12 Ιουλίου 2023

Γιάννης Αγγελάκας, Νίκος Βελιώτης & Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2008)


Δεν μου ήταν εύκολο, πάντα, να ακολουθήσω τις περιπέτειες του Γιάννη Αγγελάκα μετά τη διάλυση των Τρύπες –ενός συγκροτήματος που αγάπησα πολύ. Στη δεκαετία του 2000, πάντως, ήμουν πιο πρόθυμος και ψημένος, συγκριτικά με τη δεκαετία του 2010. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα και στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Σεπτέμβριο του 2008, για μια ιδιαίτερη συναυλία, στην οποία ο Αγγελάκας, παρέα με τον στενό συνεργάτη Νίκο Βελιώτη, θα έπαιζε μαζί με τον Ψαραντώνη. 

Οι εντυπώσεις συγκρότησαν μια ανταπόκριση, που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Σήμερα ίσως να ήμουν περισσότερο επικριτικός για τον λίγο, επί του πρακτέου, κοινό χρόνο των δύο πρωταγωνιστών επί σκηνής, ωστόσο δέχομαι ότι το κείμενο καταγράφει κι ένα συγκεκριμένο στάδιο της δικής μου εξέλιξης ως κριτικού, μα και μια εποχή στην οποία αρκούσε να δεις αυτά τα ονόματα το ένα πλάι στο άλλο, δίχως να υπάρχουν περαιτέρω απαιτήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου. 


Μια ιδιαίτερη ζωντανή συνεύρεση είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν όσοι αποφάσισαν να ανέβουν προς τον Λυκαβηττό την όμορφη φθινοπωρινή βραδιά της 18ης του Σεπτέμβρη –και δεν ήταν και λίγοι. Ακόμα και ο ίδιος ο Γιάννης Αγγελάκας το παρατήρησε, λέγοντας σε κάποιο σημείο «σας ευχαριστούμε που ήρθατε, δεν σας περιμέναμε τόσους». 

Φτηνό το εισιτήριο, μπόλικος ο κόσμος στο θέατρο, τίγκα (ως συνήθως) και τα βραχάκια και μια σκηνή τοποθετημένη δίπλα στο κοινό της αρένας: πράγματα απλά και άμεσα, δίχως κάγκελα, σεκιουριτάδες ή υπερυψωμένα μέρη, που από την αρχή δημιούργησαν ένα όμορφο αίσθημα. 

Το σκηνικό που διάλεξαν οι Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης για την παρουσίαση των τραγουδιών από τις δύο ως τώρα δισκογραφικές συνευρέσεις τους θύμιζε ένα παράξενο, μεταμοντέρνο γραφείο: εκεί τουλάχιστον παρέπεμπαν τα πορτατίφ τα οποία έδιναν το φως στη σκηνή. Πλάι της, μια μεγάλη βιντεο-οθόνη πρόβαλλε διαρκώς υλικό, ως οπτικό ερέθισμα συνοδευτικό των κομματιών. 

Ο Αγγελάκας, στο μέσον όλων τούτων, ήταν πολύ χαμογελαστός και σεμνός όταν δεν τραγουδούσε. Όταν βρισκόταν στο μικρόφωνο, όμως, λικνιζόταν στον ρυθμό της ορχήστρας σαν σαμάνος κάποιας μυστηριώδους φυλής, χαμένος στη δική του έκσταση: μπορεί και να νόμιζες ότι σε κοίταζε, αν βρισκόσουν πολύ κοντά, αλλά ήταν φανερό ότι έβλεπε κάπου πολύ μακριά. Οι δε αποδώσεις του στα τραγούδια από τις Ανάσες Των Λύκων και το Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ; ήταν το λιγότερο υποδειγματικές. 

Θα μπορούσες δηλαδή και να θεωρήσεις πως είναι γνήσια τρελός έτσι αλαφροΐσκιωτα που είπε τις "Ανάσες Των Λύκων". Καταχειροκροτήθηκε, επίσης, για τον άκρως θεατρικό τρόπο του στο "Πάνω Στο Σχοινί", ενώ κάτι από τις παλιές Τρύπες έλαμψε μέσα στη θαυμάσια, α-λα-Βελιώτης, νέα ενορχήστρωση του "Χωρίς Εμένα" (από εκείνο το αξέχαστο ντεμπούτο). Ίσως όμως η ψυχή της συναυλίας του να κρυβόταν τελικά σε στιγμές όπως το "Μέσα Στη Θάλασσα" ή στην άγρια ομορφιά του "Ωκεανός", όταν, προς το τέλος του σετ, οι ερμηνείες του και το παίξιμο της ορχήστρας συντονίστηκαν σε μια απόλυτη κάθοδο-κάθαρση στην εσωτερικότητα. 

Το πέρασμα από τους Αγγελάκα/Βελιώτη στον Ψαραντώνη, τώρα, έγινε –σημαδιακά, ίσως;– μέσω του Μάρκου Βαμβακάρη. Ήταν πάντως η δική του "Πλημμύρα", σε μια φανταστική ενορχήστρωση με λάπτοπ, τσέλο και κρητική λύρα, η οποία σηματοδότησε την είσοδο προς έναν κόσμο πιο παραδοσιακά ελληνικό, όπως και το "Να 'Χεν Η Θάλασσα Βουνά", από τον τελευταίο δίσκο του Ψαραντώνη, που το τραγούδησε ντουέτο με τον Αγγελάκα (ήταν άλλωστε και παραγωγός του άλμπουμ). 

Κατόπιν ο Αγγελάκας αποσύρθηκε και τη σκηνή κατέλαβε η ορχήστρα του Ψαραντώνη, σφραγίζοντας το οριστικό μας πέρασμα στον τοπίο της δημοτικής παράδοσης. Ο Ψαραντώνης και η καλλίφωνη κόρη του Νίκη Ξυλούρη κράτησαν τα ηνία σε αυτό το ταξίδι, χαρίζοντάς μας στιγμές μεγάλης ομορφιάς, καθώς και την εμπειρία από έναν κόσμο μακρινό, που όμως δεν παύει να είναι και σημερινός. Δοσμένος απόλυτα στη μουσική και στους στίχους του, ο Ψαραντώνης συχνά θύμιζε φιγούρα βγαλμένη από παλιό παραμύθι: ήταν τόσο δύσκολο σε κάποιες στιγμές να ξεδιαλύνεις αν έλεγε τραγούδια ή αν σε μάγευε με ξόρκια, η δύναμη των οποίων χανόταν στα πανάρχαια χρόνια. 

Χάρηκα που ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του κόσμου χειροκρότησε θερμά τον Ψαραντώνη και γνώριζε, έστω κι αν δεν ήξερε να πει τους στίχους, τραγούδια του σαν το "Έσβησε Αέρας Το Κερί", τον "Ψηλορείτη", την "Τίγρη" ή το απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο («Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν»). Δεν μπορώ όμως να μη σημειώσω πως μια αρκετά ευάριθμη μερίδα του κοινού, που κάθονταν Παναγίτσες όσο έπαιζε ο Αγγελάκας, άρχισε να μετακινείται πάνω-κάτω, να σχηματίζει πηγαδάκια και να προξενεί συχνά αφόρητη βαβούρα όταν έπαιξε ο Ψαραντώνης. 

Μάλιστα, είχα και ο ίδιος κάτι βασιβουζούκους πίσω μου, στο μπροστινό κομμάτι της αρένας, οι οποίοι θεώρησαν πως εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουν τα μεταπτυχιακά τους και το πότε μπορεί κανείς να εξαγοράσει τη στρατιωτική του θητεία... Ιδού, κυρίες και κύριοι, το πραγματικό επίπεδο μιας μερίδας (ευτυχώς) ενός κοινού, το οποίο, κατά τα άλλα, αρέσκεται να το παίζει rock, διαφορετικό και προχωρημένο. 



11 Ιουλίου 2023

Τραβιάτα - ανταπόκριση όπερας (2016)


Ήταν εμπειρία η «Τραβιάτα» του Τζουζέπε Βέρντι (Giuseppe Verdi) που ανέβηκε τον Νοέμβριο του 2016 στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής. Γιατί δεν ήταν μόνο θέαμα υψηλού επιπέδου, αλλά είχε επιπλέον τη Μυρτώ Παπαθανασίου και τον Δημήτρη Τηλιακό να ανεβάζουν τον πήχη για τη στάθμη της όπερας που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. 

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο και ανήκουν στον Χάρη Ακριβιάδη


Δεν ήταν μόνο λαμπερή η πρεμιέρα της Τραβιάτα στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής. Ήταν και θέαμα υψηλού επιπέδου, ένας σημαίνων σταθμός για την ποιότητα της όπερας που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Η οποία, όσο ικανοποιητική κι αν κρίνεται στη βάση των (αναπόφευκτων) συγκρίσεων με τη διεθνή εμπειρία, οφείλει να θέτει νέους στόχους προς κατάκτηση. Αυτή τη φορά, λοιπόν, τον πήχη τον μετατόπισαν προς τα πάνω οι τραγουδιστικές επιδόσεις που σημείωσαν η Μυρτώ Παπαθανασίου και ο Δημήτρης Τηλιακός, στο πλαίσιο του φημισμένου έργου του Τζουζέπε Βέρντι. 

Μέρος της όλης εμπειρίας στάθηκαν πάντως και τα καταπληκτικά σκηνικά και κοστούμια, τα οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν από την Εθνική Λυρική Σκηνή το 2001, όταν τη σκηνοθεσία της Τραβιάτα είχε αναλάβει ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος –την αναβίωσε με σεβασμό στη λαμπρότητά της ο Ίων Κεσούλης. Ήταν δηλαδή αυτά που κέρδισαν άμεσα το μάτι με το που άνοιξε η κουρτίνα, βοηθώντας το μυαλό μας να βρεθεί σε ένα μακρινό και αλλοτινό Παρίσι, κάπου ανάμεσα στους ανέμελους καλεσμένους που γέμιζαν το σαλόνι της Βιολέττας Βαλερύ. Σε μια τέτοια βεγγέρα, μάλιστα, το 1844, είχε γνωρίσει ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) την 20χρονη εταίρα Marie Duplessis. Εκείνη που, μετά τον θάνατό της, μετέτρεψε στη λογοτεχνική φιγούρα της «Κυρίας με τις Καμέλιες», για να την κάνει τελικά «Βιολέττα Βαλερύ» ο Francesco Maria Piave, όταν έγραψε το λιμπρέτο της Τραβιάτα για λογαριασμό του Βέρντι.

Μέρος επίσης της όλης επιτυχίας ήταν και το πόσο ρολόι κύλησαν τα πάντα στην παραγωγή. Η ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής, ας πούμε, σε διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, δεν αρκέστηκε να αποδώσει με τον πρέποντα τρόπο τα ούτως ή άλλως πολλά θαυμάσια σημεία της μουσικής του Βέρντι (π.χ. τη δημοφιλέστατη πλέον εισαγωγή), μα ήρθε και πολύ καλά διαβασμένη στην απαιτητική 2η πράξη, όπου η πίστη στην παρτιτούρα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα πιάσεις και τα συναισθηματικά «αρώματα» ενός λεπτομερούς ψυχογραφήματος. Το οποίο μας παραδόθηκε με μελωδικούς και θεατρικούς όρους, βοηθώντας τη Βιολέττα Βαλερύ να εκτοξευτεί στη μεγάλη μυθολογία της οπερατικής παράδοσης. Αλλά και το μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής ήταν ωραίο, όπως ήταν και η Χορωδία της, ενώ όλοι οι μονωδοί στάθηκαν στο ύψος των ρόλων τους, με τον Γιάννη Χριστόπουλο να αποτυπώνει δυναμικά τον Αλφρέντο Ζερμόν και τον Πέτρο Σαλάτα να αναπλάθει πειστικά τη θερμοκέφαλη υπεροψία του βαρώνου Ντουφόλ. 

Όμως, κακά τα ψέματα, εκείνο που εκτόξευσε τη συγκεκριμένη Τραβιάτα ήταν οι επιδόσεις της Μυρτώς Παπαθανασίου (Βιολέττα Βαλερύ) και του Δημήτρη Τηλιακού (Τζόρτζιο Ζερμόν). Ο συναγωνισμός τεράστιος, αν σκεφτείτε ότι τη Βιολέττα έχουν ενσαρκώσει στο παρελθόν η Μαρία Κάλλας και η Anna Moffo, ενώ στον ρόλο του πατέρα του Αλφρέντο έχουν διακριθεί φιγούρες σαν τον Robert Merrill και τον Thomas Hampson. Κι όμως, αμφότεροι βγήκαν ασπροπρόσωποι. Και, πιθανολογώ, βάζουν δύσκολα στους συναδέλφους τους που αναλαμβάνουν αυτούς τους ρόλους στις επόμενες παραστάσεις της Τραβιάτα, αντίστοιχα τις Έλενα Μόσουκ, Μαρία Μητσοπούλου & Βασιλική Καραγιάννη (η Παπαθανασίου έπαιξε μόνο στην πρεμιέρα) και τους Δημήτρη Πλατανιά & Διονύση Σούρμπη (ο Τηλιακός θα εμφανιστεί ξανά και στην παράσταση της 26/11).

Η Παπαθανασίου μπορεί να ξεκίνησε δίνοντας την αίσθηση της φωνητικής οικονομίας, μα έκλεισε εντυπωσιακά την 1η Πράξη. Στη δε 2η Πράξη, μας «ανατίναξε» (αν μου επιτρέπετε την έκφραση) παρέα με τον Τηλιακό: πλήρως ανταποκρινόμενοι στο αίτημα του Βέρντι για μια όπερα που διαρκώς θα αντανακλούσε την εξελισσόμενη ψυχολογία της ηρωίδας του –και άρα απαιτούσε τραγουδιστικά χαρίσματα πέραν μιας τυπικής δεξιοτεχνίας– μάς χάρισαν ένα σπονδυλωτό ντουέτο ευκίνητο, πλαστικό, θερμό ως προς τις ερμηνείες. Μια υπέροχη σύμπλευση καλλιφωνίας και σκηνικής δράσης, που μας άφησε ενθουσιασμένους, όσο και συγκινημένους για τη θυσία της Βιολέττας. Σε ένα αριστουργηματικό στιγμιότυπο της οπερατικής κληρονομιάς της Δύσης, όπου ο Βέρντι τολμά να αναγορεύσει μια εταίρα σε σύμβολο κοινωνικού αποκλεισμού, αντιπαραβάλλοντας τη βαθιά ηθική στάση της εκπορνευμένης με τη συμβατική ηθικολογία του καθώς πρέπει Ζερμόν πατέρα. 

Η Παπαθανασίου ολοκλήρωσε το άριστο αυτό πορτραίτο στη θλιμμένη ησυχία της 3ης Πράξης. Νομίζω μάλιστα ότι θα μείνει καιρό στη μνήμη μου να χτυπά το πάτωμα όπου κείτεται πεσμένη, ανακράζοντας ότι θέλει να ζήσει, λίγες μόλις στιγμές πριν χάσει τη μάχη ενάντια στη φυματίωση. Όπως την έχασε και η αληθινή Marie Duplessis, στο αποκορύφωμα του παρισινού καρναβαλιού του 1847, μόλις στα 23 της χρόνια. 

Μέσα στα δίκαια χειροκροτήματα του φινάλε, δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ το πώς αλλάζουν, μα και το πώς δεν αλλάζουν εν τέλει τα πράγματα. Μια όπερα που κάποτε επικρίθηκε σφοδρά ως αισχρή και σάπια (πρωτοσέλιδο των τότε «Times» του Λονδίνου) από σημαντική μερίδα της «καλής» και μορφωμένης κοινωνίας αποθεώνεται εν έτει 2016 από μια άλλη «καλή» και μορφωμένη κοινωνία. Η οποία θεωρεί μύθο, πλέον, τη Βιολέττα Βαλερύ και ίσως διαβάζει με ρομαντική συγκίνηση την «Κυρία με τις Καμέλιες» ή την αληθινή ιστορία της Duplessis, μα δεν μπόρεσε να δείξει επαρκή συμπάθεια, σε πολύ πρόσφατα χρόνια, για τη δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών (εκδιδόμενων) γυναικών, οκτώ από τις οποίες κάθονται αυτές τις μέρες στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 

Η δικαιοσύνη είναι βέβαια αρμόδια να κρίνει αν και σε ποιον βαθμό παραβίασαν κάποιους νόμους (θα αθωόνονταν έναν μήνα μετά την πρώτη δημοσίευση αυτής της κριτικής). Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένοι άλλοι νόμοι που παραβιάστηκαν, των Ανθρώπων οι λεγόμενοι –αυτούς αν θέλετε που «δίδαξαν» η Βιολέττα Βαλερύ, αλλά και η δική μας Αντιγόνη ακόμα πιο παλιά. Οι οποίοι (θα έπρεπε να) εκδικάζονται στις συνειδήσεις μας, τιμωρώντας παραδειγματικά τους ηθικούς αυτουργούς. Τον πατέρα Ζερμόν, τουλάχιστον, τον έφαγαν οι τύψεις. 



10 Ιουλίου 2023

Deep Purple - ανταπόκριση (2006)


Πήγα σε τόσες συναυλίες φέτος (κι έχει κι άλλες το πρόγραμμα, ο Ιούλιος είναι νέος ακόμα), όμως δεν κατάφερα να πάω να δω τους Deep Purple, που το περίμενα πώς και πώς πριν κάτι μήνες: ένας συνδυασμός κειμένων προς παράδοση, εξάντλησης και του γεγονότος ότι η Rockwave συναυλία τους έπεσε Παρασκευή, με κράτησαν μακριά από τη Μαλακάσα. Μετά άκουσα και διάβασα τα καλύτερα –και στεναχωρήθηκα.

Μ' αυτά και μ' αυτά, πάντως, θυμήθηκα την τελευταία φορά που τους είδα ζωντανά: ήταν Ιούλιος 2006, φίλοι μου, 17 χρόνια πριν, στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα. Μάλιστα είχα γράψει και μια ανταπόκριση, που είχε δημοσιευτεί στο Avopolis. 

Παρότι δεν γράφω πια έτσι όπως έγραφα τότε, οπότε η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει το κείμενο που ξαναδιαβάζω, αποφάσισα να το αναδημοσιεύσω κι εδώ (με μικρές τροποποιήσεις). Τιμής ένεκεν, για τους αγαπημένους Deep Purple, αλλά και για το γεγονός ότι, σε όσους γράφουμε, κάνει καλό να ξαναγυρνάμε τόσα χρόνια πίσω και να βλέπουμε τι κάναμε. Αν μη τι άλλο για να δούμε αν μας αρέσει το τώρα μας περισσότερο από το χθες ή αν μείναμε τελικά στα ίδια. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην παλιά φίλη Έφη Παναγιωτοπούλου


Τελικά είναι μεγάλη υπόθεση να γουστάρεις τρελά το ό,τι κάνεις… Αυτό απέδειξαν οι Deep Purple, με τους οποίους ροκάρανε ακόμα και οι βράχοι στον Βύρωνα. Τους υποδέχτηκε δε ένα κατάμεστο και πολύ ενθουσιώδες θέατρο, με ηλικίες κάθε είδους και πάμπολλα σχολιαρόπαιδα που μακραίνουν το μαλλί εδώ και κανά χρόνο να λανσάρουν μαύρα μπλουζάκια με στάμπες Whitesnake, Guns Ν' Roses, Iron Maiden κτλ.

Τη βραδιά άνοιξαν οι Έλληνες Engine-V με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η μπάντα αυτή ήταν φοβερή επί σκηνής, παρουσιάζοντας έναν καθαρόαιμο hard rock ήχο, που τους έδειξε ως αριστούχους μαθητές της σκληρής μουσικής των δεκαετιών του 1970 και 1980. Η ενέργειά τους και τα βροντερά τους σόλο, σε συνδυασμό με το πάθος του τραγουδιστή, με έκαναν σε σημεία να αναρωτηθώ μήπως έχω μπροστά μου τους Motörhead (όχι, δεν κάνω καμία πλάκα). Και μπορεί και να το είχα πιστέψει αν δεν με προσγείωναν κάπως με το υλικό τους, το οποίο ήχησε μονότονο, σαν να ακούω το ίδιο πάνω-κάτω τραγούδι σε παραλλαγές.

Όσο για τους Deep Purple, με ανάγκασαν να καταπιώ πολλά πράγματα που τους σέρνω τα τελευταία χρόνια: ότι γεράσανε, ότι ξοφλήσανε πια, ότι αμάν κάθε τρεις και λίγο νέοι δίσκοι που δεν έχουν τίποτα να πουν (και διάφορα τέτοια). Πράγματι, γεράσανε. Και δεν άλλαξα καθόλου την άποψή μου για τα άλμπουμ των τελευταίων 20 περίπου χρόνων. Αλλά τη λέξη «ξοφλήσανε» δεν θα την ξαναπώ πια. Γιατί εκεί πάνω στη σκηνή του Βύρωνα είδα μια σφιχτοδεμένη μπάντα, που όχι μόνο το λέει ακόμα η καρδιά της, αλλά ζει και αναπνέει για τη συγκεκριμένη μουσική και την εμπειρία των lives. Κι αν συνυπολογίσουμε δίπλα σε αυτό το attitude κάποια ομολογουμένως φοβερά τραγούδια που έχουν γράψει (που είναι φοβερά, όσο κι αν έχουμε ίσως βαρεθεί να τα ακούμε ξανά και ξανά στα ραδιόφωνά μας), δεν γινόταν να λαθέψουν.

Ο Ian Gillan μπορεί να μην έχει πια τη φωνητική έκταση του παρελθόντος, βγήκε όμως στη σκηνή κομψότατος, με λευκό πουκάμισο (μετά φόρεσε και κάτι χαβανέζικα, έχει μια μανία με τα χαβανέζικα αυτός ο άνθρωπος) και, παρότι ζορίστηκε σε μερικά σημεία, τραγούδησε με την κλάση και τον αέρα ενός πραγματικού rock star. Υπήρξαν και στιγμές κάπως φλύαρες, με τον κατά τα άλλα θαυμάσιο Steve Morse να ρέπει επικίνδυνα προς την guitar-virtuoso rock υπνηλία σε κάποια σημεία και τον Don Airey να το παρακάνει, παίζοντας στα πλήκτρα του ακόμα και τον "Ζορμπά" και τα "Παιδιά Του Πειραιά". 

Κοντά σε αυτές, όμως, υπήρξανε κι άλλες, όπου το έβγαζες το καπέλο στους γερόλυκους. Το ξεσκίσανε το "Highway Star", το έπαιξαν έξοχα το "Hush", στάθηκαν στο απαιτούμενο ύψος στα "Smoke On The Water" και "Perfect Strangers", ενώ εξέπληξαν κι ευχάριστα με ένα νέο τραγούδι ονόματι "Rapture Of The Deep" και με τη μάλλον ξεχασμένη μπαλάντα τους "When A Blind Man Cries".

Πράγματι, λοιπόν, γεράσανε οι Deep Purple… Τους έμεινε όμως η ροκιά, που λέει και το εγχώριο άσμα. Και είναι μεγάλο πράγμα αυτό, μετά από τόσες δόξες, τόση φθορά και τόσα κέρδη.



07 Ιουλίου 2023

Duo Coyote - ανταπόκριση (2019)


Περίπου 7 χρόνια μετά την τελευταία μου επαφή με τον εκλεκτό Γάλλο αυτοσχεδιαστή Michel Doneda (2012, δείτε εδώ), οι δρόμοι μας ξαναδιασταυρώθηκαν.

Τότε ήταν να έρθει στην «Knot Gallery», ως τον Φεβρουάριο του 2019 όμως ο χώρος αυτός δεν υπήρχε πια, οπότε έπαιξε στις «Χίμαιρες», δίνοντας μια καταπληκτική συναυλία ελεύθερου αυτοσχεδιασμού ως Duo Coyote –πρόκειται για το δίδυμο που έχει συγκροτήσει με τη Natacha Muslera. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Η έλευση του Michel Doneda στην Αθήνα (με το Duo Coyote, το οποίο έχει φτιάξει με τη Natacha Muslera), θα ανέμενε κανείς να συσπειρώσει τους περισσότερους απ' όσους δίνουν τακτικά το παρών σε συναυλίες μουσικού πειραματισμού και αυτοσχεδιασμού. Ωστόσο στις «Χίμαιρες» άργησε να μαζευτεί ένας κάποιος κόσμος, που και πάλι δεν ήταν πολύς. Ίσως γιατί αυτή ήταν η 3η σερί συναυλία του Duo Coyote στην πόλη μας: είχε προηγηθεί, δηλαδή, η σύμπραξη με τους Emmanuel Cremer & Στέφανο Χυτήρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο την προηγουμένη κι ακόμα μία εμφάνιση δύο ημέρες πριν –ξανά με τον Cremer, αλλά συν τον Χάρη Λαμπράκη– στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Τελικά, μάλιστα, το ανακοινωμένο πρόγραμμα δεν θα ανατρεπόταν μονάχα χρονικά: αντί να αρχίσουν οι Emmanuel Cremer & Γιώργος Κοκκινάρης, πρώτους είδαμε στις Χίμαιρες τους Michel Doneda & Natacha Muslera. Τον λόγο δεν τον μάθαμε, όμως αυτό χάλασε, νομίζω, την καλά σχεδιασμένη ροή της συναυλίας. Γιατί ό,τι θα παρουσίαζε το Duo Coyote είχε τη δυναμική της κορύφωσης, ενώ εκείνο που ακούσαμε από τους Cremer & Κοκκινάκη –καίτοι πολύ ενδιαφέρον– διέθετε τη δυναμική του «χτισίματος», η οποία θα έδινε τη σκυτάλη σε κάτι άλλο.

Σε κάθε περίπτωση, η συναυλία ξεκίνησε με τη Muslera να κλείνει τα μάτια και να λυγίζει ελαφρώς τα γόνατα και τον Doneda, αμέσως μετά, απλώς να φυσά μέσα στο επιστόμιο του σοπράνο σαξοφώνου του· εντάσσοντας σιγά-σιγά μουσικές φράσεις, σε πλήρη σύμπνοια με τη συνοδοιπόρο του, η οποία άρχιζε παράλληλα τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό. Από εκεί και πέρα οι εναλλαγές κάλυψαν ό,τι συνδυασμό μπορεί κανείς να φανταστεί, σε ένα πραγματικά πλούσιο set, που ήταν χάρμα όχι μόνο να το ακούς, μα και να το βλέπεις. Doneda & Muslera είχαν δε άψογη μεταξύ τους επικοινωνία, παρότι η δεύτερη παρέμεινε με κλειστά τα μάτια σχεδόν ως το τέλος της performance. 

Ο Doneda έδειξε λοιπόν ποικιλοτρόπως την εμπειρία του στη χρήση διευρυμένων τεχνικών στο σοπράνο σαξόφωνο, ενώ προς το τέλος έπαιξε και τη σοπρανίνο εκδοχή αυτού. Πότε μόνο με φυσήματα, πότε εξερευνώντας το μουσικό εύρος του οργάνου με ασυνήθιστους τρόπους και με κοφτά παιξίματα που έμοιαζαν με σκουξίματα ή τριξίματα, πότε απλά σηκώνοντάς το και χτυπώντας το σώμα με τον δείκτη του χεριού του, παράγοντας ένα καθαρό και επίμονο ταπ-ταπ. Δίπλα του, η Muslera ακολουθούσε υποδειγματικά κάθε παύση και ένταση με λαρυγγισμούς και με ήχους απόκοσμους, άλλοτε εφήμερους και ά-λογους, άλλοτε φτιαγμένους ώστε εσκεμμένα να ηχούν ως αποδομημένη γλώσσα. Προσφέροντας, έτσι, μια εμπειρία που έμοιαζε με αρχέγονη, σαμανική τελετουργία (ενίοτε και με θρίλερ), απηχώντας βέβαια τα διδάγματα της μεγάλης Diamanda Galás, η οποία είχε ήδη γίνει σημείο αναφοράς όταν η Γαλλίδα καλλιτέχνιδα ξεκίνησε τις δικές της σπουδές.

Σε ένα σημείο, μάλιστα, επιστρατεύτηκε ακόμα και ο ίδιος ο συναυλιακός χώρος –πράγμα που για το Duo Coyote αποτελεί στόχο– με τον Doneda να παίζει διασχίζοντας την αίθουσα, όσο η Muslera συνέχιζε τον αυτοσχεδιασμό της. Κάτι που έδωσε στο κοινό την εντύπωση της στερεοφωνίας, κάνοντας τις «Χίμαιρες» στοιχείο βοηθητικό μιας καταπληκτικής συναυλίας, η οποία επιβεβαίωσε την πεμπτουσία του αυτοσχεδιασμού. Όχι μόνο ως ράγισμα στην κωδικοποιημένη «γλώσσα» της μουσικής, μα και ως μια ενεργή εμπειρία, που αναζητά νέες περιοχές για να ζήσει προσωρινά. Με αυτά ακριβώς τα λόγια άλλωστε τον είχε περιγράψει και ο ίδιος ο Doneda, σε συζήτηση που είχαμε 7 χρόνια πριν.


Emmanuel Cremer & Γιώργος Κοκκινάρης, τώρα, είχαν πραγματικά δύσκολη αποστολή έπειτα από μια τέτοια performance, πόσο μάλλον αν αυτή ήταν η πρώτη τους κοινή  σύμπραξη. Ωστόσο άρχισαν κι εκείνοι ευρηματικά, με τον Κοκκινάρη να σέρνει το ογκώδες του κοντραμπάσο στις νοερές γραμμές της σκηνής –με την πολύτιμη βοήθεια του ίδιου του Doneda, ο οποίος σηκώθηκε από την καρέκλα όπου είχε κάτσει να παρακολουθήσει, ώστε να απομακρύνει το αυτοσχέδιο χαλί που θα εμπόδιζε τη διέλευση του Έλληνα μουσικού από συγκεκριμένο σημείο.

Κατόπιν ο Κοκκινάρης στάθηκε όρθιος, ενώ ο Cremer έσπευσε να κάτσει δίπλα του σε καρέκλα, στήνοντας έναντί του το βιολοντσέλο του. Ο Γάλλος μουσικός φανέρωσε νομίζω μια εμπειρία που έλειπε από τον συμπατριώτη μας, όχι μόνο παρακολουθώντας με ψυχραιμία τα ποικίλα κελεύσματά του –ακολουθώντάς τα, συμπληρώνοντάς τα ή τοποθετούμενος αντιστικτικά, κατά το δοκούν– μα και παίζοντας ενίοτε πιο μουσικά. Ο Κοκκινάρης, από την άλλη, διέθετε περισσότερο την αίσθηση της περιπέτειας, ίσως και τη λαχτάρα να παρουσιάσει επί σκηνής, δίπλα σε ένα διακεκριμένο διεθνές όνομα, όσα διέκριναν το δισκογραφικό του ντεμπούτο Touch: 8 Ιmprovised Stories For Solo Double Bass (2018). Μια πλήρη ηχητική εξερεύνηση του κλασικού κοντραμπάσου, δηλαδή, η οποία επεκτεινόταν και στο ίδιο το σώμα του οργάνου, συχνά συνοδεία κίνησης ή/και αυτοσχεδιαστικού λόγου, που λειτουργούσε σαν ιδιότυπο μάντρα. 

Αν και η εμπειρία που πρόσφεραν Cremer & Κοκκινάρης θα λειτουργούσε αποτελεσματικότερα ως έναρξη της βραδιάς, οι δυο τους έφτασαν σε θαυμάσιο συντονισμό καθώς έσπρωξαν το κοντραμπάσο και το βιολοντσέλο στα όριά τους, με μια μανία που θαρρείς δυσανασχετούσε για τα τελευταία, απειλώντας να τα ξεχαρβαλώσει ώστε να βρει τις ελευθερίες στις οποίες έμπαιναν (φύσει) σύνορα: σε ένα σημείο, το δοξάρι του Κοκκινάρη έμοιαζε πια με κατσαβίδι, το οποίο διείσδυε βίαια στις χορδές. Συντονίστηκαν επίσης επιτυχώς όταν κι αυτοί ενέπλεξαν τον χώρο στην performance τους –με τον Cremer να παίζει από το μπαρ και τον Κοκκινάρη σε μία γωνία να χτυπάει το πίσω μέρος του κοντραμπάσου, ανοίγοντας και κλείνοντας παράλληλα με δύναμη την άδεια θήκη του στο πάτωμα– ενώ κορύφωσαν όταν βρέθηκαν μαζί σε μια γωνία, να αυτοσχεδιάζουν με τα όργανά τους τοποθετημένα το ένα απέναντι από το άλλο. 

Η βραδιά έκλεισε λοιπόν με δίκαια θερμό χειροκρότημα και τους λίγους παριστάμενους να φτιάχνουν κατόπιν πηγαδάκια γύρω από τους μουσικούς, τελειώνοντας το ποτό τους με συζήτηση.









06 Ιουλίου 2023

Michel Doneda - συνέντευξη (2012)


Αν γκουγκλάρεις το όνομα του Michel Doneda, θα τον βρεις μπλεγμένο σε ένα πλήθος δραστηριοτήτων, performances και ηχογραφήσεων. 

Όμως, όσο κι αν εντυπωσιάζουν τέτοια πράγματα, δεν οριοθετούν τελικά την αληθινή του σημασία. Αυτήν την έχει συνοψίσει –θαυμάσια– ο François Couture, χρεώνοντάς του τη δημιουργία ενός από τα πιο εκτεταμένα μουσικά λεξιλόγια των τελευταίων χρόνων στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. 

Πίσω στον Οκτώβρη του 2012, λοιπόν, ευτύχησα να κουβεντιάσω με τον σπουδαίο αυτό Γάλλο σαξοφωνίστα, καθώς ετοίμαζε βαλίτσες για Αθήνα, για δύο συναυλίες παρέα με τον Jonas Kocher και εγχώριους μουσικούς στη δραστήρια, τότε, μα ανενεργή (πλέον) «Knot Gallery».

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό για τη συναυλία που ήταν τότε διαθέσιμο στον Τύπο 


Τι θεωρείτε ως πιο σημαντικό στον αυτοσχεδιασμό; Είναι η στιγμή, το μέρος; Οι ακροατές που έχετε κάθε φορά; 

Ο αυτοσχεδιασμός αφήνεται στους ήχους, στις κινήσεις, στα δρώμενα, όμως προσπαθεί να εφεύρει τις θέσεις τους, δεν τις προ-τοποθετεί κάπου. Το να αυτοσχεδιάζεις μοιάζει κάθε φορά σαν να μπαίνεις σε ένα μέρος άγνωστο και απροσδιόριστο. 

Έτσι, περισσότερο από δουλειά, ο αυτοσχεδιασμός είναι μια δράση: μια ενεργή εμπειρία, η οποία αναζητά καινούριες περιοχές για να ζήσει προσωρινά. Αυτό δεν σημαίνει –απαραίτητα– ότι εφευρίσκει παράλληλα και νέες μουσικές «γλώσσες» ή ότι αναπτύσσει άλλες μορφές έκφρασης. Ορίζεται ως το ράγισμα στην κωδικοποιημένη γλώσσα της μουσικής. 

Πόσο σημαντικό είναι το οπτικό στοιχείο στις εμφανίσεις σας;

Ο αυτοσχεδιασμός δεν καμουφλάρει την ανάπτυξή του. Το κάθε τι πρέπει να εμφανίζεται, κάθε του εργαλείο: αν θέλουμε να ανοίξουμε μάτια και αφτιά, κάθε τι πρέπει να είναι ορατό, όπως πρέπει επίσης και να ακούγεται. Βέβαια, μπορείς πάντα να κλείσεις τα μάτια και να προσλάβεις έτσι μια διαφορετική αντίληψη –η διάδραση αφτιών και ματιών είναι ξεχωριστή στον κάθε έναν. Πάντως η μπροστινή τοποθέτηση των μουσικών στη σκηνή, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένες θέσεις, έχει και τα όριά της. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να δοκιμάζεις κι άλλες προσεγγίσεις στον χώρο και στη σχέση του με το κοινό. 

Για έναν αυτοσχεδιαστή, πόσο εύκολο (ή δύσκολο) είναι να βρει μια ισορροπία μεταξύ της προσωπικής προσέγγισης και του να παίζει/επικοινωνεί με άλλους –υποθέτοντας ότι μια τέτοια ανάγκη είναι υπαρκτή;

Κατά τη διάρκεια ενός συλλογικού αυτοσχεδιασμού πρέπει να προσαρμόζεις το λεξιλόγιό σου, τη γλώσσα σου και το υλικό σου στην αλλαγή. Το να αυτοσχεδιάζεις μαζί με άλλους προϋποθέτει ότι κατανοείς τις διαφορές σου μαζί τους. Προσπαθώ επίσης να μην επιβάλλω τη δική μου οπτική πάνω τους. 

Στην Αθήνα θα σας δούμε να παίζετε παρέα με τον Jonas Kocher, αλλά και μαζί με Έλληνες μουσικούς, σε συναντήσεις δηλαδή διαφορετικών γενεών και στιλιστικών καταβολών. Έχετε προσχεδιάσει πράγματα ή θα τα αφήσετε όλα στον αυθορμητισμό; 

Αν ο αυτοσχεδιασμός θέλει να είναι ενεργός, πιστεύω ότι πρέπει να έρχεται αντιμέτωπος με την έννοια του κατορθώματος και με το ότι κάθε κατάσταση είναι μοναδική. Ενδιαφέρομαι περισσότερο για το υποκείμενο, παρά για το αντικείμενο, γι’ αυτό και στην Αθήνα θα δουλέψουμε όλοι μαζί ταυτόχρονα για τις δύο επικείμενες συναυλίες. 

Απρίλιος 1968, ένας πρώτος ήχος στο σοπράνο σαξόφωνο. Μοιραστείτε μαζί μας τις μνήμες από τότε, τη σημασία που είχε εκείνη η μέρα στη ζωή σας…

Έπαιξα το σαξόφωνο τυχαία εκείνη τη μέρα του Απρίλη, δίχως να έχω ιδέα από μουσική ή από όργανα. Βρισκόμασταν έναν μήνα πριν τη λεγόμενη «επανάσταση» του Μάη ’68. Η δική μου επανάσταση ξεκίνησε λοιπόν με αυτό το όργανο και τον ήχο που έβγαλε: υπήρξε η πιο σημαντική ώθηση που έχω δεχτεί στη ζωή μου. Από τότε δεν έχω πάψει να παίζω και να απολαμβάνω τόσο τους ήχους, όσο και τη σιωπή.

Αλήθεια, τι έχει περισσότερη σημασία για σας, ο ήχος ή η μουσική;

Το ηχητικό υλικό που σου προτείνει να έρθεις σε επαφή μαζί του αποτελεί ένα οργανικό πολυσύνθετο, το οποίο λειτουργεί ως σφουγγάρι απέναντι στην ιστορία. Το να ακούς, αντίθετα, δεν είναι φυσική στάση: ορίζεται από το άτομο και από τις οικονομικές αξίες μιας κοινότητας. Το πνεύμα του Ανθρώπου είναι θεμελιακά υπέρ και ταυτόχρονα κατά της Φύσης και, επομένως, προσδίδει στο υλικό την ηχητική ποιότητα των κινήσεών του προς την αντίθετη διεύθυνση. 

Δεν έχετε δουλέψει ποτέ μαζί με κάποιον παραγωγό. Είναι θέμα καλλιτεχνικής ελευθερίας; 

Ακριβώς! Δεν με προσέγγισε ποτέ κάποιος παραγωγός και ποτέ μου δεν έψαξα για έναν. 

Ξέρω ότι μελετάτε την choros, μια προπολεμική μουσική της Βραζιλίας. Μπορείτε να μας διαφωτίσετε για το είδος και για την αγάπη που έχετε αναπτύξει γι’ αυτό; 

Ανακάλυψα αυτό το είδος βραζιλιάνικης ποπ χάρη στον Αργεντινό σαξοφωνίστα Eduardo Kohan –κατά τη δεκαετία του 1980 είχα συχνά την ευκαιρία να παίζω μαζί του στον δρόμο. Κατά τα άλλα παίζω αυτή τη μουσική μόνο για τον εαυτό μου, εκτιμώ δε ιδιαίτερα τις συνθέσεις του Pixinguinha. 

Έχετε επίσης αναφέρει ως επιρροή τον Ιάπωνα δεξιοτέχνη του σακουχάτσι, Watatsumi Do. Να υποθέσω πως όλα αυτά μαζί στοιχειοθετούν μια προτίμησή σας για τη μουσική που στο Δυτικό ημισφαίριο αποκαλούμε «world»;

Όχι. Με ενδιαφέρουν οι ατομικότητες, όχι οι κατηγορίες και τα είδη μουσικής. Με αγγίζει ό,τι ακούω από τον Watatsumi Do και όσα ξέρω για τον τρόπο ζωής του, δεν είναι όμως μια μοναδική επιρροή για μένα. 

Μπορεί να υπάρξει κάποια σχέση μεταξύ αυτοσχεδιασμού και ιεραρχίας;

Η σχέση που έχει εγκαθιδρυθεί μεταξύ ακροατηρίου και μουσικών αποτελεί μια μορφή potlatch, ανάλογη με αυτό το φεστιβάλ/οικονομικό σύστημα των ιθαγενών πληθυσμών που ζουν στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού. Κάποιες φορές το υλικό προσφέρει κάτι το αυθύπαρκτο για ακοή, άλλες φορές είναι το ακροατήριο το οποίο προβάλλει πάνω του τη δική του αντίληψη. 

Πάντως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε στις ίδιες πραγματικότητες μουσικοί και ακροατές, ενώ, επιπλέον, οι μουσικοί κινούμαστε και σε διαφορετικά επίπεδα ο ένας από τον άλλον. Τόσο λοιπόν οι πρωταγωνιστές, όσο και οι ακροατές ενός αυτοσχεδιαστικού δρώμενου είναι εκείνοι που εφευρίσκουν το «τι συμβαίνει». 

Αντίθετα, η ιεραρχία έχει περισσότερο να κάνει με την κοινωνική πρόσληψη του αυτοσχεδιασμού –κατ’ επέκταση και των αυτοσχεδιαστών. Και είναι νομίζω σαφές ότι για μας δεν υπάρχει αληθινά κάποιος χώρος στην κοινωνία, παρά μονάχα ένα μικρό μέρος στον κόσμο του πολιτισμού. Γιατί ο αυτοσχεδιασμός είναι μια πράξη με προσωρινό χαρακτήρα, πάνω στην οποία δεν γίνεται να κεφαλαιοποιήσεις: χάνεται την ίδια ακριβώς στιγμή που πραγματώνεται.