01 Ιουλίου 2023

Vive Le Punk Rock Festival 2020/μέρα 1 - ανταπόκριση (2020)


Δεν κατάφερα να πάω ξανά στο κραταιό φεστιβάλ Vive Le Punk Rock μετά την επέλαση της πανδημίας, αλλά, καλά να είμαστε, θα επανορθώσω. Τελευταία φορά βρέθηκα εκεί λίγο πριν μπει στη ζωή μας ο covid-19, τον Φεβρουάριο του 2020, μα το θυμήθηκα απρόσμενα, πηγαίνοντας στο «An Club» για το παραδοσιακό ζέσταμα ενός άλλου φεστιβάλ, του Up The Hammers.

Σε κάθε περίπτωση, η βραδιά εκείνη αποδείχθηκε καταιγιστική, έχοντας συντριπτικό Oi! από τους (εικονιζόμενους άνωθεν) Γάλλους Rixe και μια ανεβαστική εμφάνιση από τους «δικούς μας» Nurse Of War, παρότι headliners είχαν οριστεί οι (εικονιζόμενοι κάτωθι) The Kids.

Μια ανταπόκριση από τα όσα έγιναν δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Για λίγο, η επιτυχία της 1ης μέρας του Vive Le Punk Rock Festival φάνηκε να διακυβεύεται από την άποψη της προσέλευσης, δικαιώνοντας όσους ανησυχούσαν εκ των προτέρων για τη φετινή έλλειψη ενός «μεγάλου» ονόματος. Τελικά, όμως, το An Club γέμισε έστω και στο χαλαρό, από κόσμο με πολλές ανάκατες ηλικίες, που έφτιαξε ωραίο κλίμα για τα δύο μεγάλα ονόματα της βραδιάς. 

Το Vive Le Punk Rock τήρησε το δημοσιευμένο χρονοδιάγραμμα, πράγμα που σημαίνει ότι λίγο μετά τις 20.00 είδαμε ν' ανεβαίνουν στη σκηνή οι Δανοί Trouble?, συσπειρώνοντας τους περίπου 30 παρευρισκόμενους που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στον χώρο. Επιθυμώ να το τονίσω αυτό, δίνοντας τα απαραίτητα εύσημα στο φεστιβάλ, καθώς πολλάκις έχουμε λουστεί την αδιαφορία των εγχώριων διοργανώσεων για τις ώρες τις οποίες ανακοινώνουν. Όσο για τους Trouble?, πήραν μπροστά με τη μία και κανείς μας δεν κατάλαβε πότε πέρασε το μισάωρο που τους αναλογούσε, στο οποίο ερχόταν εντωμεταξύ ολοένα και περισσότερος κόσμος, που μαγνητιζόταν άμεσα απ' ό,τι έβλεπε.


Με τα Fred Perry μπλουζάκια τους, τα Angelic Upstarts t-shirts και τις ξεχασμένες στο δεύτερο μισό των 1970s μοϊκάνες τους, οι Δανοί σέρβιραν ωμό, ξερό Oi! με βρετανική πυγμή, βγαλμένο από τα εργατικά στενοσόκακα μιας αμφιλεγόμενης εποχής (βλέπε τη διασκευή στο "A.C.A.B." των 4-Skins). Είναι βέβαια μια σχετικά νεοσύστατη μπάντα (5 χρόνια ζωής, φέτος), όμως το έχει δικαίως κερδίσει το κοινό της. Κάτι που φάνηκε όταν ήρθε η ώρα για το "Blood & Beer", όπου ο Nico μοιράστηκε το μικρόφωνο με δύο ενθουσιώδεις fans, οι οποίοι ήξεραν το τραγούδι απέξω. 

Σκυτάλη κατόπιν στους «δικούς μας» Anfo, οι οποίοι επίσης πάτησαν γκάζι με το καλημέρα της εμφάνισής τους, τιμώντας την εκρηκτικότητα του ονόματός τους. Κι αυτοί είναι γκρουπ που φτιάχτηκε στα '10s, όμως πίσω τους έχουν την ιστορία των Αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να μετρούν fans ανάμεσα στο κοινό, που τραγούδησαν μαζί τους με ενθουσιασμό όταν αντήχησε το "I Hate Hipsters".


Ξεκινώντας από το punk, αλλά μη μένοντας εκεί, οι Anfo ξετύλιξαν ουσιαστικά έναν διευρυμένο rock ήχο με κύριο θεματικό του άξονα την αμφισβήτηση, αποδίδοντας τα κομμάτια με ιδιαίτερη ενάργεια. Αιχμή του δόρατος στάθηκε ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Σωτήρης Θεοχάρης, ως κεντρική φιγούρα ενός κουαρτέτου που παρουσιάστηκε σφιχτά δεμένο, παρά τη σχετικά πρόσφατη προσθήκη της Νάντιας Λυριτζή στην κιθάρα. Χώρια την ενεργητική παρουσία, πάντως, έπαιξαν νομίζω λίγο παραπάνω απ' όσο αναλογούσε στο υλικό τους, ενώ διατηρώ αμφιβολίες για την επιτυχία του αγγλικού στίχου: αν δεν ήξερες δηλαδή ήδη το τραγούδι "Kobayashi Maru", με την τόσο εκλεκτή Σταρ Τρεκ αναφορά, δεν θα καταλάβαινες ότι παίχτηκε κάτι τέτοιο.

Στην αρχική ανακοίνωση, η 77-82 Punk Rock Team είχε ως 3ο όνομα της 1ης Vive Le Punk ημέρας τους Τσέχους Just Wär και είναι αλήθεια ότι πολλοί ανυπομονούσαν να δουν live το βιτριολικό τους μίγμα από Discharge και Motörhead. Εν τέλει το γκρουπ ακύρωσε και τη θέση τους πήραν οι Αθηναίοι Nurse Of War. Ένα εντελώς διαφορετικό «θηρίο», από άποψη ύφους, που όμως δικαίωσε την underground φήμη την οποία απόκτησε πίσω στο 2018, όταν έβγαλε το άλμπουμ Εις Τόπον Χλοερόν: το An Club κυριολεκτικά κρεμάστηκε από πάνω τους και άπαντες απόλαυσαν το set, με αποκορύφωμα τον κύριο με την τραγιάσκα που είχε έρθει με τη γυναίκα του από κάποια βόρεια χώρα, ο οποίος έσπευσε μπροστά φανερά εντυπωσιασμένος, θέλοντας να τους απαθανατίσει στην κάμερά του.


Με δυναμική γυναικεία παρουσία στα πλήκτρα, με φανερή punk pop αισθητική στη γλώσσα-έξω, μάτια-στο-ταβάνι παρουσία του τραγουδιστή (που πάντως πρέπει να αποκτήσει λίγη περισσότερη ποικιλία) και με έναν κιθαρίστα που έμοιαζε εμφανισιακά με τον ...Joe Satriani όταν έβαλε τα διαστημικά του γυαλιά ηλίου, οι Nurse Of War άναψαν την πρώτη φωτιά του Vive Le Punk Rock 2020 με το μαύρο τους χιούμορ και την αιχμή επιλογών σαν τα "Ροκ Εν Ρολ Εις Τόπον Χλοερόν", "Παγκράτι Über Alles" και "Κορίτσι Δακρυγόνο". Και η πρίζα στην οποία μας έβαλαν, αποδείχθηκε ό,τι έπρεπε για τη συνέχεια.

Διότι η συνέχεια είχε τους Rixe, καμάρι της ολοζώντανης Oi! σκηνής που ανθεί επί του παρόντος στη Γαλλία, σε ένα πύρινο set που απείλησε σοβαρά τη headline θέση των The Kids, όπου βέβαια δικαίως βρέθηκαν λόγω ιστορικότητας και «χιλιομέτρων».


Η τριπλέτα από το Παρίσι με την απροκάλυπτα skinhead αισθητική και τον εμφανισιακά άσχετο ντράμερ που αποδείχθηκε πραγματική μηχανή, εξαπέλυσε εναντίον μας έναν μπρουτάλ, ρετρό Oi! ήχο με βαριά riffs και μπασογραμμές που σε χτυπούσαν κατάστηθα. Εδώ είδαμε βέβαια και «ξύλο» και mosh pits και κάποιες απόπειρες stage diving, καθώς το κοινό αντέδρασε ξέφρενα σε τραγούδια σαν τα "À Contre-Courant", "Coups & Blessures" και "Larmes De Crocodile". Ακατάπαυστοι, ανελέητοι και επιθετικοί, οι Rixe αποδείχθηκαν πραγματικός οδοστρωτήρας και είμαι σίγουρος ότι θα τους ξαναδούμε σύντομα να αλώνουν την Αθήνα.

Τα πράγματα έμοιαζαν λοιπόν –και ήταν– δύσκολα για τους βετεράνους Βέλγους The Kids, οι οποίοι είχαν βέβαια δει τι προηγήθηκε. Παρά ταύτα κατέλαβαν τη σκηνή του An δίχως άγχος, με τον Ludo Mariman να στέκει με περισσό κέφι στο μέσον της και με τον δεύτερο κιθαρίστα Luc Van De Poel να ψαρώνει άπαντες με τον αέρα του «παλιού» που έφερε το γκρι του μαλλί και τα μαύρα του γυαλιά ηλίου.


Και, πραγματικά, δεν χρειάστηκαν πολλά-πολλά. Ήδη από τα πρώτα στιγμιότυπα του set οι Kids κέρδισαν την προσοχή, ενώ μόλις ακούστηκε το "Bloody Belgium" ήταν σαν να δόθηκε το σύνθημα για πάρτυ. Μπορεί τα αγόρια με τα (πολύ) κοντοκουρεμένα μαλλιά και τα μπλουζάκια Last Resort και Stomper 98 να διάλεξαν να αποχωρήσουν, όλοι όμως οι υπόλοιποι χόρεψαν με την ψυχή τους. 

Από την πλευρά τους, άλλωστε, οι Kids ανέβαζαν συνέχεια στροφές, πότε ποντάροντας σε ένα punk 'n' roll που θύμιζε έντονα τις χάρες των Ramones, πότε βουτώντας στη δική τους παρακαταθήκη για τα πολιτικο-κοινωνικά "Fascist Cop" και "Do You Love The Nazis". Εκεί δε που τα έσπασαν και τα έσπασε και ο κόσμος μαζί τους, χοροπηδώντας και τραγουδώντας, ήταν στη διασκευή του "If The Kids Are United" των Sham 69. Πανάθεμά τους, το λένε καλύτερα και από την τρέχουσα εκδοχή της παρέας του Jimmy Pursey. Και αυτό λέει πολλά, μπαίνοντας εν τέλει ως κερασάκι στην τούρτα μιας φεστιβαλικής ημέρας που απέδειξε πόσο σωστό είναι εκείνο το σκουριασμένο ρητό για τον νέο, που είναι ωραίος, και τον παλιό, που παραμένει «αλλιώς».



29 Ιουνίου 2023

Fame - κριτική μιούζικαλ (2012)


Παρότι δεν το βάζω στα μεγάλα μιούζικαλ της κινηματογραφικής ιστορίας, το «Fame» του Alan Parker (1980), γνωστό στα καθ' ημάς με τον τίτλο «Στον Πυρετό της Δόξας», είναι μια πολύ οικεία παιδική ανάμνηση: η ομώνυμη τραγουδάρα της πρόσφατα μακαρίτισσας Irene Cara ήταν μεγάλη αγάπη απ' όταν θυμάμαι τη μουσική, ενώ το τηλεοπτικό σίριαλ που ακολούθησε το 1982 (ως το 1987) το βλέπαμε στο σπίτι οικογενειακώς, στα χρόνια του κρατικού μονοπωλίου –ζούσε μάλιστα και η μητέρα μου, τότε, όντας ακόμα στα καλά της, οπότε είναι μια πολύ αγαπημένη μνήμη αυτή. Κάποτε, μάλιστα, στις απαρχές του ίντερνετ, όταν ελάχιστοι είχαμε emails, είχα και μια αλληλογραφία με τον Lee Curreri, που έπαιζε τον Bruno Martelli (και στο φιλμ και στο σίριαλ).

Κάπως έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να δω το ελληνικό ανέβασμα του «Fame» τον Δεκέμβριο του 2012, στην αίθουσα «Αντιγόνη» του Ελληνικού Κόσμου, σε σκηνοθεσία Θέμις Μαρσέλλου, με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο να έχει εμπλακεί στην ελληνική μεταφορά του σεναρίου. Άλλωστε, τη διευθύντρια της σχολής είχε αναλάβει να παίξει η Αλέκα Κανελλίδου –και το έκανε όπως τη φανταζόμουν, με κάτι από Debbie Allen στον όλον αέρα της. Αν και η μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη ήταν τελικά η Demy. Και είχε κι άλλους διάσημους το cast: τον Νίκο Βουρλιώτη, τον Ησαΐα Ματιάμπα, την Idra Kayne, τη Νάντια Μπουλέ.

Όμως, παρότι βρήκα διάφορα θετικά, έφυγα δυσαρεστημένος από τον Ελληνικό Κόσμο. Και τους λόγους τους εξήγησα σε μια λεπτομερή κριτική, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από την παράσταση, προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο και ανήκουν στον Λουκά Ζιάρα


Αν η τελευταία εντύπωση είναι αυτή που μετράει, έφυγα από το Fame αληθινά δυσαρεστημένος. Σκεπτόμενος, δηλαδή, ότι έχασα άσκοπα 2,5 ώρες από τη ζωή μου, ότι επιβεβαιώθηκαν οι (περισσότερες από τις) χειρότερες υποψίες μου, ότι το μιούζικαλ κύλησε περίπου όπως το είχα φανταστεί. Αποδομώντας βέβαια τα πράγματα, βάζοντάς τα σε τάξη, τηρώντας τους κανόνες ψυχραιμίας και νηφαλιότητας ενός κριτικού, τα θετικά στοιχεία δεν τα λες λίγα. Το θέμα είναι, λοιπόν, γιατί το Fame απέτυχε να θεμελιωθεί πάνω στα ευδιάκριτα συν του, επιτρέποντας στα πλην να πάρουν το πάνω χέρι –και μάλιστα με τόσο έκδηλο τρόπο.

Ξεκινώντας από τα βασικά, το Fame ανεβαίνει σε μια αίθουσα υπερ-κατάλληλη για έναν τέτοιον σκοπό. Μεγάλη, με ευρύχωρα καθίσματα, καλή οπτική προς τη σκηνή (όσο πίσω κι αν κάθεσαι), με θαυμάσια ακουστική, η «Αντιγόνη» δεν σου επιτρέπει κανένα παράπονο. Άντε να πεις για τις τουαλέτες, ότι σε περίπτωση πολυκοσμίας δημιουργούνται ουρές, άντε να πεις και για εκείνα τα τρία προειδοποιητικά της έναρξης «κουδούνια», τα οποία στέλνουν λίγο την ψυχή στην Κούλουρη έτσι ως ηχούν ξαφνικά και με βροντή. 

Προχωρώντας στα απαραίτητα, τώρα, το Fame διαθέτει καλή σκηνοθεσία. Η Θέμις Μαρσέλλου το έχει σκεφτεί σε βάθος και επένδυσε σε ένα λιτό μα λειτουργικό σκηνικό, το οποίο σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι όντως σε μια σχολή, όσο το φόντο πίσω αλλάζει, είτε ενισχύοντας αυτή την εντύπωση, είτε θυμίζοντάς σου ότι τόπος του μιούζικαλ είναι η Νέα Υόρκη. Απλά μα καίρια πράγματα, που έκαναν τη δουλειά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, συνεπικουρούμενα από τους εύστοχους φωτισμούς του Τάσου Ζαφειρόπουλου. Αναρωτήθηκα μόνο αν η ορχήστρα παραήταν στριμωγμένη στη γωνία δεξιά, αν γινόταν να έχει μια σπιθαμή επέκτασης «συνορεύοντας» με τη μεταλλική σκάλα, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα ξέρω. 

Ξέρω πάντως ότι ήταν μια άξια ορχήστρα, με καλούς μουσικούς (ξεχώρισα το σαξόφωνο του Δημήτρη Καραγάνη και την τρομπέτα του Φάνη Βερνίκου) και έμπειρο μαέστρο: ο Νίκος Πλατύραχος έχει ως τώρα άφθονα διαπιστευτήρια και στάθηκε στο ύψος του τη Δευτέρα το βράδυ, τόσο ως διευθυντής ορχήστρας, όσο και ως ενορχηστρωτής της παράστασης. Όμορφα βρήκα επίσης τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα, γιατί απέδιδαν πετυχημένα –με ζωηρά, όμορφα χρώματα– τα νιάτα των πρωταγωνιστών, όντας προσαρμοσμένα στην ταυτότητα του κάθε ενός, μα δημιουργώντας συνάμα κι ένα ευχάριστο στο μάτι σύνολο όταν έβλεπες τον θίασο όλον μαζί. Αλλά και οι χορογραφίες του Αλέξανδρου Γιαννή ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν: χορογραφίες Fame, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.    

Υπήρξαν επίσης δύο ευχάριστες εκπλήξεις. Πρώτον, η Θέμις Μαρσέλλου πέτυχε κάτι που προσωπικά θεωρούσα αδύνατον: έβαλε ταιριαστούς ελληνικούς στίχους στο "Fame" της Irene Cara, κρατώντας ατόφιο το πνεύμα του, μα βρίσκοντας και το μονοπάτι για να το «ελληνοποιήσει» χωρίς να ξενίζει. Μου άρεσε, επίσης, να σημειώσω, και ως κυρία Μάιερς, καθώς έπαιξε τον ρόλο με πειθώ. 


Η δεύτερη έκπληξη ήταν η Demy. Μια τραγουδίστρια την οποία μέχρι πρότινος είχα ταυτίσει με αδιάφορα ποπ χιτάκια του συρμού, όμως στο Fame μου αποκαλύφθηκε ως αληθινή πρωταγωνίστρια: πήρε επ' ώμου τον κεντρικό χαρακτήρα της Κάρμεν Ντίαζ, έπαιξε λες και ήταν επαγγελματίας ηθοποιός και τραγούδησε ωραία, αποδίδοντας όλη τη φιλοδοξία που απαιτούσε ο ρόλος, μα κρατώντας συνάμα κι εκείνο το άγουρο, κοριτσίστικο υπόβαθρο που τελικά πρόδωσε την Κάρμεν. Τα συγχαρητήριά μου, έμεινα ειλικρινά εντυπωσιασμένος. 

Ε, την Αλέκα Κανελλίδου δεν θα τη βάλω στις εκπλήξεις, να μου επιτρέψετε... Ήταν δεδομένο ότι θα της ταίριαζε γάντι ο ρόλος της διευθύντριας της Ακαδημίας. Και τον έπαιξε με την πρέπουσα αυστηρότητα, ευθύτητα μα και ανθρωπιά, βαδίζοντας με προσοχή στα χνάρια όχι τόσο της Anne Meara, όσο της Debbie Allen (για όσους θυμούνται το Fame του Alan Parker ή την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του 1982-1987, που στην Ελλάδα μάθαμε με το όνομα Στον Πυρετό Της Δόξας). Είχε τύπο, είχε αέρα, είχε την κίνηση, είχε εκείνη την ακαταμάχητη χροιά –κρίμα που το μόνο τραγούδι που της αναλογούσε ήταν ένα επίπεδο, εντελώς αδιάφορο κομμάτι. 

Όπως ήταν και τα περισσότερα, εδώ που τα λέμε. Τραγούδια πάρα πολλά, τα οποία ανέβασαν αναίτια τη διάρκεια της παράστασης και τη βαρυφόρτωσαν, αφού συχνά δεν προωθούσαν καν την ιστορία: έστεκαν στις παρυφές της, κωλυσιεργώντας την εξέλιξη, μην διαθέτοντας κανένα ενδιαφέρον ως αυτόνομα ακούσματα, αποκομμένα δηλαδή από την εικόνα και από το πλαίσιο που ήθελαν να υπηρετήσουν. Αν εκδοθεί soundtrack της παράστασης, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθεί κάτω από την όποια βαθμολογική βάση. Δεύτερο κεντρικό πρόβλημα αποδείχθηκαν τα κείμενα, το σενάριο αν θέλετε της ιστορίας. Εδώ όμως ελλοχεύει ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με το αυθεντικό Fame, με την αποτίμησή του και με την αισθητική θέση που ήθελαν τελικά να πάρουν απέναντί του η Μαρσέλλου με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, οι οποίοι ανέλαβαν την απόδοση στα ελληνικά. 

Θέλω να πω ότι το Fame, παρά τη θραύση που ομολογουμένως έκανε και τη θέση του στην ιστορία των μιούζικαλ, δεν στάθηκε ποτέ καλός εκπρόσωπος του είδους του. Αντιθέτως, ήταν μια ταινία γεμάτη αφέλειες, κλισέ και βαρετά στερεότυπα, τα οποία διογκώνονται περισσότερο στις δικές μας ημέρες, αφού τα έχεις βρει πλέον μπροστά σου σε πολλαπλάσιες εκδοχές (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), συγκριτικά με τη δεκαετία του 1980. Απέναντι λοιπόν σε ένα τέτοιο πρωτότυπο, αποφασίζεις αν θα το πειράξεις ή αν θα το σεβαστείς. 

Διέκρινα πειράγματα και απόπειρες φρεσκαρίσματος, ειδικά στο πρώτο μέρος –ένα αρκετά ευχάριστο μέρος– όπου υπήρχε χιούμορ, ανοιχτό παιχνίδι με τη σεξουαλικότητα, μια γλώσσα σύγχρονη και καθημερινή, διόλου παράταιρη με την εποχή μας. Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί οι παρεμβάσεις δεν υπήρξαν εκτενέστερες και γιατί ειδικά το δεύτερο μέρος αφέθηκε να καταρρεύσει τόσο θεαματικά, αναλωνόμενο σε πλήθος μελοδραματικών κοινοτοπιών και ανόητων διαλόγων. 

Ίσως βέβαια να πήρα την απάντηση που ψάχνω στο χειροκρότημα που έπεσε στα περισσότερα απ' όσα εγώ βρήκα κατακριτέα –μεγάλη μερίδα του κοινού ενδεχομένως επικροτεί τέτοιες ευκολίες και αγάλλεται με το περίσσιο, υπερβολικό ερωτικό δράμα. Ωστόσο, η σκηνή όπου ο καθηγητής Σέινκοπφ ανακοινώνει στον Σλόμο τον θάνατο της Κάρμεν είναι για μένα μία από τις πέντε χειρότερες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Λυπάμαι που θα το πω, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου... Στάθηκε αντάξια δραματικών σκηνών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με Νίκο Ξανθόπουλο και Μάρθα Βούρτση, οι οποίες, δικαίως, σατιρίζονται ανελέητα από τις νεότερες γενιές.  

Περαιτέρω προβλήματα δημιούργησαν πάντως και κάποιες διανομές. Δεν αντιλήφθηκα λ.χ. για ποιον ακριβώς λόγο επιλέχθηκε ο Ησαΐας Ματιάμπα ως Σλόμπο, ρόλος από τους κεντρικούς, ο οποίος απαιτούσε συνδυαστικές ικανότητες ηθοποιού και τραγουδιστή. Στα δικά μου μάτια υπήρξε αποτυχημένος και στα δύο. Το ίδιο ισχύει και για τον Βασίλη Αξιώτη, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο του καθηγητή Σέινκοπφ: αντί να πατήσει στον ανεπανάληπτο Σορόφκσι που έπλασε ο Albert Hague, ο Αξιώτης εμφάνισε έναν χαρακτήρα άκυρο, μετέωρο και υπερβολικό. 

Πολλοί θεατές βρήκαν ίσως τη Σοφία Κουρτίδου χαριτωμένη, εγώ τη βρήκα εκνευριστική –παρά την αναμφίβολη καλλιφωνία της– και σκέφτηκα ότι ο ρόλος της Γκρέις ταίριαζε περισσότερο στην Idra Kayne (επαρκέστατη ως Μέιμπελ, μα στη σκιά των υπολοίπων). Η Νάντια Μπουλέ είχε πλάκα στην αρχή παίζοντας πετυχημένα τη χαζοβιόλα Σερίνα, έκανε όμως κατάχρηση των στοιχείων της κουτής παιδίσκης, ενώ εμφάνισε κι ένα αταίριαστα σοβαρό και επίσημο πρόσωπο κάθε που τραγουδούσε –είπε επίσης περισσότερα τραγούδια από όσα μπορούσε να υποστηρίξει ή από όσα, τέλος πάντων, άντεχαν τα δικά μου αφτιά: μια σωστή φωνή με μια κάποια έκταση δεν σε κάνει ντε και καλά αξιόλογη τραγουδίστρια. Και το Fame διαδραματίζεται, υποτίθεται, σε μια Ακαδημία ταγμένη στο να σου μάθει να κάνεις τέτοιες διακρίσεις. 

Ο Χρήστος Ζαν Μπατίστ, πάλι, ήταν απόλαυση κάθε που χόρευε –είχε όντως κάτι από το δαιμόνιο του LeRoy Johnson– σαν ηθοποιός όμως αποδείχθηκε κάτω του μετρίου, ενώ ανάλογα προβλήματα παρουσίασε και ο Νίκος Βουρλιώτης: ναι μεν έπλασε έναν τύπο ικανό να ξεχωρίσει σε κάθε εμφάνιση στη σκηνή (παράστημα, φωνή, βλέμμα, κινήσεις), δεν έπεισε όμως ως καθηγητής χορού, ενώ στο δεύτερο μέρος χρεώθηκε μια δακρύβρεχτη μπαλάντα εντελώς αταίριαστη και με την περσόνα τη δική του, αλλά και με εκείνη του καθηγητή Μπελ. Οι υπόλοιπες διανομές (για να μη μακρηγορώ άσκοπα) κρίνονται από επαρκείς έως συμπαθείς. 

Συνοψίζοντας, νομίζω ότι η ελληνική εκδοχή του Fame αφέθηκε να παρασυρθεί από τα όσα αρνητικά μάστιζαν το φιλμ του 1980, δίχως να τα προκαλέσει επαρκώς. Ίσως γιατί τα έκρινε ως «συνταγή επιτυχίας», έχασε επαφή με το πόσο ξεφτισμένα φαντάζουν πια πολλά από αυτά, αν και –ξαναλέω– ενδέχεται οι συντελεστές να έχουν καλύτερη επαφή με το μέσο αισθητήριο από τη δική μου και να ξέρουν καλά τι κάνουν, από την άποψη της εισπρακτικής επιτυχίας. 

Δική μου δουλειά, ωστόσο, είναι η αισθητική αποτίμηση. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, λοιπόν, βρίσκω ότι χάθηκε μια ευκαιρία να ρετουσαριστεί το Fame σε κάτι καλύτερο και λίγο πιο ουσιώδες απ' ότι υπήρξε, χρησιμοποιώντας π.χ. δάνεια από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, η οποία διέθετε και καλύτερη ανάπτυξη χαρακτήρων και ορισμένες πιο προσεγμένες αφηγήσεις. Δευτερευόντως, δεν δόθηκε η ίδια προσοχή στο στήσιμο του μιούζικαλ και στην επάρκεια των ερμηνειών, με αποτέλεσμα να βλέπεις πολύ καλή δουλειά ως προς όλα όσα αφορούν στο πρώτο, μα κάτω του μετρίου αποδόσεις στο τόσο καίριο δεύτερο θέμα. Είναι κρίμα να φεύγεις με μια αίσθηση πεταμένου χρόνου, όταν είναι φανερό ότι υπήρχαν βάσεις για να γίνουν τόσα πράγματα.



26 Ιουνίου 2023

J.Kriste, Master Of Disguise - συνέντευξη (2009)


Πριν δούμε τον πολυπράγμονα Λευτέρη Μουμτζή να μπλέκεται με την ίδρυση της δισκογραφικής εταιρείας «Λουβάνα Δίσκοι» στην πατρίδα του Κύπρο ή να καταθέτει δουλειές πότε με το όνομά του, πότε ως Freedom Candlemaker, πότε ως μέλος των Σωτήρες ή των Τρίο Τεκκέ, τον μάθαμε ως J.Kriste, Master Οf Disguise –το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο μας συστήθηκε στη δεκαετία του 2000.

Αυτό χρησιμοποιούσε ακόμα και πίσω στο 2009, όταν στήσαμε μια κουβέντα γύρω από το τότε άλμπουμ του «Girls, Ghosts And Gods». Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διένειμε τότε στον Τύπο η Puzzlemusik


Βλέποντας τη λέξη «gods» στον τίτλο του νέου σου άλμπουμ και ακούγοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες ορισμένων στίχων, δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ ότι το J.Kriste έχει μια ηχητική ομοιότητα με το «Jesus Christ». Είναι τυχαία; Και γιατί Master of Disguise;

Δεν είναι τυχαία η ομοιότητα, αλλά ούτε και σκόπιμη. Ήταν συνειρμικό, όπως και το Μaster of Disguise, το οποίο κάνει ρίμα με το Κράιστ. Ξύπνησα ένα πρωί και μου έσκασε στο μυαλό. Το κράτησα αργότερα, όταν δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το όνομά μου για έναν σόλο δίσκο.

Το «Girls, Ghosts And Gods» είναι μια δουλειά η οποία ξεχωρίζει ανάμεσα στις φετινές κυκλοφορίες για την προσωπικότητά της, αλλά δεν προδίδει παρά σε σημεία –και συνειδητά– την ελληνικότητά της. Πώς πέτυχες κάτι που για πολλούς εγχώριους καλλιτέχνες αποτελεί συνήθως άπιαστο ζητούμενο; Έχει να κάνει (και) με την άνεσή σου στο να εκφράζεσαι στα αγγλικά; 

Έχει να κάνει με το ότι δεν ήτανε ζητούμενο. Ούτε το πάλεψα για να βγει έτσι. Παραπάνω, είχε να κάνει με τα άτομα με τα οποία έκανα «κλικ» και τα κάλεσα στο στούντιο –και βέβαια με την ενέργειά τους. Όσο για τα αγγλικά, πράγματι, πολύς κόσμος το θεωρεί σαν ένα σημαντικό συν για μια πιο «ομαλή» ακρόαση.

Γιατί υπήρξε αυτή η διαφορά μηνών στην κυκλοφορία μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας; 

Αυτό δεν το ξέρω ακριβώς. Πάντως έχει να κάνει με διαδικαστικά θέματα. Αλλά η κυκλοφορία στην Κύπρο νομίζω μας βοήθησε σε διάφορα πράγματα, όπως να είμαστε πιο έγκαιρα έτοιμοι για την Ελλάδα, να έχουν γίνει ζωντανές εμφανίσεις με το υλικό και γενικά να μαθευτεί ο δίσκος σε κάποιους κύκλους ανθρώπων.

Το εξώφυλλο πώς το εμπνεύστηκες; Τι συμβολίζει αυτή η ψηλόλιγνη, χρυσοποίκιλτη μορφή; Και γιατί τοποθετείται σε μια ακρογιαλιά, ενώ το υπόλοιπο artwork εστιάζει σε δασώδη τοπία; 

Και πάλι πρόκειται για μια εικόνα η οποία μου έσκασε στο κεφάλι (όπως και το όνομα, όπως και κάθε καλό τραγούδι ή ένας συναισθηματικά φορτισμένος στίχος), σε ένα ταξίδι με υπεραστικό λεωφορείο στην Αγγλία. Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβολίζει, αλλά σίγουρα κάτι συμβολίζει. Το κοινό στοιχείο στο artwork είναι η φύση. Τα τραγούδια μιλούν και για δέντρα και για ακρογιαλιά, οπότε όλα αυτά είναι «μέσα» στον δίσκο.

Το «Girls, Ghosts And Gods» δεν είναι η πρώτη σου δισκογραφική παρουσία, καθώς προϋπάρχει το «This Is The Alternative» (2006). Τις νιώθεις αλήθεια ως alternative τις δουλειές σου; Δέχεσαι την ένταξη του νέου άλμπουμ υπό την ομπρέλα του neo-folk ή θεωρείς τέτοιες κατατάξεις ως παραπλανητικές; 

Μμμ… Τις δουλειές μου θα ήθελα να τις θεωρούσα mainstream και θα ήθελα να ζούσα σε έναν κόσμο όπου το mainstream θα ακουγόταν, θα σκεφτόταν και θα εκφραζόταν με έναν τέτοιον τρόπο (ελεύθερα, δηλαδή) –αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Οπότε είναι αναγκαστικά alternative, διότι είναι εκείνο που πρέπει να ψάξεις πολύ να το βρεις, κρυμμένο πίσω από το mainstream. 

Το νέο άλμπουμ δεν είναι neo-folk και ούτε προσπάθησα να κάνω κάτι τέτοιο. Απλά είναι μια συλλογή τραγουδιών στα οποία κυριαρχούν τα ακουστικά όργανα. Οι κατατάξεις χρειάζονται μόνο για γενικεύσεις, που συχνά μπορεί να χρησιμεύσουν. Νομίζω πάντως ότι η μουσική θα έπρεπε να ξεχωρίζει σε «αληθινή μουσική» και «δήθεν μουσική», αλλά μάλλον κι αυτό εντάσσεται στον κόσμο όπου η μουσική μου είναι mainstream!

Ποιες είναι οι κύριες επιρροές σου –μουσικές και μη; Και κατά πόσο τις ταυτίζεις με τους αγαπημένους σου καλλιτέχνες;

Αυτή είναι μια ερώτηση που πάντα δυσκολεύομαι να απαντήσω και καταλήγω απλά να λέω το τι ακούω τον συγκεκριμένο καιρό. Με επηρεάζει θετικά οποιαδήποτε μουσική είναι αληθινή και παιγμένη με ειλικρίνεια και ταπεινότητα. Τρέφω αγάπη και θαυμασμό για πολλούς καλλιτέχνες, αλλά δεν εξιδανικεύω οποιοδήποτε στυλ ή ήχο. Η λίστα από ονόματα θα μπορούσε να είναι ατελείωτη. Είναι ό,τι ακούει ο καθένας μέσα στη μουσική μου και παραπάνω... 

Είσαι επίσης μέλος δύο ενεργών συγκροτημάτων, του Trio Tekke και των Outer Soul Ensemble. Μίλησέ μας λίγο για το δικό τους στίγμα... 

Είμαι για την ακρίβεια μέλος και ακόμα μίας μπάντας, των Rite Of Passage! Οι Trio Tekke έχουν μόλις κάνει ένα reunion αυτές τις μέρες για την κυκλοφορία του δίσκου τους «Τα Ρεγγέτικα», μετά από περίπου έναν χρόνο χωριστά. Βλέπεις εγώ έφυγα από το Λονδίνο και οι άλλοι δύο παρέμεναν ακόμα εκεί. Τώρα φέρνουμε τον Κόλιν στην Κύπρο, τον «ξένο» δηλαδή της παρέας, και παρουσιάζουμε το άλμπουμ. 

Οι Outer Soul Ensemble είναι για την ώρα μία πολύ καινούρια μπάντα, 7μελής, η οποία βρίσκεται στα αρχικά της στάδια. Οι συνθέσεις είναι δικές μου και κυμαίνονται στο άφρο-σόουλ-φανκ-ροκ, με κάποια στοιχεία Ανατολής. Οι δε Rite Of Passage παίζουν ψυχεδελικό και προοδευτικό ροκ και ετοιμάζουμε δίσκο για Χριστούγεννα, ελπίζουμε!

Στο νέο σου άλμπουμ συμμετέχουν επίσης, ως μουσικοί, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Στέλιος Ρωμαλιάδης των Lüüp και ο Δημήτρης Μπασλάμ. Τι είναι αυτό που σας ενώνει; 

Μας ενώνει η ειλικρίνειά μας ως μουσικών, θα έλεγα. Μας ενώνει επίσης η αγάπη για τη μουσική και η εκτίμηση για ό,τι κάνει ο άλλος. Είναι φίλοι που τους γνώρισα στην πορεία και που στο κάλεσμά μου απάντησαν θετικά. Το αποτέλεσμα πανέμορφο, νιώθω.

Ποια είναι η καθημερινότητά σου, όταν παύεις να λειτουργείς ως «κυρίαρχος των μεταμφιέσεων»; 

Είναι κυρίως μουσική, δυστυχώς ή ευτυχώς. Παίζω αρκετά με τζαζ συγκροτήματα ή και με άλλες, πιο έκτακτες, τοπικές μπάντες σε μικρά μέρη ή διοργανώνω τα δικά μου events/φεστιβάλ –όπως το Λουβάνα, το οποίο έγινε πρόσφατα. Στις πραγματικά ελεύθερές μου ώρες έχω την ανάγκη να δραπετεύω στην εξοχή, ειδικά στο βουνό...

Πώς σκοπεύεις να κινηθείς συναυλιακά στο άμεσο μέλλον; Θα υπάρξει κάτι σαν περιοδεία προώθησης του «Girls, Ghosts And Gods»;

Έχουν ήδη γίνει κάποιες προκαταρτικές ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα τον Ιούνιο και σκοπεύω, με την κυκλοφορία του δίσκου, να κάνω μια περιοδεία στην Ελλάδα. Προς μέσα με τέλη του Οκτώβρη, δηλαδή.




24 Ιουνίου 2023

Ghost: Meliora [δισκοκριτική, 2015]


Έφτασε λοιπόν και η ώρα των Ghost στο φετινό συναυλιακό καλοκαίρι, αφού έρχονται ως επικεφαλής του Athens Rocks Festival 2023. Καλή περίπτωση οι Σουηδοί: έχουν γράψει γουστόζικα τραγούδια, διατήρησαν την εμπορικότητα του hard rock ήχου δίχως τις εκπτώσεις άλλων νεότερων γκρουπ, τους έχω ξαναδεί και ζωντανά και παραδίδουν πολύ δυναμικά σόου, στη μεγάλη παράδοση των Kiss (στην οποία και εγγράφονται).

Με την αφορμή, λοιπόν, να μια κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για το τρίτο τους άλμπουμ Meliora –σε χρόνια που ακόμα δεν ξέραμε την ταυτότητα των μελών του συγκροτήματος ή τον σαφή ηγετικό ρόλο του Tobias Forge, μα λατρέψαμε το "Cirice". 
 
Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που δινόταν τότε στον Τύπο


Καθώς το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, το μυαλό τρέχει στα μεγαλεία των Deep Purple και στα μαγικά κόλπα που ύψωσαν τους Rainbow στα ουράνια του σκληρού ροκ. Φευγαλέα έρχονται κατά νου και διάφοροι σπουδαίοι του παλιού metal, κυρίως όμως σκέφτεσαι –καθώς θαυμάζεις τις ποπ γέφυρες που τόσο φυσικά «φυτρώνουν» ανάμεσα στα κιθαριστικά βολτ– ότι (τελικά) μόνο από τη χώρα την οποία κόσμησαν με την παρουσία τους οι Abba θα μπορούσε να έρχεται αυτό το συγκρότημα.

Για τρίτο σερί άλμπουμ, οι Ghost αγαπούν να παντρεύουν τις αντιφάσεις τους, χωρίς το παραμικρό κόμπλεξ. Είναι ίσως το βασικό γνώρισμα που τους ορίζει ως μια μπάντα του σήμερα κι ας παίζουν μια μουσική με παλιά πατήματα. Κι έχει αποφασιστική σημασία για όσους αναζητούν το γιατί οι Σουηδοί κερδίζουν τόσο εύκολα οπαδούς: και από τη μεγάλη του heavy metal δεξαμενή, αλλά και από τους rockers των ημερών μας, όσους ακολουθούν μπάντες σαν τους Foo Fighters. 

Γύρω από αυτή την απήχηση, βέβαια, έχει δημιουργηθεί και μια πολεμική –από εκείνες που ξεχάσαμε πια στις «όλα καλά είναι, αν σου αρέσουν» εποχές μας. Και το Meliora (Η.Π.Α. #8, Βρετανία #23) αναμένεται να ρίξει ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά, αφού προκύπτει σαν μία πιο σφιχτή, ολοκληρωμένη και οικονομημένη ως προς τις χρονικές διάρκειες υπόθεση, συγκριτικά με το γουστόζικο μα άνισο Opus Eponymus του 2010 και το καταλυτικό (ελέω "Year Zero") μα όχι σπουδαίο Infestissumam του 2013. 

Πόσα οφείλονται στους ίδιους τους Ghost, πόσα στον παραγωγό τους Klas Åhlund, πόσα στην εξαιρετική μίξη του Andy Wallace (παίξτε π.χ. το "Mummy Dust" με ακουστικά), δεν έχει μεγάλη σημασία. Πιο αποτελεσματικά από ποτέ, το χέρι του Πάπα Εμέριτου (ο Τρίτος, πλέον) ευλογεί εδώ το αναποδογύρισμα της μουσικής πλάσης που χτίζεται με επιμελώς τακτοποιημένα κουτάκια. Τραγούδια σαν το εκπληκτικό "Cirice" (ένα από τα καλύτερα της φετινής χρονιάς, ανεξάρτητα από είδη), το "From The Pinnacle To The Pit", το "He Is", το "Spirit" και το "Deus In Absentia" διατηρούν τον καρτουνίστικο «Σατανισμό» των Σουηδών στα λαμπρότερά του, αναδεικνύοντάς τους σε μπάντα η οποία προασπίζεται μεταλλικές αξίες, ενώ τελικά παίζει hard rock και αναζητεί με ζήλο το single, με την εντελώς ποπ έννοια. 

Ασφαλώς, τα παραδοσιακά μέταλλα θα φωνάξουν πάλι «φάουλ!» και θα απαιτήσουν να πέσει δεύτερη κίτρινη κάρτα σε τούτους τους χαλβάδες, κραδαίνοντας τον King Diamond, τους Kiss, τον Alice Cooper, αλλά και τους Ολλανδούς The Devil's Blood –μάλλον την πιο αφανή μα σημαντική επιρροή στον Ghost ήχο, μετά τον ηγέτη των Mercyful Fate. Έχω μια κάποια συμπάθεια για την άποψή τους, νομίζω ωστόσο πως υπερβάλλουν. 

Από τη μία, οι ενίοτε θαυμάσιοι Devil's Blood ποτέ δεν είχαν την άνεση των Σουηδών με την ποπ. Aπό την άλλη, τέτοιες συνεχείς επικλήσεις στους Μεγάλους Παλιούς –πέρα από το να καταδεικνύουν ότι ορισμένοι γέρασαν– δεν μετράνε πως, καλώς ή κακώς, η σημερινή πιτσιρικαρία θέλει κι αυτή τους δικούς της ανάλογους ήρωες. Και οι Ghost είναι φαβορί για τον ρόλο, έστω κι αν υπογραμμιστούν εδώ οι κάπως απογοητευτικές επιδόσεις του Papa Emeritus: το μόνο σημείο του Meliora που πραγματικά καρφώνεται στο μνημονικό με τον πρέποντα δυσοίωνο τρόπο, είναι η επωδός «Can't you see that you're lost without me? I can feel the thunder that's breaking in your heart», από το "Cirice". Κατά τα λοιπά, σαν πολύ ήσυχα να κελαρύζει το ποτάμι...

Αλλά, καθώς η απήχηση των Ghost ξεπερνά τα μεταλλικά σύνορα, η πολεμική γύρω τους λαμβάνει κι αυτή ευρύτερες διαστάσεις, αγγίζοντας γενικότερα ζητήματα του μεγάλου μουσικού χάρτη των 2010s. Διαβάστε την κριτική του Andy O' Connor στο Pitchfork, για του λόγου του αληθές. Η οποία με δυο πινελιές μας λέει ότι όλα τα δάνεια τα μεταχειρίζονται θαυμάσια οι Σουηδοί, παραδέχεται ότι περισσότερο από το τι τους έχει επηρεάσει μετράει στο Meliora το πώς συνδιαλέγονται μαζί του, μα τελικά τους βάζει ...6 γιατί δεν έχουν να προτείνουν κάτι που δεν έχουμε ήδη ξανακούσει! 

Γιατί, αλήθεια, καλείται η σκληρή μουσική –μόνη ανάμεσα στα είδη τα οποία απασχολούν το συγκεκριμένο μέσο– να αποδείξει τον αποτελεσματικό απογαλακτισμό της από το παρελθόν; Γιατί τέτοιες διερωτήσεις απουσιάζουν εντελώς στις κριτικές τόσων και τόσων indie δίσκων, οι οποίοι μια χαρά αποθεώνονται επειδή ξαναζεσταίνουν το χθεσινομαγειρεμένο φαγητό της ψυχεδέλειας και των μετά το punk εξελίξεων; 

Με βάση λοιπόν τα μέτρα και τα σταθμά του Pitchfork –άρα και τα κυρίαρχα «ήθη» στη Δυτική μουσικοκριτική της τελευταίας δεκαετίας– το Meliora έπρεπε να πάρει 8 με τα τσαρούχια, από εκείνα τα κόμμα τόσο δηλαδή. Ας μη γίνουμε όμως η κακή αντιπολίτευση προς όσα θίγουμε. Παρά την ευκολία με την οποία διεκδικεί το πλήκτρο του repeat, παρά τον ρόλο των δημιουργών του στα σύγχρονα σκληρά πράγματα, η «σπουδαιότητα» βρίσκεται κάπου κοντά, μα ακόμα διαφεύγει. Μένει πάντως η απόλαυση, γι' αυτό μην αμφιβάλλετε.



23 Ιουνίου 2023

Μελίνα Τανάγρη: Γράμμα στην Barbara - ανταπόκριση (2018)


Της Μελίνας Τανάγρη έχω σχεδόν όλους τους δίσκους (άντε να μου λείπει ένας;) καθώς μου άρεσε η γραφή της και η ματιά της στην τραγουδοποιία ήδη από όταν ήμουν μικρός και την άκουγα στο ραδιόφωνο.

Μιας και δεν εμφανίζεται συχνά, λοιπόν, δεν θα έχανα την ευκαιρία να πάω να τη δω στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων πίσω στον Μάρτη του 2018, όπου ανέβαζε την παράσταση «Γράμμα στην Barbara» –αφιερωμένη στη Γαλλίδα τραγουδοποιό Monique Serf που σταδιοδρόμησε με αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από promo πηγές και από όσα τράβηξε εκείνη τη βραδιά η Fenrir


Ένα σαξόφωνο ακουγόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες στην Οδό Κυκλάδων, σε ό,τι ήταν (μάλλον) ένα τελευταίο τεστ πριν την έναρξη. Έξω, στο φουαγέ του θεάτρου, οι ηλικίες μεγάλες: ένα κοινό που θα ήταν ίσως 25-30 πίσω στο 1987, όταν η Μελίνα Τανάγρη χαλούσε κόσμο με "Βυζάκια Έξω, Λοιπόν". Κι ανάμεσά τους ο Διονύσης Σαββόπουλος, παρέα με τον ΚΥΡ, τον σπουδαιότερο πολιτικοκοινωνικό γελοιογράφο της νεότερης Ελλάδας. Σημειολογικά σημαντικό, σκέφτηκα, αφού η Τανάγρη πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση Αχαρνής του Σαββόπουλου, πίσω στο 1977. 

Οι πόρτες ανοίγουν, λαμβάνουμε θέσεις. Έχει κόσμο, αλλά δεν είναι και sold out. Κάποιος πίσω μου τα έχει μπερδέψει, νομίζει ότι θα ακούσει τραγούδια της Barbra Streisand. Ευτυχώς, ένας φίλος αναλαμβάνει να του μιλήσει για τη Barbara. Τα φώτα δεν αργούν να σβήσουν, αφήνοντας έναν μοναχικό προβολέα να εστιάζει σε μια καρέκλα στη μία άκρη της σκηνής· πάνω της, λίγο μετά, θα καθόταν η Μελίνα Τανάγρη. Με τα πορτοκαλί μαλλιά της και το σπινθηροβόλο της βλέμμα να κοιτάζει τον τοίχο, όπου ένας προβολέας έριχνε κάποιους πρώτους στίχους της Barbara (στα ελληνικά). Η παράσταση αρχίζει. 

Παράσταση ή συναυλία; 

Κάτι και από τα δύο. Πρωτίστως συναυλία, ναι· αλλά με θεατρικά χαρακτηριστικά. Και τη σκηνή ακόμα, έδειχνε να την έχει μετρήσει σε βήματα η Τανάγρη: οι κινήσεις της διέθεταν «αέρα» χορογραφίας, ενώ στο όλο «παιχνίδι» συμμετείχαν κατά το δοκούν και οι όμορφοι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα. Μόνοι συνοδοί της εκεί στην Οδό Κυκλάδων, η Ευαγγελία Μαυρίδου στο πιάνο και ο Samuel Marlieri στο σαξόφωνο. Ακίνητη η πρώτη, πλάτη στο κοινό, στραμμένη στο όργανό της, κινητικός ο δεύτερος, σηκωνόταν ενίοτε και λάμβανε μέρος (με τον τρόπο του) στα δρώμενα. Δύο θαυμάσιοι μουσικοί, από κάθε άποψη. Τολμώ μάλιστα να πω ότι, αν και μεγάλος φίλος του πιάνου, είχα καιρό να απολαύσω τόσο το σαξόφωνο, όσο σε αυτές τις μελετημένες, δοσομετρημένες, καθαρές φράσεις, οι οποίες σε κάθε τραγούδι ήταν ακριβώς τόσο, όσο χρειαζόταν.

Αλλά και η Μελίνα Τανάγρη αποτυπώθηκε καταπληκτική, με έναν «αθόρυβο» μάλιστα τρόπο. Εκεί στο ξεκίνημα υπήρξε ένα τρακ: φάνηκε και από τον επί σκηνής βηματισμό, που πήγε κάπου να χάσει ρυθμό και να την κάνει να σκοντάψει. Όμως ως το "Le Minotaure" και τη "Nantes" τα είχε όλα βρει, κάνοντάς μας να κρεμόμαστε από το στόμα της. 

Η επιτυχία, σκέφτηκα αφού μας διάβασε το γράμμα που έστειλε το 1982 στη Γαλλίδα σταρ (δεν έλαβε ποτέ απάντηση), οφειλόταν στον βιωματικό τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε το όλο θέαμα. Δεν έκανε δηλαδή ένα αφιέρωμα στη Barbara, ούτε και προσπάθησε να την παραστήσει. Ήταν σε κάθε περίπτωση η Μελίνα Τανάγρη: όχι η τραγουδοποιός, μα η ακροάτρια πρωτίστως, που είχε βυθιστεί σε αυτό το υλικό και το είχε κάνει δικό της –για να το αφήσει πίσω στη συνέχεια και να ξαναπιάσει το νήμα του τώρα, χρόνια μετά τον θάνατο της Barbara, τώρα που «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» όπως ωραία το έθεσε στο Υστερόγραφο. Τόσο δικό της έγιναν μάλιστα το ρεπερτόριο της Barbara, ώστε να υπάρχει ευχέρεια να βάλει στο πρόγραμμα και δύο τραγούδια της ("Φιλενάδα", "Αγάπη Αφηρημένη"), δίχως να ηχήσουν παράταιρα.

Δεν ξέρω ποιο ήταν το μέτρο της Τανάγρη για το Γράμμα στην Barbara κι αν ο μικρός κύκλος των 3 παραστάσεων στην Οδό Κυκλάδων κρίθηκε επιτυχημένος. Η ίδια φάνηκε ευχαριστημένη στο τέλος της πρεμιέρας, λέγοντάς μας, χαμογελαστή και συγκινημένη, ότι ήμασταν ένα υπέροχο κοινό. Σε κάθε περίπτωση, λείπει η Τανάγρη, 9 πια χρόνια αφότου έκανε εκείνη την τίμια (μα όχι σπουδαία) απόπειρα να φρεσκάρει το προφίλ της με το Δίδυμο: η φωνή της και η ματιά της, διατηρούν κάτι το μοναδικό. Μακάρι λοιπόν να δούμε και στη δισκογραφία αυτό το εγχείρημα, που για λίγο ζωντάνεψε μπροστά μας, εκεί στην Κυψέλη, το κλίμα των μικρών φοιτητικών clubs του Παρισιού όπου γεννήθηκε το άστρο της Barbara.

Setlist

1. Dis, Quand Reviendras-Tu?
2. Ma Maison
3. Le Minotaure
4. Nantes
5. Αγάπη Αφηρημένη
6. Le Mal De Vivre
7. Chapeau Bas
8. Perlimpinpin
9. Η Μοναξιά
10. Drouot
11. Les Insomnies
12. Marienbad
13. L' Aigle Noir
14. Φιλενάδα
15. Ma Plus Belle Histoire D' Amour C' Est Vous
16. Une Petite Cantate