20 Ιουνίου 2023

Rival Consoles: Persona [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Persona» του Βρετανού ηλεκτρονικού καλλιτέχνη Rival Consoles, που, όπως δείχνει και ο τίτλος του, είχε ως έμπνευση και αφετηρία την ομώνυμη, διάσημη ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στη Lenka Rayn H.   


Καθώς ξετυλίγονται τα (περίπου) 6 λεπτά του εναρκτήριου "Unfolding", αποκτάς τη ζωηρή εντύπωση ότι η σχηματιζόμενη νοητική «εικόνα» παίζει περίεργα παιχνίδια με την αντίληψή σου, αφού οι μορφές και τα περιγράμματα δείχνουν να «χύνονται» αντί να μένουν σταθερά, εμφανίζοντας έναν τρεμάμενα ρευστό χαρακτήρα.  

Πρόκειται για καταπληκτικό ξεκίνημα, το οποίο θα ζήλευε κάθε συζητημένος ηλεκτρονικός δημιουργός της τρέχουσας δεκαετίας –είναι επίσης ένας καλός μάρτυρας της τέχνης του Ryan Lee West, του Βρετανού δημιουργού που βρίσκεται πίσω από το εγχείρημα Rival Consoles και ποτέ μέχρι τώρα δεν φοβήθηκε τα βαθιά νερά. Είναι όμως και πολλά περισσότερα, εφόσον ως σημείο εκκίνησης αυτού του δίσκου ορίζεται η ταινία του Ingmar Bergman «Persona» (1966): με έναν μουσικό τρόπο, δηλαδή, αναπλάθεται κάτι από την ξακουστή εναρκτήρια σκηνή της. 

Για να μη χάνουμε το αληθινό μέτρο με το οποίο λειτουργεί (καλώς ή κακώς) η πραγματικότητα, ο Ingmar Bergman λίγες φορές υπήρξε βατός σκηνοθέτης, έτσι όπως βλέπει τα κινηματογραφικά πράγματα το «ευρύ» κοινό. Παρά ταύτα, η «Persona» κρίθηκε ως προχωρημένη ακόμα και από θεατές συνηθισμένους να βλέπουν σινεμά με απαιτήσεις πολλαπλάσιες από εκείνες των εντυπωσιακών περιπετειών του Χόλιγουντ. Ο ίδιος μάλιστα ο δημιουργός της θα έγραφε –χρόνια μετά– ότι σε αυτήν την ταινία (και αργότερα στο «Viskningar Och Rop» του 1972, που εμείς ξέρουμε ως «Κραυγές και Ψίθυροι») «έφτασα ως εκεί όπου ήταν δυνατόν να πάω, αγγίζοντας μη λεκτικά μυστικά τα οποία μονάχα ο κινηματογράφος μπορεί να ανακαλύψει». 

Επιδιώκοντας λοιπόν να ψηλαφήσει τα ίδια μυστικά, ο Rival Consoles παίρνει εδώ την ηλεκτρονική οδό και φεύγει για μια τολμηρή εξερεύνηση, με «εξοπλισμό» τις δικές του καταβολές (τον Legowelt, τους Underworld των 1990s, τα μαθήματα της ambient παρακαταθήκης). Και γυρνάει πίσω με μια αρμαθιά κομψών, στρογγυλών και προσβάσιμων μελωδιών, καλώντας μας σε ένα ταξίδι προς τα «ενδότερα». 

Το ωραίο όμως είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται αυτά τα «ενδότερα» αποκλειστικά με όρους εσωστρέφειας, όπως προστάζουν τα κλισέ, μα ως έναν σύνθετο κόσμο –με τα πάνω του, τα κάτω του, τις αντιφάσεις του. Έτσι δεν υπάρχουν μόνο συμμαζεμένες, εσωτερικής καύσης στιγμές ("Be Kind", "Untravel", "Hidden"), μα και περιπτώσεις όπου οι ρυθμοί επιδιώκουν το σασπένς ("Persona", "Rest"), ξανοίγονται σε ηλιολουσμένα μονοπάτια ("Sun's Abandon") ή «σκοτεινιάζουν», φανερώνοντας ιδιότητες ασύμμετρης απειλής ("Phantom Grip"). Εδώ βέβαια προκύπτει και μια αντίρρηση, κατά τη γνώμη μου όχι αμελητέα. Όσο αριστοτεχνικά κι αν παίζει δηλαδή με τα συναισθήματά μας ο West, επιβάλλοντας «διαθέσεις» με τα synths του, μοιάζει να απλουστεύει τελικά τη μπεργκμανική αφετηρία. 

Ασφαλώς, κανείς δεν τον υποχρεώνει να μας προσφέρει μια πλήρη αντανάκλαση όσων πραγματεύεται η ξακουστή ταινία. Εφόσον ξεκίνησε από εκεί, όμως, κάπου είναι κρίμα να μένεις στον κοινότοπο δυισμό «πώς προσλαμβάνουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη» vs «τι βλέπουν οι άλλοι όταν μας κοιτούν».

Γιατί έτσι πάνε οι γιουνγκιανές αποχρώσεις περί προσωπικότητας, πάει η συζήτηση για το πώς μπορείς να χάσεις την ταυτότητά σου, πάνε τα σύνορα με την τρέλα και τον βαμπιρισμό, πάνε οι υπόνοιες του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Με μουσικούς όρους, για να το κάνουμε λίγο λιανά, αν πάρουμε μια μεστή σύνθεση σαν το "Untravel" –θεωρείται αντιπροσωπευτική, καθώς η Erased Tapes τη διάλεξε για βιντεοκλίπ– και την αντιπαραβάλλουμε με το "The Girl With The Sun In Her Head" των Orbital (από το In Sides, 1996), θα δούμε ξεκάθαρα και το τι κάνει καλά ο Rival Consoles στο τεραίν της εποχής του, μα και τι είναι αυτό που για την ώρα του λείπει για να παίξει μπάλα στην ίδια λίγκα με τους συμπατριώτες του. 

Μια τέτοια ένσταση, πάντως, δεν αναιρεί ότι έχουμε εδώ έναν ζουμερό δίσκο: μια κυκλοφορία που εύκολα ξεχωρίζει στο σκηνικό υποχώρησης της electronica έκφρασης (σε σύγκριση με την 1990s κοσμογονία) και στη λειψυδρία που χαρακτηρίζει τα «μπλιμπλίκια» πέρα από τον σαρωτικό ορίζοντα τον οποίον δημιουργεί κάθε εμφάνιση των Daft Punk. Έχει βγάλει κι άλλους ωραίους δίσκους ο West, εδώ όμως διαθέτει μια διαφορετική αυτοπεποίθηση στο πώς στήνει τις λιτές του συνθέσεις. Αλλά και στο πώς συνεχίζει να υπεραμύνεται μιας αφαιρετικής αισθητικής με προσωπικό «άγγιγμα» στο sound design, την οποία κανείς ωστόσο δεν θα βρει δύστροπη, αν πλησιάσει προς το Persona. 



19 Ιουνίου 2023

Richie Hawtin - συνέντευξη (2014)


Το secret gig του Richie Hawtin στο Μοναστηράκι, τον Σεπτέμβριο του 2014 (δείτε εδώ), είχε για εμένα και την ευκαιρία μιας μίνι συνέντευξης μαζί του. Ευκαιρία, φυσικά, που δεν χανόταν.

Το αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στο Avopolis της εποχής και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που μου διέθεσε η Red Bull Academy, η οποία διοργάνωσε το όλο event στο Μοναστηράκι


Λοιπόν, το διασκέδασες αυτό το αθηναϊκό secret gig;

Ναι! Ξέρω ότι πολλές φορές φαίνομαι σαν να μην διασκεδάζω, σαν να είμαι πολύ συγκεντρωμένος και να προσπαθώ για το καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά ειδικά αυτά τα dotUP σόου είναι πολύ ξεχωριστά για μένα. Γιατί η όλη προσπάθεια γίνεται για να πάρουμε ό,τι συνήθως συμβαίνει μέσα σε ένα club και να το πάμε με έναν τρόπο πίσω στο κοινό, αλλά και σε μια πολύ πιο απλή κατάσταση. 

Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε, όσοι παίζουμε μουσική, ότι τίποτα δεν μετράει όσο η διασύνδεση που μπορεί να πετύχεις με ανθρώπους εντελώς ξένους. Και στο club συμβαίνει βέβαια κάτι τέτοιο, όμως εκεί υπάρχει ομογενοποίηση. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από το να βγεις απλά σε μια πλατεία –ειδικά σε ένα όμορφο σκηνικό σαν κι αυτό, κάτω από την Ακρόπολη– και να παίξεις για ανυποψίαστους περαστικούς: για γονείς και τα παιδιά τους, για νεαρά αγόρια και κορίτσια τα οποία βολτάρουν και μπορεί να μην έχουν ιδέα ποιος είσαι. Μου αρέσει πολύ. 

Ήταν δική σου ιδέα να στήσεις τον εξοπλισμό σου δίπλα σε ένα τελάρο με σταφύλια;

Δική μου ήταν, ήθελα έτσι να ενσωματώσω στο σόου κάτι από όσα έβλεπα γύρω μου στην πλατεία –ξέρεις, σαν μια ιδιαίτερη τοπική πινελιά. Έχει κι αυτό να κάνει με όσα σου έλεγα πριν, με τη μουσική δηλαδή ως κομμάτι της καθημερινής ζωής. Ειδικά την ηλεκτρονική μουσική, την οποία πολύς κόσμος δυσκολεύεται να φανταστεί έξω από τη νύχτα ή μακριά από μια πίστα.  

Αναζητείς γενικότερα νέα μέρη να παίξεις, έτσι δεν είναι; Πέρα δηλαδή από τα dotUP events, εμφανίστηκες πρόσφατα και στο μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης...

Είναι αλήθεια. Στο Γκούγκενχαϊμ ένιωσα πως η μουσική μου μπήκε σε έναν γενικότερο διάλογο με την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, κατάσταση που μου πρόσφερε μια καινούρια πρόκληση. Βγαίνεις εντελώς από τη ρουτίνα στην οποία είσαι συνηθισμένος: σε απασχολεί σε ολότελα νέα βάση το τι θα παρουσιάσεις σε ένα τέτοιο βράδυ, τι είδους ανθρώπους θα βρεις απέναντί σου, όλα αυτά. Αν πάψεις να αναρωτιέσαι για τέτοια πράγματα, είναι η αρχή του τέλους για την καριέρα σου. 

Σ' αρέσει όμως ακόμα να παίζεις σε μεγάλα clubs. Απόψε ας πούμε είσαι headliner σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά ηλεκτρονικά φεστιβάλ, το 4ο Blend Techniques...

Ασφαλώς και μ' αρέσει! Και απόψε, μάλιστα, είναι καταπληκτικό το όλο line-up του Techniques. Δεν πρόκειται να τα απαρνηθώ τα μεγάλα clubs, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και τα αγαπώ πολύ. Η ανάγκη μου να ξεφύγω δεν έχει να κάνει με εκείνα, όσο με την αντίληψη που θέλει την ηλεκτρονική μουσική συνδεδεμένη με ένα μεγάλο θέαμα. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ότι στις αρχές της δεν ήταν καθόλου έτσι. 

Και τότε όμως, στις αρχές, δεν ήταν μοιρασμένα τα πράγματα; Δεν είναι αλήθεια ότι φιγούρες σαν τον Derrick May ή τον Juan Atkins ήταν μεν underground στις Η.Π.Α., αλλά θεωρούνταν σημαντικοί αστέρες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού;

Ναι, πράγματι. Μάλλον συμβαίνει παντού: όσο πιο κοντά βρίσκεσαι σε κάτι σημαντικό, τόσο πιο δύσκολα αντιλαμβάνεσαι τη σημασία του. Και θυμάμαι πολύ καλά το 1989 τον Derrick May να πηγαίνει στην Αγγλία για να παίξει μπροστά σε ένα κοινό 20.000 ατόμων και μετά να επιστρέφει στο Ντιτρόιτ, στα κλαμπ του οποίου ήμασταν χαρούμενοι αν μαζεύονταν 300 άτομα! 

Αλλά ξέρεις τι γίνεται; Δεν θα μπορούσε ποτέ να φτιαχτεί αυτή η μουσική, αν είχε εξαρχής μαζική απήχηση, αν δεν υπήρχε εκείνο το underground και οι διασυνδέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ενός μικρού δικτύου καλλιτεχνών με κοινές ανησυχίες. Μέρος δηλαδή της δύναμής της ήταν το πόσο απλή ήταν –το πόσο, αν θέλεις, αφελής. 

Έχει βέβαια να κάνει και με το ίδιο το Ντιτρόιτ σαν πόλη, γιατί ήταν επίσης αποκομμένο τότε από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν ήταν Λονδίνο ή Νέα Υόρκη. Η μουσική techno αναπαριστά την ύπαρξη σε μια εσχατιά, σε ένα χείλος προς το αύριο, που ποτέ δεν είναι βέβαιο. Εκεί βρίσκεται η ουσία της.

Εσύ μεγάλωσες σε ένα μικρό μέρος στον Καναδά. Πώς ακριβώς βρέθηκες λοιπόν στο Ντιτρόιτ, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν μάλιστα διαβόητο για την εγκληματικότητά του;

Α, μιλάμε για μικρή απόσταση –σκέψου κάτι ανάλογο από το να οδηγείς από το κέντρο της Αθήνας στο αεροδρόμιο. Ναι, πίσω στη δεκαετία του 1980 το Ντιτρόιτ ήταν επικίνδυνο μέρος, αλλά εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Κάθε Σαββατοκύριακο, ας πούμε, οι γονείς μου έπαιρναν εμένα και τον αδερφό μου εκεί για βόλτα και ψώνια· οπότε μας είχε γίνει οικείο. 

Όταν βέβαια μεγαλώσαμε και αρχίσαμε να πηγαίνουμε μόνοι μας, είναι αλήθεια ότι ανησυχούσαν. Συμμερίζονταν όμως την αίσθηση περιπέτειας που είχε για μας η πόλη, την ανάγκη μας να υπάρξουμε κάπως διαφορετικά και να ζητήσουμε περισσότερα. Γιατί και οι γονείς μου ήρθαν στον Καναδά από την Αγγλία και στην πραγματικότητα ποτέ δεν προσαρμόστηκαν εκεί, ποτέ δεν ένιωσαν να «ανήκουν». 

Τι έχεις στην ατζέντα σου για το φθινόπωρο και τον χειμώνα;

(γελάει) Είκοσι διαφορετικά πράγματα κι άλλες τόσες ιδέες! Πρέπει πάντως να τελειώσω τη φετινή σειρά των ENTER. events. Σίγουρα επίσης θα υπάρξει σύντομα νέο Plastikman υλικό, πέρα από το άλμπουμ που βγήκε το καλοκαίρι. Κι αρκετές ιδέες για DJ sets, στη συνέχεια. Το θέμα για μένα είναι να βρίσκομαι σε κίνηση.



16 Ιουνίου 2023

Richie Hawtin: dotUP secret gig - ανταπόκριση (2014)


Σε κάποια φάση, η Χριστίνα Κουτρουλού μου είπε για ένα ντοκιμαντέρ που είδε για το Detroit techno –δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν το Detroit: The Blueprint of Techno. Με ρώτησε ωστόσο για τον Richie Hawtin κι έτσι θυμήθηκα κι εγώ ότι όχι μόνο τον έχω δει να παίζει ζωντανά τον Βρετανοκαναδό θρύλο, αλλά του έχω μιλήσει κιόλας. 

Σκαλίζοντας λοιπόν τα αρχεία μου, δεν άργησα να τα βρω όλα. Όσον αφορά την ανταπόκριση, ήταν Σεπτέμβριος 2014. Ο Richie Hawtin θα εμφανιζόταν στην Αθήνα, μεταμεσονυκτίως, προσκεκλημένος στο Techniques 4 της ομάδας Blend. Μόνο που λίγες ώρες πριν, το απόγευμα, καθώς ο ήλιος όδευε προς τη δύση, έστησε τα decks του στην πλατεία στο Μοναστηράκι, δίπλα στα καφάσια με τα σταφύλια και τα νεκταρίνια στην έξοδο του μετρό. 

Επρόκειτο για ένα «secret gig» (έτσι τα λένε στη διεθνή ορολογία), οργανωμένο από τη Red Bull Academy. Και είχα την τύχη να είμαι προσκεκλημένος.

Τα όσα συνέβησαν καταγράφηκαν και σε μια ανταπόκριση, η οποία δημοσιεύτηκε έπειτα στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη Red Bull Academy


Τίποτα δεν περιγράφει καλύτερα το τι έγινε το Σάββατο 13/9 το απόγευμα στο Μοναστηράκι, από τα όσα μου διηγήθηκε ένας άγνωστος, ενθουσιώδης περαστικός. Όντας fan του Richie Hawtin, είχε βγάλει λέει το εισιτήριό του για να πάει το βράδυ στο Blend Techniques 4 και βόλταρε για απογευματινό καφέ εκεί προς Πλάκα/Ακρόπολη. Καθώς έφευγε, άκουσε το ντούπου-ντούπου από την πλατεία και κατηφόρισε να δει τι γίνεται. Ρώτησε λοιπόν έναν άλλον παριστάμενο ποιος παίζει κι εκείνος του είπε «ο Richie Hawtin». 

Ο άνθρωπος εξοργίστηκε βέβαια –και ποιος να τον κατηγορήσει; Φαντάσου τώρα εσύ που αγαπάς λ.χ. τις alternative κιθάρες να ήσουν στη θέση του και να σου απάνταγε ο τυχαίος ότι παίζει ο Jack White, τον οποίον εσύ ήξερες ότι θα έβλεπες σε συναυλία το βράδυ. Μέχρι και χαστούκια μπορούσαν να ακολουθήσουν, πάνω στην ακράδαντη πίστη σου ότι σε δουλεύουν.

Όμως στο Μοναστηράκι έπαιζε όντως ο Richie Hawtin. Τα κάνει κι αλλού κάτι τέτοια, του αρέσουν· πάντα στα πλαίσια της παγκόσμιας dotUP τουρνέ, η οποία χαίρει υποστήριξης από τη Red Bull Academy και τον φέρνει, έτσι αναπάντεχα, στο κέντρο διαφόρων μεγάλων πόλεων για ένα «secret gig», όπως τα λέγαμε παλιότερα –ακολουθώντας την ορολογία του αγγλοαμερικάνικου Τύπου. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, στήθηκε περιφραγμένος χώρος εκεί στην έξοδο του μετρό και ο Καναδός Πλαστικάνθρωπος παρέταξε εξοπλισμό πλάι σε 4 τελάρα με σταφύλια και νεκταρίνια, τα οποία πήρε από τους μανάβηδες παραδίπλα. «Ήθελα να ενσωματώσω στο σόου κάτι από όσα έβλεπα γύρω μου στην πλατεία», θα έλεγε λίγο αργότερα, παραχωρώντας μου μια ολιγόλεπτη συνέντευξη, «ξέρεις, σαν μια ιδιαίτερη τοπική πινελιά».

Και μη φανταστείτε ότι μιλάμε για κανά πρόχειρο σετ-ξεπέτα. Δύο ώρες έμεινε στο Μοναστηράκι ο Hawtin, από τις 6 μέχρι τις 8, σκυμμένος επιμελώς πάνω από τα μηχανήματά του. Κι έπαιξε εξαιρετικά. Την πρώτη ώρα το πήγε χαλαρά, περισσότερο άπλωσε δηλαδή ένα minimal techno φόντο ταιριαστό και με τον απογευματινό ήλιο που ήταν ακόμα παρών και με τον κόσμο που πύκνωνε στην πλατεία και είχε την ανάγκη να κουβεντιάσει και λίγο για όσα έβλεπε μπροστά του. Και μετά τις 7 άρχισε σταδιακά να απογειώνει, χωρίς βέβαια ποτέ να γίνει εκκωφαντικός –μόνο εκεί προς το τέλος ανέβασε δυναμικά ταχύτητα, θέλοντας ίσως να κάνει ένα γερό φινίρισμα, δίνοντας και μια πρώτη «γεύση» για το τι θα ακολουθούσε τα ξημερώματα στο Blend Techniques. 

Ο κόσμος που μαζεύτηκε, το διασκέδασε δεόντως. Δημοσιογράφοι, υποψιασμένοι clubbers οι οποίοι προφανώς παρακολουθούσαν τις dotUP κοινοποιήσεις στα social media, πιτσιρικαρία που απλά βόλταρε εκείνη την ώρα στο Μοναστηράκι, τουρίστες από τα γύρω μαγαζιά, μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι οι οποίοι ρωτούσαν τους νεαρότερους «πώς τη λένε αυτή τη μουσική;», απλοί περαστικοί και όσοι έβγαιναν από τον σταθμό του μετρό και του ηλεκτρικού, όλοι κοντοστάθηκαν. Κι όλοι λίγο-πολύ λικνίστηκαν στους ρυθμούς του Hawtin, κάνοντας μάλιστα και ενθουσιώδη κερκίδα στον Καναδό, με χέρια ψηλά και ιαχές επικρότησης κάθε που εκείνος δυνάμωνε τα beats. 

«Παράξενη μουσική, σε κάνει όμως να θες να χορέψεις», έπιασε το αυτί μου μια μεγάλη σε ηλικία κυρία να λέει στον συνοδό της, ενώ πια είχε σουρουπώσει και η φάση έσπαγε. Αν το είχε γράψει κριτικός αυτό πίσω στα 1990s για τους πρώτους minimal techno δίσκους, μπορεί και να είχε μείνει στην ιστορία...





14 Ιουνίου 2023

Helloween: My God-Given Right [δισκοκριτική, 2015]


Ο χρόνος, που αλλάζει τα πάντα, έφερε την ειρήνη στο στρατόπεδο των Helloween, οδηγώντας στη μεγάλη, ιστορική ένωση του Kai Hansen, με τον Michael Kiske και τον Andi Deris. Και η έλευση αυτής της σύνθεσης στο Release Athens Festival του φετινού καλοκαιριού είναι για πολλούς η συναυλία της χρονιάς.

Ο χρόνος, που αλλάζει τα πάντα, ώθησε κι εμένα να τα βρω με τους Helloween του Andi Deris πίσω στο 2015, όταν με αιφνιδίασε το νέο τους τραγούδι "My God-Given Right". «Υποχρεώνοντάς» με να το παίζω στο repeat, να αναζητήσω χαμένα νήματα, αλλά να κάνω και τη δική μου ειρήνη –καθώς υπήρξα οπαδός που ξέγραψα τους Helloween πίσω στο 1994, όταν απέλυσαν τον αγαπημένο Kiske και συνέχισαν με τον Deris.

Έγραψα μάλιστα και μια κριτική, τότε, στο άλμπουμ «My God-Given Right», το οποίο βέβαια δεν είχε ανάλογο βεληνεκές με τη δυναμική του ομώνυμου κομματιού. Δικαίως θεωρείται, λοιπόν, ως ένα από τα πιο αδύναμα άλμπουμ των Helloween από τους οπαδούς.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, τώρα, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο για την Pumkins United επανένωση των Hansen, Kiske & Deris και ανήκει στον Fabio Augusto


Δεν ξέρω αν ο χρόνος είναι ο «καλύτερος γιατρός», πάντως καταλαγιάζει τις παλιές αντιπαλότητες. Δεν ξεχνιούνται μεν, όμως αραιώνουν, ωθώντας σε να ψιλο/χοντρο-συγχωρείς, αν υπάρχουν πράγματα τα οποία σταθερά παραδέχεσαι. Κρατάω φυσικά τη γνώμη μου για όσα συνέβησαν τότε, άλλωστε είχα διαλέξει «στρατόπεδο» και «πολέμησα» κι εγώ στις μεταλλικές μάχες υπό τα οικόσημα των Kiske και Weikath/Deris· αλλά γεγονός είναι πως οι Helloween επιβίωσαν, πως ο Μιχαλιός τράβηξε τον δρόμο του, πως ο Andi Deris δεν είναι τελικά και *τόσο* χάλιας... Χαζεύοντας μάλιστα μια συνέντευξή του σε γαλλικό κανάλι, σκέφτηκα –νομίζω για πρώτη φορά– ότι είναι συμπαθητικός. Μεταλλικοί θεοί 'σχωράτε με δηλαδή, αλλά το σκέφτηκα. 

Τα παραπάνω βοηθάνε βέβαια να αποφύγεις το πρόβλημα «πώς διάολο θα πω κάτι πραγματικά έξυπνο ξεκινώντας να μιλήσω για το 15ο άλμπουμ των Helloween», λένε όμως και μια αλήθεια. Ότι αυτή η μπάντα κάτι εξακολουθεί να κάνει καλά, ακόμα κι αν ο κόσμος της παραμένει πιο στατικός και ακίνητος και από τον Ηνίοχο των Δελφών.  

Όσο δοκιμασμένος κι αν είναι δηλαδή ο μπούσουλας, όσο ξαναζεσταμένο το φαγητό, όσο τυφλοσούρτης η συνταγή «ρίξε Keeper, πασπάλισε με Dark Ride, Master Of The Rings ή Time Of The Oath», αν οι Γερμανοί βρίσκονται σε κέφια –έτσι και τους κάτσουν δηλαδή οι δισολίες, οι ποπ γέφυρες και τα πομπώδη μεταλλικά ρεφρέν– δεν τους πιάνει επίγονος κανένας. Παίζω σε επίμονο, παλινδρομικό repeat το απολαυστικό νέο single "My God-Given Right", χαζεύω και το βιντεοκλίπ (απηχεί το The Day After Tomorrow εξώφυλλο, ανακατώνοντας τις γνώριμες κολοκύθες με τους κλώνους του Star Wars σε κάτι σαν military sci-fi φιλμάκι) και σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί οι Avantasia & ΣΙΑ δεν φτάνουν την power metal «ψυχή» των Helloween, που να χτυπάνε τους τευτονικούς τους πισινούς στα ξύλινα πατώματα κάθε επαρχιακής γερμανικής μπυραρίας. Η ελαφρά, η ποπ, η διασκεδαστική πλευρά του (παλιού) ευρωπαϊκού μέταλ ντυμένη στα καλά της.

Ο υπόλοιπος δίσκος, δυστυχώς, δεν έχει να επιδείξει κάτι ανάλογο. Νταξ, το σπιντάτο "Battle's Won" έχει το ενδιαφέρον του, αλλά μπορούν και καλύτερα· τα "Power" και "Heroes" διαθέτουν τις μελωδίες τους, μα δεν είναι τίποτα το σπουδαίο· το "The Swing Of A Fallen World" τυλίγεται σε μια αναπάντεχη «σκοτεινή» χροιά που αναντίρρητα του πάει, το λες όμως και απομεινάρι από παλιότερο άλμπουμ, ενώ το "Lost In America" είναι μεν γουστόζικο, μοιάζει δε να έπεσε στη μαρμίτα με το "Future World" και το "I Want Out". Πέραν αυτών, το άλμπουμ μαστίζεται από κουτές επιλογές σαν το "If God Loves Rock 'N' Roll" (που πάει να μιμηθεί εμφανώς το "Dr. Stein"), από ανόητους στίχους, από τραγούδια τα οποία είναι απλώς βαρετά. Η έμπειρη παραγωγή του Charlie Bauerfeind χαρίζει βέβαια έναν καθαρό, ζωντανό ήχο στο σύνολο, απαλλαγμένο από ό,τι θα μπορούσε να τον φορτώσει. Αλλά δεν αρκεί για να ανεβάσει σκαλί το δεδομένο επίπεδο των συνθέσεων. 

Κάπου χάνει, κάπου κερδίζει λοιπόν αυτό το νέο άλμπουμ των Κολοκύθων. Η ισορροπία είναι ομολογουμένως λίγο του... τρόμου, μα τελικά κρατιέται, έστω κι αν ο δημιουργικός ορίζοντας παραμένει αυστηρά περιχαρακωμένος σε ένα αντιδραστικό ύφος, ακόμα κι αν το όλο κλίμα φτάνει μερικές φορές στα άσχημα όρια της ελαφρότητας. Ίσως οι Helloween δείχνουν πια ως τριλοβίτες που πασχίζουν να επιβιώσουν των Δεβόνειων αλλαγών, διατηρούν ωστόσο ένα πείσμα μουλαρίσιο εκεί στο βάθος, το οποίο τους βοηθά να την περατώσουν την αποστολή.




13 Ιουνίου 2023

Myrkur - Mareridt [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ «Mareridt» της Myrkur, η οποία τάραζε τότε τα metal νερά της Σκανδιναβίας προβάλλοντας ως (λίαν αμφιλεγόμενη) «Lana Del Rey του black metal» –χαρακτηρισμό που η ίδια γούσταρε, όπως μου αποκάλυψε σε συνέντευξη του 2018 (δείτε εδώ). 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο 


Εκεί γύρω στα 30, η Amalie Bruun έκανε στην άκρη τους Pains Of Being Pure At Heart, τον Ariel Pink και τους λοιπούς indie ήρωές της, διέλυσε τους (πάλαι ποτέ Pitchfork darlings) Ex Cops, εγκατέλειψε την εναλλακτική σκηνή της Δανίας και αναβαπτίστηκε στην κολυμπήθρα των Ulver, ξεπροβάλλοντας ως Myrkur. 

Θα μπορούσε να είναι τυπική ιστορία κρίσης των πρώτων -άντα, απλά με καλλιτεχνικό φόντο. Αλλά σε μουσικές εποχές χωρίς σύνορα, όπου η alt-οτιδήποτε αισθητική μπορεί να εγκολπώσει τα πάντα και αγόρια σαν τους Deafheaven νιώθουν άνετα να παριστάνουν τους μεταλλάδες, η Myrkur έγινε φαινόμενο. Πυροδοτώντας παθιασμένες διαφωνίες εντός μιας black metal κοινότητας που έχει πια εδώ και χρόνια συμφιλιωθεί με την ιδέα της διεύρυνσης. 

Κάποιοι λοιπόν απέρριψαν μετά βδελυγμίας αυτήν τη «Lana Del Rey του black metal», άλλοι όμως αγκάλιασαν το ντεμπούτο της M (2015), θαυμάζοντας την ισορροπία ακριβείας που επέδειξε μεταξύ των folk αναζητήσεων της Kari Rueslåtten κι ενός τιθασευμένου μαυρομεταλλικού στυλ, ευλογημένου τόσο από τον Kristoffer Rygg των Ulver, όσο και από τον Teloch των Mayhem. Ακόμα πάντως και για εκείνους, το αν υπήρχε μέλλον στο «φαινόμενο Myrkur» ήταν ερώτημα ανοιχτό.

Δύο χρόνια μετά, το Mareridt αποπειράται να δώσει την απάντηση με σύμμαχο τον Randall Dunn των Masters Musicians Of Bukkake, ο οποίος (ως παραγωγός) αναλαμβάνει να περάσει τη Myrkur από το ρευστό σύνορο που χωρίζει την επικράτεια των Wolves In The Throne Room από αυτήν της Marissa Nadler –νερά που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά. Και εν πολλοίς το κατορθώνει, παρά τα σκαμπανεβάσματα του συνόλου και την απουσία του ατού της έκπληξης που διέθετε το Μ.

Η επιτυχία του Mareridt έγκειται στην πλήρη αδιαφορία του για το αν η Myrkur ανήκει ή όχι στο metal και στη σοφή απόφαση να αρθρωθεί αφενός πάνω στη χαρισματική φωνή της Δανέζας τραγουδίστριας, αφετέρου πάνω σε έναν folk ήχο διευρυμένο με σύγχρονα στοιχεία. Όπου το black metal δεν είναι παρά μία μόνο συμμετέχουσα συνισταμένη, ανάμεσα στους απόηχους της κληρονομιάς των Dead Can Dance, στις λόγιες αναφορές των χορωδιακών και στη ρουστίκ αίσθηση από τα kulning καλέσματα των βοσκών του Βορρά προς τα κοπάδια τους. Μάλιστα, στο "Crown" η Myrkur φαίνεται να το διασκεδάζει και με όσους την αποκαλούν «Lana Del Rey του black metal», φτιάχνοντας ένα τραγούδι που κάλλιστα μπορούσε να βρίσκεται σε δίσκο της Αμερικανίδας σταρ. 

Κάπως έτσι, η Myrkur φτάνει κοντά στις σημερινές αναζητήσεις της Chelsea Wolfe (διόλου τυχαία η συμμετοχή της τελευταίας στο "Funeral" και στο "Kvindelil"), ακολουθώντας όμως ένα διαφορετικό μονοπάτι, με έντονη σφραγίδα από τις παραδόσεις της Σκανδιναβίας. Η οποία τοποθετείται μάλιστα σε πρώτο πλάνο, είτε με όσους στίχους τραγουδιούνται σε δανέζικα, σουηδικά και ισλανδικά, είτε με τη χρήση της παραδοσιακής nyckelharpa ή με τις μάντολες που ακούμε εδώ κι εκεί.

Το τραγούδι που τα συμπυκνώνει όλα πολύ πετυχημένα και διαθέτει και μια επιμεταλλωμένη χροιά, είναι οπωσδήποτε το "Ulvinde": ένα συναρπαστικό κάλεσμα (σε άπταιστα δανέζικα) για την καταστροφή του Κακού με τα ίδια του τα όπλα, το οποίο δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα μπορείτε να βρείτε στη χλιδανή ποικιλία μουσικής της εποχής μας. Κανένα στιγμιότυπο του Mareridt δεν το φτάνει σε ποιότητα, αν και υπάρχουν κι άλλα ωραία κομμάτια ("Måneblôt", "Gladiatrix", "The Serpent") μέσα σε μια ροή γενικά ικανοποιητική, που όμως κάποιες φορές χάνεται σε επαναλήψεις. Το φινάλε της κανονικής έκδοσης του δίσκου, για παράδειγμα, δείχνει απογοητευτικά στοιχειώδες, οπότε προτείνεται η deluxe εκδοχή, με τις 16 συνολικά επιλογές. 

To Mareridt δεν είναι Μ, αλλά πρόκειται για άλμπουμ καθοριστικό για τον αυτόνομο τρόπο με τον οποίον επιθυμεί να σταθεί στα πράγματα η Myrkur. Επίσης, είναι ακόμα ένα πειστήριο ότι την πιο διαφορετική μουσική αυτών των καιρών δεν την πιάνει εύκολα το ραντάρ των μέσων που διαμορφώνουν τις Metacritic τάσεις. Αυτή η σχετική πολυφωνία βασίζεται τελικά σε πηγές με λίγο-πολύ κοινές αισθητικές αναζητήσεις, ενδιαφερόμενες για συγκεκριμένους τομείς της ευρύτερης ποπ/ροκ έκφρασης του 21ου αιώνα.