22 Φεβρουαρίου 2023

Vodka Juniors - ανταπόκριση (2014)


Κάπου τους έζησα, κάπου τους έχασα τους Αθηναίους Vodka Juniors στα 23 χρόνια που συμπληρώνουν φέτος, αισίως, ως συγκρότημα. Το σκέφτηκα και τον Δεκέμβρη που έπαιξαν στο «Gagarin», νομίζω για πρώτη φορά μετά την πανδημία, αλλά και τώρα, καθώς είδα στο Facebook ότι εξαντλούνται σιγά-σιγά τα εισιτήρια για μια επικείμενη συναυλία τους στο «An Club», παρέα με τους Overjoyed και τους Πεθαίνουν Στο Τέλος.

Αποτιμώντας πρόχειρα την κατάσταση, θα έλεγα ότι ήρθα κοντά τους στα indie '00, όταν κέρδισαν κόσμο από την εναλλακτική φάση χάρη στο άλμπουμ Darkpoetry (2007), μα τους έχασα όταν έβγαλαν το Clubriot (2015), σε μια εποχή που κάποια πράγματα ίσως είχαν αρχίσει να (με) κουράζουν. 

Στο ενδιάμεσο, πάντως, απόλαυσα τους Vodka Juniors σε μια πραγματικά εκρηκτική συναυλία, τον Δεκέμβριο του 2014, σε ένα «Gagarin» sold out με πωρωμένη νεολαία. Τόσο ενθουσιάστηκα, θυμάμαι, ώστε έφυγα και με μπλουζάκι, το οποίο φορέθηκε για χρόνια έπειτα, μέχρι που κουρελιάστηκε.

Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες (κάτωθι) φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Αν είσαι νέος, ζεις στην Αθήνα κι αγαπάς τις ηλεκτρικές κιθάρες, τότε δύσκολα δεν πέρασες μια βόλτα από το «Gagarin» αυτόν τον Δεκέμβρη, είτε για τους 1000mods, είτε για το διήμερο των Vodka Juniors. Και αποδείχθηκε σοφή κίνηση αυτή η δεύτερη μέρα που μπήκε μετά το sold out του Σαββάτου, αφού και η Κυριακή κάτι-σαν-sold out έδειχνε. Δύο εγχώριες αγγλόφωνες ηλεκτρικές μπάντες, δηλαδή, σε τρία συνεχόμενα sold out. Και μάλιστα όχι σε μικρό χώρο. Να κάτι που αξίζει να σημειωθεί στα μουσικά/συναυλιακά μας χρονικά. Έτσι για να μην καταγράφονται μόνο γκρίνιες, ίσως και για να πέσει λίγη σκέψη, τύπου γιατί ορισμένα πράγματα περπατάνε κι άλλα ασθμαίνουν. 

Πριν τους Vodka Juniors, όμως, απολαύσαμε (και είναι κυριολεκτικό το ρήμα) τους Despite Everything. Τόσο, ώστε σε κάποιο σημείο ξεχάσαμε πως ήταν το support σχήμα της βραδιάς και όχι οι πρωταγωνιστές της. Πολλές εγχώριες hardcore μπάντες κατέχουν βλέπετε τον κώδικα και πολλές έχουν ιδρώσει πάνω από ντραμς και χορδές για να πετύχουν τον ήχο. Όμως οι Despite Everything διέθεταν κι εκείνο το κάτι παραπάνω, που συνήθως λείπει.


Θες γιατί τα τραγούδια τους άφηναν ανοιχτωσιές για μερικές πραγματικά καλές μελωδίες; Θες λόγω του τρόπου με τον οποίον παίζουν τις κιθάρες τους ή λόγω των εξαιρετικά δουλεμένων φωνητικών; Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, έπεσε και μια διασκευή στο "All My Friends Are Dead" των Turbonegro και μας τίναξε τα πέταλα. Ακόμα το τραγουδάω την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές –και όχι, δεν το οφείλω στους φίλτατους κατά τα λοιπά Σουηδούς. Μετά από 40 περίπου λεπτά οι Despite Everything μας αποχαιρέτησαν, λαμβάνοντας χειροκρότημα headliner από το κατάμεστο «Gagarin». Τους άξιζε, πέρα για πέρα. 

To sold out των Vodka Juniors, τώρα, εξέπληξε αρκετούς. Κατά τη γνώμη μου τους μεγαλύτερους σε ηλικία, όσους δεν διαθέτουν επαφή με τα πράγματα που ενθουσιάζουν τους σημερινούς 16άρηδες και 20άρηδες. H μπάντα, πάντως, την έχτισε με τον πιο στέρεο τρόπο αυτήν της τη φήμη: μένοντας underground, χωρίς χίπστερ δημοσιότητες/δημόσιες σχέσεις, με εκείνο το Darkpoetry του 2007 να διαδίδεται στόμα με στόμα. Το ήξερα, μα το πιστοποίησα ξανά στο «Gagarin», βλέποντας τόσα νέα παιδιά να τραγουδούν τους στίχους με πώρωση, όντας απόλυτα προσηλωμένα στη σκηνή. Ούτε πηγαδάκια από βαριεστημένους μπλαζέ 35άρηδες, δηλαδή, ούτε τα γνωστά ψου-ψου των ακόμα πιο βαριεστημένων δημοσιογράφων του σιναφιού. Ωραία πράγματα. 

Και ήταν υπέροχοι οι Vodka Juniors εκεί πάνω. Μπήκαν δυνατά, κέρδισαν το πρώτο καθολικό χειροκρότημα λέγοντάς μας το "Last Chance" λουσμένοι σε υποβλητικά μπλε φώτα, ενώ στη συνέχεια εξαπέλυσαν μια ηλεκτρική, κιθαριστική καταιγίδα που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Οι ιαχές αύξαναν σε ενθουσιασμό όσο προχωρούσε η setlist, το crowd surfing μονιμοποιήθηκε ως θέαμα στις μπροστινές σειρές και ο ιδρώτας πάνω και κάτω από τη σκηνή άρχισε να τρέχει μπόλικος. 

Τα πολυάριθμα κορίτσια μπήκαν κι εκείνα πλήρως στο κόλπο μόλις το γκρουπ στράφηκε προς πιο ska και reggae μονοπάτια (υποβοηθούμενο από τον εξαιρετικό τους συνοδοιπόρο στο πνευστό), με αποτέλεσμα να επικρατήσει καθολικός πανζουρλισμός όταν παίχτηκε το "Rise Up", μα και μια εκπληκτική διασκευή του "Whiskey And The Rain" σε ανάλογους ρυθμούς –με τους θεατές να τραγουδούν χορωδιακά «your pretty face». Πείτε μου, αλήθεια, πόσες αγγλόφωνες μπάντες εγχώριας κοπής μπορούν να καυχώνται πως έχουν γράψει ένα τέτοιο κομμάτι; Ένας ακόμα ολικός πανικός έγινε βέβαια κι όταν ήρθε η σειρά του "Rebirth", ειδικά όταν μαζί με τους Vodka Juniors εμφανίστηκαν και οι Βήτα Πεις, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα ύψη με τα κοφτερά τους rap. 

Θριάμβευσαν λοιπόν οι Vodka Juniors στο «Gagarin». Δείχνοντας εμφατικά ότι μπορεί να μην είναι τακτικοί επισκέπτες σε συναυλιακές σκηνές ή στη δισκογραφία, όμως η απήχηση που έχει βρει η μουσική τους δεν μετριέται με όρους επικαιρότητας. Το νέο τους άλμπουμ (Clubriot) έρχεται μέσα στο 2015 και να είστε σίγουροι ότι για πολλά παιδιά εκεί έξω που αγαπούν το ροκ θα είναι ένα από τα γεγονότα της νέας χρονιάς. 



20 Φεβρουαρίου 2023

Μίμης Πλέσσας & Γιάννης Πλούταρχος - ανταπόκριση (2014)


Πρόσφατα, πηγαίνοντας στα 7α γενέθλια του ανιψιού μου Γιάννη, ανακάλυψα ότι στην πεθερά του αδερφού μου αρέσει πολύ ο Γιάννης Πλούταρχος. Μάλιστα, στη συζήτηση που ακολούθησε, ο αδερφός μου θυμήθηκε και κάτι εμφανίσεις του όπου τραγουδούσε παλιές επιτυχίες του Γιάννη Πουλόπουλου.

Αυτό, με τη σειρά του, έκανε κι εμένα να θυμηθώ ότι είχα πάει σε μία από τις εν λόγω συναυλίες του Πλούταρχου –τον Ιανουάριο του 2014, στο ιστορικό θέατρο «Παλλάς», όπου μάλιστα ήταν και ο Μίμης Πλέσσας μαζί του. Και με είχε εκπλήξει πολύ ευχάριστα ο τραγουδιστής από τη Μαυρόγεια της Βοιωτίας.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο, ως promo


Ανάγκα και θεοί (της νύχτας) πείθονται; Να ώθησαν άραγε τα αδιέξοδα της άτιμης της Κρίσης έναν σούπερ σταρ σαν τον Γιάννη Πλούταρχο να αφήσει τα συνήθη μαγαζιά και να δοκιμαστεί στο πλάι του Μίμη Πλέσσα; Να ήταν καλλιτεχνικά τα κίνητρα; Ή ένας συνδυασμός, τύπου το τερπνόν μετά του ωφελίμου; 

Τα σκεφτόμουν όλα τούτα πηγαίνοντας προς το Παλλάς και είχα τις αμφιβολίες μου. Κάπου μέσα μου, ωστόσο, εντόπιζα και μια πίστη στο εγχείρημα. Ένα «μπορεί και να...», το οποίο ως το τέλος της βραδιάς είχε μετατραπεί από πιθανότητα σε βεβαιότητα. Μια θριαμβευτική βεβαιότητα, μάλιστα. 

Γιατί θριάμβευσε ο Πλούταρχος αντιμετωπίζοντας τα τραγούδια του Πλέσσα. Με εξέπληξε ευχάριστα, συγκινητικά, εμένα που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων βρίσκω το ρεπερτόριό του ανυπόφορο και τον ίδιο εγκλωβισμένο σε μια κλαψιάρικη μανιέρα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το περισσότερο που έλπιζα ήταν να φανεί στοιχειωδώς επαρκής, στοιχημάτιζα δε πως θα πατούσε πάνω στο παράδειγμα του Γιάννη Πουλόπουλου και θα τα έβγαζε πέρα απλά και μόνο επειδή η φωνή του διαθέτει ορισμένα κοινά ηχοχρώματα. Δεν ήμουν προετοιμασμένος, δηλαδή, για έναν τραγουδιστή διατεθειμένο να τα δώσει όλα, που αληθινά θα πάσχιζε για το καλύτερο ερμηνευτικό του πρόσωπο μέχρι σήμερα, αλλά και για εκείνο το κάτι παραπάνω, το οποίο θα έδινε μια πιο εξατομικευμένη νότα σε ένα τόσο στάνταρ ρεπερτόριο. 

Η καλή μέρα, από το «πρωί» φάνηκε: η έναρξη της συναυλίας με το "Όλα Δικά Σου" μπορεί να μην υπήρξε καθηλωτική, στάθηκε όμως δείκτης πως η βραδιά θα ξεπερνούσε τις καχύποπτες προσδοκίες μου. Δεν ξέρω αν τις μοιραζόταν το κοινό που είχε γεμίσει κατά τα 2/3 περίπου το Παλλάς, γιατί δεν μπορούσα να βγάλω άκρη με τη σύστασή του· δύο κόσμοι είχαν συναντηθεί εκεί στη Βουκουρεστίου και κάθονταν –κάπως άβολα– ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάτι σεβάσμια ζευγάρια πέραν της μέσης ηλικίας ήταν το κοινό του Μίμη Πλέσσα, κάτι νεότερα ζευγάρια μα και κάτι γυναικείες συντροφιές είχαν ένα πιο έκδηλα λαϊκό προφίλ και δεν έκρυβαν ότι το δικό τους επίκεντρο της προσοχής ήταν ο Βοιωτός τραγουδιστής. Στην πορεία της βραδιάς, πάντως, ανακατεύτηκαν και ξεπέρασαν την όποια αμηχανία της συγκατοίκησής τους. 

Βοήθησε σε αυτό και η άριστη ορχήστρα, βέβαια. Γιατί, υπό τη στιβαρή καθοδήγηση του Νάσου Σωπύλη –ο οποίος στεκόταν στα δεξιά όπως βλέπαμε τη σκηνή, καθισμένος πίσω από τα Roland πλήκτρα του– έδωσε παιξίματα που έφτιαξαν κλίμα, οδηγώντας σε κάμποσες κορυφώσεις. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στα μπουζούκια της παρέας, τον Γιώργο Παχή και τον Νίκο Κατσίκη. Και μία ακόμα ξεχωριστή αναφορά αξίζει βέβαια και στη Fide Köksal. 


Μπορεί η συμμετοχή της να ήταν σχεδιασμένη υποστηρικτικά, ώστε να παίρνει μερικές ανάσες ο Πλούταρχος στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, πάντως η Τουρκάλα τραγουδίστρια συμπεριφέρθηκε πρωταγωνιστικά. Χάρμα οφθαλμών στο κομψότατο φόρεμά της, επιβλήθηκε στη σκηνή, επέδειξε ταιριαστή με το υλικό κινησιολογία και ερμήνευσε ωραιότατα, με μπρίο μα και ενθουσιασμό, κερδίζοντας θερμό χειροκρότημα εκ μέρους του κόσμου. 

Ο Μίμης Πλέσσας, από την άλλη, με δυσαρέστησε. Αν και οι ικανότητές του στο πιάνο παραμένουν, οφείλω να σημειώσω, θαυμαστές. Μίλησε ωστόσο υπερβολικά πολύ στο πρώτο μέρος και μου έδωσε την εντύπωση ανθρώπου που αναζητούσε να τα πει –επεδίωξε μάλιστα να φανεί και αστείος (επανειλημμένα), κάτι που δεν κατάφερε, κατά τη γνώμη μου: υπήρχε μονίμως μια δύσκαμπτη σοβαρότητα στη στάση του σώματός του και στο βάθος της φωνής του, η οποία μάλλον υπονόμευσε την απόπειρα, αν και  κατευχαριστήθηκα τη διήγηση για το πώς κάποτε ο Quincy Jones και ο Dizzy Gilespie τον έκατσαν κάτω να του δείξουν τους τρόπους με τους οποίους τα τζαζ πνευστά δεν θα ηχούσαν «ασπρουλιάρικα». Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πώς προέβαλλε τη σημασία του έργου του· είπε για παράδειγμα ότι ο Πλούταρχος πείστηκε να αφήσει τα μεγαλεία και να έρθει να αναμετρηθεί με τα ιερά και τα όσια... 

Καταλαβαίνω ότι ο Πλέσσας νιώθει υποτιμημένος και αναγνωρίζω το άδικο που υπάρχει σε μια τέτοια αντιμετώπιση: πρόκειται πράγματι για συνθέτη που έχει γράψει πλήθος όμορφων τραγουδιών, τα οποία τραγουδιούνται ακόμα με ενθουσιασμό και εξακολουθούν να κερδίζουν νέους φίλους. Την όποια αδικία, όμως, θα τη διορθώσει η δυναμική του έργου του, καθώς και η ιστορία. Είναι ανάρμοστο να έρχεται ο ίδιος να εκφέρει τέτοιες κρίσεις δημοσίως, τραβώντας τα πράγματα από το μαλλί προς την επιθυμητή κατεύθυνση. 

Τον Γιάννη Πλούταρχο, τώρα, τον επαίνεσα ήδη αρκετά, θεωρώ όμως ότι οφείλω να επιστρέψω σε εκείνον κλείνοντας. Δεν αισθανόταν εντελώς άνετα πάνω στη σκηνή, στην αρχή: στο πρώτο μέρος επιχείρησε να διαχειριστεί το άγχος με τρόπους που προφανώς γνώριζε από την πίστα, με συνεχείς π.χ. υποκλίσεις προς τους μουσικούς και με διαρκείς προτροπές στο κοινό για παλαμάκια. Αν και με ενόχλησε το συγκεκριμένο κλίμα, μου έδωσε ταυτόχρονα την ευκαιρία να δω πόσο σοβαρά είχε πάρει την όλη ιστορία. Δεν είχε έρθει εκεί για να κάνει τον σταρ. 

Όπως και να έχει, σύντομα τα παλαμάκια και οι ιαχές τον έκαναν να πάρει τα πάνω του και είναι τότε που πραγματικά απογειώθηκε, βγαίνοντας παλικάρι ακόμα κι όταν αναμετρήθηκε με ένα τόσο βαρύ (για τη φωνή του) ζεϊμπέκικο σαν το "Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου" ή με τα τραγούδια της δισκάρας εκείνης που λέγεται «Ο Δρόμος» (1969), στα οποία απέφυγε προσεκτικά το οτιδήποτε προκάτ ή αυτοματοποιημένο –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μετρημένη, προσωπική του ερμηνεία στο "Έπεφτε Βαθιά Σιωπή". 

Μέρες μετά, ακόμα σκέφτομαι πόσο υπέροχα ήχησαν εκείνα τα γιασεμάκια από το "Μέθυσ' Απόψε Το Κορίτσι Μου", κυρίως όμως τον ατόφια συγκινητικό τρόπο με τον οποίον απέδωσε τον στίχο «αγάπη μου δεν θα σε ξαναδώ», στο ρεφρέν του "Ποια Νύχτα Σ' Έκλεψε": δεν είχε καμία σχέση με κάτι σπαραξικάρδιες εκτελέσεις που θα βρείτε στο YouTube, από παρελθοντικές του εμφανίσεις. Μπράβο λοιπόν στον Πλούταρχο, γιατί έπιασε την ατόφια ψυχή του λαϊκού μελοδράματος που τόσο επιτυχημένα εξέφρασε ο Πλέσσας στις συνεργασίες του με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Δείχνοντας έτσι ότι πρόκειται για τραγουδιστή με μεγαλύτερο ερμηνευτικό εκτόπισμα από όσο είχε αφήσει να φανεί η μέχρι στιγμής πορεία του στη δισκογραφία. 





18 Φεβρουαρίου 2023

Βαγγέλης Γερμανός - συνέντευξη (2008)


Καθώς ετοιμάζω μια συνέντευξη με τον Βαγγέλη Γερμανό για το Αθηνόραμα, σκέφτηκα ότι ήταν Φεβρουάριος πάλι, όταν είχαμε συναντηθεί τελευταία φορά. Σε μια πολύ διαφορετική εποχή, βέβαια, πριν 15 χρόνια, τότε που είχε βγάλει το άλμπουμ «Καμικάζι» (2008). 

Τότε έδρευα κι εγώ στη θρυλική Μπλε Πολυκατοικία της Πλατείας Εξαρχείων, ως αρχισυντάκτης του Avopolis, η Lyra έβγαζε ακόμα δίσκους, ενώ υπήρχε ακόμα και το «Βοξ» απέναντι, ως κατάστημα. Οπότε ο τραγουδοποιός που έφτιαξε τα αλησμόνητα «Μπαράκια» (1981) ήρθε από εκεί και κάτσαμε για καφέ.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Βαγγέλη Γερμανού προέρχεται από το promo υλικό που έδινε τότε στον Τύπο η Lyra


Το νέο σου άλμπουμ «Καμικάζι» σε βρήκε να περπατάς σε λαϊκά μονοπάτια. Πράγμα που είχες επιχειρήσει ξανά με τις «Ασκήσεις», πριν 13 χρόνια (1995), αλλά δεν συνέχισες στις επόμενες δισκογραφικές σου παρουσίες. Τι γέννησε αυτή την ανάγκη επιστροφής στο λαϊκό ρεπερτόριο;

Σε ό,τι αφορά το διάστημα που πέρασε από τις «Ασκήσεις», ανήκω θα έλεγα στην κατηγορία των ανθρώπων για τους οποίους ο χρόνος δεν υπάρχει! (γέλια) Έχω μάθει, δηλαδή, να σκέφτομαι τα πράγματα περισσότερο ποιοτικά και όχι ποσοτικά. Το «Καμικάζι» είναι μια δουλειά που πήγασε από μια ανάγκη μου να αγγίξω τη δική μας παράδοση, αντί να ψάχνω για θησαυρούς σε ξένα χρηματοκιβώτια. Μια ανάγκη να στραφώ σε πιο δικά μας πράγματα.

Στη συνείδησή μας, όμως, σε έχουμε καταγράψει ως ρόκερ. Τι κάνει έναν ρόκερ να θέλει να στραφεί προς τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Γιώργο Ζαμπέτα; 

Είμαι ρόκερ, αλλά αυτή είναι η μία όψη της ιστορίας. Τι κάνουν οι Rolling Stones, αν το καλοσκεφτείς; Εδώ και 40 χρόνια παίζουν τη λαϊκή τους μουσική. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί κι εμείς θα έπρεπε ντε και καλά να παίζουμε μόνο τη συγκεκριμένη μουσική –όσο ωραία κι αν είναι. Και είναι ωραία, είναι όμορφα τα ηλεκτρικά τα blues, είναι «γρατζουνιστικά», γαργαλάνε το αυτί. Αλλά για χάρη τους θα έπρεπε να φτάσουμε να αποποιηθούμε τη δική μας κουλτούρα; 

Γιατί τότε μιλάμε πια για καπέλωμα, για μια μορφή πολιτισμικής δικτατορίας. Άλλο πράγμα π.χ. να βρεις κάτι όμορφο στον John Lee Hooker και να το βάλεις στο ρούχο σου ως στολίδι κι άλλο να πετάξεις τελείως τη φορεσιά σου και να πάρεις μια ξένη. Όσο καλά blues κι αν παίξω εγώ, ένας μαύρος Αμερικάνος δεν θα τα παίξει καλύτερα, από τη στιγμή που το έχει στο αίμα του; 

Δεν θέλω λοιπόν να γίνω σαν κάτι γραφικούς φίλους που έχω, οι οποίοι κοπανάνε ακόμα το "Smoke On The Water" και τέτοια. Όχι γιατί είναι κακό το "Smoke On The Water", αλλά πια εμένα δεν μου λέει κάτι. Υπήρξε ένας σταθμός, αναμφίβολα. Δεν μπορώ όμως να κάνω αυτό μόνο για όλη μου τη ζωή. Δεν μπορώ να μένω κολλημένος στο ίδιο είδος μουσικής. Δεν πρέπει να κολλάς εκεί όπου αγαπάς.

Τι βλέπεις να λείπει από τη ξένη rock μουσική του σήμερα;

Στη γενιά τη δική μου εμφανίστηκαν από το εξωτερικό άνθρωποι οι οποίοι λέγανε επαναστατικά πράγματα μέσα από τα τραγούδια τους: οι Beatles, οι Stones, ο Jimi Hendrix, οι Santana. Το συναισθανόσουν, ακόμα και να μην καταλάβαινες τους στίχους τους, όπως συνέβαινε με αρκετό κόσμο τότε. Όλους λοιπόν μας χτύπησε καταπρόσωπο αυτό το πράγμα και μας συγκλόνισε. Κι εμάς που το ακολουθήσαμε, μα και όσους από τη γενιά των πατεράδων μας άρχισαν να μας κυνηγάνε για τα μακριά μαλλιά και όλα τα σχετικά. 

Εμένα δηλαδή αυτό με έβαλε και στη μουσική, αλλά και γενικά στον τρόπο σκέψης μου. Σήμερα το rock δεν νομίζω ότι λέει πια και τόσο επαναστατικά πράγματα: σαν να έχει χάσει την ουσία του. Γιατί, για να πει, πρέπει να συντρέξουν κάποια καθοριστικά αίτια. Τότε, ας πούμε, αν ήσουν νέο παιδί στις Η.Π.Α., δεν γινόταν να μη σε απασχολεί το θέμα του Βιετνάμ. Αν ζούσες στην Ευρώπη, πάλι, είχες να κάνεις με τον αντίκτυπο από τα γεγονότα στο Παρίσι του 1968, τα οποία άγγιξαν μέχρι και τις κομμουνιστικές χώρες, όπου τα πράγματα ήταν πιο σφιχτά. 

Η rock μουσική τράφηκε λοιπόν από αυτόν τον γενικό αναβρασμό και με τη σειρά της τον εξέφρασε. Τώρα, όμως, η πλειονότητα των ανθρώπων έχει βουλιάξει σε κάτι πολύ εφησυχασμένο, τους έχει πάρει ο ύπνος. Και ακόμα και αν θες να μείνεις ξύπνιος, δεν σε αφήνει η τηλεόραση –θα σε κοιμήσει με το ζόρι. Είναι λοιπόν πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, να συντρέξουν τα αίτια που θα γεννήσουνε κάτι σαν εκείνο το μουσικό ρεύμα. Ατομικές φωνές και συνειδήσεις υπάρχουν βέβαια παντού, αλλά αυτό δεν είναι πια κάτι το μαζικό. 

Και όσον αφορά την Ελλάδα; Παρακολουθείς τι γίνεται με τα γκρουπάκια που ξεφυτρώνουν;

Δεν πολυσυμφωνώ ξέρεις με αυτό το βιολί να γράφουμε στίχους στα εγγλέζικα, αν τελικά σημαίνει πως απαρνιόμαστε τη γλώσσα μας. Κι εγώ το έκανα μικρός και έχει την αξία του: ασκείσαι, προχωράς τη σχέση σου με τη συγκεκριμένη μουσική. Όμως αλλού γεννήθηκες, αλλού μεγάλωσες, σε άλλον αέρα και σε διαφορετικό κλίμα –όσο κι αν έχουμε πια αλλάξει τα φώτα στο τελευταίο. 

Είμαστε αλλιώτικοι, λοιπόν. Θα πεις κάποιες φορές την κοπέλα σου «baby» –κι εγώ λέω τη δικιά μου. Όπως πιο πολλές φορές δεν θα την πεις «μωρό μου»; Από την άλλη, χαίρομαι πάρα πολύ που υπάρχουν νέα παιδιά τα οποία αρπάζουν μια κιθάρα και παίζουν όσα τους γουστάρουν, αντί για όσα τους σερβίρουν. Είναι μια πάρα πολύ υγιής αντίδραση. Βλέπω δηλαδή να υπάρχει ζωντάνια και τσαγανό. Και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες. Γιατί ακόμα και στο rock, προσανατολίζουν ξέρεις τα νέα παιδιά προς όλα εκείνα που ακούγαμε εμείς ως εικοσάρηδες, με αποτέλεσμα σπάνια να ακούς κάτι πρωτότυπο. Οι περισσότεροι σε αυτή την κατεύθυνση ακούγονται λες και είναι κόπιες εκείνων των παλιών συγκροτημάτων. 

Το «Καμικάζι» απηχεί τα υλικά που κατέστησαν τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια κλασικά. Γιατί όμως αυτά σπανίζουν τόσο πολύ από τα λαϊκά των δικών μας ημερών;

Υπάρχουν κι αυτή τη στιγμή άνθρωποι που κάνουν ωραία πράγματα στο λαϊκό ρεπερτόριο. Όμως η υπόθεση μοιάζει λίγο με την περίπτωση ενός σούπερ μάρκετ, όπου μπαίνεις για να αγοράσεις κάτι που το ξέρεις πως είναι καλό και, επειδή δεν το βρίσκεις, καταλήγεις να ψάχνεις πιο από τα δεκαπέντε-είκοσι ανάλογα αλλά κατώτερα σε ποιότητα προϊόντα θα προτιμήσεις στη θέση του. 

Η λαϊκότητα χωρίζεται άλλωστε κι αυτή σε κάποιες κατηγορίες, έχει δηλαδή χαρακτηρισμούς. Υπάρχει η εύπεπτη λαϊκότητα, η οποία μπορεί να καταλήξει και σε σαχλαμάρες, υπάρχει η γλεντζέδικη λαϊκότητα, που είχαν π.χ. τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα ή του Γιάννη Παπαϊωάννου. Και υπάρχει και η επικίνδυνη λαϊκότητα, εκείνη π.χ. του Μάρκου Βαμβακάρη, η οποία δεν συμφέρει καμία εξουσία, είτε την ορίσεις ως υπουργική θέση, είτε ως θέση διευθυντή σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό. 

Στις μέρες μας αυτή τη λαϊκότητα δεν μπορείς βέβαια να την κόψεις, δεν έχουμε πια λογοκρισία. Αλλά υπάρχουν τρόποι να τη βάλεις στην άκρη και να προβάλλεις περισσότερο τη σαχλαμάρα, ώστε να αποκοιμηθεί ο κόσμος. Γιατί τα τραγούδια έχουν τη δύναμη να σου διαμορφώσουν συνείδηση, δεν είναι μόνο για εκτόνωση ή για καντάδα στη γκόμενα. Η κοινωνία λειτουργεί ξέρεις σαν αγέλη. Και κάποιοι έχουν βρει τα κουμπιά και την πάνε από εδώ κι από εκεί.

Στο τραγούδι "Καμικάζι" αναφέρεσαι και στις διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ. Αν και είδαμε αρκετές τέτοιες τελευταία, όμως, ο πολύς κόσμος βγήκε στους δρόμους για να αποχαιρετήσει τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο…

Έτσι λειτουργούν γενικά οι κοινωνίες. Η θρησκεία είναι μια ανάγκη. Κι εγώ έχω βρεθεί σε πολύ δύσκολες στιγμές στη ζωή μου, που έχω πει «βάλε ένα χεράκι ρε Χριστέ». Από αυτό, βέβαια, μέχρι να αρχίσω να μπαινοβγαίνω στις εκκλησίες και να ανάβω καντήλια και κεριά, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Όμως η θρησκεία είναι μια ανθρώπινη ανάγκη και πάνω σε αυτή την ανάγκη έχουν χτιστεί και άσχημα πράγματα. 

Ο Χριστός είπε ξεκάθαρα, «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Δεν μπορείς λοιπόν κύριε εσύ να βγαίνεις μετά χρυσός σαν τον πολυέλαιο: αυτά είναι του Καίσαρα, όχι του Θεού. Ούτε οι εκκλησίες έπρεπε να είναι έτσι ψηλές, με θεόρατους τρούλους κτλ., για να κάνουν τον κόσμο να θαμπώνεται και να αισθάνεται μερμήγκι. Επίσης, κάποτε δεν μαύριζε από τους παπάδες η τηλεόραση. Φτάσαμε να είναι τηλεοπτικοί star, πράγμα που είναι εκτός της αποστολής τους. Δεν είναι βέβαια όλοι οι παπάδες έτσι, υπάρχουν και σοβαροί άνθρωποι. 

Τι σε έκανε αλήθεια να αφήσεις την Αθήνα για τη Ραφήνα;

Ξέρεις ζούσα πολλά χρόνια στην Αθήνα, και μάλιστα κεντρικά, στη Γιάννη Σταθά. Όμως πλέον τι να κάνω στην Αθήνα; Έχει γίνει ένα τερατόμορφο πράγμα. Και οι εννιά στους δέκα ανθρώπους έχουν τα μούτρα κάτω, κοιτάνε αφηρημένοι δεξιά-αριστερά, δεν ζούνε εκείνη τη στιγμή που τους βλέπεις. Ζούνε κάτι άλλο, στο μυαλό τους: σκέφτονται πότε θα πάνε σπίτι τους να χαλαρώσουν, τι θα κάνουν με την κωλοδουλειά και τα φράγκα που τους λείπουν κτλ. Και το περιβάλλον όπου ζεις, επηρεάζει τη διάθεσή σου.

Τι πλάνα έχεις για το άμεσο μέλλον;

Θα πάω να παίξω στην Καλαμάτα, πρώτα σε έναν παλιό φίλο ο οποίος έχει ανοίξει ένα μπαράκι εκεί –τη «Μπασαβιόλα»– και ύστερα σε ένα άλλο μαγαζί, στη Στούπα. Μετά ακολουθεί μια εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα με έχουν καλέσει να παίξω στο Λουξεμβούργο. Στις 24 Μάρτη θα κάνω μια εμφάνιση στην Αθήνα, στο θέατρο «Παλλάς». Και ύστερα, 9 Απρίλη, έχω κανονίσει να παίξω στο Ηράκλειο στην Κρήτη. 



17 Φεβρουαρίου 2023

King Gizzard & The Lizard Wizard - Infest The Rats' Nest [δισκοκριτική, 2019]


Ένα σχόλιο σε ανάρτησή μου στο Facebook, για δίσκους που σε κάνουν να βάζεις τα γέλια ακούγοντάς τους, με έκανε να αναρωτηθώ ποιος ήταν ο τελευταίος τέτοιος για τα δικά μου αφτιά.

Δεν άργησα να βρω, βέβαια, ότι ήταν το «Infest The Rats' Nest» ή, αλλιώς, η ...thrash metal απόπειρα των Αυστραλών King Gizzard & The Lizard Wizard. 

Μάλιστα, πίσω στο 2019 είχα γράψει και κριτική γι' αυτό τους το άλμπουμ, στο Avopolis –η οποία αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που  διατέθηκε ως promo στον Τύπο


Το εμφατικό sold-out στο Fuzz τον Μάρτιο του 2018 και το τζέρτζελο το οποίο προκάλεσαν σε παλιότερους και νεότερους όσους εγγράφονται σε μια alternative τροχιά στα γούστα τους στις κιθάρες, έδειξαν με ακρίβεια πού έχει βασιστεί η απήχηση των King Gizzard & The Lizard Wizard κατά την τρέχουσα δεκαετία. 

Πέρα δηλαδή από την όποια συνοδευτική «παλαβομάρα» –εκκινώντας από το ίδιο τους το όνομα– και το όποιο δαιμόνιο τους ωθεί να βγάζουν 5 δίσκους σε έναν χρόνο (2017), έχτισαν σπίτι πάνω στην ασφάλεια μιας συγκεκριμένης ηχητικής βεντάλιας, άμεσα σχετιζόμενης με την αναβίωση της γκαραζοψυχεδέλειας. Μικρή σημασία έχει, από εκεί και πέρα, αν στο ξεκίνημα ήταν πιο surf/garage rock, αν στη συνέχεια στράφηκαν προς μια αμερικάνικης κοπής ψυχεδελική αισθητική κι αν ενίοτε την ανακάτεψαν και με άλλες, περιφερειακές ανησυχίες. 

Η τελευταία παρατήρηση, για τις «περιφερειακές ανησυχίες», καλύπτει και τα όσα συνέβησαν στην ανοιξιάτικη επιστροφή με το Fishing For Fishies, όπου υποτίθεται ότι το ροκ τους απλώθηκε προς μπλουζ κατευθύνσεις. Αποδεικνύεται όμως ανεπαρκής για να περιγράψει τα του δεύτερου φετινού άλμπουμ. Γιατί στο Infest Τhe Rats' Nest η αυστραλέζικη παρέα δεν παίζει ξαναζεσταμένη ψυχεδέλεια με λίγο από κάτι «διαφορετικό», αλλά ...thrash metal! Μάλιστα, thrash metal. 

Η κριτική θα μπορούσε βέβαια να τελειώνει εδώ ακριβώς, δίχως περαιτέρω σχόλια. Είτε επικαλούμενη ότι τέτοια πράγματα δεν γίνονται –όχι τουλάχιστον από μπάντες με τις δυνατότητες των King Gizzard & The Lizard Wizard– είτε επικαλούμενη το διασκεδαστικόν της υπόθεσης, σε μια no fun εποχή για τον εναλλακτικό χώρο, γεμάτη κλαψιάρηδες τροβαδούρους και μέτριους αναβιωτές κινούμενους στο ρελαντί.

Αλλά ας κάνουμε έναν κόπο να διαβάσουμε μερικές δηλώσεις, στις οποίες ο τραγουδιστής και πολυοργανίστας Stu Mackenzie εξηγεί την εφηβική του αγάπη για το thrash και τα ακούσματα που είχε τότε από το είδος. Ας γίνουμε και περισσότερο συγκαταβατικοί, αν θέλετε, παραδεχόμενοι ότι ένα γκρουπ σαν τους King Gizzard & The Lizard Wizard, το οποίο ξέρει να παίζει, είναι σε θέση να αναπαράγει με μια κάποια πειθώ τα τυπικά thrash χαρακτηριστικά –έστω κι αν στο "Superbag" δείχνει να μπερδεύεται. Νομίζουν ίσως ότι το stoner rock και μπάντες με διαθλασμένα σαμπαθικά riffs τύπου Monster Magnet, είναι κομμάτι της thrash κληρονομιάς; 

Υπό μια τέτοια οπτική, τέλος πάντων, τραγούδια όπως τα "Planet B" και  "Organ Farmer" διαθέτουν ζέση και το "Mars For The Rich" δένει σωστά την πολιτική διάσταση του 1980s thrash με τις οικολογικές ανησυχίες του σήμερα –κηρύττοντας μια Διαστημική Δυστοπία, στην οποία η ρημαγμένη κλιματικά Γη αφήνεται στους Φτωχούς και οι Πλούσιοι μετακομίζουν στον Άρη. Μπορείς μάλιστα και να ισχυριστείς/αποδεχτείς ότι το "Perihelion" βγήκε καλό, χάρη στο απροσδόκητα μελωδικό ρεφρέν που ξεπηδά εν μέσω της γενικότερης έντασης. 

Όσα πάντως περιθώρια κι αν αφήσεις, στο τέλος αντηχεί η σπουδαία εκείνη ατάκα από το Full Metal Jacket του Στάνλεϊ Κιούμπρικ: «You talk the talk· do you walk the walk;». Και η απάντηση είναι ένα τεράστιο όχι. Οι King Gizzard & The Lizard Wizard, όσο και να χτυπιούνται, δεν «walk the walk». Έρχονται μεν ως προσκυνητές στους βωμούς των Metallica (κυρίως), των Slayer, των Kreator και των Sodom, όμως απλώς ξεργζαλίζουν την κληρονομιά τους. Η λύσσα τους ηχεί συνταγογραφημένη και το όλο τους δημιουργικό πλαίσιο είναι αυτό της απομίμησης, ενώ σε κάμποσα σημεία το μονότονο γρέζι με το οποίο τραγουδά ο Stu Mackenzie αποβαίνει γελοίο. 

Άλλαξαν πολλά στο metal, από τη δεκαετία του 1990 και πέρα. Η «οικογένεια» έκανε πολλούς γάμους, τα γούστα απελευθερώθηκαν, χρειάστηκαν συμβιβασμοί με όσους θέλησαν να  τριφτούν με το γενικότερο alternative, φτάσαμε εν έτει 2019 στην κραταιά για τον πιο παραδοσιακό ήχο Ελλάδα να είμεθα κόσμιοι και ευγενείς με άτομα που δηλώνουν μεταλλάδες, ενώ κατά βάση ακούν stoner και Swans. Ναι, είναι μια οδυνηρή αλήθεια: σε κάποια «χωράφια», χωράνε πλέον πολλοί. 

Ακόμα κι έτσι, πάντως, στα κάστρα εκείνα όπου γεννήθηκαν οι μεγάλοι του metal μύθοι, ο χίπστερ τουρίστας δεν είναι καλοδεχούμενος. 

Και παρά την όποια προσπάθεια του καλού κιθαρίστα Joey Walker και του ντράμερ Michael Cavanagh, οι King Gizzard & The Lizard Wizard του Infest The Rats' Nest αποτυπώνονται ως χίπστερ τουρίστες στο Bay Area. Που όχι μόνο φύτρωσαν εκεί όπου δεν τους έσπειρε κανείς, μα δάγκωσαν εν τέλει και μεγαλύτερη μπουκιά απ' όση χωράει το στόμα τους. 



16 Φεβρουαρίου 2023

Γιώργος Μαργαρίτης - ανταπόκριση (2017)


Φλερτάρω με την ιδέα να πάω να δω τον Γιώργο Μαργαρίτη στις φετινές του εμφανίσεις, όμως έχει πέσει πολλή κούραση τελευταία και πολλές συναυλιακές ανταποκρίσεις. Κι έτσι όλο λέω «άσε να δούμε την άλλη εβδομάδα».

Θυμήθηκα, πάντως, ότι πάνε πια 5 (και κάτι ψιλά) χρόνια από την τελευταία φορά που τον παρακολούθησα ζωντανά –τον Δεκέμβριο του 2017, στο «Kremlino» του Πειραιά, το οποίο δεν υφίσταται πια.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ο Γιώργος Μαργαρίτης γέμισε το Kremlino δεύτερο Σάββατο σερί, αποδεικνύοντας ότι κρατά τη δημοτικότητά του σε μια εποχή που το λαϊκό έχει γίνει ποπ και η πιτσιρικαρία των 2010s έχει ως ινδάλματα τον Νίκο Οικονομόπουλο και τον Κωνσταντίνο Αργυρό. 

Η βραδιά ξεκίνησε γύρω στις 11, με έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων νεαρό να μας καλησπερίζει: όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα πουθενά το όνομά του –μια σοβαρή παράλειψη, θεωρώ, από τους συντελεστές του προγράμματος. Η σκηνική παρουσία ήταν καλή, όμως ο τρόπος ερμηνείας, ο οποίος κάτι έφερνε στον Δημήτρη Μπάση, αποδείχθηκε λίγος για το επιλεγμένο ρεπερτόριο, που βασίστηκε σε διασκευές γνωστών επιτυχιών. Τον είδαμε ξανά και στο διάλειμμα, μα οι εντυπώσεις δεν άλλαξαν, παρότι εκεί καταγράφηκε η ευτυχέστερή του στιγμή, με τα "Χαμοπούλια" του Μπάση (διόλου τυχαία). 


Η Ελεάνα Παπαϊωάννου μπορούσε νομίζω να σταθεί καλύτερα, αλλά την παρέσυρε το ρέμα του στάνταρ τρόπου με τον οποίον ανοίγουν τα εγχώρια λαϊκά προγράμματα. Πρόκειται βέβαια για τεραίν γνώριμο στη Θεσσαλονικιά τραγουδίστρια που έγινε γνωστή από τη συμμετοχή της στον πρώτο κύκλο του «Fame Story» (2003), γι' αυτό και το διαχειρίστηκε επιτυχημένα, δημιουργώντας κέφι και εισπράττοντας θερμά χειροκροτήματα. 


Όμως με το πιο γνωστό δικό της τραγούδι "Να Μ' Αγαπάς" να ακούγεται στην έναρξη και όλα σχεδόν τα υπόλοιπα να είναι διασκευές σε παλιά κι αγαπημένα, δεν μένουν και πολλά περιθώρια να κρίνεις θετικά μια τραγουδίστρια που διαθέτει μεν φωνή, μα ακόμα δεν έχει ξεπεράσει ερμηνευτικά τη Χαρούλα Αλεξίου των κλασικών, λαϊκών της χρόνων. Έτσι, αν και υπήρξαν ορισμένες αληθινά ωραίες εκτελέσεις –π.χ. στο "Πρώτη Φορά" της Ρένας Κουμιώτη– επικράτησε τελικά μια κόπωση από αυτό το «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» στυλ, που έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο δεύτερο set, στο διάλειμμα του Μαργαρίτη. Σε εμένα τουλάχιστον, διότι επαναλαμβάνω ότι ο κόσμος δέχτηκε τη σύμβαση και πέρασε καλά. 

Με αυτά και με αυτά φτάσαμε μεσάνυχτα και κάτι για να δούμε τον Γιώργο Μαργαρίτη. Σε μια νύχτα που αποδείχθηκε μακρά σε διάρκεια, κουράζοντας μετά τις 2 ορισμένους μεγαλύτερους θαμώνες, οι οποίοι ως εκείνη την ώρα είχαν αδειάσει το ένα μπουκάλι που προφανώς μπορούσαν να πάρουν και είχαν εξαντλήσει τις αντοχές τους στον χορό. Με τον ηλικιακό μέσο όρο να είναι μάλλον δεδομένος και με εξτρά στοιχείο τον χαρακτήρα μουσικής σκηνής που έχει το Kremlino (κρατώντας τον από τον προκάτοχό του, το PassPort), νομίζω ότι οι συντελεστές έπρεπε να ποντάρουν σε κάτι πιο συμμαζεμένο, αντί να πάνε με την πεπατημένη του λαϊκού ξενυχτάδικου. Άλλωστε στις ενορχηστρώσεις παρατηρήσαμε εξαρχής έναν πιο «εξευγενισμένο» αέρα, οπότε έγινε αισθητή η ανάγκη μιας προσαρμογής. 

Αυτό, ωστόσο, έμελλε να είναι και το μόνο παράπονο. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο καταπληκτικός Γιώργος Μαργαρίτης, που έκανε είσοδο με τον "Τελευταίο Πυρετό" του Άκη Πάνου και δεν δίστασε να ρίξει από νωρίς μια επιτυχία με το βεληνεκές του "Δρόμοι Του Πουθενά", το ρεφρέν του οποίου τραγουδήθηκε απ' όλους. Αρχικά, βέβαια, μας πάγωσε λίγο μια τέτοια εμπιστοσύνη δυνάμεων, αφού στα πρώτα κομμάτια η φωνή έδειχνε πεσμένη: ενώ δηλαδή ο τρόπος του, το χρώμα του και η εκφραστικότητά του ήταν εκεί, κάτι στην όλη απόδοση έλειπε. Φάνηκε πάντως να το γνωρίζει, καθώς ρώτησε σε κάποιο σημείο αν περνάμε καλά, επισημαίνοντας με νόημα ότι «η μηχανή δεν έχει ζεσταθεί ακόμα».


Όταν όμως η  ...μηχανή ζεστάθηκε, τα πάντα μπήκαν στη θέση τους. Κι απέναντί μας χαρήκαμε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους του αυθεντικού λαϊκού ήχου του τόπου μας· έναν τραγουδιστή χαρισματικό μέσα στη στιβαρότητά του, με κάτι από εκείνη τη στόφα που φτιάχτηκαν οι θρύλοι. Ο ίδιος έδειξε να έχει πλήρη επίγνωση της θέσης του στις απολαυστικές του διηγήσεις, που έβριθαν στιγμιότυπων από τη διαδρομή του στο εγχώριο τραγούδι, γι' αυτό και ήξερε πολύ καλά να μας επισημάνει και ποιοι ήταν οι μεγάλοι. Ανάμεσα σε άλλους θυμήθηκε τον Στέλιο Καζαντζίδη –ο οποίος του χτύπησε μια μέρα την πόρτα για καφέ, όταν το όνομά του είχε πρωταρχίσει να ακούγεται στο κουρμπέτι– τον Στράτο Διονυσίου, ασφαλώς, αλλά και τον Οδυσσέα Μοσχονά, που ήταν ο σταρ στο πρώτο μαγαζί όπου δούλεψε στην Αθήνα, κάπου στο Αιγάλεω, ανοίγοντας το πρόγραμμα. 

Ο ήχος αποτυπώθηκε καλός, ενώ άξια αποδείχθηκε και η ορχήστρα, με κύρια φιγούρα και καθοδηγητή τον λεγόμενο και «Περιφερειάρχη» Νίκο Κούρο, ο οποίος βρισκόταν στο πιάνο. Όσο για το ρεπερτόριο της βραδιάς, ήταν ένας ποταμός. Το πρώτο μέρος εστίασε περισσότερο στη δισκογραφία του Μαργαρίτη, το δεύτερο ήταν μια περιπλάνηση σε δεκαετίες λαϊκού ρεπερτορίου. Από τις προσωπικές του επιτυχίες απολαύσαμε τόσο παλιότερα στιγμιότυπα σαν το "Εμείς Οι Ναυτικοί", το "Εσύ Μου Μιλάς Στην Καρδιά Μου", το "Δυο Χιλιάρικα Στην Τσέπη" και βέβαια το "Κελί 33", όσο και νεότερα κομμάτια σαν το "Πεθαίνω Για Σένα", το "Σαν Άντρας Φεύγω" ή τα "Δικαστήρια", καθώς και δύο αξιόλογα φρέσκα τραγούδια –από έναν δίσκο με ανέκδοτες συνθέσεις του Θόδωρου Δερβενιώτη, ο οποίος είναι να βγει σύντομα. 

Τον χάρηκα πραγματικά τον Γιώργο Μαργαρίτη, παρά τις παραπάνω ενστάσεις για το πώς στήθηκε η όλη βραδιά στο Kremlino. Με την έννοια του λαϊκού ανθρώπου και της διασκέδασής του να αλλάζει πια ραγδαία και την ποπ να έχει μπει δυναμικά στο όλο παιχνίδι ήδη από τη δεκαετία του 1990, είναι ένας φορέας αυθεντικότητας, αλλά κι ένας δίαυλος προς εποχές που πολλοί δεν προλάβαμε να ζήσουμε από πρώτο χέρι.