27 Ιουλίου 2023

Earl Sweatshirt: Some Rap Songs [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018, στον συζητημένο σε επίπεδο Τύπου ράπερ Earl Sweatshirt και στον τότε δίσκο του «Some Rap Songs».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο


Σε μέρες που ο Drake βγάζει διπλό δίσκο 25 κομματιών και η Nicki Minaj χρειάζεται 70 λεπτά για να πείσει να την ανακηρύξουμε σε χιπ χοπ Κλεοπάτρα, ο Earl Sweatshirt αρκείται σε 24 λεπτά και 39 δεύτερα. Και όχι γιατί δεν έχει να πει. Ίσα-ίσα, έχει να πει πολλά. Γι' αυτό, ίσως, λέει λίγα. Παρά τη μικρή διάρκεια, όμως, η διαδρομή είναι κοπιαστική. Τα μονοπάτια του «Some Rap Songs» αποδεικνύονται δύσβατα και ανηφορικά και ο ράπερ από το Σικάγο δείχνει ενίοτε τόσο χαμένος, ώστε η επικοινωνία πνίγεται στα παράσιτα. 

Για τον 24χρονο καλλιτέχνη, θολώνουν εδώ τα όρια μεταξύ Earl Sweatshirt και Thebe Neruda Kgositsile. Όχι, δεν είναι παιχνίδι ρόλων. Ο Ιανουάριος του 2018 είχε οριστεί ως χρονικό πεδίο ενός κρίσιμου ραντεβού με τον ποιητή και ακτιβιστή Keorapetse Kgositsile. Πατέρας και γιος επρόκειτο λοιπόν να συναντηθούν. Και επρόκειτο να το κάνουν στη Νότια Αφρική, όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες· βάζοντας κάτω όσα τους είχαν αποξενώσει, ελπίζοντας ότι θα έβρισκαν εκείνα που τους ένωναν. Εντούτοις, ο πατέρας Kgositsile πέθανε ξαφνικά. Και οι εκκρεμότητες έμειναν αδυσώπητα μετέωρες, προξενώντας τόσο μεγάλο στρες, ώστε χρειάστηκε η ακύρωση ολόκληρης της ευρωπαϊκής Earl Sweatshirt περιοδείας. Απόφαση με κόστος για έναν ράπερ με καλές κριτικές, που χάνει όμως θεαματικά έδαφος στη Βρετανία, ενώ παραμένει άφαντος στην πάντα επιδραστική για τα χιπ χοπ πράγματα Γαλλία. 

Έτσι, σε αυτό το άλμπουμ βαραίνει περισσότερο η νοτιοαφρικανική καταγωγή από την αμερικάνικη ταυτότητα: η πραγματικότητα υπερνικά την περσόνα –και απλά δανείζεται τα «όπλα» της για να εκφράσει το οδοιπορικό ενός δημιουργού που καλείται νωρίς στη ζωή να διαβεί τον δικό του Ρουβίκωνα. Ο δίσκος κουβαλάει μέσα του το βάρος της κληρονομιάς και θα βάλει δύσκολα ακόμα και σε όσους έχουν θαυμάσει τον Earl Sweatshirt για το «Doris» (2013) ή το «I Don’t Like Shit, I Don’t Go Outside» (2015), ακριβώς επειδή έχει να κάνει με το ξεκαθάρισμα των όσων παίρνουμε και των όσων αφήνουμε από τους γονείς μας στην πορεία της ζωής. Με μια διεργασία δηλαδή η οποία δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε ουδέτερη, ούτε και ορθολογική. 

Κι όμως, είναι όλα τα παραπάνω που «φτιάχνουν» αυτόν τον δίσκο, που τον κάνουν γόνιμο ως καλλιτεχνικό έργο και του χαρίζουν μια περιπέτεια διακριτή στο χιπ χοπ σκηνικό των ημερών. Ο Earl Sweatshirt δεν έρχεται άλλωστε με κατασταλαγμένες απαντήσεις. Χαρτογραφεί, αντιθέτως, τη θύελλα της όλης διαδικασίας. Έτσι, τα τραγούδια συχνά μοιάζουν με στιγμιαίες πολαρόιντ: μόλις 1 λεπτό και 6 δεύτερα διαρκεί το "Cruel Summers", με βάση σε ψαγμένο afrobeat sample από τη Νιγηρία της δεκαετίας του 1970 ("Road Man (Mystic)", των Mighty Flames). Στα δε 1.34 του "Playing Possum" προλαβαίνει να σαμπλάρει τη μητέρα του Cheryl Harris, αλλά και τον πατέρα του να αφηγείται απόσπασμα από ποίημά του, σε ένα κολάζ που λες και αποπειράται να συγκολλήσει τον διαλυμένο γάμο των γονιών του. Τραγούδια-στιγμιότυπα. Μικρά μα γεμάτα, που λειτουργούν περισσότερο έτσι βαλμένα το ένα πίσω από το άλλο. Σαν χάντρες κομπολογιού. 

Όμως και ο ίδιος ο Earl Sweatshirt ακούγεται διαφορετικός. Οι ερμηνείες συχνά-πυκνά σκεπάζονται από τα «μισοκοιμισμένα» beats της παραγωγής, ενώ ακόμα και ηχοληπτικά δεν τοποθετείται πάντα σωστά έμπροσθεν του μικροφώνου: μοιάζει κουρασμένος, σχεδόν ξέπνοος ("Shattered Dreams", "The Mint"), να μη μπορεί να ολοκληρώσει τις ίδιες του τις προτάσεις: «Like we making food / Father’s face but I’m not afraid / My uncle Hugh», λέει στο "Peanut". Κι εκεί ακριβώς τελειώνει το κομμάτι. Σπασμένοι, αποσπασματικοί στίχοι, χωρίς πλήρη αλληλουχία, όπως ακριβώς περιδιαβαίνουν οι μνήμες στο κεφάλι μας και στην πραγματική ζωή. Είναι εντυπωσιακός αυτός ο άφιλτρος νατουραλισμός, αν και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να εμποδίσει ενστάσεις για το ημιτελές π.χ. διαφόρων κομματιών ή για το ότι μπορούσε να πέσει περισσότερη δουλειά εδώ κι εκεί, χωρίς να κινδυνέψει το συνολικώς ακατέργαστο στο οποίο προφανώς έχτισε ο δημιουργός. 

Το τι σήμαινε, αν σήμαινε, για το χιπ χοπ σκηνικό της δεκαετίας το Some Rap Songs, θα το αποφασίσουν οι επόμενοι. Είναι άλλωστε μια «παραφωνία» για τις σημερινές τάσεις, κατά έναν ανάλογο τρόπο που και οι Daughters στάθηκαν «παραφωνία» για τα rock πράγματα: ο Sweatshirt δεν έχει να κάνει ούτε με όσους συνομηλίκους γίνονται trap είδωλα, ούτε με τους κόσμιους ράπερ που ακούν τα λευκά μεσαία στρώματα (και ο Τύπος που διαβάζουν). 

Για την ώρα έχει αφήσει στο τραπέζι έναν δίσκο για τον οποίον αρκετοί βιάζονται να τους αρέσει, ίσως θέλοντας να τον σηκώσουν ως σημαία ενός διαφορετικού και ψαγμένου «μαύρου» γούστου, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να γίνουν opinion makers σε μια εποχή που τους χρειάζεται, μα δεν τους αγαπά πια. Στην πραγματικότητα, το Some Rap Songs προϋποθέτει μοναχικές, σε βάθος ακροάσεις για να το πιάσεις. Ακόμα και τότε, μάλιστα, δεν είναι σίγουρο ότι θα σου αρέσει. 



25 Ιουλίου 2023

Rhapsody Of Fire: Into The Legend [δισκοκριτική, 2016]


Τους Rhapsody Of Fire, που τέλος πάντων εγώ τους γνώρισα ως Rhapsody, τους σέβομαι απεριόριστα: από το πουθενά, έβγαλαν ένα από τα πιο αγαπημένα μου heavy metal άλμπουμ, σε μια εποχή μάλιστα που είχα κουραστεί από τον χώρο κι έφευγα σαν ακροατής σε πιο alternative rock κατευθύνσεις. Ο λόγος, φυσικά, για το «Legendary Tales» (1997), δίσκο που εκτός από λατρεμένος κρίνεται και σημαντικός, για αιτίες τις οποίες εξήγησα πρόσφατα σε ένα άρθρο για το Αθηνόραμα

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ό,τι έβγαλαν στη μακρά τους πορεία έκτοτε ήταν και άξιο λόγου. Άλλο θηρίο το «Legendary Tales», δυστυχώς, άλλο φρούτο το «Into The Legend» του 2016. 

Μια κριτική γι' αυτό δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Luigi Orrù και προέρχεται από το promo υλικό που είχε δοθεί τότε στον Τύπο 


Προς τον Μύθο καλπάζουν στο νέο τους άλμπουμ οι Rhapsody Of Fire από την Τεργέστη της γειτονικής Ιταλίας και σου έρχεται σχεδόν αυτόματα να την πεις την κακία, ρε γαμώτο –κάτι τύπου «α, όπως και στα προηγούμενα δέκα άλμπουμ, δηλαδή». Ίσως όμως να μην τους αξίζει κάτι τέτοιο. Γιατί, τελικά, εκείνες οι Θρυλικές Ιστορίες που διηγήθηκαν στο ντεμπούτο τους πριν σχεδόν 20 χρόνια (1997), έμειναν όντως θρυλικές. 

Πριν γεμίσει δηλαδή ο τόπος με μπάντες που προσπάθησαν να ξορκίσουν τα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού power metal βουτώντας στο συμφωνικό στοιχείο και στη μπαρόκ μεγαλοπρέπεια, οι Rhapsody Of Fire (σκέτοι Rhapsody, τότε) κατέθεσαν μια άποψη για αυτήν την κατεύθυνση που και σήμερα ακόμα ηχεί αξιοθαύμαστα καλοστημένη. Το Legendary Tales διατηρούσε το όποιο σόου χρειαζόταν η υπόθεση, ταυτόχρονα όμως επιδείκνυε μια στιβαρή και όχι επίπλαστη σχέση αφενός με τη βαριά παρακαταθήκη του λόγιου κεντροευρωπαϊσμού, αφετέρου με τον κόσμο της ηρωικής φαντασίας. Φρόντιζε επίσης να υπάρχουν και αδρές, κόκκινες γραμμές με τη Disney αισθητική των Nightwish –κάτι πολύ σημαντικό.

Σε εκείνα τα χρόνια κλωθογυρνάει ο νους ακούγοντας το Into The Legend και υπάρχει βέβαια ένα ζητηματάκι εδώ, γιατί αμφιβάλλω αν η αίσθηση «σαν να μην πέρασε μια μέρα» έκανε ποτέ καλό σε κάποιον άλλον, πέραν του Γιώργου Δημητριάδη. Από τη μία κουνάς λοιπόν το κεφάλι σου ικανοποιημένος και σκέφτεσαι καθώς ρουφάς τη μπύρα σου «για δες ρε παιδί μου τους Rhapsody». Και από την άλλη αναλογίζεσαι ότι κι αν δεν άκουσες κι όλους τους δίσκους τους από τότε, ε, δεν πειράζει –τα ίδια παίζουν: με μικρές ενορχηστρωτικές αλλαγές δώθε κείθε και με λιγότερη αίσθηση οικονομίας, μα τα ίδια, κατά τα λοιπά. Όλο το Into The Legend, δηλαδή, δεν κάνει άλλη δουλειά παρά να αναπαριστά τα πεπραγμένα των 4 πρώτων δίσκων. 

Βέβαια, αυτό ήθελε πάντα να κάνει ο (κιμπορντίστας) Alex Staropoli με ή χωρίς τον (κιθαρίστα) Luca Turilli, αυτό συνέχισε να κάνει και όταν έγινε big in Japan (και in Germany, κατόπιν), αυτό εξακολουθεί να ποιεί και τώρα που τον άφησε η εμπορική επιτυχία –μαζί με τον Turilli, ο οποίος από το 2011 περιφέρει τη δική του εκδοχή των Ραψωδών. Ένα σημαντικό θέμα, επομένως, είναι αν το κάνει καλά. Γιατί είχαμε λ.χ. και το πρόσφατο παράδειγμα του Dark Wings Of Steel (2013), ενός άλμπουμ που δεν περπάτησε.  

Οπωσδήποτε, ο Roberto De Micheli σε κάνει να ξεχνάς την απουσία του Turilli με την απόδοσή του, οι Rhapsody παραμένουν ικανότατοι μελωδοί και ο Fabio Leone –αυθεντικό λαρύγγι της μπάντας– παίζει έξυπνα και με επιδόσεις το παιχνίδι μεταξύ έπους και οδυρμού το οποίο χαρακτήρισε ένα σημαντικό κομμάτι του heavy metal, κυρίως εκείνου που σχηματοποιήθηκε υπό τα κελεύσματα των Rainbow επί των ημερών των αρχοντικών κορώνων του Ronnie James Dio. 

Παρά την ατόφια ενέργεια που εκλύεται, όμως, οι αστοχίες δεν βγαίνουν και λίγες στο μέτρημα: ξεφεύγουν συχνά τα περιττώς πομπώδη στοιχεία και κάτι φρενιασμένα, σαχλά Λατινικά, χαλώντας λ.χ. το "Winter's Rain", πετάγεται και η σοπράνο Manuela Kriscak στο "Valley Of Shadows" κουράζοντας ακόμα περισσότερο μια ήδη κουραστική σύνθεση, χάνεται το μέτρο στην ανυπόφορη 16-λεπτά-και-κάτι φλυαρία του "Kiss Of Life", ενώ το "Shining Star" καταλήγει αυτομάτως στον μεγάλο κάδο με τις μέταλ μπάλαντς που δεν χρειάστηκε ποτέ κανείς. 

Στην τελική σούμα, λοιπόν, δεν μένεις και με πολλά σε επίπεδο τραγουδιών. Όμως αυτά που παίρνεις, μάλλον σου αρκούν. Στιγμές δηλαδή σαν το ομώνυμο "Into The Legend", το κεραύνιο "Realms Of Light" και πάνω απ' όλα το υπερηχητικό "Distant Sky", αποτελούν αλάθητες επικλήσεις σε έναν παλαιομεταλλικό κώδικα τιμής, που για κάποιους εκεί έξω παραμένει βαρυκόκαλος: εκείνον που απαιτεί θαλερά τραγούδια για φανταστικούς χρόνους και τόπους, με βροντερά χορωδιακά ρεφρέν, τα οποία προσφέρονται για να τα τραγουδήσει σύσσωμη η μακρυμαλλούσα(;) κοινότητα στο μπαρ ή στη συναυλία. 

Η τελευταία έχει λοιπόν μερικούς σημαντικούς λόγους να την τιμήσει αυτή την κυκλοφορία· οι υπόλοιποι ωστόσο, μπορούν να προσπεράσουν. Οι Rhapsody Of Fire παραμένουν αξιοπρεπείς, μα δεν πρόκειται να ταρακουνήσουν τον κόσμο σας, αν δεν το έχουν ήδη κάνει. 



24 Ιουλίου 2023

Snoop Dogg: Neva Left [δισκοκριτική, 2017]


Ακόμα μία κριτική μου στον αγαπημένο, ακόμα και στην πιο παρακμιακή του περίοδο, Αμερικανό ράπερ Snoop Dogg. Αυτή τη φορά από το 2017, για το άλμπουμ του «Neva Left», το οποίο ήρθε 2 χρόνια μετά το «Bush».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο και ανήκει στον Kenneth Cappello


Σε τρώει να του σχολιάσεις του Snoop Dogg ότι, στην πραγματικότητα, πάνε πια κάμποσα χρόνια από όταν έφυγε. Άρα δεν θα το σώσει με ένα άλμπουμ που φωνάζει «Δυτική Ακτή» κι επιστρατεύει το παλιό gangsta στυλ της δεκαετίας του 1990, εν μέσω μιας χιπ χοπ εποχής που ανήκει πλέον σε φιγούρες με αισθητά διαφορετικό προφίλ. 

Έλα όμως που δεν είναι έτσι.

Μπορείς άλλωστε να το υποψιαστείς πριν καν ακούσεις το Neva Left, βλέποντας πόσο πρόθυμα έρχονται κάποιες από τις φιγούρες που λέγαμε για έναν φόρο τιμής στον θείο Snoop: νάτος διακριτικά ο Kendrick Lamar στο "Still Here", νάσου ο «πολύς» Wiz Khalifa στο "420 (Blaze Up)", ιδού και ολάκεροι BADBADNOTGOOD παρέα με Kayatranada στο "Lavender (Nightfall remix)". 

Βλέπετε, το θέμα με τον Snoop Dogg είναι ότι δεν μπαίνει καν στον κόπο. Δεν απαξιοί μορφάζοντας ελιτίστικα, μα δεν διακατέχεται και από κάποιο άγχος να μοιάσει στους ράπερς του 21ου αιώνα ή να αποτυπωθεί ως αιώνιος Doggfather. Είναι 45 ετών και τα έχει προφανώς βρει με τον χρόνο, ώστε ούτε το τζόβενο να παριστάνει, ούτε με ιστορίες από το «χρυσό» παρελθόν να μας πρήζει (και αυτός κι αν έχει ιστορίες). 

Έτσι, βάζει απλά ξανά σε κίνηση μερικά πράγματα που του αρέσουν και με τα οποία αισθάνεται άνετα, αφήνοντας τις όποιες σύγχρονες πινελιές στους καλεσμένους του. Στο "Trash Bags", για παράδειγμα –μια παραγωγή του Musik MajorX– ή στη συνεργασία με τους BADBADNOTGOOD, ο Snoop είναι απλά ο εαυτός του, όσο εκείνοι δοκιμάζουν τα κόλπα της δικής τους γενιάς. Και όλα δουλεύουν ρολόι. 

Το Neva Left είναι βέβαια ένα άλμπουμ μεγάλο σε διάρκεια (υπερβαίνει τη 1 ώρα) και δεν μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο σε κάθε περίπτωση. Όμως, για όσες φορές χασμουρηθείς (και στο "Big Mouth" θα χασμουρηθείς πολύ), θα βρεις κι άλλες τόσες όπου ακούς ευχάριστα αυτή τη γνώριμα «καπνιστή» φωνή να ραπάρει με έναν τρόπο αμίμητο στα χιπ χοπ χρονικά –λες και ο Gil Scott Heron μετενσαρκώθηκε σε τσογλάνι του Long Beach. Είναι ένας άσσος στο μανίκι του Snoop Dogg που μάλλον δεν θα πάψει ποτέ να λειτουργεί, άσχετα με το πόσο καλό, κακό ή μέτριο προκύπτει το εκάστοτε δισκογραφικό υλικό. Κι εδώ υπάρχουν κομμάτια σαν το "Go On" ή τα "Promise You This", "Love Around The World" (με τις gospel αναφορές) και "Mount Kushmore" (όπου μαζεύεται και η παλιοπαρέα Method Man, B-Real & Redman), τα οποία προσφέρουν στο εν λόγω στυλ πεδίο δόξης λαμπρό. 

Από την άλλη, ας μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Snoop έπαθε μετάλλαξη προσωπικότητας. Και ευτυχώς δηλαδή. Ναι, μπορεί να μας τραγουδάει πλέον (στο "Go On") για το πώς κάνει ποδηλατοδρομίες με το εγγόνι του στο πάρκο –και να το κάνει να ακούγεται το πιο cool πράγμα στον κόσμο– μπορεί στο "420 (Blaze Up)" να είναι ο παλιοσχολίτης που πλέον κηρύττει τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας αντί να χάνεται κάτω από λευκά βουναλάκια παράνομης κοκαΐνης, αλλά στο "Toss It" αποτυπώνεται ξεδιάντροπα ως ο μπάρμπας που ξεδιπλώνει τα κόλπα της ασημένιας αλεπούς στην πιτσιρίκα που «πήγαινε σχολείο με τον μικρό του γιο».

Οι εμπορικές επιδόσεις του Neva Left δεν ήταν καλές, πάντως ο Snoop Dogg το έκανε το καθήκον του και ήδη ετοιμάζεται για την επόμενη περιπέτεια: το νέο του άλμπουμ Make America Crip Again θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Χωρίς αξιώσεις να ανήκει στη χιπ χοπ πρωτοπορία των καιρών μας, της θυμίζει με στυλ ότι δεν πρέπει να λησμονεί να είναι (και) διασκεδαστική, μέσα στα όσα σοβαρά έχει να εκφράσει στην Αμερική των αναζωπυρωμένων ρατσιστικών διακρίσεων. 



20 Ιουλίου 2023

Snoop Dogg: Bush [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από το 2015 στο άλμπουμ «Bush» του αγαπημένου, ακόμα και στα πιο παρακμιακά του χρόνια, Αμερικανού ράπερ. Εδώ, μάλιστα, έβγαλε και παραλίγο χιτάκι: το φανκάτο "Peaches N Cream", σε συνεργασία με τον Charlie Wilson, το οποίο φλέρταρε με τα 100 πρώτα των Η.Π.Α., μα ξέμεινε τελικά στο #116. Στη Βρετανία τα πήγε κάπως καλύτερα (#58), αναλόγως και στη Γαλλία (#57).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο


(ήχος δόνησης στο κινητό)

- Αρχηγέ, τι κάνεις; Χαθήκαμε λίγο τελευταία, ε; 

- Πού είσαι εξαφανισμένος dude; Όλα καλά;

- Έλειπα από το Long Beach το τελευταίο διάστημα, δουλειές, καταλαβαίνεις... Έχασα κάτι καλό;

- Έκανε πάρτυ ο Snoop, στην έπαυλη. Δεν άκουσες τίποτα, ε; 

- Όχι! Γαμώτο! Ήταν καλά;

- Ήταν λίγο περίεργα... Είχε Pharrell Williams και Chad Hugo στο γενικό πρόσταγμα και ήρθε βέβαια κόσμος και κοσμάκης: Charlie Wilson πρώτος και καλύτερος, ο «πολύς» Kendrick Lamar παρέα με τον Rick Ross, αλλά και ο Stevie Wonder, χαμογελαστός, πιασμένος μπράτσο-μπράτσο με τη Gwen Stefani. Ξέρεις, No Doubt, "Don't Speak". Την άκουσα να λέει, μάλιστα, πως ετοιμάζει κάτι καινούριο, δεν ξέρω όμως αν θα 'ναι και ο Snoop ανακατωμένος σ' αυτό.

- Μια χαρά ακούγεται, τι περίεργο συνέβη; 

- Ίσως σου κάνει εντύπωση, αλλά η φάση ήταν αρκετά old school... Ασφαλώς και είχε glory. Δεν είχε όμως glamour. Και το gold ήξερες βέβαια ότι είναι εκεί με το κιλό, αλλά δεν το έβλεπες. Ούτε τις σούπερ ύπερ γκόμενες έβλεπες να παρελαύνουν στην πισίνα με «καυτά» μπικίνι, ούτε σειόταν ο κήπος από τα μπιτάκια του David Guetta. Λικνιστικοί μεν οι ρυθμοί που έβγαιναν από τα decks του Pharrell, όμως είχαν εκείνο το εβδομηντάρικο Parliament & Funkadelic πνεύμα. Και περισσότερο ερωτιάρικο R'n'B άκουγες, αν μιλήσουμε για μοντέρνες πινελιές, παρά το μαζικό West Coast χιπ χοπ που έχεις συσχετίσει με τον Snoop.  

- Τι τον έπιασε; Καλά είναι ο Snoop;

- Μια χαρά είναι, παλικάρι από τα λίγα, όπως τον ξέρεις! Εκεί μεταξύ πορνοδιαστροφής και slumdog millionaire, ως συνήθως, αλλά χαλαρός, κεφάτος, με διαθέσεις νοσταλγικές. Δεν ξέρω, τον έχει επηρεάσει κι αυτό το Ρασταφάρι, πώς διάολο το λένε, που κόλλησε σε εκείνο το ταξίδι στην Τζαμάικα. Ευτυχώς δεν άρχισε να παίζει reggae πάλι, θυμάσαι τι τραβήξαμε με εκείνο το Reincarnated πριν 2 χρόνια... 

- Καλά, και δεν έπαιξε τίποτα με γκόμενες θες να πεις;

- Όχι, νταξ, μη νομίσεις ότι μείναμε και ρέστοι: είχε και τα "Peaches N Cream" της η κατάσταση, ξέρεις τι εννοώ... Αλλά ο Snoop σαν να τα βαριόταν λίγο, πιο πολύ τον ενδιέφερε δηλαδή να ρωτάει τον Stevie Wonder για τη Μυστική Ζωή των Φυτών –άσε που του εξιστορούσε και πόσο τον λάτρευε τότε που έπαιζε πιάνο για τους Βαπτιστές της Golgotha Trinity, πριν αρχίσουν τα μπλεξίματα με τον νόμο! Μπορείς να το φανταστείς; Σε κάποια φάση έσκασε μύτη και ο T.I. με κάτι γουστόζικα "Edibles", ο Snoop βρέθηκε μετά για λίγο στην πίστα για μια σέξι στιγμή με τη Gwen ("Run Away"), αλλά την παράσταση τους την έκλεψε τελικά ο Kendrick με τις πιρουέτες του. "I'm Ya Dogg" ρε συ Snoop, του είπε όταν τον είδε ψιλοπικαρισμένο. Κι έφυγαν αγκαλιασμένοι προς τον μπουφέ, χασκογελώντας, με τον Lamar να του λέει «ήμουν μόλις 5 χρονών όταν έβγαλες εκείνο το κλιπ με τα σκυλιά, το "What's My Name" με τον Δόκτορα τον Dre δεν ήταν;».

- Ρε συ, γιατί μου ακούγεται ψιλομούφα;

- Νταξ, δεν έγινε εκείνος ο χαμός που ξέρεις, πράγματι... Ήταν λίγο πιο «ποιοτική» η φάση, αν με πιάνεις. Αλλά και πάλι μια χαρά τα περάσαμε στου Snoop. Σαρανταρίσαμε άλλωστε κι εμείς, μαλάκα μου, ίσως δεν είμαστε όλη την ώρα για τρέλες και υπερβολές... Ναι, εννοείται θα σου πω να έρθεις στο επόμενο πάρτυ, αρκεί να είσαι στο Long Beach δικέ μου. Τα λέμε σύντομα, bye. 



19 Ιουλίου 2023

Goblin - ανταπόκριση (2017)


Καλοκαίρι και συναυλίες σε κλειστούς χώρους είναι συνήθως κάτι που δεν σε προδιαθέτει θετικά. Αλλά όταν έρχονται οι Goblin στην πόλη, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θα πας να τους δεις –κι ας είναι Ιούνης (του 2017), στο «Κύτταρο».

Και δεν το μετάνιωσα. Οι Ιταλοί που μάθαμε ευρέως από το soundtrack της ταινίας «Suspiria» του Dario Argento (1977) βρήκαν ένα γεμάτο club κι έδωσαν μια ωραία συναυλία.

Τα της βραδιάς καταγράφηκαν, τότε, σε μια ανταπόκριση για το Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Δημήτρη Καπάνταη


Μιάμιση ώρα (και κάτι) έμειναν στη σκηνή του «Κυττάρου» οι Goblin, παίζοντας χωρίς support. Σε άλλες περιστάσεις μπορεί να φαινόταν λίγο, όμως στη δική τους περίπτωση ήταν τόσο πυκνή η συναυλιακή εμπειρία, τόσο συμπαγής και απαλλαγμένη από ό,τι το περιττό, ώστε αισθανόσουν χορτασμένος όταν έληξε το encore και υποκλίθηκαν στο κοινό, εν μέσω βροχής χειροκροτημάτων.

Καταχειροκροτήθηκαν λοιπόν οι Ιταλοί στον πρώτο τους αυτόν ερχομό στην Ελλάδα, στον οποίον βρήκαν απέναντί τους ένα γεμάτο κι ενθουσιώδες Κύτταρο, που τους αποθέωσε πολλάκις και κατά τη διάρκεια της βραδιάς, όχι μόνο στο φινάλε. Επρόκειτο για κόσμο με ανεβασμένο ηλικιακό όρο, μα με αρκετό εύρος στα γούστα, αφού ανάμεσά τους έβρισκες πάλιουρες προγκρεσιβοροκάδες, αλλά και άτομα με μπλουζάκια Rush, ακόμα και μεταλλάδες με μη αναμενόμενα t-shirts (τύπου Saxon και Cirith Ungol). 

Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ανθρώπους καλά διαβασμένους, οι οποίοι γνώριζαν τις συνθέσεις και έδωσαν το παρών για τη μουσική και την ευκαιρία να αντικρίσουν από κοντά τις ιστορικές μορφές του Massimo Morante (κιθάρα) και του Fabio Pignatelli (μπάσο), που παίζουν μαζί από το 1972/1973, όταν οι Goblin ακόμα λέγονταν Oliver και κινούνταν σε τροχιά γύρω από τους Yes. Μαζί τους, όμως, ήταν και ο καταπληκτικός ντράμερ Agostino Merangolo με τον «μάγο» των πλήκτρων Maurizio Guarini, κάτι που σήμαινε ότι επί σκηνής βλέπαμε τα 4/5 της σύνθεσης που πρωτοσυστήθηκε ως Goblin το 1975 –τους συμπλήρωνε ένας ακόμα κιμπορντίστας, ο Μαλτέζος Aidan Zammit, ο οποίος ανέλαβε και τα χρέη της κυρίως επικοινωνίας με το κοινό, μάλλον γιατί μιλούσε τα (σχετικώς) καλύτερα αγγλικά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. 

Τα της συναυλίας, τώρα, φάνηκαν με το καλημέρα, όταν οι Goblin πραγματοποίησαν εντυπωσιακό μπάσιμο με το "Magic Thriller", μία από τις καλύτερες δηλαδή συνθέσεις της ύστερης ιστορίας τους (από το Back To The Goblin του 2005). Με σύμμαχο τον θαυμάσιο ήχο, η ζηλευτή τους βιρτουοζιτέ έδειξε άμεσα πόσο γήινη μπορούσε να παραμένει: ενώ σε εντυπωσίαζαν δηλαδή οι καλπασμοί του μπάσου, οι «στριγκλιές» των synths και οι μεγαλεπήβολοι, ανατολίτικου τύπου ρυθμοί, η μπάντα ουδέποτε αναλώθηκε σε περικοκλάδες τεχνικής δεξιότητας, μένοντας απολύτως εστιασμένη στα θέματα και στις μελωδικές της ιδέες. 

Ήταν μια εικόνα που θα παρέμενε σταθερή μέχρι το τέλος της συναυλίας. Μιας συναυλίας που δεν περίμενε το βασικό θέμα από το «Suspiria» του Dario Argento για να κορυφωθεί, μα έφτασε εκεί φυσιολογικά, κάνοντάς το να δείχνει ως κερασάκι σε μια νόστιμη τούρτα. Ενδιάμεσα, άλλωστε, οι Goblin μας εντυπωσίασαν κάμποσες φορές, κερδίζοντας αφειδώς χειροκροτήματα και ιαχές, πότε με τις έξυπνες γέφυρες που έστηναν οι συνθέσεις τους μεταξύ progressive rock και Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, πότε με τους ατόφια διαστημικούς απόηχους των πλήκτρων τους (π.χ. στο "Goblin" ή στο "Tenebre"). Και, βέβαια, με την αρτιότητα με την οποία απέδωσαν στιγμές γνωστές από την καριέρα τους στον χώρο των soundtracks σαν το "Profondo Rosso" και το "Zombie", συχνά με σκηνές από τα αντίστοιχα φιλμ να αχνοπροβάλλονται στον τοίχο πίσω από τον Agostino Merangolo.

Ακόμα λοιπόν κι αν θελήσεις να φανείς αυστηρός, σχολιάζοντας λ.χ. το οπωσδήποτε επιβλητικό μα αχρείαστο (πέρα από το να προσφέρει ανάσες στους υπόλοιπους) drum solo του Merangolo –το οποίο θύμισε κάτι από παρωχημένη hard rock συναυλία– η αλήθεια είναι πως οι Goblin αποτυπώθηκαν λίαν επιβλητικοί, έως και άψογοι, σε αυτόν τον πρώτο τους ερχομό στην Ελλάδα. Επιβεβαιώνοντας, έτσι, στο ακέραιο όσους τους έχουν δει τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, μιλώντας με τα καλύτερα λόγια. Δεν ξέρω αν θα τύχει να ξανάρθουν από τα μέρη μας. Πάντως, αν το πράξουν, ίσως να χρειαστεί μεγαλύτερος χώρος την επόμενη φορά, με βάση όσα (πιστεύω ότι) θα μεταφερθούν στόμα με στόμα για τη συγκεκριμένη βραδιά.