10 Ιουλίου 2023

Deep Purple - ανταπόκριση (2006)


Πήγα σε τόσες συναυλίες φέτος (κι έχει κι άλλες το πρόγραμμα, ο Ιούλιος είναι νέος ακόμα), όμως δεν κατάφερα να πάω να δω τους Deep Purple, που το περίμενα πώς και πώς πριν κάτι μήνες: ένας συνδυασμός κειμένων προς παράδοση, εξάντλησης και του γεγονότος ότι η Rockwave συναυλία τους έπεσε Παρασκευή, με κράτησαν μακριά από τη Μαλακάσα. Μετά άκουσα και διάβασα τα καλύτερα –και στεναχωρήθηκα.

Μ' αυτά και μ' αυτά, πάντως, θυμήθηκα την τελευταία φορά που τους είδα ζωντανά: ήταν Ιούλιος 2006, φίλοι μου, 17 χρόνια πριν, στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα. Μάλιστα είχα γράψει και μια ανταπόκριση, που είχε δημοσιευτεί στο Avopolis. 

Παρότι δεν γράφω πια έτσι όπως έγραφα τότε, οπότε η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει το κείμενο που ξαναδιαβάζω, αποφάσισα να το αναδημοσιεύσω κι εδώ (με μικρές τροποποιήσεις). Τιμής ένεκεν, για τους αγαπημένους Deep Purple, αλλά και για το γεγονός ότι, σε όσους γράφουμε, κάνει καλό να ξαναγυρνάμε τόσα χρόνια πίσω και να βλέπουμε τι κάναμε. Αν μη τι άλλο για να δούμε αν μας αρέσει το τώρα μας περισσότερο από το χθες ή αν μείναμε τελικά στα ίδια. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην παλιά φίλη Έφη Παναγιωτοπούλου


Τελικά είναι μεγάλη υπόθεση να γουστάρεις τρελά το ό,τι κάνεις… Αυτό απέδειξαν οι Deep Purple, με τους οποίους ροκάρανε ακόμα και οι βράχοι στον Βύρωνα. Τους υποδέχτηκε δε ένα κατάμεστο και πολύ ενθουσιώδες θέατρο, με ηλικίες κάθε είδους και πάμπολλα σχολιαρόπαιδα που μακραίνουν το μαλλί εδώ και κανά χρόνο να λανσάρουν μαύρα μπλουζάκια με στάμπες Whitesnake, Guns Ν' Roses, Iron Maiden κτλ.

Τη βραδιά άνοιξαν οι Έλληνες Engine-V με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η μπάντα αυτή ήταν φοβερή επί σκηνής, παρουσιάζοντας έναν καθαρόαιμο hard rock ήχο, που τους έδειξε ως αριστούχους μαθητές της σκληρής μουσικής των δεκαετιών του 1970 και 1980. Η ενέργειά τους και τα βροντερά τους σόλο, σε συνδυασμό με το πάθος του τραγουδιστή, με έκαναν σε σημεία να αναρωτηθώ μήπως έχω μπροστά μου τους Motörhead (όχι, δεν κάνω καμία πλάκα). Και μπορεί και να το είχα πιστέψει αν δεν με προσγείωναν κάπως με το υλικό τους, το οποίο ήχησε μονότονο, σαν να ακούω το ίδιο πάνω-κάτω τραγούδι σε παραλλαγές.

Όσο για τους Deep Purple, με ανάγκασαν να καταπιώ πολλά πράγματα που τους σέρνω τα τελευταία χρόνια: ότι γεράσανε, ότι ξοφλήσανε πια, ότι αμάν κάθε τρεις και λίγο νέοι δίσκοι που δεν έχουν τίποτα να πουν (και διάφορα τέτοια). Πράγματι, γεράσανε. Και δεν άλλαξα καθόλου την άποψή μου για τα άλμπουμ των τελευταίων 20 περίπου χρόνων. Αλλά τη λέξη «ξοφλήσανε» δεν θα την ξαναπώ πια. Γιατί εκεί πάνω στη σκηνή του Βύρωνα είδα μια σφιχτοδεμένη μπάντα, που όχι μόνο το λέει ακόμα η καρδιά της, αλλά ζει και αναπνέει για τη συγκεκριμένη μουσική και την εμπειρία των lives. Κι αν συνυπολογίσουμε δίπλα σε αυτό το attitude κάποια ομολογουμένως φοβερά τραγούδια που έχουν γράψει (που είναι φοβερά, όσο κι αν έχουμε ίσως βαρεθεί να τα ακούμε ξανά και ξανά στα ραδιόφωνά μας), δεν γινόταν να λαθέψουν.

Ο Ian Gillan μπορεί να μην έχει πια τη φωνητική έκταση του παρελθόντος, βγήκε όμως στη σκηνή κομψότατος, με λευκό πουκάμισο (μετά φόρεσε και κάτι χαβανέζικα, έχει μια μανία με τα χαβανέζικα αυτός ο άνθρωπος) και, παρότι ζορίστηκε σε μερικά σημεία, τραγούδησε με την κλάση και τον αέρα ενός πραγματικού rock star. Υπήρξαν και στιγμές κάπως φλύαρες, με τον κατά τα άλλα θαυμάσιο Steve Morse να ρέπει επικίνδυνα προς την guitar-virtuoso rock υπνηλία σε κάποια σημεία και τον Don Airey να το παρακάνει, παίζοντας στα πλήκτρα του ακόμα και τον "Ζορμπά" και τα "Παιδιά Του Πειραιά". 

Κοντά σε αυτές, όμως, υπήρξανε κι άλλες, όπου το έβγαζες το καπέλο στους γερόλυκους. Το ξεσκίσανε το "Highway Star", το έπαιξαν έξοχα το "Hush", στάθηκαν στο απαιτούμενο ύψος στα "Smoke On The Water" και "Perfect Strangers", ενώ εξέπληξαν κι ευχάριστα με ένα νέο τραγούδι ονόματι "Rapture Of The Deep" και με τη μάλλον ξεχασμένη μπαλάντα τους "When A Blind Man Cries".

Πράγματι, λοιπόν, γεράσανε οι Deep Purple… Τους έμεινε όμως η ροκιά, που λέει και το εγχώριο άσμα. Και είναι μεγάλο πράγμα αυτό, μετά από τόσες δόξες, τόση φθορά και τόσα κέρδη.



07 Ιουλίου 2023

Duo Coyote - ανταπόκριση (2019)


Περίπου 7 χρόνια μετά την τελευταία μου επαφή με τον εκλεκτό Γάλλο αυτοσχεδιαστή Michel Doneda (2012, δείτε εδώ), οι δρόμοι μας ξαναδιασταυρώθηκαν.

Τότε ήταν να έρθει στην «Knot Gallery», ως τον Φεβρουάριο του 2019 όμως ο χώρος αυτός δεν υπήρχε πια, οπότε έπαιξε στις «Χίμαιρες», δίνοντας μια καταπληκτική συναυλία ελεύθερου αυτοσχεδιασμού ως Duo Coyote –πρόκειται για το δίδυμο που έχει συγκροτήσει με τη Natacha Muslera. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Η έλευση του Michel Doneda στην Αθήνα (με το Duo Coyote, το οποίο έχει φτιάξει με τη Natacha Muslera), θα ανέμενε κανείς να συσπειρώσει τους περισσότερους απ' όσους δίνουν τακτικά το παρών σε συναυλίες μουσικού πειραματισμού και αυτοσχεδιασμού. Ωστόσο στις «Χίμαιρες» άργησε να μαζευτεί ένας κάποιος κόσμος, που και πάλι δεν ήταν πολύς. Ίσως γιατί αυτή ήταν η 3η σερί συναυλία του Duo Coyote στην πόλη μας: είχε προηγηθεί, δηλαδή, η σύμπραξη με τους Emmanuel Cremer & Στέφανο Χυτήρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο την προηγουμένη κι ακόμα μία εμφάνιση δύο ημέρες πριν –ξανά με τον Cremer, αλλά συν τον Χάρη Λαμπράκη– στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Τελικά, μάλιστα, το ανακοινωμένο πρόγραμμα δεν θα ανατρεπόταν μονάχα χρονικά: αντί να αρχίσουν οι Emmanuel Cremer & Γιώργος Κοκκινάρης, πρώτους είδαμε στις Χίμαιρες τους Michel Doneda & Natacha Muslera. Τον λόγο δεν τον μάθαμε, όμως αυτό χάλασε, νομίζω, την καλά σχεδιασμένη ροή της συναυλίας. Γιατί ό,τι θα παρουσίαζε το Duo Coyote είχε τη δυναμική της κορύφωσης, ενώ εκείνο που ακούσαμε από τους Cremer & Κοκκινάκη –καίτοι πολύ ενδιαφέρον– διέθετε τη δυναμική του «χτισίματος», η οποία θα έδινε τη σκυτάλη σε κάτι άλλο.

Σε κάθε περίπτωση, η συναυλία ξεκίνησε με τη Muslera να κλείνει τα μάτια και να λυγίζει ελαφρώς τα γόνατα και τον Doneda, αμέσως μετά, απλώς να φυσά μέσα στο επιστόμιο του σοπράνο σαξοφώνου του· εντάσσοντας σιγά-σιγά μουσικές φράσεις, σε πλήρη σύμπνοια με τη συνοδοιπόρο του, η οποία άρχιζε παράλληλα τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό. Από εκεί και πέρα οι εναλλαγές κάλυψαν ό,τι συνδυασμό μπορεί κανείς να φανταστεί, σε ένα πραγματικά πλούσιο set, που ήταν χάρμα όχι μόνο να το ακούς, μα και να το βλέπεις. Doneda & Muslera είχαν δε άψογη μεταξύ τους επικοινωνία, παρότι η δεύτερη παρέμεινε με κλειστά τα μάτια σχεδόν ως το τέλος της performance. 

Ο Doneda έδειξε λοιπόν ποικιλοτρόπως την εμπειρία του στη χρήση διευρυμένων τεχνικών στο σοπράνο σαξόφωνο, ενώ προς το τέλος έπαιξε και τη σοπρανίνο εκδοχή αυτού. Πότε μόνο με φυσήματα, πότε εξερευνώντας το μουσικό εύρος του οργάνου με ασυνήθιστους τρόπους και με κοφτά παιξίματα που έμοιαζαν με σκουξίματα ή τριξίματα, πότε απλά σηκώνοντάς το και χτυπώντας το σώμα με τον δείκτη του χεριού του, παράγοντας ένα καθαρό και επίμονο ταπ-ταπ. Δίπλα του, η Muslera ακολουθούσε υποδειγματικά κάθε παύση και ένταση με λαρυγγισμούς και με ήχους απόκοσμους, άλλοτε εφήμερους και ά-λογους, άλλοτε φτιαγμένους ώστε εσκεμμένα να ηχούν ως αποδομημένη γλώσσα. Προσφέροντας, έτσι, μια εμπειρία που έμοιαζε με αρχέγονη, σαμανική τελετουργία (ενίοτε και με θρίλερ), απηχώντας βέβαια τα διδάγματα της μεγάλης Diamanda Galás, η οποία είχε ήδη γίνει σημείο αναφοράς όταν η Γαλλίδα καλλιτέχνιδα ξεκίνησε τις δικές της σπουδές.

Σε ένα σημείο, μάλιστα, επιστρατεύτηκε ακόμα και ο ίδιος ο συναυλιακός χώρος –πράγμα που για το Duo Coyote αποτελεί στόχο– με τον Doneda να παίζει διασχίζοντας την αίθουσα, όσο η Muslera συνέχιζε τον αυτοσχεδιασμό της. Κάτι που έδωσε στο κοινό την εντύπωση της στερεοφωνίας, κάνοντας τις «Χίμαιρες» στοιχείο βοηθητικό μιας καταπληκτικής συναυλίας, η οποία επιβεβαίωσε την πεμπτουσία του αυτοσχεδιασμού. Όχι μόνο ως ράγισμα στην κωδικοποιημένη «γλώσσα» της μουσικής, μα και ως μια ενεργή εμπειρία, που αναζητά νέες περιοχές για να ζήσει προσωρινά. Με αυτά ακριβώς τα λόγια άλλωστε τον είχε περιγράψει και ο ίδιος ο Doneda, σε συζήτηση που είχαμε 7 χρόνια πριν.


Emmanuel Cremer & Γιώργος Κοκκινάρης, τώρα, είχαν πραγματικά δύσκολη αποστολή έπειτα από μια τέτοια performance, πόσο μάλλον αν αυτή ήταν η πρώτη τους κοινή  σύμπραξη. Ωστόσο άρχισαν κι εκείνοι ευρηματικά, με τον Κοκκινάρη να σέρνει το ογκώδες του κοντραμπάσο στις νοερές γραμμές της σκηνής –με την πολύτιμη βοήθεια του ίδιου του Doneda, ο οποίος σηκώθηκε από την καρέκλα όπου είχε κάτσει να παρακολουθήσει, ώστε να απομακρύνει το αυτοσχέδιο χαλί που θα εμπόδιζε τη διέλευση του Έλληνα μουσικού από συγκεκριμένο σημείο.

Κατόπιν ο Κοκκινάρης στάθηκε όρθιος, ενώ ο Cremer έσπευσε να κάτσει δίπλα του σε καρέκλα, στήνοντας έναντί του το βιολοντσέλο του. Ο Γάλλος μουσικός φανέρωσε νομίζω μια εμπειρία που έλειπε από τον συμπατριώτη μας, όχι μόνο παρακολουθώντας με ψυχραιμία τα ποικίλα κελεύσματά του –ακολουθώντάς τα, συμπληρώνοντάς τα ή τοποθετούμενος αντιστικτικά, κατά το δοκούν– μα και παίζοντας ενίοτε πιο μουσικά. Ο Κοκκινάρης, από την άλλη, διέθετε περισσότερο την αίσθηση της περιπέτειας, ίσως και τη λαχτάρα να παρουσιάσει επί σκηνής, δίπλα σε ένα διακεκριμένο διεθνές όνομα, όσα διέκριναν το δισκογραφικό του ντεμπούτο Touch: 8 Ιmprovised Stories For Solo Double Bass (2018). Μια πλήρη ηχητική εξερεύνηση του κλασικού κοντραμπάσου, δηλαδή, η οποία επεκτεινόταν και στο ίδιο το σώμα του οργάνου, συχνά συνοδεία κίνησης ή/και αυτοσχεδιαστικού λόγου, που λειτουργούσε σαν ιδιότυπο μάντρα. 

Αν και η εμπειρία που πρόσφεραν Cremer & Κοκκινάρης θα λειτουργούσε αποτελεσματικότερα ως έναρξη της βραδιάς, οι δυο τους έφτασαν σε θαυμάσιο συντονισμό καθώς έσπρωξαν το κοντραμπάσο και το βιολοντσέλο στα όριά τους, με μια μανία που θαρρείς δυσανασχετούσε για τα τελευταία, απειλώντας να τα ξεχαρβαλώσει ώστε να βρει τις ελευθερίες στις οποίες έμπαιναν (φύσει) σύνορα: σε ένα σημείο, το δοξάρι του Κοκκινάρη έμοιαζε πια με κατσαβίδι, το οποίο διείσδυε βίαια στις χορδές. Συντονίστηκαν επίσης επιτυχώς όταν κι αυτοί ενέπλεξαν τον χώρο στην performance τους –με τον Cremer να παίζει από το μπαρ και τον Κοκκινάρη σε μία γωνία να χτυπάει το πίσω μέρος του κοντραμπάσου, ανοίγοντας και κλείνοντας παράλληλα με δύναμη την άδεια θήκη του στο πάτωμα– ενώ κορύφωσαν όταν βρέθηκαν μαζί σε μια γωνία, να αυτοσχεδιάζουν με τα όργανά τους τοποθετημένα το ένα απέναντι από το άλλο. 

Η βραδιά έκλεισε λοιπόν με δίκαια θερμό χειροκρότημα και τους λίγους παριστάμενους να φτιάχνουν κατόπιν πηγαδάκια γύρω από τους μουσικούς, τελειώνοντας το ποτό τους με συζήτηση.









06 Ιουλίου 2023

Michel Doneda - συνέντευξη (2012)


Αν γκουγκλάρεις το όνομα του Michel Doneda, θα τον βρεις μπλεγμένο σε ένα πλήθος δραστηριοτήτων, performances και ηχογραφήσεων. 

Όμως, όσο κι αν εντυπωσιάζουν τέτοια πράγματα, δεν οριοθετούν τελικά την αληθινή του σημασία. Αυτήν την έχει συνοψίσει –θαυμάσια– ο François Couture, χρεώνοντάς του τη δημιουργία ενός από τα πιο εκτεταμένα μουσικά λεξιλόγια των τελευταίων χρόνων στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. 

Πίσω στον Οκτώβρη του 2012, λοιπόν, ευτύχησα να κουβεντιάσω με τον σπουδαίο αυτό Γάλλο σαξοφωνίστα, καθώς ετοίμαζε βαλίτσες για Αθήνα, για δύο συναυλίες παρέα με τον Jonas Kocher και εγχώριους μουσικούς στη δραστήρια, τότε, μα ανενεργή (πλέον) «Knot Gallery».

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό για τη συναυλία που ήταν τότε διαθέσιμο στον Τύπο 


Τι θεωρείτε ως πιο σημαντικό στον αυτοσχεδιασμό; Είναι η στιγμή, το μέρος; Οι ακροατές που έχετε κάθε φορά; 

Ο αυτοσχεδιασμός αφήνεται στους ήχους, στις κινήσεις, στα δρώμενα, όμως προσπαθεί να εφεύρει τις θέσεις τους, δεν τις προ-τοποθετεί κάπου. Το να αυτοσχεδιάζεις μοιάζει κάθε φορά σαν να μπαίνεις σε ένα μέρος άγνωστο και απροσδιόριστο. 

Έτσι, περισσότερο από δουλειά, ο αυτοσχεδιασμός είναι μια δράση: μια ενεργή εμπειρία, η οποία αναζητά καινούριες περιοχές για να ζήσει προσωρινά. Αυτό δεν σημαίνει –απαραίτητα– ότι εφευρίσκει παράλληλα και νέες μουσικές «γλώσσες» ή ότι αναπτύσσει άλλες μορφές έκφρασης. Ορίζεται ως το ράγισμα στην κωδικοποιημένη γλώσσα της μουσικής. 

Πόσο σημαντικό είναι το οπτικό στοιχείο στις εμφανίσεις σας;

Ο αυτοσχεδιασμός δεν καμουφλάρει την ανάπτυξή του. Το κάθε τι πρέπει να εμφανίζεται, κάθε του εργαλείο: αν θέλουμε να ανοίξουμε μάτια και αφτιά, κάθε τι πρέπει να είναι ορατό, όπως πρέπει επίσης και να ακούγεται. Βέβαια, μπορείς πάντα να κλείσεις τα μάτια και να προσλάβεις έτσι μια διαφορετική αντίληψη –η διάδραση αφτιών και ματιών είναι ξεχωριστή στον κάθε έναν. Πάντως η μπροστινή τοποθέτηση των μουσικών στη σκηνή, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένες θέσεις, έχει και τα όριά της. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να δοκιμάζεις κι άλλες προσεγγίσεις στον χώρο και στη σχέση του με το κοινό. 

Για έναν αυτοσχεδιαστή, πόσο εύκολο (ή δύσκολο) είναι να βρει μια ισορροπία μεταξύ της προσωπικής προσέγγισης και του να παίζει/επικοινωνεί με άλλους –υποθέτοντας ότι μια τέτοια ανάγκη είναι υπαρκτή;

Κατά τη διάρκεια ενός συλλογικού αυτοσχεδιασμού πρέπει να προσαρμόζεις το λεξιλόγιό σου, τη γλώσσα σου και το υλικό σου στην αλλαγή. Το να αυτοσχεδιάζεις μαζί με άλλους προϋποθέτει ότι κατανοείς τις διαφορές σου μαζί τους. Προσπαθώ επίσης να μην επιβάλλω τη δική μου οπτική πάνω τους. 

Στην Αθήνα θα σας δούμε να παίζετε παρέα με τον Jonas Kocher, αλλά και μαζί με Έλληνες μουσικούς, σε συναντήσεις δηλαδή διαφορετικών γενεών και στιλιστικών καταβολών. Έχετε προσχεδιάσει πράγματα ή θα τα αφήσετε όλα στον αυθορμητισμό; 

Αν ο αυτοσχεδιασμός θέλει να είναι ενεργός, πιστεύω ότι πρέπει να έρχεται αντιμέτωπος με την έννοια του κατορθώματος και με το ότι κάθε κατάσταση είναι μοναδική. Ενδιαφέρομαι περισσότερο για το υποκείμενο, παρά για το αντικείμενο, γι’ αυτό και στην Αθήνα θα δουλέψουμε όλοι μαζί ταυτόχρονα για τις δύο επικείμενες συναυλίες. 

Απρίλιος 1968, ένας πρώτος ήχος στο σοπράνο σαξόφωνο. Μοιραστείτε μαζί μας τις μνήμες από τότε, τη σημασία που είχε εκείνη η μέρα στη ζωή σας…

Έπαιξα το σαξόφωνο τυχαία εκείνη τη μέρα του Απρίλη, δίχως να έχω ιδέα από μουσική ή από όργανα. Βρισκόμασταν έναν μήνα πριν τη λεγόμενη «επανάσταση» του Μάη ’68. Η δική μου επανάσταση ξεκίνησε λοιπόν με αυτό το όργανο και τον ήχο που έβγαλε: υπήρξε η πιο σημαντική ώθηση που έχω δεχτεί στη ζωή μου. Από τότε δεν έχω πάψει να παίζω και να απολαμβάνω τόσο τους ήχους, όσο και τη σιωπή.

Αλήθεια, τι έχει περισσότερη σημασία για σας, ο ήχος ή η μουσική;

Το ηχητικό υλικό που σου προτείνει να έρθεις σε επαφή μαζί του αποτελεί ένα οργανικό πολυσύνθετο, το οποίο λειτουργεί ως σφουγγάρι απέναντι στην ιστορία. Το να ακούς, αντίθετα, δεν είναι φυσική στάση: ορίζεται από το άτομο και από τις οικονομικές αξίες μιας κοινότητας. Το πνεύμα του Ανθρώπου είναι θεμελιακά υπέρ και ταυτόχρονα κατά της Φύσης και, επομένως, προσδίδει στο υλικό την ηχητική ποιότητα των κινήσεών του προς την αντίθετη διεύθυνση. 

Δεν έχετε δουλέψει ποτέ μαζί με κάποιον παραγωγό. Είναι θέμα καλλιτεχνικής ελευθερίας; 

Ακριβώς! Δεν με προσέγγισε ποτέ κάποιος παραγωγός και ποτέ μου δεν έψαξα για έναν. 

Ξέρω ότι μελετάτε την choros, μια προπολεμική μουσική της Βραζιλίας. Μπορείτε να μας διαφωτίσετε για το είδος και για την αγάπη που έχετε αναπτύξει γι’ αυτό; 

Ανακάλυψα αυτό το είδος βραζιλιάνικης ποπ χάρη στον Αργεντινό σαξοφωνίστα Eduardo Kohan –κατά τη δεκαετία του 1980 είχα συχνά την ευκαιρία να παίζω μαζί του στον δρόμο. Κατά τα άλλα παίζω αυτή τη μουσική μόνο για τον εαυτό μου, εκτιμώ δε ιδιαίτερα τις συνθέσεις του Pixinguinha. 

Έχετε επίσης αναφέρει ως επιρροή τον Ιάπωνα δεξιοτέχνη του σακουχάτσι, Watatsumi Do. Να υποθέσω πως όλα αυτά μαζί στοιχειοθετούν μια προτίμησή σας για τη μουσική που στο Δυτικό ημισφαίριο αποκαλούμε «world»;

Όχι. Με ενδιαφέρουν οι ατομικότητες, όχι οι κατηγορίες και τα είδη μουσικής. Με αγγίζει ό,τι ακούω από τον Watatsumi Do και όσα ξέρω για τον τρόπο ζωής του, δεν είναι όμως μια μοναδική επιρροή για μένα. 

Μπορεί να υπάρξει κάποια σχέση μεταξύ αυτοσχεδιασμού και ιεραρχίας;

Η σχέση που έχει εγκαθιδρυθεί μεταξύ ακροατηρίου και μουσικών αποτελεί μια μορφή potlatch, ανάλογη με αυτό το φεστιβάλ/οικονομικό σύστημα των ιθαγενών πληθυσμών που ζουν στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού. Κάποιες φορές το υλικό προσφέρει κάτι το αυθύπαρκτο για ακοή, άλλες φορές είναι το ακροατήριο το οποίο προβάλλει πάνω του τη δική του αντίληψη. 

Πάντως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε στις ίδιες πραγματικότητες μουσικοί και ακροατές, ενώ, επιπλέον, οι μουσικοί κινούμαστε και σε διαφορετικά επίπεδα ο ένας από τον άλλον. Τόσο λοιπόν οι πρωταγωνιστές, όσο και οι ακροατές ενός αυτοσχεδιαστικού δρώμενου είναι εκείνοι που εφευρίσκουν το «τι συμβαίνει». 

Αντίθετα, η ιεραρχία έχει περισσότερο να κάνει με την κοινωνική πρόσληψη του αυτοσχεδιασμού –κατ’ επέκταση και των αυτοσχεδιαστών. Και είναι νομίζω σαφές ότι για μας δεν υπάρχει αληθινά κάποιος χώρος στην κοινωνία, παρά μονάχα ένα μικρό μέρος στον κόσμο του πολιτισμού. Γιατί ο αυτοσχεδιασμός είναι μια πράξη με προσωρινό χαρακτήρα, πάνω στην οποία δεν γίνεται να κεφαλαιοποιήσεις: χάνεται την ίδια ακριβώς στιγμή που πραγματώνεται. 



05 Ιουλίου 2023

ARTéfacts Ensemble: Μοντέρνες Κυκλάδες - ανταπόκριση (2015)


Μέσα δεκαετίας των 2010s, το θέατρο «Πόρτα» φιλοξενούσε και κάποιες ιδιαίτερες μουσικές παραστάσεις, υπό τον τίτλο-ομπρέλα «Τρίτες Παράλληλες». 

Το 2014 οι εκδηλώσεις αυτές πέτυχαν και βρήκαν τη «γωνιά» τους στο πρόγραμμα του θεάτρου, οπότε για την επόμενη σεζόν αποπειράθηκαν να κάνουν πράγματα κάπως μεγαλύτερης κλίμακας, πάντα υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Κορνήλιου Σελαμσή. 

Κάπως έτσι, τον Οκτώβρη του 2015 πραγματοποίησαν φιλόδοξη έναρξη, μεταξύ άλλων με μια παγκόσμια πρώτη εκτέλεση του soundtrack του Albert Jeanneret για μια χαμένη πλέον γαλλική ταινία του 1931 με ελληνική θεματολογία («Voyage aux Cyclades», των Roger Vitrac, Eli Lotar & Jacques Brunius). Πρωταγωνιστές επί σκηνής, οι ARTéfacts Ensemble, σε διεύθυνση Ιάσονα Μαρμαρά.

Μια ανταπόκριση για την απαιτητική μα υπέροχη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης


Οι "Τρίτες Παράλληλες" χάραξαν πέρυσι τη δική τους διαδρομή, βρίσκοντας τη «γωνιά» τους στο θέατρο Πόρτα· και πάνε, καθώς φαίνεται, για πράγματα μεγαλύτερης κλίμακας. Αυτή τουλάχιστον την εντύπωση άφησε η έναρξη των φετινών δρώμενων. Μια έναρξη αξιώσεων, πολύ καλά σχεδιασμένη, που υπερέβαινε –και κατά μία έννοια κύκλωνε– το «τυράκι» της παγκόσμιας πρώτης εκτέλεσης του Une Croisière Aux Cyclades (1931).

Τα όσα είδαμε έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μιας μεγάλης, πολυμορφικής δέσμης εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Le Corbusier. Τρόπον τινά ως μουσικό σκέλος της όλης διοργάνωσης, με τη βασική διασύνδεση να παρέχεται από την αδερφική συγγένεια μεταξύ του Ελβετού «πατέρα» της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και του συνθέτη Albert Jeanneret. Αυτά σε πρώτο επίπεδο, δηλαδή. Γιατί, στην πραγματικότητα, ο Le Corbusier παρείχε τα θεμέλια μιας τριμερούς οπτικοακουστικής εμπειρίας μελετημένης και καλοστημένης, η οποία –στις 2 ώρες διάρκειας– μας μετέφερε από τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο στη σύγχρονη εποχή, εγείροντας προβληματισμούς και παίζοντας (στο μυαλό σου) με τις έννοιες του «χαμένου», του «αποκατεστημένου», του «παλιού» και του «καινούριου». 

Κάτσαμε λοιπόν αναπαυτικά στα καθίσματά μας –σημειωτέον, το θέατρο ήταν σχεδόν γεμάτο– με τις κεραίες της περιέργειας τεντωμένες: δεν παρακολουθείς κάθε μέρα μια παγκόσμια πρώτη, άλλωστε. Έστω κι αν υπάρχει εδώ ένα σημείο προς ιστορικό ξεκαθάρισμα, αν δηλαδή η σύνθεση παίχτηκε το 1932, στην προβολή του φιλμ σε στενό κύκλο, στα γραφεία ενός γαλλικού περιοδικού. Σε κάθε περίπτωση, οι 7μελείς ARTéfacts Ensemble, σε διεύθυνση Ιάσονα Μαρμαρά, ξετύλιξαν το κουβάρι ενός soundtrack γερά ριζωμένου στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό (ή, έστω, μεταρομαντισμό), που παρέπεμπε στα χρώματα του Maurice Ravel μα διέθετε και την απαιτούμενη αυτονομία ώστε να μας κεντρίσει με τη ζωηράδα του, την ενεργητικότητά του, την ελαφριά του διάθεση. 

Με δεδομένο ότι η ταινία Voyage aux Cyclades των Roger Vitrac, Eli Lotar & Jacques Brunius θεωρείται χαμένη, είναι ευτύχημα που η παρτιτούρα του Jeanneret στη Βιβλιοθήκη της Λωζάννης περιλαμβάνει σημειώσεις για διάφορες σκηνές. Γιατί σου δίνεται έτσι η δυνατότητα να συνδυάσεις την ανέμελη διάθεση ενός σημείου του score με το πλάνο της ανάπαυσης σε μια αιώρα κάπου στην Τήνο, να προσέξεις τον δειλό τρόπο με τον οποίον πήγε να αποτυπωθεί το «άρωμα» ενός κρητικού συρτού (που προφανώς γοήτευσε τους συντελεστές) ή να «διαβάσεις» στους κάπως πανηγυρικούς τρόπους ενός άλλου στιγμιότυπου τον ενθουσιασμό τους για την παρακολούθηση παρασκευής τυριού στη Νάξο –το οποίο κατόπιν τρίφτηκε πάνω από μακαρόνια με κιμά! Είναι ένα soundtrack που νομίζω ότι μπορεί να ευτυχήσει και σαν δισκογραφική έκδοση, βρίσκοντας πρόθυμους ακροατές και πέρα από τη λόγια σφαίρα.  

Στη συνέχεια, παρουσιάστηκαν δύο κινήσεις από το Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου του Olivier Messiaen (1940), οι οποίες με άφησαν προβληματισμένο. Όχι σε εκτελεστικό επίπεδο: ο Σπύρος Τζέκος (σόλο κλαρινέτο) στο "III. Abîme Des Oiseaux" και το ντουέτο Λαέρτης Κοκολάνης (βιολί) & Ai Motohashi-Σιδέρη (πιάνο) στο "VIII. Louange À L' Immortalité De Jésus" απέδωσαν έξοχα την αγωνία του θανάτου ή γενικότερα του επικείμενου τέλους που περικλείει το έργο αυτό, γραμμένο κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του συνθέτη από τους Ναζί. 

Αλλά δεν υπήρχε νοηματική ή συναισθηματική συνάφεια με όσα είχαμε μόλις ακούσει. Για να παρακολουθήσεις το επιχειρούμενο άλμα, έπρεπε να ανασκευάσεις μέσα σου τις Κυκλάδες από γεωγραφικό τόπο σε εσωτερικό τοπίο, προκειμένου να «ακουμπήσεις» μετά εκεί έναν Le Corbusier που, από τον προπολεμικό του ενθουσιασμό για τη μεσογειακή μας γειτονιά, περνούσε μεταπολεμικά προς την αναζήτηση του ιερού, συγκλίνοντας με το έργο του Messiaen. Σταυρόλεξο δηλαδή για πολύ δυνατούς λύτες, στην πρεμιέρα μιας σειράς συναυλιών που επιθυμούν να θέλξουν το ευρύτερο ακροατήριο –και όχι τους βαθιά υποψιασμένους.  

Από εκεί και ύστερα, πάντως, η συνοχή της βραδιάς δεν εμφάνισε την παραμικρή ρωγμή. Μένοντας στο μεταπολεμικό περιβάλλον και με «όχημα» τον δικό μας Ιάννη Ξενάκη –συνεργάτη του Le Corbusier και πνευματικού τέκνου του Messiaen– βρεθήκαμε στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών (1958), επισκεπτόμενοι νοερά το Περίπτερο της Philips, για την οπτικοακουστική πανδαισία Poème Électronique που παρήγγειλε ο ίδιος ο Ελβετός αρχιτέκτονας και υλοποίησε ο Γάλλος συνθέτης Edgar Varèse, με βοηθό τον Ξενάκη. 

Παρότι η εμπειρία που έζησαν τότε οι επισκέπτες (με τα 400 ηχεία και τα λοιπά) δεν επαναλαμβάνεται, πήραμε εντούτοις μια γεύση του πώς πρέπει να αισθάνθηκαν μπαίνοντας στον χώρο, όπου τους υποδεχόταν μια ιδιοφυής musique concrète δημιουργία του Ξενάκη, ονόματι "Concret PH". Η οποία βασίζεται στο καιόμενο κάρβουνο, παρέχοντας έτσι κι ένα θεμέλιο συμβατό με ό,τι πραγματευόταν ο Le Corbusier στο περίπτερο και στο συνοδευτικό φιλμ, που παρακολουθήσαμε ευθύς αμέσως στο ασπρόμαυρο πρωτότυπο, με soundtrack τη διάσημη σύνθεση του Varèse: την ανανέωση των όρκων λατρείας μεταξύ του μοντέρνου ανθρώπου και της τεχνολογίας, στη βάση της  πίστης ότι, μέσω αυτής, θα ξημερώσει ένας πιο αρμονικός κόσμος. 

Ταίριαξε λοιπόν γάντι στο όλο οικοδόμημα η προσκόλληση της δεύτερης κίνησης των Αναπηδήσεων του Ξενάκη (1987/1989), σε ένα στιγμιότυπο που καταχειροκροτήθηκε δίκαια, αφού ο Κώστας Σερεμέτης όχι μόνο εντυπωσίασε σε μια ποικιλία κρουστών οργάνων, μα έδειξε και βαθιά κατανόηση του χώρου για προσωπική έκφραση που άφησε στην παρτιτούρα του συγκεκριμένου έργου ο συνθέτης, αξιοποιώντας τον με σφρίγος και φαντασία.  

Ο επίλογος της βραδιάς έκλεισε κι έναν νοητό κύκλο: οι ARTéfacts Ensemble ξαναπαρατάχθηκαν ως σεπτέτο, πλέον για μια σωζόμενη ταινία του 1931 με χαμένο score, δουλειά κι εκείνο του Jeanneret. Στη θέση του –κι ενώ άρχισε ταυτόχρονα η προβολή του ντοκιμαντερίστικης υφής L' Architecture d' Aujourd'hui του Pierre Chenal (αφιερωμένο στο έργο του Le Corbusier)– ακούσαμε μια ολοκαίνουρια δουλειά του καλλιτεχνικού διευθυντή της σειράς "Τρίτες Παράλληλες", Κορνήλιου Σελαμσή: το Ingénieur, γραμμένο κατά παραγγελία της διοργάνωσης. 

Ο συνθέτης δεν έλαβε καθόλου υπόψη τον εμβατηριακό χαρακτήρα που λέγεται πως διέκρινε το soundtrack του Jeanneret, προκρίνοντας μια μουσική πολύ σύγχρονη, η οποία έμεινε πιστή στις διαθέσεις τις εικόνας, όσο αξιοποιούσε τον χαρακτήρα και την «υφή» των οργάνων. Αμφιβάλλω ότι θα άρεσε στον Jeanneret αυτό που ακούσαμε. Πιστεύω πάντως πως ο Le Corbusier θα ενέκρινε, αφού, με μία έννοια, ο Σελαμσής αναζήτησε τον διάλογο με ό,τι όριζε για τον επιφανή αρχιτέκτονα το όραμα της μοντέρνας, Ακτινοβολούσας Πόλης.

Συνοψίζοντας, ήταν μια εμπειρία πέρα από μια «απλή» συναυλία, μια «απλή» προβολή ή μια «σύνθετη» συναυλία + προβολή. Η οποία επιβεβαίωσε πλήρως τα λεγόμενα του Κορνήλιου Σελαμσή: «θα έρθεις στις Τρίτες Παράλληλες με την ανάγκη να στοχαστείς. Θα σε παραδώσουμε πολύ ελαφρύτερο στη Λεωφόρο Μεσογείων, απ' ό,τι όταν μπήκες».  



04 Ιουλίου 2023

Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος, Corfu Voices & Μαντολινάτα Menestrelli, Κεφαλληνιακή Χορωδία - ανταπόκριση (2015)


Μία από τις πιο ξεχωριστές συναυλίες που έλαχε να παρακολουθήσω στα χρόνια της επαγγελματικής μου πορείας, έλαβε χώρα τον Μάιο του 2015, στο Μέγαρο Μουσικής –στη μεγάλη, κεντρική αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης».

Η οποία, εντελώς αθόρυβα και με μικρή «επίσημη» διαφήμιση βγήκε sold out, για χατίρι τριών χορωδιών από τα Επτάνησα, οι οποίες κατέφτασαν στην Αθήνα προσκεκλημένες της σειράς «Γέφυρες» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, για να παρουσιάσουν καντάδες και αρέκιες από τους τόπους τους: Κέρκυρα (Corfu Voices & Μαντολινάτα Menestrelli), Κεφαλονιά (Κεφαλληνιακή Χορωδία) & Ζάκυνθος (Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος).

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Να γεμίσει η μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου που φέρει το όνομα του Χρήστου Λαμπράκη όταν έρχεται η Φιλαρμονική του Βερολίνου, το περιμένεις. Να τη δεις όμως sold out για χατίρι τριών επτανησιακών χορωδιών που ήρθαν καλεσμένες της σειράς «Γέφυρες» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου για ένα πρόγραμμα με καντάδες και αρέκιες, ήταν, νομίζω, ανέλπιστο. Όμως συνέβη. Έστω κι αν ο μέσος όρος ηλικίας παρέμεινε στα γνωστά, ανεβασμένα επίπεδα. 

Λίγο μετά τις 20.30, τα φώτα χαμήλωσαν και τα βλέμματά μας στράφηκαν στη σκηνή, στα σιέλ πουκάμισα των Τραγουδιστάδων από τη Ζάκυνθο και στη μαυροντυμένη φιγούρα του μαέστρου Ιάκωβου Κονιτόπουλου. Η συναυλία άρχισε, όμως ο ήχος δεν ερχόταν από τη σκηνή. Για λίγα δευτερόλεπτα, σαστίσαμε· κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και μετά στραφήκαμε στο πίσω μέρος της πλατείας, από όπου κι ακουγόταν η μουσική. Πράγματι, στους δύο κάθετους διαδρόμους που χωρίζουν τις σειρές των θεατών πορεύονταν με βήμα αργό δύο ακόμα σιελοφορεμένοι, ο ένας χτυπώντας λαϊκό τύμπανο κι ο άλλος παίζοντας ξύλινο ζουρνά. Βλέπαμε το περίφημο ταμπουρλονιάκαρο. Μια επτανησιακή «ζυγιά», ας την πούμε, χαμένη στα βάθη όχι μόνο της ιστορίας, μα και των λαϊκών παραδόσεων της περιοχής –το όνομα βυζαντινό, μα η πρακτική δείχνει ακόμα παλιότερη, από χρόνια πριν τον Χριστιανισμό.   


Οι δύο μουσικοί ανέβηκαν στη σκηνή, ο Νίκος Κεφαλληνός άφησε τη θέση του ανάμεσα στους χορωδούς για να χορέψει στους οργανικούς ρυθμούς του αγροτικής προέλευσης "Γιαργυτού", ο ζουρνάς αποσύρθηκε στα παρασκήνια και η συναυλία μπήκε στην «κανονική» της ροή. Ωστόσο κατέστη φανερό από αυτό το ξεκίνημα πως οι Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος δεν είχαν έρθει για να παρουσιάσουν απλά ένα σετ με καντάδες και αρέκιες. Στόχος, αντιθέτως, ήταν ένα μικρό πανόραμα της ζακυνθινής παράδοσης –με αρέκιες και αστικά τραγούδια του 19ου αιώνα, μα και με οργανικούς σκοπούς που απηχούσαν τις συνήθειες της υπαίθρου, διωδίες με χορωδιακές απολήξεις και θρησκευτικούς ύμνους τραγουδισμένους από ένα ισορροπημένο μετερίζι μεταξύ Πατριαρχείου και Ρώμης, αλλά και μεταξύ ευλάβειας και κοσμικότητας.

Τόσο το πρόγραμμα, όσο και οι επιδόσεις, κρίνονται εξαιρετικές. Θαύμαζες το στήσιμο –οι Τραγουδιστάδες θύμιζαν μικρογραφία Δυτικής χορωδίας, ελληνοποιημένης και συνταγμένης κατά τρόπο χαλαρό– θαύμαζες τις γήινες κινήσεις του Κονιτόπουλου στη διεύθυνση, μα και τον τρόπο με τον οποίον είπαν τις αρέκιες του νησιού τους, σχηματίζοντας κύκλο, με τον μαέστρο στη μέση αυτού. Το θρησκευτικό "Ότε Κατήλθες" παλατζάρισε τέλεια μεταξύ υπερβατικότητας και καθημερινότητας, η αρέκια "Δεν Ειν' Αυγή" ήχησε ρομαντικώς υπέροχη, στην "Αχτίδα" με τους μελοποιημένους στίχους του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη έβρισκες έναν μακρινό πρόγονο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, όπως και στη σερενάδα "Σήκω, Γλυκιά Παρθένα Μου", που απηχούσε βέβαια μια νεότερη –επώνυμη, πια– δημιουργία. 


Και μετά το διάλειμμα, ήρθε η... Μπαρτσελόνα. Συγχωρήστε μου το ποδοσφαιρικό παράλληλο, μα κάπως έτσι αισθάνθηκα όταν είδα το επιβλητικό, μαυροντυμένο πλήθος των Corfu Voices χορωδών και των μουσικών της μαντολινάτας Menestrelli να συντάσσεται με ακρίβεια στρατιωτικού αγήματος στη σκηνή, με τον επιβλητικό μαέστρο Φώτη Αργυρό να προβαίνει σε σύντομο, ευχαριστήριο ανακοινωθέν για τη μετά 10 χρόνια επιστροφή τους στο Μέγαρο, διαβασμένο από έτοιμο σημείωμα. Είναι κρίμα που στην παρούσα δημοσίευση βλέπετε φωτογραφίες μόνο από τους Τραγουδιστάδες Τση Ζάκυθος, αλλά η πολιτική του χώρου επέτρεπε βλέπετε τη φωτογράφιση μόνο κατά τα πρώτα 5 λεπτά της εκδήλωσης...

Σε αντίθεση με τη χαλαρότητα των Τραγουδιστάδων, αυτή η επιβλητική συμμαχία είχε εξαρχής όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλογυμνασμένης υπερπαραγωγής. Και με την ίδια τυπική αυστηρότητα και αφοσίωση στην ακρίβεια ξεκίνησαν και τη συναυλία: ένα τμήμα των χορωδών προσήλθε έμπροσθεν της μαντολινάτας, σχημάτισε ημικύκλιο με τον Αργυρό στο δεξιό άκρο και έψαλλε θρησκευτικούς ύμνους, κατά το ιδιαίτερο κερκυραϊκό στυλ. Ως νεότερος κρίκος στην αλυσίδα μιας πολύ παλιάς παράδοσης λαϊκής πολυφωνίας με μεσογειακές ρίζες, γαλουχημένη στην ενετοκρατούμενη, προτουρκική Κρήτη –είναι περίφημοι άλλωστε οι Corfu Voices για τις επιδόσεις τους σε τέτοιο ρεπερτόριο.

Μη φανταστείτε τίποτα σφιχτοκουμπωμένους παραδοσιολάγνους. Παρά τον επίσημο, βαρύγδουπο αέρα και το δέος που απέπνεαν, η σύμπραξη Corfu Voices & Menestrelli –με πρώτο μαντολίνο την Άντζη Κομιανού και με δύο ακόμα γυναίκες στη σύνθεση να σπάνε την ανδροκρατία– έδειξε γρήγορα πως, πάνω απ' όλα, έβαζε τη μουσική και όχι την όποια τυπολατρία. Καθώς η μία καντάδα διαδεχόταν την άλλη στο ποτ πουρί που είχε φτιαχτεί για την περίσταση, ένα τμήμα της πλατείας ξεθάρρεψε και δειλά δειλά τραγούδησε. Ο Αργυρός το σημείωσε κι ενθάρρυνε περισσότερο τη συμμετοχή, διατηρώντας βέβαια και τις απαιτούμενες ισορροπίες ώστε να μη «σκεπάζονται» οι χορωδοί του από τις φωνές του κοινού.  

Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η συναυλία απογειώθηκε. Το τι έγινε λ.χ. στο "Δεν Θέλω Να Δουλεύεις" από συμμετοχή και ενθουσιασμό –εκπληκτικό παράδειγμα, παρεμπιμπτόντως, κανταδόρικης μεταποίησης ενός προγενέστερου ηπειρώτικου δημοτικού– και τι πανζουρλισμό έκαναν οι Κερκυραίοι της αίθουσας όταν ήχησε ο "Ύμνος Στην Κέρκυρα" του Σπυρίδωνα Μανέτα, δεν περιγράφεται εύκολα. Στη δε "Ρούγα", ο πληθωρικός Αργυρός έδωσε ρέστα διεύθυνσης του πλήθους και των μουσικών του παράλληλα, κλέβοντας την παράσταση με κάποιες κινήσεις σχεδόν χορευτικές. Δημιουργήθηκε λοιπόν τέτοιο κλίμα, που, παρά το αυστηρό χρονοδιάγραμμα, σήκωνε κι encore. Το οποίο και αποδείχθηκε αρκούντως θριαμβευτικό, αφού παίχτηκε το κοσμαγάπητο "Λαλούν Τ' Αηδόνια", σε μια περίλαμπρη εκτέλεση.

Η αρμάδα κατόπιν έφυγε και, πριν συνέλθουμε, είδαμε με έκπληξη το προσωπικό του Μεγάρου να στήνει στη σκηνή τραπέζια ...ταβέρνας με καρό τραπεζομάντιλα, ξύλινες καρέκλες και να αποθέτει πάνω τους ποτήρια και δοχεία με λευκό και κόκκινο κρασί! Λίγο μετά, οι πόρτες στα πλάγια άνοιξαν και μπήκε ένα μπούγιο ντυμένο καθημερινά, με γιλέκα, ψάθινα καπέλα και τραγιάσκες, με άλλους να κρατούν όργανα κι άλλους να τραγουδούν. Σεισμός και πάλι το χειροκρότημα για την απίστευτη αυτή είσοδο της Κεφαλληνιακής Χορωδίας –του σχήματος της λαϊκής αριέττας, για να είμαστε ακριβείς, το οποίο ιδρύθηκε στα πλαίσιά της το 1997 και ήταν το μόνο της βραδιάς με δισκογραφική παρουσία. 

Τραγουδώντας μας για το όμορφο Αργοστόλι, τη μυρωδάτη Λειβαθού και για τους ...άντρες από το Ληξούρι («πάρε άντρα απ' το Ληξούρι, να 'χεις άντρα και γαϊδούρι», με τα γέλια μας ν' αντηχούν στην αίθουσα), το συγκρότημα πήρε θέση γύρω από το αυτοσχέδιο ταβερνάκι. Οκτώ άτομα έκατσαν στις καρέκλες με τον Ανδρέα Σταμίρη –αν δεν κάνω λάθος– στο κέντρο κι έβαλαν κρασί, οι υπόλοιποι συντάχθηκαν σε ημικύκλιο γύρω τους και το τραγούδι δεν κόπασε στιγμή. Όλα έτσι από μνήμης, αυτοσχέδια, δίχως καμία παρτιτούρα, σαν να έβλεπες μια χαρούμενη παρέα. «Τραγουδάτε κι εσείς όσα ξέρετε», μας είπε ένας από τους χορωδούς και ήταν πια η ώρα των Κεφαλλήνων να ξεσηκώσουν το Μέγαρο, όπως οι Κερκυραίοι πιο πριν. Κι έτσι έφυγε το παράρτημα αυτό της Κεφαλληνιακής Χορωδίας: τραγουδώντας, χαρίζοντάς μας μια φοβερή εκτέλεση στο "Απόψε Την Κιθάρα Μου". 

Όποιος νόμιζε λοιπόν πως τη Δευτέρα το βράδυ θα έβλεπε στο Μέγαρο τη μουσειακή, λαογραφική, ακαδημαϊκή αναπαράσταση παραδόσεων νεκρών πια και εγκλωβισμένων σε ένα ξεπερασμένο ελλαδικό παρελθόν, δεν θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερο λάθος. Καντάδες, αρέκιες/αριέττες και λοιπά άσματα παραμένουν κάτι το ολοζώντανο για τα τρία σχήματα τα οποία απολαύσαμε και κάτι που ολοφάνερα αγαπούν. Κι αυτή τους η αγάπη, αυτή η βιωματική τριβή με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο έλαμψε περισσότερο από τη μουσική τους αρτιότητα, που ήταν αν θέλετε και λίγο-πολύ δεδομένη (διαφορετικά, δύσκολα θα προσκαλούνταν σε μια τέτοια εκδήλωση).

Α, και να το ξέρετε –είναι τρελοί αυτοί οι Επτανήσιοι. Ναι, όπως τους θέλει το κλισέ. Αλλά ωραίοι τρελοί... Να το πούμε κι αυτό και να το τονίσουμε.