23 Ιουνίου 2023

Μελίνα Τανάγρη: Γράμμα στην Barbara - ανταπόκριση (2018)


Της Μελίνας Τανάγρη έχω σχεδόν όλους τους δίσκους (άντε να μου λείπει ένας;) καθώς μου άρεσε η γραφή της και η ματιά της στην τραγουδοποιία ήδη από όταν ήμουν μικρός και την άκουγα στο ραδιόφωνο.

Μιας και δεν εμφανίζεται συχνά, λοιπόν, δεν θα έχανα την ευκαιρία να πάω να τη δω στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων πίσω στον Μάρτη του 2018, όπου ανέβαζε την παράσταση «Γράμμα στην Barbara» –αφιερωμένη στη Γαλλίδα τραγουδοποιό Monique Serf που σταδιοδρόμησε με αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από promo πηγές και από όσα τράβηξε εκείνη τη βραδιά η Fenrir


Ένα σαξόφωνο ακουγόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες στην Οδό Κυκλάδων, σε ό,τι ήταν (μάλλον) ένα τελευταίο τεστ πριν την έναρξη. Έξω, στο φουαγέ του θεάτρου, οι ηλικίες μεγάλες: ένα κοινό που θα ήταν ίσως 25-30 πίσω στο 1987, όταν η Μελίνα Τανάγρη χαλούσε κόσμο με "Βυζάκια Έξω, Λοιπόν". Κι ανάμεσά τους ο Διονύσης Σαββόπουλος, παρέα με τον ΚΥΡ, τον σπουδαιότερο πολιτικοκοινωνικό γελοιογράφο της νεότερης Ελλάδας. Σημειολογικά σημαντικό, σκέφτηκα, αφού η Τανάγρη πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση Αχαρνής του Σαββόπουλου, πίσω στο 1977. 

Οι πόρτες ανοίγουν, λαμβάνουμε θέσεις. Έχει κόσμο, αλλά δεν είναι και sold out. Κάποιος πίσω μου τα έχει μπερδέψει, νομίζει ότι θα ακούσει τραγούδια της Barbra Streisand. Ευτυχώς, ένας φίλος αναλαμβάνει να του μιλήσει για τη Barbara. Τα φώτα δεν αργούν να σβήσουν, αφήνοντας έναν μοναχικό προβολέα να εστιάζει σε μια καρέκλα στη μία άκρη της σκηνής· πάνω της, λίγο μετά, θα καθόταν η Μελίνα Τανάγρη. Με τα πορτοκαλί μαλλιά της και το σπινθηροβόλο της βλέμμα να κοιτάζει τον τοίχο, όπου ένας προβολέας έριχνε κάποιους πρώτους στίχους της Barbara (στα ελληνικά). Η παράσταση αρχίζει. 

Παράσταση ή συναυλία; 

Κάτι και από τα δύο. Πρωτίστως συναυλία, ναι· αλλά με θεατρικά χαρακτηριστικά. Και τη σκηνή ακόμα, έδειχνε να την έχει μετρήσει σε βήματα η Τανάγρη: οι κινήσεις της διέθεταν «αέρα» χορογραφίας, ενώ στο όλο «παιχνίδι» συμμετείχαν κατά το δοκούν και οι όμορφοι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα. Μόνοι συνοδοί της εκεί στην Οδό Κυκλάδων, η Ευαγγελία Μαυρίδου στο πιάνο και ο Samuel Marlieri στο σαξόφωνο. Ακίνητη η πρώτη, πλάτη στο κοινό, στραμμένη στο όργανό της, κινητικός ο δεύτερος, σηκωνόταν ενίοτε και λάμβανε μέρος (με τον τρόπο του) στα δρώμενα. Δύο θαυμάσιοι μουσικοί, από κάθε άποψη. Τολμώ μάλιστα να πω ότι, αν και μεγάλος φίλος του πιάνου, είχα καιρό να απολαύσω τόσο το σαξόφωνο, όσο σε αυτές τις μελετημένες, δοσομετρημένες, καθαρές φράσεις, οι οποίες σε κάθε τραγούδι ήταν ακριβώς τόσο, όσο χρειαζόταν.

Αλλά και η Μελίνα Τανάγρη αποτυπώθηκε καταπληκτική, με έναν «αθόρυβο» μάλιστα τρόπο. Εκεί στο ξεκίνημα υπήρξε ένα τρακ: φάνηκε και από τον επί σκηνής βηματισμό, που πήγε κάπου να χάσει ρυθμό και να την κάνει να σκοντάψει. Όμως ως το "Le Minotaure" και τη "Nantes" τα είχε όλα βρει, κάνοντάς μας να κρεμόμαστε από το στόμα της. 

Η επιτυχία, σκέφτηκα αφού μας διάβασε το γράμμα που έστειλε το 1982 στη Γαλλίδα σταρ (δεν έλαβε ποτέ απάντηση), οφειλόταν στον βιωματικό τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε το όλο θέαμα. Δεν έκανε δηλαδή ένα αφιέρωμα στη Barbara, ούτε και προσπάθησε να την παραστήσει. Ήταν σε κάθε περίπτωση η Μελίνα Τανάγρη: όχι η τραγουδοποιός, μα η ακροάτρια πρωτίστως, που είχε βυθιστεί σε αυτό το υλικό και το είχε κάνει δικό της –για να το αφήσει πίσω στη συνέχεια και να ξαναπιάσει το νήμα του τώρα, χρόνια μετά τον θάνατο της Barbara, τώρα που «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» όπως ωραία το έθεσε στο Υστερόγραφο. Τόσο δικό της έγιναν μάλιστα το ρεπερτόριο της Barbara, ώστε να υπάρχει ευχέρεια να βάλει στο πρόγραμμα και δύο τραγούδια της ("Φιλενάδα", "Αγάπη Αφηρημένη"), δίχως να ηχήσουν παράταιρα.

Δεν ξέρω ποιο ήταν το μέτρο της Τανάγρη για το Γράμμα στην Barbara κι αν ο μικρός κύκλος των 3 παραστάσεων στην Οδό Κυκλάδων κρίθηκε επιτυχημένος. Η ίδια φάνηκε ευχαριστημένη στο τέλος της πρεμιέρας, λέγοντάς μας, χαμογελαστή και συγκινημένη, ότι ήμασταν ένα υπέροχο κοινό. Σε κάθε περίπτωση, λείπει η Τανάγρη, 9 πια χρόνια αφότου έκανε εκείνη την τίμια (μα όχι σπουδαία) απόπειρα να φρεσκάρει το προφίλ της με το Δίδυμο: η φωνή της και η ματιά της, διατηρούν κάτι το μοναδικό. Μακάρι λοιπόν να δούμε και στη δισκογραφία αυτό το εγχείρημα, που για λίγο ζωντάνεψε μπροστά μας, εκεί στην Κυψέλη, το κλίμα των μικρών φοιτητικών clubs του Παρισιού όπου γεννήθηκε το άστρο της Barbara.

Setlist

1. Dis, Quand Reviendras-Tu?
2. Ma Maison
3. Le Minotaure
4. Nantes
5. Αγάπη Αφηρημένη
6. Le Mal De Vivre
7. Chapeau Bas
8. Perlimpinpin
9. Η Μοναξιά
10. Drouot
11. Les Insomnies
12. Marienbad
13. L' Aigle Noir
14. Φιλενάδα
15. Ma Plus Belle Histoire D' Amour C' Est Vous
16. Une Petite Cantate 



22 Ιουνίου 2023

Iron Ensemble - συνέντευξη (2015)


Χαμός έχει γίνει στα «πηγαδάκια» των απανταχού φίλων του κλασικού heavy metal –διά ζώσης ή στα social media– με την απόφαση των Iron Maiden να παίξουν live το "Alexander The Great", διαχρονικό καημό των Ελλήνων fans, τώρα που δεν σκοπεύουν να περάσουν από τη χώρα μας. Λέγεται, μάλιστα, ότι, παρότι είναι μόλις πέρυσι που τους είδαμε, τους προτάθηκε να ξανάρθουν κι εκείνοι αρνήθηκαν. 

Όλα αυτά, τώρα, με έκαναν να θυμηθώ ότι υπήρχε κι ένα ελληνικό γκρουπ που είχε διασκευάσει το "Alexander The Great", σε φόρμα κλασικής μουσικής. Λέγονται Iron Ensemble και πίσω στο 2015 αυτή ήταν επαρκής αιτία για να αναζητήσω την ηγέτιδά τους Μαίρη Τασούλη για μια κουβέντα.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το συγκρότημα 


Είσαστε στην επικαιρότητα χάρη στη διασκευή σας στο "Alexander The Great" των Iron Maiden. Απ' όλα τους τα σπουδαία τραγούδια, γιατί αυτό; Ποιο ήταν εκείνο το «κάτι» που έκανε τη διαφορά;

Αρχικά σκέφτηκα, ότι σαν πρώτο κομμάτι, έπρεπε να επιλέξω κάποιο που θα ήταν μεγάλο σε διάρκεια, πολύ ρυθμικό και μελωδικό, αλλά ταυτόχρονα και δύσκολο, ώστε να αναδείξω τις δυνατότητες του ensemble. Επίσης, πάντα αναρωτιόμουν γιατί οι Maiden δεν παίζουν live αυτό το έπος. Το "Alexander Τhe Great" είναι ένα μουσικό παζλ με progressive ύφος –όπως διαφορετικά tempi, πολλά μουσικά θέματα και σόλο– γι' αυτό και το χώρισα σε ενότητες. 

Αληθεύει ότι ζητήσατε και πήρατε την άδεια των Iron Maiden για τη διασκευή; Πώς ήταν η επαφή μαζί τους; Έγινε ποτέ κάτι απευθείας ή κανονίστηκε μέσω των εκπροσώπων τους;

Ναι, είναι αλήθεια. Όλα κανονίστηκαν μέσω των εκπροσώπων τους και μάλιστα πολύ γρήγορα, αλλά χρειάστηκε να παρέμβουμε εμείς, προσωπικά· ενώ όταν προσπάθησε η ΑΕΠΙ να πάρει την άδεια πριν χρόνια, δεν τα κατάφερε και, όπως καταλαβαίνετε, αυτό το γεγονός με καθυστέρησε και με απογοήτευσε. Μετά, όταν άκουγα από άλλους μουσικούς να κάνουν διασκευές Maiden σε κλασική μουσική, σκέφτηκα ότι εμείς είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο και θα ήταν κρίμα να μην βγάλω το κομμάτι επίσημα προς τα έξω.

Οι ίδιοι οι Iron Ensemble, τώρα, πώς σχηματίστηκαν; Και πώς ακριβώς κινούνται μεταξύ heavy metal και κλασικής ορχήστρας;

Τους Iron Ensemble τους μάζεψα με σκοπό να παρουσιάσω τη heavy metal μουσική στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για εκπαιδευτικούς λόγους. Ο χώρος του Μεγάρου, βέβαια, δεν είναι κατάλληλος για να παίξει κανείς με ενισχυτές, οπότε οι μεταγραφές από metal σε κλασική φόρμα μου φάνηκαν καλή ιδέα. Επίσης, δεν με ενδιέφερε να κάνω απλά μια παρουσίαση, μα κάτι που θα είχε συνέχεια και παράλληλα δεν το είχε κάνει κανείς άλλος με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με χρήση πολλών, πραγματικών κλασικών οργάνων ή και ορχήστρας χωρίς ηλεκτρικά όργανα. 

Τι συμβαίνει, κατά τη γνώμη σας, με το heavy metal και την κλασική μουσική; Γιατί υπάρχει αυτή η «ειδική σχέση»; Θα ήταν πιο εύκολο να το εξηγήσουμε αν ήταν ένα κεντροευρωπαϊκό φαινόμενο, είναι όμως και αγγλοσαξονικό...

Δομικά, το heavy metal είναι ένα «πλούσιο» μουσικό είδος. Για παράδειγμα, πολλά metal κομμάτια αποτελούνται από: εισαγωγή με θέμα, κυρίως θέμα, κουπλέ, ρεφρέν, γέφυρα, σόλο, ορχηστρικά μέρη και επίλογο με θέμα. Πώς λοιπόν να μην ταιριάξει με την κλασική μουσική; 

Αυτή η «σχέση» υπάρχει σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο. Πολλά metal συγκροτήματα χτίζουν τα κομμάτια τους πάνω σε κλασικά θέματα ή προσθέτουν ένα-δυο κλασικά όργανα, ορχήστρα, οπερατικά φωνητικά ή χορωδία. Αυτό είναι εκπληκτικό, μα και μοναδικό. Κανένα άλλο σύγχρονο είδος της εποχής μας δεν συμβαδίζει τόσο με την κλασική μουσική, όσο το heavy metal.

Επιστρέφοντας στο "Alexander The Great", αγαπάτε μόνο το τραγούδι ή και την προσωπικότητα του Μακεδόνα βασιλιά; Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με όσους τον κρίνουν ως μια αμφιλεγόμενη ιστορική φιγούρα;

Βασικά το κομμάτι το επέλεξα καθαρά για μουσικούς λόγους. Θαυμάζω τους ανθρώπους με καλλιτεχνική φύση: η βία και ο πόλεμος πρέπει να ασκούνται ως έσχατη λύση. Φυσικά και θα ήθελα να μάθω όλη την αλήθεια για τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά, επειδή έχω τελειώσει Φιλοσοφία, θα ήθελα να πω ότι δυστυχώς δεν υπάρχουν πηγές από την εποχή του Μεγάλου Στρατηλάτη. Είτε γιατί έχουν καταστραφεί, είτε γιατί έχουν κλαπεί. Επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε την απαραίτητη έρευνα για να οδηγηθούμε στα κατάλληλα συμπεράσματα, παρά μόνο να καταφύγουμε σε μετέπειτα συγγραφείς. 

Γι' αυτό, ό,τι λέγεται σχεδόν για όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα είναι αμφιλεγόμενο. Κάποιοι, όμως, θέλουν να κερδίσουν λεφτά και δημοσιότητα. Πάντως, εκείνο που είναι θαυμαστό στην περίπτωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πέρα από τις περίφημες στρατηγικές του –όπως η τακτική της «σφύρας και του άκμονα», η οποία διδάσκεται διεθνώς στις στρατιωτικές ακαδημίες– ήταν το πώς κατάφερε να πείσει τους άνδρες του να διανύσουν ένα μεγάλο μέρος της Ασίας γεμάτο από ερήμους, οροσειρές και υψόμετρα 6.000 μέτρων με λιγοστό οξυγόνο. Πόσο «θεοί» ή «υπεράνθρωποι» μπορεί να υπήρξαν οι πρόγονοί μας; 

Ποιους δίσκους των Iron Maiden αγαπάτε ιδιαιτέρως; Και ποιοι σας απογοήτευσαν, λίγο ή πολύ; 

Αγαπώ περισσότερο τα πρώτα τους «7 διαμάντια», όπως λέμε οι μεταλλάδες! Απογοητεύτηκα την περίοδο που αποχώρησε ο Bruce Dickinson, αλλά το συνήθισα. 

Τι άλλο πρωταγωνιστεί στα μουσικά σας γούστα, πέρα από τη Σιδηρά Παρθένο;

Ακούω πολύ ακραίo metal, folk metal, επικά soundtracks, κέλτικη μουσική και μουσική προερχόμενη από τον Μεσαίωνα. 

Σκοπεύετε να κινηθείτε συναυλιακά μέσα στο προσεχές καλοκαίρι; Δισκογραφικά πλάνα για κάποιο άλμπουμ, υπάρχουν;

Αν πάει καλά σε πωλήσεις το single ή αν βρεθεί χορηγός, σκοπεύω να βγει ένα άλμπουμ και μετά να αρχίσουν τα live. Δεν αρκούν τα like στο Facebook και τα views στο YouTube για να παρθεί μία απόφαση με τόσο μεγάλο οικονομικό τίμημα.



21 Ιουνίου 2023

Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής: Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου – ανταπόκριση (2014)


Τα διαμάντια, λένε, είναι παντοτινά.

Μάλλον το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και για τα «διαμάντια» του γαλλικού μπαρόκ. Με αυτή τουλάχιστον την αίσθηση έφυγα τον Δεκέμβριο του 2014 από τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (τότε την έλεγαν ακόμα Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών), έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση «Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου». Πρωταγωνιστές της, η Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου, αλλά κι ένα πλήθος καλεσμένων, τόσο στις φωνές, όσο και σε πολύτιμα (για την όλη εμπειρία) όργανα εποχής.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Κάμποσος κόσμος μαζεύτηκε στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, άλλοι περίεργοι κι άλλοι καλά ενημερωμένοι για το τι επρόκειτο να ακούσουν. Στο τέλος, πάντως, σύσσωμη η αίθουσα καταχειροκρότησε την Καμεράτα και τους λαμπερούς της καλεσμένους. Βασικά γιατί τα διαμάντια του γαλλικού μπαρόκ είναι παντοτινά. Αλλά και γιατί έχει φτάσει μάλλον ο καιρός να βλέπουμε και στα μέρη μας εκτελέσεις κάποιου επιπέδου σε ρεπερτόριο παλαιάς μουσικής, άσχετα αν στο πίσω μέρος του μυαλού μας υπάρχει πάντα η σκέψη πως είναι δυνατόν να αγοράσουμε σε CD ευρωπαϊκές ορχήστρες και σολίστ με πολύ μεγαλύτερη τριβή, εμπειρία, μα και αποτελεσματικότητα. 

Μέρος της επιτυχίας της συγκεκριμένης βραδιάς είναι ότι ο Γιώργος Πέτρου δεν διηύθυνε μόνο την Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, μα μια διευρυμένη εκδοχή της, που περιλάμβανε διακεκριμένους βιρτουόζους σε όργανα εποχής, τους οποίους έχουμε συχνά δει σε δικές τους συναυλίες: τον Δημήτρη Δεσύλλα των KYKLOS Ensemble στα μπαρόκ κρουστά, για παράδειγμα, τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο στο τσέμπαλο ή τον Δημήτρη Κούντουρα των Ex Silentio στο φλάουτο με ράμφος. 

Και ήταν, βεβαίως, και οι τραγουδιστές οι οποίοι πλαισίωσαν την Καμεράτα. Όχι μόνο οι άρτιοι στις επιδόσεις τους σολίστ Βάσια Ζαχαροπούλου (σοπράνο), Βασίλης Καβάγιας (τενόρος), Χρήστος Κεχρής (τενόρος), Μυρσίνη Μαργαρίτη (σοπράνο) & Σταύρος Νικολάου (βαρύτονος), μα και η καλογυμνασμένη μεικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων, σε διεύθυνση Σταύρου Μπερή. Όλοι αυτοί έβαλαν το λιθαράκι τους ώστε να χάσουμε για λίγο την αίσθηση του χρόνου και να νομίζουμε ότι, πράγματι, κάνουμε Χριστούγεννα στις Βερσαλλίες, στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. 

Υπήρχε μια απορία στο ακροατήριο για το τι θα παιζόταν πρώτο, αλλά οι εναρκτήριες νότες, οι τόσο γνώριμες πλέον λόγω του σήματος της Eurovision, έδωσαν άμεση απάντηση. Ήταν το Te Deum του Marc-Antoine Charpentier: «Σαρπαντιέ», όπως με αυστηρότητα και τέλειο γαλλικό αξάν διόρθωσε η βλοσυρή κυρία πίσω μου τη νεαρή συνοδό της, που αποκάλεσε τον συνθέτη «Σαρπεντιέ». Δεν θα ήταν εύκολο ακροατήριο να ευχαριστήσεις η εν λόγω κυρία, γιατί, από τα όσα την άκουσα να λέει στη συνέχεια, ήταν πολύ ενημερωμένη γι' αυτό το έργο του 1692. 

Το οργανικό πρελούδιο "Marche En Rondeau" εκτελέστηκε με ζωηράδα, με τον Πέτρου να διευθύνει με νεύρο και τα βιολιά να κάνουν το καθήκον τους, θαυμάσια όμως υπήρξε και η συνέχεια. Το Te Deum διατήρησε τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ θρησκευτικής δοξολογίας και κοσμικής πανηγυρικής περίστασης (για τον Βασιλιά; για τη μάχη του Στάινκιρκ; Δεν έχει σημασία...), προσφέροντας άψογο ήχο. Άψογο σε βαθμό κάποιας ξηρότητας, ίσως, πράγμα που μου θύμισε την απόδοση του Hervé Niquet. Οπωσδήποτε, πάντως, η προσέγγιση πρόσφερε μια πεντακάθαρη ηχητική, δίνοντας την ευκαιρία να απολαύσεις τους χρωματισμούς των ποικίλλων οργάνων εποχής. Συνολικά, ορχήστρα και σολίστ χάρισαν μια ενεργητική performance, δεν ήταν λίγα μάλιστα τα σημεία που θαρρείς ότι «κάλπαζαν». Στο φινάλε παρατήρησα διακριτικά την κυρία πίσω μου, πώς θα αντιδρούσε: χειροκρότησε θερμά. 

Το Te Deum του Jean-Baptiste Lully που ακολούθησε, τώρα, το συνοδεύει μια περίφημη ιστορία: ότι τόσο ενθουσίασε τον Βασιλιά Ήλιο όταν του το πρωτοπαρουσίασε το 1677, ώστε ζήτησε να του το ξαναπαίξουν επιτόπου, ολόκληρο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον συναισθάνομαι τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, το έχω κι εγώ καταταγμένο στα αριστουργήματα της μπαρόκ περιόδου και περίμενα έτσι με αληθινή περιέργεια να δω τι θα έκανε μαζί του η Καμεράτα και οι προσκεκλημένοι της –ειδικά με τα τμήματά του που απαιτούν ιδιοσυγκρασία, μια κάποια διακριτικότητα και έναν τόνο πιο «βαρύ». 

Δεν έμεινα με κανένα παράπονο: οι φωνές απέδωσαν τη συγκινησιακή φόρτιση του κομματιού, ο Πέτρου διηύθυνε υποδειγματικά και η όλη εκτέλεση διέθετε έναν πραγματικά δικό της χαρακτήρα, κάτι που δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Πολύ δικαιολογημένο, λοιπόν, το χειροκρότημα το οποίο έπεσε στο τέλος, «αναγκάζοντας» μαέστρο και τραγουδιστές να βγουν τρεις φορές για τις υποκλίσεις και τα σχετικά.

Ήταν ωραία τα Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. Είναι χαρά να μπορούμε να ακούμε αυτό το ρεπερτόριο σε εκτελέσεις τέτοιου επιπέδου κάπου στην Αθήνα. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν πραγματικά δουλέψει πάνω στη συγκεκριμένη κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια και τους αξίζει κάτι παραπάνω από το περιστασιακό μας, συναυλιακό χειροκρότημα. 



20 Ιουνίου 2023

Rival Consoles: Persona [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Persona» του Βρετανού ηλεκτρονικού καλλιτέχνη Rival Consoles, που, όπως δείχνει και ο τίτλος του, είχε ως έμπνευση και αφετηρία την ομώνυμη, διάσημη ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στη Lenka Rayn H.   


Καθώς ξετυλίγονται τα (περίπου) 6 λεπτά του εναρκτήριου "Unfolding", αποκτάς τη ζωηρή εντύπωση ότι η σχηματιζόμενη νοητική «εικόνα» παίζει περίεργα παιχνίδια με την αντίληψή σου, αφού οι μορφές και τα περιγράμματα δείχνουν να «χύνονται» αντί να μένουν σταθερά, εμφανίζοντας έναν τρεμάμενα ρευστό χαρακτήρα.  

Πρόκειται για καταπληκτικό ξεκίνημα, το οποίο θα ζήλευε κάθε συζητημένος ηλεκτρονικός δημιουργός της τρέχουσας δεκαετίας –είναι επίσης ένας καλός μάρτυρας της τέχνης του Ryan Lee West, του Βρετανού δημιουργού που βρίσκεται πίσω από το εγχείρημα Rival Consoles και ποτέ μέχρι τώρα δεν φοβήθηκε τα βαθιά νερά. Είναι όμως και πολλά περισσότερα, εφόσον ως σημείο εκκίνησης αυτού του δίσκου ορίζεται η ταινία του Ingmar Bergman «Persona» (1966): με έναν μουσικό τρόπο, δηλαδή, αναπλάθεται κάτι από την ξακουστή εναρκτήρια σκηνή της. 

Για να μη χάνουμε το αληθινό μέτρο με το οποίο λειτουργεί (καλώς ή κακώς) η πραγματικότητα, ο Ingmar Bergman λίγες φορές υπήρξε βατός σκηνοθέτης, έτσι όπως βλέπει τα κινηματογραφικά πράγματα το «ευρύ» κοινό. Παρά ταύτα, η «Persona» κρίθηκε ως προχωρημένη ακόμα και από θεατές συνηθισμένους να βλέπουν σινεμά με απαιτήσεις πολλαπλάσιες από εκείνες των εντυπωσιακών περιπετειών του Χόλιγουντ. Ο ίδιος μάλιστα ο δημιουργός της θα έγραφε –χρόνια μετά– ότι σε αυτήν την ταινία (και αργότερα στο «Viskningar Och Rop» του 1972, που εμείς ξέρουμε ως «Κραυγές και Ψίθυροι») «έφτασα ως εκεί όπου ήταν δυνατόν να πάω, αγγίζοντας μη λεκτικά μυστικά τα οποία μονάχα ο κινηματογράφος μπορεί να ανακαλύψει». 

Επιδιώκοντας λοιπόν να ψηλαφήσει τα ίδια μυστικά, ο Rival Consoles παίρνει εδώ την ηλεκτρονική οδό και φεύγει για μια τολμηρή εξερεύνηση, με «εξοπλισμό» τις δικές του καταβολές (τον Legowelt, τους Underworld των 1990s, τα μαθήματα της ambient παρακαταθήκης). Και γυρνάει πίσω με μια αρμαθιά κομψών, στρογγυλών και προσβάσιμων μελωδιών, καλώντας μας σε ένα ταξίδι προς τα «ενδότερα». 

Το ωραίο όμως είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται αυτά τα «ενδότερα» αποκλειστικά με όρους εσωστρέφειας, όπως προστάζουν τα κλισέ, μα ως έναν σύνθετο κόσμο –με τα πάνω του, τα κάτω του, τις αντιφάσεις του. Έτσι δεν υπάρχουν μόνο συμμαζεμένες, εσωτερικής καύσης στιγμές ("Be Kind", "Untravel", "Hidden"), μα και περιπτώσεις όπου οι ρυθμοί επιδιώκουν το σασπένς ("Persona", "Rest"), ξανοίγονται σε ηλιολουσμένα μονοπάτια ("Sun's Abandon") ή «σκοτεινιάζουν», φανερώνοντας ιδιότητες ασύμμετρης απειλής ("Phantom Grip"). Εδώ βέβαια προκύπτει και μια αντίρρηση, κατά τη γνώμη μου όχι αμελητέα. Όσο αριστοτεχνικά κι αν παίζει δηλαδή με τα συναισθήματά μας ο West, επιβάλλοντας «διαθέσεις» με τα synths του, μοιάζει να απλουστεύει τελικά τη μπεργκμανική αφετηρία. 

Ασφαλώς, κανείς δεν τον υποχρεώνει να μας προσφέρει μια πλήρη αντανάκλαση όσων πραγματεύεται η ξακουστή ταινία. Εφόσον ξεκίνησε από εκεί, όμως, κάπου είναι κρίμα να μένεις στον κοινότοπο δυισμό «πώς προσλαμβάνουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη» vs «τι βλέπουν οι άλλοι όταν μας κοιτούν».

Γιατί έτσι πάνε οι γιουνγκιανές αποχρώσεις περί προσωπικότητας, πάει η συζήτηση για το πώς μπορείς να χάσεις την ταυτότητά σου, πάνε τα σύνορα με την τρέλα και τον βαμπιρισμό, πάνε οι υπόνοιες του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Με μουσικούς όρους, για να το κάνουμε λίγο λιανά, αν πάρουμε μια μεστή σύνθεση σαν το "Untravel" –θεωρείται αντιπροσωπευτική, καθώς η Erased Tapes τη διάλεξε για βιντεοκλίπ– και την αντιπαραβάλλουμε με το "The Girl With The Sun In Her Head" των Orbital (από το In Sides, 1996), θα δούμε ξεκάθαρα και το τι κάνει καλά ο Rival Consoles στο τεραίν της εποχής του, μα και τι είναι αυτό που για την ώρα του λείπει για να παίξει μπάλα στην ίδια λίγκα με τους συμπατριώτες του. 

Μια τέτοια ένσταση, πάντως, δεν αναιρεί ότι έχουμε εδώ έναν ζουμερό δίσκο: μια κυκλοφορία που εύκολα ξεχωρίζει στο σκηνικό υποχώρησης της electronica έκφρασης (σε σύγκριση με την 1990s κοσμογονία) και στη λειψυδρία που χαρακτηρίζει τα «μπλιμπλίκια» πέρα από τον σαρωτικό ορίζοντα τον οποίον δημιουργεί κάθε εμφάνιση των Daft Punk. Έχει βγάλει κι άλλους ωραίους δίσκους ο West, εδώ όμως διαθέτει μια διαφορετική αυτοπεποίθηση στο πώς στήνει τις λιτές του συνθέσεις. Αλλά και στο πώς συνεχίζει να υπεραμύνεται μιας αφαιρετικής αισθητικής με προσωπικό «άγγιγμα» στο sound design, την οποία κανείς ωστόσο δεν θα βρει δύστροπη, αν πλησιάσει προς το Persona. 



19 Ιουνίου 2023

Richie Hawtin - συνέντευξη (2014)


Το secret gig του Richie Hawtin στο Μοναστηράκι, τον Σεπτέμβριο του 2014 (δείτε εδώ), είχε για εμένα και την ευκαιρία μιας μίνι συνέντευξης μαζί του. Ευκαιρία, φυσικά, που δεν χανόταν.

Το αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στο Avopolis της εποχής και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που μου διέθεσε η Red Bull Academy, η οποία διοργάνωσε το όλο event στο Μοναστηράκι


Λοιπόν, το διασκέδασες αυτό το αθηναϊκό secret gig;

Ναι! Ξέρω ότι πολλές φορές φαίνομαι σαν να μην διασκεδάζω, σαν να είμαι πολύ συγκεντρωμένος και να προσπαθώ για το καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά ειδικά αυτά τα dotUP σόου είναι πολύ ξεχωριστά για μένα. Γιατί η όλη προσπάθεια γίνεται για να πάρουμε ό,τι συνήθως συμβαίνει μέσα σε ένα club και να το πάμε με έναν τρόπο πίσω στο κοινό, αλλά και σε μια πολύ πιο απλή κατάσταση. 

Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε, όσοι παίζουμε μουσική, ότι τίποτα δεν μετράει όσο η διασύνδεση που μπορεί να πετύχεις με ανθρώπους εντελώς ξένους. Και στο club συμβαίνει βέβαια κάτι τέτοιο, όμως εκεί υπάρχει ομογενοποίηση. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από το να βγεις απλά σε μια πλατεία –ειδικά σε ένα όμορφο σκηνικό σαν κι αυτό, κάτω από την Ακρόπολη– και να παίξεις για ανυποψίαστους περαστικούς: για γονείς και τα παιδιά τους, για νεαρά αγόρια και κορίτσια τα οποία βολτάρουν και μπορεί να μην έχουν ιδέα ποιος είσαι. Μου αρέσει πολύ. 

Ήταν δική σου ιδέα να στήσεις τον εξοπλισμό σου δίπλα σε ένα τελάρο με σταφύλια;

Δική μου ήταν, ήθελα έτσι να ενσωματώσω στο σόου κάτι από όσα έβλεπα γύρω μου στην πλατεία –ξέρεις, σαν μια ιδιαίτερη τοπική πινελιά. Έχει κι αυτό να κάνει με όσα σου έλεγα πριν, με τη μουσική δηλαδή ως κομμάτι της καθημερινής ζωής. Ειδικά την ηλεκτρονική μουσική, την οποία πολύς κόσμος δυσκολεύεται να φανταστεί έξω από τη νύχτα ή μακριά από μια πίστα.  

Αναζητείς γενικότερα νέα μέρη να παίξεις, έτσι δεν είναι; Πέρα δηλαδή από τα dotUP events, εμφανίστηκες πρόσφατα και στο μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης...

Είναι αλήθεια. Στο Γκούγκενχαϊμ ένιωσα πως η μουσική μου μπήκε σε έναν γενικότερο διάλογο με την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, κατάσταση που μου πρόσφερε μια καινούρια πρόκληση. Βγαίνεις εντελώς από τη ρουτίνα στην οποία είσαι συνηθισμένος: σε απασχολεί σε ολότελα νέα βάση το τι θα παρουσιάσεις σε ένα τέτοιο βράδυ, τι είδους ανθρώπους θα βρεις απέναντί σου, όλα αυτά. Αν πάψεις να αναρωτιέσαι για τέτοια πράγματα, είναι η αρχή του τέλους για την καριέρα σου. 

Σ' αρέσει όμως ακόμα να παίζεις σε μεγάλα clubs. Απόψε ας πούμε είσαι headliner σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά ηλεκτρονικά φεστιβάλ, το 4ο Blend Techniques...

Ασφαλώς και μ' αρέσει! Και απόψε, μάλιστα, είναι καταπληκτικό το όλο line-up του Techniques. Δεν πρόκειται να τα απαρνηθώ τα μεγάλα clubs, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και τα αγαπώ πολύ. Η ανάγκη μου να ξεφύγω δεν έχει να κάνει με εκείνα, όσο με την αντίληψη που θέλει την ηλεκτρονική μουσική συνδεδεμένη με ένα μεγάλο θέαμα. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ότι στις αρχές της δεν ήταν καθόλου έτσι. 

Και τότε όμως, στις αρχές, δεν ήταν μοιρασμένα τα πράγματα; Δεν είναι αλήθεια ότι φιγούρες σαν τον Derrick May ή τον Juan Atkins ήταν μεν underground στις Η.Π.Α., αλλά θεωρούνταν σημαντικοί αστέρες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού;

Ναι, πράγματι. Μάλλον συμβαίνει παντού: όσο πιο κοντά βρίσκεσαι σε κάτι σημαντικό, τόσο πιο δύσκολα αντιλαμβάνεσαι τη σημασία του. Και θυμάμαι πολύ καλά το 1989 τον Derrick May να πηγαίνει στην Αγγλία για να παίξει μπροστά σε ένα κοινό 20.000 ατόμων και μετά να επιστρέφει στο Ντιτρόιτ, στα κλαμπ του οποίου ήμασταν χαρούμενοι αν μαζεύονταν 300 άτομα! 

Αλλά ξέρεις τι γίνεται; Δεν θα μπορούσε ποτέ να φτιαχτεί αυτή η μουσική, αν είχε εξαρχής μαζική απήχηση, αν δεν υπήρχε εκείνο το underground και οι διασυνδέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ενός μικρού δικτύου καλλιτεχνών με κοινές ανησυχίες. Μέρος δηλαδή της δύναμής της ήταν το πόσο απλή ήταν –το πόσο, αν θέλεις, αφελής. 

Έχει βέβαια να κάνει και με το ίδιο το Ντιτρόιτ σαν πόλη, γιατί ήταν επίσης αποκομμένο τότε από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν ήταν Λονδίνο ή Νέα Υόρκη. Η μουσική techno αναπαριστά την ύπαρξη σε μια εσχατιά, σε ένα χείλος προς το αύριο, που ποτέ δεν είναι βέβαιο. Εκεί βρίσκεται η ουσία της.

Εσύ μεγάλωσες σε ένα μικρό μέρος στον Καναδά. Πώς ακριβώς βρέθηκες λοιπόν στο Ντιτρόιτ, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν μάλιστα διαβόητο για την εγκληματικότητά του;

Α, μιλάμε για μικρή απόσταση –σκέψου κάτι ανάλογο από το να οδηγείς από το κέντρο της Αθήνας στο αεροδρόμιο. Ναι, πίσω στη δεκαετία του 1980 το Ντιτρόιτ ήταν επικίνδυνο μέρος, αλλά εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Κάθε Σαββατοκύριακο, ας πούμε, οι γονείς μου έπαιρναν εμένα και τον αδερφό μου εκεί για βόλτα και ψώνια· οπότε μας είχε γίνει οικείο. 

Όταν βέβαια μεγαλώσαμε και αρχίσαμε να πηγαίνουμε μόνοι μας, είναι αλήθεια ότι ανησυχούσαν. Συμμερίζονταν όμως την αίσθηση περιπέτειας που είχε για μας η πόλη, την ανάγκη μας να υπάρξουμε κάπως διαφορετικά και να ζητήσουμε περισσότερα. Γιατί και οι γονείς μου ήρθαν στον Καναδά από την Αγγλία και στην πραγματικότητα ποτέ δεν προσαρμόστηκαν εκεί, ποτέ δεν ένιωσαν να «ανήκουν». 

Τι έχεις στην ατζέντα σου για το φθινόπωρο και τον χειμώνα;

(γελάει) Είκοσι διαφορετικά πράγματα κι άλλες τόσες ιδέες! Πρέπει πάντως να τελειώσω τη φετινή σειρά των ENTER. events. Σίγουρα επίσης θα υπάρξει σύντομα νέο Plastikman υλικό, πέρα από το άλμπουμ που βγήκε το καλοκαίρι. Κι αρκετές ιδέες για DJ sets, στη συνέχεια. Το θέμα για μένα είναι να βρίσκομαι σε κίνηση.