31 Μαρτίου 2023

Αλέξανδρος Δρόσος - ανταπόκριση (2014)


Δεν είχα προσέξει καλά τα e-mail που λάμβανα πριν 10 χρόνια από τη δράση της ομάδας ΦΥΤΑ, αλλιώς δεν θα αντιμετώπιζα με έκπληξη την εμπλοκή του Αλέξανδρου Δρόσου στη συζητημένη sci-fi κουήρ βίντεο-όπερα «Orfeas2021» για την οποία μπορείτε να διαβάσετε λεπτομέρειες στο MiC, μ' ένα κλικ εδώ.

Εγώ, από την άλλη, τον γνώρισα ως φέρελπι νέο πιανίστα τον Φεβρουάριο του 2014, όταν έπαιξε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής. Σε μια βραδιά που δεν ήταν μεν σε όλα της ευτυχής, μα πέτυχε να αναδείξει το ταλέντο του εν μέσω μινιμαλιστικών αναφορών, μαθηματικών, video games και της βαθιάς θρησκευτικότητας του Oliver Messiaen.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο, ως promo για τη συναυλία


«Είναι η πρώτη συναυλία τέτοιας εμβέλειας που κάνω», δήλωσε ο Αλέξανδρος Δρόσος φτιάχνοντας (ο ίδιος, όχι κάποιο μάνατζμεντ) τη σχετική εκδήλωση στο Facebook, «θα το εκτιμούσα πάρα πολύ αν πληροφορούσατε όποιον θεωρείτε πως θα ενδιαφερόταν». Η φράση, μέσα στην ευγένειά της, φανέρωνε και τη –δικαιολογημένη– αγωνία ενός νεαρού πιανίστα/συνθέτη για την πρώτη του εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής. Από την άλλη, τούτος ο 25άχρονος ανακοίνωσε ότι θα αναμετριόταν με τον Oliver Messiaen και με το "Canto Ostinato" του Simeon Ten Holt, χώρια που θα μας παρουσίαζε και δύο δικά του έργα. Παρά το όποιο τρακ, λοιπόν, ο πήχης είχε τοποθετηθεί ψηλά. 

Φτάνοντας στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», απόρησα με την κοσμοσυρροή. Οπωσδήποτε είχαν έρθει αρκετοί φίλοι του Δρόσου: πέραν του ότι έκαναν αισθητή την παρουσία τους επευφημώντας τον στην είσοδο του δεύτερου μέρους, δεν εξηγούνταν αλλιώς πώς βρέθηκαν στο Μέγαρο τόσα αγόρια και κορίτσια στη δεύτερη δεκαετία της ζωής –το θέαμα είναι πιο σπάνιο και από τετράφυλλο τριφύλλι. Ακόμα κι αν μετρήσουμε και τους πιθανούς συγγενείς, πάντως, νομίζω ότι η συναυλία κίνησε και μια γενικότερη περιέργεια. 

Το πρώτο μισό μου άφησε μοιρασμένες εντυπώσεις. Ως έναν βαθμό, επρόκειτο για θέμα δομής· βάζοντας τον 15ο στοχασμό του Messiaen πάνω στη γέννηση του Ιησού Χριστού ("Le Baiser De L' Enfant-Jésus") εμβόλιμο σε δύο δικές του συνθέσεις, ο Δρόσος πήρε ένα ρίσκο, το οποίο θεωρώ πως δεν του βγήκε: γεννήθηκε δηλαδή μια αναπόφευκτη σύγκριση, που απέβη σε βάρος των δικών του έργων. Όχι γιατί δεν ήταν άξια λόγου ή γιατί στερούνταν αρετών, αλλά επειδή, καλώς ή κακώς, υπερτονίστηκε ο πρωτόλειος χαρακτήρας τους και η απόστασή τους από τον Messiaen. 

Η «Ακολουθία», με την οποία ξεκίνησε η συναυλία, είναι –κατά δήλωση του Δρόσου– ένα έργο μη ολοκληρωμένο, που ξεκίνησε να φτιάχνει το 2013. Ήχησε πράγματι ατελές, αν και οφείλω να παραδεχτώ ότι βρήκα ενδιαφέρουσα αυτή την απόπειρα αποτύπωσης της εμπειρίας των video games σε μια πιανιστική σύνθεση: υπήρχαν έξυπνα σημεία και καλή ροή. Το έτερο έργο του νεαρού δημιουργού, ονόματι «The Abundant Lake», βασιζόταν επίσης σε ένα concept («απεικονίζει» μια λίμνη, πρώτα κατά τη δημιουργία της, ύστερα κατά την καθημερινή της ύπαρξη) και διακατεχόταν από την ίδια ευστροφία ως προς τις ιδέες, μα και από μια αδυναμία να αρθρωθεί πάνω τους κάτι ικανό να προξενήσει εντύπωση διαρκείας. Δεν ξέρω αν η χρήση μαθηματικών, στην οποία προέβη, τον βοήθησε τελικά ως προς την κλιμάκωση ή αντίθετα «στέγνωσε» τη διμερή πλοκή που είχε φανταστεί. 

Ούτε πάντως και ο Messiaen με άφησε πολύ ικανοποιημένο, για να είμαι ειλικρινής. Παρουσιάστηκε καλά διαβασμένος ο Δρόσος, διέθετε επίγνωση της δυσκολίας του "Le Baiser De L' Enfant-Jésus" και θα ήμουν άδικος αν έλεγα ότι δεν έφερε σε πέρας το έργο με ευκρίνεια, ευλάβεια μα και με πάθος. Ζορίστηκε, όπως έδειξε και ο ιδρώτας που σκούπισε από το μέτωπό του τελειώνοντας –κι όμως, αυτό ήταν το μόνο σημείο όπου το πήραμε χαμπάρι, μιας και, κατά τα άλλα, η κινησιολογία του φανέρωσε άνεση. Ωστόσο μια συναυλιακή συνθήκη δεν είναι ωδειακή εξέταση, ακόμα κι αν τη θέσουμε στο υψηλότερο δυνατό διαγωνιστικό πλαίσιο. Δεν είναι λοιπόν θέμα του αν πήρες «άριστα», όσο του αν βρήκες τον τρόπο να μεταφέρεις μια (δεδομένη) συγκινησιακή δυναμική. Και, ως προς τη συγκεκριμένη παράμετρο, εμένα τουλάχιστον κάτι μου έλειψε. 

Αλλά ο Δρόσος πήρε θριαμβευτική ρεβάνς στο δεύτερο μέρος της βραδιάς. Με το που μπήκε, πραγματικά όρμησε με φούρια στα πλήκτρα του πιάνου του και μέσα σε λίγα μόνο λεπτά μας έδειξε όχι μόνο το πόσο καλά γνώριζε τα κατατόπια του "Canto Ostinato" του Ten Holt, αλλά και ότι είχε τον τρόπο να το παίξει έτσι ώστε να το καταστήσει συναρπαστικό ακόμα και για όσους ήδη το ξέραμε. Έπιασε εξαίσια τον μινιμαλισμό του, το μετέφερε πολύ επιτυχημένα σε εκδοχή για σόλο πιάνο (είναι, θυμίζω, γραμμένο για πολλαπλά πληκτροφόρα όργανα), απέδωσε ατόφιο τον λυρισμό του, στάθηκε με τον απαιτούμενο ενθουσιασμό σε όσες εναλλαγές το απαιτούσαν. 

Τον έβλεπα παραδομένο ψυχή και σώματι σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο πόνημα του Ten Holt και πραγματικά τον θαύμασα. Ήταν η στιγμή που πείστηκα ότι, όντως, πρόκειται για ένα νέο ταλέντο που έχει να κομίσει τη δική του δροσιά στα κλασικά πράγματα. 



28 Μαρτίου 2023

The Ruins Of Beverast - ανταπόκριση (2018)


Μερικές συναυλίες, τελικά, απλά σβήνονται από τη μνήμη σχεδόν ολότελα.

Για κάτι άλλο μίλαγα πρόσφατα στο Facebook με τον φίλο και κουμπάρο Πέτρο Μάμαλη, δηλαδή, μέχρι που μου ανέφερε τους Ruins Of Beverast. Και –φλας!– θυμήθηκα ξαφνικά ότι είχα πάει να τους δω σε συναυλία αυτούς τους Γερμανούς.

Σκαλίζοντας στα αρχεία, λοιπόν, βρήκα ότι αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 2018, στο «Temple». Μάλιστα, ήταν και sold out βραδιά, γεγονός που δείχνει νομίζω τη δυναμική που αναπτύσσουν τέτοια συγκροτήματα του heavy metal επέκεινα.

Εγώ, πάντως, δεν πέρασα και πολύ καλά. Έχω ενστάσεις, όπως κατέγραψα και σε μια ανταπόκριση, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τα social media των συγκροτημάτων της βραδιάς


Λίγο ο αθόρυβος τρόπος με τον οποίον κινήθηκε διοργανωτικά το Bowel Of Noise της Θεμιστοκλέους (χωρίς promo, εν μέρει στόμα-με-στόμα και εν μέρει Facebook, φτηνό εισιτήριο), λίγο οι μοιρασμένες εντυπώσεις σχετικά με το άλμπουμ Exuvia (2017), δεν ήμουν βέβαιος τι προσέλευση θα είχε η πρώτη συναυλία των Ruins Of Beverast στην Ελλάδα. Στο «Temple», όμως, έγινε από νωρίς φανερό ότι θα ερχόταν κάμποσος κόσμος. 

Κάπως έτσι, οι Αθηναίοι Nox Formulae ευτύχησαν να παρουσιάσουν το support τους ενώπιον ενός χώρου σχεδόν γεμάτου, κάτι που έδωσε από νωρίς έναν κάποιον παλμό στη βραδιά, μιας και δεν δυσκολεύτηκαν να κερδίσουν χειροκροτήματα και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Εμφανίστηκαν δε ενώπιόν μας ως κουκουλοφόροι «εξτρεμιστές», χαμένοι μέσα σε σκούρα, υποβλητικά φώτα· και εξαπέλυσαν με το καλημέρα τη μυστηριακή «μαυρίλα» που διακατείχε το μοναδικό ως σήμερα άλμπουμ τους The Hidden Paths To Black Ecstasy (2016). 

Όμως, ενώ όλα έδειχναν ότι θα παρέδιδαν μια ψυχωμένη μα μάλλον ευπρόβλεπτη εισαγωγή στους Ruins Of Beverast, μια αναπάντεχη μελωδία στην κιθάρα μας θύμισε ότι η μπάντα γράφει ενίοτε τα τραγούδια της με μια ευρύτητα (ροκ) πνεύματος. Λίγο παρακάτω, δε, ένα άλλο κομμάτι θα μπορούσε να είναι –σε ένα πολύ διαφορετικό σύμπαν– το αποτέλεσμα μιας black metal στροφής των Joy Division, αν υποθέσουμε ότι το ιστορικό σχήμα είχε επιβιώσει στον χρόνο και είχε εκδηλώσει τέτοιες ανησυχίες. Υπηρετήθηκε λοιπόν και ο παράγοντας έκπληξη, σε ένα set που κράτησε όσο ακριβώς έπρεπε. 

Έτσι, όταν βγήκε πια στη σκηνή ο Alexander von Meilenwald με τους νυν συνοδοιπόρους του, βρήκαν από κάτω το κοινό ήδη φτιαγμένο, να τους υποδέχεται με προσμονή και θέρμη. «Συστατικό» απαραίτητο για να λειτουργήσει μια Ruins Of Beverast συναυλία, καθώς –και σε πλήρη συνάφεια με το είδος του metal που παίζουν– η όλη εμπειρία στήνεται και λειτουργεί ως τελετουργία: ως ένας απόκοσμος, (ενίοτε) απάνθρωπος χορός πάνω στα ερείπια του Beverast/Bifröst, που επί νορδικών, μυθολογικών χρόνων ένωνε την επικράτεια των θεών με τον κόσμο των θνητών. 

Με σύμμαχο τον καλό ήχο και με άριστη εκμετάλλευση των φωτισμών του «Temple», οι Γερμανοί ενίσχυσαν αποτελεσματικά αυτόν τον χαρακτήρα του σόου τους. Δίνοντας μια πυκνή συναυλία, η οποία άρεσε ιδιαιτέρως στην πλειονότητα του κόσμου, κρίνοντας από τις επί τόπου αντιδράσεις και τα σχόλια που άκουσα. Πλην εμού, καθώς φαίνεται.

Όταν βγήκε το Exuvia δεν συμμερίστηκα τους υπερ-ενθουσιασμούς που διάβασα δώθε και κείθε, είχα όμως βρει και τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη αυστηρό στην κριτική αποτίμησή του. Τον σκέφτηκα ωστόσο πολλές φορές προσπαθώντας να εντοπίσω τι με εμπόδιζε να ενθουσιαστώ σε μια συναυλία όπου «κανονικά» έπρεπε να πετάω τη σκούφια μου. Εν τέλει –με τα πράγματα εδώ να γίνονται σαφώς υποκειμενικά– συμμερίστηκα τη θέση του ότι οι Ruins Of Beverast έχουν πάρει την κατιούσα. 

Είδαμε πράγματι ένα σημαντικό γκρουπ του ακραίου metal και των εξελίξεων που πηγάζουν από αυτό, για πρώτη φορά στην Αθήνα· το είδαμε όμως 9 χρόνια μετά το Foulest Semen For A Sheltered Elite, να βρίσκεται στον αστερισμό όσων αναζητήσεων εγκαινίασε το Blood Vaults: The Blazing Gospel Of Heinrich Kramer (2013). Ανά σημεία, όταν η setlist απηχούσε το παρελθόν, αισθανόσουν πράγματι στο πετσί σου το αψύ μέταλλο των Γερμανών και τα κοφτερά τους riffs, με τα φωνητικά του von Meilenwald να πηγάζουν ρωμαλέα και με το δυναμικό headbanging των Arioch & G.ST στο πλάι του να αφήνει «γεύση» από διαχρονικές μακρυμάλλικες δόξες. Κυρίαρχη όμως αναδείχθηκε μια ροπή προς ατμόσφαιρες και αχρείαστα μακροσκελή μέρη, τα οποία μου έφεραν κατά νου τον post-rock ήχο που ανέκαθεν σιχαινόμουν (πέρα από τις δύο μπάντες που όλοι ξέρουμε και αν μη τι άλλο σεβόμαστε), ωθώντας την όλη εμπειρία προς ό,τι εύστοχα ο Χρυσόστομος έχει χαρακτηρίσει ως «σπηλαιώδη ψυχεδέλεια».

Κατανοώ ασφαλώς ότι αυτή ακριβώς η «σπηλαιώδης ψυχεδέλεια» πέτυχε την όποια διεύρυνση του κοινού (άρα και το σχεδόν γεμάτο Temple). Και κατανοώ ότι ακούγεται εξαιρετικά επίκαιρη σε χρόνους όπου το πιο ανήσυχο και ευρεία σκεπτόμενο κομμάτι του παλαιού extreme metal έχει αναλάβει να εκφράσει το σκοτάδι που εξαπλώνεται ξανά στον Δυτικό μας κόσμο, πιο πειστικά από το μεγαλύτερο κομμάτι του υπόλοιπου ροκ. Δεκτά όλα τούτα και πράγματι παρόντα σε όσα είδα live. Επιτρέψτε μου ωστόσο να πω ότι, αν έχεις γκρεμοτσακιστεί στα σκοτάδια των Primordial, οι σημερινοί Ruins Of Beverast ακούγονται ως μπάντα προσφέρουσα μεταλλικές συγκινήσεις σε όσους αγάπησαν «τα σκληρά» με τους Isis και τους Neurosis. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για εκείνους ή για εμένα, που υπογράφω την παρούσα ανταπόκριση.



27 Μαρτίου 2023

Under The Pagan Moon Festival - ανταπόκριση (2017)


Τριάντα χρόνια δράσης έμαθα ότι γιορτάζουν οι Kawir, συγκρότημα ηγετικό για τα εγχώρια folk metal δρώμενα. Οι οποίοι ετοιμάζονται να συμπράξουν, λέει, με τους Σκωτσέζους SAOR, που διαθέτουν μια ανάλογη θέση στα πράγματα του δικού τους τόπου, με το λεγόμενο «Caledonian metal» τους να συμπληρώνει αισίως μια δεκαετία ζωής.

Έρχονται λοιπόν συναυλίες σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη τώρα στις αρχές του Απρίλη –για τους SAOR, μάλιστα, θα είναι και η πρώτη τους έλευση στην Ελλάδα– οι οποίες έφεραν κατά νου την τελευταία φορά που είδα τους Kawir επί σκηνής: ήταν Νοέμβρης του 2017 κι εκείνοι είχαν τεθεί επικεφαλής του φεστιβάλ Under The Pagan Moon, στο «Gagarin». 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τα social media των συμμετεχόντων  


Αν και το φεστιβάλ κινήθηκε μάλλον υπόγεια ως προς την προώθησή του, εν μέσω μάλιστα συναυλιακού πανζουρλισμού στην πόλη, το κάλεσμα για μια μαυρομεταλλική μάζωξη με (νοερό) φόντο το Παγανιστικό Φεγγάρι βρήκε τον στόχο του. Κι έτσι το «Gagarin» γέμισε –και μάλιστα από σχετικά νωρίς– κάτι που πρόσφερε ζωντάνια τόσο στον χώρο, όσο και στη διάδραση της σκηνής με την πλατεία και τον εξώστη.

Πρώτοι βγήκαν οι Primal Cult, με 20άλεπτη αργοπορία –φάνταζε αδικαιολόγητη, καθώς το «Gagarin» είχε ήδη περισσότερο κόσμο από ό,τι βλέπεις συνήθως στα support των συναυλιών– η οποία ...διαιωνίστηκε στη συνέχεια. Η μπάντα καταγράφεται ως διασκορπισμένη σε Αθήνα, Άργος και Λιβαδειά, κάτι που ίσως να έχει καθυστερήσει τη δισκογραφική της επιστροφή μετά το ΕΡ Timeless Paths του 2014. 


Ωστόσο το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ (Perennial Fire) είναι έτοιμο, οπότε στο set είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε μια γεύση, π.χ. με το εναρκτήριο "War, Father". Πρόκειται γενικά για αξιοπρόσεχτη περίπτωση, που έδωσε ένα σύντομο μα αληθινά σφιχτοδεμένο σόου, ποντάροντας σε έναν μελωδικό black metal ήχο με έντονες 1990s αναφορές. Έναν ήχο χωρίς εκπλήξεις, που όμως οι Primal Cult προσεγγίζουν από καρδιάς, κάτι που επί σκηνής οπωσδήποτε μέτρησε.

Τη σκυτάλη πήραν οι Synteleia, για μια εμφάνιση που ταρακούνησε για τα καλά το «Gagarin» και χειροκροτήθηκε δίκαια από ένα πλήθος το οποίο είχε αρχίσει αισθητά να πυκνώνει. Το αθηναϊκό γκρουπ βρίσκεται σε μεταβατική φάση, καθώς αφενός έχει νέο βασικό κιθαρίστα (Μάριος Κατσαντώνης) και ντράμερ (ο έμπειρος Νίκος "Yngve" Σάμιος), αφετέρου είναι στο στούντιο για τον επικείμενο πρώτο του δίσκο. 


Τίποτα όμως από αυτά δεν τους εμπόδισε να αποτυπωθούν καταιγιστικοί, εκσφενδονίζοντας προς το μέρος μας ένα thrashy, παλιομοδίτικο black metal με ρίζες στους Rotting Christ, κινητήριος άξονας του οποίου ήταν η επιβλητική ερμηνευτική παρουσία του Nyctelios. Έξτρα μπόνους οι στίχοι με τις αναφορές στον Μύθο του Κθούλου και τις συναφείς θεότητες, μόνο φάουλ η εκτέλεση του φρέσκου, σαμπ-νιγκουραθικού "The Black Goat Rites". Για το οποίο ήρθε επί σκηνής η συμμετέχουσα στη στούντιο ηχογράφηση σοπράνο Μίνα Μόρφη, μα δεν ακούστηκε καθόλου, μάλλον γιατί κάτι έτρεχε με το μικρόφωνό της.

Σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα γκρουπ, οι επίσης «δικοί μας» Necrohell είναι μπάντα με δισκογραφικά χιλιόμετρα. Ωστόσο καταγράφηκαν φοβάμαι ως η (μόνη) απογοήτευση του Under The Pagan Moon Festival, καθώς άφησαν μεν να αιωρείται μια γνήσια «νορβηγίλα» στον αέρα, αλλά χωρίς να την κάνουν να μας καταπιεί και να μας ξεράσει. 

Το συγκρότημα έχει μεταπτυχιακό σε Darkthrone ορόσημα σαν το A Blaze Ιn Τhe Northern Sky ή το Under Α Funeral Moon, γι' αυτό άλλωστε και ολάκερος Nocturno Culto ήρθε να συμμετάσχει στο νέο τους άλμπουμ Deathwings. Όμως ο τραγουδιστής τους Sorg είχε σκαμπανεβάσματα, καθώς άλλοτε ακουγόταν όπως του έπρεπε κι άλλοτε καπακωνόταν από τον καλολαδωμένο θόρυβο που παρήγαγαν οι συνοδοιπόροι του. Κάπου επίσης έχανε και το υλικό σε προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να γίνουν αναπόφευκτες συγκρίσεις με ό,τι είχαμε δει ως τότε.


Την τάξη αποκατέστησαν οι Horn, η μόνη διεθνής παρουσία του φεστιβάλ, στη μόλις δεύτερη συναυλία τους στην Ελλάδα. Είναι γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν διαθέτουν τη δυναμική να αναδειχθούν σε headliners, καθώς το υλικό τους είναι μονολιθικό και επαναλαμβανόμενο, κάτι που έκανε τα 45 λεπτά του set οριακώς αρκετά: ένα κομμάτι ακόμα να είχε παιχτεί, δηλαδή, και θα είχε αρχίσει η βαρεμάρα. 

Ό,τι λείπει σε ποικιλία, όμως, αναπληρώνεται από μια «βάρβαρη» επίθεση στις αισθήσεις εκτελεσμένη με αγνό heavy metal τρόπο και αποδοσμένη στα γερμανικά (βοηθούν σε κάτι τέτοιο), στην οποία πρωτοστατούσε ο τραγουδιστής, μπασίστας και «εγκέφαλος» του γκρουπ Nerrath. Εντυπωσιακός ανάμεσα στους καταπληκτικούς session μουσικούς του, ο κατά κόσμον Niklas Thiele ερμήνευσε με τη μπρουταλιτέ μοναχικού ξυλοκόπου σε κεντροευρωπαϊκό δάσος κωνοφόρων, δίνοντας ρέστα στο "Turm Am Hang" από τον ομώνυμο, φετινό δίσκο. Το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού στο φινάλε, τους άξιζε πέρα για πέρα.

Το οποίο κοινό, βέβαια, αδημονούσε για τους headliners Kawir και το έδειξε με ρυθμικά καλέσματα του ονόματός τους, ενόσω διαρκούσαν οι εργασίες στησίματος πάνω στη σκηνή. Σκεφτόμουν καθώς τους περίμενα πόσο νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι από το μακρινό 1994 –όταν εμφανίστηκαν, αντιμετωπιζόμενοι από σημαντική μερίδα του metal κόσμου ως «κουλαμάρα»– μέχρι σήμερα, που έχουν βουλώσει πολλά στόματα με ένα σερί καλών δίσκων, όντας ένα από τα λίγα (διεθνώς) ονόματα που πλέκουν παγανισμό και black metal αποφεύγοντας τις γνώριμες (και συχνά θλιβερές) κακοτοπιές. 

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως η εγχώρια μπάντα κέρδισε τη συναυλία στο Under The Pagan Moon με το καλημέρα, μπαίνοντας κατά τρόπο σαρωτικό, όσο και ψαρωτικό. Κακομεταχειρισμένο από μας τους μουσικούς δημοσιογράφους το επίθετο «σαρωτικός», πάντως οι Kawir ήταν αυτό ακριβώς. Κι έτσι παρέμειναν, καθόλη τη διάρκεια του set.  

Το γεγονός ότι είχαν ολόφρεσκια κυκλοφορία σήμαινε, ασφαλώς, ότι σημαντικό βάρος της φεστιβαλικής setlist θα κέντραρε εκεί. Κάτι πάντως που η πλειονότητα του κόσμου στο «Gagarin» έδειξε να περιμένει, αντιδρώντας μάλιστα με ενθουσιώδη χειροκροτήματα στα κομμάτια από το άλμπουμ Εξιλασμός. 

Είχαν όμως και οι Kawir κανονίσει τις εκπλήξεις τους: στο "Agamemnon", λ.χ., ήρθε επί σκηνής ο Αλέξανδρος Αντωνίου των Macabre Omen, ο οποίος τραγουδά μαζί τους και στη στούντιο εκτέλεση, μέσα (εννοείται) σε γενική αποθέωση. Κατά τα λοιπά, οι NWOBHM απόηχοι στις αδυσώπητες κιθαριές του Thertonax κι ο επιβλητικός Porphyrion, που σκορπούσε το δέος με τις κραυγές του, στάθηκαν αρχιτέκτονες μιας άρτιας live εμφάνισης. Η οποία στεφάνωσε το Under The Pagan Moon Festival με δοξαστικό ζόφο, άκρως ταιριαστό στην περίπτωση.




22 Μαρτίου 2023

Anastazios - The Remains Of Shade, Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη EP, Υποβρύχια Θέα [δισκοκριτικές, 2008, 2016 & 2019]


Ποιητής, αλλά και μουσικός, ο Αθηναίος Αναστάσιος Καρποδίνης δρα στην εγχώρια δισκογραφία ως Anastazios, δημοσιεύοντας δικά του έργα, σταθερά βασισμένα στο πιάνο.

Κοιτώντας λοιπόν στα αρχεία μου, συνειδητοποίησα ότι έχω γράψει κριτικές για όλους τους μέχρι στιγμής δίσκους του, δηλαδή και για το «The Remains Of Shade» (Καθρέφτης Ήχων Αληθινός, 2008) και για το ΕΡ «Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη» (Οδός Πανός, 2016) και για το «Υποβρύχια Θέα» (Καθρέφτης Ήχων Αληθινών, 2019). Όπου καταγράφεται μια πορεία από άγουρες ορχηστρικές αναζητήσεις προς ένα στυλ με περισσότερη αυτοπεποίθηση, που βρίσκεται κοντά σε δημοφιλείς διεθνείς περιπτώσεις σαν π.χ. τον Ludovico Einaudi. 

Ευκαιρία, λοιπόν, να μαζευτούν όλα αυτά τα κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Avopolis σε ένα μέρος, ελαφρώς ρετουσαρισμένα εδώ κι εκεί, ως προς αισθητικής φύσης λεπτομέρειες, ώστε να εκπροσωπούν καλύτερα το πώς τα βλέπω και ο ίδιος σήμερα.

* η κεντρική φωτογραφία είναι η μόνη του συνθέτη που γνωρίζω να έχει δημοσιευτεί


The Remains Of Shade (2008)

Ξεκίνημα στη δισκογραφία για τον Anastazios, συνθέτη από την Αθήνα –όπως με πληροφορεί το συνοδευτικό δελτίο Τύπου– με σπουδές κλασικής μουσικής εδώ και στο Εδιμβούργο. Και με στενή σχέση με την Ουγγαρία, θα προσθέσω, η οποία εξηγεί τόσο κάποιους τίτλους συνθέσεων στο άλμπουμ, όσο και τα όμορφα εικαστικά στο booklet, δουλειά της Ουγγαρέζας γραφίστριας Fabry Timea. 

Άκουσα με μεγάλο ενδιαφέρον το Remains Of Shade. Κυρίως γιατί με έπεισε από πολύ νωρίς ότι έχω να κάνω με έναν δημιουργό με ειλικρινείς και αξιόλογες ανησυχίες, που επιπλέον είναι καλά καταρτισμένος, μα και λεπτολόγος στη δουλειά του. Πέραν της σύνθεσης των 12 ορχηστρικών επιλογών, ο Anastazios υπογράφει επίσης την παραγωγή και την ενορχήστρωση –διαπρέποντας, θα έλεγα, ιδιαίτερα στην τελευταία. Ως αποτέλεσμα της φροντίδας που έχει επενδυθεί προκύπτει ένα σύνολο σφιχτοδεμένο, με σωστή αίσθηση της χρονικής οικονομίας (διαρκεί περίπου 46 λεπτά), αλλά και με δυνατότητα, πιστεύω, εμπορικής επιτυχίας. Τουλάχιστον σε ένα συγκεκριμένο κοινό. 

Απογυμνώνοντας όμως το οικοδόμημα και φτάνοντας στις αμιγώς μελωδικές του ιδέες, ομολογώ ότι δεν έμεινα παρά στιγμιαία ευχαριστημένος από τα όσα άκουσα. Στο Remains Of Shade ο Anastazios περίκλεισε το ορχηστρικό όραμα μιας μουσικής με ευδιάκριτα πατήματα στη λεγόμενη «κλασική», η οποία διατηρεί ταυτόχρονα κι ένα ενδιαφέρον για τα ambient ηλεκτρονικά, καθώς και για την αισθητική των κινηματογραφικών soundtracks. Δυστυχώς, όμως, μια τέτοια γκάμα, αντί να πλουτίζει το σύνολο με ποικιλία, το πνίγει. 

Αυτό συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, διότι ο συνθέτης ενοποιεί τις παραπάνω κατευθύνσεις μέσω ενός new age φίλτρου, καταλήγοντας σε ό,τι στο εξωτερικό χαρακτηρίζεται άγαρμπα ως «contemporary instrumental». Όσο περίτεχνα κι αν ενώνεται στις ενορχηστρώσεις το φλάουτο, το βιολί, η μαρίμπα και το γαλλικό κόρνο με τα ηλεκτρονικά, μένει τελικά η γεύση ενός εύπεπτου και φαντεζί ήχου. Ο οποίος ναι μεν δεν εκπίπτει ποτέ στο φτηνιάρικο, αποφεύγει όμως και την κατάδυση σε βαθιές συγκινήσεις. Μόνο στο "Sunny Waves" και στο "Glimpse Of A Smile" εντόπισα την έναρξη μιας τέτοιας (ανολοκλήρωτης) διαδρομής. 

Ο Anastazios αποδεικνύει πάντως ότι διαθέτει συνθετική σκέψη και ότι είναι μάστορας στις ενορχηστρώσεις. Αποτελούν καλά εφόδια αυτά για το μέλλον, χρειάζεται όμως να απεμπλακεί αισθητικώς από τον «περιβαντολλογικό» και ολίγον μελοδραματικό ρομαντισμό που επιδεικνύει εδώ. Και να αφήσει επίσης κατά μέρους το φλερτ με τα ηλεκτρονικά, εάν και εφόσον επιμένει σε τέτοια δοκιμασμένα –και, κατ' εμέ, αισθητικώς αδιάφορα– new age μονοπάτια. 

Συχνά, για παράδειγμα, αισθάνεσαι ακούγοντας το Remains Of Shade ότι βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που πότε παραπέμπει στην Ευανθία Ρεμπούτσικα, πότε στην Enya, πότε στον Yanni και πότε σε soundtrack ευρωπαϊκής ταινίας. Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις κατευθύνσεις ο Anastazios θα πρέπει να βρει ένα πιο προσωπικό στίγμα, οδηγώντας παράλληλα τη διακρινόμενη ευαισθησία του σε πιο ουσιώδεις διαλόγους με τη μνήμη (ελληνική ή Δυτική) και με το μουσικό γίγνεσθαι. 


Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη EP (2016)

Είχα χρόνια να ακούσω δουλειά του Αναστάσιου Καρποδίνη, του πιανίστα και συνθέτη που βρίσκεται πίσω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Anastazios –από το The Remains Of Shade του 2008, για την ακρίβεια. Δεν είμαι σίγουρος για το αν έχει κυκλοφορήσει και κάτι ακόμα στο μεταξύ, πάντως αυτό το καινούριο ΕΡ τον βρίσκει να έχει ωριμάσει όμορφα και ουσιαστικά, προχωρώντας την τέχνη του δίχως να απεμπολήσει τις ανησυχίες του: η διάρκεια της νέας του δουλειάς μπορεί να είναι μικρή, μα οι εντυπώσεις αποτυπώνονται πυκνές. 

Αντικείμενό της, η ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ενός δημιουργού που τυχαίνει να αγαπώ ιδιαιτέρως. Περιττή αυτοαναφορά, θα μου πείτε, το λέω όμως γιατί ο Λαπαθιώτης δείχνει εύκολος ποιητής, μα δεν είναι: υπάρχει ένας κόσμος ολόκληρος πίσω από τα απλά του σχήματα, αλληλένδετος με την αντισυμβατική (ορισμένες φορές και αντιφατική) ζωή του, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται εύκολα, αν δεν έχεις σκύψει με προσοχή πάνω από τις λέξεις και τις επιρροές του. 

Επιφανειακά, δηλαδή, μπορεί να φαίνεται σαν ένας ακόμα από τους μελό ρομαντικούς του Μεσοπολέμου. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει απελπισία πίσω από το «μελό»· και ο «θρήνος» δεν αφορά τόσο χαμένους ή ανεκπλήρωτους έρωτες, όσο την απώλεια πραγμάτων ιδανικών. Κάτι που ο Anastazios δείχνει να έχει κατανοήσει καλά, κρίνοντας από το ότι αφιερώνει τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη στη μνήμη της μητέρας του.


Ήδη από το The Remains Of Shade είχε διαφανεί η μεγάλη ικανότητα του Καρποδίνη στις ενορχηστρώσεις, η οποία λάμπει κι εδώ. Το σύνολο κυριαρχείται από το πιάνο (παίζει ο ίδιος ο συνθέτης, εξαιρετικά) και το βιολί (καταπληκτικά τα χρώματα του Sergiu Nastasa), διαθέτει όμως και καίρια συμβολή από κοντραμπάσο (Γιώργος Βεντουρής), ενώ υπάρχει και ακορντεόν (Larysa Zhykhareva), διακριτικώς όμορφο. Από τα 5 συνολικά κομμάτια, 3 είναι μελοποιήσεις (τραγουδά ο Αλέξανδρος Βαλκανάς), ενώ 2 είναι οργανικά, εμπνευσμένα από τις λέξεις του Λαπαθιώτη.

Γενικά μιλώντας, ο Βαλκανάς δεν μου άρεσε. Τραγουδάει σωστά, διαθέτει συναίσθημα, έχει μάλιστα και κάτι από την εκφραστικότητα του Βασίλη Λέκκα στα πιο ήπια του. Νομίζω όμως ότι του διέφυγε ο Λαπαθιώτης. Ότι τον κοίταξε δηλαδή ως έναν ευαίσθητο δημιουργό μελοδραματικών ρομαντσάδων, χάνοντας τη μεγαλύτερη εικόνα –γι' αυτό και ευτυχέστερη στιγμή του είναι το "Τραγούδι" (γνωστό και ως το "Δρομάκι Το Παλιό", από μια παλιότερη μελοποίηση του Σταύρου Κουγιουμτζή). 

Αντιθέτως, ο Anastazios έχει πλήρη επίγνωση αυτής της περαιτέρω διάστασης του λαπαθιωτικού έργου και δεν τη χάνει σε κανένα σημείο της διαδρομής. Είναι ένας συνθέτης με πιο καθαρή ματιά, συγκρινόμενος με τον δημιουργό του The Remains Of Shade. Ο οποίος δεν πελαγοδρομεί πια στο fusion με ηλεκτρονικά ή/και new age στοιχεία, μα στηρίζεται στο πιάνο του και στα όσα προφανώς αγαπά από τη μεγάλη ρομαντική παρακαταθήκη της λόγιας Δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, ώστε να «φωτίσει» τον κόσμο του Λαπαθιώτη. 

Το πόσο το πετυχαίνει, το δείχνει πιο καθαρά απ' όλα το οργανικό "Αίνιγμα Βαθύ" (στίχος από το «Λυπήσου...»), το οποίο πετυχαίνει μέσα στα 6.21 λεπτά του να προσεγγίσει τον ποιητή με τον πιο ουσιαστικό και συνάμα αφοπλιστικό τρόπο. Έστω κι αν δεν ακούγεται λέξη από το έργο του. 


Υποβρύχια Θέα (2019)

Μια δεκαετία και κάτι πριν, ο Anastazios συστήθηκε δισκογραφικά με το άλμπουμ The Remains Of Shade (2008), μέσω ενός πλούσιου οργανικού καμβά με κάποια ηλεκτρονικά στοιχεία. Αρκετά χρόνια μετά (2016), τον συναντήσαμε να μελοποιεί ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη· και τώρα, στην τρίτη κατά σειρά δουλειά του, τον βρίσκουμε να κάθεται μόνος στο πιάνο. Τρεις δίσκοι, δηλαδή, τρεις διαφορετικές πλευρές του ίδιου καλλιτέχνη, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν οι αδρές ενοποιητικές γραμμές. 

Στην Υποβρύχια Θέα, ωστόσο, ο Anastazios σου δίνει ζωηρή την εντύπωση ότι παίζει «εντός έδρας». Όχι γιατί βασίζει συνολικότερα τη δημιουργία του στο πιάνο (δεν είναι πάντα η περίπτωση), αλλά επειδή –όπως είχε δείξει και στο λαπαθιωτικό ΕΡ Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθη– βρίσκεται στα πολύ δυνατά του όταν κάθεται μπροστά στο κλαβιέ. Έχει το χάρισμα δηλαδή να ακούγεται άμεσος και να επικοινωνεί το επιδιωκόμενο συναισθηματικό χρώμα, ανεξάρτητα από το στυλ που μπορεί να ακολουθεί εδώ κι εκεί. 

Είναι μια σημαντική παρατήρηση η παραπάνω (περί στυλ), γιατί η Υποβρύχια Θέα δεν είναι δίσκος κλασικής μουσικής, μα μια δουλειά που φιλοξενεί και κλασική μουσική, δίπλα σε άλλες ανησυχίες. Το πιο κοντινό διεθνές παράδειγμα θα ήταν ίσως ο Ludovico Einaudi, με τον οποίον πράγματι ο Anastazios διαθέτει εδώ κάμποσα κοινά, έστω κι αν αυτά έχουν περισσότερο να κάνουν με τον τρόπο, παρά με το ατόφιο ηχόχρωμα των συνθέσεων. Πάντως η αγάπη για τη μελωδία, η εστίαση σε μια λιτή και λυρική αισθητική, ακόμα και η κυριαρχία μιας «γλύκας» που κάθεται πολύ εύκολα στο αυτί, είναι πράγματα τα οποία ενώνουν τους δύο δημιουργούς. 


Εδώ και κάμποσα χρόνια, ο Τύπος (όχι μόνο ο ελληνικός) αρέσκεται να περιγράφει συνθέσεις σαν κι αυτές της Υποβρύχιας Θέας με το επίθετο «κινηματογραφικός»· είναι μια σύμβαση από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε το δελτίο της παρούσας κυκλοφορίας. Θα επιμείνω ωστόσο, ακόμα κι αν κανείς δεν νοιάζεται πια, ότι δεν υπάρχει «κινηματογραφική μουσική», παρά μια δημοσιογραφική στρέβλωση κομμένη και ραμμένη για τους σύγχρονους μουσικογραφιάδες, οι οποίοι –προερχόμενοι από το φάσμα μιας pop/rock κουλτούρας (ή και έντεχνης, στα καθ' ημάς)– είναι κατά πλειονότητα άσχετοι με τον κόσμο της λόγιας έκφρασης. Με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συσχετίσουν τη μουσική που έμαθαν να ακούν στα soundtracks με τις κατακτήσεις της Δυτικής οργανικής έκφρασης από το μπαρόκ και μετά, τις οποίες συχνά κατέκλεψε το Χόλιγουντ (ακόμα και διακεκριμένοι συνθέτες του, μάλιστα). 

Η μουσική του Anastazios δεν είναι λοιπόν «κινηματογραφική»: εδράζεται στους μεγάλους του Ρομαντισμού, εγκολπώνει κάποια folk στοιχεία (στις "Γέφυρες" λ.χ. μετασχηματίζεται ένα παραδοσιακό τραγούδι της Ουγγαρίας) και εμπεριέχει την προσέγγιση του Krzysztof Komeda, επιτρέποντας έτσι στον Έλληνα συνθέτη να φτάσει διακριτικά ακόμα και στην τζαζ ("Στη Βροχή Ακροβατούν Λουλούδια"). Παραπλεύρως, υπάρχουν και οι new age ανησυχίες που ο Anastazios εξέφρασε ήδη από το ξεκίνημά του, με το "Σμιλεύοντας Τη Νύχτα" να τον φέρνει κοντά στην παρακαταθήκη του Yanni.

Ο Yanni, τώρα, μας προσφέρει έναν ακόμα κρίκο στην όλη συζήτηση: όπως και η δική του μουσική, η οποία έχει συχνά λοιδορηθεί από την καλλιτεχνική δημοσιογραφία, έτσι κι εκείνη του Anastazios μπορεί να επικριθεί ως εύπεπτη και συναισθηματική με έναν υπέρ το δέον φανερό τρόπο, ο οποίος δεν είναι για όλα τα γούστα. Υπάρχουν βάσεις για τέτοιες ενστάσεις, καθώς στον συνθέτη αρέσει να γλυκίζει, όπως του αρέσει κι ένας εν γένει μελαγχολικός/νοσταλγικός τόνος. Μου αρέσει κι εμένα. Όμως μια κριτική δεν γίνεται να αγνοήσει ότι η προσέγγιση ξέφτισε σε ευκολία, εξαιτίας αλλεπάλληλων soundtracks τα οποία έχουν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αναπαράγει αυτόν τον τόνο, επί σειρά ετών (για να κυκλώσουμε και την προηγούμενη, «κινηματογραφική» συζήτηση). 

Ωστόσο αυτή είναι με τη σειρά της μια εύκολη κριτική, από ένα μετερίζι το οποίο ψάχνει διαρκώς να επιβραβεύσει το δύστροπο και το περίπλοκο, αδιαφορώντας για την ομορφιά που μπορεί να υπάρχει στο απλό και στο προφανές. Πράγματι, ο Anastazios δεν προτείνει στην Υποβρύχια Θέα μια νέα οπτική στα ήδη δεδομένα, ούτε διαθέτει απαντήσεις για το μέλλον της σύγχρονης κλασικής ή του μινιμαλισμού. Όμως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει προσοχή στις προαναφερόμενες "Γέφυρες" λ.χ., στο "Οι Φωτογραφίες Μας Κρατήρες" και στα "Ωκεάνιος Φάρος" και "Στον Ίσκιο Της Βουδαπέστης" (ευεργετική αναδιαπράγματευση μιας σύνθεσης που αρχικά βρισκόταν στο The Remains Of Shade του 2008). Είναι όλα τους κομμάτια τα οποία φέρνουν ξανά στο τραπέζι τη διαχρονική αίγλη που ασκεί στο ανθρώπινο αφτί μια ωραία μελωδία. 



17 Μαρτίου 2023

Κ.ΒΗΤΑ, Κορνήλιος Σελαμσής, ARTéfacts Ensemble & Θεοδώρα Μπάκα: Συγκατοίκηση - ζωντανή ηχογράφηση στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση», 2013 [δισκοκριτική, 2016]


Μια δισκοκριτική μου από το 2016, πάνω σε μια ενδιαφέρουσα συναυλιακή σύμπραξη-συγκατοίκηση του 2013, η οποία βρήκε τις σύγχρονες λόγιες δυνάμεις της χώρας (Κορνήλιος Σελαμσής, ARTéfacts Ensemble & Θεοδώρα Μπάκα) να αναμετρώνται επί σκηνής (στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση») με την παρακαταθήκη του Κ.ΒΗΤΑ.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τη βραδιά του 2013 στη Στέγη, διατέθηκε ως promo υλικό στον Τύπο και ανήκει στον Γιάννη Σούλη


Όταν ο Κ.ΒΗΤΑ επισκέφθηκε τη μυθολογία του Μάνου Χατζιδάκι στο Transformations (2003) και φαντάστηκε το "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", την "Αθανασία" και τη "Σερενάτα Της Σεξουαλικής Απουσίας" εν μέσω συνθετητών και μαγνητοταινιών, η μεν δική του γενιά –η μεγαλωμένη με Στέρεο Νόβα– πανηγύρισε (ίσως γιατί ένα μέρος της ήθελε να βρει μια γέφυρα προς τον Χατζιδάκι;), οι δε του εντέχνου στράβωσαν (ίσως γιατί μερίδα τους ήταν πολύ απασχολημένη με το αγαπημένο σπορ της ομφαλοσκόπησης;). 

Έχω την αίσθηση, λοιπόν, ότι, 10 χρόνια αργότερα, η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε αντεστραμμένη: η μικρή  κοινότητα της Αθήνας που αναζητεί λόγιες συγκινήσεις σε avant garde φόντο, δηλαδή, τις βρήκε στην αναδιάταξη μιας ηλεκτρονικής μυθολογίας, μα η γενιά του Κ.ΒΗΤΑ –εκείνη που αισθανόταν «δικό της» τον "Ασύρματο Κόσμο", τη "Νέα Ζωή", ακόμα και τα "Ατέλειωτα Χρυσάνθεμα"– δεν είχε καμία όρεξη να ανοίξει παρτίδες με κάτι που στα αυτιά της δεν σχετιζόταν με την ποπ κουλτούρα (και που έθετε όρια στα όσα νόμιζε πως κάτεχε, καθότι, ως γνωστόν στους υπόλοιπους, η μουσική δεν εξαντλείται σε ό,τι κάθε εποχή ορίζεται ως «ποπ»).   

Ωστόσο, η δισκογράφηση αυτής της ζωντανής ρετροσπεκτίβας (της πρώτης, για την ακρίβεια, από τις δύο συναυλίες που δόθηκαν στις 28+29 Σεπτέμβρη 2013), πέραν του ότι κατέγραψε κάτι το ιδιαίτερο –το οποίο ίσως να πήγε και λίγο χαμένο στο ιστορικό του πλαίσιο, δεδομένης της καθίζησης που γνώρισαν οι τσέπες, οι ζωές και η ψυχολογία μας– επιτρέπει να βγουν και πιο ξεκάθαρα συμπεράσματα για το όλο εγχείρημα. Απαλλαγμένα, ως έναν βαθμό, από τον ορίζοντα προσδοκιών όσων μουσικών «κοινοτήτων» έδωσαν τότε το παρών στη Στέγη, επιτρέποντας να ορίσουμε τη Συγκατοίκηση ως σημαντικό στιγμιότυπο των εγχώριων 2010s, που γενικά πέτυχε, παρά τις επιμέρους αστοχίες. 

Την πιο καίρια δουλειά εδώ την έχει κάνει ο Κορνήλιος Σελαμσής. Γιατί, αν οι «συγκάτοικοι» καταφέρνουν να συνυπάρξουν αρμονικά, δίχως να νιώθει κανείς ότι ο κόσμος του χάνεται μέσα στου άλλου, οφείλεται στις ενορχηστρώσεις του: αυτές έχουν φτιάξει δηλαδή ένα κοινό «σπίτι» για όλους, για να το θέσω σχηματικά. Αντικαθιστώντας τους υπολογιστές του Κ.ΒΗΤΑ με φυσικά όργανα, προέβη σε μια αναδιατύπωση των αρχικών έργων, που από τη μία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη συνήθη κοπτοραπτική των διασκευών/επανεκτελέσεων, μα από την άλλη δεν αναγκάζει το πρωτότυπο υλικό να διασχίσει αχαρτογράφητα νερά, διακυβεύοντας τον χαρακτήρα του ή θυσιάζοντάς τον στον βωμό κάποιας αδιόρατα «προωθημένης» καλλιτεχνικής πρότασης.

Κάπως έτσι, τα "Ατέλειωτα Χρυσάνθεμα" και η δοξασμένη από τους Στέρεο Νόβα "Νέα Ζωή" παραμένουν άκουσμα γνώριμο μαζί και διαφορετικό, με τους ARTéfacts Ensemble να δείχνουν την εκτελεστική τους δεινότητα, όπως και την «αντίληψή» τους πάνω σε κομμάτια που οφείλουν να διατηρήσουν και μια ποπ αίσθηση δίπλα στο καινοφανές λόγιο στοιχείο. Και το "Δωμάτιο" –η μόνη στούντιο ηχογράφηση που ακούμε εδώ, καθώς είχε προηγηθεί της συναυλιακής συνθήκης– μετατρέπεται ευφυώς σε κάτι σαν liede (ρομαντικά τραγούδια του γερμανόφωνου κόσμου του 19ου αιώνα, που αναπτύχθηκαν παράλληλα με ό,τι ονομάζουμε «κλασική μουσική»), επιτρέποντας στη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα να δείξει την εμπειρία της πάνω στο θέμα. 

Από την άλλη, ορισμένα πράγματα –χωρίς να έχει γίνει κάτι λάθος– απλά δεν λειτουργούν· με την έννοια ότι δεν κερδίζουν τη μάχη με τη μνήμη, στην οποία αναπόφευκτα μπαίνουν. Ο "Ασύρματος Κόσμος" και η "Ποπ Κατσαρίδα", ας πούμε, έχουν οπωσδήποτε ενδιαφέρον, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και σημεία τριβής, καθώς οι ισορροπίες με τις στερεονοβικές αποτυπώσεις κινούνται σε μάλλον οριακές περιοχές. 

Η "Νύχτα", επίσης, αποδεικνύεται αμφιλεγόμενη. Μεταπλάθεται άρτια σε ένα ακόμα στιγμιότυπο στο οποίο οι ARTéfacts Ensemble δείχνουν την αξία τους, χάνεται όμως εν τέλει εκείνη η απόκοσμη και κάπως επικίνδυνη αίσθηση με την οποία τη γνωρίσαμε το 2007 στον δίσκο Άργος. Τέλος, το "Ταξίδι Στη Γη" είναι η πλέον ευδιάκριτη αποτυχία της Συγκατοίκησης: δεν γίνεται να τραγουδιούνται όλα ως lieder: η επιλογή αυτή κονιορτοποίησε φοβάμαι την πρώτη εκτέλεση με την Πόπη Αστεριάδη, μαζί και τις αναμνήσεις των παλιότερων ακροατών από μια εμπειρία που κουβαλούσε μαζί της κάτι από το παγωμένο του Διαστήματος.  

Τέτοιες κριτικές σημειώσεις, πάντως, απλά θέτουν ταβάνι σε ένα δεδομένα αξιόλογο πείραμα, οπωσδήποτε από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που ακούσαμε σε επίπεδο πρότασης στην εγχώρια δισκογραφία των τελευταίων χρόνων. Προτιμήστε τη CD εκδοχή, αν αναζητήσετε το άλμπουμ σε φυσικό format, καθώς περιέχει 4 κομμάτια παραπάνω από το βινύλιο.