14 Ιουνίου 2023

Helloween: My God-Given Right [δισκοκριτική, 2015]


Ο χρόνος, που αλλάζει τα πάντα, έφερε την ειρήνη στο στρατόπεδο των Helloween, οδηγώντας στη μεγάλη, ιστορική ένωση του Kai Hansen, με τον Michael Kiske και τον Andi Deris. Και η έλευση αυτής της σύνθεσης στο Release Athens Festival του φετινού καλοκαιριού είναι για πολλούς η συναυλία της χρονιάς.

Ο χρόνος, που αλλάζει τα πάντα, ώθησε κι εμένα να τα βρω με τους Helloween του Andi Deris πίσω στο 2015, όταν με αιφνιδίασε το νέο τους τραγούδι "My God-Given Right". «Υποχρεώνοντάς» με να το παίζω στο repeat, να αναζητήσω χαμένα νήματα, αλλά να κάνω και τη δική μου ειρήνη –καθώς υπήρξα οπαδός που ξέγραψα τους Helloween πίσω στο 1994, όταν απέλυσαν τον αγαπημένο Kiske και συνέχισαν με τον Deris.

Έγραψα μάλιστα και μια κριτική, τότε, στο άλμπουμ «My God-Given Right», το οποίο βέβαια δεν είχε ανάλογο βεληνεκές με τη δυναμική του ομώνυμου κομματιού. Δικαίως θεωρείται, λοιπόν, ως ένα από τα πιο αδύναμα άλμπουμ των Helloween από τους οπαδούς.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, τώρα, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο για την Pumkins United επανένωση των Hansen, Kiske & Deris και ανήκει στον Fabio Augusto


Δεν ξέρω αν ο χρόνος είναι ο «καλύτερος γιατρός», πάντως καταλαγιάζει τις παλιές αντιπαλότητες. Δεν ξεχνιούνται μεν, όμως αραιώνουν, ωθώντας σε να ψιλο/χοντρο-συγχωρείς, αν υπάρχουν πράγματα τα οποία σταθερά παραδέχεσαι. Κρατάω φυσικά τη γνώμη μου για όσα συνέβησαν τότε, άλλωστε είχα διαλέξει «στρατόπεδο» και «πολέμησα» κι εγώ στις μεταλλικές μάχες υπό τα οικόσημα των Kiske και Weikath/Deris· αλλά γεγονός είναι πως οι Helloween επιβίωσαν, πως ο Μιχαλιός τράβηξε τον δρόμο του, πως ο Andi Deris δεν είναι τελικά και *τόσο* χάλιας... Χαζεύοντας μάλιστα μια συνέντευξή του σε γαλλικό κανάλι, σκέφτηκα –νομίζω για πρώτη φορά– ότι είναι συμπαθητικός. Μεταλλικοί θεοί 'σχωράτε με δηλαδή, αλλά το σκέφτηκα. 

Τα παραπάνω βοηθάνε βέβαια να αποφύγεις το πρόβλημα «πώς διάολο θα πω κάτι πραγματικά έξυπνο ξεκινώντας να μιλήσω για το 15ο άλμπουμ των Helloween», λένε όμως και μια αλήθεια. Ότι αυτή η μπάντα κάτι εξακολουθεί να κάνει καλά, ακόμα κι αν ο κόσμος της παραμένει πιο στατικός και ακίνητος και από τον Ηνίοχο των Δελφών.  

Όσο δοκιμασμένος κι αν είναι δηλαδή ο μπούσουλας, όσο ξαναζεσταμένο το φαγητό, όσο τυφλοσούρτης η συνταγή «ρίξε Keeper, πασπάλισε με Dark Ride, Master Of The Rings ή Time Of The Oath», αν οι Γερμανοί βρίσκονται σε κέφια –έτσι και τους κάτσουν δηλαδή οι δισολίες, οι ποπ γέφυρες και τα πομπώδη μεταλλικά ρεφρέν– δεν τους πιάνει επίγονος κανένας. Παίζω σε επίμονο, παλινδρομικό repeat το απολαυστικό νέο single "My God-Given Right", χαζεύω και το βιντεοκλίπ (απηχεί το The Day After Tomorrow εξώφυλλο, ανακατώνοντας τις γνώριμες κολοκύθες με τους κλώνους του Star Wars σε κάτι σαν military sci-fi φιλμάκι) και σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί οι Avantasia & ΣΙΑ δεν φτάνουν την power metal «ψυχή» των Helloween, που να χτυπάνε τους τευτονικούς τους πισινούς στα ξύλινα πατώματα κάθε επαρχιακής γερμανικής μπυραρίας. Η ελαφρά, η ποπ, η διασκεδαστική πλευρά του (παλιού) ευρωπαϊκού μέταλ ντυμένη στα καλά της.

Ο υπόλοιπος δίσκος, δυστυχώς, δεν έχει να επιδείξει κάτι ανάλογο. Νταξ, το σπιντάτο "Battle's Won" έχει το ενδιαφέρον του, αλλά μπορούν και καλύτερα· τα "Power" και "Heroes" διαθέτουν τις μελωδίες τους, μα δεν είναι τίποτα το σπουδαίο· το "The Swing Of A Fallen World" τυλίγεται σε μια αναπάντεχη «σκοτεινή» χροιά που αναντίρρητα του πάει, το λες όμως και απομεινάρι από παλιότερο άλμπουμ, ενώ το "Lost In America" είναι μεν γουστόζικο, μοιάζει δε να έπεσε στη μαρμίτα με το "Future World" και το "I Want Out". Πέραν αυτών, το άλμπουμ μαστίζεται από κουτές επιλογές σαν το "If God Loves Rock 'N' Roll" (που πάει να μιμηθεί εμφανώς το "Dr. Stein"), από ανόητους στίχους, από τραγούδια τα οποία είναι απλώς βαρετά. Η έμπειρη παραγωγή του Charlie Bauerfeind χαρίζει βέβαια έναν καθαρό, ζωντανό ήχο στο σύνολο, απαλλαγμένο από ό,τι θα μπορούσε να τον φορτώσει. Αλλά δεν αρκεί για να ανεβάσει σκαλί το δεδομένο επίπεδο των συνθέσεων. 

Κάπου χάνει, κάπου κερδίζει λοιπόν αυτό το νέο άλμπουμ των Κολοκύθων. Η ισορροπία είναι ομολογουμένως λίγο του... τρόμου, μα τελικά κρατιέται, έστω κι αν ο δημιουργικός ορίζοντας παραμένει αυστηρά περιχαρακωμένος σε ένα αντιδραστικό ύφος, ακόμα κι αν το όλο κλίμα φτάνει μερικές φορές στα άσχημα όρια της ελαφρότητας. Ίσως οι Helloween δείχνουν πια ως τριλοβίτες που πασχίζουν να επιβιώσουν των Δεβόνειων αλλαγών, διατηρούν ωστόσο ένα πείσμα μουλαρίσιο εκεί στο βάθος, το οποίο τους βοηθά να την περατώσουν την αποστολή.




13 Ιουνίου 2023

Myrkur - Mareridt [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ «Mareridt» της Myrkur, η οποία τάραζε τότε τα metal νερά της Σκανδιναβίας προβάλλοντας ως (λίαν αμφιλεγόμενη) «Lana Del Rey του black metal» –χαρακτηρισμό που η ίδια γούσταρε, όπως μου αποκάλυψε σε συνέντευξη του 2018 (δείτε εδώ). 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο 


Εκεί γύρω στα 30, η Amalie Bruun έκανε στην άκρη τους Pains Of Being Pure At Heart, τον Ariel Pink και τους λοιπούς indie ήρωές της, διέλυσε τους (πάλαι ποτέ Pitchfork darlings) Ex Cops, εγκατέλειψε την εναλλακτική σκηνή της Δανίας και αναβαπτίστηκε στην κολυμπήθρα των Ulver, ξεπροβάλλοντας ως Myrkur. 

Θα μπορούσε να είναι τυπική ιστορία κρίσης των πρώτων -άντα, απλά με καλλιτεχνικό φόντο. Αλλά σε μουσικές εποχές χωρίς σύνορα, όπου η alt-οτιδήποτε αισθητική μπορεί να εγκολπώσει τα πάντα και αγόρια σαν τους Deafheaven νιώθουν άνετα να παριστάνουν τους μεταλλάδες, η Myrkur έγινε φαινόμενο. Πυροδοτώντας παθιασμένες διαφωνίες εντός μιας black metal κοινότητας που έχει πια εδώ και χρόνια συμφιλιωθεί με την ιδέα της διεύρυνσης. 

Κάποιοι λοιπόν απέρριψαν μετά βδελυγμίας αυτήν τη «Lana Del Rey του black metal», άλλοι όμως αγκάλιασαν το ντεμπούτο της M (2015), θαυμάζοντας την ισορροπία ακριβείας που επέδειξε μεταξύ των folk αναζητήσεων της Kari Rueslåtten κι ενός τιθασευμένου μαυρομεταλλικού στυλ, ευλογημένου τόσο από τον Kristoffer Rygg των Ulver, όσο και από τον Teloch των Mayhem. Ακόμα πάντως και για εκείνους, το αν υπήρχε μέλλον στο «φαινόμενο Myrkur» ήταν ερώτημα ανοιχτό.

Δύο χρόνια μετά, το Mareridt αποπειράται να δώσει την απάντηση με σύμμαχο τον Randall Dunn των Masters Musicians Of Bukkake, ο οποίος (ως παραγωγός) αναλαμβάνει να περάσει τη Myrkur από το ρευστό σύνορο που χωρίζει την επικράτεια των Wolves In The Throne Room από αυτήν της Marissa Nadler –νερά που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά. Και εν πολλοίς το κατορθώνει, παρά τα σκαμπανεβάσματα του συνόλου και την απουσία του ατού της έκπληξης που διέθετε το Μ.

Η επιτυχία του Mareridt έγκειται στην πλήρη αδιαφορία του για το αν η Myrkur ανήκει ή όχι στο metal και στη σοφή απόφαση να αρθρωθεί αφενός πάνω στη χαρισματική φωνή της Δανέζας τραγουδίστριας, αφετέρου πάνω σε έναν folk ήχο διευρυμένο με σύγχρονα στοιχεία. Όπου το black metal δεν είναι παρά μία μόνο συμμετέχουσα συνισταμένη, ανάμεσα στους απόηχους της κληρονομιάς των Dead Can Dance, στις λόγιες αναφορές των χορωδιακών και στη ρουστίκ αίσθηση από τα kulning καλέσματα των βοσκών του Βορρά προς τα κοπάδια τους. Μάλιστα, στο "Crown" η Myrkur φαίνεται να το διασκεδάζει και με όσους την αποκαλούν «Lana Del Rey του black metal», φτιάχνοντας ένα τραγούδι που κάλλιστα μπορούσε να βρίσκεται σε δίσκο της Αμερικανίδας σταρ. 

Κάπως έτσι, η Myrkur φτάνει κοντά στις σημερινές αναζητήσεις της Chelsea Wolfe (διόλου τυχαία η συμμετοχή της τελευταίας στο "Funeral" και στο "Kvindelil"), ακολουθώντας όμως ένα διαφορετικό μονοπάτι, με έντονη σφραγίδα από τις παραδόσεις της Σκανδιναβίας. Η οποία τοποθετείται μάλιστα σε πρώτο πλάνο, είτε με όσους στίχους τραγουδιούνται σε δανέζικα, σουηδικά και ισλανδικά, είτε με τη χρήση της παραδοσιακής nyckelharpa ή με τις μάντολες που ακούμε εδώ κι εκεί.

Το τραγούδι που τα συμπυκνώνει όλα πολύ πετυχημένα και διαθέτει και μια επιμεταλλωμένη χροιά, είναι οπωσδήποτε το "Ulvinde": ένα συναρπαστικό κάλεσμα (σε άπταιστα δανέζικα) για την καταστροφή του Κακού με τα ίδια του τα όπλα, το οποίο δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα μπορείτε να βρείτε στη χλιδανή ποικιλία μουσικής της εποχής μας. Κανένα στιγμιότυπο του Mareridt δεν το φτάνει σε ποιότητα, αν και υπάρχουν κι άλλα ωραία κομμάτια ("Måneblôt", "Gladiatrix", "The Serpent") μέσα σε μια ροή γενικά ικανοποιητική, που όμως κάποιες φορές χάνεται σε επαναλήψεις. Το φινάλε της κανονικής έκδοσης του δίσκου, για παράδειγμα, δείχνει απογοητευτικά στοιχειώδες, οπότε προτείνεται η deluxe εκδοχή, με τις 16 συνολικά επιλογές. 

To Mareridt δεν είναι Μ, αλλά πρόκειται για άλμπουμ καθοριστικό για τον αυτόνομο τρόπο με τον οποίον επιθυμεί να σταθεί στα πράγματα η Myrkur. Επίσης, είναι ακόμα ένα πειστήριο ότι την πιο διαφορετική μουσική αυτών των καιρών δεν την πιάνει εύκολα το ραντάρ των μέσων που διαμορφώνουν τις Metacritic τάσεις. Αυτή η σχετική πολυφωνία βασίζεται τελικά σε πηγές με λίγο-πολύ κοινές αισθητικές αναζητήσεις, ενδιαφερόμενες για συγκεκριμένους τομείς της ευρύτερης ποπ/ροκ έκφρασης του 21ου αιώνα.



12 Ιουνίου 2023

Richard Reed Parry - Music For Heart And Breath [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από το 2014 στο άλμπουμ «Music For Heart And Breath»: μια αξιόλογη σόλο περιπέτεια του Richard Reed Parry των Arcade Fire, που τον οδήγησε στη Deutsche Grammophon, άσχετα αν την αγνόησε εντελώς η χίπστερ/ίντι κοινότητα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό της εποχής


Με Arcade Fire καύσιμα, μπορείς να πας μακριά αυτές τις μέρες. Να, ο Richard Reed Parry, για παράδειγμα: ταξίδεψε εκεί όπου κανείς Καναδός της ηλικίας του δεν είχε φτάσει μέχρι τώρα. 

Φανταστείτε τον για λίγο, σε ένα σύμπαν δίχως Arcade Fire, να χτυπά την πόρτα της Deutsche Grammophon και να λέει στους ιθύνοντές της –οι οποίοι σέρνουν πίσω τους μια παράδοση που φτάνει στο 1898– για ένα έργο που θα χρησιμοποιούσε ως συνθετικές παραμέτρους την καρδιά και τους πνεύμονες του Ανθρώπου. Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη ότι ο γερμανικός κλασικός κολοσσός έχει πειστεί πως μόνο με ξανοίγματα θα επιβιώσει στον 21ο αιώνα, δύσκολα θα ξανάκουγες νέα του. Όταν όμως είσαι ο Richard Reed Parry των Arcade Fire όχι μόνο σε ακούνε με προσοχή, μα σε υπογράφουν κιόλας, σου βγάζουν τον δίσκο και σου φέρνουν και κοτζάμ Kronos Quartet να παίξουν σε αυτόν. 

Ενδεχομένως, λοιπόν, το Music For Heart And Breath να κυκλοφορούσε ακόμα κι αν κανείς δεν το έβρισκε ως κάτι σπουδαίο. Θυμίζω άλλωστε ότι κλασικές δουλειές έχουν βγάλει πρόσφατα και ο Jonny Greenwood των Radiohead, αλλά και ο Bryce Dessner των National, αμφότεροι λιμνάζοντας σε μια χρυσή μετριότητα. Εδώ, βέβαια, υπάρχει η σπίθα μιας αληθινά πρωτότυπης ιδέας –και απορείς, μάλιστα, που δεν το σκέφτηκε κανείς πριν τον Reed Parry, να συνθέσει με αποκλειστική βάση τους ακούσιους ρυθμούς των χτύπων της καρδιάς και της αναπνοής! Δεν θα αρκούσε, πάντως, αν δεν μεταφραζόταν σε όμορφη μουσική. 

Αυτή η ομορφιά, ωστόσο, δεν αγαπά καθόλου την αμεσότητα. Αγαπά πολύ τη λιτότητα, είναι απλή και αφτιασίδωτη, αλλά επικοινωνεί μέσω μιας διακλάδωσης: θέλει δηλαδή τον χρόνο της για να σου «μιλήσει», θέλει την αμέριστη προσοχή σου, θέλει την εγρήγορση των πιο αφαιρετικών σου δυνάμεων. Μοιάζει με εκείνα τα πρόσωπα που ίσως δεν κοιτάμε στο πρώτο σκανάρισμα σε έναν χώρο, μα αρχίζουμε ξαφνικά να τα βρίσκουμε γοητευτικά μόλις ξεκινάμε να μιλάμε μαζί τους, παρατηρώντας διάφορες μικρές (μα εν τέλει σημαντικές) λεπτομέρειες. 

Αναγνωρίζω ότι κάτι τέτοιο θέτει ένα φράγμα για πολλούς ακροατές· τους προερχόμενους από τα ποπ/ροκ λημέρια, λ.χ., όσους νομίζουν ότι η κλασική μουσική θα έπρεπε να λειτουργεί σαν τα τραγούδια στα οποία είναι συνηθισμένο το αυτί τους. Εξίσου σίγουρο θεωρώ, επίσης, πως εναντίον του άλμπουμ θα εκτοξευτούν οι γνωστές κατηγορίες περί εγκεφαλικότητας και απουσίας συναισθηματικού αποτυπώματος, που –σταθερά, σταθερότατα– ταλανίζουν όποιον τολμήσει να βάλει στο παιχνίδι μια επιπλέον «πίστα» δυσκολίας. Πρόκειται για μια βδελυρή αφήγηση, μουσικογραφιάδων που χτίζουν ταυτότητες υπεριπτάμενοι του «μέσου γούστου», απλά για να τρέξουν να κρυφτούν πίσω του μόλις οι ρωγμές της δισκογραφικής πραγματικότητας καταδείξουν ότι η μουσική δεν εξαντλείται με τους όρους ύπαρξης, δράσης και θριάμβου του τρίλεπτου/τετράλεπτου single.  

Για όποιον αποφασίσει να ανοίξει την πόρτα, ωστόσο, ο Richard Reed Parry έχει φτιάξει εδώ έναν δίσκο που, αν βρίθει σε κάτι, είναι από συναίσθημα. Και είναι μάλιστα καταπληκτικό το πόσο συναίσθημα αναβλύζει από τη σπουδή του πάνω στους ακούσιους ήχους της καρδιάς και της ανάσας μας. Υπάρχει διάχυτος ρομαντισμός πάνω σε τούτες τις κινήσεις –τα έγχορδα τον αναδεικνύουν θριαμβικά– υπάρχουν ρυθμοί οι οποίοι απευθύνονται και στο σώμα σου και όχι μόνο στη διάνοιά σου και, πάνω απ' όλα, μια απαράμιλλη κομψότητα (εδώ είναι το πιάνο που πρωταγωνιστεί, συνήθως): μια λεπτοσμιλεμένη γλυκύτητα, η οποία ίπταται γύρω σου με την αβίαστη χάρη γαλατσίδας παρασυρμένης από ανοιξιάτικη αύρα. Όλο δε το άλμπουμ βρίσκεται σε διαρκή κίνηση κι αυτός είναι ο λόγος που δύσκολα μπορείς να προτείνεις συγκεκριμένα σημεία ως «στάσεις»· είναι δηλαδή η συνολική αίσθηση που μετράει περισσότερο, παρά τα επιμέρους κομμάτια.

Για τον κλασικό κόσμο, το Music For Heart And Breath θα μείνει ως μια ιδιαίτερη δουλειά, που συνεισέφερε το δικό της μικρό λιθαράκι στην όλη εμπειρία, δίχως κατά τα λοιπά να αλλάξει τον χάρτη. Για τους φίλους ωστόσο των Arcade Fire (και γενικότερα αυτού του κομματιού της εναλλακτικής έκφρασης) υπάρχει εδώ η δυνατότητα να προσπελαστούν κι άλλες μουσικές διαστάσεις, παντρεμένη με τη διαπίστωση/προειδοποίηση πως η indie pop/rock έκφραση των ημερών μας στηρίζεται πλέον (και) σε πράγματα με μη κιθαριστικές καταβολές. Κακά μαντάτα δηλαδή για τους τεμπέληδες του δημοσίου λόγου, όσους βολεύονται σε στρουθοκαμηλισμούς και ψευδο-δίπολα για τις αποτιμήσεις τους. 



09 Ιουνίου 2023

Sufjan Stevens, Nico Muhly, Bryce Dessner & James McAlister - Planetarium [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ «Planetarium», καρπό μιας συνεργασίας του Sufjan Stevens με τον Bryce Dessner των National, τον συνθέτη Nico Muhly και τον ντράμερ και παραγωγό James McAlister, την οποία αγνόησε εντελώς η χίπστερ/ίντι κοινότητα. Γνωστή ιστορία, βέβαια, αφού το ίδιο συμβαίνει με οτιδήποτε ξεφεύγει από τη συνήθη αισθητική της –ακόμα κι αν το δημιουργούν μέλη της.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό της εποχής


Τέσσερεις Αμερικανοί μουσικοί, απέναντι στο Ηλιακό μας Σύστημα. Ο Sufjan Stevens, ο ντράμερ και παραγωγός James McAlister (οι δυο τους διατηρούν στενή συνεργασία, άλλωστε), ο γνωστός μας από τους National, Bryce Dessner, και ο συνθέτης σύγχρονης κλασικής μουσικής Nico Muhly.

Τέσσερα χρόνια δουλεύουν μαζί πάνω σε ένα έργο που, αν και παραγγελία (στον Muhly, από το Muziekgebouw Eindhoven της Ολλανδίας), στοχεύει να αποτελέσει κάτι σαν soundtrack για το πλησιέστερο και πιο οικείο στην Ανθρωπότητα κομμάτι από το απέραντο Αχανές του Διαστήματος –αυτήν την ατέρμονη πηγή ελπίδας και φόβων. Έχουν μάλιστα ήδη περιοδεύσει παρουσιάζοντας το Planetarium, με διάφορες ενορχηστρωτικές προσεγγίσεις, δοκιμάζοντας ενώπιον κοινού τις ιδέες τους, πριν τις βάλουν κάτω στο στούντιο. Παίρνοντας συνάμα και τις τελικές αποφάσεις για το πόση ποπ κουλτούρα και πόση κλασική μουσική θα περιέχει εν τέλει ο δίσκος. 

Το Planetarium, λοιπόν, το διακρίνει πρωτίστως μια θαυμαστή αίσθηση ισορροπίας. Ο Muhly αναλαμβάνει το γενικό πλαίσιο κι εκείνη την εξίσωση που κάνει τον δίσκο προσβάσιμο τόσο στο κλασικό κοινό το οποίο αναζητεί κάτι «μοντέρνο», όσο και στα πιο ανήσυχα αυτιά του ποπ/ροκ στρατοπέδου, που έχουν βαρεθεί να ασχολούνται με αναβιώσεις και indie νοσταλγίες, αναζητώντας συγκινήσεις πιο «τωρινές». Ο McAlister στέκει ως αδιαφιλονίκητος άρχοντας των κρουστών, μα και υπεύθυνος των πιο ηλεκτρονικών αλληλουχιών· ο Dessner δείχνει τα πτυχία του και την εξοικείωσή του με τον κόσμο των κονσερβατορίων, αξιοποιεί όμως και τη θητεία του στους National, παρέχοντας στα κομμάτια βαρυκόκκαλους ρυθμούς, που, παρά τη ζηλευτή βιρτουοζιτέ τους, δεν ξεχνούν (σχεδόν ποτέ) να είναι προσβάσιμοι. Ο Stevens, τέλος, αναλαμβάνει το τραγούδι. Γενόμενος έτσι κάτι σαν πρέσβης του όλου εγχειρήματος προς τα έξω, αλλά και «ψυχή» του συνάμα, αφού ο ίδιος έγραψε και τους στίχους. 

Κι εδώ βρίσκεται ένα πρώτο σημείο ενδιαφέροντος, καθώς είναι γνωστή η στιχουργική δεινότητα του Stevens. Πράγματι, ο Αμερικανός τραγουδοποιός διαλέγει –και διατηρεί, καθόλη τη διάρκεια του άλμπουμ– μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση: δεν στέλνει τη «δράση» εκεί έξω, εξιστορώντας ταξίδια με την ταχύτητα του φωτός ή μάχες σε μακρινούς γαλαξίες, μα την κρατάει επίγεια. Κι έτσι μπορεί να μας μιλάει τόσο για διαστημικούς επισκέπτες με αδιευκρίνιστες προθέσεις, όσο και για το δέος με το οποίο έχει αντιμετωπίσει το όλο θέμα το είδος μας, φτιάχνοντας θρησκείες, μυθολογίες, αστρολογίες, μα τελικά και επιστήμη. Είναι συχνά παράδοξοι οι στίχοι του Stevens στο Planetarium, καθώς φαίνεται να αποφεύγουν το συγκεκριμένο (μερικές φορές με άγαρμπους, κάπως απογοητευτικούς τρόπους). Θίγουν όμως διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα στη ροή τους, κινητοποιούν τη σκέψη και διατηρούν στο κέντρο των πάντων τον Άνθρωπο.

Ένα πρώτο δείγμα γραφής του δίσκου, το "Saturn", μάλλον απογοήτευσε τους «σοβαρούς» φίλους του Sufjan Stevens (υποθέτω και των National), καθώς το τελευταίο πράγμα που μάλλον φαντάζονταν ήταν τον δημιουργό του Carrie & Lowell να χάνεται στο auto tune και σε μη σοφιστικέ ηλεκτρονικά, διηγούμενος κάτι απροσδιόριστα περί βαμπιρικών πλασμάτων κτλ. 

Για μένα, αντιθέτως, είναι το κομμάτι που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε προκειμένου να κατανοήσετε –πέρα από τη λαϊκή χοντροκοπιά που εκ φύσεως κουβαλά η διάκριση μου αρέσει/δεν μου αρέσει– γιατί στην ιδέα του Planetarium δεν έλειψε το χιούμορ και γιατί όλοι οι εμπλεκόμενοι το αντιμετώπισαν ως μια ευκαιρία να ξεφύγουν από όσα ξέραμε (και ενδεχομένως περιμέναμε) από εκείνους. 

Άλλωστε το "Saturn" μόνο ως μοναχική παρουσία δεν πρέπει να θεωρηθεί, αφού υπάρχει κι ένα κλασικό ρομάντσο επιστημονικής φαντασίας για χάρη της Αφροδίτης που μοιάζει σαν σύνθεση της Björk με τον Thom Yorke στα φωνητικά, αλλά και μια εφτάλεπτη σουίτα αφιερωμένη στον Δία, την οποία θα μπορούσαν να είχαν σκαρώσει οι Daft Punk με τον Julian Casablancas, αν είχαν συνεχίσει όσα ξεκίνησαν στο "Instant Crush" προσθέτοντας στο παιχνίδι και μια ορχήστρα. Αλλού, πάλι, αναλαμβάνουν τα έγχορδα, όπως λ.χ. στο διαμαντάκι baroque pop αισθητικής "Pluto", στο οποίο νομίζω θα γίνονταν μεγάλα θαύματα αν το ρεμίξαραν οι Pet Shop Boys.

Ναι, με 75 λεπτά διάρκειας το Planetarium έχει και σημεία στα οποία αναμενόμενα σκοντάφτει: όπου λείπει η φωνή και οι στίχοι του Stevens, τα πράγματα δεν πολυλειτουργούν (π.χ. "Black Energy", "Sun"), ενώ η δεκαπεντάλεπτη σύνθεση που αφιερώθηκε στη Γη δεν απέφυγε τη φλυαρία. Αν όμως χάνει το εισιτήριο για τα ξέρω 'γω «σπουδαία» άλμπουμ της δεκαετίας, δεν παύει να αποτελεί μια συγκροτημένη δουλειά, η οποία εξερευνά με ευφυΐα το μεσοδιάστημα μεταξύ λόγιας και ποπ κουλτούρας, ερχόμενη να προτείνει έναν συγκερασμό που δεν ξεχνά να μένει προσβάσιμος και στις πιο αδιάφορες στιγμές. Παράλληλα, δε, διατηρούνται και διάφορες ιντριγκαδόρικες απολήξεις και λοξοδρομήσεις, οι οποίες αναμένεται να ικανοποιήσουν (και) όσους αναζητούν πειραματισμό από τη σύγχρονη μουσική. 

Από τα πιο ενδιαφέροντα άλμπουμ που ακούσαμε τα τελευταία χρόνια, λοιπόν. Kι ας μην πέτυχε σε όλα του.



08 Ιουνίου 2023

Bryce Dessner & Kronos Quartet - Aheym [δισκοκριτική, 2013]


Μια κριτική μου από το 2013 στο φιλόδοξο άλμπουμ «Aheym», όπου ο Bryce Dessner των National συνεργάστηκε με τους Kronos Quartet, παρουσιάζοντας την πιο λόγια πλευρά των μουσικών του ενδιαφερόντων.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό της εποχής


Τα έχει φέρει έτσι η ζωή ώστε σκοντάφτω συνέχεια πάνω στους National. Κι αυτό δεν με πολυευχαριστεί, να σας πω την αλήθεια. Οπωσδήποτε πάντως αποτελεί δείκτη ότι κάτι συμβαίνει με την περίπτωσή τους –ακόμα κι αν η βαθύτερη αιτία θα πρέπει τελικά να αποδοθεί στη φτώχεια του μέσου όρου της ροκ παραγωγής των '00s και '10s, που επέτρεψε σε μεσαίου βεληνεκούς συγκροτήματα να φιγουράρουν ως πρωτοκλασάτα. 

Για να είμαι δίκαιος και ακριβής, δεν έχω κάτι με τους ίδιους τους National, των οποίων τα τραγούδια συχνά/πυκνά μου αρέσουν· έχω ωστόσο με τη νοοτροπία που τους θέλει «σπουδαίους» και «κορυφαίους», καθώς θεωρώ ότι πρέπει να σε απασχολεί ένα μικρό και πολύ συγκεκριμένο κομμάτι της συνολικής μουσικής παραγωγής του σήμερα, ώστε να πιστεύεις ειλικρινά κάτι τέτοιο. Γιατί υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι πέρα από την ποπ/ροκ κουλτούρα, κόσμοι στους οποίους την τελευταία δεκαπενταετία συμβαίνουν (συγκριτικά) σπουδαιότερα πράγματα. Και είναι στα δικά τους νερά όπου φιλοδοξεί να κολυμπήσει με το Aheym ο Bryce Dessner, ο κιθαρίστας των National. 

Ως όχι και τόσο γνωστόν στα ημιμαθή indie kids που πίνουν νερό στο όνομα των Αμερικανών, ο Dessner δεν είναι μόνο κιθαρίστας στους National, αλλά και συνθέτης με ζηλευτές περγαμηνές (έχει μάστερ από το Yale, όχι μαλακίες). Κάτι που θα πρέπει να απαντά σε όσους τυχόν απορούν για το γιατί βλέπουν εδώ το όνομά του δίπλα σε εκείνο των Kronos Quartet –σχήματος με ευδιάκριτο εκτόπισμα στο πεδίο της λόγιας μουσικής, αυτής που ο πολύς κόσμος αντιλαμβάνεται ως «κλασική». Ενώ όμως ο Dessner έχει ήδη μια πορεία (και) στον συγκεκριμένο χώρο, με το βιογραφικό του να περιλαμβάνει ηχηρές συνεργασίες π.χ. με τον Steve Reich ή με τον Philip Glass, το αποτύπωμά του δεν είχε γίνει αισθητό στη δισκογραφία. Κι αυτό ακριβώς είναι που θέλει να αλλάξει το παρόν άλμπουμ. 

Το Aheym αντλεί τη βασική του έμπνευση από τη ζωή της γιαγιάς του Dessner, η οποία ήρθε μετανάστρια στις Η.Π.Α.: η λέξη «aheym», η οποία αποδίδεται στα ελληνικά με τη φράση «προς το σπίτι», αποτελεί φόρο τιμής προς την απώτερη καταγωγή της, καθώς προέρχεται από τα yiddish (τα οποία κακώς μπερδεύονται με τα εβραϊκά). Είναι πάντως δύσκολο να κατανοήσεις πώς ακριβώς μεταχειρίστηκε ο Dessner τα ερεθίσματα αυτά για να φτάσει στις 4 συνθέσεις για έγχορδα που παρέδωσε εδώ προς εκτέλεση στους Kronos Quartet, καθώς δεν υπάρχει κάποιο σφιχτοδεμένο concept, ούτε κάποια άλλη «γέφυρα» μεταξύ ακροατή και συνθετικού νου. Εσκεμμένα, ο κιθαρίστας των National αφήνει όλα τα περαιτέρω στη μουσική την ίδια, όπως βέβαια και στη δεξιοτεχνία των Kronos Quartet. 

Σε γενικές γραμμές, ξέρει τι κάνει. 

Ο τρόπος λ.χ. με τον οποίον συγκατοικούν τα κιθαριστικά τμήματα του "Tour Eiffel" με τα πιανιστικά μέρη, αφήνοντας ανάσες στα χορωδιακά φωνητικά της Brooklyn Youth Chorus προκειμένου να αποδώσουν στίχους του Χιλιανού ποιητή Vicente Huidobro, καταδεικνύει την ικανότητα του Dessner να αντλήσει εξίσου από το λαϊκό (ας πούμε ροκ) και από το λόγιο κομμάτι της μουσικής του προσωπικότητας, βρίσκοντας τον δρόμο προς κάτι το προσωπικό. Κατανοεί επίσης τη δυναμική ενός εντυπωσιακού μπασίματος ("Aheym"), προορισμένου να κάνει θρύψαλα με το καλημέρα τις τυχόν προσδοκίες όσων τον γνωρίζουν από τους National. Φροντίζει ωστόσο και για την ύπαρξη ιντριγκαδόρικων ρυθμικών μοτίβων, εξασφαλίζοντας έτσι ότι ακόμα κι ένα τέτοιο κοινό θα παραμείνει επαρκώς περίεργο για τη συνέχεια του δίσκου. 

Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν αποδεικνύεται σπουδαίο, οι δε δύο συνθέσεις με τις οποίες ολοκληρώνεται η ακρόαση μπορεί ν' αφήνουν περιθώρια στους Kronos Quartet για επιδείξεις βιρτουοζιτέ (ειδικά το "Tenebre"), αλλά κρίνονται ακόμα λιγότερο ενδιαφέρουσες. Ως σύνολο, το Aheym εξυπηρετεί την ανάγκη του Bryce Dessner να υπάρξει δισκογραφικά και με την πέρα των National ιδιότητά του, μα δεν κατορθώνει να τον στηρίξει ως λόγιο συνθέτη με εκτόπισμα. Διαθέτει πάντως ένα μίνιμουμ ενδιαφέροντος η γραφή του, ενώ εντυπωσιάζει ο χαρακτήρας της, ο οποίος δεν είναι μιμητικός καμίας σαφούς επιρροής. Τέτοια εφόδια συνήθως αποδεικνύονται άσσοι μακροπρόθεσμα, οπότε ίσως το μέλλον να μας επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις.