12 Απριλίου 2023

Κόρε. Ύδρο. - Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό [δισκοκριτική, 2013]


Μια κριτική μου από τον Απρίλιο του 2013, 10 χρόνια πριν, στο άλμπουμ των Κερκυραίων Κόρε. Ύδρο. «Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό», που έμελλε να τερματίσει την πορεία τους, λόγω της ολικής κατάρρευσης στις σχέσεις του βασικού συνθετικού διδύμου (Παντελής Δημητριάδης & Αλέξανδρος Μακρής).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με ορισμένες καίριες προσθαφαιρέσεις. Ως τελικό κείμενο αναγνωρίζω, πλέον, το κάτωθι.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo


Τζάμια τρίζουν, κουρτίνες σκίζονται, τα φώτα τρέμουν, οι σοβάδες πέφτουν στο κεφάλι σου και τα αστεία κόβονται μαχαίρι, "Όταν Έρχονται Οι Τέκτονες". 

Αυτό δεν είναι μπάσιμο δίσκου, μα κανονική επέλαση της Κερκυραϊκής Ταξιαρχίας. Ό,τι ακριβώς περίμενα, δηλαδή, από την επιστροφή των Κόρε.Ύδρο. Του μακράν σπουδαιότερου ροκ, ποπ, ποπ/ροκ, ροκοπόπ –πείτε το όπως αγαπάτε– συγκροτήματος το οποίο αναδύθηκε στο αμήχανο μεσοδιάστημα μεταξύ της κατάρρευσης της ελληνόφωνης σκηνής των 1990s και της αναιμικής, ανολοκλήρωτης προσπάθειας να συγκροτηθεί μια αντίστοιχη αγγλόφωνη. 

Στο άλλο άκρο, στην έξοδο αυτών των Απλών Ασκήσεων Στον Υπαρξισμό, κυριαρχεί η περισυλλογή. «Να εξατμιστούν στο χάος τα λουλούδια απ' τα μαλλιά σου, για πάντα να χωρίσουνε τα χέρια μας, για πάντα να ξεχάσω τ' όνομά σου». Πώς διάολο τέτοιοι στίχοι δεν οδήγησαν σε γκραν φινάλε;  Εντάξει, είναι στιχοκεντρική η παράδοση του ελληνικού τραγουδιού, αλλά δεν παύεις να αναζητάς τη μελωδία. Σε ενοχλεί λοιπόν τούτος ο δυισμός, να παθαίνεις τραλαλά διαβάζοντας τα λόγια στο συνοδευτικό βιβλιαράκι και να βάζεις μετά το "Τραγούδι Μ' Ανάστροφο Μήνυμα" να παίξει, απλά για να το βρεις με μια μελωδία που λες και βγήκε από δίσκο του Lucio Dalla ή από εγχώριο πιάνο μπαρ. Σαν άλλο πράγμα να φαντάστηκε ο συνθέτης κι άλλο ο στιχουργός. 

Τι γίνεται, όμως, στο μεταξύ Τεκτόνων και Ανάστροφων Μηνυμάτων;  

Θα έχετε ακούσει, βέβαια, την καραμέλα της εποχής μας, ότι η Κρίση «θα βγάλει ξανά σπουδαία καλλιτεχνικά έργα» κτλ. Οι Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό είναι το πρώτο μουσικό έργο που αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα στο πώς άλλαξε η ζωή μας –και έχει κάτι να πει. Ακριβώς γιατί προέρχεται από ανθρώπους οι οποίοι είχαν κάτι να πουν και χωρίς να περιμένουν μια κρίση να τους τσουρουφλήσει τον πισινό. 

Το CD κόβεται λοιπόν στο μοντέλο του κέρματος της μίας δραχμής (το θυμάστε, με το καραβάκι)· στο βιβλιαράκι ο Ιωάννης Καποδίστριας μας κλείνει με νόημα το μάτι· στο "Ποτέ Δεν Ήμουν Μόνος Τελικά" η λέξη «συνιστώσες» δεν εκτείνονται τυχαία από το υπερπέραν ως τα σκατά. Αφήστε δε τα "Βράδια Της Κρίσης". Με την αναφορά στον καπηλευτικό πασοκισμό των μπαξέδων και τον βαθιά, βαθύτατα πολιτικό στίχο «μαζί τα φάγαμε απ' τον κώλο, μωρό μου». Είναι αλλιώς να σου λέει ένας Κερκυραίος ότι δεν θα κλάψει τις αξίες της Δύσης, έχε το υπόψη. Δεν έγραψε το ίδιο η νεοελληνική ιστορία για τα Επτάνησα, όπως έγραψε για τη Ρούμελη, τον Μωριά ή τον θεσσαλικό κάμπο. 

Τα "Βράδια Της Κρίσης", τώρα, είναι ένα σπουδαίο τραγούδι. Εδώ ο συνθέτης και ο στιχουργός βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια. Ο ένας οπλίζει κι ο άλλος πυροβολεί. Ο ένας φτιάχνει αυτό το ανέμελο κι εκμοντερνισμένα ελαφρό φόντο, πατώντας με χάρισμα τα πλήκτρα του κλαβιέ κι ενορχηστρώνοντας θαυμάσια τα συνοδευτικά πνευστά κι ο άλλος άδει για τσουχτερά πράγματα, με διάθεση αξεδιάλυτη. Αλέγκρο είναι; Λεπτά ειρωνική είναι; Δεν συμβαίνουν κάθε μέρα τέτοια πράγματα σε μια δισκογραφία γεμάτη Ονιράμα και Μέλισσες. 

Κι έχουν κι άλλες τέτοιες λαμπρές στιγμές οι Κόρε.Ύδρο. στο Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό. Ο "Χωριστός Βίος" (όπου και ο στίχος που ονοματίζει τον δίσκο) θα μπορούσε να είναι κομμάτι του Νίκου Καρβέλα (κι εγώ τα λέω για καλό κάτι τέτοια). Βάλτε επίσης στον λογαριασμό αυτόν τον άπιαστο "Σατανά Της Γειτονιάς", τον αφοπλιστικό ρομαντισμό του "Ο Δρόμος Μου Για Σένα" –γροθιά σε μια εποχή άκρατης ερωτικής κυνικότητας– το "Ποτέ Δεν Ήμουν Μόνος Τελικά", αλλά και τη "Συμφιλίωση", η οποία ξεσπά σε εκπληκτικό κρεσέντο, στο πιο ροκ, ίσως, στιγμιότυπο των καινούριων Κόρε.Ύδρο.

Κοντά στα παραπάνω, όμως, υπάρχουν και τραγούδια τα οποία δεν λειτουργούν. Όπου πάλι έχεις εκείνη την ενοχλητική αίσθηση ότι στίχοι και μουσική δεν διαθέτουν κοινό όραμα, δεν βαδίζουν μαζί. Παρότι εδώ οι Κόρε.Ύδρο. επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις και μουσικά, επιδιώκοντας έναν άλλον ήχο, λιγότερο indie και rock, περισσότερο βασισμένο στο πιάνο και σε μια πιο λόγια παρακαταθήκη (βλέπε την εντονότερη χρήση κόρνου, βιολοντσέλου, κλαρινέτου, κοντραμπάσου, βιολιού και λοιπών οργάνων). 

Πρόκειται περί μισής απάντησης, ωστόσο: ακριβώς γιατί μουσική και στίχοι δεν καταφέρνουν πάντα να συνυπάρξουν. Μαζί, Αλέξανδρος Μακρής & Παντελής Δημητριάδης φτιάχνουν τραγούδια με τεράστιο εκτόπισμα στο σήμερά μας. Χώρια, ο δεύτερος γράφει ποιήματα και ο πρώτος μένει κολλημένος σε κλισέ μελούρες και αργές αναπτύξεις· σε μια περιττή δραματικότητα. Προσωπικά, τα βάζω περισσότερο με τη μουσική. Νομίζω δηλαδή πως είναι εκείνη που πρέπει να κάνει τις υπερβάσεις. 

Οι Κόρε.Ύδρο. δεν έβγαλαν τον δίσκο που ίσως περίμενα από εκείνους. Ωστόσο, έγραψαν και πάλι τις κομματάρες που θα κάνουν τη διαφορά και θα επιτρέψουν να διατηρήσουν τα '00s κεκτημένα τους, παραμένοντας πρωταγωνιστές χωρίς ποιοτικό αντίπαλο στη δική τους φουρνιά. 



11 Απριλίου 2023

Anderson .Paak - Oxnard [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο τέταρτο άλμπουμ του Αμερικανού Anderson .Paak, ο οποίος εκείνη την περίοδο απολάμβανε μεγάλου hype ανάμεσα στη μερίδα εκείνη του alternative κοινού που κατανάλωνε μια συγκεκριμένη εκδοχή σύγχρονης μαύρης μουσικής –αυτή, κατά βάση, που πλασάρει το Pitchfork ως «σημαντική». 

Η δική μου γνώμη, ωστόσο, παρά τις αφρώδεις μπασογραμμές του δίσκου και την ευφορία που προσωποποίησε η μικροεπιτυχία "Tints" (μια συνεργασία με τον Kendrick Lamar, που σκόραρε ένα ταπεινό #81 στα βρετανικά charts), ήταν οριακώς μόνο θετική.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τα Wikipedia Creative Commons


Κλασικότατο παράδειγμα ειρωνείας της τύχης. Εκμεταλλευόμενο τον ντόρο που προξένησε το Malibu (2016), το Oxnard μετατρέπει τώρα τον Anderson.Paak σε ευρέως αναγνωρίσιμη φιγούρα (παραλίγο top-10 στην Αμερική, παραλίγο top-40 στη Βρετανία). Αντί όμως να τον καθιερώσει, απογοητεύει.  

Άλλωστε και οι τυμπανοκρουσίες που συνόδευσαν το Malibu δείχνουν υπερβολικές, 2 χρόνια μετά. Καλός δίσκος, ναι. Όμως η αφήγηση είχε περισσότερο να κάνει με το πολυτάλαντο της περίπτωσης Anderson.Paak, παρά με το τι ακριβώς έκανε με το ταλέντο αυτό. Αντίστοιχα, η «φασαρία» έγινε πρωτίστως γιατί η όλη αισθητική και η γενικώς εξευγενισμένη προσέγγιση του τριαντάρη Καλιφορνέζου κούμπωσε με την ανάγκη του εναλλακτικού Τύπου να συντονιστεί με το χιπ χοπ του Kendrick Lamar. Σε μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση, όμως, οι ιδέες διέθεταν μεγαλύτερη βαρύτητα από όσα άκουγες σε μουσικό επίπεδο.

Στο Oxnard ο πήχης μπαίνει ψηλά. Εκκινώντας από το σύγχρονο χιπ χοπ, ο Anderson .Paak αποπειράται να φτάσει στον μύθο του funk γεφυρώνοντας το όλο όραμα με κλασάτο R'n'B, ώστε να προκύψει ένας αστραφτερά επίκαιρος urban δίσκος. Όμως, όσο μεγαλώνει η παλέτα αναφορών, τόσο πνίγεται κι εκείνος μέσα στην ίδια του τη φιλοδοξία. Η αιτούμενη σύγκλιση δεν επιτυγχάνεται ποτέ.

Ασφαλώς ο ορίζοντας παραμένει εύφορος και ο Anderson .Paak δεν στερείται ικανοτήτων. Τον διακρίνει ας πούμε μια άνεση, η οποία συχνά μεταφράζεται σε ωραίες ενορχηστρωτικές ιδέες, με αφρώδεις μπασογραμμές και έξυπνα κρουστά. Το ξεκίνημα του άλμπουμ, μάλιστα, μοιάζει ιδανικό, με το "The Chase" να απλώνει χαλαρό κλίμα ευφορίας, στο οποίο λάμπει ερμηνευτικά η Breezy Lovejoy περσόνα του Anderson .Paak δίπλα στα ωραιότατα φωνητικά της Kadhja Bonet. Το σκηνικό επεκτείνεται στο "Headlow" και δίνει κατόπιν πάσα στο "Tints": έναν άψογο πρέσβη όσων έχει ονειρευτεί ο Αμερικανός καλλιτέχνης για το Oxnard, όπου συμμετέχει και ο Kendrick Lamar. Το "Who R U?", κατόπιν, βάζει στο παιχνίδι και τον χιπ χοπ δυναμισμό με λίγο σπρώξιμο από τον Dr. Dre και ...αυτό ήταν! Από εκεί ως το φινάλε, ο δίσκος καταρρέει θεαματικά.

Τι έχει συμβεί;

Αφενός, ο Anderson .Paak δείχνει να χάθηκε στις περιπλανήσεις του. Υπερβολικά ενθουσιώδης για την ανακατασκευή ενός παρελθόντος με ονειρικές διαστάσεις για τη δική του μουσική μνήμη, δίνει τα κουμάντα στο ρετρό και αφήνει τον δίσκο να λιμνάσει σε ένα φροντισμένο μα άβολο περίπου. 

Όσο καλή πρόθεση κι αν δείξεις, δηλαδή, δεν αποφεύγεις την ενοχλητική αίσθηση ότι κάθεσαι και ασχολείσαι με πράγματα που ο Prince έγραφε στο πόδι και κλείδωνε έπειτα (για πάντα) στα συρτάρια του. Όταν δε ο Anderson .Paak αποφασίζει να μας πει κι εκείνος για τα πολιτικά της Αμερικής, φτάνει σε Βατερλώ στιχουργικής με τις απίστευτες σαχλαμάρες του "6 Summers", όπου νομίζει ότι τα βάζει με τον Donald Trump απεικονίζοντάς τον να αποκτά μια κόρη για την οποία ευαγγελίζεται ένα λεσβιακό μέλλον («I hope she kiss señoritas and black gals»). Μα είναι δυνατόν;

Εδώ κι εκεί, βέβαια, έρχονται κι άλλοι ηχηροί προσκεκλημένοι στον δίσκο, πέραν του Kendrick Lamar: ο προαναφερόμενος Dr. Dre, ας πούμε, ο οποίος έχει και το γενικό πρόσταγμα εδώ, ο Pusha-T, ο Snoop Dogg ως επίτιμος G-Funk πρέσβης, ο Q-Tip. Κανείς, όμως, δεν σώζει τα κομμάτια στα οποία συμμετέχει από τη λουστραρισμένη πλήξη. Ο ίδιος δε ο Anderson .Paak δεν μπορεί να αποφασίσει αν ακολουθεί τον Lamar, αν μοιάζουν λίγο από φυσικού οι φωνές τους ή αν απλά τον ξεπατικώνει. Συχνά δηλαδή αναρωτιέσαι αν ακούς κάποιο ακόμα cameo του Lamar, πράγμα που επιβαρύνει το Oxnard με ένα κρίσιμο ζήτημα ταυτότητας.

Εκείνα τα τέσσερα πρώτα τραγούδια και η γενικότερη πίστη ότι στην περίπτωση του Anderson .Paak έχεις να κάνεις με έναν ταλαντούχο άνθρωπο του «μαύρου» σήμερα, βοηθούν ώστε να υπάρξει ένα μίνιμουμ, μια βάση για τον δίσκο. Υποτίθεται όμως ότι μιλούσαμε για περισσότερα. Πολλά περισσότερα.  



10 Απριλίου 2023

Σtella - ανταπόκριση (2013)


Δέκα χρόνια πριν, τον Απρίλη του 2013, η Σtella (Στέλλα Χρονοπούλου) βρισκόταν περίπου 2 χρόνια μακριά από το ομώνυμο, συζητημένο της ντεμπούτο στην Inner Ear (2015) και 9 χρόνια μακριά από την ένταξή της στo δυναμικό της Sub Pop (2022) –όνειρο ζωής για τους Έλληνες μουσικούς του alternative σύμπαντος, που μέχρι τότε φαινόταν απραγματοποίητο.

Όμως κάπως, κάπου, έστω και μέσω των γνώριμων μηχανισμών του indie hype, είχε αρχίσει να ακούγεται. Πήγα λοιπόν κι εγώ στο «six d.o.g.s» να τη δω εν δράσει πάνω στη σκηνή, για να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα. Και είδα και τους Egg Hell του Jef Maarawi ως support, που επίσης έμελλε να κάνει ένα κάποιο όνομα στα καθ' ημάς alternative, αν και περισσότερο ως σόλο καλλιτέχνης.

Μια αποτίμηση της βραδιάς γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Πράγματι, έχουμε κακοπάθει τόσες φορές, που φυσικά και δεν πιστεύουμε πια το hype. Ειδικά το εγχώριο, το οποίο δείχνει και πιο απελπισμένο λόγω των μόνιμων ζητημάτων μιας κοινότητας που αιτείται την εναλλακτικότητα, ενώ εκπροσωπεί (πλέον) ένα διεθνές κιθαριστικό mainstream. Όμως ό,τι ακούσετε για τη Σtella να ξέρετε πως αληθεύει. Μέχρι κεραίας, μη σας πω. 

Το «six d.o.g.s» είχε γεμίσει εκεί κατά τις 22.30, όταν στη σκηνή ανέβηκαν οι Egg Hell και ήχησαν οι πρώτες νότες. Οι μισοί –ή και παραπάνω– ήταν βέβαια φίλοι και γνωστοί, ανάμεσά τους μάλιστα διέκρινες τη Nalyssa Green, τον Sillyboy, τους My Wet Calvin. Για τη μπάντα του Jef Maarawi, πάντως, ήταν το πρώτο σανίδι crash test. Και ήταν επιτυχές. 

Αχνοθυμάμαι ένα EP με τίτλο Egg Hell πίσω στα 2009, μα δεν είχα βρει κάτι το αξιοσημείωτο. Αλλά την Τετάρτη παρακολούθησα μια μπάντα η οποία φύσαγε, επέβαλλε τον ρυθμό της στον χώρο, ήξερε τι έκανε με τον ήχο που εκπροσωπεί (είτε στηριζόταν στην αέναη Joy Division/Pixies παρακαταθήκη, είτε έφερνε σε Eels, βλ. "Oh Lord") και διέθετε έναν εξαιρετικό frontman, τόσο ερμηνευτικά, όσο και επικοινωνιακά. Δεν απόρησα που έμαθα κατόπιν πως πάνε στην Inner Ear για το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ: θα είναι ταμάμ για την πατρινή εταιρεία. 


Κι ενώ συνεχίζω να έχω ενστάσεις για το πώς θα ακούγεται δισκογραφικά αυτό που παίζει ο Maarawi και η νυν παρέα –υπό την παγιωμένη οπτική μου ότι μια εγχώρια indie μπάντα πρέπει να κρίνεται με βάση τα διεθνή δρώμενα και όχι τα γηγενή, την οποία εξίσου πάγια, βέβαια, δεν συμμερίζεται ο εγχώριος Τύπος– βρέθηκα να ψάχνω τα δύο EP που έχουν βγάλει ως τώρα (γιατί, προφανώς, μου είχε ξεφύγει το Brownie Crumbs του 2011).

Και μετά ήρθε η Σtella. Και δεν καταλάβαμε πότε τελείωσε ή πόσο έπαιξε, γιατί θα θέλαμε όλοι να έχει κι άλλο, πράγμα που της το βροντοφωνάξαμε. Όμως εκείνη δεν είχε για την ώρα κάτι άλλο και ψιλο-βολευτήκαμε έτσι με ένα νέο τραγούδι των Fever Kids, το οποίο έπαιξε μόνη με την κιθάρα της, δίνοντάς μας την υπόσχεση ότι θα το ακούσουμε το καλοκαίρι σε πιο εμπλουτισμένη μορφή. 

Κι εδώ που τα λέμε έτσι έπρεπε να κάνει, άλλωστε η συναυλία είχε πιάσει ζενίθ όταν μαζί της στη σκηνή ανέβηκαν οι My Wet Calvin για μια σαρωτική εκτέλεση στο "XS Underwear", η οποία μας πήρε και μας σήκωσε –καμία σχέση με αυτή του Happened Before, κατάπια εκείνη τη στιγμή κάμποσα από όσα συνήθως σούρνω στους προβαλλόμενους ως «σημαιοφόρους της DIY νοοτροπίας της αθηναϊκής σκηνής». 

Το live έδειχνε στην αρχή να έχει κάτι θεματάκια με τον ήχο (αυτόν που άκουγε το γκρουπ, όχι εμείς, εμείς ακούγαμε τέλεια), έγινε και μια διακοπή για να φτιαχτεί κάτι στα ντραμς, αλλά διόλου δεν επηρέασαν τούτα τη ροή και τον παλμό του. Κάτι που, πέραν της ίδιας της Στέλλας Χρονοπούλου, οφειλόταν στους μουσικούς οι οποίοι τη συνόδευαν: ο Βελισσάριος Πράσσας (μπάσο), ο Theod Kopoul (τύμπανα) και η Danai Eco (πλήκτρα) στάθηκαν θαυμάσια και η απόδοσή τους πρόσθεσε στην απογείωση της βραδιάς. 

Αλλά την επιτυχία καρπώνεται κυρίως η Σtella. Αυτή η πολυσχιδής περσόνα, η οποία έδειξε ότι μπορούσε να εμπεριέχει και την PJ Harvey και την Amber Webber, μα άμα λάχαινε και την Joan Jett, χωρίς στιγμή να πάψει να είναι η Σtella και όχι μία ακόμα απομίμηση ινδάλματος από την Αγγλία ή την Αμερική. 

Αυτή την περσόνα μεταφυτεύει άλλωστε και στα τραγούδια της, μέσω των ερμηνειών της. Και είναι η δική της αλήθεια που ανεβάζει την indie pop τραγουδοποιία της και την κάνει ένα τσικ πιο ελκυστική από όσο θα ήταν δίχως τούτες τις εκφραστικές δυνάμεις. Μοναδική ένσταση, ότι θα πρέπει να δουλέψει λίγο το επικοινωνιακό, ώστε να μη δείχνει τόσο αμήχανη, ντροπαλή ή παρεΐστικη όταν θα μιλάει στο κοινό. Όχι τίποτα άλλο, σύντομα τέτοιες επιδόσεις θα (πρέπει να) τη φέρουν σε μεγαλύτερες ομηγύρεις, χωρίς τα τόσα οικεία πρόσωπα τριγύρω. Οπότε θα χρειαστούν διαφορετικοί χειρισμοί.

Εύγε λοιπόν, Σtella, για μια όλη δική σου πρώτη συναυλία, μα και για την πρώτη μετά τη Μόνικα σημαίνουσα ανανέωση εμπιστοσύνης στις εκφραστικές δυνάμεις της εγχώριας indie σκηνής. Για την αγγλόφωνη πλευρά μιλάω, βέβαια, γιατί στα ελληνόφωνα δεν κοντράρονται οι Κόρε.Ύδρο.



05 Απριλίου 2023

2L8 - συνέντευξη (2012)


Δεν είμαι σίγουρος πια για τα τι και πώς, πάντως πριν 15 χρόνια, στο κλίμα της indie ευφορίας των '00s, μας είχε πιάσει ένας ενθουσιασμός με την κολεκτίβα των 2L8. Με την κορύφωση να σημειώνεται στο 2008, τότε που έβγαλαν το άλμπουμ «He & She (Angry Enough To Keep Loving In The Dark Ages)», για το οποίο πιθανώς –δεν θυμάμαι πια– να έχω γράψει μια κριτική αρκετά υπερβολική (ως προς το θετικό).

Τέλος πάντων, με το γύρισμα της δεκαετίας τα πράγματα δεν πήγαν αναλόγως καλά για την κολεκτίβα του Κώστα Βοζίκη και κάπου εκεί προς το 2016, εν μέσω ενός γενικού δημιουργικού κορεσμού με το εγχώριο, αγγλόφωνο indie, πρέπει να σημειώθηκε μια σιωπηλή παύση εργασιών. Με αφορμή ωστόσο το άλμπουμ «New Battles Without Honor And Humanity» (2012) και τον τρόπο με τον οποίον χρηματοδοτήθηκε –ήταν πιο σύνηθες, τότε, να προσφεύγεις στους fans– κάναμε μια εκτενή συζήτηση με τον Βοζίκη, τον οποίον θυμάμαι πάντα ως γερό συνομιλητή και από έναν καφέ που είχαμε πιεί στα Εξάρχεια. 

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που έδινε τότε η μπάντα ως promo στον Τύπο


Τι σε έκανε να ζητήσεις τη «βοήθεια του κοινού» για την πραγματοποίηση του τρίτου σου άλμπουμ; Ξεμείναμε από δισκογραφικές με όρεξη ή δυνάμεις να υποστηρίξουν μια έκδοση διπλού CD, με 48σελιδο booklet;

Όταν μιλάμε για δισκογραφική, εννοούμε ότι παραχωρείς μία παραγωγή –στις περισσότερες περιπτώσεις έτοιμη– σε κάποιον, για να την εμπορεύεται σαν προϊόν. Πάνω σε αυτό το προϊόν τα δικαιώματά σου είναι ελάχιστα, σε περίπτωση δηλαδή που έχεις δικαίωμα και δεν τα έχεις παραχωρήσει όλα σε εκείνον που το εμπορεύεται... Η όλη φάση, σαν σύλληψη, είναι ένα λάθος. Και σίγουρα δεν τη σκέφτηκε μουσικός. 

Τώρα, τα επιχειρήματα υπέρ είναι ότι σου πληρώνουν το κόστος κοπής (το οποίο είναι αστείο, πλέον) και συνήθως ο μύθος της προώθησης. Η πατροπαράδοτη σαπίλα της προηγούμενης γενιάς: «θα σε σπρώξω, έχω κονέ...». Όπως και στους υπόλοιπους τομείς της κοινωνικής ζωής της χώρας, έτσι και στη μουσική λειτουργούν όλα με πελατειακές σχέσεις. Αλλά κανείς δεν μιλάει για αυτά. Ο βασικός κανόνας του παιχνιδιού είναι να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις πώς παίζεται το παιχνίδι. Εις βάρος όλων μας, φυσικά. Και ειδικά της αγγλόφωνης σκηνής, η οποία έχει παραδοθεί εδώ και χρόνια, πιστεύοντας ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα. 

Πριν λίγες μέρες, λοιπόν, έκλεισε η δημόσια διαβούλευση για το νέο νομοσχέδιο για τα πνευματικά δικαιώματα. Που φυσικά έχει ξεσηκώσει πόλεμο, γιατί τα πράγματα πρέπει να μένουν ίδια: να πλουτίζουν οι ίδιοι άνθρωποι με τον μόχθο άλλων, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν ιδέα τι διάολο γίνεται πίσω από τις πλάτες τους. Για να το πω και απλά, η θλίψη που ένιωσα διαβάζοντας τις υπογραφές στο κείμενο που εξέδωσε κι έχει αναρτήσει η ΑΕΠΙ, δεν περιγράφεται... Δεν είχα σκοπό να βγάλω άλλο CD, ούτε να κάνω άλλες συναυλίες. Όμως, όταν κάποιοι φίλοι μου περιγράψανε τη διαδικασία του pledge, ενθουσιάστηκα! Κάτι που να μην έχει σχέση με αυτούς και τον κόσμο που φτιάξανε και μας χώσανε μέσα με το ζόρι, αλλά με εμάς. Μόνο με εμάς, και ναι: There are so many like me. And we desire.

Γιατί όμως να προπληρώσει κανείς χωρίς να διαθέτει τη δυνατότητα να έχει πλήρη γνώση των τραγουδιών (ή λόγο σε αυτά) και να μην περιμένει την έκδοση; Και, αν του αρέσουν τα δείγματα που θα ακούσει, να προβεί τότε σε αγορά του άλμπουμ; Τι θα απαντούσες;

Θα ρωτούσα: είσαι ευτυχισμένος; Πιστεύεις ότι αυτός ο τρόπος σκέψης και η καχυποψία σε έχει οδηγήσει σε στιγμές γαλήνης; Μπορείς να αντιληφθείς την ομορφιά και να τη βιώσεις; Πόσα περιθώρια για εμπειρίες γεμάτες σε συναίσθημα αφήνεις στον εαυτό σου; Πόσες τέτοιες θυμάσαι να έχεις ζήσει τον τελευταίο καιρό; Οι φόβοι σου οδηγούν τις αποφάσεις σου; Πολλά, τέλος πάντων... Θα ρώταγα από περιέργεια. 

Μου φαίνονται πολύ περίεργοι οι άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, θέλω να καταλάβω πώς είναι οι ζωές τους. Στην ερώτησή σου θα απαντούσα: καλύτερα μην πληρώσεις. Περίμενε να βγει πρώτα. Πάντως είμαι πολύ τυχερός γιατί έχω στην κατοχή μου μία μεγάλη και πολύτιμη συλλογή από μηνύματα αλληλογραφίας από πολύ χαρούμενους ανθρώπους, οι οποίοι υπήρξαν κομμάτι αυτής της συλλογικής προσπάθειας.

Γιατί οι νέες μας μάχες θα είναι δίχως τιμή και ανθρωπιά; 

Αυτοί είναι οι καιροί μας...

Κατά πόσο ενέπνευσε η Κρίση τον δίσκο σου; Και κατά πόσο αποτελεί προϊόν μιας απόφασης ήδη ειλημμένης, να κινηθείς διαφορετικά μετά το He & She (Angry Enough To Keep Loving In The Dark Ages); 

Εδώ και χρόνια, από τα λίγα ενδιαφέροντα που έχω, είναι το τέλος της δουλείας. Θα μπορούσα να μιλήσω και για την ελευθερία, αλλά δεν πρέπει να ωραιοποιούμε τα πράγματα. Εδώ μιλάμε για την παγκόσμια αδικία. Δεν μπορεί να ζεις στον 21ο αιώνα και η οικονομία να βασίζεται σε σκλάβους. 

Στην πραγματικότητα, το He & She καταπιάνεται με τα ίδια θέματα. Όλη η ιστορία τους αποτελεί μία κάλυψη, μάλλον από δική μου δειλία ή ίσως και δόλο, παραπλάνηση. Αλλά δεν μπορεί να με κατηγορήσει κανείς, γιατί εγώ το είχα παραδεχτεί από την αρχή: «The truth my friends is I am a thief, a cheat, a liar», από το "Excuse Me, But I Just Have To Explode". Τώρα πια τι ιστορίες να πούμε; Τώρα μόνο χάος. Fight!

Θα μπορούσε το New Battles Without Honor And Humanity να είναι μονό άλμπουμ; Ή πιστεύεις ότι έτσι θα διακύβευες το καλλιτεχνικό σου όραμα γι' αυτό –όπως εκφράζεται από τις ενότητες «Sunlight» και «Moonlight»– χάριν μιας πιο συμβατικής διάρκειας; 

Όχι. Είναι τόσοι οι λόγοι... Τα τραγούδια για εμένα είναι πρόσωπα και κυματομορφές. Όποτε τα ακούω βλέπω τους μουσικούς να παίζουν τα θέματα, θυμάμαι τις εκφράσεις τους –είναι ζωντανά. Έχω δει όλες τις κυματομορφές που φτιάξανε αυτοί οι άνθρωποι να ζωγραφίζονται στην οθόνη. Αγαπώ τόσο πολύ όλα τα παιδιά και χαίρομαι τόσο σε όλα τα sessions μαζί τους. Νομίζω θα ήταν προδοσία να χαθεί κάτι. 

Είναι πολύ σπάνιο κάποιος ήχος που ηχογραφήθηκε να πεταχτεί. Φυσικά υπάρχουν και πάρα πολλοί ορθολογιστικοί λόγοι, αλλά ποιος ενδιαφέρεται; Μπήκα σε μία τέτοια λογική στο τέλος της παραγωγής, αλλά δεν κατόρθωσα να βρω ένα λογικό επιχείρημα για να το κάνω. Εξάλλου είναι το πρώτο 2L8 άλμπουμ το οποίο έχει παύση! Στα δύο προηγούμενα ο ήχος ξεκινούσε όταν πάταγες play και σταματούσε στο τέλος του CD. Εδώ έχει παύσεις, ακριβώς για να μπορείς να πατάς το next, περνώντας το κομμάτι που δεν σου αρέσει. Διακρίνω μια εμμονή με την τελειότητα. Δεν πειράζει, ας είμαστε και λίγο μέτριοι.

Το εξώφυλλο μου έφερε κατά νου την ταινία του Kinji Fukasaku «Battle Royale» (2000). Το έχεις δει; Τι γνώμη έχεις γι' αυτό; 

Πιθανολογώ ότι έχω μία από τις μεγαλύτερες συλλογές σύγχρονου ιαπωνικού κινηματογράφου. Μάλιστα, είναι η μοναδική συλλογή που έχω –κι αυτό γιατί θαυμάζω την ιαπωνική κουλτούρα. Εξάλλου ο τίτλος New Battles, Without Honor And Humanity προέρχεται από ιαπωνική ταινία. 

Βέβαια, αν δεν γνωρίζεις πολλά για τον συγκεκριμένο πολιτισμό, μπορεί το «Battle Royale» να περάσει χωρίς να δεις πολλά πράγματα. Στην Ιαπωνία, ας πούμε, υπάρχει ακόμα η Τιμή. Κι είναι αυτή που οδηγεί τους χαρακτήρες της ταινίας. Μπορείς να τη δεις σαν μία περιπέτεια, ίσως με ενδιαφέρον σενάριο, αλλά περισσότερη σημασία έχει το δράμα και οι ανθρώπινες σχέσεις. Στο βασικό ζευγάρι το αγόρι χαρίζει τη ζωή του στο κορίτσι όταν της λέει ότι θα σε προστατεύσω ό,τι και να γίνει. Αυτή είναι κλασική ιαπωνική φιλοσοφία: η αυτοθυσία, για έναν σκοπό ή για την αγάπη. 

Επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Όπως και η εκδίκηση. Ένας από τους πρωταγωνιστές επιστρέφει π.χ. στο νησί για να εκδικηθεί. Όταν χάνεις κάτι δικό σου, πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και ας χάσεις τη ζωή σου. Είναι πολλά. Αρετές άγνωστες ή ξεχασμένες στον Δυτικό κόσμο.

Φοβάσαι το θηρίο της υπερβολής; Ή το κρατάς τιθασευμένο; 

Φοβάμαι τη μετριοπάθεια και τους ανθρώπους που θέλουν να έχουν τα πάντα στον ακριβή αριθμό, χωρίς να αφήνονται στο να έχουν κάτι παραπάνω από εκείνους που «πρέπει». Όσοι παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως φυσιολογικοί με τρομάζουν, κρύβουν τα πιο βρώμικα μυστικά. 

Αντίθετα όσοι πιστεύουν ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτούς, ότι είναι διαφορετικοί, υπερβολικοί, μου φαίνονται υγιείς. Ποιος θέλει να ταιριάζει σε έναν τόσο γαμημένο κόσμο; Μου θύμισες το τραγούδι που ανοίγει το νέο άλμπουμ από τα Χείλια Λουλούδια, το σχήμα του Ηρακλή Ιωσηφίδη, του κοντραμπασίστα μας –θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό. Ο στίχος στο ρεφρέν λέει: «Μην φεύγεις Θηρίο». Πραγματικά Ηρακλή, έτσι είναι και σε αυτήν την περίπτωση.

Τι γίνεται με τις δραστηριότητές σου εκτός του 2L8 πλαισίου; Με τι άλλο απασχολείσαι αυτήν την εποχή; 

Για φέτος τρέχουν σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη δύο επαναλήψεις σε περσινές θεατρικές παραγωγές, οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου και το «Πώς Να Πω», μονόπρακτα του Σάμιουελ Μπέκετ, όπου παίζω και ζωντανά τη μουσική. Επίσης, συμμετέχω στην παράσταση του παραμυθιού «Ο Καρμάντηλος» της θεατρικής ομάδας Hippo. Για μουσικό με πήρανε, αλλά τελικά με κοροϊδέψανε και κάνω τον υπασπιστή, τον ελεγκτή, τον νάνο, τα πόδια του γίγαντα και το ρομπότ. Τι γέλια ρε παιδιά!

Τι έχεις ετοιμάσει για τη συναυλία στο «Bios», στις 20 του Γενάρη; Αληθεύει ότι μας περιμένει ένα πολύ σπέσιαλ σόου;

Διάβασα πριν λίγες ώρες τυχαία κάτι που έγραψε ο Δημόκριτος: «Για όλους τους ανθρώπους το καλό και το αληθινό είναι το ίδιο. Το ευχάριστο είναι διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο». 

Λοιπόν, σύμφωνα με τον Δημόκριτο είναι βέβαιο ότι έχουμε ετοιμάσει κάτι καλό, αφού περιλαμβάνει όλη την αλήθεια μας. Παραβλέψτε το σκέλος για το ευχάριστο. Επίσης να προσθέσουμε ότι στις 21 βρισκόμαστε στο θέατρο «Λιθογραφείο», στην Πάτρα. Οι δε συναυλίες μας μόλις ξεκινάνε, με Θεσσαλονίκη, Δράμα, Βόλο, Λάρισα, Γιάννενα και Σέρρες να ακολουθούν!



04 Απριλίου 2023

Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης - Κρητικός Ορίζοντας [δισκοκριτική, 2016]


Πηγαίνοντας να δω την εορταστική συναυλία του B.D. Foxmoor για τα 30 του χρόνια στη δισκογραφία, διαπίστωσα ξανά –κάπου μέσα στην παρέλαση των καλεσμένων του– πόσο καλός τραγουδιστής είναι ο Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης.

Και θυμήθηκα ότι τον είχα προσέξει ήδη από το 2016, όταν συνεργάστηκε με τον (πολυσυζητημένο εσχάτως, ελέω Παύλου Παυλίδη, μα μάλλον ξεχασμένο τότε) Γιάννη Μαρκόπουλο για τον δίσκο «Κρητικός Ορίζοντας», στον οποίον ήταν βασικός ερμηνευτής.

Μια κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, δοθείσης της ευκαιρίας –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δινόταν ως promo στον Τύπο, εκείνη την εποχή, για τις ζωντανές εμφανίσεις του καλλιτέχνη


Ο «Κρητικός Ορίζοντας» έχει την όψη δουλειάς από παλιούς δισκογραφικούς καιρούς, έτσι όπως τοποθετεί πρώτα το όνομα του δημιουργού και έπειτα του ερμηνευτή –λες και δεν ήρθε ποτέ η δεκαετία του 1990 να αναποδογυρίσει οριστικά αυτή την ισορροπία ισχύος. 

Πρώτα ο Γιάννης Μαρκόπουλος, λοιπόν, έπειτα ο Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης. Κι ας ισχύει το παράδοξο, ο συνθέτης να μοιάζει απών εδώ και χρόνια (παρότι πέρυσι μόλις έβγαλε το «Ἐντεῦθεν»), συνδεδεμένος με ένα μαγικό παρελθόν εγχώριων καλλιτεχνικών κορυφώσεων, ενώ ο τραγουδιστής να είναι ένα αστέρι μιας YouTube εποχής, στην οποία έγινε αναγνωρίσιμος σε χρόνο dt. Όσο χρειάστηκε δηλαδή στο βιντεοκλίπ του ντουέτου του "Να Σταθώ Στα Πόδια Μου" (2015) με τον Λεωνίδα Μπαλάφα για να γίνει viral.

Ο νέος δίσκος του Μαρκόπουλου, τώρα, αιτείται μεν το 2016, όμως τον αποτελεί υλικό που δουλεύεται και ξαναδουλεύεται εδώ και κάμποσα χρόνια, απηχώντας μάλιστα έναν ακόμα πιο παλιό κόσμο: «εντυπώσεις, ιστορήματα και φως από τα εφηβικά χρόνια [του συνθέτη] στον αθέατο κόσμο της περιλάλητης μεγαλονήσου». Και παρότι το καλύτερο τραγούδι της συγκομιδής ("Πότε Θα Ξαναβρεθούμε") μιλάει για βίντεο με ρομπότ τα οποία «τεχνολογίζουν» τα μυαλά μας, είναι πράγματι σε αυτές τις εικόνες που χάνεσαι κι εσύ, σαν ακροατής· στους ξετραχηλισμένους πολεμάρχους στης Μεσσαράς τους κάμπους, στις πολεμίστρες των Αναγεννησιακών κάστρων, στις ντουφεκιές, στις μαδάρες και στους έρωντες παρελθόντων καιρών, όταν η σχέση του ανθρώπου με την ύπαιθρο έδειχνε αδιαμεσολάβητη.

Δεύτερον (και κυριότερο), ο «Κρητικός Ορίζοντας» αιτείται να είναι πρωτίστως του Μαρκόπουλου, ενώ μάλλον είναι του Ζερβάκη. Με την έννοια ότι δυνατό του χαρτί αποδεικνύεται ο ερμηνευτής του, αυτός ο 30άχρονος με τη στιβαρή φωνή και το σημαίνον εκφραστικό βάρος. Ο οποίος πέφτει σαν τραμουντάνα στους κρητοέντεχνους των καιρών μας –όσους λυμαίνονται το όνομα της Κρήτης απλά επειδή πετάνε ένα «τση» ή επειδή τραγουδούν κάπως σαν τον Νίκο Ξυλούρη– σκορπίζοντάς τους με την ορμή που σκόρπισε και ο Ιησούς τους εμπόρους/αργυραμοιβούς στον Ναό του Σολομώντα.

Γράφοντας κάτι τέτοιο, πάντως, δεν θέλω να υποτιμήσω τη δουλειά του Μαρκόπουλου. Αν και επιμένει να αναλαμβάνει την ενορχήστρωση των έργων του (θα τον ωφελούσε πιστεύω μια πιο φρέσκια, ίσως και λοξή, ματιά) και καταθέτει έναν κύκλο τραγουδιών χωρίς εκπλήξεις, που μερικές φορές αφήνει και μια εντύπωση επανάληψης, οι συνθέσεις του διαθέτουν επίπεδο και μαστοριά. Επιπλέον, κρατούν κι ένα μέτρο που πρέπει να ωφέλησε πολύ τις ερμηνείες του Ζερβάκη –εξοχότερο παράδειγμα είναι νομίζω το ομώνυμο κομμάτι. 

Έχουμε εδώ έναν δίσκο που, όσο τον ακούς, τόσο σου αρέσει. Σε κάθε ακρόαση, όμως, κοσμολογική σταθερά αυτού του κρητικού ορίζοντα παραμένει ο Ζερβάκης. Είναι η φωνή του η οποία υψώνει το δεδομένο υλικό, εκείνη που του δίνει όχι μόνο αποφασιστική πνοή, αλλά και συναισθηματική δύναμη, οδηγώντας το δάχτυλό σου στο πλήκτρο του repeat.