14 Ιουλίου 2023

Release Athens Festival 2016/μέρα 2 - ανταπόκριση (2016)


Εκείνες τις μέρες δεν τα συνήθιζα αυτά, να πάω δηλαδή σε ένα φεστιβάλ μουσικής και να γράψω για μια ολόκληρη συναυλιακή ημέρα. Και δεν τα συνηθίζαμε και γενικά, αφού η νόρμα που είχε επικρατήσει ήταν υπέρ ανταποκρίσεων υπογεγραμμένων από 2-3 συντάκτες. Ώστε να μοιράζονται και οι ώρες, αλλά και οι διαθέσιμες προσκλήσεις, που πάντα είχαν τη σημασία τους για όσους στελέχωσαν τον εγχώριο μουσικό Τύπο.

Τώρα, πια, το κάνω. Και παρά τα χρονάκια που έχω πλέον και τη διαφορετική πρωινή δουλειά (η οποία προβλέπει ξυπνητήρι στις 7παρά), το καταφέρνω –για πόσο ακόμα, θα δείξει. Το έχω κάνει επανειλημμένα για το Release Athens, δηλαδή, ως ανταποκριτής για το Αθηνόραμα. Αλλά τον Ιούνιο του 2016, όταν πήγα στην Πλατεία Νερού για τη 2η μέρα του ίδιου φεστιβάλ, το βρήκα βουνό. Έφταιγε ίσως και το πρόγραμμα, που δεν ήταν της αρεσκείας μου; Πάντως έχω να το λέω από τότε, για τον Parov Stelar. Μερικά πράγματα, αν θέλουμε να είμαστε σωστοί μουσικόφιλοι και ακόμα σωστότεροι επαγγελματίες κριτικοί, υπερβαίνουν τα γούστα. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, καλό είναι να μην λαμβάνει δημόσιο βήμα. Όσο αυστηρό κι αν ακούγεται αυτό. 

Τέλος πάντων, μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Καλά να είμαστε, φίλοι μου, να δώσουμε το παρών και σε μελλοντικά Release Athens. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη φεστιβαλική ημέρα και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Λίγες φορές έχω χαρεί διοργάνωση τόσο μεγάλης κλίμακας στην Ελλάδα, κάτι που απαιτεί πολλή –και σκληρή– δουλειά, στην οποία αξίζει να πούμε ένα «μπράβο». Τα ωράρια των εμφανίσεων τηρήθηκαν (σημαντικότατο, μιας και καθημερινή σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του κόσμου ήταν ξύπνιο από νωρίς το πρωί), στις μπύρες και στις χημικές τουαλέτες δεν υπήρχαν ουρές (γιατί έχουμε ζήσει διάφορα στο παρελθόν, που τα γνωρίζει μόνο η εξοχή της Μαλακάσας) και ο ήχος ήταν τζάμι: δυνατός, μα όχι εκκωφαντικός, ακουγόταν περίφημα όπου κι αν βρισκόσουν, όσο μακριά από τη σκηνή κι αν ήσουν. Μόνο παράπονο, ο καφές. Έναν κρύο φραπέ ψάχνεις ρε παιδιά όταν φτάνεις μες το μεσημέρι σε ένα φεστιβάλ, ούτε τις μπύρες θα αρχίσεις από τις 17.00, ούτε με αναψυκτικό θα τη βγάλεις. 

Τη 2η μέρα του Release Athens 2016 άνοιξαν οι GAD., κάτω από ήλιο που τσουρούφλαγε και μπροστά σε ελάχιστους, οι οποίοι ακροβολίστηκαν όπου υπήρχε ίσκιος, με λίγους θαρραλέους να βάζουν αντιηλιακό και να στήνουν κερκίδα. Το εγχώριο συγκρότημα εμφανίστηκε χωρίς τον κανονικό του μπασίστα Μιχάλη Σεμερτζόγλου (τον αντικατέστησε ένας πιτσιρικάς, επάξια) κι επέδειξε θαυμαστό επαγγελματισμό, παίζοντας σφιχτά και με νεύρο, χωρίς να φανεί αποκαρδιωμένο για την προσέλευση –το σημειώνω, διότι κατά καιρούς έχουν γεμίσει μόνοι τους συναυλιακούς χώρους με σημαντικό μέγεθος. 


Παρά τις προσπάθειές τους, ωστόσο, η εναλλακτικών καταβολών ποπ/ροκ πρότασή τους μάλλον έπεσε στο κενό, καθώς ήχησε παράταιρη με την ώρα, τη ζέστη και την ανάγκη των λιγοστών παρευρισκομένων να ανιχνεύσουν την Πλατεία Νερού και να πουν καμιά κουβέντα. 

Επόμενος στη σειρά ο RSN (κατά κόσμον Άρης Αζιλαζιάν), ο οποίος παρατάχθηκε επί σκηνής με τη συνοδευτική του μπάντα, για ένα set που έδωσε έμφαση στην περσινή του κυκλοφορία, «Analog Memories». Η δική του περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί η αντίστροφη των GAD.: το ανακάτεμα αυτό μεταξύ χιπ χοπ και soul, με τις trip hop αναφορές και τις 1990s καταβολές, ταίριαζε περισσότερο σαν άκουσμα με την περίσταση, ενώ υποστηρίχτηκε και σωστά σαν ζωντανό θέαμα από την κιθάρα του Διονύση Μόρφη και τα πλήκτρα του Δημήτρη Δερμάνη. 


Ωστόσο το υλικό μάλλον πέρασε και δεν ακούμπησε, ενώ η Thaliah στην εμπροσθοφυλακή μπορεί να εντυπωσίασε αρχικά ως φωνή, μα γρήγορα έδειξε ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μέχρις ότου μπορέσει να σταθεί και ως ερμηνεύτρια. Οι μόνες ενδιαφέρουσες στιγμές προήλθαν έτσι από τη συμμετοχή του BnC, ενός ράπερ ικανότατου τόσο σε flow, όσο και σε χροιά, ο οποίος ανέβαζε πίστα το live όποτε έπαιρνε το μικρόφωνο, σώζοντάς το από την τίμια μετριότητα. 

Κάποια στιγμή, τώρα, θα άξιζε να κάτσουμε κάτω δημοσιογράφοι, διοργανωτές και μουσικοί για να συζητήσουμε –με ανοιχτά χαρτιά– το θέμα «καλοκαιρινά φεστιβάλ». Είμαι διατεθειμένος να δεχτώ, με πλήρη ρεαλισμό, ότι ένας εγχώριος καλλιτέχνης ίσως ωφελείται από το μεγάλο promo που γίνεται για ένα τέτοιο event (οπότε δεν ενδιαφέρεται για την προσέλευση υπό ντάλα ήλιο) ή ότι η διοργάνωση κερδίζει σε credit, παρουσιάζοντας μια ημέρα με όγκο και λίγο ντόπιο χρώμα. Υπάρχει και το θέαμα, όμως, που είναι μονίμως αποκαρδιωτικό και ρουτινιάρικα αναπαράγεται ως τέτοιο σε κάθε σχεδόν ανταπόκριση στον Τύπο. Ο Έλληνας, τέλος πάντων, αρνείται να ακολουθήσει τη φόρμα μιας φεστιβαλικής κουλτούρας που έχει υιοθετηθεί με βάση τη Δυτική εμπειρία. Και δεν πρόκειται να αλλάξει συνήθειες. Υπάρχει λοιπόν όντως νόημα να επιμένουμε σε αυτήν; 

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Chinese Man, πάντως, άρχισε να φτάνει αισθητά περισσότερος κόσμος στην Πλατεία Νερού, ενώ πολλοί σηκώθηκαν πρόθυμα από τους ίσκιους όταν εμφανίστηκαν οι Γάλλοι, δημιουργώντας ένα μικρό πλήθος έμπροσθεν της σκηνής, έτοιμο να υπακούσει στα κελεύσματά τους. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η πρώτη μαζικά ενθουσιώδης ανταπόκριση της 2ης μέρας του Release Athens. Και βλέποντάς τη, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ γιατί οι Chinese Man δεν έπαιξαν δεύτεροι στη σειρά του line-up, με δεδομένο ότι πρόκειται για μπάντα που ο νεαρόκοσμος της Αθήνας τιμά σε σημαντικά νούμερα, σε κάθε της επίσκεψη. Θυμηθείτε λ.χ. τι έγινε μόλις πέρυσι στον Βοτανικό.


Διαβάζοντας ωστόσο τα του Βοτανικού, όπως τα κατέγραψε ο φίλος Μιχάλης Τσαντίλας, κάπως δυσκολεύτηκα να τα συσχετίσω με όσα είδα στην Πλατεία Νερού. Ναι, υπήρχαν κι εδώ τα βιντεάκια από πίσω, τα οποία και «νοστίμισαν» το αποτέλεσμα, βάζοντας το οπτικό δίπλα στο ακουστικό. Και πράγματι, όταν οι MCs Taiwan & Youthstar αναλάμβαναν την εμπροσθοφυλακή, κάτι κουνιόταν, αφού από όλο το χαρμάνι των 3 «Κινέζων» (High Ku, Sly & Ze Matteo) το χιπ χοπ στοιχείο είναι εκείνο που μάλλον τους πάει περισσότερο. 

Και πάλι, όμως: μιλάμε για κάτι απλά ΟΚ, το οποίο σε συνθήκες ζωντανής παρουσίασης χάνει ακόμα κι αυτό το υπόβαθρο όταν αρχίζει και ξανοίγεται σε λίγο funk, λίγο reggae/dub, λίγο balkan, λίγο όλα-τα-σφάζω-όλα-τα-μαχαιρώνω διαδρομές. Με αποτέλεσμα ένα κατά τη γνώμη μου επιδερμικό και ακαλαίσθητο in-the-mix, που απλά διατηρεί έναν κάποιον/όποιον ρυθμό για όσους είναι σε διάθεση να ρολάρουν με οτιδήποτε παραπέμπει σε «λικνίζομαι», έτσι γενικώς και αορίστως. 

Δεν παραβλέπω, ασφαλώς, ότι το κοινό πέρασε καλά με τους Chinese Man. Το έδειξε άλλωστε με τις ιαχές του και με την ενθουσιώδη του συμμετοχή στις χέρια δεξιά/αριστερά προτροπές των Taiwan και Youthstar. Εγώ πάντως, για να την πω ευθαρσώς την αμαρτία μου, έζησα μία από τις πιο υπέροχες στιγμές του όλου event όταν για λίγο απλώθηκε ησυχία μετά το τελευταίο κομμάτι των Γάλλων. 


Την κομβική δεύτερη θέση στο line-up της 2ης ημέρας του Release Athens έφαγαν από τους Chinese Man οι Scott Bradlee's Postmodern Jukebox: μια πολυμελής μπάντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με σκοπό να κάνει την έκπληξη –αποσκοπώντας, ίσως, σε περαιτέρω ερχομούς, τώρα που γυρνάει η ρετρό φάση και η Αθήνα σουινγκάρει; Το βρήκα δικαιολογημένο, λοιπόν, ένα κάποιο τρακ στο ξεκίνημα, που τους ώθησε να προσπαθήσουν να εξερευνήσουν τις διαθέσεις του κοινού με υπερβολικώς οικεία αμερικάνικα κόλπα. Ο κόσμος, πάντως, ανταποκρίθηκε άμεσα και θετικά, δείχνοντας ότι μπορεί να περίμεναν τον Parov Stelar, αλλά θα τους έδιναν την ευκαιρία την οποία ζητούσαν. 

Το πνευματικό αυτό παιδί του 34χρονου Νεοϋορκέζου Scott Bradlee προσφέρει ένα πλήρως ρετρό, αναβιωτικό, παρελθοντολάγνο σόου βασισμένο σε περασμένες δόξες της αμερικάνικης σόου μπιζ: λίγο Andrews Sisters εδώ, λίγο σουίνγκ εκεί, λίγο τζαζ στις ενορχηστρώσεις, λίγη soul με Motown σφραγίδα παρακάτω και τούμπαλιν. Όμως η «ανακαίνιση» είναι προσεγμένη, βασισμένη σε πολύ καλά παιξίματα και σε καλογυμνασμένες φωνές, αρκετές μάλιστα με σημαντική έκταση. Σε πρώτη εντύπωση, λοιπόν, σε πιάνουν.

Αλλά το πρόβλημα βρισκόταν στη διάρκεια. Μόλις έγινε δηλαδή η πρώτη γνωριμία, άρχιζες να παρατηρείς ότι το άψογο προβάρισμα επικρατούσε της ουσίας και ότι πάνω από τη μουσική υψωνόταν το θεατράλε του όλου πράγματος: μια φώτα/κίνηση/πάμε! νοοτροπία, η οποία στόχευε τους γοφούς και τα μάτια σου και μπέρδευε επικίνδυνα το απαραίτητο free your mind (ώστε να μπορεί κι ο ass να follow), με το πάτα-το-οff στο mind, για να μην αρχίσεις να τα βρίσκεις όλα ίδια και να μην αρχίσεις να βαριέσαι ή να επαναστατείς απέναντι σε μελωμένα ξενέρωτες πιανιστικές εκδοχές του "Halo" της Beyoncé ή στην απόφαση της μπάντας να μετατρέψει το βασικό μουσικό θέμα του Πολέμου των Άστρων σε κλαπατσιμπαλέ instrumental, ώστε να χορέψει κλακέτες μία του θιάσου. Τον Πόλεμο των Άστρων, ρε; 


Εκεί γύρω στις 22:30, ήρθε και η ώρα του Parov Stelar. Και δεν πήρε παρά ένα-δυο τραγούδια για να ξεχάσεις τι είχε προηγηθεί, αφού ευθύς εξαρχής η μπάντα του ήχησε μίλια μακριά συγκριτικά με ό,τι είχαμε ακούσει. Την προσέλευση, βέβαια, την περίμενα μεγαλύτερη, με βάση τα όσα λέγονται για το γκελ του Αυστριακού καλλιτέχνη στα καθ' ημάς. Πάντως είχε κόσμο στην Πλατεία Νερού. Δεν ξέρω αν ήταν «όσο πολύ» χρειαζόταν το φεστιβάλ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα πως ο «Στελλάρας» –όπως αποκάλεσε τον Marcus Füreder μια πιτσιρίκα μπροστά μου– απέτυχε να προσελκύσει τους θαυμαστές του σε αυτό το νέο του ελληνικό ραντεβού. 

Κι αν δεν συντονίστηκαν όλοι με το καλημέρα, με το που ακούστηκε το "Clap Your Hands" η Πλατεία Νερού άρχισε μαζικά τον χορό, ο οποίος μπροστά και στα πλάγια θα παρέμενε ξέφρενος μέχρι και το τέλος του set, με τα κορίτσια να ηγούνται και τα αγόρια να ακολουθούν –μέχρι κι ένας μπερδεμένος τύπος με indie βερμούδα και μπλουζάκι Fates Warning πήρε φωτιά σε κάποιο σημείο κι άρχισε να συνοδεύει την καλή του. Τα κάπως ντεμοντέ ηλεκτρονικά όπλιζαν με beats, τα πνευστά επιτίθονταν κατά κύματα με αλάνθαστα ξέφρενη απόδοση υπό τις διαταγές του «λοχαγού» Max The Sax και η Cleo Panther στην αιχμή του δόρατος έδινε τις σουίνγκ προσταγές, επιβλητική από φωνητικής άποψης και άψογη σε στυλ (με τις καπελαδούρες της και τα συναφή). Στη δε setlist χώρεσαν τόσο επιτυχίες σαν το "Booty Swing", όσο και νέα τραγούδια σαν το "Cuba Libre", που έγιναν δεκτά με χειροκροτήματα.  

Η 2η μέρα του Release Athens αποδείχθηκε κομμένη και ραμμένη για ένα κοινό πολυπληθές και νεανικό, το οποίο δηλώνει πιο σοφιστικέ από όσα μπορεί να εκφράσει μια κατάσταση εγχώριας λαϊκής πίστας, μα δεν αποζητά και κάποια ιδιαίτερα στενή σχέση με τη μουσική: κάτι έξω καρδιά να δίνει τον ρυθμό στο φόντο, ώστε να μαζευτούν κεφάλια, να δούμε λίγο κόσμο, να χορέψουμε και (γιατί όχι;) να ανταλλάξουμε και κανά κινητό, είναι αρκετό. Η επιτυχία του Parov Stelar στην Ελλάδα εξηγείται λοιπόν εύκολα, γιατί ήρθε και κούμπωσε με αυτή τη νοοτροπία/ανάγκη σε ένα «σωστό» τάιμινγκ αναβίωσης του swing. 

Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια μεγάλη συζήτηση, που δεν είναι επί του παρόντος. Και επειδή ένα μεγάλο καλοκαιρινό φεστιβάλ σαν το Release Athens δεν γίνεται να αδιαφορεί για τα γούστα μιας τόσο μεγάλης μερίδας μουσικόφιλων, αλλά και επειδή γέφυρες μπορούν εν τέλει να στηθούν ακόμα και με σκληροπυρηνικούς σαν κι εμένα, που, σε διόλου «ορθόν» ύφος, διατείνονται ότι όλα «αυτά» είναι μουσικές για φλώρους και για γκόμενες. Γιατί; Γιατί τα απλά και δίχως σημαντικές καλλιτεχνικές περγαμηνές ηλεκτρονικά σουίνγκ του Parov Stelar αποκτούν άλλο νόημα όταν τα βλέπεις ζωντανά, να πετυχαίνουν τέτοια αβίαστη μέθεξη με τόσο πολύ κόσμο. 

Έστω λοιπόν κι αν έχει ξεθωριάσει πια εκείνο το περίφημο «it don't mean a thing if it ain't got that swing» πνεύμα, όπως το δίδαξε μισό (και βάλε) αιώνα πριν ο Duke Ellington, ο Αυστριακός το διατηρεί αν μη τι άλλο ζωντανό. Και επί σκηνής το υπερασπίζεται τόσο άψογα χάρη σε περσόνες σαν την Cleo Panther και τον Max The Sax, ώστε, ακόμα κι αν δεν σε πείσει τελικά να διασκεδάσεις κι εσύ μαζί του, σου αφαιρεί τα περιθώρια να γκρινιάξεις.  



13 Ιουλίου 2023

Planet Of Zeus - συνέντευξη (2016)


Μάιος 2016, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα που πήγασαν από τη δραστήρια ελληνική stoner rock σκηνή επέστρεφε με καινούριο δίσκο, χαράσσοντας μια ηχητική διαδρομή που αντιμετώπισε και κάποιες μουρμούρες –για πρώτη φορά. 

Ο λόγος για τους Planet Of Zeus και το «Loyal To The Pack». Το οποίο, ένεκα μιας συναυλίας για την προώθησή του στο «Piraeus 117 Academy», έδωσε την ευκαιρία να τα πούμε με τον τραγουδιστή τους, τον Μπάμπη Παπανικολάου.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία με το γκρουπ προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο. Η κάτωθι, του Μπάμπη Παπανικολάου, ανήκει στη Ντιάνα Καλημέρη


Ο νέος σας δίσκος πετυχαίνει και να ακούγεται γνώριμος, αλλά και να εκπλήσσει. Υπάρχει δηλαδή μια αλλαγή στον ήχο, διακριτή σε κομμάτια σαν π.χ. το "Devil Calls My Name". Την αποφασίσατε πριν γράψετε το υλικό ή βγήκε στην πορεία;

Πάντα στο συγκρότημα γράφουμε παρορμητικά. Το να σχεδιάσεις να γράψεις υλικό με κάποιον στόχο ή σκοπό, είναι ανειλικρινές. Η μουσική και γενικότερα οι Τέχνες είναι εξωτερίκευση του ψυχισμού κάποιου μια δεδομένη στιγμή, οπότε οτιδήποτε στημένο θα ήταν θλιβερό. 

Απλά έτσι αποφασίσαμε να παίξουμε τη δεδομένη στιγμή. Τίποτα δεν είναι προσχεδιασμένο. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχουμε σαν μπάντα, έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε έναν εύκολα διακριτό, προσωπικό ήχο, που μας χαρακτηρίζει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα τον εμπλουτίζουμε με νέα στοιχεία, από δίσκο σε δίσκο. 

Μάλιστα, είναι κάτι που οι άνθρωποι που ακούνε τη μουσική μας σε βάθος όλα αυτά τα χρόνια το ξέρουν –και, ως ένα σημείο, το περιμένουν. Για παράδειγμα, στο κομμάτι που αναφέρεις, τα κουπλέ είναι εντελώς γνώριμα για κάποιον που ξέρει τη μουσική μας. Τα γνωστά grooves στα τύμπανα και στη φωνή είναι ακόμα εκεί, απλά το αποτέλεσμα ακούγεται διαφορετικό, λόγω άλλης προσέγγισης. Αυτή τη φορά αφήσαμε τα τραγούδια να μας οδηγήσουν και νομίζω ότι πήραμε το σωστό μονοπάτι.

Υπάρχει δηλαδή ένας «Planet Of Zeus» τρόπος με τον οποίον μαζεύετε μουσικές και στίχους και ύστερα ηχογραφείτε;

Νέα μουσική γράφεται συνεχώς. Είτε βρισκόμαστε στο στούντιο για πρόβες, είτε βρισκόμαστε σε περιοδεία, είτε σπίτια μας. Όλες οι ιδέες έρχονται στο στούντιο και, μέσα από τζαμαρίσματα, τα τραγούδια παίρνουν σιγά-σιγά μια πρώτη μορφή. Αυτή η πρώτη ύλη συνεχώς δουλεύεται μέχρι να φτάσει στο επίπεδο που μας ικανοποιεί και μετά αρχίζω να δουλεύω στις φωνητικές γραμμές. Οι στίχοι γράφονται λίγες μέρες, μέχρι και λίγες ώρες, πριν ηχογραφηθούν. Είναι κάτι που με βολεύει αρκετά όταν ηχογραφώ τις φωνές μου, γιατί μπορώ να βρίσκομαι στην ίδια ψυχική κατάσταση που ήμουν όταν τους έγραφα.

Στο Loyal To The Pack σας ακούμε να μιλάτε και κάπως πιο πολιτικά απ' ότι στο παρελθόν –ή, πιο σωστά, κοινωνικά. Το θέλετε ή είναι απλά αδύνατον να διαχωρίσεις το προσωπικό από το πιο συλλογικό, στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων; 

Πάντα είχαμε κομμάτια που μιλούσαν για κοινωνικά φαινόμενα, ίσως όχι με τόσο ευδιάκριτο τρόπο. Το "Dawn Of The Dead", π.χ., δεν μιλάει για ζόμπι και νεκραναστημένους, αλλά για την κοινωνική επανάσταση. Προφανώς, η κατάσταση δεν μπορεί να σε αφήσει αμέτοχο. Θέλοντας και μη, υποσυνείδητα ή όχι, επηρεάζεσαι. Κι αυτό βγαίνει και στη μουσική μας. 

Αυτό το Loyal To The Pack, έχει επίσης ενδιαφέρουσα σημειολογία. Όμως, πώς ορίζεται πλέον το «pack» για μια μπάντα με τη δική σας απήχηση; Πού μπαίνουν οι (όποιες) διαχωριστικές γραμμές;

Το Loyal Τo Τhe Pack συμβολίζει την πίστη μας στο μουσικό όραμά μας και την αδερφικότητα μεταξύ των μελών της μπάντας και των ανθρώπων που συνεργάζονται μαζί μας. Επίσης έχει να κάνει με τον ιδιαίτερο δεσμό τον οποίον έχουμε με τους οπαδούς που μας στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια. Δεν υπάρχει καμία διαχωριστική γραμμή. Όποιος νιώθει ότι είναι μέλος της οικογένειας των Planet, αποτελεί μέλος της αγέλης.

Πώς διαχειρίζεστε το hype που υπάρχει γύρω από τους Planet Of Zeus; Σας ενοχλεί; Σας ωφελεί; Νιώθετε την ανάγκη να κρατήσετε αποστάσεις από έναν κόσμο που περισσότερο αρέσκεται να λέει ότι ακούει τη μπάντα, παρά την ακούει πραγματικά; 

Το να ακούγεται η μουσική σου σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, μόνο θετικό μπορεί να είναι. Ακόμα κι αν φτάσει στα αυτιά κάποιου που δεν είναι εξοικειωμένος με αυτόν τον ήχο, όλοι κάτι έχουν να κερδίσουν. Μπορεί π.χ. να τον κερδίσει ο σκληρότερος ήχος και να μπει στη διαδικασία να ψάξει περισσότερες τέτοιες μπάντες. Μπορεί να δει ότι κάτι γίνεται και στην Ελλάδα μουσικά και να ψάξει περισσότερες εγχώριες μπάντες. 

Κάποιοι ξεκινάνε να ακούνε πράγματα απλά για τη φάση. Κάποιοι μένουν και κάποιοι φεύγουν. Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι. Εντελώς φυσιολογικό και θεμιτό. Με αυτόν το δίσκο θα φανεί ποιος πραγματικά ακούει τη μουσική μας σε βάθος και ποιος ήταν απλά περαστικός. Δεν θέλουμε να κρατήσουμε αποστάσεις από κανέναν. Εμείς συνεχίζουμε να κάνουμε εκείνο που ξέρουμε: τίμια, ειλικρινή τραγούδια.

Πώς αντιδράτε όταν ακούτε ότι εσείς και δυο-τρεις ακόμα έχετε φτιάξει «σκηνή»; Θέλω να πω, είναι εύκολο (και πιασάρικο) να το λένε οι δημοσιογράφοι, όμως κατά πόσο έχετε φτάσει να βιοπορίζεστε από τη μουσική, πράγμα θεμελιώδες στο εξωτερικό, όταν μιλάμε για «σκηνή»;

Η μόνη μας πληρωμή όλα αυτά τα χρόνια από τη μουσική, είναι ότι έχουμε την ευτυχία και την ευλογία να έχουμε αφήσει το αποτύπωμά μας στον χρόνο. Το συγκρότημα δεν ήρθε για να περάσει και να ξεχαστεί: έχει ήδη κερδίσει τη θέση του στην ιστορία του σκληρού ήχου της χώρας μας. Αυτό είναι τεράστιο στις καρδιές μας και δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε.  

Πέρα από τη μόδα, πάντως, το «Σεξ και Βία στον Πλανήτη Δία» είναι το δυνατότερο και πιο αυθεντικό  σύνθημα που βγήκε στην εγχώρια μουσική επικαιρότητα των τελευταίων χρόνων. Τι ξέρετε για τις καταβολές του και τη διάδοσή του; Πώς έχετε παρακολουθήσει εσείς την εξέλιξή του, μέσω της σχέσης σας με τους fans; 

Είμαστε τόσο τυχεροί γι' αυτό. Ακόμα κι αν δεν είμαι στην καλύτερή μου μέρα κάποια φορά, αν το ακούσω σε live μας, τα ξεχνάω όλα. Το σύνθημα δεν λέει ακριβώς αυτό που ακούγεται. Είναι το ουρλιαχτό της αγέλης μας. Στα αφτιά μου το νόημά του ακούγεται τόσο τεράστιο. Μέσα σε αυτές τις λέξεις περιέχεται ο λόγος για τον οποίον συνεχίζω να παίζω μουσική, πέρα από το να εκφράζομαι. Το σύνθημα ακούστηκε πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, θαρρώ. Και, για κάποιον λόγο, αγκαλιάστηκε από όλους. 

Πώς θα κυλήσει η θερινή περίοδος για σας, μετά τη μεγάλη συναυλία της 7ης του Μάη στο Piraeus 117 Academy;

Θα συνεχίσουμε με μερικά ακόμα live στην Ελλάδα και στην Κύπρο και μετά θα περάσουμε το καλοκαίρι σε διάφορες σκηνές ευρωπαϊκών φεστιβάλ. Η ευρωπαϊκή μας περιοδεία θα ξεκινήσει μετά το τέλος του καλοκαιριού, γύρω στα τέλη Οκτώβρη.



12 Ιουλίου 2023

Γιάννης Αγγελάκας, Νίκος Βελιώτης & Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2008)


Δεν μου ήταν εύκολο, πάντα, να ακολουθήσω τις περιπέτειες του Γιάννη Αγγελάκα μετά τη διάλυση των Τρύπες –ενός συγκροτήματος που αγάπησα πολύ. Στη δεκαετία του 2000, πάντως, ήμουν πιο πρόθυμος και ψημένος, συγκριτικά με τη δεκαετία του 2010. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα και στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Σεπτέμβριο του 2008, για μια ιδιαίτερη συναυλία, στην οποία ο Αγγελάκας, παρέα με τον στενό συνεργάτη Νίκο Βελιώτη, θα έπαιζε μαζί με τον Ψαραντώνη. 

Οι εντυπώσεις συγκρότησαν μια ανταπόκριση, που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Σήμερα ίσως να ήμουν περισσότερο επικριτικός για τον λίγο, επί του πρακτέου, κοινό χρόνο των δύο πρωταγωνιστών επί σκηνής, ωστόσο δέχομαι ότι το κείμενο καταγράφει κι ένα συγκεκριμένο στάδιο της δικής μου εξέλιξης ως κριτικού, μα και μια εποχή στην οποία αρκούσε να δεις αυτά τα ονόματα το ένα πλάι στο άλλο, δίχως να υπάρχουν περαιτέρω απαιτήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου. 


Μια ιδιαίτερη ζωντανή συνεύρεση είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν όσοι αποφάσισαν να ανέβουν προς τον Λυκαβηττό την όμορφη φθινοπωρινή βραδιά της 18ης του Σεπτέμβρη –και δεν ήταν και λίγοι. Ακόμα και ο ίδιος ο Γιάννης Αγγελάκας το παρατήρησε, λέγοντας σε κάποιο σημείο «σας ευχαριστούμε που ήρθατε, δεν σας περιμέναμε τόσους». 

Φτηνό το εισιτήριο, μπόλικος ο κόσμος στο θέατρο, τίγκα (ως συνήθως) και τα βραχάκια και μια σκηνή τοποθετημένη δίπλα στο κοινό της αρένας: πράγματα απλά και άμεσα, δίχως κάγκελα, σεκιουριτάδες ή υπερυψωμένα μέρη, που από την αρχή δημιούργησαν ένα όμορφο αίσθημα. 

Το σκηνικό που διάλεξαν οι Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης για την παρουσίαση των τραγουδιών από τις δύο ως τώρα δισκογραφικές συνευρέσεις τους θύμιζε ένα παράξενο, μεταμοντέρνο γραφείο: εκεί τουλάχιστον παρέπεμπαν τα πορτατίφ τα οποία έδιναν το φως στη σκηνή. Πλάι της, μια μεγάλη βιντεο-οθόνη πρόβαλλε διαρκώς υλικό, ως οπτικό ερέθισμα συνοδευτικό των κομματιών. 

Ο Αγγελάκας, στο μέσον όλων τούτων, ήταν πολύ χαμογελαστός και σεμνός όταν δεν τραγουδούσε. Όταν βρισκόταν στο μικρόφωνο, όμως, λικνιζόταν στον ρυθμό της ορχήστρας σαν σαμάνος κάποιας μυστηριώδους φυλής, χαμένος στη δική του έκσταση: μπορεί και να νόμιζες ότι σε κοίταζε, αν βρισκόσουν πολύ κοντά, αλλά ήταν φανερό ότι έβλεπε κάπου πολύ μακριά. Οι δε αποδώσεις του στα τραγούδια από τις Ανάσες Των Λύκων και το Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ; ήταν το λιγότερο υποδειγματικές. 

Θα μπορούσες δηλαδή και να θεωρήσεις πως είναι γνήσια τρελός έτσι αλαφροΐσκιωτα που είπε τις "Ανάσες Των Λύκων". Καταχειροκροτήθηκε, επίσης, για τον άκρως θεατρικό τρόπο του στο "Πάνω Στο Σχοινί", ενώ κάτι από τις παλιές Τρύπες έλαμψε μέσα στη θαυμάσια, α-λα-Βελιώτης, νέα ενορχήστρωση του "Χωρίς Εμένα" (από εκείνο το αξέχαστο ντεμπούτο). Ίσως όμως η ψυχή της συναυλίας του να κρυβόταν τελικά σε στιγμές όπως το "Μέσα Στη Θάλασσα" ή στην άγρια ομορφιά του "Ωκεανός", όταν, προς το τέλος του σετ, οι ερμηνείες του και το παίξιμο της ορχήστρας συντονίστηκαν σε μια απόλυτη κάθοδο-κάθαρση στην εσωτερικότητα. 

Το πέρασμα από τους Αγγελάκα/Βελιώτη στον Ψαραντώνη, τώρα, έγινε –σημαδιακά, ίσως;– μέσω του Μάρκου Βαμβακάρη. Ήταν πάντως η δική του "Πλημμύρα", σε μια φανταστική ενορχήστρωση με λάπτοπ, τσέλο και κρητική λύρα, η οποία σηματοδότησε την είσοδο προς έναν κόσμο πιο παραδοσιακά ελληνικό, όπως και το "Να 'Χεν Η Θάλασσα Βουνά", από τον τελευταίο δίσκο του Ψαραντώνη, που το τραγούδησε ντουέτο με τον Αγγελάκα (ήταν άλλωστε και παραγωγός του άλμπουμ). 

Κατόπιν ο Αγγελάκας αποσύρθηκε και τη σκηνή κατέλαβε η ορχήστρα του Ψαραντώνη, σφραγίζοντας το οριστικό μας πέρασμα στον τοπίο της δημοτικής παράδοσης. Ο Ψαραντώνης και η καλλίφωνη κόρη του Νίκη Ξυλούρη κράτησαν τα ηνία σε αυτό το ταξίδι, χαρίζοντάς μας στιγμές μεγάλης ομορφιάς, καθώς και την εμπειρία από έναν κόσμο μακρινό, που όμως δεν παύει να είναι και σημερινός. Δοσμένος απόλυτα στη μουσική και στους στίχους του, ο Ψαραντώνης συχνά θύμιζε φιγούρα βγαλμένη από παλιό παραμύθι: ήταν τόσο δύσκολο σε κάποιες στιγμές να ξεδιαλύνεις αν έλεγε τραγούδια ή αν σε μάγευε με ξόρκια, η δύναμη των οποίων χανόταν στα πανάρχαια χρόνια. 

Χάρηκα που ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του κόσμου χειροκρότησε θερμά τον Ψαραντώνη και γνώριζε, έστω κι αν δεν ήξερε να πει τους στίχους, τραγούδια του σαν το "Έσβησε Αέρας Το Κερί", τον "Ψηλορείτη", την "Τίγρη" ή το απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο («Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν»). Δεν μπορώ όμως να μη σημειώσω πως μια αρκετά ευάριθμη μερίδα του κοινού, που κάθονταν Παναγίτσες όσο έπαιζε ο Αγγελάκας, άρχισε να μετακινείται πάνω-κάτω, να σχηματίζει πηγαδάκια και να προξενεί συχνά αφόρητη βαβούρα όταν έπαιξε ο Ψαραντώνης. 

Μάλιστα, είχα και ο ίδιος κάτι βασιβουζούκους πίσω μου, στο μπροστινό κομμάτι της αρένας, οι οποίοι θεώρησαν πως εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουν τα μεταπτυχιακά τους και το πότε μπορεί κανείς να εξαγοράσει τη στρατιωτική του θητεία... Ιδού, κυρίες και κύριοι, το πραγματικό επίπεδο μιας μερίδας (ευτυχώς) ενός κοινού, το οποίο, κατά τα άλλα, αρέσκεται να το παίζει rock, διαφορετικό και προχωρημένο. 



11 Ιουλίου 2023

Τραβιάτα - ανταπόκριση όπερας (2016)


Ήταν εμπειρία η «Τραβιάτα» του Τζουζέπε Βέρντι (Giuseppe Verdi) που ανέβηκε τον Νοέμβριο του 2016 στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής. Γιατί δεν ήταν μόνο θέαμα υψηλού επιπέδου, αλλά είχε επιπλέον τη Μυρτώ Παπαθανασίου και τον Δημήτρη Τηλιακό να ανεβάζουν τον πήχη για τη στάθμη της όπερας που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. 

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο και ανήκουν στον Χάρη Ακριβιάδη


Δεν ήταν μόνο λαμπερή η πρεμιέρα της Τραβιάτα στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής. Ήταν και θέαμα υψηλού επιπέδου, ένας σημαίνων σταθμός για την ποιότητα της όπερας που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Η οποία, όσο ικανοποιητική κι αν κρίνεται στη βάση των (αναπόφευκτων) συγκρίσεων με τη διεθνή εμπειρία, οφείλει να θέτει νέους στόχους προς κατάκτηση. Αυτή τη φορά, λοιπόν, τον πήχη τον μετατόπισαν προς τα πάνω οι τραγουδιστικές επιδόσεις που σημείωσαν η Μυρτώ Παπαθανασίου και ο Δημήτρης Τηλιακός, στο πλαίσιο του φημισμένου έργου του Τζουζέπε Βέρντι. 

Μέρος της όλης εμπειρίας στάθηκαν πάντως και τα καταπληκτικά σκηνικά και κοστούμια, τα οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν από την Εθνική Λυρική Σκηνή το 2001, όταν τη σκηνοθεσία της Τραβιάτα είχε αναλάβει ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος –την αναβίωσε με σεβασμό στη λαμπρότητά της ο Ίων Κεσούλης. Ήταν δηλαδή αυτά που κέρδισαν άμεσα το μάτι με το που άνοιξε η κουρτίνα, βοηθώντας το μυαλό μας να βρεθεί σε ένα μακρινό και αλλοτινό Παρίσι, κάπου ανάμεσα στους ανέμελους καλεσμένους που γέμιζαν το σαλόνι της Βιολέττας Βαλερύ. Σε μια τέτοια βεγγέρα, μάλιστα, το 1844, είχε γνωρίσει ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) την 20χρονη εταίρα Marie Duplessis. Εκείνη που, μετά τον θάνατό της, μετέτρεψε στη λογοτεχνική φιγούρα της «Κυρίας με τις Καμέλιες», για να την κάνει τελικά «Βιολέττα Βαλερύ» ο Francesco Maria Piave, όταν έγραψε το λιμπρέτο της Τραβιάτα για λογαριασμό του Βέρντι.

Μέρος επίσης της όλης επιτυχίας ήταν και το πόσο ρολόι κύλησαν τα πάντα στην παραγωγή. Η ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής, ας πούμε, σε διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, δεν αρκέστηκε να αποδώσει με τον πρέποντα τρόπο τα ούτως ή άλλως πολλά θαυμάσια σημεία της μουσικής του Βέρντι (π.χ. τη δημοφιλέστατη πλέον εισαγωγή), μα ήρθε και πολύ καλά διαβασμένη στην απαιτητική 2η πράξη, όπου η πίστη στην παρτιτούρα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα πιάσεις και τα συναισθηματικά «αρώματα» ενός λεπτομερούς ψυχογραφήματος. Το οποίο μας παραδόθηκε με μελωδικούς και θεατρικούς όρους, βοηθώντας τη Βιολέττα Βαλερύ να εκτοξευτεί στη μεγάλη μυθολογία της οπερατικής παράδοσης. Αλλά και το μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής ήταν ωραίο, όπως ήταν και η Χορωδία της, ενώ όλοι οι μονωδοί στάθηκαν στο ύψος των ρόλων τους, με τον Γιάννη Χριστόπουλο να αποτυπώνει δυναμικά τον Αλφρέντο Ζερμόν και τον Πέτρο Σαλάτα να αναπλάθει πειστικά τη θερμοκέφαλη υπεροψία του βαρώνου Ντουφόλ. 

Όμως, κακά τα ψέματα, εκείνο που εκτόξευσε τη συγκεκριμένη Τραβιάτα ήταν οι επιδόσεις της Μυρτώς Παπαθανασίου (Βιολέττα Βαλερύ) και του Δημήτρη Τηλιακού (Τζόρτζιο Ζερμόν). Ο συναγωνισμός τεράστιος, αν σκεφτείτε ότι τη Βιολέττα έχουν ενσαρκώσει στο παρελθόν η Μαρία Κάλλας και η Anna Moffo, ενώ στον ρόλο του πατέρα του Αλφρέντο έχουν διακριθεί φιγούρες σαν τον Robert Merrill και τον Thomas Hampson. Κι όμως, αμφότεροι βγήκαν ασπροπρόσωποι. Και, πιθανολογώ, βάζουν δύσκολα στους συναδέλφους τους που αναλαμβάνουν αυτούς τους ρόλους στις επόμενες παραστάσεις της Τραβιάτα, αντίστοιχα τις Έλενα Μόσουκ, Μαρία Μητσοπούλου & Βασιλική Καραγιάννη (η Παπαθανασίου έπαιξε μόνο στην πρεμιέρα) και τους Δημήτρη Πλατανιά & Διονύση Σούρμπη (ο Τηλιακός θα εμφανιστεί ξανά και στην παράσταση της 26/11).

Η Παπαθανασίου μπορεί να ξεκίνησε δίνοντας την αίσθηση της φωνητικής οικονομίας, μα έκλεισε εντυπωσιακά την 1η Πράξη. Στη δε 2η Πράξη, μας «ανατίναξε» (αν μου επιτρέπετε την έκφραση) παρέα με τον Τηλιακό: πλήρως ανταποκρινόμενοι στο αίτημα του Βέρντι για μια όπερα που διαρκώς θα αντανακλούσε την εξελισσόμενη ψυχολογία της ηρωίδας του –και άρα απαιτούσε τραγουδιστικά χαρίσματα πέραν μιας τυπικής δεξιοτεχνίας– μάς χάρισαν ένα σπονδυλωτό ντουέτο ευκίνητο, πλαστικό, θερμό ως προς τις ερμηνείες. Μια υπέροχη σύμπλευση καλλιφωνίας και σκηνικής δράσης, που μας άφησε ενθουσιασμένους, όσο και συγκινημένους για τη θυσία της Βιολέττας. Σε ένα αριστουργηματικό στιγμιότυπο της οπερατικής κληρονομιάς της Δύσης, όπου ο Βέρντι τολμά να αναγορεύσει μια εταίρα σε σύμβολο κοινωνικού αποκλεισμού, αντιπαραβάλλοντας τη βαθιά ηθική στάση της εκπορνευμένης με τη συμβατική ηθικολογία του καθώς πρέπει Ζερμόν πατέρα. 

Η Παπαθανασίου ολοκλήρωσε το άριστο αυτό πορτραίτο στη θλιμμένη ησυχία της 3ης Πράξης. Νομίζω μάλιστα ότι θα μείνει καιρό στη μνήμη μου να χτυπά το πάτωμα όπου κείτεται πεσμένη, ανακράζοντας ότι θέλει να ζήσει, λίγες μόλις στιγμές πριν χάσει τη μάχη ενάντια στη φυματίωση. Όπως την έχασε και η αληθινή Marie Duplessis, στο αποκορύφωμα του παρισινού καρναβαλιού του 1847, μόλις στα 23 της χρόνια. 

Μέσα στα δίκαια χειροκροτήματα του φινάλε, δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ το πώς αλλάζουν, μα και το πώς δεν αλλάζουν εν τέλει τα πράγματα. Μια όπερα που κάποτε επικρίθηκε σφοδρά ως αισχρή και σάπια (πρωτοσέλιδο των τότε «Times» του Λονδίνου) από σημαντική μερίδα της «καλής» και μορφωμένης κοινωνίας αποθεώνεται εν έτει 2016 από μια άλλη «καλή» και μορφωμένη κοινωνία. Η οποία θεωρεί μύθο, πλέον, τη Βιολέττα Βαλερύ και ίσως διαβάζει με ρομαντική συγκίνηση την «Κυρία με τις Καμέλιες» ή την αληθινή ιστορία της Duplessis, μα δεν μπόρεσε να δείξει επαρκή συμπάθεια, σε πολύ πρόσφατα χρόνια, για τη δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών (εκδιδόμενων) γυναικών, οκτώ από τις οποίες κάθονται αυτές τις μέρες στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 

Η δικαιοσύνη είναι βέβαια αρμόδια να κρίνει αν και σε ποιον βαθμό παραβίασαν κάποιους νόμους (θα αθωόνονταν έναν μήνα μετά την πρώτη δημοσίευση αυτής της κριτικής). Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένοι άλλοι νόμοι που παραβιάστηκαν, των Ανθρώπων οι λεγόμενοι –αυτούς αν θέλετε που «δίδαξαν» η Βιολέττα Βαλερύ, αλλά και η δική μας Αντιγόνη ακόμα πιο παλιά. Οι οποίοι (θα έπρεπε να) εκδικάζονται στις συνειδήσεις μας, τιμωρώντας παραδειγματικά τους ηθικούς αυτουργούς. Τον πατέρα Ζερμόν, τουλάχιστον, τον έφαγαν οι τύψεις. 



10 Ιουλίου 2023

Deep Purple - ανταπόκριση (2006)


Πήγα σε τόσες συναυλίες φέτος (κι έχει κι άλλες το πρόγραμμα, ο Ιούλιος είναι νέος ακόμα), όμως δεν κατάφερα να πάω να δω τους Deep Purple, που το περίμενα πώς και πώς πριν κάτι μήνες: ένας συνδυασμός κειμένων προς παράδοση, εξάντλησης και του γεγονότος ότι η Rockwave συναυλία τους έπεσε Παρασκευή, με κράτησαν μακριά από τη Μαλακάσα. Μετά άκουσα και διάβασα τα καλύτερα –και στεναχωρήθηκα.

Μ' αυτά και μ' αυτά, πάντως, θυμήθηκα την τελευταία φορά που τους είδα ζωντανά: ήταν Ιούλιος 2006, φίλοι μου, 17 χρόνια πριν, στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα. Μάλιστα είχα γράψει και μια ανταπόκριση, που είχε δημοσιευτεί στο Avopolis. 

Παρότι δεν γράφω πια έτσι όπως έγραφα τότε, οπότε η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει το κείμενο που ξαναδιαβάζω, αποφάσισα να το αναδημοσιεύσω κι εδώ (με μικρές τροποποιήσεις). Τιμής ένεκεν, για τους αγαπημένους Deep Purple, αλλά και για το γεγονός ότι, σε όσους γράφουμε, κάνει καλό να ξαναγυρνάμε τόσα χρόνια πίσω και να βλέπουμε τι κάναμε. Αν μη τι άλλο για να δούμε αν μας αρέσει το τώρα μας περισσότερο από το χθες ή αν μείναμε τελικά στα ίδια. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην παλιά φίλη Έφη Παναγιωτοπούλου


Τελικά είναι μεγάλη υπόθεση να γουστάρεις τρελά το ό,τι κάνεις… Αυτό απέδειξαν οι Deep Purple, με τους οποίους ροκάρανε ακόμα και οι βράχοι στον Βύρωνα. Τους υποδέχτηκε δε ένα κατάμεστο και πολύ ενθουσιώδες θέατρο, με ηλικίες κάθε είδους και πάμπολλα σχολιαρόπαιδα που μακραίνουν το μαλλί εδώ και κανά χρόνο να λανσάρουν μαύρα μπλουζάκια με στάμπες Whitesnake, Guns Ν' Roses, Iron Maiden κτλ.

Τη βραδιά άνοιξαν οι Έλληνες Engine-V με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η μπάντα αυτή ήταν φοβερή επί σκηνής, παρουσιάζοντας έναν καθαρόαιμο hard rock ήχο, που τους έδειξε ως αριστούχους μαθητές της σκληρής μουσικής των δεκαετιών του 1970 και 1980. Η ενέργειά τους και τα βροντερά τους σόλο, σε συνδυασμό με το πάθος του τραγουδιστή, με έκαναν σε σημεία να αναρωτηθώ μήπως έχω μπροστά μου τους Motörhead (όχι, δεν κάνω καμία πλάκα). Και μπορεί και να το είχα πιστέψει αν δεν με προσγείωναν κάπως με το υλικό τους, το οποίο ήχησε μονότονο, σαν να ακούω το ίδιο πάνω-κάτω τραγούδι σε παραλλαγές.

Όσο για τους Deep Purple, με ανάγκασαν να καταπιώ πολλά πράγματα που τους σέρνω τα τελευταία χρόνια: ότι γεράσανε, ότι ξοφλήσανε πια, ότι αμάν κάθε τρεις και λίγο νέοι δίσκοι που δεν έχουν τίποτα να πουν (και διάφορα τέτοια). Πράγματι, γεράσανε. Και δεν άλλαξα καθόλου την άποψή μου για τα άλμπουμ των τελευταίων 20 περίπου χρόνων. Αλλά τη λέξη «ξοφλήσανε» δεν θα την ξαναπώ πια. Γιατί εκεί πάνω στη σκηνή του Βύρωνα είδα μια σφιχτοδεμένη μπάντα, που όχι μόνο το λέει ακόμα η καρδιά της, αλλά ζει και αναπνέει για τη συγκεκριμένη μουσική και την εμπειρία των lives. Κι αν συνυπολογίσουμε δίπλα σε αυτό το attitude κάποια ομολογουμένως φοβερά τραγούδια που έχουν γράψει (που είναι φοβερά, όσο κι αν έχουμε ίσως βαρεθεί να τα ακούμε ξανά και ξανά στα ραδιόφωνά μας), δεν γινόταν να λαθέψουν.

Ο Ian Gillan μπορεί να μην έχει πια τη φωνητική έκταση του παρελθόντος, βγήκε όμως στη σκηνή κομψότατος, με λευκό πουκάμισο (μετά φόρεσε και κάτι χαβανέζικα, έχει μια μανία με τα χαβανέζικα αυτός ο άνθρωπος) και, παρότι ζορίστηκε σε μερικά σημεία, τραγούδησε με την κλάση και τον αέρα ενός πραγματικού rock star. Υπήρξαν και στιγμές κάπως φλύαρες, με τον κατά τα άλλα θαυμάσιο Steve Morse να ρέπει επικίνδυνα προς την guitar-virtuoso rock υπνηλία σε κάποια σημεία και τον Don Airey να το παρακάνει, παίζοντας στα πλήκτρα του ακόμα και τον "Ζορμπά" και τα "Παιδιά Του Πειραιά". 

Κοντά σε αυτές, όμως, υπήρξανε κι άλλες, όπου το έβγαζες το καπέλο στους γερόλυκους. Το ξεσκίσανε το "Highway Star", το έπαιξαν έξοχα το "Hush", στάθηκαν στο απαιτούμενο ύψος στα "Smoke On The Water" και "Perfect Strangers", ενώ εξέπληξαν κι ευχάριστα με ένα νέο τραγούδι ονόματι "Rapture Of The Deep" και με τη μάλλον ξεχασμένη μπαλάντα τους "When A Blind Man Cries".

Πράγματι, λοιπόν, γεράσανε οι Deep Purple… Τους έμεινε όμως η ροκιά, που λέει και το εγχώριο άσμα. Και είναι μεγάλο πράγμα αυτό, μετά από τόσες δόξες, τόση φθορά και τόσα κέρδη.