12 Ιουνίου 2023

Richard Reed Parry - Music For Heart And Breath [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από το 2014 στο άλμπουμ «Music For Heart And Breath»: μια αξιόλογη σόλο περιπέτεια του Richard Reed Parry των Arcade Fire, που τον οδήγησε στη Deutsche Grammophon, άσχετα αν την αγνόησε εντελώς η χίπστερ/ίντι κοινότητα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό της εποχής


Με Arcade Fire καύσιμα, μπορείς να πας μακριά αυτές τις μέρες. Να, ο Richard Reed Parry, για παράδειγμα: ταξίδεψε εκεί όπου κανείς Καναδός της ηλικίας του δεν είχε φτάσει μέχρι τώρα. 

Φανταστείτε τον για λίγο, σε ένα σύμπαν δίχως Arcade Fire, να χτυπά την πόρτα της Deutsche Grammophon και να λέει στους ιθύνοντές της –οι οποίοι σέρνουν πίσω τους μια παράδοση που φτάνει στο 1898– για ένα έργο που θα χρησιμοποιούσε ως συνθετικές παραμέτρους την καρδιά και τους πνεύμονες του Ανθρώπου. Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη ότι ο γερμανικός κλασικός κολοσσός έχει πειστεί πως μόνο με ξανοίγματα θα επιβιώσει στον 21ο αιώνα, δύσκολα θα ξανάκουγες νέα του. Όταν όμως είσαι ο Richard Reed Parry των Arcade Fire όχι μόνο σε ακούνε με προσοχή, μα σε υπογράφουν κιόλας, σου βγάζουν τον δίσκο και σου φέρνουν και κοτζάμ Kronos Quartet να παίξουν σε αυτόν. 

Ενδεχομένως, λοιπόν, το Music For Heart And Breath να κυκλοφορούσε ακόμα κι αν κανείς δεν το έβρισκε ως κάτι σπουδαίο. Θυμίζω άλλωστε ότι κλασικές δουλειές έχουν βγάλει πρόσφατα και ο Jonny Greenwood των Radiohead, αλλά και ο Bryce Dessner των National, αμφότεροι λιμνάζοντας σε μια χρυσή μετριότητα. Εδώ, βέβαια, υπάρχει η σπίθα μιας αληθινά πρωτότυπης ιδέας –και απορείς, μάλιστα, που δεν το σκέφτηκε κανείς πριν τον Reed Parry, να συνθέσει με αποκλειστική βάση τους ακούσιους ρυθμούς των χτύπων της καρδιάς και της αναπνοής! Δεν θα αρκούσε, πάντως, αν δεν μεταφραζόταν σε όμορφη μουσική. 

Αυτή η ομορφιά, ωστόσο, δεν αγαπά καθόλου την αμεσότητα. Αγαπά πολύ τη λιτότητα, είναι απλή και αφτιασίδωτη, αλλά επικοινωνεί μέσω μιας διακλάδωσης: θέλει δηλαδή τον χρόνο της για να σου «μιλήσει», θέλει την αμέριστη προσοχή σου, θέλει την εγρήγορση των πιο αφαιρετικών σου δυνάμεων. Μοιάζει με εκείνα τα πρόσωπα που ίσως δεν κοιτάμε στο πρώτο σκανάρισμα σε έναν χώρο, μα αρχίζουμε ξαφνικά να τα βρίσκουμε γοητευτικά μόλις ξεκινάμε να μιλάμε μαζί τους, παρατηρώντας διάφορες μικρές (μα εν τέλει σημαντικές) λεπτομέρειες. 

Αναγνωρίζω ότι κάτι τέτοιο θέτει ένα φράγμα για πολλούς ακροατές· τους προερχόμενους από τα ποπ/ροκ λημέρια, λ.χ., όσους νομίζουν ότι η κλασική μουσική θα έπρεπε να λειτουργεί σαν τα τραγούδια στα οποία είναι συνηθισμένο το αυτί τους. Εξίσου σίγουρο θεωρώ, επίσης, πως εναντίον του άλμπουμ θα εκτοξευτούν οι γνωστές κατηγορίες περί εγκεφαλικότητας και απουσίας συναισθηματικού αποτυπώματος, που –σταθερά, σταθερότατα– ταλανίζουν όποιον τολμήσει να βάλει στο παιχνίδι μια επιπλέον «πίστα» δυσκολίας. Πρόκειται για μια βδελυρή αφήγηση, μουσικογραφιάδων που χτίζουν ταυτότητες υπεριπτάμενοι του «μέσου γούστου», απλά για να τρέξουν να κρυφτούν πίσω του μόλις οι ρωγμές της δισκογραφικής πραγματικότητας καταδείξουν ότι η μουσική δεν εξαντλείται με τους όρους ύπαρξης, δράσης και θριάμβου του τρίλεπτου/τετράλεπτου single.  

Για όποιον αποφασίσει να ανοίξει την πόρτα, ωστόσο, ο Richard Reed Parry έχει φτιάξει εδώ έναν δίσκο που, αν βρίθει σε κάτι, είναι από συναίσθημα. Και είναι μάλιστα καταπληκτικό το πόσο συναίσθημα αναβλύζει από τη σπουδή του πάνω στους ακούσιους ήχους της καρδιάς και της ανάσας μας. Υπάρχει διάχυτος ρομαντισμός πάνω σε τούτες τις κινήσεις –τα έγχορδα τον αναδεικνύουν θριαμβικά– υπάρχουν ρυθμοί οι οποίοι απευθύνονται και στο σώμα σου και όχι μόνο στη διάνοιά σου και, πάνω απ' όλα, μια απαράμιλλη κομψότητα (εδώ είναι το πιάνο που πρωταγωνιστεί, συνήθως): μια λεπτοσμιλεμένη γλυκύτητα, η οποία ίπταται γύρω σου με την αβίαστη χάρη γαλατσίδας παρασυρμένης από ανοιξιάτικη αύρα. Όλο δε το άλμπουμ βρίσκεται σε διαρκή κίνηση κι αυτός είναι ο λόγος που δύσκολα μπορείς να προτείνεις συγκεκριμένα σημεία ως «στάσεις»· είναι δηλαδή η συνολική αίσθηση που μετράει περισσότερο, παρά τα επιμέρους κομμάτια.

Για τον κλασικό κόσμο, το Music For Heart And Breath θα μείνει ως μια ιδιαίτερη δουλειά, που συνεισέφερε το δικό της μικρό λιθαράκι στην όλη εμπειρία, δίχως κατά τα λοιπά να αλλάξει τον χάρτη. Για τους φίλους ωστόσο των Arcade Fire (και γενικότερα αυτού του κομματιού της εναλλακτικής έκφρασης) υπάρχει εδώ η δυνατότητα να προσπελαστούν κι άλλες μουσικές διαστάσεις, παντρεμένη με τη διαπίστωση/προειδοποίηση πως η indie pop/rock έκφραση των ημερών μας στηρίζεται πλέον (και) σε πράγματα με μη κιθαριστικές καταβολές. Κακά μαντάτα δηλαδή για τους τεμπέληδες του δημοσίου λόγου, όσους βολεύονται σε στρουθοκαμηλισμούς και ψευδο-δίπολα για τις αποτιμήσεις τους. 



09 Ιουνίου 2023

Sufjan Stevens, Nico Muhly, Bryce Dessner & James McAlister - Planetarium [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ «Planetarium», καρπό μιας συνεργασίας του Sufjan Stevens με τον Bryce Dessner των National, τον συνθέτη Nico Muhly και τον ντράμερ και παραγωγό James McAlister, την οποία αγνόησε εντελώς η χίπστερ/ίντι κοινότητα. Γνωστή ιστορία, βέβαια, αφού το ίδιο συμβαίνει με οτιδήποτε ξεφεύγει από τη συνήθη αισθητική της –ακόμα κι αν το δημιουργούν μέλη της.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό της εποχής


Τέσσερεις Αμερικανοί μουσικοί, απέναντι στο Ηλιακό μας Σύστημα. Ο Sufjan Stevens, ο ντράμερ και παραγωγός James McAlister (οι δυο τους διατηρούν στενή συνεργασία, άλλωστε), ο γνωστός μας από τους National, Bryce Dessner, και ο συνθέτης σύγχρονης κλασικής μουσικής Nico Muhly.

Τέσσερα χρόνια δουλεύουν μαζί πάνω σε ένα έργο που, αν και παραγγελία (στον Muhly, από το Muziekgebouw Eindhoven της Ολλανδίας), στοχεύει να αποτελέσει κάτι σαν soundtrack για το πλησιέστερο και πιο οικείο στην Ανθρωπότητα κομμάτι από το απέραντο Αχανές του Διαστήματος –αυτήν την ατέρμονη πηγή ελπίδας και φόβων. Έχουν μάλιστα ήδη περιοδεύσει παρουσιάζοντας το Planetarium, με διάφορες ενορχηστρωτικές προσεγγίσεις, δοκιμάζοντας ενώπιον κοινού τις ιδέες τους, πριν τις βάλουν κάτω στο στούντιο. Παίρνοντας συνάμα και τις τελικές αποφάσεις για το πόση ποπ κουλτούρα και πόση κλασική μουσική θα περιέχει εν τέλει ο δίσκος. 

Το Planetarium, λοιπόν, το διακρίνει πρωτίστως μια θαυμαστή αίσθηση ισορροπίας. Ο Muhly αναλαμβάνει το γενικό πλαίσιο κι εκείνη την εξίσωση που κάνει τον δίσκο προσβάσιμο τόσο στο κλασικό κοινό το οποίο αναζητεί κάτι «μοντέρνο», όσο και στα πιο ανήσυχα αυτιά του ποπ/ροκ στρατοπέδου, που έχουν βαρεθεί να ασχολούνται με αναβιώσεις και indie νοσταλγίες, αναζητώντας συγκινήσεις πιο «τωρινές». Ο McAlister στέκει ως αδιαφιλονίκητος άρχοντας των κρουστών, μα και υπεύθυνος των πιο ηλεκτρονικών αλληλουχιών· ο Dessner δείχνει τα πτυχία του και την εξοικείωσή του με τον κόσμο των κονσερβατορίων, αξιοποιεί όμως και τη θητεία του στους National, παρέχοντας στα κομμάτια βαρυκόκκαλους ρυθμούς, που, παρά τη ζηλευτή βιρτουοζιτέ τους, δεν ξεχνούν (σχεδόν ποτέ) να είναι προσβάσιμοι. Ο Stevens, τέλος, αναλαμβάνει το τραγούδι. Γενόμενος έτσι κάτι σαν πρέσβης του όλου εγχειρήματος προς τα έξω, αλλά και «ψυχή» του συνάμα, αφού ο ίδιος έγραψε και τους στίχους. 

Κι εδώ βρίσκεται ένα πρώτο σημείο ενδιαφέροντος, καθώς είναι γνωστή η στιχουργική δεινότητα του Stevens. Πράγματι, ο Αμερικανός τραγουδοποιός διαλέγει –και διατηρεί, καθόλη τη διάρκεια του άλμπουμ– μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση: δεν στέλνει τη «δράση» εκεί έξω, εξιστορώντας ταξίδια με την ταχύτητα του φωτός ή μάχες σε μακρινούς γαλαξίες, μα την κρατάει επίγεια. Κι έτσι μπορεί να μας μιλάει τόσο για διαστημικούς επισκέπτες με αδιευκρίνιστες προθέσεις, όσο και για το δέος με το οποίο έχει αντιμετωπίσει το όλο θέμα το είδος μας, φτιάχνοντας θρησκείες, μυθολογίες, αστρολογίες, μα τελικά και επιστήμη. Είναι συχνά παράδοξοι οι στίχοι του Stevens στο Planetarium, καθώς φαίνεται να αποφεύγουν το συγκεκριμένο (μερικές φορές με άγαρμπους, κάπως απογοητευτικούς τρόπους). Θίγουν όμως διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα στη ροή τους, κινητοποιούν τη σκέψη και διατηρούν στο κέντρο των πάντων τον Άνθρωπο.

Ένα πρώτο δείγμα γραφής του δίσκου, το "Saturn", μάλλον απογοήτευσε τους «σοβαρούς» φίλους του Sufjan Stevens (υποθέτω και των National), καθώς το τελευταίο πράγμα που μάλλον φαντάζονταν ήταν τον δημιουργό του Carrie & Lowell να χάνεται στο auto tune και σε μη σοφιστικέ ηλεκτρονικά, διηγούμενος κάτι απροσδιόριστα περί βαμπιρικών πλασμάτων κτλ. 

Για μένα, αντιθέτως, είναι το κομμάτι που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε προκειμένου να κατανοήσετε –πέρα από τη λαϊκή χοντροκοπιά που εκ φύσεως κουβαλά η διάκριση μου αρέσει/δεν μου αρέσει– γιατί στην ιδέα του Planetarium δεν έλειψε το χιούμορ και γιατί όλοι οι εμπλεκόμενοι το αντιμετώπισαν ως μια ευκαιρία να ξεφύγουν από όσα ξέραμε (και ενδεχομένως περιμέναμε) από εκείνους. 

Άλλωστε το "Saturn" μόνο ως μοναχική παρουσία δεν πρέπει να θεωρηθεί, αφού υπάρχει κι ένα κλασικό ρομάντσο επιστημονικής φαντασίας για χάρη της Αφροδίτης που μοιάζει σαν σύνθεση της Björk με τον Thom Yorke στα φωνητικά, αλλά και μια εφτάλεπτη σουίτα αφιερωμένη στον Δία, την οποία θα μπορούσαν να είχαν σκαρώσει οι Daft Punk με τον Julian Casablancas, αν είχαν συνεχίσει όσα ξεκίνησαν στο "Instant Crush" προσθέτοντας στο παιχνίδι και μια ορχήστρα. Αλλού, πάλι, αναλαμβάνουν τα έγχορδα, όπως λ.χ. στο διαμαντάκι baroque pop αισθητικής "Pluto", στο οποίο νομίζω θα γίνονταν μεγάλα θαύματα αν το ρεμίξαραν οι Pet Shop Boys.

Ναι, με 75 λεπτά διάρκειας το Planetarium έχει και σημεία στα οποία αναμενόμενα σκοντάφτει: όπου λείπει η φωνή και οι στίχοι του Stevens, τα πράγματα δεν πολυλειτουργούν (π.χ. "Black Energy", "Sun"), ενώ η δεκαπεντάλεπτη σύνθεση που αφιερώθηκε στη Γη δεν απέφυγε τη φλυαρία. Αν όμως χάνει το εισιτήριο για τα ξέρω 'γω «σπουδαία» άλμπουμ της δεκαετίας, δεν παύει να αποτελεί μια συγκροτημένη δουλειά, η οποία εξερευνά με ευφυΐα το μεσοδιάστημα μεταξύ λόγιας και ποπ κουλτούρας, ερχόμενη να προτείνει έναν συγκερασμό που δεν ξεχνά να μένει προσβάσιμος και στις πιο αδιάφορες στιγμές. Παράλληλα, δε, διατηρούνται και διάφορες ιντριγκαδόρικες απολήξεις και λοξοδρομήσεις, οι οποίες αναμένεται να ικανοποιήσουν (και) όσους αναζητούν πειραματισμό από τη σύγχρονη μουσική. 

Από τα πιο ενδιαφέροντα άλμπουμ που ακούσαμε τα τελευταία χρόνια, λοιπόν. Kι ας μην πέτυχε σε όλα του.



08 Ιουνίου 2023

Bryce Dessner & Kronos Quartet - Aheym [δισκοκριτική, 2013]


Μια κριτική μου από το 2013 στο φιλόδοξο άλμπουμ «Aheym», όπου ο Bryce Dessner των National συνεργάστηκε με τους Kronos Quartet, παρουσιάζοντας την πιο λόγια πλευρά των μουσικών του ενδιαφερόντων.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό της εποχής


Τα έχει φέρει έτσι η ζωή ώστε σκοντάφτω συνέχεια πάνω στους National. Κι αυτό δεν με πολυευχαριστεί, να σας πω την αλήθεια. Οπωσδήποτε πάντως αποτελεί δείκτη ότι κάτι συμβαίνει με την περίπτωσή τους –ακόμα κι αν η βαθύτερη αιτία θα πρέπει τελικά να αποδοθεί στη φτώχεια του μέσου όρου της ροκ παραγωγής των '00s και '10s, που επέτρεψε σε μεσαίου βεληνεκούς συγκροτήματα να φιγουράρουν ως πρωτοκλασάτα. 

Για να είμαι δίκαιος και ακριβής, δεν έχω κάτι με τους ίδιους τους National, των οποίων τα τραγούδια συχνά/πυκνά μου αρέσουν· έχω ωστόσο με τη νοοτροπία που τους θέλει «σπουδαίους» και «κορυφαίους», καθώς θεωρώ ότι πρέπει να σε απασχολεί ένα μικρό και πολύ συγκεκριμένο κομμάτι της συνολικής μουσικής παραγωγής του σήμερα, ώστε να πιστεύεις ειλικρινά κάτι τέτοιο. Γιατί υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι πέρα από την ποπ/ροκ κουλτούρα, κόσμοι στους οποίους την τελευταία δεκαπενταετία συμβαίνουν (συγκριτικά) σπουδαιότερα πράγματα. Και είναι στα δικά τους νερά όπου φιλοδοξεί να κολυμπήσει με το Aheym ο Bryce Dessner, ο κιθαρίστας των National. 

Ως όχι και τόσο γνωστόν στα ημιμαθή indie kids που πίνουν νερό στο όνομα των Αμερικανών, ο Dessner δεν είναι μόνο κιθαρίστας στους National, αλλά και συνθέτης με ζηλευτές περγαμηνές (έχει μάστερ από το Yale, όχι μαλακίες). Κάτι που θα πρέπει να απαντά σε όσους τυχόν απορούν για το γιατί βλέπουν εδώ το όνομά του δίπλα σε εκείνο των Kronos Quartet –σχήματος με ευδιάκριτο εκτόπισμα στο πεδίο της λόγιας μουσικής, αυτής που ο πολύς κόσμος αντιλαμβάνεται ως «κλασική». Ενώ όμως ο Dessner έχει ήδη μια πορεία (και) στον συγκεκριμένο χώρο, με το βιογραφικό του να περιλαμβάνει ηχηρές συνεργασίες π.χ. με τον Steve Reich ή με τον Philip Glass, το αποτύπωμά του δεν είχε γίνει αισθητό στη δισκογραφία. Κι αυτό ακριβώς είναι που θέλει να αλλάξει το παρόν άλμπουμ. 

Το Aheym αντλεί τη βασική του έμπνευση από τη ζωή της γιαγιάς του Dessner, η οποία ήρθε μετανάστρια στις Η.Π.Α.: η λέξη «aheym», η οποία αποδίδεται στα ελληνικά με τη φράση «προς το σπίτι», αποτελεί φόρο τιμής προς την απώτερη καταγωγή της, καθώς προέρχεται από τα yiddish (τα οποία κακώς μπερδεύονται με τα εβραϊκά). Είναι πάντως δύσκολο να κατανοήσεις πώς ακριβώς μεταχειρίστηκε ο Dessner τα ερεθίσματα αυτά για να φτάσει στις 4 συνθέσεις για έγχορδα που παρέδωσε εδώ προς εκτέλεση στους Kronos Quartet, καθώς δεν υπάρχει κάποιο σφιχτοδεμένο concept, ούτε κάποια άλλη «γέφυρα» μεταξύ ακροατή και συνθετικού νου. Εσκεμμένα, ο κιθαρίστας των National αφήνει όλα τα περαιτέρω στη μουσική την ίδια, όπως βέβαια και στη δεξιοτεχνία των Kronos Quartet. 

Σε γενικές γραμμές, ξέρει τι κάνει. 

Ο τρόπος λ.χ. με τον οποίον συγκατοικούν τα κιθαριστικά τμήματα του "Tour Eiffel" με τα πιανιστικά μέρη, αφήνοντας ανάσες στα χορωδιακά φωνητικά της Brooklyn Youth Chorus προκειμένου να αποδώσουν στίχους του Χιλιανού ποιητή Vicente Huidobro, καταδεικνύει την ικανότητα του Dessner να αντλήσει εξίσου από το λαϊκό (ας πούμε ροκ) και από το λόγιο κομμάτι της μουσικής του προσωπικότητας, βρίσκοντας τον δρόμο προς κάτι το προσωπικό. Κατανοεί επίσης τη δυναμική ενός εντυπωσιακού μπασίματος ("Aheym"), προορισμένου να κάνει θρύψαλα με το καλημέρα τις τυχόν προσδοκίες όσων τον γνωρίζουν από τους National. Φροντίζει ωστόσο και για την ύπαρξη ιντριγκαδόρικων ρυθμικών μοτίβων, εξασφαλίζοντας έτσι ότι ακόμα κι ένα τέτοιο κοινό θα παραμείνει επαρκώς περίεργο για τη συνέχεια του δίσκου. 

Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν αποδεικνύεται σπουδαίο, οι δε δύο συνθέσεις με τις οποίες ολοκληρώνεται η ακρόαση μπορεί ν' αφήνουν περιθώρια στους Kronos Quartet για επιδείξεις βιρτουοζιτέ (ειδικά το "Tenebre"), αλλά κρίνονται ακόμα λιγότερο ενδιαφέρουσες. Ως σύνολο, το Aheym εξυπηρετεί την ανάγκη του Bryce Dessner να υπάρξει δισκογραφικά και με την πέρα των National ιδιότητά του, μα δεν κατορθώνει να τον στηρίξει ως λόγιο συνθέτη με εκτόπισμα. Διαθέτει πάντως ένα μίνιμουμ ενδιαφέροντος η γραφή του, ενώ εντυπωσιάζει ο χαρακτήρας της, ο οποίος δεν είναι μιμητικός καμίας σαφούς επιρροής. Τέτοια εφόδια συνήθως αποδεικνύονται άσσοι μακροπρόθεσμα, οπότε ίσως το μέλλον να μας επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. 



07 Ιουνίου 2023

Ketil Bjørnstad: Α Passion For John Donne - live at Sofienberg Kirke, Oslo, 2012 [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από το 2014 στο άλμπουμ «Α Passion For John Donne», μια ζωντανή ηχογράφηση από το 2012 όπου ο Νορβηγός Ketil Bjørnstad καταπιάστηκε ξανά με την ποίηση του Άγγλου μεταφυσικού John Donne, φτάνοντας στην ίσως καλύτερη δουλειά του πάνω σε αυτήν.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Hans Fredrik Asbjørnsen


Εάν σου έπαιζαν το A Passion For John Donne χωρίς να σου αποκαλύψουν κάποιο στοιχείο για την ταυτότητά του, θα νόμιζες μάλλον ότι ακούς έργο θρησκευτικής μουσικής. Όμως δεν θα ήσουν κι ακριβώς σίγουρος, αφού διάφορα πράγματα θα σε μπέρδευαν, στρέφοντάς σε π.χ. προς την τζαζ ή προς το κλασικό corpus. Κάτι που αποτελεί μεγάλη επιτυχία του άλμπουμ, αφού, πράγματι, είναι όλα αυτά μαζί. 

Πλην βεβαίως του θρησκευτικού, αν και θα μου επιτρέψετε να πω ότι ο Ketil Bjørnstadt έχει αποκτήσει μια θρησκευτικών διαστάσεων σχέση με την ποίηση του John Donne. Άλλωστε πάνε πια πάνω από 20 χρόνια που ο Νορβηγός πιανίστας/συνθέτης καταπιάνεται με τον Άγγλο μεταφυσικό κι αυτή εδώ η ζωντανή ηχογράφηση στο Όσλο είναι απλά ο τελευταίος δισκογραφικός καρπός της εν λόγω σχέσης, αφού έχουν ήδη προηγηθεί 3 σχετικά άλμπουμ: το Shadow του 1990, το Grace του 1999 και το Light του 2008. Όλα τους (παραπάνω από) αξιόλογα. 

Μπαίνω στον πειρασμό να γράψω πως το A Passion For John Donne τα ξεπερνά και είναι το καλύτερο Donne άλμπουμ του Bjørnstadt μέχρι σήμερα. Αν και διατηρώ και τις αμφιβολίες μου. Γιατί αυτή η διαρκής ενασχόληση αποτρέπει ίσως την κατάθεση μιας «απόλυτης» ηχογράφησης πάνω στον Άγγλο ποιητή. Όσο περνάει ο καιρός, δηλαδή, ο Bjørnstadt βρίσκει κι άλλες πτυχές στα έργα του: τα νιώθει διαφορετικά. Και αναλόγως στρέφει και τη δημιουργικότητά του, κρατώντας μερικές σταθερές, αναπροσαρμόζοντας έτερες και δοκιμάζοντας μικρά, καινούρια πράγματα εδώ κι εκεί. 

Υπάρχει βέβαια το πάγιο σύμπαν του Νορβηγού δημιουργού, εκείνο το μεταξύ τζαζ και νεορομαντικού κλασικισμού που ορισμένοι έχουν βαφτίσει «chamber jazz». Τον βρίσκεις κι εδώ αυτόν τον κόσμο, καθώς πιανιστικά μέρη που κουβαλάνε τον απόηχο του Σοπέν ανά τους αιώνες συναντούν την τζαζ, όπως πρωτίστως εκφράζεται από το τενόρο σαξόφωνο του εξαιρετικού Håkon Kornstad, μα και από τα ελλειπτικά κρουστά του Birger Mistereggen. Μια τζαζ ευρωπαϊκή (φυσικά), σκανδιναβική, τύπου ECM, από την οποία δεν λείπουν πάντως και οι αμερικάνικες αναφορές: ακούστε λ.χ. το "Thou Hast Made Me", όπου ο Kornstad παραπέμπει ευθέως στον Sonny Rollins. 

Δίπλα σε όλα αυτά –ή μάλλον ανάμεσά τους– ο Bjørnstadt τοποθετεί μια ικανότατη χορωδία, την Oslo Chamber Choir (σε διεύθυνση Håkon Daniel Nystedt). Και δημιουργείται έτσι ένα καταπληκτικό αλισβερίσι, αφού οι παύσεις των καλλικέλαδων κλασικοσπουδαγμένων τραγουδιστών ή το φόντο τους γεμίζουν σταθερά με αυτήν την «chamber jazz», με αποτέλεσμα μια θεσπέσια χρυσή τομή. Τα παραδείγματα, πάμπολλα: το "A Valediction, Forbidden Mourning", το υπέροχο "A Nocturnal Upon St. Lucy's Day, Being The Shortest Day" και το "Oh, To Vex Me, Contraries Meet In One" είναι οι τρεις ας τις πούμε πιο αγαπημένες στιγμές. 

Το άλμπουμ μένει ασφαλώς μισό αν αδιαφορήσεις για τους στίχους: είναι φτιαγμένο έτσι ώστε πρωταγωνιστής να παραμένει ο ποιητικός λόγος, που άλλωστε περιέχεται και στο συνοδευτικό βιβλιαρίδιο προς διευκόλυνση του ακροατή. Και μιλάμε για ποιήματα εξαιρετικά, τα οποία αποτυπώνουν όχι μόνο την κλάση του John Donne, μα κι ένα κομμάτι της σύνθετης ψυχολογίας του και της λαβυρινθώδους του σχέσης με την καθημερινότητα, με τις πνευματικές ενασχολήσεις, μα και με τους σαρκικούς πόθους ("Farewell To Love", "Batter My Heart, Three-Personed God"). 

Οι διασυνδέσεις της μουσικής και των φωνητικών εκτελέσεων με τα ποιήματα, η ευαισθησία μα και η έκδηλη αγάπη που έχει δείξει ο μελοποιητής Bjørnstadt απέναντί τους, επαναφέρει τη σκέψη πως ο εν λόγω δίσκος είναι πράγματι ο καλύτερός του πάνω στον Donne. Κι ας είναι ζωντανή η ηχογράφηση και όχι στούντιο. Ίσως μάλιστα αυτός να είναι κι ένας παραπάνω λόγος για να παραγκωνιστούν οι όποιες αμφιβολίες (καταλήγω).

Το A Passion For John Donne δεν έχει βέβαια την παραμικρή σχέση με ό,τι λέμε «ποπ κουλτούρα»· ως εκ τούτου, είναι μάλλον δίσκος  απροσπέλαστος για τους πολλούς. Ενδέχεται μάλιστα να δυσκολέψει και μερίδα των τζαζ ακροατών, καθώς όχι μόνο επιμένει στην τραγουδιστική φόρμα, μα προτάσσει και μια χορωδιακή (κατά κύριο λόγο) εκδοχή της. Ωστόσο πρόκειται για κατάθεση μουσικώς άρτια, με μεγάλο συναισθηματικό πλούτο, στην εξερεύνηση της οποίας αξίζει να επιμείνουν όσοι τυχόν ενδιαφερθούν. 



06 Ιουνίου 2023

Keith Jarrett - J.S. Bach The Well-Tempered Clavier Book 1: live at Savings Bank Music Hall, Troy (1987) [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «J.S. Bach The Well-Tempered Clavier Book 1»: μια ακυκλοφόρητη ζωντανή ηχογράφηση από το 1987, όπου ο μέγας Keith Jarrett αναμετρήθηκε ξανά  με το έργο και την κληρονομιά του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ύστερα από μια συζητημένη στούντιο απόπειρα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Tasuhisa Yoneda


Είναι μεγάλο πράγμα η οπτική γωνία με την οποία κοιτά κάθε κοινωνία ένα «δεδομένο» έργο τέχνης, στο διάβα της ιστορίας. Δίχως άλλωστε αυτές τις ματιές (και τα όσα μας αποκαλύπτουν για την κάθε εποχή), δεν υφίσταται πραγματική διαχρονικότητα: η περίφημη λέξη εκπίπτει απλά σε βολικώς δημοσιογραφικό κλισέ. 

Για τον ίδιο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ας πούμε, πίσω στο 1722, το Wohltemperirte Clavier ήταν μια συλλογή από πρελούδια και φούγκες απευθυνόμενη σε νέους μουσικούς που ήθελαν να ακονίσουν το ταλέντο τους στο τσέμπαλο και στο κλαβίχορδο, αλλά και σε έμπειρους βιρτουόζους, όσους επιθυμούσαν να περάσουν την ώρα τους κατά τρόπο δημιουργικό –το ίδιο περιεχόμενο είχε και το δεύτερο Wohltemperirte Clavier, μια εικοσαετία αργότερα. 

Για τον 20ό αιώνα, όμως, τα δύο αυτά έργα τοποθετήθηκαν ως ορόσημα για ό,τι γινόταν συλλήβδην κατανοητό ως «κλασική μουσική» (παρότι ο Μπαχ ανήκει στο μπαρόκ). Για τον δε Keith Jarrett, αντιπροσώπευαν ένα τεράστιο προσωπικό και καλλιτεχνικό στοίχημα: 12 χρόνια μετά τον θρίαμβο του The Köln Concert, ο Αμερικανός τζαζίστας ήταν αποφασισμένος να εξερευνήσει βαθύτερα τις διασυνδέσεις που μπορούσαν να βρεθούν μεταξύ του δικού του κόσμου κι εκείνου του Μπαχ και του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. 

Βεβαίως, ο Jarrett έβγαλε τότε μια στούντιο ηχογράφηση πάνω στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier (όπως αποδίδεται στα αγγλικά το έργο του Μπαχ), για την οποία έχουν ήδη γραφτεί πολλά πράγματα. Η φετινή έκδοση, πάλι, είναι μια αδημοσίευτη ζωντανή ηχογράφηση του ίδιου υλικού, από συναυλία στο Savings Bank Music Hall στο Troy της (πολιτείας) Νέας Υόρκης, έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του στούντιο άλμπουμ (Μάρτιος 1987). Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο εν λόγω δίσκος έρχεται να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα και το κάνει μάλιστα με την αύρα μιας ουδετερότητας: 32 χρόνια μετά, έχει κατακάτσει η σκόνη από τις κόντρες που πυροδότησε στους τζαζ και κλασικούς κύκλους η ενασχόληση αυτή του Jarrett με τον Μπαχ.

Ασφαλώς, υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα ακουστικής, το οποίο ωφελεί νομίζω την ηχογράφηση. Άλλωστε το Troy Savings Bank Music Hall έχει πολλάκις επαινεθεί για αυτήν του την ιδιότητα, η οποία χαρίζει εδώ στον Jarrett ωραίο βάθος και σε μας την ευκαιρία να ακούμε καθαρά κάθε λεπτομέρεια στο παίξιμό του. Πέραν τούτου, πάντως, αναγκάζεσαι να επαναλάβεις παρατηρήσεις που αφορούσαν κατά πρώτο λόγο τη στούντιο ηχογράφηση. 

Ο Jarrett αφουγκράστηκε με πολλή προσοχή και σέβας τον Μπαχ και κέρδισε τις εντυπώσεις γιατί δεν μπήκε στον πειρασμό να «αναμετρηθεί» μαζί του. Αντιθέτως, έθεσε με ταπεινότητα την (αναντίρρητη) βιρτουοζιτέ του στις υπηρεσίες του, στοχεύοντας στην καθάρια αποτύπωση του αυθεντικού έργου, δίχως ριψοκίνδυνες παρεμβάσεις στο τέμπο, στις φράσεις και στους χρωματισμούς. Μεγάλη δε σημασία είχε η επίγνωσή του ότι, εφόσον έπαιζε το έργο σε πιάνο, το τελευταίο έπρεπε να μείνει σε ένα συγκεκριμένο βεληνεκές έκφρασης και όχι να αποτολμήσει εκδρομές σε πεδία όπου το τσέμπαλο ή το κλαβίχορδο της μπαρόκ εποχής δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν. 

Το ίδιο πνεύμα διακρίνει λοιπόν και τη live προσέγγιση στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier. Και δεν λέω ότι δεν χωράει συζήτηση για τέτοιες επιλογές, λέω όμως πως, ίσως, ό,τι φάνηκε σε μερικά αυτιά του 1987 ως δειλία ή και ως συντηρητισμός, δικαιώθηκε στο πέρας του χρόνου ως απόπειρα που επέλεξε να τηρήσει ένα μέτρο και να κρατήσει τον Μπαχ στο δικό του πεδίο, προσέχοντας τι και πόσο από την τζαζ θα κόμιζε στον επιχειρούμενο διάλογο.

Από την άλλη, υπήρξαν και οι θαυμαστές, όσοι διέκριναν τη στόφα μιας λαμπρής «ποιητικότητας» στο πώς ο Jarrett άγγιξε τον Μπαχ, φτάνοντας σε μια εκδοχή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως «τζαζ δωματίου» –και ήταν ασφαλώς ταμάμ με τα όσα αναζητούσε να εκφράσει μια εταιρία σαν την ECM του Manfred Eicher. Εδώ, ωστόσο, θα βρεθώ προσωπικά στην αντίπερα όχθη. Γιατί, αν γυρίσουμε στον αρχικό στόχο του Μπαχ για το Wohltemperirte Clavier, ο Jarrett δεν είναι ο δεξιοτέχνης που πέτυχε να το φωτίσει από μια διαφορετική οπτική γωνία, αλλά ο «νέος μουσικός», που ήρθε να ακονίσει το ταλέντο του πάνω σε αυτά τα πρελούδια και σε αυτές τις φούγκες. 

Όπως και σε όλο του το έργο, ο Μπαχ διέπεται κι εδώ από στρώσεις που συγκροτούν ένα βένθος ιδιαίτερης πνευματικότητας. Όμως ο Jarrett δεν καταδύεται αναλόγως: παρά τη σωστή του προσέγγιση, το προαναφερθέν μέτρο και μια θέρμη στο παίξιμό του –που στην παρούσα ζωντανή ηχογράφηση αποτυπώνεται με διαύγεια– τα πράγματα μένουν κάπως αμήχανα όταν καλούνται να υπερβούν την παρτιτούρα, βρίσκοντας τις αόρατες ποιότητες ανάμεσα στις γραμμές της. 

Μπορεί λοιπόν για όσους προέρχονται από την τζαζ τα όσα πετυχαίνει εδώ ο Jarrett να φαντάζουν υπερ-αρκετά, ωστόσο αν έρχεσαι από μια κατεύθυνση όπου ήδη έχουν υπάρξει οι ηχογραφήσεις της Wanda Landowska και του Ralph Kirkpatrick, οι συγκρίσεις γίνονται αναπόφευκτες. Και λείπει κάτι το κρίσιμο, τόσο από τη στούντιο έκφανση της δουλειάς του μεγάλου Αμερικανού τζαζίστα, όσο και από την παρούσα ζωντανή ηχογράφηση. Η οποία έρχεται έτσι να συμπληρώσει ικανοποιητικώς, μα όχι και για να προσθέσει ουσιωδώς.