04 Απριλίου 2023

Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης - Κρητικός Ορίζοντας [δισκοκριτική, 2016]


Πηγαίνοντας να δω την εορταστική συναυλία του B.D. Foxmoor για τα 30 του χρόνια στη δισκογραφία, διαπίστωσα ξανά –κάπου μέσα στην παρέλαση των καλεσμένων του– πόσο καλός τραγουδιστής είναι ο Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης.

Και θυμήθηκα ότι τον είχα προσέξει ήδη από το 2016, όταν συνεργάστηκε με τον (πολυσυζητημένο εσχάτως, ελέω Παύλου Παυλίδη, μα μάλλον ξεχασμένο τότε) Γιάννη Μαρκόπουλο για τον δίσκο «Κρητικός Ορίζοντας», στον οποίον ήταν βασικός ερμηνευτής.

Μια κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, δοθείσης της ευκαιρίας –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δινόταν ως promo στον Τύπο, εκείνη την εποχή, για τις ζωντανές εμφανίσεις του καλλιτέχνη


Ο «Κρητικός Ορίζοντας» έχει την όψη δουλειάς από παλιούς δισκογραφικούς καιρούς, έτσι όπως τοποθετεί πρώτα το όνομα του δημιουργού και έπειτα του ερμηνευτή –λες και δεν ήρθε ποτέ η δεκαετία του 1990 να αναποδογυρίσει οριστικά αυτή την ισορροπία ισχύος. 

Πρώτα ο Γιάννης Μαρκόπουλος, λοιπόν, έπειτα ο Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης. Κι ας ισχύει το παράδοξο, ο συνθέτης να μοιάζει απών εδώ και χρόνια (παρότι πέρυσι μόλις έβγαλε το «Ἐντεῦθεν»), συνδεδεμένος με ένα μαγικό παρελθόν εγχώριων καλλιτεχνικών κορυφώσεων, ενώ ο τραγουδιστής να είναι ένα αστέρι μιας YouTube εποχής, στην οποία έγινε αναγνωρίσιμος σε χρόνο dt. Όσο χρειάστηκε δηλαδή στο βιντεοκλίπ του ντουέτου του "Να Σταθώ Στα Πόδια Μου" (2015) με τον Λεωνίδα Μπαλάφα για να γίνει viral.

Ο νέος δίσκος του Μαρκόπουλου, τώρα, αιτείται μεν το 2016, όμως τον αποτελεί υλικό που δουλεύεται και ξαναδουλεύεται εδώ και κάμποσα χρόνια, απηχώντας μάλιστα έναν ακόμα πιο παλιό κόσμο: «εντυπώσεις, ιστορήματα και φως από τα εφηβικά χρόνια [του συνθέτη] στον αθέατο κόσμο της περιλάλητης μεγαλονήσου». Και παρότι το καλύτερο τραγούδι της συγκομιδής ("Πότε Θα Ξαναβρεθούμε") μιλάει για βίντεο με ρομπότ τα οποία «τεχνολογίζουν» τα μυαλά μας, είναι πράγματι σε αυτές τις εικόνες που χάνεσαι κι εσύ, σαν ακροατής· στους ξετραχηλισμένους πολεμάρχους στης Μεσσαράς τους κάμπους, στις πολεμίστρες των Αναγεννησιακών κάστρων, στις ντουφεκιές, στις μαδάρες και στους έρωντες παρελθόντων καιρών, όταν η σχέση του ανθρώπου με την ύπαιθρο έδειχνε αδιαμεσολάβητη.

Δεύτερον (και κυριότερο), ο «Κρητικός Ορίζοντας» αιτείται να είναι πρωτίστως του Μαρκόπουλου, ενώ μάλλον είναι του Ζερβάκη. Με την έννοια ότι δυνατό του χαρτί αποδεικνύεται ο ερμηνευτής του, αυτός ο 30άχρονος με τη στιβαρή φωνή και το σημαίνον εκφραστικό βάρος. Ο οποίος πέφτει σαν τραμουντάνα στους κρητοέντεχνους των καιρών μας –όσους λυμαίνονται το όνομα της Κρήτης απλά επειδή πετάνε ένα «τση» ή επειδή τραγουδούν κάπως σαν τον Νίκο Ξυλούρη– σκορπίζοντάς τους με την ορμή που σκόρπισε και ο Ιησούς τους εμπόρους/αργυραμοιβούς στον Ναό του Σολομώντα.

Γράφοντας κάτι τέτοιο, πάντως, δεν θέλω να υποτιμήσω τη δουλειά του Μαρκόπουλου. Αν και επιμένει να αναλαμβάνει την ενορχήστρωση των έργων του (θα τον ωφελούσε πιστεύω μια πιο φρέσκια, ίσως και λοξή, ματιά) και καταθέτει έναν κύκλο τραγουδιών χωρίς εκπλήξεις, που μερικές φορές αφήνει και μια εντύπωση επανάληψης, οι συνθέσεις του διαθέτουν επίπεδο και μαστοριά. Επιπλέον, κρατούν κι ένα μέτρο που πρέπει να ωφέλησε πολύ τις ερμηνείες του Ζερβάκη –εξοχότερο παράδειγμα είναι νομίζω το ομώνυμο κομμάτι. 

Έχουμε εδώ έναν δίσκο που, όσο τον ακούς, τόσο σου αρέσει. Σε κάθε ακρόαση, όμως, κοσμολογική σταθερά αυτού του κρητικού ορίζοντα παραμένει ο Ζερβάκης. Είναι η φωνή του η οποία υψώνει το δεδομένο υλικό, εκείνη που του δίνει όχι μόνο αποφασιστική πνοή, αλλά και συναισθηματική δύναμη, οδηγώντας το δάχτυλό σου στο πλήκτρο του repeat. 




03 Απριλίου 2023

Μυρτώ Παπαθανασίου & Χαράλαμπος Αγγελόπουλος - ανταπόκριση (2013)


Μαρία Κάλλας μπορεί να υπήρξε μόνο μία, αλλά η χώρα μας συνέχισε να βγάζει καλές λυρικές φωνές –τόσο γυναικείες, όσο και ανδρικές. Μία από τις καλύτερες που άκουσα προσωπικά τα τελευταία 10 (λίγο ή πολύ) χρόνια είναι αυτή της Μυρτώς Παπαθανασίου, που συνειδητοποιώ τώρα, γράφοντας τούτες τις γραμμές για το blog, ότι έχω μάλλον χάσει τελευταία. Και ο λόγος είναι, ασφαλώς, ότι διαπρέπει στο εξωτερικό. 

Μία από τις περιστάσεις όπου την απόλαυσα ζωντανά ήταν τον Δεκέμβριο του 2013, όταν εμφανίστηκε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής παρέα με τον Χαράλαμπο Αγγελόπουλο, για κάτι ειδικό: ένα αφιέρωμα στο ιταλικό τραγούδι του 19ου αιώνα.

Μια ανταπόκριση για την ωραία βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικές φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo


Aναντίρρητα, στάθηκε εμπειρία να ακούς τη Μυρτώ Παπαθανασίου χωρίς μικρόφωνο, να γεμίζει την αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» με τη φωνή της. Το μεγαλύτερο ίσως ταλέντο που έχει αναδείξει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας σε επίπεδο σοπράνο παραμένει δυστυχώς άγνωστο στο ντόπιο κοινό, το οποίο –κατά προσφιλή του συνήθεια– τυρβάζει περί αλλοτρίων· εξ ου και η μικρή αίθουσα στην οποία διεξήχθη αυτό το αφιέρωμα στο ιταλικό τραγούδι του 19ου αιώνα, εξ ου και το ότι είχε μεν κόσμο, μα δεν γέμισε κιόλας. Κι όμως, εκτός συνόρων η Λαρισαία σοπράνο διαπρέπει, έχοντας παρουσία όχι μόνο σε μεγάλες παραστάσεις, μα και στη δισκογραφία. 

Το ιταλικό τραγούδι, τώρα, υπήρξε πάντα δημοφιλές στην Ελλάδα: κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα λατρεύτηκαν κάμποσες άριες από όπερες του Τζουζέπε Βέρντι (και άλλων), μετά τον Πόλεμο αγαπήθηκαν καλλιτέχνες σαν τον Adriano Celentano, τη Milva, τη Mina (και πολλούς ακόμα), ενώ και στα πιο σύγχρονα χρόνια είδαμε να αποκτούν δημοτικότητα ο Eros Ramazzotti ή η Giusy Ferreri. 

Αλλά το αφιέρωμα που μας παρουσίασαν η Παπαθανασίου με τον πιανίστα Χαράλαμπο Αγγελόπουλο είχε ως στόχο να μας πάει στις μακρινές ρίζες της Ferreri και της Milva, σε εκείνο δηλαδή το έντεχνο τραγούδι που άκμασε τον 19ο αιώνα στις παρυφές της όπερας, κάτω από την επίδραση της διεθνούς επιτυχίας των σουμπερτικών lied. Σε πολλούς ακροατές, βέβαια, ηχεί σαν όπερα –και είναι αλήθεια ότι οι βασικές τεχνικές μοιράζονται, όπως και ότι ο χώρος εκπροσωπήθηκε από δημιουργούς τους οποίους ξέρουμε από όπερες. Πρόκειται, εντούτοις, για κάτι διαφορετικό. 

Όχι άριες λοιπόν, αλλά ρομάντσες (κατά κύριο λόγο) και αριέτες, συν μια ναπολιτάνικη ταραντέλα. Αυτό το πρόγραμμα ακούσαμε στο Μέγαρο, όπου η Παπαθανασίου, με την άξια συνοδεία ενός μετρημένου μα οπωσδήποτε ενθουσιώδη στο παίξιμό του Αγγελόπουλου, ζωντάνεψε για χάρη μας μια εποχή με διαφορετικές αναζητήσεις από εκείνες που εξέφραζε η όπερα. Δίνοντάς μας την ευκαιρία να ανακαλύψουμε –μα και να απολαύσουμε– μιαν άλλη πτυχή της δημιουργίας του Βέρντι, του Μπελίνι και του Ροσίνι. Ένα τραγούδι πιο κοντά στην καθημερινότητα του αστού της εποχής, πιο πουπουλένιο σε σχέση με το στιλιζάρισμα της οπερατικής άριας, πιο ελεύθερο και ποιητικό (ακόμα και στα μελαγχολικά του) απέναντι στον έρωτα. 

Κάπως έτσι, ακούσαμε ωδές προς τη μελαγχολία ("Malinconia, Ninfa Gentile") και το λυκόφως ("Le Crépuscule") –εδώ καταχειροκροτήσαμε την Παπαθανασίου, στην κορυφαία ίσως ερμηνεία της βραδιάς– συμμεριστήκαμε την αγωνία της Αντζολέτα για το αν ο γονδολιέρης της καρδιάς της θα κέρδιζε σε μια κωπηλατική κούρσα στα νερά της Βενετίας (φυσικά και κέρδισε, λαμβάνοντας μάλιστα και φιλί από την Αντζολέτα), ακολουθήσαμε τα βήματα ενός φλέρτι χορού της εποχής στο "La Danza", συμμεριστήκαμε το κάλεσμα για την επιστροφή της ναζιάρας Φίλλυς ("Torna, Vezzosa Fillide") και –ίσως με κάποια περίσκεψη;– παρατηρήσαμε το πώς η αστική τάξη του 19ου αιώνα αρεσκόταν σε εξωραϊσμένα, ανάλαφρα κατά βάση, πορτραίτα όσων βρίσκονταν έξω από τη σφαίρα της, ακούγοντας για τον χαρωπό καπνοδοχοκαθαριστή του Βέρντι ("Lo Spazzacamino") ή για την ατίθαση τσιγγάνα του Ντονιτζέτι ("La Zingara"). 

Σε κάθε περίπτωση, η Παπαθανασίου απέδωσε θαυμάσια όποια διάθεση κι αν πρόσταζαν οι μελωδίες και οι στίχοι (τους οποίους βλέπαμε μεταφρασμένους σε προτζέκτορα), όχι μόνο με τη φωνή της, μα και με τη χαριτωμένη, λεπτή της παρουσία επί σκηνής. Η οποία πρόδιδε ασφαλώς μια σημαντική οπερατική εμπειρία: στην παράσταση συμμετείχαν δηλαδή και τα χέρια της, το βλέμμα της, οι εκφράσεις γενικά του προσώπου, όπως και οι κινήσεις του κορμού. 

Τα χειροκροτήματά μας στο τέλος της συναυλίας την «ανάγκασαν» σε δύο encore. Κι αν το πρώτο φάνηκε προμελετημένο (ένας ακόμα Μπελίνι), το δεύτερο ήταν εντελώς αυθόρμητο και της στιγμής, αντικατοπτρίζοντας μια εμφανή ικανοποίηση εκ μέρους της –όπως φυσικά και του Αγγελόπουλου– για τον ενθουσιασμό και τα μπράβο μας.



31 Μαρτίου 2023

Αλέξανδρος Δρόσος - ανταπόκριση (2014)


Δεν είχα προσέξει καλά τα e-mail που λάμβανα πριν 10 χρόνια από τη δράση της ομάδας ΦΥΤΑ, αλλιώς δεν θα αντιμετώπιζα με έκπληξη την εμπλοκή του Αλέξανδρου Δρόσου στη συζητημένη sci-fi κουήρ βίντεο-όπερα «Orfeas2021» για την οποία μπορείτε να διαβάσετε λεπτομέρειες στο MiC, μ' ένα κλικ εδώ.

Εγώ, από την άλλη, τον γνώρισα ως φέρελπι νέο πιανίστα τον Φεβρουάριο του 2014, όταν έπαιξε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής. Σε μια βραδιά που δεν ήταν μεν σε όλα της ευτυχής, μα πέτυχε να αναδείξει το ταλέντο του εν μέσω μινιμαλιστικών αναφορών, μαθηματικών, video games και της βαθιάς θρησκευτικότητας του Oliver Messiaen.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο, ως promo για τη συναυλία


«Είναι η πρώτη συναυλία τέτοιας εμβέλειας που κάνω», δήλωσε ο Αλέξανδρος Δρόσος φτιάχνοντας (ο ίδιος, όχι κάποιο μάνατζμεντ) τη σχετική εκδήλωση στο Facebook, «θα το εκτιμούσα πάρα πολύ αν πληροφορούσατε όποιον θεωρείτε πως θα ενδιαφερόταν». Η φράση, μέσα στην ευγένειά της, φανέρωνε και τη –δικαιολογημένη– αγωνία ενός νεαρού πιανίστα/συνθέτη για την πρώτη του εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής. Από την άλλη, τούτος ο 25άχρονος ανακοίνωσε ότι θα αναμετριόταν με τον Oliver Messiaen και με το "Canto Ostinato" του Simeon Ten Holt, χώρια που θα μας παρουσίαζε και δύο δικά του έργα. Παρά το όποιο τρακ, λοιπόν, ο πήχης είχε τοποθετηθεί ψηλά. 

Φτάνοντας στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», απόρησα με την κοσμοσυρροή. Οπωσδήποτε είχαν έρθει αρκετοί φίλοι του Δρόσου: πέραν του ότι έκαναν αισθητή την παρουσία τους επευφημώντας τον στην είσοδο του δεύτερου μέρους, δεν εξηγούνταν αλλιώς πώς βρέθηκαν στο Μέγαρο τόσα αγόρια και κορίτσια στη δεύτερη δεκαετία της ζωής –το θέαμα είναι πιο σπάνιο και από τετράφυλλο τριφύλλι. Ακόμα κι αν μετρήσουμε και τους πιθανούς συγγενείς, πάντως, νομίζω ότι η συναυλία κίνησε και μια γενικότερη περιέργεια. 

Το πρώτο μισό μου άφησε μοιρασμένες εντυπώσεις. Ως έναν βαθμό, επρόκειτο για θέμα δομής· βάζοντας τον 15ο στοχασμό του Messiaen πάνω στη γέννηση του Ιησού Χριστού ("Le Baiser De L' Enfant-Jésus") εμβόλιμο σε δύο δικές του συνθέσεις, ο Δρόσος πήρε ένα ρίσκο, το οποίο θεωρώ πως δεν του βγήκε: γεννήθηκε δηλαδή μια αναπόφευκτη σύγκριση, που απέβη σε βάρος των δικών του έργων. Όχι γιατί δεν ήταν άξια λόγου ή γιατί στερούνταν αρετών, αλλά επειδή, καλώς ή κακώς, υπερτονίστηκε ο πρωτόλειος χαρακτήρας τους και η απόστασή τους από τον Messiaen. 

Η «Ακολουθία», με την οποία ξεκίνησε η συναυλία, είναι –κατά δήλωση του Δρόσου– ένα έργο μη ολοκληρωμένο, που ξεκίνησε να φτιάχνει το 2013. Ήχησε πράγματι ατελές, αν και οφείλω να παραδεχτώ ότι βρήκα ενδιαφέρουσα αυτή την απόπειρα αποτύπωσης της εμπειρίας των video games σε μια πιανιστική σύνθεση: υπήρχαν έξυπνα σημεία και καλή ροή. Το έτερο έργο του νεαρού δημιουργού, ονόματι «The Abundant Lake», βασιζόταν επίσης σε ένα concept («απεικονίζει» μια λίμνη, πρώτα κατά τη δημιουργία της, ύστερα κατά την καθημερινή της ύπαρξη) και διακατεχόταν από την ίδια ευστροφία ως προς τις ιδέες, μα και από μια αδυναμία να αρθρωθεί πάνω τους κάτι ικανό να προξενήσει εντύπωση διαρκείας. Δεν ξέρω αν η χρήση μαθηματικών, στην οποία προέβη, τον βοήθησε τελικά ως προς την κλιμάκωση ή αντίθετα «στέγνωσε» τη διμερή πλοκή που είχε φανταστεί. 

Ούτε πάντως και ο Messiaen με άφησε πολύ ικανοποιημένο, για να είμαι ειλικρινής. Παρουσιάστηκε καλά διαβασμένος ο Δρόσος, διέθετε επίγνωση της δυσκολίας του "Le Baiser De L' Enfant-Jésus" και θα ήμουν άδικος αν έλεγα ότι δεν έφερε σε πέρας το έργο με ευκρίνεια, ευλάβεια μα και με πάθος. Ζορίστηκε, όπως έδειξε και ο ιδρώτας που σκούπισε από το μέτωπό του τελειώνοντας –κι όμως, αυτό ήταν το μόνο σημείο όπου το πήραμε χαμπάρι, μιας και, κατά τα άλλα, η κινησιολογία του φανέρωσε άνεση. Ωστόσο μια συναυλιακή συνθήκη δεν είναι ωδειακή εξέταση, ακόμα κι αν τη θέσουμε στο υψηλότερο δυνατό διαγωνιστικό πλαίσιο. Δεν είναι λοιπόν θέμα του αν πήρες «άριστα», όσο του αν βρήκες τον τρόπο να μεταφέρεις μια (δεδομένη) συγκινησιακή δυναμική. Και, ως προς τη συγκεκριμένη παράμετρο, εμένα τουλάχιστον κάτι μου έλειψε. 

Αλλά ο Δρόσος πήρε θριαμβευτική ρεβάνς στο δεύτερο μέρος της βραδιάς. Με το που μπήκε, πραγματικά όρμησε με φούρια στα πλήκτρα του πιάνου του και μέσα σε λίγα μόνο λεπτά μας έδειξε όχι μόνο το πόσο καλά γνώριζε τα κατατόπια του "Canto Ostinato" του Ten Holt, αλλά και ότι είχε τον τρόπο να το παίξει έτσι ώστε να το καταστήσει συναρπαστικό ακόμα και για όσους ήδη το ξέραμε. Έπιασε εξαίσια τον μινιμαλισμό του, το μετέφερε πολύ επιτυχημένα σε εκδοχή για σόλο πιάνο (είναι, θυμίζω, γραμμένο για πολλαπλά πληκτροφόρα όργανα), απέδωσε ατόφιο τον λυρισμό του, στάθηκε με τον απαιτούμενο ενθουσιασμό σε όσες εναλλαγές το απαιτούσαν. 

Τον έβλεπα παραδομένο ψυχή και σώματι σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο πόνημα του Ten Holt και πραγματικά τον θαύμασα. Ήταν η στιγμή που πείστηκα ότι, όντως, πρόκειται για ένα νέο ταλέντο που έχει να κομίσει τη δική του δροσιά στα κλασικά πράγματα. 



28 Μαρτίου 2023

The Ruins Of Beverast - ανταπόκριση (2018)


Μερικές συναυλίες, τελικά, απλά σβήνονται από τη μνήμη σχεδόν ολότελα.

Για κάτι άλλο μίλαγα πρόσφατα στο Facebook με τον φίλο και κουμπάρο Πέτρο Μάμαλη, δηλαδή, μέχρι που μου ανέφερε τους Ruins Of Beverast. Και –φλας!– θυμήθηκα ξαφνικά ότι είχα πάει να τους δω σε συναυλία αυτούς τους Γερμανούς.

Σκαλίζοντας στα αρχεία, λοιπόν, βρήκα ότι αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 2018, στο «Temple». Μάλιστα, ήταν και sold out βραδιά, γεγονός που δείχνει νομίζω τη δυναμική που αναπτύσσουν τέτοια συγκροτήματα του heavy metal επέκεινα.

Εγώ, πάντως, δεν πέρασα και πολύ καλά. Έχω ενστάσεις, όπως κατέγραψα και σε μια ανταπόκριση, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τα social media των συγκροτημάτων της βραδιάς


Λίγο ο αθόρυβος τρόπος με τον οποίον κινήθηκε διοργανωτικά το Bowel Of Noise της Θεμιστοκλέους (χωρίς promo, εν μέρει στόμα-με-στόμα και εν μέρει Facebook, φτηνό εισιτήριο), λίγο οι μοιρασμένες εντυπώσεις σχετικά με το άλμπουμ Exuvia (2017), δεν ήμουν βέβαιος τι προσέλευση θα είχε η πρώτη συναυλία των Ruins Of Beverast στην Ελλάδα. Στο «Temple», όμως, έγινε από νωρίς φανερό ότι θα ερχόταν κάμποσος κόσμος. 

Κάπως έτσι, οι Αθηναίοι Nox Formulae ευτύχησαν να παρουσιάσουν το support τους ενώπιον ενός χώρου σχεδόν γεμάτου, κάτι που έδωσε από νωρίς έναν κάποιον παλμό στη βραδιά, μιας και δεν δυσκολεύτηκαν να κερδίσουν χειροκροτήματα και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Εμφανίστηκαν δε ενώπιόν μας ως κουκουλοφόροι «εξτρεμιστές», χαμένοι μέσα σε σκούρα, υποβλητικά φώτα· και εξαπέλυσαν με το καλημέρα τη μυστηριακή «μαυρίλα» που διακατείχε το μοναδικό ως σήμερα άλμπουμ τους The Hidden Paths To Black Ecstasy (2016). 

Όμως, ενώ όλα έδειχναν ότι θα παρέδιδαν μια ψυχωμένη μα μάλλον ευπρόβλεπτη εισαγωγή στους Ruins Of Beverast, μια αναπάντεχη μελωδία στην κιθάρα μας θύμισε ότι η μπάντα γράφει ενίοτε τα τραγούδια της με μια ευρύτητα (ροκ) πνεύματος. Λίγο παρακάτω, δε, ένα άλλο κομμάτι θα μπορούσε να είναι –σε ένα πολύ διαφορετικό σύμπαν– το αποτέλεσμα μιας black metal στροφής των Joy Division, αν υποθέσουμε ότι το ιστορικό σχήμα είχε επιβιώσει στον χρόνο και είχε εκδηλώσει τέτοιες ανησυχίες. Υπηρετήθηκε λοιπόν και ο παράγοντας έκπληξη, σε ένα set που κράτησε όσο ακριβώς έπρεπε. 

Έτσι, όταν βγήκε πια στη σκηνή ο Alexander von Meilenwald με τους νυν συνοδοιπόρους του, βρήκαν από κάτω το κοινό ήδη φτιαγμένο, να τους υποδέχεται με προσμονή και θέρμη. «Συστατικό» απαραίτητο για να λειτουργήσει μια Ruins Of Beverast συναυλία, καθώς –και σε πλήρη συνάφεια με το είδος του metal που παίζουν– η όλη εμπειρία στήνεται και λειτουργεί ως τελετουργία: ως ένας απόκοσμος, (ενίοτε) απάνθρωπος χορός πάνω στα ερείπια του Beverast/Bifröst, που επί νορδικών, μυθολογικών χρόνων ένωνε την επικράτεια των θεών με τον κόσμο των θνητών. 

Με σύμμαχο τον καλό ήχο και με άριστη εκμετάλλευση των φωτισμών του «Temple», οι Γερμανοί ενίσχυσαν αποτελεσματικά αυτόν τον χαρακτήρα του σόου τους. Δίνοντας μια πυκνή συναυλία, η οποία άρεσε ιδιαιτέρως στην πλειονότητα του κόσμου, κρίνοντας από τις επί τόπου αντιδράσεις και τα σχόλια που άκουσα. Πλην εμού, καθώς φαίνεται.

Όταν βγήκε το Exuvia δεν συμμερίστηκα τους υπερ-ενθουσιασμούς που διάβασα δώθε και κείθε, είχα όμως βρει και τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη αυστηρό στην κριτική αποτίμησή του. Τον σκέφτηκα ωστόσο πολλές φορές προσπαθώντας να εντοπίσω τι με εμπόδιζε να ενθουσιαστώ σε μια συναυλία όπου «κανονικά» έπρεπε να πετάω τη σκούφια μου. Εν τέλει –με τα πράγματα εδώ να γίνονται σαφώς υποκειμενικά– συμμερίστηκα τη θέση του ότι οι Ruins Of Beverast έχουν πάρει την κατιούσα. 

Είδαμε πράγματι ένα σημαντικό γκρουπ του ακραίου metal και των εξελίξεων που πηγάζουν από αυτό, για πρώτη φορά στην Αθήνα· το είδαμε όμως 9 χρόνια μετά το Foulest Semen For A Sheltered Elite, να βρίσκεται στον αστερισμό όσων αναζητήσεων εγκαινίασε το Blood Vaults: The Blazing Gospel Of Heinrich Kramer (2013). Ανά σημεία, όταν η setlist απηχούσε το παρελθόν, αισθανόσουν πράγματι στο πετσί σου το αψύ μέταλλο των Γερμανών και τα κοφτερά τους riffs, με τα φωνητικά του von Meilenwald να πηγάζουν ρωμαλέα και με το δυναμικό headbanging των Arioch & G.ST στο πλάι του να αφήνει «γεύση» από διαχρονικές μακρυμάλλικες δόξες. Κυρίαρχη όμως αναδείχθηκε μια ροπή προς ατμόσφαιρες και αχρείαστα μακροσκελή μέρη, τα οποία μου έφεραν κατά νου τον post-rock ήχο που ανέκαθεν σιχαινόμουν (πέρα από τις δύο μπάντες που όλοι ξέρουμε και αν μη τι άλλο σεβόμαστε), ωθώντας την όλη εμπειρία προς ό,τι εύστοχα ο Χρυσόστομος έχει χαρακτηρίσει ως «σπηλαιώδη ψυχεδέλεια».

Κατανοώ ασφαλώς ότι αυτή ακριβώς η «σπηλαιώδης ψυχεδέλεια» πέτυχε την όποια διεύρυνση του κοινού (άρα και το σχεδόν γεμάτο Temple). Και κατανοώ ότι ακούγεται εξαιρετικά επίκαιρη σε χρόνους όπου το πιο ανήσυχο και ευρεία σκεπτόμενο κομμάτι του παλαιού extreme metal έχει αναλάβει να εκφράσει το σκοτάδι που εξαπλώνεται ξανά στον Δυτικό μας κόσμο, πιο πειστικά από το μεγαλύτερο κομμάτι του υπόλοιπου ροκ. Δεκτά όλα τούτα και πράγματι παρόντα σε όσα είδα live. Επιτρέψτε μου ωστόσο να πω ότι, αν έχεις γκρεμοτσακιστεί στα σκοτάδια των Primordial, οι σημερινοί Ruins Of Beverast ακούγονται ως μπάντα προσφέρουσα μεταλλικές συγκινήσεις σε όσους αγάπησαν «τα σκληρά» με τους Isis και τους Neurosis. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για εκείνους ή για εμένα, που υπογράφω την παρούσα ανταπόκριση.



27 Μαρτίου 2023

Under The Pagan Moon Festival - ανταπόκριση (2017)


Τριάντα χρόνια δράσης έμαθα ότι γιορτάζουν οι Kawir, συγκρότημα ηγετικό για τα εγχώρια folk metal δρώμενα. Οι οποίοι ετοιμάζονται να συμπράξουν, λέει, με τους Σκωτσέζους SAOR, που διαθέτουν μια ανάλογη θέση στα πράγματα του δικού τους τόπου, με το λεγόμενο «Caledonian metal» τους να συμπληρώνει αισίως μια δεκαετία ζωής.

Έρχονται λοιπόν συναυλίες σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη τώρα στις αρχές του Απρίλη –για τους SAOR, μάλιστα, θα είναι και η πρώτη τους έλευση στην Ελλάδα– οι οποίες έφεραν κατά νου την τελευταία φορά που είδα τους Kawir επί σκηνής: ήταν Νοέμβρης του 2017 κι εκείνοι είχαν τεθεί επικεφαλής του φεστιβάλ Under The Pagan Moon, στο «Gagarin». 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τα social media των συμμετεχόντων  


Αν και το φεστιβάλ κινήθηκε μάλλον υπόγεια ως προς την προώθησή του, εν μέσω μάλιστα συναυλιακού πανζουρλισμού στην πόλη, το κάλεσμα για μια μαυρομεταλλική μάζωξη με (νοερό) φόντο το Παγανιστικό Φεγγάρι βρήκε τον στόχο του. Κι έτσι το «Gagarin» γέμισε –και μάλιστα από σχετικά νωρίς– κάτι που πρόσφερε ζωντάνια τόσο στον χώρο, όσο και στη διάδραση της σκηνής με την πλατεία και τον εξώστη.

Πρώτοι βγήκαν οι Primal Cult, με 20άλεπτη αργοπορία –φάνταζε αδικαιολόγητη, καθώς το «Gagarin» είχε ήδη περισσότερο κόσμο από ό,τι βλέπεις συνήθως στα support των συναυλιών– η οποία ...διαιωνίστηκε στη συνέχεια. Η μπάντα καταγράφεται ως διασκορπισμένη σε Αθήνα, Άργος και Λιβαδειά, κάτι που ίσως να έχει καθυστερήσει τη δισκογραφική της επιστροφή μετά το ΕΡ Timeless Paths του 2014. 


Ωστόσο το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ (Perennial Fire) είναι έτοιμο, οπότε στο set είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε μια γεύση, π.χ. με το εναρκτήριο "War, Father". Πρόκειται γενικά για αξιοπρόσεχτη περίπτωση, που έδωσε ένα σύντομο μα αληθινά σφιχτοδεμένο σόου, ποντάροντας σε έναν μελωδικό black metal ήχο με έντονες 1990s αναφορές. Έναν ήχο χωρίς εκπλήξεις, που όμως οι Primal Cult προσεγγίζουν από καρδιάς, κάτι που επί σκηνής οπωσδήποτε μέτρησε.

Τη σκυτάλη πήραν οι Synteleia, για μια εμφάνιση που ταρακούνησε για τα καλά το «Gagarin» και χειροκροτήθηκε δίκαια από ένα πλήθος το οποίο είχε αρχίσει αισθητά να πυκνώνει. Το αθηναϊκό γκρουπ βρίσκεται σε μεταβατική φάση, καθώς αφενός έχει νέο βασικό κιθαρίστα (Μάριος Κατσαντώνης) και ντράμερ (ο έμπειρος Νίκος "Yngve" Σάμιος), αφετέρου είναι στο στούντιο για τον επικείμενο πρώτο του δίσκο. 


Τίποτα όμως από αυτά δεν τους εμπόδισε να αποτυπωθούν καταιγιστικοί, εκσφενδονίζοντας προς το μέρος μας ένα thrashy, παλιομοδίτικο black metal με ρίζες στους Rotting Christ, κινητήριος άξονας του οποίου ήταν η επιβλητική ερμηνευτική παρουσία του Nyctelios. Έξτρα μπόνους οι στίχοι με τις αναφορές στον Μύθο του Κθούλου και τις συναφείς θεότητες, μόνο φάουλ η εκτέλεση του φρέσκου, σαμπ-νιγκουραθικού "The Black Goat Rites". Για το οποίο ήρθε επί σκηνής η συμμετέχουσα στη στούντιο ηχογράφηση σοπράνο Μίνα Μόρφη, μα δεν ακούστηκε καθόλου, μάλλον γιατί κάτι έτρεχε με το μικρόφωνό της.

Σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα γκρουπ, οι επίσης «δικοί μας» Necrohell είναι μπάντα με δισκογραφικά χιλιόμετρα. Ωστόσο καταγράφηκαν φοβάμαι ως η (μόνη) απογοήτευση του Under The Pagan Moon Festival, καθώς άφησαν μεν να αιωρείται μια γνήσια «νορβηγίλα» στον αέρα, αλλά χωρίς να την κάνουν να μας καταπιεί και να μας ξεράσει. 

Το συγκρότημα έχει μεταπτυχιακό σε Darkthrone ορόσημα σαν το A Blaze Ιn Τhe Northern Sky ή το Under Α Funeral Moon, γι' αυτό άλλωστε και ολάκερος Nocturno Culto ήρθε να συμμετάσχει στο νέο τους άλμπουμ Deathwings. Όμως ο τραγουδιστής τους Sorg είχε σκαμπανεβάσματα, καθώς άλλοτε ακουγόταν όπως του έπρεπε κι άλλοτε καπακωνόταν από τον καλολαδωμένο θόρυβο που παρήγαγαν οι συνοδοιπόροι του. Κάπου επίσης έχανε και το υλικό σε προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να γίνουν αναπόφευκτες συγκρίσεις με ό,τι είχαμε δει ως τότε.


Την τάξη αποκατέστησαν οι Horn, η μόνη διεθνής παρουσία του φεστιβάλ, στη μόλις δεύτερη συναυλία τους στην Ελλάδα. Είναι γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν διαθέτουν τη δυναμική να αναδειχθούν σε headliners, καθώς το υλικό τους είναι μονολιθικό και επαναλαμβανόμενο, κάτι που έκανε τα 45 λεπτά του set οριακώς αρκετά: ένα κομμάτι ακόμα να είχε παιχτεί, δηλαδή, και θα είχε αρχίσει η βαρεμάρα. 

Ό,τι λείπει σε ποικιλία, όμως, αναπληρώνεται από μια «βάρβαρη» επίθεση στις αισθήσεις εκτελεσμένη με αγνό heavy metal τρόπο και αποδοσμένη στα γερμανικά (βοηθούν σε κάτι τέτοιο), στην οποία πρωτοστατούσε ο τραγουδιστής, μπασίστας και «εγκέφαλος» του γκρουπ Nerrath. Εντυπωσιακός ανάμεσα στους καταπληκτικούς session μουσικούς του, ο κατά κόσμον Niklas Thiele ερμήνευσε με τη μπρουταλιτέ μοναχικού ξυλοκόπου σε κεντροευρωπαϊκό δάσος κωνοφόρων, δίνοντας ρέστα στο "Turm Am Hang" από τον ομώνυμο, φετινό δίσκο. Το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού στο φινάλε, τους άξιζε πέρα για πέρα.

Το οποίο κοινό, βέβαια, αδημονούσε για τους headliners Kawir και το έδειξε με ρυθμικά καλέσματα του ονόματός τους, ενόσω διαρκούσαν οι εργασίες στησίματος πάνω στη σκηνή. Σκεφτόμουν καθώς τους περίμενα πόσο νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι από το μακρινό 1994 –όταν εμφανίστηκαν, αντιμετωπιζόμενοι από σημαντική μερίδα του metal κόσμου ως «κουλαμάρα»– μέχρι σήμερα, που έχουν βουλώσει πολλά στόματα με ένα σερί καλών δίσκων, όντας ένα από τα λίγα (διεθνώς) ονόματα που πλέκουν παγανισμό και black metal αποφεύγοντας τις γνώριμες (και συχνά θλιβερές) κακοτοπιές. 

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως η εγχώρια μπάντα κέρδισε τη συναυλία στο Under The Pagan Moon με το καλημέρα, μπαίνοντας κατά τρόπο σαρωτικό, όσο και ψαρωτικό. Κακομεταχειρισμένο από μας τους μουσικούς δημοσιογράφους το επίθετο «σαρωτικός», πάντως οι Kawir ήταν αυτό ακριβώς. Κι έτσι παρέμειναν, καθόλη τη διάρκεια του set.  

Το γεγονός ότι είχαν ολόφρεσκια κυκλοφορία σήμαινε, ασφαλώς, ότι σημαντικό βάρος της φεστιβαλικής setlist θα κέντραρε εκεί. Κάτι πάντως που η πλειονότητα του κόσμου στο «Gagarin» έδειξε να περιμένει, αντιδρώντας μάλιστα με ενθουσιώδη χειροκροτήματα στα κομμάτια από το άλμπουμ Εξιλασμός. 

Είχαν όμως και οι Kawir κανονίσει τις εκπλήξεις τους: στο "Agamemnon", λ.χ., ήρθε επί σκηνής ο Αλέξανδρος Αντωνίου των Macabre Omen, ο οποίος τραγουδά μαζί τους και στη στούντιο εκτέλεση, μέσα (εννοείται) σε γενική αποθέωση. Κατά τα λοιπά, οι NWOBHM απόηχοι στις αδυσώπητες κιθαριές του Thertonax κι ο επιβλητικός Porphyrion, που σκορπούσε το δέος με τις κραυγές του, στάθηκαν αρχιτέκτονες μιας άρτιας live εμφάνισης. Η οποία στεφάνωσε το Under The Pagan Moon Festival με δοξαστικό ζόφο, άκρως ταιριαστό στην περίπτωση.