26 Ιουνίου 2023

J.Kriste, Master Of Disguise - συνέντευξη (2009)


Πριν δούμε τον πολυπράγμονα Λευτέρη Μουμτζή να μπλέκεται με την ίδρυση της δισκογραφικής εταιρείας «Λουβάνα Δίσκοι» στην πατρίδα του Κύπρο ή να καταθέτει δουλειές πότε με το όνομά του, πότε ως Freedom Candlemaker, πότε ως μέλος των Σωτήρες ή των Τρίο Τεκκέ, τον μάθαμε ως J.Kriste, Master Οf Disguise –το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο μας συστήθηκε στη δεκαετία του 2000.

Αυτό χρησιμοποιούσε ακόμα και πίσω στο 2009, όταν στήσαμε μια κουβέντα γύρω από το τότε άλμπουμ του «Girls, Ghosts And Gods». Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διένειμε τότε στον Τύπο η Puzzlemusik


Βλέποντας τη λέξη «gods» στον τίτλο του νέου σου άλμπουμ και ακούγοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες ορισμένων στίχων, δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ ότι το J.Kriste έχει μια ηχητική ομοιότητα με το «Jesus Christ». Είναι τυχαία; Και γιατί Master of Disguise;

Δεν είναι τυχαία η ομοιότητα, αλλά ούτε και σκόπιμη. Ήταν συνειρμικό, όπως και το Μaster of Disguise, το οποίο κάνει ρίμα με το Κράιστ. Ξύπνησα ένα πρωί και μου έσκασε στο μυαλό. Το κράτησα αργότερα, όταν δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το όνομά μου για έναν σόλο δίσκο.

Το «Girls, Ghosts And Gods» είναι μια δουλειά η οποία ξεχωρίζει ανάμεσα στις φετινές κυκλοφορίες για την προσωπικότητά της, αλλά δεν προδίδει παρά σε σημεία –και συνειδητά– την ελληνικότητά της. Πώς πέτυχες κάτι που για πολλούς εγχώριους καλλιτέχνες αποτελεί συνήθως άπιαστο ζητούμενο; Έχει να κάνει (και) με την άνεσή σου στο να εκφράζεσαι στα αγγλικά; 

Έχει να κάνει με το ότι δεν ήτανε ζητούμενο. Ούτε το πάλεψα για να βγει έτσι. Παραπάνω, είχε να κάνει με τα άτομα με τα οποία έκανα «κλικ» και τα κάλεσα στο στούντιο –και βέβαια με την ενέργειά τους. Όσο για τα αγγλικά, πράγματι, πολύς κόσμος το θεωρεί σαν ένα σημαντικό συν για μια πιο «ομαλή» ακρόαση.

Γιατί υπήρξε αυτή η διαφορά μηνών στην κυκλοφορία μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας; 

Αυτό δεν το ξέρω ακριβώς. Πάντως έχει να κάνει με διαδικαστικά θέματα. Αλλά η κυκλοφορία στην Κύπρο νομίζω μας βοήθησε σε διάφορα πράγματα, όπως να είμαστε πιο έγκαιρα έτοιμοι για την Ελλάδα, να έχουν γίνει ζωντανές εμφανίσεις με το υλικό και γενικά να μαθευτεί ο δίσκος σε κάποιους κύκλους ανθρώπων.

Το εξώφυλλο πώς το εμπνεύστηκες; Τι συμβολίζει αυτή η ψηλόλιγνη, χρυσοποίκιλτη μορφή; Και γιατί τοποθετείται σε μια ακρογιαλιά, ενώ το υπόλοιπο artwork εστιάζει σε δασώδη τοπία; 

Και πάλι πρόκειται για μια εικόνα η οποία μου έσκασε στο κεφάλι (όπως και το όνομα, όπως και κάθε καλό τραγούδι ή ένας συναισθηματικά φορτισμένος στίχος), σε ένα ταξίδι με υπεραστικό λεωφορείο στην Αγγλία. Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβολίζει, αλλά σίγουρα κάτι συμβολίζει. Το κοινό στοιχείο στο artwork είναι η φύση. Τα τραγούδια μιλούν και για δέντρα και για ακρογιαλιά, οπότε όλα αυτά είναι «μέσα» στον δίσκο.

Το «Girls, Ghosts And Gods» δεν είναι η πρώτη σου δισκογραφική παρουσία, καθώς προϋπάρχει το «This Is The Alternative» (2006). Τις νιώθεις αλήθεια ως alternative τις δουλειές σου; Δέχεσαι την ένταξη του νέου άλμπουμ υπό την ομπρέλα του neo-folk ή θεωρείς τέτοιες κατατάξεις ως παραπλανητικές; 

Μμμ… Τις δουλειές μου θα ήθελα να τις θεωρούσα mainstream και θα ήθελα να ζούσα σε έναν κόσμο όπου το mainstream θα ακουγόταν, θα σκεφτόταν και θα εκφραζόταν με έναν τέτοιον τρόπο (ελεύθερα, δηλαδή) –αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Οπότε είναι αναγκαστικά alternative, διότι είναι εκείνο που πρέπει να ψάξεις πολύ να το βρεις, κρυμμένο πίσω από το mainstream. 

Το νέο άλμπουμ δεν είναι neo-folk και ούτε προσπάθησα να κάνω κάτι τέτοιο. Απλά είναι μια συλλογή τραγουδιών στα οποία κυριαρχούν τα ακουστικά όργανα. Οι κατατάξεις χρειάζονται μόνο για γενικεύσεις, που συχνά μπορεί να χρησιμεύσουν. Νομίζω πάντως ότι η μουσική θα έπρεπε να ξεχωρίζει σε «αληθινή μουσική» και «δήθεν μουσική», αλλά μάλλον κι αυτό εντάσσεται στον κόσμο όπου η μουσική μου είναι mainstream!

Ποιες είναι οι κύριες επιρροές σου –μουσικές και μη; Και κατά πόσο τις ταυτίζεις με τους αγαπημένους σου καλλιτέχνες;

Αυτή είναι μια ερώτηση που πάντα δυσκολεύομαι να απαντήσω και καταλήγω απλά να λέω το τι ακούω τον συγκεκριμένο καιρό. Με επηρεάζει θετικά οποιαδήποτε μουσική είναι αληθινή και παιγμένη με ειλικρίνεια και ταπεινότητα. Τρέφω αγάπη και θαυμασμό για πολλούς καλλιτέχνες, αλλά δεν εξιδανικεύω οποιοδήποτε στυλ ή ήχο. Η λίστα από ονόματα θα μπορούσε να είναι ατελείωτη. Είναι ό,τι ακούει ο καθένας μέσα στη μουσική μου και παραπάνω... 

Είσαι επίσης μέλος δύο ενεργών συγκροτημάτων, του Trio Tekke και των Outer Soul Ensemble. Μίλησέ μας λίγο για το δικό τους στίγμα... 

Είμαι για την ακρίβεια μέλος και ακόμα μίας μπάντας, των Rite Of Passage! Οι Trio Tekke έχουν μόλις κάνει ένα reunion αυτές τις μέρες για την κυκλοφορία του δίσκου τους «Τα Ρεγγέτικα», μετά από περίπου έναν χρόνο χωριστά. Βλέπεις εγώ έφυγα από το Λονδίνο και οι άλλοι δύο παρέμεναν ακόμα εκεί. Τώρα φέρνουμε τον Κόλιν στην Κύπρο, τον «ξένο» δηλαδή της παρέας, και παρουσιάζουμε το άλμπουμ. 

Οι Outer Soul Ensemble είναι για την ώρα μία πολύ καινούρια μπάντα, 7μελής, η οποία βρίσκεται στα αρχικά της στάδια. Οι συνθέσεις είναι δικές μου και κυμαίνονται στο άφρο-σόουλ-φανκ-ροκ, με κάποια στοιχεία Ανατολής. Οι δε Rite Of Passage παίζουν ψυχεδελικό και προοδευτικό ροκ και ετοιμάζουμε δίσκο για Χριστούγεννα, ελπίζουμε!

Στο νέο σου άλμπουμ συμμετέχουν επίσης, ως μουσικοί, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Στέλιος Ρωμαλιάδης των Lüüp και ο Δημήτρης Μπασλάμ. Τι είναι αυτό που σας ενώνει; 

Μας ενώνει η ειλικρίνειά μας ως μουσικών, θα έλεγα. Μας ενώνει επίσης η αγάπη για τη μουσική και η εκτίμηση για ό,τι κάνει ο άλλος. Είναι φίλοι που τους γνώρισα στην πορεία και που στο κάλεσμά μου απάντησαν θετικά. Το αποτέλεσμα πανέμορφο, νιώθω.

Ποια είναι η καθημερινότητά σου, όταν παύεις να λειτουργείς ως «κυρίαρχος των μεταμφιέσεων»; 

Είναι κυρίως μουσική, δυστυχώς ή ευτυχώς. Παίζω αρκετά με τζαζ συγκροτήματα ή και με άλλες, πιο έκτακτες, τοπικές μπάντες σε μικρά μέρη ή διοργανώνω τα δικά μου events/φεστιβάλ –όπως το Λουβάνα, το οποίο έγινε πρόσφατα. Στις πραγματικά ελεύθερές μου ώρες έχω την ανάγκη να δραπετεύω στην εξοχή, ειδικά στο βουνό...

Πώς σκοπεύεις να κινηθείς συναυλιακά στο άμεσο μέλλον; Θα υπάρξει κάτι σαν περιοδεία προώθησης του «Girls, Ghosts And Gods»;

Έχουν ήδη γίνει κάποιες προκαταρτικές ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα τον Ιούνιο και σκοπεύω, με την κυκλοφορία του δίσκου, να κάνω μια περιοδεία στην Ελλάδα. Προς μέσα με τέλη του Οκτώβρη, δηλαδή.




24 Ιουνίου 2023

Ghost: Meliora [δισκοκριτική, 2015]


Έφτασε λοιπόν και η ώρα των Ghost στο φετινό συναυλιακό καλοκαίρι, αφού έρχονται ως επικεφαλής του Athens Rocks Festival 2023. Καλή περίπτωση οι Σουηδοί: έχουν γράψει γουστόζικα τραγούδια, διατήρησαν την εμπορικότητα του hard rock ήχου δίχως τις εκπτώσεις άλλων νεότερων γκρουπ, τους έχω ξαναδεί και ζωντανά και παραδίδουν πολύ δυναμικά σόου, στη μεγάλη παράδοση των Kiss (στην οποία και εγγράφονται).

Με την αφορμή, λοιπόν, να μια κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για το τρίτο τους άλμπουμ Meliora –σε χρόνια που ακόμα δεν ξέραμε την ταυτότητα των μελών του συγκροτήματος ή τον σαφή ηγετικό ρόλο του Tobias Forge, μα λατρέψαμε το "Cirice". 
 
Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που δινόταν τότε στον Τύπο


Καθώς το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, το μυαλό τρέχει στα μεγαλεία των Deep Purple και στα μαγικά κόλπα που ύψωσαν τους Rainbow στα ουράνια του σκληρού ροκ. Φευγαλέα έρχονται κατά νου και διάφοροι σπουδαίοι του παλιού metal, κυρίως όμως σκέφτεσαι –καθώς θαυμάζεις τις ποπ γέφυρες που τόσο φυσικά «φυτρώνουν» ανάμεσα στα κιθαριστικά βολτ– ότι (τελικά) μόνο από τη χώρα την οποία κόσμησαν με την παρουσία τους οι Abba θα μπορούσε να έρχεται αυτό το συγκρότημα.

Για τρίτο σερί άλμπουμ, οι Ghost αγαπούν να παντρεύουν τις αντιφάσεις τους, χωρίς το παραμικρό κόμπλεξ. Είναι ίσως το βασικό γνώρισμα που τους ορίζει ως μια μπάντα του σήμερα κι ας παίζουν μια μουσική με παλιά πατήματα. Κι έχει αποφασιστική σημασία για όσους αναζητούν το γιατί οι Σουηδοί κερδίζουν τόσο εύκολα οπαδούς: και από τη μεγάλη του heavy metal δεξαμενή, αλλά και από τους rockers των ημερών μας, όσους ακολουθούν μπάντες σαν τους Foo Fighters. 

Γύρω από αυτή την απήχηση, βέβαια, έχει δημιουργηθεί και μια πολεμική –από εκείνες που ξεχάσαμε πια στις «όλα καλά είναι, αν σου αρέσουν» εποχές μας. Και το Meliora (Η.Π.Α. #8, Βρετανία #23) αναμένεται να ρίξει ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά, αφού προκύπτει σαν μία πιο σφιχτή, ολοκληρωμένη και οικονομημένη ως προς τις χρονικές διάρκειες υπόθεση, συγκριτικά με το γουστόζικο μα άνισο Opus Eponymus του 2010 και το καταλυτικό (ελέω "Year Zero") μα όχι σπουδαίο Infestissumam του 2013. 

Πόσα οφείλονται στους ίδιους τους Ghost, πόσα στον παραγωγό τους Klas Åhlund, πόσα στην εξαιρετική μίξη του Andy Wallace (παίξτε π.χ. το "Mummy Dust" με ακουστικά), δεν έχει μεγάλη σημασία. Πιο αποτελεσματικά από ποτέ, το χέρι του Πάπα Εμέριτου (ο Τρίτος, πλέον) ευλογεί εδώ το αναποδογύρισμα της μουσικής πλάσης που χτίζεται με επιμελώς τακτοποιημένα κουτάκια. Τραγούδια σαν το εκπληκτικό "Cirice" (ένα από τα καλύτερα της φετινής χρονιάς, ανεξάρτητα από είδη), το "From The Pinnacle To The Pit", το "He Is", το "Spirit" και το "Deus In Absentia" διατηρούν τον καρτουνίστικο «Σατανισμό» των Σουηδών στα λαμπρότερά του, αναδεικνύοντάς τους σε μπάντα η οποία προασπίζεται μεταλλικές αξίες, ενώ τελικά παίζει hard rock και αναζητεί με ζήλο το single, με την εντελώς ποπ έννοια. 

Ασφαλώς, τα παραδοσιακά μέταλλα θα φωνάξουν πάλι «φάουλ!» και θα απαιτήσουν να πέσει δεύτερη κίτρινη κάρτα σε τούτους τους χαλβάδες, κραδαίνοντας τον King Diamond, τους Kiss, τον Alice Cooper, αλλά και τους Ολλανδούς The Devil's Blood –μάλλον την πιο αφανή μα σημαντική επιρροή στον Ghost ήχο, μετά τον ηγέτη των Mercyful Fate. Έχω μια κάποια συμπάθεια για την άποψή τους, νομίζω ωστόσο πως υπερβάλλουν. 

Από τη μία, οι ενίοτε θαυμάσιοι Devil's Blood ποτέ δεν είχαν την άνεση των Σουηδών με την ποπ. Aπό την άλλη, τέτοιες συνεχείς επικλήσεις στους Μεγάλους Παλιούς –πέρα από το να καταδεικνύουν ότι ορισμένοι γέρασαν– δεν μετράνε πως, καλώς ή κακώς, η σημερινή πιτσιρικαρία θέλει κι αυτή τους δικούς της ανάλογους ήρωες. Και οι Ghost είναι φαβορί για τον ρόλο, έστω κι αν υπογραμμιστούν εδώ οι κάπως απογοητευτικές επιδόσεις του Papa Emeritus: το μόνο σημείο του Meliora που πραγματικά καρφώνεται στο μνημονικό με τον πρέποντα δυσοίωνο τρόπο, είναι η επωδός «Can't you see that you're lost without me? I can feel the thunder that's breaking in your heart», από το "Cirice". Κατά τα λοιπά, σαν πολύ ήσυχα να κελαρύζει το ποτάμι...

Αλλά, καθώς η απήχηση των Ghost ξεπερνά τα μεταλλικά σύνορα, η πολεμική γύρω τους λαμβάνει κι αυτή ευρύτερες διαστάσεις, αγγίζοντας γενικότερα ζητήματα του μεγάλου μουσικού χάρτη των 2010s. Διαβάστε την κριτική του Andy O' Connor στο Pitchfork, για του λόγου του αληθές. Η οποία με δυο πινελιές μας λέει ότι όλα τα δάνεια τα μεταχειρίζονται θαυμάσια οι Σουηδοί, παραδέχεται ότι περισσότερο από το τι τους έχει επηρεάσει μετράει στο Meliora το πώς συνδιαλέγονται μαζί του, μα τελικά τους βάζει ...6 γιατί δεν έχουν να προτείνουν κάτι που δεν έχουμε ήδη ξανακούσει! 

Γιατί, αλήθεια, καλείται η σκληρή μουσική –μόνη ανάμεσα στα είδη τα οποία απασχολούν το συγκεκριμένο μέσο– να αποδείξει τον αποτελεσματικό απογαλακτισμό της από το παρελθόν; Γιατί τέτοιες διερωτήσεις απουσιάζουν εντελώς στις κριτικές τόσων και τόσων indie δίσκων, οι οποίοι μια χαρά αποθεώνονται επειδή ξαναζεσταίνουν το χθεσινομαγειρεμένο φαγητό της ψυχεδέλειας και των μετά το punk εξελίξεων; 

Με βάση λοιπόν τα μέτρα και τα σταθμά του Pitchfork –άρα και τα κυρίαρχα «ήθη» στη Δυτική μουσικοκριτική της τελευταίας δεκαετίας– το Meliora έπρεπε να πάρει 8 με τα τσαρούχια, από εκείνα τα κόμμα τόσο δηλαδή. Ας μη γίνουμε όμως η κακή αντιπολίτευση προς όσα θίγουμε. Παρά την ευκολία με την οποία διεκδικεί το πλήκτρο του repeat, παρά τον ρόλο των δημιουργών του στα σύγχρονα σκληρά πράγματα, η «σπουδαιότητα» βρίσκεται κάπου κοντά, μα ακόμα διαφεύγει. Μένει πάντως η απόλαυση, γι' αυτό μην αμφιβάλλετε.



23 Ιουνίου 2023

Μελίνα Τανάγρη: Γράμμα στην Barbara - ανταπόκριση (2018)


Της Μελίνας Τανάγρη έχω σχεδόν όλους τους δίσκους (άντε να μου λείπει ένας;) καθώς μου άρεσε η γραφή της και η ματιά της στην τραγουδοποιία ήδη από όταν ήμουν μικρός και την άκουγα στο ραδιόφωνο.

Μιας και δεν εμφανίζεται συχνά, λοιπόν, δεν θα έχανα την ευκαιρία να πάω να τη δω στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων πίσω στον Μάρτη του 2018, όπου ανέβαζε την παράσταση «Γράμμα στην Barbara» –αφιερωμένη στη Γαλλίδα τραγουδοποιό Monique Serf που σταδιοδρόμησε με αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από promo πηγές και από όσα τράβηξε εκείνη τη βραδιά η Fenrir


Ένα σαξόφωνο ακουγόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες στην Οδό Κυκλάδων, σε ό,τι ήταν (μάλλον) ένα τελευταίο τεστ πριν την έναρξη. Έξω, στο φουαγέ του θεάτρου, οι ηλικίες μεγάλες: ένα κοινό που θα ήταν ίσως 25-30 πίσω στο 1987, όταν η Μελίνα Τανάγρη χαλούσε κόσμο με "Βυζάκια Έξω, Λοιπόν". Κι ανάμεσά τους ο Διονύσης Σαββόπουλος, παρέα με τον ΚΥΡ, τον σπουδαιότερο πολιτικοκοινωνικό γελοιογράφο της νεότερης Ελλάδας. Σημειολογικά σημαντικό, σκέφτηκα, αφού η Τανάγρη πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση Αχαρνής του Σαββόπουλου, πίσω στο 1977. 

Οι πόρτες ανοίγουν, λαμβάνουμε θέσεις. Έχει κόσμο, αλλά δεν είναι και sold out. Κάποιος πίσω μου τα έχει μπερδέψει, νομίζει ότι θα ακούσει τραγούδια της Barbra Streisand. Ευτυχώς, ένας φίλος αναλαμβάνει να του μιλήσει για τη Barbara. Τα φώτα δεν αργούν να σβήσουν, αφήνοντας έναν μοναχικό προβολέα να εστιάζει σε μια καρέκλα στη μία άκρη της σκηνής· πάνω της, λίγο μετά, θα καθόταν η Μελίνα Τανάγρη. Με τα πορτοκαλί μαλλιά της και το σπινθηροβόλο της βλέμμα να κοιτάζει τον τοίχο, όπου ένας προβολέας έριχνε κάποιους πρώτους στίχους της Barbara (στα ελληνικά). Η παράσταση αρχίζει. 

Παράσταση ή συναυλία; 

Κάτι και από τα δύο. Πρωτίστως συναυλία, ναι· αλλά με θεατρικά χαρακτηριστικά. Και τη σκηνή ακόμα, έδειχνε να την έχει μετρήσει σε βήματα η Τανάγρη: οι κινήσεις της διέθεταν «αέρα» χορογραφίας, ενώ στο όλο «παιχνίδι» συμμετείχαν κατά το δοκούν και οι όμορφοι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα. Μόνοι συνοδοί της εκεί στην Οδό Κυκλάδων, η Ευαγγελία Μαυρίδου στο πιάνο και ο Samuel Marlieri στο σαξόφωνο. Ακίνητη η πρώτη, πλάτη στο κοινό, στραμμένη στο όργανό της, κινητικός ο δεύτερος, σηκωνόταν ενίοτε και λάμβανε μέρος (με τον τρόπο του) στα δρώμενα. Δύο θαυμάσιοι μουσικοί, από κάθε άποψη. Τολμώ μάλιστα να πω ότι, αν και μεγάλος φίλος του πιάνου, είχα καιρό να απολαύσω τόσο το σαξόφωνο, όσο σε αυτές τις μελετημένες, δοσομετρημένες, καθαρές φράσεις, οι οποίες σε κάθε τραγούδι ήταν ακριβώς τόσο, όσο χρειαζόταν.

Αλλά και η Μελίνα Τανάγρη αποτυπώθηκε καταπληκτική, με έναν «αθόρυβο» μάλιστα τρόπο. Εκεί στο ξεκίνημα υπήρξε ένα τρακ: φάνηκε και από τον επί σκηνής βηματισμό, που πήγε κάπου να χάσει ρυθμό και να την κάνει να σκοντάψει. Όμως ως το "Le Minotaure" και τη "Nantes" τα είχε όλα βρει, κάνοντάς μας να κρεμόμαστε από το στόμα της. 

Η επιτυχία, σκέφτηκα αφού μας διάβασε το γράμμα που έστειλε το 1982 στη Γαλλίδα σταρ (δεν έλαβε ποτέ απάντηση), οφειλόταν στον βιωματικό τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε το όλο θέαμα. Δεν έκανε δηλαδή ένα αφιέρωμα στη Barbara, ούτε και προσπάθησε να την παραστήσει. Ήταν σε κάθε περίπτωση η Μελίνα Τανάγρη: όχι η τραγουδοποιός, μα η ακροάτρια πρωτίστως, που είχε βυθιστεί σε αυτό το υλικό και το είχε κάνει δικό της –για να το αφήσει πίσω στη συνέχεια και να ξαναπιάσει το νήμα του τώρα, χρόνια μετά τον θάνατο της Barbara, τώρα που «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» όπως ωραία το έθεσε στο Υστερόγραφο. Τόσο δικό της έγιναν μάλιστα το ρεπερτόριο της Barbara, ώστε να υπάρχει ευχέρεια να βάλει στο πρόγραμμα και δύο τραγούδια της ("Φιλενάδα", "Αγάπη Αφηρημένη"), δίχως να ηχήσουν παράταιρα.

Δεν ξέρω ποιο ήταν το μέτρο της Τανάγρη για το Γράμμα στην Barbara κι αν ο μικρός κύκλος των 3 παραστάσεων στην Οδό Κυκλάδων κρίθηκε επιτυχημένος. Η ίδια φάνηκε ευχαριστημένη στο τέλος της πρεμιέρας, λέγοντάς μας, χαμογελαστή και συγκινημένη, ότι ήμασταν ένα υπέροχο κοινό. Σε κάθε περίπτωση, λείπει η Τανάγρη, 9 πια χρόνια αφότου έκανε εκείνη την τίμια (μα όχι σπουδαία) απόπειρα να φρεσκάρει το προφίλ της με το Δίδυμο: η φωνή της και η ματιά της, διατηρούν κάτι το μοναδικό. Μακάρι λοιπόν να δούμε και στη δισκογραφία αυτό το εγχείρημα, που για λίγο ζωντάνεψε μπροστά μας, εκεί στην Κυψέλη, το κλίμα των μικρών φοιτητικών clubs του Παρισιού όπου γεννήθηκε το άστρο της Barbara.

Setlist

1. Dis, Quand Reviendras-Tu?
2. Ma Maison
3. Le Minotaure
4. Nantes
5. Αγάπη Αφηρημένη
6. Le Mal De Vivre
7. Chapeau Bas
8. Perlimpinpin
9. Η Μοναξιά
10. Drouot
11. Les Insomnies
12. Marienbad
13. L' Aigle Noir
14. Φιλενάδα
15. Ma Plus Belle Histoire D' Amour C' Est Vous
16. Une Petite Cantate 



22 Ιουνίου 2023

Iron Ensemble - συνέντευξη (2015)


Χαμός έχει γίνει στα «πηγαδάκια» των απανταχού φίλων του κλασικού heavy metal –διά ζώσης ή στα social media– με την απόφαση των Iron Maiden να παίξουν live το "Alexander The Great", διαχρονικό καημό των Ελλήνων fans, τώρα που δεν σκοπεύουν να περάσουν από τη χώρα μας. Λέγεται, μάλιστα, ότι, παρότι είναι μόλις πέρυσι που τους είδαμε, τους προτάθηκε να ξανάρθουν κι εκείνοι αρνήθηκαν. 

Όλα αυτά, τώρα, με έκαναν να θυμηθώ ότι υπήρχε κι ένα ελληνικό γκρουπ που είχε διασκευάσει το "Alexander The Great", σε φόρμα κλασικής μουσικής. Λέγονται Iron Ensemble και πίσω στο 2015 αυτή ήταν επαρκής αιτία για να αναζητήσω την ηγέτιδά τους Μαίρη Τασούλη για μια κουβέντα.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το συγκρότημα 


Είσαστε στην επικαιρότητα χάρη στη διασκευή σας στο "Alexander The Great" των Iron Maiden. Απ' όλα τους τα σπουδαία τραγούδια, γιατί αυτό; Ποιο ήταν εκείνο το «κάτι» που έκανε τη διαφορά;

Αρχικά σκέφτηκα, ότι σαν πρώτο κομμάτι, έπρεπε να επιλέξω κάποιο που θα ήταν μεγάλο σε διάρκεια, πολύ ρυθμικό και μελωδικό, αλλά ταυτόχρονα και δύσκολο, ώστε να αναδείξω τις δυνατότητες του ensemble. Επίσης, πάντα αναρωτιόμουν γιατί οι Maiden δεν παίζουν live αυτό το έπος. Το "Alexander Τhe Great" είναι ένα μουσικό παζλ με progressive ύφος –όπως διαφορετικά tempi, πολλά μουσικά θέματα και σόλο– γι' αυτό και το χώρισα σε ενότητες. 

Αληθεύει ότι ζητήσατε και πήρατε την άδεια των Iron Maiden για τη διασκευή; Πώς ήταν η επαφή μαζί τους; Έγινε ποτέ κάτι απευθείας ή κανονίστηκε μέσω των εκπροσώπων τους;

Ναι, είναι αλήθεια. Όλα κανονίστηκαν μέσω των εκπροσώπων τους και μάλιστα πολύ γρήγορα, αλλά χρειάστηκε να παρέμβουμε εμείς, προσωπικά· ενώ όταν προσπάθησε η ΑΕΠΙ να πάρει την άδεια πριν χρόνια, δεν τα κατάφερε και, όπως καταλαβαίνετε, αυτό το γεγονός με καθυστέρησε και με απογοήτευσε. Μετά, όταν άκουγα από άλλους μουσικούς να κάνουν διασκευές Maiden σε κλασική μουσική, σκέφτηκα ότι εμείς είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο και θα ήταν κρίμα να μην βγάλω το κομμάτι επίσημα προς τα έξω.

Οι ίδιοι οι Iron Ensemble, τώρα, πώς σχηματίστηκαν; Και πώς ακριβώς κινούνται μεταξύ heavy metal και κλασικής ορχήστρας;

Τους Iron Ensemble τους μάζεψα με σκοπό να παρουσιάσω τη heavy metal μουσική στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για εκπαιδευτικούς λόγους. Ο χώρος του Μεγάρου, βέβαια, δεν είναι κατάλληλος για να παίξει κανείς με ενισχυτές, οπότε οι μεταγραφές από metal σε κλασική φόρμα μου φάνηκαν καλή ιδέα. Επίσης, δεν με ενδιέφερε να κάνω απλά μια παρουσίαση, μα κάτι που θα είχε συνέχεια και παράλληλα δεν το είχε κάνει κανείς άλλος με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με χρήση πολλών, πραγματικών κλασικών οργάνων ή και ορχήστρας χωρίς ηλεκτρικά όργανα. 

Τι συμβαίνει, κατά τη γνώμη σας, με το heavy metal και την κλασική μουσική; Γιατί υπάρχει αυτή η «ειδική σχέση»; Θα ήταν πιο εύκολο να το εξηγήσουμε αν ήταν ένα κεντροευρωπαϊκό φαινόμενο, είναι όμως και αγγλοσαξονικό...

Δομικά, το heavy metal είναι ένα «πλούσιο» μουσικό είδος. Για παράδειγμα, πολλά metal κομμάτια αποτελούνται από: εισαγωγή με θέμα, κυρίως θέμα, κουπλέ, ρεφρέν, γέφυρα, σόλο, ορχηστρικά μέρη και επίλογο με θέμα. Πώς λοιπόν να μην ταιριάξει με την κλασική μουσική; 

Αυτή η «σχέση» υπάρχει σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο. Πολλά metal συγκροτήματα χτίζουν τα κομμάτια τους πάνω σε κλασικά θέματα ή προσθέτουν ένα-δυο κλασικά όργανα, ορχήστρα, οπερατικά φωνητικά ή χορωδία. Αυτό είναι εκπληκτικό, μα και μοναδικό. Κανένα άλλο σύγχρονο είδος της εποχής μας δεν συμβαδίζει τόσο με την κλασική μουσική, όσο το heavy metal.

Επιστρέφοντας στο "Alexander The Great", αγαπάτε μόνο το τραγούδι ή και την προσωπικότητα του Μακεδόνα βασιλιά; Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με όσους τον κρίνουν ως μια αμφιλεγόμενη ιστορική φιγούρα;

Βασικά το κομμάτι το επέλεξα καθαρά για μουσικούς λόγους. Θαυμάζω τους ανθρώπους με καλλιτεχνική φύση: η βία και ο πόλεμος πρέπει να ασκούνται ως έσχατη λύση. Φυσικά και θα ήθελα να μάθω όλη την αλήθεια για τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά, επειδή έχω τελειώσει Φιλοσοφία, θα ήθελα να πω ότι δυστυχώς δεν υπάρχουν πηγές από την εποχή του Μεγάλου Στρατηλάτη. Είτε γιατί έχουν καταστραφεί, είτε γιατί έχουν κλαπεί. Επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε την απαραίτητη έρευνα για να οδηγηθούμε στα κατάλληλα συμπεράσματα, παρά μόνο να καταφύγουμε σε μετέπειτα συγγραφείς. 

Γι' αυτό, ό,τι λέγεται σχεδόν για όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα είναι αμφιλεγόμενο. Κάποιοι, όμως, θέλουν να κερδίσουν λεφτά και δημοσιότητα. Πάντως, εκείνο που είναι θαυμαστό στην περίπτωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πέρα από τις περίφημες στρατηγικές του –όπως η τακτική της «σφύρας και του άκμονα», η οποία διδάσκεται διεθνώς στις στρατιωτικές ακαδημίες– ήταν το πώς κατάφερε να πείσει τους άνδρες του να διανύσουν ένα μεγάλο μέρος της Ασίας γεμάτο από ερήμους, οροσειρές και υψόμετρα 6.000 μέτρων με λιγοστό οξυγόνο. Πόσο «θεοί» ή «υπεράνθρωποι» μπορεί να υπήρξαν οι πρόγονοί μας; 

Ποιους δίσκους των Iron Maiden αγαπάτε ιδιαιτέρως; Και ποιοι σας απογοήτευσαν, λίγο ή πολύ; 

Αγαπώ περισσότερο τα πρώτα τους «7 διαμάντια», όπως λέμε οι μεταλλάδες! Απογοητεύτηκα την περίοδο που αποχώρησε ο Bruce Dickinson, αλλά το συνήθισα. 

Τι άλλο πρωταγωνιστεί στα μουσικά σας γούστα, πέρα από τη Σιδηρά Παρθένο;

Ακούω πολύ ακραίo metal, folk metal, επικά soundtracks, κέλτικη μουσική και μουσική προερχόμενη από τον Μεσαίωνα. 

Σκοπεύετε να κινηθείτε συναυλιακά μέσα στο προσεχές καλοκαίρι; Δισκογραφικά πλάνα για κάποιο άλμπουμ, υπάρχουν;

Αν πάει καλά σε πωλήσεις το single ή αν βρεθεί χορηγός, σκοπεύω να βγει ένα άλμπουμ και μετά να αρχίσουν τα live. Δεν αρκούν τα like στο Facebook και τα views στο YouTube για να παρθεί μία απόφαση με τόσο μεγάλο οικονομικό τίμημα.



21 Ιουνίου 2023

Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής: Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου – ανταπόκριση (2014)


Τα διαμάντια, λένε, είναι παντοτινά.

Μάλλον το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και για τα «διαμάντια» του γαλλικού μπαρόκ. Με αυτή τουλάχιστον την αίσθηση έφυγα τον Δεκέμβριο του 2014 από τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (τότε την έλεγαν ακόμα Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών), έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση «Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου». Πρωταγωνιστές της, η Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου, αλλά κι ένα πλήθος καλεσμένων, τόσο στις φωνές, όσο και σε πολύτιμα (για την όλη εμπειρία) όργανα εποχής.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Κάμποσος κόσμος μαζεύτηκε στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, άλλοι περίεργοι κι άλλοι καλά ενημερωμένοι για το τι επρόκειτο να ακούσουν. Στο τέλος, πάντως, σύσσωμη η αίθουσα καταχειροκρότησε την Καμεράτα και τους λαμπερούς της καλεσμένους. Βασικά γιατί τα διαμάντια του γαλλικού μπαρόκ είναι παντοτινά. Αλλά και γιατί έχει φτάσει μάλλον ο καιρός να βλέπουμε και στα μέρη μας εκτελέσεις κάποιου επιπέδου σε ρεπερτόριο παλαιάς μουσικής, άσχετα αν στο πίσω μέρος του μυαλού μας υπάρχει πάντα η σκέψη πως είναι δυνατόν να αγοράσουμε σε CD ευρωπαϊκές ορχήστρες και σολίστ με πολύ μεγαλύτερη τριβή, εμπειρία, μα και αποτελεσματικότητα. 

Μέρος της επιτυχίας της συγκεκριμένης βραδιάς είναι ότι ο Γιώργος Πέτρου δεν διηύθυνε μόνο την Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, μα μια διευρυμένη εκδοχή της, που περιλάμβανε διακεκριμένους βιρτουόζους σε όργανα εποχής, τους οποίους έχουμε συχνά δει σε δικές τους συναυλίες: τον Δημήτρη Δεσύλλα των KYKLOS Ensemble στα μπαρόκ κρουστά, για παράδειγμα, τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο στο τσέμπαλο ή τον Δημήτρη Κούντουρα των Ex Silentio στο φλάουτο με ράμφος. 

Και ήταν, βεβαίως, και οι τραγουδιστές οι οποίοι πλαισίωσαν την Καμεράτα. Όχι μόνο οι άρτιοι στις επιδόσεις τους σολίστ Βάσια Ζαχαροπούλου (σοπράνο), Βασίλης Καβάγιας (τενόρος), Χρήστος Κεχρής (τενόρος), Μυρσίνη Μαργαρίτη (σοπράνο) & Σταύρος Νικολάου (βαρύτονος), μα και η καλογυμνασμένη μεικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων, σε διεύθυνση Σταύρου Μπερή. Όλοι αυτοί έβαλαν το λιθαράκι τους ώστε να χάσουμε για λίγο την αίσθηση του χρόνου και να νομίζουμε ότι, πράγματι, κάνουμε Χριστούγεννα στις Βερσαλλίες, στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. 

Υπήρχε μια απορία στο ακροατήριο για το τι θα παιζόταν πρώτο, αλλά οι εναρκτήριες νότες, οι τόσο γνώριμες πλέον λόγω του σήματος της Eurovision, έδωσαν άμεση απάντηση. Ήταν το Te Deum του Marc-Antoine Charpentier: «Σαρπαντιέ», όπως με αυστηρότητα και τέλειο γαλλικό αξάν διόρθωσε η βλοσυρή κυρία πίσω μου τη νεαρή συνοδό της, που αποκάλεσε τον συνθέτη «Σαρπεντιέ». Δεν θα ήταν εύκολο ακροατήριο να ευχαριστήσεις η εν λόγω κυρία, γιατί, από τα όσα την άκουσα να λέει στη συνέχεια, ήταν πολύ ενημερωμένη γι' αυτό το έργο του 1692. 

Το οργανικό πρελούδιο "Marche En Rondeau" εκτελέστηκε με ζωηράδα, με τον Πέτρου να διευθύνει με νεύρο και τα βιολιά να κάνουν το καθήκον τους, θαυμάσια όμως υπήρξε και η συνέχεια. Το Te Deum διατήρησε τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ θρησκευτικής δοξολογίας και κοσμικής πανηγυρικής περίστασης (για τον Βασιλιά; για τη μάχη του Στάινκιρκ; Δεν έχει σημασία...), προσφέροντας άψογο ήχο. Άψογο σε βαθμό κάποιας ξηρότητας, ίσως, πράγμα που μου θύμισε την απόδοση του Hervé Niquet. Οπωσδήποτε, πάντως, η προσέγγιση πρόσφερε μια πεντακάθαρη ηχητική, δίνοντας την ευκαιρία να απολαύσεις τους χρωματισμούς των ποικίλλων οργάνων εποχής. Συνολικά, ορχήστρα και σολίστ χάρισαν μια ενεργητική performance, δεν ήταν λίγα μάλιστα τα σημεία που θαρρείς ότι «κάλπαζαν». Στο φινάλε παρατήρησα διακριτικά την κυρία πίσω μου, πώς θα αντιδρούσε: χειροκρότησε θερμά. 

Το Te Deum του Jean-Baptiste Lully που ακολούθησε, τώρα, το συνοδεύει μια περίφημη ιστορία: ότι τόσο ενθουσίασε τον Βασιλιά Ήλιο όταν του το πρωτοπαρουσίασε το 1677, ώστε ζήτησε να του το ξαναπαίξουν επιτόπου, ολόκληρο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον συναισθάνομαι τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, το έχω κι εγώ καταταγμένο στα αριστουργήματα της μπαρόκ περιόδου και περίμενα έτσι με αληθινή περιέργεια να δω τι θα έκανε μαζί του η Καμεράτα και οι προσκεκλημένοι της –ειδικά με τα τμήματά του που απαιτούν ιδιοσυγκρασία, μια κάποια διακριτικότητα και έναν τόνο πιο «βαρύ». 

Δεν έμεινα με κανένα παράπονο: οι φωνές απέδωσαν τη συγκινησιακή φόρτιση του κομματιού, ο Πέτρου διηύθυνε υποδειγματικά και η όλη εκτέλεση διέθετε έναν πραγματικά δικό της χαρακτήρα, κάτι που δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Πολύ δικαιολογημένο, λοιπόν, το χειροκρότημα το οποίο έπεσε στο τέλος, «αναγκάζοντας» μαέστρο και τραγουδιστές να βγουν τρεις φορές για τις υποκλίσεις και τα σχετικά.

Ήταν ωραία τα Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. Είναι χαρά να μπορούμε να ακούμε αυτό το ρεπερτόριο σε εκτελέσεις τέτοιου επιπέδου κάπου στην Αθήνα. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν πραγματικά δουλέψει πάνω στη συγκεκριμένη κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια και τους αξίζει κάτι παραπάνω από το περιστασιακό μας, συναυλιακό χειροκρότημα.