23 Μαΐου 2023

Μαρινέλλα & Φιλαρμονική Ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου - ανταπόκριση (2016)


Αξέχαστη μου έχει μείνει η συναυλία της Μαρινέλλας στο «Παλλάς» τον Απρίλιο του 2016, όπου συνεργάστηκε επί σκηνής με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου (από την Κέρκυρα).

Ήταν η πρώτη συναυλία στην οποία πήγα με τη Χριστίνα (είμαστε 7 χρόνια σύντροφοι, τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), είχαμε καλά εισιτήρια, το θέατρο ήταν γεμάτο μέχρι τελευταίας θέσης και η Μαρινέλλα –παρά τα κάποια προβλήματα με τις εντάσεις– υπήρξε ξανά η εκρηκτική ντίβα που ξέρουμε.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook


Κυρίες και κύριοι, έχει συμβεί ένα λάθος. Ανταποκρινόμενοι ίσως στα κελεύσματα μιας εποχής κατά την οποία τα μεγέθη μίκρυναν, επιτρέψαμε στον πήχη να κατέβει. Φτιάξαμε ένα σύστημα αναφορών και επαίνων για να βολέψουμε τον μεσαίο και τον μικρομεσαίο, αναγκάζοντας όμως έτσι την έννοια «βεληνεκές» να συμπιεστεί. «Καταπληκτική» η μία, «σπουδαία» η άλλη, «γκράντε» η παράλλη. Λάθος. Γκράντε είναι η Μαρινέλλα. Η οποία μπορεί να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 78, όμως ανάγκασε το κατάμεστο Παλλάς να τη χειροκροτήσει όρθιο, τσιρίζοντας από ενθουσιασμό. Και όχι χάριν νοσταλγίας. Αποκαλύφθηκε μπροστά μας εκρηκτική, συγκλονιστική, ως μια μεγάλη εγχώρια ντίβα που «έτσι απλά» μας άφησε με το στόμα ανοιχτό να τη χαζεύουμε.

Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, όμως. Μπορεί όλοι να πήγαμε στο Παλλάς για να δούμε τη Μαρινέλλα, αλλά εκείνη είχε σχεδιάσει τη συναυλία ως σύμπραξη με την κερκυραϊκή φιλαρμονική ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου και τη μεικτή Χορωδία Αχαράβης «Νικόλαος Πουλίασης». Και μπορεί η δεύτερη να αρκέστηκε στον ρόλο τον ...δεύτερο (με ικανοποιητικά ωστόσο αποτελέσματα), μα η πρώτη –παραταγμένη έμπροσθεν του μαέστρου της, Σπύρου Ράλλη– κατείχε ρόλο συμπρωταγωνιστή. Αυτή λ.χ. άνοιξε και τα δύο μέρη του προγράμματος, παίζοντας αρχικά ένα ποτ πουρί γνωστών κλασικών μελωδιών κι έπειτα διασκευές σε οικείες από το ραδιόφωνο μελωδίες του Goran Bregović, αυτή και παρουσίασε τον Κερκυραίο βαρύτονο Παντελή Κόντο και τη διευθύντρια της χορωδίας Αγάθη Κοσκινά σε επιλεγμένες διασκευές, ως «ορντέβρ» πριν τις εμφανίσεις της Μαρινέλλας στην εκκίνηση και μετά το διάλειμμα (ο Κόντος έκανε μάλιστα και δύο ντουέτα μαζί της). 

Διάβασα πολλά για την Ομόνοια, μα εκ του αποτελέσματος τα κρίνω κομματάκι υπερβολικά. Δεν είδα δηλαδή «μία από τις σημαντικότερες φιλαρμονικές της Ελλάδας», αν και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να αναγνωστεί παραπλανητικά. Γιατί είδα μια πράγματι γερή ορχήστρα, καλογυμνασμένη, με μπόλικα νεαρά πρόσωπα αγοριών και κοριτσιών που, αν μη τι άλλο, αποδείκνυαν ότι μια καινούρια γενιά ταλαντούχων Κερκυραίων θα συνεχίσει τη λαμπρή παράδοση του νησιού σε ανάλογα σχήματα. Υπό την άξια μπαγκέτα του Σπύρου Ράλλη, η φιλαρμονική στάθηκε μια χαρά κι έδειξε κλάση σε αρκετά σημεία της βραδιάς. 

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι φρέσκιες ενορχηστρώσεις που έκανε στο ρεπερτόριο της Μαρινέλλας και στις διαλεγμένες διασκευές ο Νικόλας Αναδολής –έπαιξε και φανταστικό πιάνο, αν δε τον έβλεπες από μακριά μπορεί και να τον μπέρδευες με τον The Boy– αναδείχθηκαν υποδειγματικά ισορροπημένες: πέτυχαν το ζητούμενο ακόμα και σε δύσκολες αποστολές (π.χ. "Συννεφιασμένη Κυριακή"), κάνοντας όσες τροποποιήσεις ήταν αναγκαίες δίχως να θίξουν το πνεύμα των τραγουδιών. Αντιθέτως, δεν με εντυπωσίασε καθόλου ο Παντελής Κόντος, με το υπέρ το δέον λόγιο και στυλιζαρισμένο του ύφος. Καλή φωνή, όμως δεν νομίζω ότι αντιλήφθηκε πως κλήθηκε να συμπράξει με τη Μαρινέλλα και όχι να τραγουδήσει σε ιταλικό μελοδραματικό θίασο. Σε εκείνο το έρμο "Τόσα Καλοκαίρια", για παράδειγμα, χάθηκε η λέξη «χείλια» μέσα στον στόμφο. Απαράδεκτο, κατά τη γνώμη μου, για τραγουδιστή με το φωνητικό επίπεδο και την εμπειρία του.

Η Μαρινέλλα, τώρα, μπούκαρε στη σκηνή χωρίς πολλά-πολλά κι έδειξε πώς μπορείς να κερδίσεις την παρτίδα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Είπε δηλαδή ένα «τώρααααα, είναι η ώρα να δούμε πού μας βγάζει αυτή η ζωήηη», η φιλαρμονική κορύφωσε με τα πνευστά της τονίζοντας τους οργιώδεις ρυθμούς του "Και Καλύτερα" κι εμείς από κάτω πήραμε φωτιά σαν ξερά φρύγανα. 

Φτάνοντας από εκεί στο φινάλε, στο οποίο την καταχειροκροτήσαμε όρθιοι και αλαλάζοντας, είχε χαθεί κάθε αίσθηση χρόνου. Με μια βροχή από μεγάλες στιγμές του δικού της ρεπερτορίου ("Καμιά Φορά", "Άνοιξε Πέτρα", "Σταλιά Σταλιά", "Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)") και διασκευές στις οποίες στάθηκε θαυμάσια ("Τα Γαλάζια Σου Γράμματα", "Τα Λόγια Και Τα Χρόνια", "Βίρα Τις Άγκυρες" κ.ά.), η Μαρινέλλα μας έκοψε την ανάσα, «υποχρεώνοντάς» μας να την ακολουθήσουμε αποστομωμένοι στους ξέφρενους ρυθμούς των ερμηνειών και, ενίοτε, της κίνησής της επί σκηνής. 

Αναμενόμενα, ο κόσμος εξερράγη. «Είσαι σπουδαία!», της φώναξε κάποιος από τις πίσω σειρές του Παλλάς καθώς τραγουδούσε με απίστευτες, πραγματικά απίστευτες επιδόσεις το "Έλα Γι' Απόψε" του Χρήστου Χαιρόπουλου, απλά με τη συνοδεία του Αναδολή στο πιάνο. «Πρώιμο Πάσχα είναι αυτό!», ανέκραξε μια κυρία εκστασιασμένη από τα χορευτικά της, καθώς μας έλεγε το "Αφού Το Θες" σε ρυθμούς Χιώτη· «να ζήσεις 100 χρόνια!», μια άλλη κυρία –εκεί όμως σα να στράβωσε λίγο η Μαρινέλλα / «περισσότερα!» διόρθωσε μία τρίτη κυρία, πιάνοντας το νόημα. 

Ασφαλώς κι έχουν περάσει τα χρόνια, ασφαλώς υπάρχει κι ένα τίμημα, αφού ορισμένα πράγματα θέλανε ένα εξτρά ζόρι για να βγουν. Βγαίνουν, όμως: οι κορώνες της Μαρινέλλας με άφησαν προσωπικά άλαλο με την ένταση, την έκταση και τη συναισθηματική τους ακρίβεια. Στο τέλος της παράστασης, μάλιστα, πέρασε από δίπλα μου ένας εμφανώς αλλοπαρμένος Σταμάτης Φασουλής, μουρμουρίζοντας κάποιο από τα τραγούδια που είχε μόλις ακούσει.

Σκεφτείτε το λοιπόν καλά, αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, πριν αρχίσετε να στολίζετε με επίθετα την όποια διακριθείσα γυναικεία φωνή των τελευταίων χρόνων: γιατί γκράντε και σπουδαία είναι η Μαρινέλλα και υπάρχει μεγάλη διαφορά εκτοπίσματος. Δεν ξέρω αν πήγαν να τη δουν στις προγενέστερες βραδιές στο Παλλάς κάποιες συζητημένες εσχάτως κυρίες του πενταγράμμου, στη θέση τους πάντως θα είχα κάτσει ευλαβικά και σε κοντινή απόσταση, κρατώντας σημειώσεις. Η δε παρακολούθηση θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για ορισμένους συναδέλφους του εγχώριου πολιτιστικού ρεπορτάζ. Ναι, ξέρω, δεν ακούγονται ωραία αυτά τα λόγια στην εποχή της αβασάνιστης «να-μην-είμαστε-αυστηροί αποχρώσεων» αποψάρας. Κάπως έτσι, όμως, χάσαμε εν τέλει το αληθινό μέτρο των πραγμάτων. 



22 Μαΐου 2023

Σταύρος Ξαρχάκος & Μαρινέλλα: Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος - ανταπόκριση (2015)


Ιούλιος 2015, στο Κτίριο Δ΄, Πειραιώς 260, (νομίζω) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου εκείνης της χρονιάς. Σταύρος Ξαρχάκος σε ιστορική σύμπραξη με τη Μαρινέλλα, με τη ντίβα να βγαίνει από τα νερά της προκειμένου να αναμετρηθεί με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από την παράσταση, διατέθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι συνθέτης με ιδιαίτερα ελληνικά αντανακλαστικά. Πολλάκις, μάλιστα, η ματιά του στα εγχώρια πράγματα και στα όποια σύνορα γινόταν να χαραχθούν με τα κυρίαρχα διεθνή πρότυπα, έχει πιστοποιηθεί ως μοναδική, βαθιά και σημαντική. 

Δεν απόρησα λοιπόν καθόλου με τη μελοποίησή του στη Σονάτα Του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου (1956), καθώς διαπίστωνα την πλήρη της σύμπλευση με τα Δυτικά λόγια μέτρα –εκείνα του Ρομαντισμού κυρίως, άλλωστε το ίδιο το έργο παραπέμπει στον Μπετόβεν– και τη σαφή της απόσταση από το ντόπιο, λαϊκότερο στοιχείο: ο Ρίτσος, ως γνωστόν, θεωρούσε αδιανόητο να ντύνεται η ποίησή του «με τα ρούχα του Τσιτσάνη» (όπως έχει πει εύστοχα ο Μίκης Θεοδωράκης, ενθυμούμενος τα του Επιταφίου). Θα ήταν λοιπόν απρεπές να προτείνει ο Ξαρχάκος οτιδήποτε τέτοιο. Κι ας βρίσκεται εκεί το φόρτε του ως δημιουργού. Ως αποτέλεσμα, βέβαια, μείναμε με μια μουσική συμπαγή και πολύ καλά τοποθετημένη ως προς τη λυρικότητα και τις εξάρσεις της Σονάτας Του Σεληνόφωτος, μα σε καμία περίπτωση σπουδαία. 

Νομίζω ωστόσο πως, ό,τι κι αν έπλαθε ο Ξαρχάκος, μεγάλο στοίχημα της παράστασης ήταν τελικά η Μαρινέλλα. Η πρώτη τους αυτή επί σκηνής συνάντηση τράβηξε το αναμενόμενο ενδιαφέρον –ελάχιστες θέσεις έμειναν άδειες στο Κτίριο Δ΄ της Πειραιώς 260 κι ας υπήρχε η επιλογή για δύο ακόμα παραστάσεις για όσους ήθελαν να αποφύγουν το κλειστό (λόγω συγκέντρωσης διαμαρτυρίας) Σύνταγμα– και η ετυμηγορία του πλήθους υπήρξε αναντίρρητα καταιγιστική: ο κόσμος την καταχειροκρότησε όρθιος, δίχως φειδώ σε μπράβο και ιαχές. Και δεν ήταν άδικος ο ενθουσιασμός.

Η Μαρινέλλα βγήκε έξω από τα νερά της αντιμετωπίζοντας τον Ρίτσο. Δεν ήταν θέμα ούτε ταιριαστής φυσιογνωμίας/ηλικίας, ούτε φωνής: έπρεπε να ισορροπήσει μεταξύ πρόζας και τραγουδιού, βουτώντας στο βένθος της πλήρους επαναποτοθέτησης ενός ατόμου απέναντι στον κόσμο. Τα βιώματα του παρελθόντος, οι αγωνίες του παρόντος, η φθορά του χρόνου, τα πάνω/κάτω των καιρών, τα όσα ποιητικώς συμβόλιζε η παραμονή στο σπίτι και η δειλή λαχτάρα για το έξω –για μια μικρή, έστω, βόλτα στο λαμπερό σεληνόφως– όλα ρέουν γύρω από την ηρωίδα και μέσα στον μονόλογό της (ή στον διάλογό της με έναν νεαρό άνδρα τον οποίον ποτέ δεν βλέπουμε). Οδηγώντας στην καταλυτική παρουσία του επείγοντος τώρα, στην ανάγκη ο επανατοποθετημένος απέναντι στον εαυτό του άνθρωπος να συμβαδίσει ξανά με τους υπόλοιπους στην ασβεστωμένη πολιτεία που μαζί μοιράζονται.

Η Μαρινέλλα μπόρεσε λοιπόν να μεταμορφωθεί, ως έναν βαθμό βέβαια. Υπήρχαν στιγμές δηλαδή στις οποίες ξέχναγες ποια ήταν κι έβλεπες μπροστά σου μόνο την ηρωίδα του Ρίτσου, ειδικά στα στιγμιότυπα εκείνα που καθόταν στην πολυθρόνα και μας διηγούταν. Από την άλλη, έμεινε πιστή και στο ίματζ του ινδάλματος: μέσα στο μαύρο της φόρεμα, στα πήγαινε/έλα της στη σκηνή, λουσμένη στα φώτα των προβολέων ή στρατηγικά τοποθετημένη στις άκρες τους, ήταν η Μεγάλη Κυρία του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου που τόσος κόσμος αγάπησε. 


Αυτό είχε ασφαλώς το τίμημά του, καθώς δεν έλειψαν οι φορές στις οποίες ο τόνος γινόταν υπέρμετρα μελοδραματικός –και δεν ταίριαζε κάτι τέτοιο στο ποίημα, δεν ήταν φυσικό δηλαδή κάθε «άφησέ με να 'ρθω μαζί σου» να ηχεί τόσο δακρύβρεχτο, σαν να επρόκειτο να ακολουθήσει το «καμιά φορά λέω ν' αλλάξω ουρανό»... Όμως χωρίς τη συγκεκριμένη περσόνα, χωρίς αυτόν τον παράγοντα Μαρινέλλα (αν μου επιτρέπετε) δεν θα ήταν δυνατόν να φτάσουμε σε ένα τόσο μεγαλειώδες φινάλε. Όπου πάνω στα σκαλιά, στο σύνορο οικίας/πολιτείας, η ηρωίδα του Ρίτσου –αξεδιάλυτη πλέον από τη γνωστή μας Μεγάλη Κυρία– άνοιγε την αγκάλη της στην προοπτική του μέλλοντος. Πώς να μην την καταχειροκροτήσεις;

Όμως η Μαρινέλλα ευτύχησε να έχει και δύο εξαιρετικούς συμμάχους. Πρώτα και κύρια, τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο. Έναν σεμνό, μα παθιασμένο και πολύ ουσιαστικό εκτελεστή, ο οποίος ζωντάνεψε την παρτιτούρα του  Ξαρχάκου, βρίσκοντας πάντα τον σωστό τρόπο να εντυπώνεται στα δρώμενα: πότε με βροντερά κρεσέντο, πότε ως διακριτικός συνοδός, βαπτισμένος στον λυρισμό του Ρίτσου. Τα περαιτέρω εύσημα ανήκουν στη Σοφία Αλεξιάδου, για τα καταπληκτικά φώτα. Παρότι δεν είδαμε χρώματα, η ελαφρά παρουσία καπνού έδωσε στους κίτρινους προβολείς την ημιφωτισμένη εκείνη άχλυ του σπιτικού πορτατίφ, ενώ η διάταξή τους και οι γωνίες απέδωσαν ένα πανηγυρικό σεληνόφως όταν η πρόζα έφτασε στο «πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος».

Μακάρι να σκαρώσουν και κανάν δίσκο μαζί, Ξαρχάκος, Μαρινέλλα & Νεοφυτίδης, σκέφτηκα βγαίνοντας στην Πειραιώς.  



20 Μαΐου 2023

Krzysztof Penderecki & Jonny Greenwood: Threnody For The Victims Of Hiroshima/Polymorphia/Popcorn Superhet Receiver/48 Responses To Polymorphia [δισκοκριτική, 2012]


Μια κριτική μου από το 2012 στο άλμπουμ που έβγαλε ο Jonny Greenwood των Radiohead πάνω σε έργα του Krzysztof Penderecki, με τον ίδιο τον Πολωνό συνθέτη (ο οποίος ζούσε ακόμα τότε) να στέκεται δίπλα του, διευθύνοντας προσωπικά την AUKSO Orchestra. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία του Jonny Greenwood προέρχεται από promo υλικό και ανήκει στον Andrew Benge


Μπορεί στ' αλήθεια να σταθεί ένας –ομολογουμένως άξιος– Radiohead δίπλα σε έναν σημαίνοντα κλασικό συνθέτη, τον οποίον έχει παραδεχτεί ως επιρροή του; Ο ροκ Tύπος έχει επαινέσει τον Jonny Greenwood για τη δουλειά του σε διάφορα soundtracks και ήδη διαβάζω εδώ κι εκεί διάφορα κολακευτικά σχόλια και γι' αυτή την (τρόπον τινά) σύμπραξή του με τον Krzysztof Penderecki. 

Μιλάω για τρόπον τινά σύμπραξη, γιατί αυτό που συμβαίνει στην παρούσα ηχογράφηση είναι ότι η πολωνική AUKSO Orchestra εκτελεί δύο έργα του Penderecki (με τον ίδιο παρακαλώ στη διεύθυνσή της) και δύο έργα του Greenwood με μαέστρο τον Marek Mos, αμφότερα δημιουργικές ανταποκρίσεις του Ραδιοκέφαλου στα παιζόμενα εδώ έργα του Penderecki. Η ορχήστρα, αν και δεν τη λες κορυφαία, έχει ρίξει μελέτη και παίζει καλά, στεκούμενη επιτυχώς τόσο στα «τρελιάρικα» τμήματα των συνθέσεων του Penderecki, όσο και στον πιο βατό (δεξιοτεχνικά), ίσως και πιο λυρικό, κόσμο του Greenwood. Ωστόσο γρήγορα καταλαβαίνεις ότι μπήκαν πλάι-πλάι στον ίδιο δίσκο δύο δημιουργοί κάθε άλλο παρά ισάξιοι σε καλλιτεχνικό εκτόπισμα.  

Κι εδώ βρίσκεται το πρόβλημα, μαζί και η απάντηση στο ερώτημα της εισαγωγής: ο Greenwood αδυνατεί να σταθεί δίπλα στον Penderecki. Έχει κάνει τολμηρά βήματα, έχει καταθέσει κάποια αξιόλογα soundtrack, πέτυχε να χωθεί στη BBC Concert Orchestra και ενδεχομένως να έχει μέλλον μπροστά του. Δεν έχει, όμως, ιδιαίτερο παρόν. Κι αυτό το «λίγο», δείχνει ακόμα λιγότερο όταν μπαίνει δίπλα-δίπλα στο magnum opus του Penderecki, τον Θρήνο για τα Θύματα της Χιροσίμα (1961). 

Η επιβλητική πειραματική φύση της σύνθεσης, ο πηχτός ήχος από τις δυσοίωνες, επιθετικές βιόλες και τα τσέλα, η μαεστρία της ανορθόδοξης για τα κλασικά δεδομένα ενορχήστρωσης των 52 εγχόρδων, δίνουν στο έργο την αίγλη της avant-garde όταν αυτή δεν γίνεται δύστροπη, δυσνόητη και περιττή, μα ικανή να αντανακλάσει κάτι από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Eν προκειμένω, τη φρίκη της δεκαετίας του 1950 απέναντι στις πυρηνικές εχθροπραξίες. Τι να παρατάξει δίπλα σε κάτι τέτοιο ο Greenwood, όταν χάνει ακόμα και το "Polymorphia", έργο με μεγάλο ενδιαφέρον κατά τα άλλα, βασισμένο στην ηχητική αναπαράσταση των εγκεφαλικών κυμάτων τροφίμων ψυχιατρείου, στους οποίους παίχτηκε ο Θρήνος για τα Θύματα της Χιροσίμα; Σημειώστε, πάντως, την πετυχημένη απόδοση εκ μέρους της AUKSO Orchestra, η οποία αποδίδει με ευκρίνεια τα πιο ληθαργικά σημεία ή τις χαμηλές δονήσεις. 

Οπωσδήποτε, δεν συναγωνίζεσαι τέτοια επιτεύγματα με ένα μέτριο έργο σαν το "Popcorn Superhet Receiver", το οποίο ανακαλεί τον παλιό Penderecki που λάτρεψε ο Greenwood ως ακροατής, επιχειρώντας όμως να δώσει μια πιο θετική ματιά στα δεδομένα του Θρήνου για τα Θύματα της Χιροσίμα: ένα πιο χαρούμενο τέλος, από την οπτική γωνία μιας διαφορετικής γενιάς. Και σίγουρα δεν τα καταφέρνεις με κάτι τόσο αδέξιο και ατσούμπαλο όσο το "48 Responses To Polymorphia". Για το όνομα του Θεού, ηχεί σαν ανθυπο-Vaughan Williams αντί να ανοίγει διάλογο με τον Penderecki, ενώ σχεδόν ξεπατικώνει απωανατολίτικα στοιχεία από τα soundtrack του Koji Endo… 

Έτσι, είναι ο σημαίνων Πολωνός που σώζει εδώ την παρτίδα, βασικά με ένα έργο εγνωσμένης αξίας μα ηλικίας ήδη 52 ετών, το οποίο έχουμε ακούσει ξανά σε καλύτερες εκτελέσεις –για παράδειγμα, εκείνη του 1967 με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ρώμης σε διεύθυνση Bruno Maderna. Με λίγα λόγια, δεν μένεις και με πολλά πράγματα όσον αφορά στο παρόν άλμπουμ. 



19 Μαΐου 2023

Keith Jarrett - Munich 2016 (ζωντανή ηχογράφηση) [δισκοκριτική, 2020]


Μια κριτική μου από το 2020 στο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ «Munich 2016», όπου ο Keith Jarrett υπερασπίστηκε τον τζαζ μύθο του προσφέροντας την πλήρη εμπειρία της live του παρουσίας. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Roberto Masotti


16 Ιουλίου, 2016. Τελευταία βραδιά μιας ευρωπαϊκής περιοδείας, στο Μόναχο της Βαυαρίας, στο Philharmonic Hall. Μακριά μεν από την πατρίδα Αμερική, μα στην «έδρα» της ECM, η οποία έχει προσφέρει στον Keith Jarrett μια σταθερή στέγη για τις ανησυχίες του –η γενικότερη δε σχέση του με το γερμανικό κοινό έχει περάσει πια στην ιστορία, μετά το οριακό The Köln Concert (1975).

O Jarrett παίζει εδώ για τον δικό του κόσμο. Το κοινό ακούγεται ενθουσιώδες, έτοιμο να χειροκροτήσει θερμά το ό,τι παραπάνω. Κάτι που στις live συνθήκες λειτουργεί και αντίστροφα: θα δέχονταν δηλαδή με ευγνωμοσύνη και το ό,τι, λιγότερο, προσφέροντας έτσι μια ζώνη ασφαλείας. Όμως ο Jarrett την αποποιείται. Έχει έρθει στο Μόναχο έτοιμος να προσφέρει την πλήρη εμπειρία της ζωντανής του παρουσίας και να υπερασπιστεί τον τζαζ μύθο που τον συνοδεύει. Κι αυτό κάνει.

Το άλμπουμ που προέκυψε από τη βραδιά στο Philharmonic Hall είναι διπλό, αλλά είναι από εκείνα που μπορείς να τα αφήσεις να παίζουν ξανά και ξανά, δίχως έγνοιες περί διάρκειας. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν ακούγεται ως κομπλιμέντο, καθώς δίνει την εντύπωση της μουσικής ως φόντο. Μόνο που εδώ αυτή η εντύπωση είναι ψευδής. Ο Jarrett πετυχαίνει υπέροχη ροή, υποβοηθούμενος από τη θαυμάσια ακουστική (λίγο η ηχογράφηση, λίγο η εγνωσμένη ποιότητα του χώρου), αλλά και από την «αέρινη» αίσθηση που διατηρούν οι αυτοσχεδιασμοί του στο πιάνο όσο κυλάνε τα 12 άτιτλα μέρη της σουίτας που παρουσιάζει στο κυρίως μέρος του προγράμματος. 

Ως συνήθως, ο Jarrett φανερώνεται ως μεγάλος μάστορας όταν απαντά στο κάλεσμα της στιγμής, δίχως μάλιστα να διστάζει να σωματικοποιεί και την εμπειρία, π.χ. με χτυπήματα των ποδιών ή μουρμουρίζοντας χαμηλόφωνα τη μελωδία καθώς παίζει. Μπολιάζει επίσης κατά το δοκούν τα όσα παρουσιάζει με πράγματα εκτός της τζαζ, τα οποία έχει αφομοιώσει καλά: το "Part II" π.χ. απηχεί κάτι από Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το "Part III" διαθέτει μια κάπως folk χροιά, το "Part IV" παραπέμπει στα μπλουζ. Ο πλουραλισμός αυτός θα επιμείνει και στη συνέχεια, αν και ο Αμερικανός βιρτουόζος κλίνει γενικότερα σε πιο απαλές δυναμικές και στα γνωστά του λυρικά πιανίσιμο.

Ολοκληρώνοντας τη σουίτα, ο Jarrett στρέφεται κατόπιν προς πιο στάνταρ επιλογές, «πειράζοντας» το "Answer Me, My Love" που έκανε γνωστό στα 1954 ο Nat King Cole, το "It's A Lonesome Old Town" που σφραγίστηκε από τον Frank Sinatra στα 1958 και το "Somewhere Over The Rainbow" από τον θρυλικό Μάγο του Οζ (1939). Πλέον, είναι μια συνηθισμένη πρακτική στα βιρτουόζικα τζαζ live, την οποία έχει μεταχειριστεί στο παρελθόν και ο ίδιος. 

Τις περισσότερες φορές, εντούτοις, χάνεται κάτι κρίσιμο από την αίσθηση των ορίτζιναλ κομματιών. Ίσως γιατί γράφτηκαν εξαρχής ως τραγούδια και όχι για να παίζονται ως μοντέρνα οργανικά, στα οποία απομένει μόνο η επίκληση σε μια οικεία μελωδία, που διατηρείται σχετικώς αναλλοίωτη. Εν μέρει, λοιπόν, ούτε και ο Jarrett αποφεύγει τον σχετικό σκόπελο. Βάζει όμως τα δυνατά του να αποτυπώσει το πνεύμα των επιλογών και ειδικά στο "Somewhere Over The Rainbow" τα καταφέρνει περίφημα, με την αγαπημένη μελωδία του Harold Arlen να αναβλύζει θαρρείς, καθώς απλώνεται γύρω της η τζαρετική προοπτική. 

Ασφαλώς, ο Keith Jarrett έχει βγάλει πολλούς ζωντανά ηχογραφημένους δίσκους και είναι δύσκολο για όποιον δεν τον παρακολουθεί να ξετυλίξει το κουβάρι τους. Παρά ταύτα, κατορθώνει κάθε φορά να τους χαρίζει αυτόνομη υπόσταση (πέρα από ένα στάνταρ επίπεδο), έστω κι αν επαναλαμβάνει λογικές και τεχνικές εδώ ή εκεί, γενόμενος κομματάκι προβλέψιμος. Το συγκεκριμένο άλμπουμ, πάντως, τον βρίσκει σε μια μεγάλη στιγμή, με όλες του τις δυνάμεις –παικτικές και εκφραστικές– να αποτυπώνονται ακμαίες και θαλερές. Είναι ίσως η καλύτερη σχετική κυκλοφορία του μετά το The Carnegie Hall Concert του 2006. 



18 Μαΐου 2023

Βασιλικός - συνέντευξη (2010)


Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η σχέση μου με τους Raining Pleasure ήταν καλή –κι έμεινε έτσι μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας των '00s. Πάνω που άρχισε να κλυδωνίζεται, δηλαδή, με το άλμπουμ του 2007 «Who's Gonna Tell Juliet?», ήρθε το άτυπο φινάλε της μπάντας. Πάνω που άρχισα κι εγώ να ψιλοαπομακρύνομαι σαν ακροατής από τα βρετανοθρεμμένα pop/rock τα οποία έπαιζαν, ήρθε η παύση εργασιών που σηματοδότησε η κυκλοφορία του διπλού «Live In Athens» (2009). 

Με τη σόλο πορεία του τραγουδιστή τους Βασιλικού Σακκά (Vassilikos), όμως, δεν μπόρεσα να τα βρω. Παρά την εκτίμηση στα φωνητικά προσόντα, παρά τη διάθεση να τον παρακολουθήσω και σε διαφορετικά πράγματα, παρά το ενδιαφέρον που έδειξα για το πείραμά του πάνω στον Βασίλη Τσιτσάνη (2013), κάπου τον έχασα, κάπου με έχασε. Το «γιατί» παραμένει μια εκκρεμότητα, η οποία σίγουρα βαραίνει κι εμένα, όχι μόνο τις δικές του δουλειές. 

Εκεί στο ξεκίνημα, ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2010, τον συνάντησα στο Κολωνάκι για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, για μια κουβέντα με αφορμή το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ «Vintage: Songs I Wish I'd Written vol. 1» (Δεκέμβριος 2009). Το αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2010 και παρουσιάζεται τώρα κι εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– με αφορμή την επικείμενη συναυλία του Βασιλικού με τον Γιώργο Τριανταφύλλου για τα 10 χρόνια του Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου (Τεχνόπολη, Σάββατο 20 Μαΐου, με είσοδο ελεύθερη).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που διατέθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Καπνίζεις βλέπω…

Ναι, καπνίζω!

Σε πτοούν καθόλου τα νέα μέτρα, για να παραφράσω το παλιό τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη; 

Ακόμα δεν τα έχουμε πολυπάρει χαμπάρι στην Ελλάδα. Άσε που, έτσι κι αλλιώς, το 'χουμε συνηθίσει σε αυτή τη χώρα να ζούμε στην παρανομία (γελάει). Πάντως την έχω ξαναζήσει την κατάσταση, στη Γερμανία. Εκεί δεν αντέδρασαν βέβαια οι καπνιστές, απλά οι καταστηματάρχες, όσοι θεώρησαν ότι μπορεί να τους βλάψει η αντικαπνιστική νομοθεσία, άλλαξαν την άδεια των μαγαζιών τους. Και από μπαρ ή καφέ τα έκαναν λέσχες καπνιστών. 

Δεν ξέρω βέβαια αν στην Ελλάδα το έχει σκεφτεί κανείς ή μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Πάντως στη Γερμανία έτσι συνέβη –τα μαγαζιά στα οποία συνήθιζα να πηγαίνω είναι αυτά που στη συνέχεια έγιναν κλαμπ καπνιστών. Οπότε εκεί το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετώπισαν τελικά τα εστιατόρια, όπου καταργήθηκε ο παλιός διαχωρισμός σε χώρο καπνιστών και μη. 

Αν και το «Vintage: Songs I Wish I'd Written vol. 1» είναι η πρώτη σου προσωπική δουλειά, αυτό το vol. 1 δίνει αμέσως-αμέσως ένα στίγμα συνέχειας…

Ναι, έτσι είναι. Κι αυτό συνέβη γιατί, με το που τελείωσε η ηχογράφηση για το Vintage, συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν άλλα 35 περίπου κομμάτια που θα μπορούσαν να είχαν μπει στο άλμπουμ. Πάντα βέβαια ηχογραφούνται περισσότερα πράγματα από όσα τελικά κυκλοφορούν. Αλλά, στην περίπτωση αυτού του υλικού, ένιωσα ότι ίσως έχω την ανάγκη να επιστρέψω στο μέλλον. Γι' αυτό και το vol. 1. 

Γιατί όμως διασκευές για τον πρώτο σου σόλο δίσκο; Την ξέρεις φαντάζομαι την άποψη ότι οι διασκευές αποτελούν την εύκολη λύση απέναντι στον φόβο του νέου υλικού (ή την ανυπαρξία του). Tα λεγόμενα «έτοιμα»...

Το γνωρίζω. Όμως η κάθε περίπτωση δίσκου με διασκευές δεν είναι ίδια. Στη δική μου, ας πούμε, δεν υπήρχε κάποιος φόβος ή νέο υλικό που τελικά απορρίφθηκε. Πρώτα-πρώτα, οι συγκεκριμένες εκτελέσεις πήγασαν από μια ανάγκη η οποία έβραζε και μαγειρευόταν μέσα μου εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ύστερα, δεν μπήκα στο στούντιο με στόχο να κάνω δίσκο. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι ήθελα να μπω σε ένα στούντιο δίχως τον παραμικρό σκοπό. Να αρχίσω δηλαδή να παίζω τα όργανα και ό,τι γίνει. 

Το έκανα εντελώς θεραπευτικά. Τηλεφώνησα λοιπόν στον Clive Martin, που τελικά έγινε συμπαραγωγός στο Vintage, του είπα ότι μπαίνω στούντιο κι αν ήθελε να έρθει –«πάμε» μου λέει. Αρχικά γίνονταν πειραματισμοί, κάπου στην πορεία ξύπνησε όμως μέσα μου η παλιά ιδέα να δοκιμαστώ σε κομμάτια άλλων και κάπως να τα πειράξω. Μπήκαμε έτσι στη διαδικασία και στο τέλος μου λέει ο Clive: «νομίζω ότι έχουμε δίσκο». Και όταν το άκουσα κατάλαβα ότι είχε δίκιο. 

Αυτό το «θεραπευτικά», που είπες, είναι το κλειδί για το γεγονός ότι επέλεξες να δουλέψεις τόσο μοναχικά; Έκανες τις ενορχηστρώσεις μόνος σου, έπαιξες μόνος σου κι όλα τα όργανα…

Μπήκα στο στούντιο για να ξεχάσω τον εαυτό μου –άσχετα με το αν τελικά τον ξαναθυμήθηκα. (γελάει) Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μια βαθιά μελαγχολία μέσα μου και γι' αυτό θέλησα να παίξω με τον ήχο χωρίς να ξέρω πού πάω. Ήταν εξαρχής μια μοναχική πορεία. 

Πριν την κυκλοφορία του Vintage συμμετείχες και στο Πίξελ της Δήμητρας Γαλάνη, έναν λίγο-πολύ παρεμφερή δίσκο, αν δούμε τη λέξη «διασκευή» με μια κάπως ευρύτερη έννοια. Τι τραβάει τους νέους δημιουργούς κοντά στη Γαλάνη, ακόμα κι αν προέρχονται από μουσικές κουλτούρες που, εκ πρώτης όψης, δεν δείχνουν να έχουν συνάφεια με τον χώρο όπου εκείνη καθιερώθηκε; 

Η Δήμητρα Γαλάνη είναι ορθάνοιχτη στο καινούριο. Και την αγάπη και τη στήριξή της στους νέους δημιουργούς τη δείχνει πάνω από όλα με πράξεις. Και με τον τρόπο της έχει μάλιστα καταφέρει κι έχει διατηρήσει το πάθος της όλα αυτά τα χρόνια στα οποία βρίσκεται στη δισκογραφία.  

Μου είπες προηγουμένως ότι προέκυψαν πολλά τραγούδια από τις ηχογραφήσεις. Με ποιο κριτήριο διάλεξες ποια τελικά θα εκδοθούν; Ήταν όσα ήθελες πολύ να πεις ή όσα έκρινες ότι ταίριαξαν καλύτερα στη φωνή σου;

Και τα δύο υπήρξαν κριτήρια. Σε ποσοστό, θα έλεγα 50%-50%. Δεν είχε μόνο να κάνει με το αν ταίριαξαν στη φωνή μου, δηλαδή, αλλά και με το αν είχε κάποιο νόημα να τα πω κι εγώ. Γιατί κάποια, ας πούμε, βγήκαν πολύ κοντά στις πρωτότυπες εκτελέσεις. Οπότε επικέντρωσα σε όσα έβγαλαν έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα.

Πόσο εύκολο είναι να βάλεις προσωπικό χαρακτήρα σε τραγούδια ενός άλλου;

Παρατηρώ ότι, εμένα τουλάχιστον, μου βγαίνει σχετικά εύκολα. Το Reflections, για παράδειγμα, μας πήρε τρεις εβδομάδες με τους Raining Pleasure, πίσω στο 2005. Η διασκευή είναι λοιπόν κάτι που μου βγαίνει αβίαστα. Όταν έχεις πράγμα μαζεμένο μέσα σου, θα βγει –είτε κάνεις κάτι καινούριο, είτε πάρεις ένα ήδη γνωστό τραγούδι και το πεις με δικό σου τρόπο. Η διαδικασία είναι η ίδια συναισθηματικά και εκφραστικά, η διαφορά βρίσκεται περισσότερο στο αποτέλεσμα: όταν κάνεις διασκευή, δίνεις στον κόσμο ένα τραγούδι που ήδη το ξέρει.   

Είναι μάλλον δεδομένη η ερώτηση, όπως και σε κάθε δίσκο διασκευών: φοβάσαι τη σύγκριση; Μερικά από τα τραγούδια του Vintage φέρουν το βάρος σπουδαίων φωνών, της κλάσης π.χ. του Frank Sinatra. 

Δεν τη φοβάμαι. Το λέω έτσι πολύ ευθέως, όμως δεν θέλω να ακουστεί αλαζονικά. Αλλά από τη στιγμή που πήρα την απόφαση να δημοσιοποιήσω αυτό το υλικό, να βγει προς τον κόσμο, σημαίνει ότι το έχω πιστέψει πρώτος από όλους. Από εκεί και πέρα ασφαλώς το πράγμα γίνεται υποκειμενικό, μπαίνει στη σφαίρα του μ' αρέσει/δεν μ' αρέσει. Αποκλείεται να αρέσει σε όλους. Και δεν με ενδιαφέρουν και όλοι, στο κάτω-κάτω. 

Εσύ σε ποιους ενδιαφέρεσαι περισσότερο να αρέσει; Πιστεύεις ότι το άλμπουμ θα ακουστεί περισσότερο εδώ ή στο εξωτερικό; 

Κοίτα, εύχομαι και για τα δύο. Θα ήθελα να αποδειχθεί κάτι που θα μπορέσει να κάνει ένα άνοιγμα στο εξωτερικό, όμως κανείς δεν μπορεί να προδικάσει κάτι τέτοιο. Είναι και θέμα τύχης κατά πολύ. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι περισσότερο «χτισμένα» όσον αφορά σε μένα, κυρίως μέσω του γκρουπ. 

Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι εδώ θα γίνει κάτι καλό. Όσοι άκουσαν δείγματα πριν την κυκλοφορία έδειξαν ενθουσιασμό και το θεωρώ ως καλό σημάδι. Κι εγώ βέβαια ξεκινώ με ενθουσιασμό, θυμάμαι όμως ότι έτσι ξεκίνησα και με το τελευταίο άλμπουμ των Raining Pleasure, το «Who’s Gonna Tell Juliet?», που προσωπικά είναι το αγαπημένο μου. Αλλά ο κόσμος δεν αντέδρασε ανάλογα. 

Δεν τράβηξε το «Who’s Gonna Tell Juliet»;

Όχι σε επίπεδο πωλήσεων, εκεί τα πήγε καλά. Δεν τράβηξε ραδιοφωνικά, κυρίως. Ίσως επειδή ως δίσκος σηματοδότησε και μια κάποια στροφή για τη μπάντα. Όμως φταίξαμε κι εμείς, δεν τον στηρίξαμε όσο θα έπρεπε. Όχι συναυλιακά, εκεί νομίζω το στηρίξαμε. Περισσότερο μιλάω για το επίπεδο του promotion, αυτό δεν παλέψαμε ιδιαίτερα. Γίνανε δυο-τρεις λάθος κινήσεις, ε, από εκεί και πέρα δεν ήθελε και πολύ. Βεβαίως ο δίσκος, όπως και όλα τα γραπτά, μένει. Δεν χάνεται. Και με αφορμή κάποιο μελλοντικό άλμπουμ ορισμένοι πιστεύω θα ξαναγυρίσουν και σε αυτό. 

Με το συγκρότημα έχετε πάντως μια μακρά και πετυχημένη πορεία...

Είκοσι... Είναι είκοσι χρόνια!

Έχει και πιο μακριά πιστεύεις για τους Raining Pleasure;

Δεν νομίζω ότι έχει πολύ πιο μακριά. Κατ' αρχάς, είμαστε μικρή χώρα και το κοινό που ας πούμε «ψάχνεται» λίγο παραπάνω είναι περιορισμένο. Για μας ως έκπληξη στάθηκε, μετά το Flood (2001), το Reflections. Γιατί εκεί που είπαμε, εντάξει, μέχρι εδώ πάει, είδαμε ότι πάει και πιο πέρα. Με άλλο υλικό μεν, μα το ίδιο συγκρότημα, με τον ίδιο ήχο. Άνοιξε έτσι πολύ το φάσμα του κοινού το οποίο ασχολήθηκε με μας. Κι αυτό ίσως να γίνει και με το Vintage.

Ένιωθες ότι η δημιουργική πλευρά την οποία παρουσιάζεις στο Vintage δεν μπορούσε να εκφραστεί στο Raining Pleasure πλαίσιο; Ότι είχε καταπιεστεί; 

Κατά κάποιον τρόπο ναι, αλλά με την πολύ καλή έννοια. Τα παιδιά δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο με τα συγκεκριμένα τραγούδια. Οπότε, αν επιχειρούσαμε να κάνουμε κάτι σαν το Vintage με τους Raining Pleasure, θα κάναμε διαφορετικές επιλογές. Κι εγώ ήθελα το συγκεκριμένο υλικό. Με ωθούσε μια συγκεκριμένη ψυχική ανάγκη, όπως λέγαμε και πριν. Και γι' αυτό ακριβώς, ό,τι κι αν γίνει με τον δίσκο ως προϊόν, εγώ αισθάνομαι ότι πέτυχα εκείνο για το οποίο μπήκα αρχικά στο στούντιο. 

Το είχες ως σκεπτικό να ξεφύγεις από το βαρετό, τυποποιημένο ελληνικό εξώφυλλο, το οποίο πάντα εστιάζει στο πρόσωπο του σόλο καλλιτέχνη;

Κοίτα, αυτό από τη μία ξεφεύγει, από την άλλη όμως είναι το προφίλ μου φτιαγμένο με αστερισμούς. Είναι φανταστικό, το έφτιαξε εξ' ολοκλήρου ο Δημήτρης ο Μπόρσης από τους Film. Η αλήθεια είναι ότι το συζητήσαμε λίγο με τη μάνατζέρ μου, αν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε την πάγια τακτική ή όχι και αποφασίσουμε να μείνουμε σε αυτό, καθώς πρόκειται για πολύ όμορφη ιδέα. 

Το να αποφύγεις την έκθεση της φάτσας σου έχει τη σημασία του, δεν πρόκειται όμως και για την ουσία του πράγματος. Σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο. Πρώτα-πρώτα, εφόσον παίζεις live, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι π.χ. έκανε ο Burial: αναγκαστικά θα βγεις στη σκηνή. Ο Burial, επίσης, βρίσκεται και σε μια χώρα η οποία διαθέτει μηχανισμούς. Βοηθήθηκε έτσι η σκηνή του να βγει μπροστά, χωρίς να χρειαστεί να γίνει το συνηθισμένο promotion. Το τελευταίο αποτελεί μια διαδικασία την οποία έχω αποδεχθεί. Και, πλέον, αρχίζω και να τη συνηθίζω. 

Θα το στηρίξεις συναυλιακά το Vintage;

Ναι. Θα στηθεί μια καινούρια μπάντα γι' αυτό και θα βγούμε κάπου στα τέλη Γενάρη στην Αθήνα, σε χώρο που δεν έχει ακόμα αποφασιστεί. Το Vintage είναι ιδιαίτερος δίσκος, με ιδιαίτερο ήχο, θέλει λοιπόν και τον κατάλληλο χώρο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου θα κάνω το πείραμα να βγω σε εβδομαδιαία βάση. Θέλω να δω πώς είναι κι αυτό. Νομίζω πως ό,τι κάνουμε τόσα χρόνια με τους Raining Pleasure έχει τη χάρη του, αλλά μια εμφάνιση σε συγκεκριμένο χώρο και χρονική βάση δίνει διαφορετικές δυνατότητες επαφής με το κοινό, απ' ότι η μεμονωμένη συναυλία. 

Και με τους Raining Pleasure; Τι σχέδια υπάρχουν;

Επειδή τώρα μπλέκω με αυτές τις συναυλίες, όχι πολλά. Πάντως θα γίνουν ορισμένα επετειακά live για τα είκοσι χρόνια μας. Ήδη έχει γίνει ένα στην Πάτρα, θα ακολουθήσουν 2-3 ακόμα σε μεγάλες πόλεις. Και θα κλείσουμε τον κύκλο πάλι στην Πάτρα, στο Αρχαίο Ωδείο, με μια συναυλία με πολλούς καλεσμένους και μεγάλη ορχήστρα εγχόρδων. Στο πλαίσιο αυτών των είκοσι χρόνων βγήκε άλλωστε πρόσφατα και το διπλό μας άλμπουμ Live In Athens, ηχογραφημένο ζωντανά τον Σεπτέμβριο στο φεστιβάλ Αίθριες Νύχτες. Σιγά-σιγά θέλουμε να βάλουμε μπροστά και δουλειά πάνω σε νέο υλικό, μήπως και το φθινόπωρο προκύψει καινούριος δίσκος.