποίου Jean Rehders μας περίμενε, εξασφαλίζοντας όλα τα κομφόρ και ξεναγώντας μας σε κάθε χώρο και δραστηριότητα του φεστιβάλ. Αν και χάθηκα λίγο την πρώτη μέρα, τη δεύτερη –όταν πια είχα μάθει τα κατατόπια– αντιλήφθηκα ότι όσα μας είπε, ίσχυαν μέχρι κεραίας. 


Το Dockville μπορεί να μη βασίζεται στο εκπληκτικό line-up με τα φοβερά ονόματα πρώτης γραμμής, ποντάρει όμως πολύ στη φεστιβαλική εμπειρία. Διαθέτοντας έναν απίστευτο χώρο, αληθινά τεράστιο (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης), μια υποδειγματική οργάνωση που σου επιτρέπει να μετακινείσαι άνετα από σκηνή σε σκηνή, αλλά και να τρως/πίνεις χωρίς ποτέ να πέσεις σε ουρές (και μιλάμε για μεγάλη ποικιλία σε φαγητό, όχι αστεία), το Dockville σε καλεί να περάσεις καλά μετά μουσικής και όχι να το επισκεφθείς μόνο για τη μουσική. Πράγμα που, σε δεύτερο επίπεδο, του επιτρέπει να λειτουργεί και τοπικά –ποντάροντας σε ανερχόμενα ονόματα από τη γερμανική σκηνή– αλλά και να τολμά να προτείνει στο κοινό του. 

Ο Rehders μας είπε πως φιλοδοξούν να γίνουν το μεγαλύτερο φεστιβάλ στον βορρά μετά το Roskilde και ότι για το 2013 ανέμεναν 40.000 με 50.000 επισκέπτες ανά ημέρα. Δεν βλέπω τον λόγο να μην το καταφέρουν. Η απήχηση του Dockville στη νεολαία ήταν το κάτι άλλο, μιλάμε για χιλιάδες επί χιλιάδων θεατών, στη συντριπτική τους πλειονότητα μεταξύ 16 και 25 ετών

Την πρώτη μέρα δεν καθίσαμε πολύ στα κυρίως μουσικά δρώμενα, καθώς λαχταρούσαμε να δούμε και τη νυχτερινή ζωή στην πόλη. Παρακολουθήσαμε πάντως τους Foals, οι οποίοι τράβηξαν κάμποσο κόσμο στη μεγάλη σκηνή (ήταν άλλωστε headliners) και έδειξαν να έχουν ρεύμα. Εμένα, πάντως, εξακολουθούν να μου θυμίζουν πολλά πράγματα που προτιμώ να τα ακούω ως έχουν (τους Cure π.χ.), ενώ συνεχίζω να μην βρίσκω θελκτική τη φωνή του Γιάννη Φιλιππάκη.

Αλλά τη δεύτερη μέρα, του δώσαμε και κατάλαβε. Οι When The Saints Go Machine έπαιζαν μες το μεσημέρι (και ήταν ένα ζεστό μεσημέρι), παρ' όλα αυτά κέρδισαν εντυπώσεις. Ακόμα καλύτεροι αποδείχθηκαν οι Kitty, Daisy & Lewis –μια οικογενειακή υπόθεση με ρετρό ήχο, που στο ζωντανό τσακίζει κόκαλα. Οι Fenster μάζεψαν κόσμο στη Vorschot σκηνή, ωστόσο οι λεπτές ποιότητες της ποπ τους μάλλον ταιριάζουν περισσότερο σε κάποιο κλειστό χειμερινό κλαμπ. Οι Crystal Fighters παραήταν ίσως πιτσιρίκια για τους μεγαλύτερους από μας και οι αναφορές τους στο παρελθόν παραγίνονταν εμφανείς, έκαναν όμως θραύση στον νεαρόκοσμο και αποθεώθηκαν. 

Είδα επίσης την ανερχόμενη Leslie Clio, top-10 καλλιτέχνη στην κεντρική Ευρώπη που ίσως κερδίσει σύντομα το soul pop κοινό της Βρετανίας. Και μου απέδειξε γιατί υπάρχει αυτό το hype γύρω της: έχει τραγούδια με τα απαραίτητα pop hooks και μπορεί να σταθεί καλά πάνω στη σκηνή. Καθώς βράδιαζε, έπειτα, ο Mac Milller έκανε άπειρες αμερικανιές στη Grossschot σκηνή, έπαιξε όμως ενεργητικά και δυναμικά, «ζεσταίνοντας» ιδανικά τον κόσμο για τον headliner Woodkid. 


Ο Woodkid, που λέτε, θεωρείται αρκετά μεγάλο όνομα εκεί στη Γερμανία και το κοινό έκανε σαν παλαβό για τα πομπώδη, υπερ-δραματικά και όχι και τόσο ενδιαφέροντα (τελικά) κάτω από την επιφάνεια τρικ του. Αργά τη νύχτα θα έπαιζε και ο John Talabot, αλλά το ξενύχτι και η μπυροποσία της προηγούμενης βραδιάς με έβαλε στους εξοντωμένους της ομάδας. Άντεξα όμως να δω τον Christian Löffler πριν κινήσω για το ξενοδοχείο, σε ένα α-λα-Pantha Du Prince σετ, το οποίο αναντίρρητα διέθετε παλμό και ενδιαφέρουσες στιγμές. 

Πάντως, πέρα από τα όσα είδα, άκουσα, έμαθα –και όπως αντιλαμβάνεστε ούτε λίγα ήταν, ούτε και μέτρια ή αδιάφορα (κάθε άλλο)– το μεγαλύτερο κέρδος από τη μουσική τουρνέ στη Γερμανία ήταν οι άνθρωποι. Χάρη στα προαναφερθέντα παιδιά από την Initiative Musik, αλλά και στους Bartek Chaciński (Πολωνία), Emilio Colasanti (Ιταλία), Jocelyne Fotso (Καμερούν), Vic Galloway (Σκωτία), Helen Herimbi (Νότια Αφρική), Sergey Illin (Ουκρανία), Glenn Jackson (Η.Π.Α.), Jinseop Lee (Νότια Κορέα, ο ακούραστος φωτογράφος της παρέας), Misha Loots (Νότια Αφρική), Ilkka Mattila (Φινλανδία), Shuya Okino (Ιαπωνία), Ben Rayner (Καναδάς), Aivar Tonso (Εσθονία) και Austin Trunick (Η.Π.Α.), το ταξίδι αυτό έγινε για μένα ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα που έκανα στη ζωή μου. 

Ο αποχαιρετισμός, λοιπόν, έγινε σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης. Όμως, όπως μου έγραψε πρόσφατα και ο Vic, το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότεροι από την εν λόγω παρέα θα καταφέρουμε να παραμείνουμε φίλοι για μια ζωή.



05 Σεπτεμβρίου 2023

Hauschka - συνέντευξη (2013)


Κάνοντας μια εκλεκτική αναφορά στον Βοημό συνθέτη Vincent Houška, ο 57χρονος Volker Bertelmann από το χωριό Ferndorf της Γερμανίας σταδιοδρομεί με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Hauschka. Κοντά 20 χρόνια, πια, αφού τόσα κοντεύουν να συμπληρωθούν από το ντεμπούτο του «Substantial» (2004).

Ο Hauschka, λοιπόν, έχει αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητο μάστορα των ημερών μας στον μουσικό πειραματισμό που στηρίζεται στο προετοιμασμένο πιάνο, μα και σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς στο μεσοδιάστημα της λόγιας (κλασικής) και της ηλεκτρονικής έκφρασης. Πρόσφατα, μάλιστα, κέρδισε και τη μεγαλύτερη διεθνή διάκριση της καριέρας του, λαμβάνοντας το βραβείο Όσκαρ Καλύτερου Soundtrack για τη δουλειά του στη συζητημένη ταινία του Edward Berger «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» (All Quiet on the Western Front, 2022).

Στο πλαίσιο του επαγγελματικού ταξιδιού που έκανα στη Γερμανία τον Αύγουστο του 2013 (στο οποίο το blog έχει κάνει κι άλλες αναφορές), συνάντησα τον Hauschka στο Ντίσελντορφ (Düsseldorf), στον πολυχώρο όπου διατηρεί το δικό του στούντιο ηχογραφήσεων. Εκεί, λοιπόν, αφού είδαμε μια επίδειξη προετοιμασμένου πιάνο, είχα την ευκαιρία να κάνουμε και μια κουβέντα: πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, λίγο μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη προέρχεται από το ταξίδι στο Ντίσελντορφ και ανήκει στον συνοδοιπόρο Lee Jinseop. Η κάτωθι προέρχεται από promo υλικό που διακινήθηκε στον Τύπο


Βασίζεσαι αποκλειστικά στον αυτοσχεδιασμό, όταν γράφεις μουσική;

Τα πάντα είναι αυτοσχεδιασμός, ναι. Βέβαια, μπορεί στη διάρκειά του να ανακαλέσω ορισμένα βασικά θέματα που μου αρέσουν ή να βασιστώ σε κάποιες νότες τις οποίες αγαπώ ιδιαίτερα και χρησιμοποιώ συχνά. Ψάχνω πάντα ένα συναίσθημα, σε κάθε κομμάτι.

Είχες ροκ μπάντα στην εφηβεία, άφησες μετά τη μουσική για να σπουδάσεις ιατρική και οικονομικά, ξαναγύρισες στη μουσική ως μέλος ενός χιπ χοπ διδύμου. Λες κι έκανες ό,τι ήταν δυνατόν για να αποφύγεις την κλασική σου, πιανιστική παιδεία...

Αυτή ακριβώς η κλασική μου παιδεία ήταν όμως κι εκείνο που με φόβιζε περισσότερο... Έχοντας μελετήσει όλους τους μεγάλους πιανίστες, δηλαδή, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν είναι ότι θα βρισκόμουν εντελώς στη σκιά τους, αν έκανα ένα άλμπουμ βασισμένο σε πιάνο. 

Η καθοριστική στροφή σημειώθηκε το 2001, ενώ βρισκόμουν στα ουαλικά βουνά, σε έναν φίλο μου ο οποίος έχει εκεί  στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτός, λοιπόν, με έπεισε ότι έπρεπε να δοκιμάσω. Κι έτσι βγήκε το «Substantial» το 2004, μετά το οποίο άρχισα την οριστική εξερεύνηση των δυνατοτήτων του προετοιμασμένου πιάνου, που αποτέλεσε το κύριο πεδίο ενδιαφέροντός μου στο «The Prepared Piano» του 2005.

Και πάλι, όμως, βρήκες έναν τρόπο να μην κάνεις κλασική μουσική! Είναι τυχαίο που οι δίσκοι σου αρέσουν περισσότερο σε κοινό που ακούει ηλεκτρονικά ή/και πειραματικά πράγματα;

Δεν μου αρέσει να χαράσσω τόσο αυστηρές διαχωριστικές γραμμές... Ωστόσο, υπάρχει μια αλήθεια στην παρατήρησή σου. Γιατί η κλασική παιδεία που λάμβανες στα χρόνια μου ήταν πάρα πολύ αυστηρή. Θυμάμαι, ας πούμε, πόσο μου άρεσαν οι Beatles. Όμως ένα τέτοιο όνομα δεν μπορούσες ούτε καν να το αναφέρεις. 

Αντέδρασα από μικρός σε αυτήν την αποστείρωση και νομίζω ότι, ακόμα κι όταν συμφιλιώθηκα τελικά με το πιάνο, ήθελα να μπορώ να εκφράζομαι σε πεδία δίχως στεγανά. Αλλά και πολλοί ηλεκτρονικοί μουσικοί έχουν στεγανά, ξέρεις: γίνονται απίστευτα αντιδραστικοί όταν τους προτείνεις να ξεφύγουν λίγο εδώ ή εκεί. Όσο αντιδραστικός μπορεί να γίνει κι ένας στενόμυαλος κλασικός μουσικός.

Δεν υπερτερεί όμως το πιάνο με ουρά του προετοιμασμένου πιάνου;

Πιστεύω είναι θέμα οπτικής... Τι θέλεις δηλαδή να δώσεις με τη μουσική σου. Το πιάνο με ουρά διαθέτει όγκο, ας πούμε. Το δικό μου το πιάνο δεν τον έχει, αλλά μπορεί να σουϊνγκάρει. Εμένα λοιπόν αυτό μου πάει περισσότερο, γιατί λειτουργώ με τον ρυθμό, μου αρέσει να αφήνομαι να με οδηγεί. Υπάρχει, επίσης, ένα θέμα ίματζ: το πιάνο με ουρά, ακόμα και ως παρουσία, δημιουργεί την εικόνα ενός «κατεστημένου». Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, βέβαια –όμως πολλοί άνθρωποι το βλέπουν έτσι. Προσωπικά δεν το απορρίπτω, κάθε άλλο. Απλά νιώθω πιο άνετα σε μικρότερες κλίμακες.

Έχουν έρθει ποτέ κλασικοί πιανίστες στις συναυλίες σου, να σε βρουν και να σου μιλήσουν;

Βέβαια, τυχαίνει αρκετά συχνά μάλιστα. Δεν έχω κάτι να κρύψω, αν υπάρχει ο χρόνος κάθομαι και τους δείχνω τα πάντα. Τους εκπλήσσει, ίσως δεν είναι συνηθισμένοι σε τόσο ανοιχτή συζήτηση για τα «μυστικά» κάθε μουσικού.

Πώς διαλέγεις αλήθεια τι ακριβώς τοποθετείς στο πιάνο σου σε κάθε λάιβ;

Έχω μια ρευστή ψυχή και γίνεται συχνά παράγοντας δυσκολίας. Γενικά, έχω την ανάγκη να μη βαριέμαι –και τις βαριέμαι τις «κανονικές» καταστάσεις. Ας πούμε, μου αρέσει να βουτάω ό,τι βρίσκω μπροστά μου και να φεύγω για ένα λάιβ, αλλά έρχομαι ύστερα σε δύσκολη θέση όταν ανακαλύπτω ότι λείπει κάτι βασικό. 

Όταν παίζω στο εξωτερικό, η λύση για μια τέτοια κατάσταση είναι μία: βγαίνεις να ψωνίσεις ό,τι σε ιντριγκάρει. Θυμάμαι ας πούμε στην Τουρκία, που βρήκα κάποιες μεταλλικές μπάλες μικρού μεγέθους. Ή μια άλλη συναυλία, στην οποία ο διοργανωτής έβαλε μέσα στο πιάνο μου μια κάμερα-ρομπότ, τη συνδύασε με προτζέκτορα και το κοινό μπορούσε να βλέπει απευθείας το τι γινόταν μέσα στο όργανο, καθώς έπαιζα.

Έχεις μπλέξει ποτέ ευρισκόμενος σε ξένη χώρα, λόγω των όσων έχεις ψωνίσει;

Την πρώτη μου φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκα στο τελωνείο με μια τσάντα γεμάτη μηχανικούς δονητές, σαν εκείνους περίπου που χρησιμοποιούμε στα κινητά τηλέφωνα, αλλά κάπως μεγαλύτερους. Ο υπάλληλος εκεί με κοίταξε καλά-καλά, με ρώτησε τι είναι όλα αυτά κι έπρεπε να δείτε το ύφος του όταν του εξήγησα ότι τα βάζω μέσα στο πιάνο! Δεν άκουγε τίποτα, πείστηκε μόνο όταν ένας συνάδελφός του με γκούγκλαρε και του έδειξε το σχετικό υλικό. Έπεσα μάλιστα στον ίδιο σε κάποια επόμενη επίσκεψη και με αναγνώρισε. «Α, ο πιανίστας!», μου είπε, «τι παλαβό κουβαλάς πάλι μαζί σου»;



04 Σεπτεμβρίου 2023

Leslie Clio - συνέντευξη (2013)


Τον Αύγουστο του 2013, το Dockville Festival που παρακολούθησα στο Αμβούργο, στο πλαίσιο του επαγγελματικού ταξιδιού που έκανα τότε στη Γερμανία, έδινε την ευκαιρία ορισμένων συνεντεύξεων με τους καλλιτέχνες τους οποίους φιλοξενούσε. 

Έτσι, αφού είδαμε μια μαχητική soul pop performance από τη γέννημα-θρέμμα του Αμβούργου τραγουδοποιό Leslie Clio, αποφασίσαμε να την αναζητήσουμε από κοινού με τον συνάδελφο που εκπροσωπούσε την Ουκρανία στο ταξίδι, τον Sergey Illin. Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Η Leslie Clio μας φάνηκε, τότε, ως μια σταρ εν τη γενέσει της, η οποία αποκτούσε ένα «καυτό» όνομα στην κεντρική Ευρώπη και θα μπορούσε, ίσως, να κάνει το μεγάλο πέρασμα στην αγορά της Βρετανίας. Μια δεκαετία μετά, ωστόσο, είναι φανερό πως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη: δικαίως ή αδίκως, πέσαμε έξω στις εκτιμήσεις μας με τον Sergey, με την τραγουδοποιό να παραμένει μεν ενεργή, μα να έχει χάσει την top-15 δυναμική που είχε στη Γερμανία όταν τη γνωρίσαμε, υποχωρώντας κάτω από το top-40 της νυν επικαιρότητας. Θα έχω να θυμάμαι, πάντως, ότι μου έδωσε τον καλύτερο ορισμό που έχω ακούσει για το τι είναι ποπ μουσική.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό, το οποίο παραχωρήθηκε για τις ανάγκες του δημοσιεύματος


Στο ντεμπούτο σου «Gladys» (2013), στέκεσαι μεταξύ κοριτσιού και γυναίκας. Ενώ οι στίχοι σου θίγουν θέματα που απασχολούν τα κορίτσια στο τέλος της εφηβείας (ή λίγο έπειτα), δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίον τραγουδάς, αλλά και η γενικότερη «αύρα» σου, αποπνέουν την ωριμότητα ενός διαφορετικού ηλικιακού σταδίου. Πώς το χειρίζεσαι αυτό το δίπολο σε μια ζωντανή εμφάνιση; 

Εξαρτάται πλήρως από τον χώρο όπου εμφανίζομαι, γιατί και τα δύο αποτελούν κομμάτι του ποια είμαι. Μια σημαντική διάκριση, ας πούμε, γίνεται μεταξύ των μεγάλων, υπαίθριων φεστιβάλ και των συναυλιών σε μικρά, κλειστά κλαμπ. 

Στην πρώτη περίπτωση, θα έχεις πιθανότατα να κάνεις και με ανθρώπους που δεν σε ξέρουν και θα κάτσουν να σε ακούσουν από περιέργεια. Πρέπει, επομένως, να τους κεντρίσεις την προσοχή και να τους πείσεις να μείνουν. Άρα δεν υπάρχει χώρος για πολλές-πολλές μελαγχολίες, ειδικά αν μιλάμε για καλοκαιρινή σεζόν, με τον ήλιο από πάνω να λάμπει! Βγάζω λοιπόν τα πιο συναισθηματικά μου ερωτικά τραγούδια από το σετ και βάζω στη θέση τους κάποιες διασκευές με πιο ανεβαστικό τέμπο. 

Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, έχεις να κάνεις με το πιο δικό σου κοινό, το οποίο θα έρθει συνειδητά να σε δει έχοντας ακούσει το υλικό σου: θα περιμένει, έτσι, να δει κι αυτό σου το πρόσωπο. 

Όταν πήγαινες σχολείο, ήσουν το ρομαντικό κορίτσι; Ή περισσότερο εκείνο που θα έβρισκες πιθανότατα μπλεγμένο σε καυγάδες;

Τίποτα από τα δύο! Ήμουν το αστείο κορίτσι, ο κλόουν της τάξης! (γελάει)

Μου κάνει εντύπωση που φοράς t-shirt της Céline Dion! Είσαι στ' αλήθεια φαν της;

Όχι! Εξακολουθώ όπως βλέπεις και παραμένω το αστείο κορίτσι –το φοράω ακριβώς επειδή ξέρω ότι θα δημιουργήσει ντόρο και απορίες!

Πάντως ασχολείσαι κι εσύ με την ποπ. Τι είναι ποπ για σένα; Πώς την έχεις στο μυαλό σου;

Ποπ είναι η μουσική η οποία έλκει όσους δεν ακούν ιδιαίτερα μουσική, όταν την πετυχαίνουν στο ράδιο. Είναι εύκολο να την ακούσεις, εύκολο να τραγουδήσεις κι εσύ κάποιον στίχο της, εύκολο να τη θυμάσαι. Κι έχει ταυτόχρονα πολλά πρόσωπα, δεν πρόκειται για κάτι το μονοδιάστατο. 

Υπάρχει κάποιο στιγμιότυπο της μέχρι τώρα πορείας σου, στο οποίο θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός ροκ εν ρολ; 

Τώρα θα φανεί η χαζή η απάντησή μου, αλλά θα έλεγα οι συναυλίες. Γιατί έχω πραγματικά ευχαριστηθεί κάθε μου συναυλία μέχρι σήμερα και καμία δεν ήταν ίδια με κάποια άλλη. Με αυτή την έννοια το λέω ροκ εν ρολ, του απρόβλεπτου: είναι απλά αδύνατον να κάνεις προβλέψεις για το πώς θα είναι τα πράγματα στο επόμενο μέρος το οποίο θα επισκεφθείς.  

Πρέπει να είσαι ικανοποιημένη από την απήχηση του «Gladys» στην πατρίδα σου, καθώς έξυσε το γερμανικό top-10. Ευελπιστείς και σε επιτυχία έξω από την αγορά της κεντρικής Ευρώπης;

Πολλά πράγματα στη μουσική, όπως και στη ζωή, εξαρτώνται ξέρεις από το τάιμινγκ... Το «Gladys» κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο και από τότε μέχρι τώρα τον Αύγουστο που μιλάμε βρίσκομαι συνεχώς σε κίνηση, δίνοντας συναυλίες στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ελβετία. Η περιοδεία μου τελειώνει τον Οκτώβριο. 

Όλα αυτά συνέβησαν σε διάστημα μερικών μόλις μηνών. Ασφαλώς και θέλω να μπορώ να παίζω και σε άλλα μέρη –με ενδιαφέρει λ.χ. η Σκανδιναβία, θα μου άρεσε να έρθω και στις δικές σας χώρες– αλλά για την ώρα θεωρώ πως όσα έχουν γίνει, είναι αρκετά. Ένα βήμα τη φορά. 

Δεν σχεδιάζεις λοιπόν να κατακτήσεις τον κόσμο;

Όχι! Είμαι ακριβώς το αντίθετο από ότι η Madonna στο ξεκίνημά της. Δεν είμαι η Madonna, όπως και να το κάνουμε: για να κάνεις κάτι τέτοιο εν έτει 2013, απαιτεί πολύ περισσότερα από όσα κάνουν εμένα να είμαι αυτή που είμαι. Ούτε Lady Gaga σκοπεύω να γίνω, έχουμε ήδη μία Lady Gaga. Ξαναρώτα με ίσως σε 5 χρόνια, δεν ξέρω. Πάντως για την ώρα νιώθω χαρούμενη με όσα συμβαίνουν, δεν υπάρχει κανένα πλάνο μεγάλης κλίμακας.

Ας υποθέσουμε, όμως, ότι γίνεσαι διεθνής ποπ σταρ, μια πραγματική ντίβα. Τι παλαβές επιθυμίες πιστεύεις ότι θα θες να εκπληρώσεις έχοντας ένα τέτοιο στάτους στα πράγματα; 

(γελάει) Μάλλον θα θέλω μια πισίνα. Α, και πόνι! Θα βάλω να γεμίζουν τα καμαρίνια μου με τέτοια μικρά ψεύτικα πόνι-παιχνίδια (μας δείχνει ένα που το έχει πρόχειρο στο τραπέζι) και θα λέω ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω αν δεν περιστοιχίζομαι από τουλάχιστον πέντε πόνι. 

Τι είναι αυτό με τα πόνι; Κάτι από την παιδική σου ηλικία;

Α, όχι, όχι! Έπαιζα στη Λειψία χθες και ήταν τα γενέθλιά μου. Δεν υπήρχε χρόνος να κάνουμε φοβερά πράγματα ή κάποιο σπέσιαλ πάρτυ, αλλά βολτάραμε στο πανηγύρι της πόλης, ανέβηκα στη ρόδα του λούνα παρκ κι έπαιξα κι εκείνο το παιχνίδι με τον γερανό, που «ψαρεύεις» δώρα. Εκεί κέρδισα αυτό το πόνι. 

Η μουσική σου διαθέτει έντονο soul αποτύπωμα, πράγμα που σε φέρνει στο ίδιο ας πούμε είδος με αστέρες σαν την Joss Stone (με την οποία έχεις περιοδεύσει), τη Duffy ή την Adele. Σε ανησυχεί η προοπτική να ακουστείς στο εξωτερικό ως ακόμα μία τραγουδίστρια στα δικά τους βήματα;

Μα αποφεύγεις ποτέ τις συγκρίσεις στη ζωή; Δεν τείνουμε να εξηγούμε το κάθε τι στη βάση του «μοιάζει με αυτό κι εκείνο»; Δεν με πειράζει, ίσα-ίσα, τέτοιες συγκρίσεις είναι κολακευτικές. Και κάθε καλλιτέχνης, τελικά, είναι πάντα λιγάκι διαφορετικός από τους άλλους, ακόμα κι αν καταπιάνεται με τα ίδια πράγματα. 

Σου αρέσει τόσο πολύ η soul μουσική; Ψάχνεις δηλαδή και ως ακροάτρια την παλιά δισκογραφία του είδους;

Ναι, μου αρέσει πολύ. Βρίσκω μάλιστα απόλυτα πετυχημένο το όνομά της, γιατί αυτό ακριβώς με συγκινεί κι εμένα στη συγκεκριμένη μουσική: πρέπει να την τραγουδήσεις με την ψυχή σου. Αλλιώς δεν λειτουργεί. Με ιντριγκάρει, επίσης, που η soul έχει τόση ιστορία. Είναι μεγαλύτερη από μένα σε ηλικία, κάτι που μου ασκεί γοητεία. Προσπαθώ να βάζω και στα δικά μου τραγούδια τον αντίκτυπο από όλα τα παραπάνω. 




18 Αυγούστου 2023

Fenster - συνέντευξη (2013)


Τη δεκαετία μου από ένα θαυμάσιο επαγγελματικό ταξίδι στο Βερολίνο αναπολώ αυτές τις μέρες (έχω αναφερθεί ξανά, σε τούτο το blog) και σήμερα, μάλιστα, το Facebook μου θύμισε και μια καταπληκτική φωτογραφία που τραβήξαμε όλη η ομάδα στο Γερμανικό Κοινοβούλιο –αν και λείπει ο Μπάρτεκ που μας τράβηξε, ο οποίος είναι και από τους λίγους που κρατάμε έτσι περισσότερη επαφή.

Σε εκείνο το πλαίσιο, λοιπόν, έκανα και μια συνέντευξη με το συγκρότημα Fenster, μια διεθνή indie pop μπάντα αποτελούμενη (τότε) από έναν Γερμανό, μια Αμερικανίδα, έναν Γάλλο κι έναν Έλληνα, η οποία έδρευε στο Βερολίνο. Εγώ, βέβαια, τους συνάντησα στο Αμβούργο, στα παρασκήνια του Dockville Festival 2013 –και μίλησα μόνο με τον Jonathan Jarzyna και την JJ Weihl, καθώς ο Έλληνας της παρέας (Tadklimp, κατά κόσμον Θωμάς Χούσος) απουσίαζε. Απολαυστική συζήτηση, από τις καλύτερες που έχω κάνει με μουσικούς του εναλλακτικού φάσματος.

Το κείμενο που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τους ιθύνοντες του ταξιδιού μου για τους σκοπούς της δημοσίευσης


Είστε δεν είστε 3 χρόνια μαζί ως μπάντα, όμως δείχνετε πολύ ενεργοί: βγάλατε δίσκο και δίνετε διαρκώς συναυλίες. Το κάνετε επειδή σας αρέσει; Ή έτσι πρέπει να κινείται στις μέρες μας ένα νέο συγκρότημα που θέλει να τα καταφέρει; 

Jonathan: Λίγο-πολύ και τα δύο... Νομίζω ότι η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει στις μέρες μας: πηγή εισοδήματος για μια μικρή μπάντα δεν είναι πλέον οι πωλήσεις από τους δίσκους, αλλά οι συναυλίες. Πρέπει λοιπόν να περιοδεύεις πολύ. Από όσο επίσης ξέρω, ούτε οι εταιρείες σου υπογράφουν συμβόλαιο αν πρώτα δεν έχουν δει κάποιο λάιβ σου. Ενώ παλιότερα ήταν αρκετό να βγάλεις ένα σπουδαίο άλμπουμ, ας θυμηθούμε για παράδειγμα τους Beatles, οι οποίοι σταμάτησαν τις συναυλίες από ένα σημείο και μετά. Από την άλλη, πάντως, μας αρέσει και πολύ να βρισκόμαστε σε τουρνέ!

JJ: Ναι, έχουμε περάσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δίνοντας συναυλίες. Στην αρχή, βέβαια, όλα ήταν καινούρια κι έπρεπε να οργανώσουμε έναν σωρό πράγματα, αλλά όσο περνάει ο καιρός βλέπεις να εξελίσσονται οι σχέσεις σου με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, υπάρχει ο αντίκτυπος των εμπειριών από όσα μέρη έπαιξες, όλα αυτά... Φυσικά, μια τουρνέ δεν έχει μόνο την καλή πλευρά της –πρόκειται για δουλειά. Ας πούμε, όμως, ότι είναι μια πολύ ευχάριστη δουλειά!

Τι άλλο καθορίζει στις μέρες μας την επιτυχία ενός συγκροτήματος στο ξεκίνημά του, εκτός από τις συναυλίες; Ίσως τα views στο YouTube;

Jonathan: Εκτός από τις συναυλίες, επιτυχία θεωρείται να παραχωρείς δικαιώματα τραγουδιών σε ταινίες ή σε διαφημιστικά. Είναι όμως περίεργες αυτές οι ισορροπίες. Είχαμε κι εμείς ορισμένες τέτοιες προσφορές, από διαφημιστικές εταιρείες, αλλά δεν προχωρήσαμε: όχι ότι δεν χρειαζόμασταν τα χρήματα, δεν λέω κάτι τέτοιο –πρέπει όμως να πειστούμε κι εμείς ότι ένα τραγούδι μας μπορεί να σχετιστεί κάπως με ένα προϊόν, ώστε να πούμε εντάξει. 

JJ: Αν μιλάμε δηλαδή για προϊόντα, θα το κάναμε για κάτι που θα μας φαινόταν κι εμάς κουλ και ταιριαστό. Ίσως και για μια τηλεοπτική σειρά που θα μας άρεσε. Ή για έναν καλό σκοπό. 

Πώς ξεκίνησαν οι Fenster; Ποιος ήξερε ποιον; 

Jonathan: Οι πρώτοι που γνωριστήκαμε ήμουν εγώ με την JJ. Υπήρξε ένα άμεσο «κλικ» μεταξύ μας, καθώς ανακαλύψαμε ότι είχαμε παρόμοιο γούστο στη μουσική. Σιγά-σιγά αρχίσαμε λοιπόν να παίζουμε μαζί, κυρίως στο σπίτι, αργότερα και σε μικρά μπαρ, όπου παρουσιάζαμε διασκευές και κερδίζαμε μεροκάματα. Όλα αυτά τα χρήματα πήγαν κατόπιν σε αγορά εξοπλισμού, στούντιο κ.ά. και ύστερα τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά, καθώς αρχίσαμε να γράφουμε δικά μας τραγούδια, βάζοντας πλώρη για τον πρώτο μας δίσκο. 

JJ: Και να φανταστείς, ο Jonathan γνώρισε τον Tadklimp τυχαία, στον δρόμο, ενώ έπαιζε μαζί με κάποιον άλλον φίλο! Στο Βερολίνο είναι συνηθισμένο κάτι τέτοιο, ειδικά το καλοκαίρι. Ο Tad καθόταν λοιπόν σε ένα μπαρ, άκουσε τον Jonathan να παίζει, του άρεσε κι άρχισαν να μιλάνε.

Α, αυτή είναι ωραία ιστορία!

JJ: Ναι, δεν είναι; (γέλια)

Jonathan: Είναι πραγματικά παράξενο, πάντως γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Και χάρηκα που πείσαμε τον Tadklimp να έρθει στο Βερολίνο να μας κάνει την παραγωγή στο Bones. Ήμασταν ενθουσιασμένοι με την προσέγγισή του στη μουσική και δεν θέλαμε κανέναν άλλον. Δεν είναι εδώ τώρα, δυστυχώς, για να στα πει ο ίδιος, πάντως έχει σπουδάσει σύνθεση στην Πάτρα κι έτσι ξέρει απίστευτα πράγματα. 

Κι έπειτα, πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα; Πήγατε στη Morr Music και τους δείξατε τη δουλειά σας ή σας βρήκαν εκείνοι; 

Jonathan: Εκείνοι μας βρήκαν. Αρχικά είχαμε γράψει 8 τραγούδια για το Bones –αργότερα προστέθηκαν άλλα 4. Το σχέδιό μας, τότε, ήταν να έχουμε κάτι να δείξουμε στους συναυλιακούς χώρους, ώστε να μπορούμε να κλείσουμε ορισμένα λάιβ. Εκείνο το καλοκαίρι παίξαμε λοιπόν όπου ήταν δυνατόν στο Βερολίνο: σε σπιτικά πάρτυ, σε μικρές γκαλερί, όπου μπορείς να φανταστείς. Και κάπου μας πέτυχαν οι άνθρωποι της Morr Music, τους αρέσαμε και μας προσέγγισαν. 

Είστε μια πραγματικά διεθνής μπάντα. Θα μπορούσαν άραγε να υπάρξουν οι Fenster σε λιγότερο παγκόσμιους καιρούς; 

JJ: Πιστεύω πως ναι, έχει να κάνει με το Βερολίνο, είναι ένα τόσο ξεχωριστό μέρος... Για παράδειγμα, ο Tad διάλεξε το Βερολίνο θέλοντας να κάνει μουσική κι εγώ μετακόμισα εκεί από τη Νέα Υόρκη για άλλους λόγους, κατέληξα όμως επίσης στη μουσική. 

Jonathan: Πολύ καλή ερώτηση... Εγώ θα έλεγα όχι. Γιατί ο κόσμος έχει αλλάξει δραστικά στα τελευταία 15-20 χρόνια και μάλλον εκφράζουμε κι εμείς μια όψη αυτής της παγκοσμιοποίησης, αυτής της εποχής που οι άνθρωποι μετακινούνται τόσο πολύ από τους ιδιαίτερους τόπους τους.  

Είστε ευχαριστημένοι από τη μέχρι στιγμής πορεία του Bones;

JJ: Δεν είχαμε προσδοκίες για το Bones, όταν το φτιάξαμε το μόνο που θέλαμε ήταν να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Και εκπλαγήκαμε όταν ήρθε η εταιρεία να μιλήσουμε και μας είπε ότι θέλει να το κυκλοφορήσει.

Jonathan: Ναι, έγιναν πολύ περισσότερα από όσα περιμέναμε –ο δίσκος, οι συναυλίες σε Γερμανία, μα και στο εξωτερικό... Νομίζω ότι χρειάστηκε κι εμείς να «μεγαλώσουμε» πολύ γρήγορα μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Μάλιστα, όπως έχει πλέον η μουσική βιομηχανία, το κάθε επόμενο βήμα σου πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Κάτι που εμπεριέχει βέβαια και αρκετό άγχος, το οποίο παλεύουμε με το να σκεφτόμαστε πόσα πολλά έχουν ήδη συμβεί.

Η συγκεκριμένη λογική, του ακόμα μεγαλύτερου επόμενου βήματος, είδαμε κατά την προηγούμενη ειδικά δεκαετία να καταστρέφει πολλά υποσχόμενα βρετανικά σχήματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να κάνουν έναν δεύτερο δίσκο αντάξιο του ντεμπούτο τους... 

JJ: Ναι, σε κάποιον βαθμό το αναλογιστήκαμε κι εμείς καθώς ηχογραφούσαμε το δεύτερο άλμπουμ μας και είδαμε πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα –όχι μόνο στο επίπεδο της μουσικής, αλλά και στη δική μας τη νοοτροπία. Στο Bones υπήρχε μια αφέλεια, μια αθωότητα καλύτερα. Πλέον υπάρχει και ο παράγοντας του τι μπορεί να περιμένει από σένα ένα κοινό. Είναι, όμως, κάτι το οποίο πρέπει να ζήσει και να ξεπεράσει κάθε μπάντα στο δικό μας στάδιο. Είναι καλό λοιπόν να ξέρεις πού βρίσκεσαι, τι έχει αλλάξει, προς τα πού σκοπεύεις να κινηθείς. 

Jonathan: Είναι επίσης και το γεγονός ότι το δεύτερο άλμπουμ το ηχογραφείς συνήθως ενώ ταυτόχρονα περιοδεύεις, κάτι που αλλάζει τις ψυχολογικές ισορροπίες μέσα σε ένα συγκρότημα: το κάθε μέλος βλέπει στην πράξη αν μπορεί να αντέξει την πίεση, ενώ παράλληλα φαίνεται και στην ομάδα αν πράγματι δένει και μπορεί να λειτουργήσει ως σύνολο.

JJ: Τότε γίνεται φανερό αν σου αρέσει όλο αυτό κι αν είσαι σε θέση να το κάνεις όχι μόνο ως ευχαρίστηση, μα και ως δουλειά. 

Jonathan: Στην αρχή μοιάζει σαν περιπέτεια και υπερισχύει ο ενθουσιασμός, μετά μπαίνουν στον λογαριασμό κι άλλα πράγματα... Εμείς, για παράδειγμα, καταλάβαμε τι σημαίνει ένταση στις 6 εβδομάδες που βρεθήκαμε στις Η.Π.Α. Άσχετα αν όλα πήγαν καλά. 

Πόσο διαφορετικό είναι να δίνεις συναυλίες στις Η.Π.Α., συγκριτικά με την Ευρώπη; 

Jonathan: Η Αμερική είναι σούπερ ανταγωνιστική. Μια περιοχή πολύ πιο δύσκολη, όπου υπάρχουν πάρα πολλές καλές μπάντες, οι οποίες έχουν περάσει αρκετές δοκιμασίες για να μπορέσουν να σταθούν εκεί όπου τις βρίσκεις

JJ: Πολιτιστικά, στην Ευρώπη υπάρχει μια διαφορετική λογική φιλοξενίας: σου εξασφαλίζουν μέρος να μείνεις, φαγητό και γύρω στα 45 λεπτά soundcheck. Στις Η.Π.Α. το περισσότερο που μπορείς να πάρεις είναι μια μπύρα κι ένα σακουλάκι πατατάκια και να σε αφήσουν να κοιμηθείς στη σκηνή όπου έπαιξες. Αλλά το κοινό είναι φανταστικό, συνδέεται πραγματικά με τη μουσική σου, υπάρχει αλληλεπίδραση. Σκοπεύουμε να ξαναπάμε στις Η.Π.Α. 

Σε ενδιαφέρει πολύ αυτή η αλληλεπίδραση, έτσι δεν είναι; Σε άκουσα πριν λίγο να απολογείσαι στο κοινό κατά τη διάρκεια του set σας, που δεν είχατε χρόνο να τους μιλήσετε περισσότερο....

JJ: Το βρίσκω απαίσιο να στέκεσαι εκεί πάνω και να μη λες κουβέντα. Αλλά είχαμε ένα ασφυκτικό πρόγραμμα να τηρήσουμε, δεν γινόταν διαφορετικά. 

Καταλαβαίνω τις κιθάρες και τα ντραμς, όμως πώς στο καλό κατασκευάζει κανείς ποπ τραγούδια χρησιμοποιώντας φτυάρια και χαλασμένα κυκλώματα; 

Jonathan: (γελάει) Υπήρχε βλέπεις εκείνο το κομμάτι, το "Gravediggers", οπότε κόλλησε πολύ να τοποθετηθεί στη σύνθεση ο ήχος από ένα φτυάρι! Τα χαλασμένα δε κυκλώματα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα ηχητικά, γιατί η δυσλειτουργία τους παράγει ήχους τους οποίους δεν θα μπορούσες να φτιάξεις στο στούντιο. Σε εμπνέουν λοιπόν να ακολουθήσεις μια διαδρομή έξω από τα συνηθισμένα, κατασκευάζοντας ένα τραγούδι. 

Αποδέχεστε την ταμπέλα «indie pop» για τη μουσική σας;

Jonathan: Δεν μου αρέσει, είναι όμως ΟΚ όσο γίνεται αντιληπτή ως κάτι που δεν ανήκει στο mainstream, μα συνεχίζει να έχει τη βάση του στη μελωδία. Δεν έχω άλλωστε να συνεισφέρω κάτι καλύτερο: όταν με ρωτάνε τι μουσική παίζουμε, συνήθως απαντώ «ένα περίεργο είδος ποπ».

JJ: Ή αποδομημένη ποπ. 

Δεν σας απασχολεί, όμως, ότι έτσι συγκαταλέγεστε σε μια τάση, η οποία ήδη υπερ-εκπροσωπείται από βρετανικά και αμερικάνικα γκρουπ;

Jonathan: Μας απασχολεί, αλλά ο κόσμος έχει την ανάγκη να βαφτίζει κάπως όσα ακούει. Εμείς φτιάχνουμε τη μουσική κι έχουμε την αντίληψή μας για εκείνη, όμως το πώς θα ονομαστεί εκεί έξω είναι μάλλον πέρα από τον έλεγχό μας –πέρα από τον έλεγχο ενός καλλιτέχνη γενικότερα. Περισσότερο με ενοχλεί να διαβάζω σε κριτικές ότι ακουγόμαστε σαν μπάντες με τις οποίες δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμία σχέση. 

Κάποιος λ.χ. έγραψε ότι οι Fenster είναι σαν τους Mumford & Sons, δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα... Η εταιρεία μας ήθελε να υπάρχουν παραπομπές σε γνωστά γκρουπ για το δελτίο τύπου του Bones, μπήκαν κάπου λοιπόν οι Mumford & Sons και κάποιος το έλαβε σαν δεδομένο. Δεν νομίζω όμως ότι έχουμε κοινή αντίληψη για τη μουσική, πέρα από το ότι είναι κι εκείνοι ένα αγόρι/ένα κορίτσι και διαθέτουν μια μινιμαλιστική προσέγγιση. 

Ποιους θα διαλέγατε λοιπόν ως συγγενείς καλλιτέχνες και κύριες επιρροές;

Jonathan: Οπωσδήποτε τα πρώτα άλμπουμ του Beck, κυρίως το One Foot In The Grave. Μου αρέσουν πολύ οι Grizzly Bear, επίσης.  

JJ: Κι επίσης, οι δουλειές του Lee Hazlewood με τη Nancy Sinatra! Ακούμε βασικά τόνους διαφορετικής μουσικής, π.χ. Aphex Twin, αλλά και Kendrick Lamar. Στον επόμενο δίσκο μας θα βρείτε και κάμποσες γαλλικές επιρροές, από εκείνα τα φτηνά 1970s soundtracks για ερωτικά φιλμ, με τα ονειρικά συνθεσάιζερ. 

Τι θα πρέπει επομένως να συγκρατήσουμε γι' αυτόν τον επόμενο δίσκο σας;

JJ: Θα έχει πολύ περισσότερα συνθεσάιζερ. 

Jonathan: Θα βγει τον Μάρτιο του 2014. 

JJ: Και, χτύπα ξύλο, θέλουμε να βγούμε ξανά σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία. Μακάρι να έρθουμε και στην Ελλάδα να παίξουμε. 



17 Αυγούστου 2023

Γιώργος Κουρουπός & Καμεράτα, Ορχήστρα των «Φίλων της Μουσικής»: Πυλάδης + Ιοκάστη - ανταπόκριση (2015)


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα αυτής της ιδιαίτερης παράστασης, που πήγα να παρακολουθήσω τον Ιούλιο του 2015 στο Κτήριο Δ' της Πειραιώς 260. 

Όπερες δωματίου και μια αναθεωρητική ματιά στην κατά Σοφοκλή αρχαία τραγωδία, όμως, συνδυάστηκαν επιτυχώς με δύο καταπληκτικές ερμηνεύτριες (Ειρήνη Καράγιαννη & Μυρτώ Παπαθανασίου), αλλά και με τη δράση ενός Αμερικανού σκηνοθέτη από άλλον πλανήτη (Jay Scheib), ο οποίος τοποθέτησε την όλη δράση μέσα στο... νερό! 

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα που έβαλε η Καμεράτα και δεν της το έκανε ευκολότερο η πολιτικο-οικονομική κατάσταση των τελευταίων ημερών, καθώς οι δύο παραστάσεις έγιναν τελικά μία (ακυρώθηκε, δηλαδή, εκείνη της 7ης Ιούλη), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια γεμάτη αίθουσα στο Κτήριο Δ΄της Πειραιώς 260. Το οποίο ελέγχεται πάντως ως επιλογή, κυρίως ως προς θέματα ακουστικής: ειδικά στην «Ιοκάστη», όπου η σαφήνεια του λεκτικού/ερμηνευτικού τομέα ανήκει στα προαπαιτούμενα, έχω την αίσθηση πως ο χώρος δεν βοήθησε σε κάθε περίπτωση, συσκοτίζοντας σημεία της πρόζας. 

Έφυγα αρκετά εντυπωσιασμένος από τη διπλή αυτή παρουσίαση του «Πυλάδη» και της «Ιοκάστης», την οποία βρήκα γενικώς εύστοχη ως  εγχείρημα: μπορεί τα δύο έργα του Γιώργου Κουρουπού να τα χωρίζει μια δεκαετία (1992 παίχτηκε ο «Πυλάδης» στο Μέγαρο Μουσικής, 2002 η «Ιοκάστη», σε Δελφούς και Βέροια), αλλά οι ομοιότητές τους είναι μεγάλες –περισσότερο είναι η οπτική που διαφοροποιείται. 

Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρος για το ποιος κέρδισε την παρτίδα του εν λόγω ενθουσιασμού. Ήταν το ατόφιο μουσικό έργο του Κουρουπού, πάνω στο λιμπρέτο του Γιώργου Χειμωνά (στην περίπτωση του «Πυλάδη») και στο κείμενο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου (στην περίπτωση της «Ιοκάστης»); Ήταν η εκτέλεση της Καμεράτα, σε διεύθυνση Γιώργου Πέτρου; Ήταν το cast; Ήταν η σκηνοθεσία του Jay Scheib, συνεπικουρούμενη από τα σκηνικά του Πάρι Μέξη και τα κοστούμια της Laine Rettmer; Μου πήρε δύο μέρες να αποφασίσω, αλλά τα εύσημα θα τα δώσω τελικά στους τελευταίους, με το cast να κατακτά το άτυπο αργυρό μετάλλιο. 

Ζητούμενο τόσο του «Πυλάδη», όσο και της «Ιοκάστης», είναι η αναθεωρητική ματιά στο δεδομένο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως το θέτει η «Ηλέκτρα» (στην πρώτη περίπτωση) και ο «Οιδίπους Τύραννος» (στη δεύτερη) –γι' αυτό άλλωστε εστιάζουμε και σε δύο δορυφορικές φιγούρες των έργων του Σοφοκλή, αντίστοιχα στον παιδαγωγό και σύντροφο του Ορέστη και στη μητέρα/ερωμένη του Οιδίποδα. Στο περιβάλλον λοιπόν μιας όπερας δωματίου, η μουσική αναλαμβάνει ρόλο οδηγού και οφείλει να αποδώσει ευδιάκριτα τούτη την αναζήτηση του διαφορετικού. 

Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κουρουπός το έχει πετύχει. Το ατόφιο μουσικό του έργο αναδείχθηκε επαρκές, διέθετε τις στιγμές του αν το αντιμετωπίσουμε ως θεατρικό soundtrack, έδωσε και τον απαιτούμενο «αέρα» στις κεντρικές ερμηνείες, μα δεν κόμισε τίποτα το ανατρεπτικό –κάτι ικανό να συμβαδίσει με την οπτική των κειμένων του Χειμωνά και της Ηλιοπούλου ή με τη ριζοσπαστική αισθητική του Scheib. Από κοντά, η ευθυτενής, αποτελεσματική Καμεράτα δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα όρια τα οποία έθετε η παρτιτούρα. Μέσα σε αυτά, εντούτοις, έπαιξε θαυμάσια, με τον Γιώργο Πέτρου να ανταποκρίνεται σε έναν ρόλο οπωσδήποτε απαιτητικό.


Όσο άκουγες, βέβαια, αναντίρρητα ευχαριστιόσουν. Δεν γινόταν όμως να μην παρατηρήσεις ότι το μυαλό ταξίδευε διαρκώς σε ρετρό αναφορές, άλλες πηγάζουσες από την ίδια τη φύση της μουσικής (η «Ιοκάστη» λ.χ. χρωστάει πάρα πολλά σε εκείνο το μιλητό/τραγουδιστικό στυλ που εξερευνήθηκε από τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης και τους ατονικούς δημιουργούς), άλλες πηγάζουσες απλά από την εκάστοτε ατμόσφαιρα –ανακάλεσα προσωπικά τον Bernard Herrmann στα σασπένς του «Πυλάδη» και τον Maurice Jarre σε σημεία της «Ιοκάστης». Δεν βρήκα δηλαδή κάτι το χτυπητά μοναδικό στο κουρούπειο έργο. Περισσότερο ευχαριστήθηκα μια δεξιοτεχνική διαπραγμάτευση αναφορών και τον τρόπο με τον οποίον σύμπλευσαν με τα επί σκηνής δρώμενα. 

Υπήρξε, ας πούμε, μια αξέχαστη κορύφωση στον «Πυλάδη», όταν η Ηλέκτρα έδωσε το μαχαίρι στον Ορέστη και σύριξε «Μπες μέσα! Σκότωσε τον Αίγισθο και σφάξε τη μητέρα σου» κι εκείνος κατέπεσε σαστισμένος μεταξύ κάποιου μυκηναϊκού χρέους τιμής και της προπατορικής ατίμωσης της μητροκτονίας, ενώ παράλληλα σίγησε σχεδόν το ελλειπτικό πιάνο του Θανάση Αποστολόπουλου και ο Δημήτρης Δεσύλλας στα κρουστά χτύπησε με πάταγο ένα ορθογώνιο έλασμα. Ή, στην «Ιοκάστη», ένας θαυμάσιος διάλογος κρουστών και πνευστών που αποτύπωνε την κορύφωση της απελπισίας της, ενώ ξανοιγόταν σε δρόμους οι οποίοι ίσως και να άνοιγαν δίαυλο επικοινωνίας προς τον John Zorn. Να ένα σημείο που μπορεί και να είχε προσφέρει περισσότερα, αν υπήρχε η διάθεση και η τόλμη να εξερευνηθεί.

Πάντως ο Κουρουπός πέτυχε διάνα στον χώρο τον οποίον άφησε στους βασικούς ερμηνευτές. Στον «Πυλάδη», έτσι, θαυμάσαμε τη mezzo σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη ως Ηλέκτρα, εκείνη που πιτσιρίκα είχε παίξει τον ίδιο ρόλο στην παράσταση του 1991, η οποία άφησε τη δική της εποχή χάρη στη σκηνοθεσία του Διονύση Φωτόπουλου και στα περίφημα βίντεο με τη Μελίνα Μερκούρη, που –στην τελευταία της παρουσία στο σανίδι– είχε παίξει την Κλυταιμνήστρα. Στα ξέφρενα όρια της εμμονής, ακροβατώντας στη γνήσια τρέλα, η Καράγιαννη απέδωσε έξοχα το ξέχειλο μίσος της Ηλέκτρας για την Κλυταιμνήστρα, το πατρονάρισμα του μάλλον άβουλου και απρόθυμου αδερφού της (που ακόμα και την τελευταία στιγμή αμφέβαλλε για τις «προσταγές των θεών»), μα κι εκείνον τον κάπως διαστροφικό πόθο που φάνηκε να ανθίζει πρόσκαιρα μέσα της για έναν Ορέστη τον οποίον είχε περάσει χρόνια εξιδανικεύοντας ως πρότυπο άνδρα, αδερφού, ταγού των παλιών εθίμων και προστάτη της υστεροφημίας των Ατρειδών: η σκηνή της παρηγοριάς του μέσα στη μπανιέρα είχε, στα μάτια μου τουλάχιστον, μια πολύ ενδιαφέρουσα σεξουαλική διάσταση.  


Ένα ανάλογο μπέρδεμα –μητέρα, βασίλισσα της ξακουστής Θήβας, ερωμένη– είχε μόλις αποκαλυφθεί στην Ιοκάστη, την οποία παρακολουθούμε κλεισμένη στα δώματά της, να ξεδιαλύνει στο μυαλό της τον μίτο των γεγονότων που την είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση που ορίζει το τραγικό. Εδώ η Μυρτώ Παπαθανασίου, ένα από τα λαμπρά νέα αστέρια του λυρικού τραγουδιού, μπόρεσε να υπερβεί τα εμπόδια της πρώτης Ιοκάστης –η οποία είχε βασιστεί σε μία ερμηνεύτρια και σε μία ηθοποιό– και να υπηρετήσει τη σύλληψη της παρτιτούρας του Κουρουπού: η σκηνική της δεινότητα αποδείχθηκε μεγάλη κι έτσι μπόρεσε να πλάσει μια επιβλητική, σαγηνευτική Ιοκάστη, αλλά και να υπηρετήσει στην εντέλεια την τραγουδιστική διάσταση του μιλητού λόγου: και εκμεταλλευόμενη τα περιθώρια που είχε αφήσει ο συνθέτης ως προς τα ύψη της φωνής, μα και αναδεικνύοντας τη μελωδία της πρόζας. Υπήρξε πραγματικά άριστη στην ακρίβειά της ως προς τον ρυθμό της εκφοράς, τον χειρισμό της αναπνοής και τη φωνητική στίξη. Να σημειώσουμε, πάντως, και τον βροντερό, παραστατικό Τάσο Αποστόλου στον ρόλο του Οιδίποδα.  


Αλλά περισσότερο από όλα, ήταν τελικά θέμα Jay Scheib. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης οραματίστηκε ένα σκηνικό νερού για τις δύο όπερες δωματίου του Κουρουπού. Και το εννοώ κυριολεκτικά: και τα δύο έργα διαδραματίστηκαν μέσα στο νερό. Η σχεδία με το φανάρι που πρόσφερε το εναρκτήριο πεδίο δράσης στην Ηλέκτρα, η οποία τα έβαζε με τον Απόλλωνα για την αδικία στο παλάτι των Ατρειδών, έγινε κατόπιν η βασιλική κλίνη της Ιοκάστης. Ο θρόνος όπου σφαγιάστηκε ο Αίγισθος, έπειτα, λειτούργησε σαν το σαλονάκι (ας πούμε) της βασίλισσας των Θηβών. Το παλάτι του Άργους που βάφτηκε από το αίμα της Κλυταιμνήστρας αναπαραστάθηκε ως καλύβα στην «όχθη» του όλου σκηνικού, ενώ υπήρχε και μια μπανιέρα στο αριστερό άκρο. Σύμβολο τόσο του λουτρού όπου είχε σφαγιαστεί ο Αγαμέμνων –είδαμε τον Ορέστη να καταφεύγει εκεί, κατακόκκινος από το αίμα της Κλυταιμνήστας για να βρει παρηγοριά– όσο και της αδιέξοδης επιθυμίας της Ιοκάστης για εξαγνισμό, που κατέληξε στην αυτοκτονία της μέσα στην ίδια μπανιέρα.  

Κι αν κάτι έλειπε για να δώσεις το απόλυτο άριστα στον Scheib, αν η αυστηρότητά σου είχε ακόμα ένα κάποιο κενό, στο κάλυψε κι αυτό. Αφενός μέσω του καταπληκτικού τρόπου με τον οποίον αποτύπωσε τον κατά Χειμωνά Πυλάδη: έναν βουβό ήρωα, που πρωταγωνιστεί χωρίς να πει κουβέντα, απλά στεκόμενος, παρατηρώντας την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, μαζεύοντας έπειτα το χάος των κοινών τους πράξεων. Κι αφετέρου μέσω της σημειολογίας, καθώς ένα ομοίωμα σφίγγας στεκόταν πάνω στην καλύβα/παλάτι, ήδη από την αρχή της παράστασης· με την πλάτη γυρισμένη, όσο βρισκόμασταν στο Άργος, ανφάς στη συνέχεια, προκειμένου να δηλώσει ότι τόπος μας ήταν πλέον η Θήβα.