15 Φεβρουαρίου 2023

Δημήτρης Παπαδημητρίου - συνέντευξη (2011)


Τον Δημήτρη Παπαδημητρίου έτυχε τελευταία και τον συζήτησα με τη φίλη μου Αναστασία Τουρούτογλου –στα πλαίσια ενός ιδιότυπου στοιχήματος που είχε βάλει με άλλον καλλιτέχνη, τον οποίον δεν θα κατονομάσω εδώ– τον πέτυχα όμως και στις ηλεκτρονικές μου ενημερώσεις, καθώς κάτι σκαρώνει στα πλαίσια της σειράς συναυλιών με το Ελληνικό Σχέδιο.

Άξιο «όνομα» στο εγχώριο πεντάγραμμο ο Παπαδημητρίου και καλός συνθέτης, άσχετα αν έχασε κάπου τον δρόμο του. Όλα αυτά μου θύμισαν ότι κάποτε, τον Σεπτέμβριο του 2011, πήραμε φραπέ από το κυλικείο της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή και καθίσαμε ενώπιος ενωπίω στο γραφείο του (ήταν τότε διευθυντής ραδιοφωνίας). Για μια συζήτηση που είχε αφορμή κάποια επικείμενη συναυλία στο Ηρώδειο, μα σύντομα έγινε εφ' όλης της ύλης.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δινόταν εκείνα τα χρόνια στον Τύπο, ως promo


Έχετε μπροστά σας ένα γεμάτο φθινόπωρο, συναυλιακά μιλώντας. Εκτός από την επικείμενη συναυλία στο Ηρώδειο (Δευτέρα 3 Οκτώβρη), έχει ήδη ανακοινωθεί και μία ακόμα, στο Μέγαρο Μουσικής, για τον Νοέμβριο…

Είναι όντως μαζεμένα! Όμως η μία βραδιά είναι, για εμένα, πιο δύσκολη από την άλλη, από την άποψη της προετοιμασίας. Γιατί στις συναυλίες με τα κλασικά έργα και τα έργα σε μορφή παρτιτούρας, από τη στιγμή που υπάρχει και ο μαέστρος, εσύ είσαι λιγάκι σαν τον θεατρικό συγγραφέα: έχεις δώσει μια έτοιμη δουλειά και πας να δεις τι κάνουν μαζί της. Τα τραγούδια, όμως, έργα πιο μικρής πνοής αλλά όχι μικρότερου ύψους, είναι πολύ δύσκολα στην παραγωγή τους. Έχουν διαφορετική γλώσσα, πρέπει να τα μάθεις στους τραγουδιστές αν δεν τα ξέρουν ή να τους τα θυμίσεις, να διορθώσεις πιθανά λάθη, να κάνεις πρόβες… Επίσης, στο Ηρώδειο θα βρίσκομαι κι εγώ επί σκηνής, διευθύνοντας και παίζοντας όργανα, οπότε υπάρχει κι ένα επιπλέον άγχος. 

Πάντως είναι μια πολύ σημαντική συναυλία για εμένα, καθώς θα συναντηθούν επί σκηνής οι περισσότεροι ερμηνευτές που έχουν τραγουδήσει δικές μου δημιουργίες, ενώνοντας εποχές μου και περιόδους. Όσοι μπόρεσαν ήρθαν και τους ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή τους. Θα είναι μια συναυλία με πολύ παρελθόν, με σαφές παρόν και με κάποιες νύξεις για το μέλλον, όσον αφορά νέες μου δουλειές, έτοιμες να εκδοθούν. Τέλος, γίνεται σε μια εποχή γενικότερου προσδιορισμού των αξιών –γιατί η παρούσα κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, μα και ηθική– στην οποία νιώθω ότι μπορώ ξανά να δείξω το πρόσωπό μου, δίχως να αισθάνομαι ανεπίκαιρος ή κύμβαλο αλαλάζον. 

Αισθανόσασταν ανεπίκαιρος; Με εκπλήσσει αυτό που λέτε…

Βεβαίως… Γιατί, μέχρι και τις Μάγισσες Της Σμύρνης (2005), υπήρχε ένας χώρος –έστω και μικρός– που μπορούσε να προτάξει μια γραμμή άμυνας, ένα νησάκι στην πολυνησία των εχθρών. Αυτό λοιπόν έπαψε να υπάρχει: συνέβη μια ολική κατολίσθηση. Με αποτέλεσμα να αρχίσω να αισθάνομαι ότι είχα γίνει λίγο κωμικός, ίσως και λίγο βαρετός. 

Σταμάτησα λοιπόν για ένα διάστημα και ασχολήθηκα πολύ με το ραδιόφωνο, ενώ έγραψα και έργα τα οποία θα βγουν τώρα, ελπίζοντας ότι έφτασε ο καιρός να συντελεστεί μια αλλαγή. Αν τα είχα βγάλει τότε, θα κυκλοφορούσαν σε ένα κλίμα αδιαφορίας, θα τα πρόσεχαν λίγοι ακροατές. Και επιθυμούσα να έχουν μια καλύτερη τύχη.  

Έχετε επομένως έτοιμο έναν αριθμό έργων, όχι απλά έναν νέο δίσκο...

Έχω μια σειρά με ανέκδοτα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, μια σειρά με τραγούδια πάνω σε ποιήματα του Διονύση Καψάλη –τον θεωρώ πολύ σημαντικό ποιητή– υπάρχει επίσης μια σειρά τραγουδιών σε στίχους του Άλκη Αλκαίου, μια σειρά λαϊκών τραγουδιών και μία ακόμα, πάνω σε έργα διεθνών ποιητών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να βγουν και αύριο. 

Ηχογραφημένες είναι επίσης οι Παραλλαγές Σε Μια Αχτίδα, έργο συμφωνικό, με τραγουδιστές και χορωδία –πρόκειται για μία ακόμα ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη, που βρίσκεται στο ίδιο βιβλίο με τον Ήλιο Τον Πρώτο, στο τέλος. Έχω ακόμα πολλές ολοκληρωμένες κινηματογραφικές και θεατρικές μουσικές κι έναν επιπλέον δίσκο, ορχηστρικό. Άμεσα συζητώ να βγουν οι Παραλλαγές Σε Μια Αχτίδα και η σειρά τραγουδιών του Καψάλη, με τον υπέροχο κατά τη γνώμη μου νέο τραγουδιστή Γιώργο Φλωράκη. Μια φωνή, αλλά κι ένας άνθρωπος που λείπει από το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. 

Πώς παρεμβαίνει αλήθεια το ελληνικό τραγούδι στην ελληνική ζωή; 

Με έναν τρομερά σύνθετο τρόπο... Δεν είναι απλή ιστορία. Είναι όλο το σπίτι μας μέσα, από το αποχωρητήριο μέχρι τη βιβλιοθήκη –περνώντας κι από την κουζίνα. Οι Έλληνες ζούνε, εκφράζονται και καταγράφουν την καθημερινότητά τους με το τραγούδι. 

Αν και είμαι συνθέτης που έχει γράψει πολλά ορχηστρικά έργα και με ενδιαφέρει πολύ η συμφωνική μουσική, ξέρω ότι το τραγούδι είναι το μοναδικό είδος που ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό. Από τον Όμηρο μέχρι σήμερα δεν θα βρεις παρά ελάχιστα ορχηστρικά έργα· κι αυτά έγιναν τον τελευταίο καιρό, δίχως να βρουν σημαντική απήχηση. Δεν τα υποτιμώ, βέβαια, ορισμένα είναι σπουδαία.

Ηρώδειο και Μέγαρο Μουσικής, τώρα, είναι δύο χώροι που οι νεότεροι έχουν συνδυάσει στο φαντασιακό τους με μια κάποια σοβαρότητα και με μια διασκέδαση ας την πούμε μεσήλικη. Θα σας ενδιέφερε να εμφανιστείτε σε μια μουσική σκηνή, απέναντι σε ηλικιακά μικρότερο κοινό;

Θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο πια. Δεν σημαίνει κάτι τέτοιο ότι βαρέθηκα το Ηρώδειο ή την Επίδαυρο, όμως τρέφω μεγάλη εκτίμηση στο νεότερο κοινό, γιατί διαμορφώνει την αισθητική και την ιδεολογία του πιο ελεύθερα από ποτέ. Οι παλιότερες γενιές δεν έχουν πια τα επιχειρήματα να επιβάλλουν τρόπο φέρεσθαι και διασκεδάζειν στους μικρότερους. Και δεν το επιχειρούν κιόλας, γιατί αισθάνονται αποτυχημένοι. 

Έτσι, τα νέα παιδιά αναζητούν μόνα τους το υγιές. Και, όταν το εντοπίζουν, το εμπιστεύονται –το καλό βιβλίο, την καλή ταινία, την καλή μουσική. Μου αρέσει πολύ αυτό. Ποιοτική έρευνα γύρω από το Τρίτο Πρόγραμμα έδειξε μάλιστα ότι σε ποσοστό 35% το ακούν ηλικίες κάτω των 30. Δεν είναι πολύ μεγάλο ποσοστό; Και όλοι αναρωτιούνται ποιοι ακούν το Τρίτο... Κι όμως, είναι οι νέοι. Εμπιστεύονται έναν σταθμό χωρίς διαφημίσεις, που δεν αισθάνονται ότι πάει να τους κάνει ψηφοφόρους του άλφα ή του βήτα. 

Πρόκειται για ένα κοινό που η ελαφρά προγενέστερή μου γενιά δεν το γνώριζε. Φάγαμε στη μάπα –με συγχωρείτε για την έκφραση– την όλη ρητορεία περί εμπορικότητας κι αποφασίσαμε να σκεφτόμαστε κι έτσι (για να είμαστε ρεαλιστές και τα λοιπά), τη στιγμή που η κοινωνία πήγαινε ανάποδα: απέρριπτε την εμπορικότητα και αναδείκνυε σε επιτυχές το μη αγοραίο, το ηθικώς μη εμπορεύσιμο. Κι εμείς νομίζαμε ότι είχαμε απέναντί μας έναν κόσμο αδιάφορο, που αν δεν του βομβάρδιζες τον εγκέφαλο δεν θα θυμόταν καν ποιος είσαι. Ο άνθρωπος, όμως, αν έχει λόγο να σε θυμάται, θα σε θυμάται. 

Είναι λοιπόν η τρέχουσα κρίση μια ευκαιρία να μπουν τέτοια πράγματα στη σωστή τους θέση; 

Η οικονομική κρίση του σήμερα είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας τεράστιας κρίσης. Η οποία ξεκίνησε ως ηθική, έγινε ιδεολογική, κατόπιν πολιτική και τέλος οικονομική. Και όλο αυτό το πράγμα δεν θα υπήρχε αν είχε ο κόσμος επίπεδο παιδείας –γιατί θα επέβαλλε μετά παιδεία και στην πολιτική ζωή. Οι πολιτικοί μας σήμερα πιστεύουν σε ένα δόγμα με το οποίο μεγάλωσα κι εγώ: ότι ο πολιτισμός είναι το κερασάκι στην τούρτα, όταν η τούρτα υπάρχει. Πρόκειται για τραγικό, απελπιστικό λάθος... Ο πολιτισμός είναι ο δίσκος πάνω στον οποίον θα φτιάξεις την τούρτα. Διαφορετικά, ούτε νομοθεσία μπορείς να έχεις, ούτε τίποτα. Άμα ήμασταν π.χ. όλοι κλέφτες, η κλοπή θα γινόταν νόμιμη. 

Αποδέχεστε ότι είστε ένας από τους τελευταίους «μεγάλους συνθέτες» αυτού του τόπου;

Ούτε για πλάκα! Στην Ελλάδα βιώνουμε, διαδοχικά, τρεις ανισότητες: η πρώτη είναι η άνιση μεταχείριση των ίσων. Πάνε ας πούμε τα παιδάκια στο Δημοτικό –με μηδέν ιστορία και παρελθόν– και από την πρώτη μέρα η δασκάλα ξεχωρίζει τον Γιωργάκη και τον Κωστάκη. Γιατί π.χ. είναι πιο ωραία παιδιά και οι άλλοι δίπλα είναι άσχημοι και χοντροί. Μετά από λίγο, όλα τα παιδάκια αποκτούν μια ιστορία: μερικοί είναι πολύ καλοί μαθητές, κάποιοι καλοί, άλλοι μέτριοι και κακοί. Αν ερωτηθεί η δασκάλα πόσους καλούς μαθητές έχει η τάξη, θα πει τους 3 που ξεχωρίζουν, μα θα αναφέρει κι άλλους 10 οι οποίοι δεν είναι. Και οι 3 θα αισθανθούν άβολα, ευρισκόμενοι στο ίδιο καλάθι με άλλους, με τους οποίους δεν έχουν σχέση. Και όταν τελικά επιβιώσεις από αυτές τις ανισότητες και έχεις πια αναγνωρισμένο έργο, συναντάς την τρίτη κλίμακα: η ελληνική κοινωνία είναι εξόχως ανταγωνιστική. 

Για να μη νιώθει λοιπόν αμήχανα απέναντι στο γεγονός ότι είσαι ο Κωστάκης από την απέναντι πολυκατοικία που τα έχεις κάνει όλα αυτά, σε μυθοποιεί. Τίτλοι τύπου «τελευταίος μεγάλος συνθέτης» ανήκουν λοιπόν σε αυτή την τρίτη κατηγορία. Πρόκειται για μια μυθοποίηση που ενδεχομένως είναι πολύ βολική και χρήσιμη για εμένα, ωστόσο είναι καταστροφική για τους νεότερους. Εδώ και κάποια χρόνια, ό,τι κάνω εγώ είναι με κορδέλες. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Και δεν θέλω με κανέναν τρόπο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι εγώ θα κλείσω την πόρτα πίσω μου. Και βέβαια δεν θα την κλείσω. Γιατί είχα την τύχη να βρεθώ στο ίδιο τραπέζι και να συνεργαστώ με έναν Χατζιδάκι, έναν Θεοδωράκη, έναν Κουν, έναν Κακογιάννη, έναν Μόραλη... 

Υπήρξαν τρομερές ενέσεις και ενεργειακές μεταγγίσεις εκείνες οι εμπειρίες. Δεν με αντιμετώπισαν ποτέ ως μαθητή, όμως η μαθητεία υπήρχε στο πώς π.χ. τρώγανε αυτοί οι άνθρωποι, πώς έλεγαν το αστείο, πώς έκαναν πλάκα μεταξύ τους. Ξέρω λοιπόν ότι υπάρχουν εκεί έξω άξιοι νέοι συνθέτες, για τους οποίους οι πόρτες της δισκογραφίας είναι κλειστές, άρα είναι και του ραδιοφώνου. Θα θεσμοθετήσω λοιπόν ειδικό κομμάτι στη ραδιοφωνία, για τη μετάδοση της μη δισκογραφημένης ελληνικής μουσικής. Και με τη μη κερδοσκοπική εταιρεία Ελληνικό Σχέδιο θα προκηρύξουμε σε λίγες μέρες τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού –θα επαναφέρουμε δηλαδή τους Αγώνες που είχε θεσπίσει ο Μάνος Χατζιδάκις. 

Τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, ωστόσο, γιατί δεν τον παίζουν τα ραδιόφωνα;

Εδώ στα κρατικά είναι θέμα οδηγίας. Το μεγάλο πρόβλημα με τα τραγούδια μου είναι ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν εύκολα με τραγούδια άλλων συνθετών. Συχνά μου λέγανε παραγωγοί «τι ωραίο εκείνο και το άλλο». Ωραία, απαντούσα, τότε γιατί δεν το παίζεις; Μετά από τι και πριν από τι, ήταν το ερώτημα. Μπορούσες να βρεις 10 τραγούδια, αλλά δεν γινόταν να με κολλάνε συνέχεια με τα ίδια. Οπότε παιζόμουν λίγο. Δεν με πειράζει, όμως. Διατήρησα έτσι μια σπανιότητα, που ταιριάζει στον χαρακτήρα μου· καθώς και μια μικρότερη παρεμβατικότητα, σε μια κακή εποχή.  

Με τόσες δραστηριότητες, ως δημιουργός και διευθυντής ραδιοφωνίας, προκύπτει αυτόματα ένα ερώτημα: κοιμάστε καθόλου;

Έχετε δίκιο, ο ύπνος είναι που λείπει! Είμαι βέβαια συνηθισμένος, πάντα δούλευα μέχρις εσχάτων, δεν διέκοπτα ποτέ αν δεν τελείωνα. Έχω μάθει να δουλεύω και να νυστάζω. Η σύνθεση, ξέρετε, έχει πολλά στάδια. Στο πρώτο, στο στάδιο της αρχικής σύλληψης, χρειάζεται να έχεις αυξημένη ζωική ενέργεια. Μετά μπαίνεις στο στάδιο της πραγματοποίησης, όπου χρειάζεται να έχεις αντοχή, καλή επαφή με την αρχική σου έμπνευση. Ακολουθεί η ηχογράφηση, όπου χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Επιμονή εξακολουθώ κι έχω, όμως μάλλον έχω αρχίσει να μην έχω πια υπομονή.    

Έχετε αισθανθεί να σας παίρνει η μπάλα από την όλη δυσπιστία του κόσμου απέναντι σε οτιδήποτε δημόσιο και την όλη γκρίνια για την ΕΡΤ; 

Όχι, γιατί υπάρχει νομίζω ένα επίπεδο στοιχειώδους ευφυΐας γύρω μας. Το να βρίζεις την ΕΡΤ δεν σημαίνει κάτι, αν δεν προσδιορίζεις την περίοδο στην οποία αναφέρεσαι. Είναι σαν να βρίζεις την κυβέρνηση –ποια κυβέρνηση, με δεδομένο ότι αυτό αλλάζει; 

Τα όποια κακά έχουν γίνει στην ΕΡΤ δεν είναι τωρινά. Υπάρχουν κακώς κείμενα 50 χρόνων. Εγώ δεν είμαι σε θέση να ξέρω τι ισχύει από όσα λέγονται και δεν είναι και η δουλειά μου. Βλέπω πάντως μια πολύ ειλικρινή προσπάθεια αυτή τη στιγμή από όσους εργάζονται στην ΕΡΤ και –στη ραδιοφωνία τουλάχιστον– αποδίδει. Είμαι σίγουρος ότι κάτι αντίστοιχο γίνεται και στην τηλεόραση, απλά δεν είναι δική μου δουλειά να το πω.

Λέγεται ότι είμαστε υπεράριθμοι. Εγώ, πάλι, νομίζω ότι μας λείπουν άτομα. Όταν στον «Αθήνα 9.84» υπάρχουν 350 εργαζόμενοι και είναι ένας σταθμός τοπικός, πόσοι πρέπει να είναι οι υπάλληλοι για να φτιαχτούν εφτά 24ωρα πανελλήνια προγράμματα; Κι όμως, έχουμε 320... Πού βρίσκονται λοιπόν οι υπεράριθμοι; Αν υπάρχουν, ας τους εντοπίσουν συγκεκριμένα, σε ποια ειδικότητα βρίσκονται; 

Και μόνο το γεγονός ότι ο καθένας μας πληρώνει την ΕΡΤ –κι εγώ, επίσης– σημαίνει ότι ο καθένας μας δικαιούται να την ελέγξει. Ας μην το ξεχνάμε αυτό, η ΕΡΤ είναι μια άγκυρα για τον ελληνικό λαό. Μπορεί κανείς να ελέγξει την ασυδοσία ενός ιδιωτικού σταθμού απέναντι π.χ. στους εργαζομένους του ή τα κίνητρά του για την επιλογή ενός προγράμματος; Μπορεί η άγκυρα να μην λειτουργεί πια και να πρέπει να την αλλάξουμε. Αλλά, προς Θεού, τη χρειαζόμαστε. Πρέπει δε να σας πω ότι η ΕΡΤ είναι κερδοφόρος. Εδώ και δύο χρόνια, μες την κρίση. Είναι η πιο υγιής από όλες τις ΔΕΚΟ, κι όμως τη βρίζουν τόσο πολύ... Υπάρχουν προφανώς κάποιοι λόγοι. Εγώ τους υποψιάζομαι, ας τους σκεφτούν όμως και οι αναγνώστες. 

Τέλος, για να κλείσουμε με κάτι διαφορετικό, συμπληρώνετε 13 χρόνια σχέσης με τη Φωτεινή Δάρρα. Πώς αισθάνεστε όταν κατά καιρούς οι εφημερίδες που ασχολούνται με τα κοσμικά γράφουν για εσάς, παρουσιάζοντάς σας ως ένα «ζευγάρι της show biz»; 

(γελάει) Δεν τα έχω δει! Εντάξει, η Φωτεινή ανήκει στη show biz και με έναν τρόπο ανήκω κι εγώ. Αν και το τι σημαίνει show biz στην Ελλάδα είναι υπό συζήτηση... Πάντως δεν μου αρέσει το προφίλ από καθ' έδρας, ούτε του ακαδημαϊκού και του σνομπ, ούτε και το να συμπεριφέρομαι σαν να ανήκω σε μια ανώτερη τάξη. Κι ένα κομμάτι της show biz έχει τη συμπεριφορά «δεν ξέρεις τι κάνω, αλλά ξέρεις ποιος είμαι» –κι αυτό το σιχαίνομαι. 

Είμαι βέβαιος ότι, αν ανήκω στη show biz, κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στην ομορφιά μου. Ούτε στις μη καλλιτεχνικές/πνευματικές μου επιδόσεις. Αλλά δεν με ενοχλεί που γράφουνε για εμάς και μας φωτογραφίζουν. Δεν υπάρχει κουτσομπολιό, δεν υπάρχει άλλωστε και κάτι για να ασχοληθούν. Και η Φωτεινή είναι ένα λαμπερό πρόσωπο από μόνη της, το οποίο τραβάει τα φλας. Έχει μια αξία όταν απολαμβάνεις ένα επίπεδο αναγνωρισιμότητας και λαϊκότητας δίχως να έχεις προδώσει έστω και σε ένα γραμμάριο τον αρχικό σου καλλιτεχνικό προσανατολισμό.  





13 Φεβρουαρίου 2023

The Brian Jonestown Massacre - συνέντευξη (2014)


Το καλοκαίρι του 2014 δεν ήταν εύκολο, αφού όλη εκείνη η περίοδος συνέπεσε με τη μεγαλύτερη μαυρίλα που είχε φέρει η χρεωκοπία της χώρας μας –έστω κι αν την κρύβαμε εύσχημα, μιλώντας για «μνημόνια». 

Αλλά η ανακοίνωση του πρώτου ερχομού των Brian Jonestown Massacre στην Ελλάδα σκόρπισε ενθουσιασμό, καθώς θα ικανοποιούσε ένα μεγάλο απωθημένο όσων αγαπούν τις ηλεκτρικές τους κιθάρες βουτηγμένες στη (νεο)ψυχεδέλεια. Θα πήγαιναν λοιπόν να τους δουν καταμεσής του Ιουλίου, ακόμα κι αν έπαιζαν σε κλειστό χώρο –όπως κι έγινε, δηλαδή, αφού εμφανίστηκαν στο Fuzz. 

Εγώ, τώρα, οπαδός της μπάντας αυτής ή γενικότερα των νεοψυχεδέλ αναβιώσεων, δεν υπήρξα ποτέ. Όμως είχα σταθεί συχνά με ενδιαφέρον σε διάφορες δουλειές τους, οπότε είπα να την πάρω επ' ώμου μια συζήτηση με τον Anton Newcombe.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Και, ασφαλώς, επειδή Newcombe είναι αυτός, αρκετά πράγματα θα πρέπει να τα διαβάσετε «between the lines», όπως λένε και στην πατρίδα του.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που κυκλοφορούσε τότε ως promo για τον Τύπο 


Τώρα που λίγο-πολύ έχεις προσαρμοστεί πια στο Βερολίνο, πώς είναι η ζωή εκεί για σένα, την Kate και τον μικρό Wolfgang; Είστε χαρούμενοι; 

Σ' ευχαριστώ, είμαστε χαρούμενοι για την ώρα, ναι! Οι Γερμανοί είναι πολύ πολιτισμένοι και το Βερολίνο ένα υπέροχο μέρος για εμένα. Και για να ασκώ την τέχνη μου με ησυχία και για να μεγαλώσω την οικογένειά μου. Δεν έχω ακόμα αισθανθεί τη «μαγεία» αυτού του φασισμού νέου τύπου, που δείχνει να αυξάνεται παντού –είτε μιλάμε για τον τύπο του τραπεζικού κορπορατίστα, είτε για τον αντιμετανάστη, είτε για την τηλεοπτική κάμερα που σε ψεκάζει κατάμουτρα με σπρέι πιπεριού... 

Θα είναι η Γερμανία το τελευταίο μέρος όπου οι άνθρωποι θα δεχτούν τέτοιες αηδίες; Θα αποτρέψει τον υπόλοιπο κόσμο από το να τη μπλέξει σε ατέλειωτους πολέμους και σε όλες δαύτες τις στρατόκαυλες ανοησίες; 

Στην Ελλάδα, βέβαια, οι Γερμανοί δεν διανύουν περίοδο μεγάλης δημοτικότητας... Αντίθετα με εσένα, καθώς έχεις πολύ πιστούς φίλους εδώ, οι οποίοι ανυπομονούν να σε δουν στη σκηνή με τους Brian Jonestown Massacre. Παίρνουμε καμιά ιδέα για το τι μας περιμένει από όσα βρίσκουμε στο YouTube;

Να περιμένετε ένα φανταστικό σόου, διάρκειας περίπου 2 ωρών! Με πολλή και καλή μουσική, από μια μοναδική μπάντα, η οποία αισθάνεται πραγματική ευγνωμοσύνη που θα μοιραστεί αυτή τη συναυλία –την πρώτη μας στην Ελλάδα– με όσους έρθουν να μας δουν. 

Αλήθεια, πώς δούλεψες για τον νέο σας δίσκο, Revelation; Δημιουργείται η εντύπωση ότι στόχευσες σε μια «εμπειρία συνόλου», ότι απέφυγες δηλαδή να φτιάξεις ένα άλμπουμ για τη γενιά του Spotify...

Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Έγραψα απλά μερικά τραγούδια και τα άφησα συνειδητά έτσι, ως τραγούδια, ώστε να αποφασίσει για το νόημά τους όποιος τα ακούσει.  

Ακούσαμε επίσης κάποιες ανατολίτικες επιρροές –για παράδειγμα στο "Second Sighting", οι οποίες για εμάς ηχούν αρκετά γνώριμες. Αλλά, για εσένα, από πού ήρθε η έμπνευση;

Η δική μου έμπνευση πίσω από τέτοια στοιχεία δεν έχει να κάνει με κάποιον συγκεκριμένο τόπο, χρόνο ή δίσκο. Νομίζω ότι προέρχεται από την ίδια ακριβώς εμπειρία του να επινοείς ας πούμε τον αυλό... Υπάρχει δηλαδή κάτι αληθινό, το οποίο προέρχεται από την ψυχή. Φυσικά στην πορεία φιλτράρεται από ό,τι έχει χτίσει τη μέχρι τώρα ζωή μου, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς των πραγμάτων που έχω ακούσει, μάθει ή υιοθετήσει από ένα αυστηρά folk πλαίσιο. 

Στο Revelation, εντωμεταξύ, ξαναβρέθηκες και με έναν παλιό γνώριμο. Ποια είναι η ιστορία αυτής της νέας συνύπαρξης με τον Ricky Maymi;

(γελάει) Μου αρέσει να έχω κόσμο στο στούντιο, να μου κρατάει παρέα! Έχει σημασία βέβαια να είναι κάποιος που να μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία και τους γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους εξελίσσεται, χωρίς να σκέφτεται πολύ ή να μιλάει για σχέδια. Επίσης, ο Ricky με βοήθησε με την αυτοπεποίθησή μου. 

Σε πρόσφατες συνεντεύξεις είδα ότι μίλησες πολύ ανοιχτά για τις προσωπικές σου μάχες με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Δήλωσες μάλιστα πως «ο μόνος τρόπος να κόψεις τα ναρκωτικά και το ποτό είναι να τα κόψεις. Πρέπει να προσπαθήσεις και να το κάνεις». Το κάνεις να ακούγεται κάπως απλό...

Διότι είναι πολύ απλό: άλλαξε την καρδιά σου και θ' αλλάξει και το μυαλό σου. Θα περπατήσεις διαμέσω των πυλών του Παραδείσου ή θα φτάσεις στον στόχο σου με οποιοδήποτε άλλο μέσο. Δεν χρειάζεται να είναι μια πνευματική διαδικασία. Πρέπει βαθιά μέσα σου να αποφασίσεις τι θέλεις και να το αφήσεις να εντυπωθεί πάνω στον νου σου, πάνω στις αμφιβολίες σου... Και μετά θα τους επιτύχεις τους στόχους σου. 

Στην αποτίμησή του για το Revelation, ο Αμερικανός κριτικός Fred Thomas συνόψισε τους Brian Jonestown Massacre ως μια μπάντα με «θαυμάσια (και θαυμαστά άγνωστη) καριέρα», η οποία «έζησε περισσότερο από πολλά συγκροτήματα που ενέπνευσε». Τον βρίσκεις σωστό;  

Πίστεψέ με, είμαστε πολύ δημοφιλείς. Μεγαλύτεροι από μπάντες που προμοτάρουν οι πολυεθνικές εταιρείες, παρουσιάζοντάς τις ως τάχα δημοφιλείς... Απλά φροντίζω και το κρατάω καλυμμένο, γιατί σε τέτοια πράγματα δεν υπάρχει λόγος να λες την αλήθεια. 

Για παράδειγμα, το να μιλήσεις για το πόσους δίσκους πουλάς, μόνο σε προβλήματα μπορεί να οδηγήσει... Διαρρήκτες σπίτι σου, ας πούμε... Ξέρεις, οι αληθινά πλούσιοι άνθρωποι δεν είναι τυχαίο που δεν βλέπουν ποτέ και για κανέναν λόγο το όνομά τους στις εφημερίδες... Είμαι σίγουρος ότι τα γνωρίζεις αυτά τα πράγματα. 

Τι έρχεται για σένα, προσωπικά, μετά την παρούσα Brian Jonestown Massacre περιοδεία; Έχεις αρχίσει να δουλεύεις σε εκείνο το sounstrack για το Moon Dogs; 

Θα ξεκινήσω το soundtrack λίγο μετά το τέλος της περιοδείας. Πρώτα όμως σκοπεύω να περάσω ένα διάστημα παρέα με τον Wolfgang. Και να γράψω περισσότερη μουσική. 



09 Φεβρουαρίου 2023

The Stranglers - συνέντευξη (2019)


Είχα εντελώς ξεχάσει την κουβέντα που είχα κάνει με τον Jean-Jacques Burnel, ενόψει μιας συναυλίας των Stranglers στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2019.

Ανασύρθηκε όμως στη μνήμη μου σήμερα το πρωί στο γραφείο, καθώς ο συνάδελφος Adrian Βρεττός εδώ πάντα ξεκινά τη μέρα με ένα τραγούδι –και σήμερα αυτό ήταν το "Peaches" των Stranglers, από το ντεμπούτο τους Rattus Norvegicus (1977). 

Ανέλπιστα καλά πήγε τώρα η κουβέντα με τον Burnel, από την οποία δεν περίμενα πολλά: από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, έχεις την εντύπωση ότι γκρουπ σαν τους Stranglers πάνε κάπως στον αυτόματο πιλότο, οπότε κάπως βαριέσαι κι εσύ. Αν κι αυτό δεν είναι ολότελα ακριβές στη δική τους περίπτωση (όχι πάντα, τουλάχιστον). 

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο


Αν και πάνε 7 χρόνια από τον τελευταίο σας δίσκο «Giants» (2012), παραμένετε ιδιαιτέρως ενεργητικοί σε επίπεδο ζωντανών εμφανίσεων. Περνάτε καλύτερα περιοδεύοντας; Ή οι ψηφιακές μας ημέρες έχουν κάνει δύσκολη τη δισκογραφία; 

Τα τελευταία χρόνια ήμασταν τόσο απασχολημένοι ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο για συναυλίες, ώστε όχι μόνο για δισκογραφία δεν είχαμε μυαλό, μα ούτε καλά-καλά για να μαζέψουμε τις σκέψεις μας. Ωστόσο, είναι αλήθεια: ο τρόπος που θεωρούσαμε «παραδοσιακό» ως προς την επαφή με τη μουσική, έχει πλέον αλλάξει. Όμως η ανάγκη να φτιάξουμε νέα μουσική και κυρίως η ανάγκη να ερμηνεύσουμε τον κόσμο μέσω αυτής, είναι ακόμα εδώ.

Άρα υπάρχει φρέσκο υλικό; Θα συνεχίσετε την «παράδοση» των Stranglers στη συναυλία της Αθήνας, να παρουσιάζετε δηλαδή νέα τραγούδια live, πριν φτάσετε στην τελική στούντιο μορφή; 

Ναι, υπάρχει φρέσκο υλικό: πρόσφατα καταφέραμε και να γράψουμε, αλλά και να ηχογραφήσουμε καινούρια τραγούδια. Η δε παράδοσή μας συνεχίζει όπως την ξέρετε, οπότε να το έχετε σίγουρο ότι θα παίξουμε και νέα κομμάτια στην Αθήνα.

Έχετε εμφανιστεί πολλές φορές στην Ελλάδα, καταφέρνοντας κάθε φορά να ανανεώνετε τους δεσμούς με το εγχώριο κοινό. Υπάρχει κάποια άγνωστη ιστορία, την οποία θα ήθελες να μοιραστείς;

Υπάρχουν πολλές άγνωστες ιστορίες, ωστόσο στο θέμα αυτό θα ήθελα να παραμείνω διακριτικός. Ας πούμε όμως το εξής, ότι έχω μόνο θετικές μνήμες από τις φορές που βρεθήκαμε στην Ελλάδα με τους Stranglers. Έχω αγαπήσει στη χώρα σας...

Εντωμεταξύ, το άλμπουμ του 1984 «Aural Sculpture» βγήκε σε deluxe βινυλιακή επανέκδοση, με κάμποσα ακυκλοφόρητα τραγούδια εκείνης της περιόδου. Μετά από τόσα χρόνια, πώς αποτιμάς αλήθεια την παρέμβαση του παραγωγού Laurie Latham;

Το «Aural Sculpture» είχε πολλές περιπέτειες, με την Epic Records να απορρίπτει τα αρχικά demo. Ο Laurie κλήθηκε λοιπόν να κάνει τη μουσική μας πιο προσβάσιμη στην αμερικάνικη αγορά. Εκείνα τα χρόνια αποδέχθηκα την παρέμβασή του με απροθυμία. Σκεπτόμενος πλέον τα πράγματα από απόσταση, κατανοώ ότι μας έμπασε σε μια ηχητικά άγνωστη περιοχή. Και, τελικά, κάτι τέτοιο πάντα αποδεικνύεται θετικό. 

Πρόσφατα κάναμε μια συνέντευξη με ένα ελληνικό γκρουπ, τους Magic De Spell, με τους οποίους δούλεψες ως παραγωγός πίσω στο 1993, για το άλμπουμ τους «Διακοπές Στο Sarajevo». Θυμήθηκαν λοιπόν πόσο καίρια ήταν τότε η επιμονή σου να γράψουν στίχους στα ελληνικά. Γιατί είχε τόση σημασία; 

Κοίτα, το rock 'n' roll είναι διεθνής υπόθεση και από αυτή την άποψη ανήκει πραγματικά στον καθένα. Την ίδια στιγμή, όμως, πιστεύω ότι αντλεί τη δύναμή του από το πόσο καλά μπορεί να αντικατοπτρίσει και τα τοπικά θέματα που αποτελούν την καθημερινότητα μιας μπάντας. Χρειάζεται λοιπόν να εκφράζεσαι με τρόπο άμεσα αντιληπτό και κατανοητό, στο περιβάλλον όπου δραστηριοποιείσαι.

Στους Stranglers, πάντως, ένα σημαντικό κομμάτι της στιχουργικής σας είχε να κάνει με το πώς αποτυπώνατε όσα συνέβαιναν στον ευρύτερο κόσμο. Σήμερα, πού στέκεσαι ως παρατηρητής των διεθνών εξελίξεων;

Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω; Κλιματική αλλαγή, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι Πρόεδρος των Η.Π.Α., η Κίνα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, τα όσα κάνει ο Rodrigo Duterte στις Φιλιππίνες, το Ιράν, ο πόλεμος στη Συρία, η Βενεζουέλα, αλλά και η κατάσταση με τα ναρκωτικά και το μεταναστευτικό. Θα χρειαζόμασταν ώρες για να τα συζητήσουμε όλα αυτά διεξοδικά.

Ας πάμε λοιπόν στο μακρινό παρελθόν, στις punk ημέρες της Βρετανίας, τότε που παίξατε support στις περιοδείες που έκαναν στο Νησί η Patti Smith και οι Ramones. Επηρέασαν αλήθεια τη γραφή σας τα όσα ζήσατε κοντά τους; 

Οι μέρες εκείνες ήταν φοβερές. Ωστόσο η γραφή μας είχε ήδη τον χαρακτήρα που ξέρετε, καθώς το υλικό τόσο για το «Rattus Norvegicus» (Απρίλιος 1977), όσο και για το «No More Heroes» (Σεπτέμβριος 1977), είχε ήδη γραφτεί.

Τέλος, ξέρω ότι κατέχεις μαύρη ζώνη έβδομου βαθμού στο Shidokan Karate. Ασχολείσαι ακόμα; 

Ασχολούμαι, ναι! Απλά όχι τόσο συχνά, τα τελευταία χρόνια. Οι Stranglers συνεχίζουν να απαιτούν το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου μου, ειδικά όταν βρισκόμαστε σε περιοδείες.



07 Φεβρουαρίου 2023

Lara Fabian - συνέντευξη (2016)


Αναλογιζόμενος τη συναυλία της Lara Fabian στο γήπεδο του Tae Kwon Do, τον Μάιο του 2018 (δείτε εδώ), θυμήθηκα ότι κάποτε είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. Μεταξύ άλλων για τη Céline Dion και τη Γιουροβίζιον, αλλά και για τον Θεό και για το φαγητό.

Αυτό που δεν θυμήθηκα άμεσα είναι ότι δεν είχαμε μιλήσει πριν την προαναφερόμενη συναυλία, αλλά το καλοκαίρι του 2016, ενόψει μιας επικείμενης εμφάνισης στο Γήπεδο Τέννις του Ολυμπιακού Σταδίου, τον Σεπτέμβρη. Όμως οι απρόσμενα δυσμενείς καιρικές συνθήκες οδήγησαν στη ματαίωση της βραδιάς. Προσπαθώ επίσης να προσδιορίσω αν ήταν τότε που είχα τραβηχτεί με τη Χριστίνα στους χώρους του ΟΑΚΑ, ψάχνοντας μες την όλη ταλαιπωρία για το γήπεδο τέννις. Δεν είμαι 100% σίγουρος, αλλά νομίζω πως ναι. Μου φαίνεται μάλιστα ότι προλάβαμε και είδαμε το support των Stereo Soul, οι οποίοι είχαν γίνει γνωστοί ως φιναλίστ του «X-Factor» εκείνης της χρονιάς. 

Η συνέντευξη που προέκυψε από την κουβέντα μας δημοσιεύτηκε το 2018 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που είχε δοθεί στον Τύπο


Πρώιμα παιδικά χρόνια στην Κατάνια –με τα ιταλικά ως μητρική γλώσσα– μεγάλωμα κατόπιν στο Βέλγιο, αργότερα υπήκοος Καναδά. Σε ένα τόσο κοσμοπολίτικο περιβάλλον, ποιο μέρος αποκαλείτε τελικά «σπίτι»; 

Με τα συγκεκριμένα μέρη έχω δεθεί συναισθηματικά, λόγω καταγωγής ή λόγω της πορείας της ζωής μου. Ο Καναδάς και το Βέλγιο είναι οι χώρες με τις οποίες συνδέομαι ως πολίτης κι αυτές επίσης που βρίσκονται στην καρδιά μου. Θα έλεγα όμως ότι «πατρίδα» είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των τοποθεσιών, δηλαδή ένας φανταστικός τόπος στον οποίον θα ενώνονταν οι Βρυξέλλες, το Μόντρεαλ και η Σικελία. 

Δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να διαλέξω, καθώς ανήκω σε όλα αυτά τα μέρη κι εκείνα με τη σειρά τους αποτελούν κομμάτια μου. Πέρα από τη γεωγραφία, πάντως, το μέρος που μπορώ πραγματικά να αποκαλέσω «σπίτι» είναι εκείνο όπου βρίσκονται κάθε φορά οι αγαπημένοι μου άνθρωποι –η κόρη μου, ο άντρας μου, η οικογένειά μου γενικότερα. Όπου κι αν είναι, γωγραφικά μιλώντας.

Στο παρελθόν σας έχω ακούσει να τραγουδάτε στα ελληνικά, πλάι στον Μάριο Φραγκούλη –σε εξαιρετικά ελληνικά, μάλιστα. Μάθατε απλά το συγκεκριμένο τραγούδι για τις ανάγκες της εμφάνισης ή έχετε βαθύτερη σχέση με τη γλώσσα μας; 

Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Δεν μιλάω ελληνικά, αλλά τόσο στα γαλλικά, όσο και στα αγγλικά, έχουμε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ελληνικών λέξεων ή λέξεων με ελληνική ετυμολογία –ορίστε, μόλις χρησιμοποίησα κι εγώ μία! (σ.σ.: etymology). Τα ελληνικά, επομένως, βρίσκονται στην καθημερινή μας επικοινωνία. Το να τραγουδώ βέβαια σε μια γλώσσα την οποία δεν μιλάω απαιτεί περισσότερο μια φωνητική προσπάθεια και σε αυτό με έχουν συχνά βοηθήσει οι παρτενέρ μου στα ντουέτα, «οδηγώντας» με στη διαδικασία. 

Ποιες γλώσσες βρήκατε αλήθεια πιο δύσκολες, από τις τόσες στις οποίες έχετε τραγουδήσει; Και πώς ξεπερνάτε τα προβλήματα που δημιουργούνται, πέρα από τη βοήθεια των εκάστοτε παρτενέρ;

Νομίζω η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα ήταν όταν μου ζήτησαν να πω ένα τραγούδι στα κινέζικα. Παρά την καλή μου θέληση και τη βοήθεια που έλαβα, αμφιβάλλω ότι υπήρξα επαρκής για την περίσταση. Το κορίτσι μάλιστα το οποίο με βοηθούσε είχε την ειλικρίνεια να μου πει σε σπαστά αγγλικά «Εσύ καλή τραγουδίστρια, μα κακή, πολύ κακή Κινέζα τραγουδίστρια» (γελάει) 

Δεν ξέρω λοιπόν αν θα το δοκίμαζα ξανά, νομίζω ότι θα μείνω στις ινδο-γερμανικές, σημιτικές και ουραλο-αλταϊκές γλώσσες για την ώρα. Εξάλλου, καθώς γράφω και τους στίχους στα περισσότερα κομμάτια μου, εκφράζομαι πιο άνετα στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα ιταλικά και στα ισπανικά.

Μια διεθνής σταρ σαν κι εσάς είναι λογικό ότι δεν λαμβάνει μόνο θετικές αντιδράσεις, μα και αρνητικές. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας μια-δυο στιγμές τις οποίες θυμάστε ως πραγματικά δύσκολες;

Οι καλλιτέχνες μπορούμε να προχωράμε στις καριέρες μας μόνο κάνοντας όσα πιστεύουμε, μένοντας ειλικρινείς στην τέχνη μας. Γιατί ο κόσμος ξέρει να αναγνωρίζει την ειλικρίνεια και την τιμιότητα. Δεν γίνεται λοιπόν να μας επηρεάζει η ατομική οπτική που μπορεί να έχει όποιος έρχεται σε επαφή με τη δουλειά μας. Ειδικά σε μια εποχή σαν τη σημερινή, στην οποία διεξάγεται μια παγκόσμια συζήτηση μέσα π.χ. από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε οι αντιδράσεις μπορούν να κρύβονται πίσω από την ανωνυμία που παρέχει η οθόνη του κομπιούτερ. 

Νεότερη, δεν κατανοούσα κάποιες από τις πιο έντονες αντιδράσεις –και τις έπαιρνα προσωπικά. Ένιωθα δηλαδή ότι οι επιθέσεις δεν αφορούσαν μόνο τα όσα παρουσίαζα μέσω της μουσικής μου, μα ότι ήταν και προσωπικές. Τώρα, με 25 χρόνια πορείας, έχω μάθει να μην παίρνω την κριτική τόσο προσωπικά, όσο άσχημα κι αν εκφράζεται. Άλλωστε τέτοιου είδους κριτική δείχνει συχνά περισσότερα πράγματα για εκείνους που εκφράζονται τόσο βίαια, παρά για εμένα. 

Είναι δικαίωμα του οποιουδήποτε να μη με συμπαθεί και να μην του αρέσει η μουσική μου. Το έχω δεχτεί. Και την ίδια στιγμή έμαθα να μην παίρνω και την επιτυχία τόσο στα σοβαρά. Αισθάνομαι ευγνώμων για το ότι έχω μπορέσει να συνδεθώ με τόσους ανθρώπους, μέσω της μουσικής μου. Κι αυτό είναι εν τέλει που μετράει.

Βρίσκεστε ξανά σε δημιουργική περίοδο; Ή ακόμα είστε απασχολημένη με τις ανάγκες του νεότερου «παιδιού» σας, του άλμπουμ Ma Vie Dans La Tienne (2015);

Η δημιουργική διαδικασία γύρω από το Ma Vie Dans La Tienne έχει ασφαλώς τελειώσει, όμως έχω μπροστά μου άλλες 20 περίπου συναυλίες μέχρι την ολοκλήρωση της σχετικής περιοδείας. Και το να παρουσιάζω ζωντανά τα τραγούδια μου, αποτελεί πάντα μια πολύ σημαντική φάση στη δουλειά μου. Η διασύνδεση με το ακροατήριο λειτουργεί και σαν πηγή νέας έμπνευσης και συνήθως αντικατοπτρίζεται στον επόμενο δίσκο. Χαίρομαι λοιπόν που το Ma Vie Dans La Tienne άρεσε σε τόσες χώρες και ρουφάω όλες τις σχετικές εμπειρίες, από κάθε μέρος από το οποίο περνάω. 

Στο μεταξύ, έχω πράγματι ξεκινήσει ένα καινούριο άλμπουμ. Θα είναι μάλιστα το πρώτο μου στα αγγλικά εδώ και αρκετά χρόνια, κάτι που με ενθουσιάζει. Δουλεύω με μια ομάδα Σουηδών και Αμερικανών, οπότε ο ήχος θα βγει πολύ διαφορετικός συγκριτικά με το Ma Vie Dans La Tienne, καθώς εκείνο είχε τις ρίζες του στη γαλλική κουλτούρα. Αυτή άλλωστε η δυαδικότητα αποτελεί κομμάτι της καλλιτεχνικής, μα και της προσωπικής μου ταυτότητας. 

Μιας και μιλάμε για δίσκους, ποιον θεωρείτε ως πιο σημαντικό σας, από την άποψη του χτισίματος μιας καριέρας; Πολλοί fans σας διαλέγουν το Lara Fabian του 1999, ως το πρώτο σας νούμερο 1 στη Γαλλία και ως εκείνο παράλληλα που σας έκανε όνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες...

Φέτος κλείνουν 25 χρόνια από το ντεμπούτο μου. Κάθε δίσκος από εκεί και πέρα στάθηκε ως ένα λιθαράκι που έχτισε το μονοπάτι στο οποίο περπατώ σήμερα –τόσο ως καλλιτέχνης, όσο και ως γυναίκα. Κάθε ένας, έτσι, έχει για εμένα και μια ξεχωριστή σημασία, πέρα από το πώς μπορεί να τα πήγε εμπορικά. Και τα τραγούδια τους είναι ιστορίες που έχω συνθέσει μαζί με ανθρώπους οι οποίοι με συντρόφευσαν μέσα σε αυτά τα χρόνια· ιστορίες πολύ προσωπικές και αγαπημένες. 

Δεν εννοώ βέβαια ότι περιφρονώ το θέμα της εμπορικότητας. Είναι σημαντικό κι αισθάνομαι ευγνώμων για την απήχηση που έχει βρει η δουλειά μου. Στις μέρες μας, όμως, η «επιτυχία» είναι πια συνισταμένη πολλών παραμέτρων: συνεργασίες και συμφωνίες μεταξύ δισκογραφικών και ΜΜΕ, airplay στα ραδιόφωνα, του τι κάνουμε και δεν κάνουμε οι ίδιοι οι καλλιτέχνες κ.ά. Τέτοια πράγματα δεν έχουν πάντα σχέση με την ποιότητα της μουσικής. Γι' αυτό και τα αφήνω στους μάνατζερ να τα αναλύουν.

Σε συνεντεύξεις σας έχετε συχνά αναφερθεί στον Θεό. Τι ρόλο παίζει η πίστη στην προσωπική και στην καλλιτεχνική σας ζωή;

Έχω τα δικά μου πιστεύω και τις αξίες μου, πράγματα που οφείλονται στις πολιτισμικές μου καταβολές, στην ανατροφή μου, στο ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα και βέβαια σε προσωπικές εμπειρίες, σπουδές, γνωριμίες με άλλους ανθρώπους. Αναζητώ τη γαλήνη, την εσωτερική ηρεμία και την αγάπη. 

Πιστεύω πραγματικά ότι, πίσω από τις τόσες διαφορές οι οποίες χωρίζουν τις διάφορες θρησκείες, βρίσκεται μια αποστολή αναζήτησης της αγάπης και της ευτυχίας. Κι αυτό μας ενώνει, τελικά, ως ανθρώπους. Μπορεί να αποκαλούμε τον Θεό με πολλά ονόματα στις προσευχές μας, όμως η προσωπική μας αναζήτηση έχει πολλά κοινά με τις αναζητήσεις άλλων συνανθρώπων, πέρα από σύνορα, διαχωρισμούς, τοίχους, εθνικότητες και θρησκευτικές ταυτότητες.

Αρκετοί σας συγκρίνουν με τη Céline Dion, με την οποία μοιράζεστε μάλιστα και μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αφού το 1988 εκπροσωπήσατε το Λουξεμβούργο στην τότε Γιουροβίσιον (με το "Croire"), όπου κέρδισε εκείνη με το "Ne Partez Pas Sans Moi", ως αντιπρόσωπος της Ελβετίας. Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνη τη βραδιά; 

Εκείνο το βράδυ του 1988 ήμουν ένα κορίτσι 18 χρονών, που στάθηκε και τραγούδησε μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους. Υπήρξε μια φοβερή εμπειρία και ακόμα θυμάμαι με λεπτομέρειες την όλη διαδικασία. Στα χρόνια τα οποία ακολούθησαν πιστεύω ότι η Γιουροβίζιον έγινε κάτι ακόμα πιο μεγάλο, φτάνοντας σήμερα να είναι ένα από τα πιο σημαντικά μουσικά σόου στον κόσμο, με το μεγαλύτερο αριθμητικά κοινό στον πλανήτη. Ακόμα με ευχαριστεί να την παρακολουθώ, κάθε χρόνο. 

Τις συγκρίσεις τώρα με τη Céline Dion, τις καταλαβαίνω: ανήκουμε στην ίδια «φωνητική οικογένεια». Αλλά η σύγκριση των πορειών μας σταματά σε εκείνο το βράδυ του 1988. Η δική της απόκτησε δικαίως μια τεράστια διεθνή εμβέλεια και παραμένει ακόμα και σήμερα μια τραγουδίστρια την οποία θαυμάζω και ως καλλιτέχνη και ως γυναίκα, καθώς δεν είναι μόνο το ταλέντο της –πρόκειται και για έναν πολύ ειλικρινή άνθρωπο. 

Έχετε γνωριστεί αλήθεια με τη Dion, έχετε κάτσει ποτέ να συζητήσετε για μουσική και για τη σόου μπιζ γενικότερα;

Οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν μία ακόμα φορά μετά τη Γιουροβίζιον. Και μπορώ να σας πιστοποιήσω ότι είναι αλήθεια όσα λέγονται, για το πόσο καλόκαρδη είναι. 

Η διασκευή σας στο "Je Suis Malade" είναι πολύ πετυχημένη εδώ στην Ελλάδα. Σας έχει εμπνεύσει η Dalida, η οποία έχει σχετιστεί ανεξίτηλα με αυτό το κομμάτι; Ποιες άλλες τραγουδίστριες θαυμάζετε;

Αν και η Dalida είπε το "Je Suis Malade" σε δεύτερη εκτέλεση –η πρώτη ανήκει στον Serge Lama, ο οποίος το έγραψε κιόλας, μαζί με τη σπουδαία Alice Dona– το έκανε πραγματικά δικό της: του χάρισε μια καταπληκτική ερμηνεία, που το δόξασε, καθιστώντας το διεθνή επιτυχία. 

Για εμένα υπήρξε μεγάλη έμπνευση η Dalida, σε πολλά επίπεδα. Θαύμαζα δηλαδή τόσο την ξεχωριστή της φωνή, όσο και την ομορφιά της (και την εξωτερική, αλλά και την εσωτερική), το ταλέντο της, γενικότερα το χάρισμά της. Έχω διασκευάσει ακόμα ένα δικό της τραγούδι, το "Il Venais D' Avoir 18 Ans", στον δίσκο Toutes Les Femmes En Moi (2009).

Υπάρχουν βέβαια πολλές ακόμα φωνές που υπήρξαν έμπνευση, κάθε μία με τον τρόπο της. Η Barbra Streisand, η Γαλλίδα τραγουδίστρια Barbara, η δική σας Μαρία Κάλλας, η Edith Piaf, η Joni Mitchell, η France Gall, η Kate Bush, η Annie Lennox, η Diana Ross. Από τους καλλιτέχνες του σήμερα αγαπώ περισσότερο την Adele, τον Ed Sheeran, τον The Weeknd, τον Sam Smith, τη Lorde και τη Beyoncé. 

«Μη λέτε όχι σε ένα ποτήρι κρασί, στο προσούτο της Πάρμα, στα σπιτικά μακαρόνια ή σ' ένα πιάτο ριζότο», έχετε πει στο παρελθόν. Τι άλλες απλές, καθημερινές χαρές σας αρέσει ν' απολαμβάνετε;

Το μαγείρεμα και το φαγητό είναι πολύ σημαντικά πράγματα στην καθημερινότητά μου, αποτελούν –τόσο για εμένα, όσο και για την οικογένειά μου– μια αστείρευτη πηγή ευτυχίας. Τρελαινόμαστε να μαγειρεύουμε με τον άντρα και την κόρη μου! Και φυσικά λατρεύουμε να τρώμε... 

Είμαστε πολύ φίλοι της ιταλικής και γενικότερα της μεσογειακής κουζίνας. Από τις υπόλοιπες αγαπώ την ιαπωνική. Ένας από τους καλύτερους οικογενειακούς μας φίλους είναι η Γιαπωνέζα σεφ Masayo San, η οποία έχει δικό της εστιατόριο στο Παρίσι. Το τι κάνει λοιπόν στην κουζίνα μας όταν έρχεται για επίσκεψη, δεν περιγράφεται, μιλάμε για μαγεία στο στόμα μας. Τόσο, ώστε η κόρη μου λέει ότι θέλει να γίνει σεφ, όταν μεγαλώσει!

Η πιο μεγάλη καθημερινή απόλαυση, πάντως, είναι οι ώρες που περνώ με τον σύζυγο και την κόρη μου. Μια απλή χορτόσουπα που μπορεί να φτιάξουμε παρέα και να μοιραστούμε ή μια ταινία την οποία θα κάτσουμε να δούμε όλοι μαζί, είναι οι πιο πολύτιμες στιγμές μου.




06 Φεβρουαρίου 2023

Lara Fabian - ανταπόκριση (2018)


Κάποια μέρα που βρισκόμουν στο γραφείο, ενώ εξέταζα πώς διαμορφώνεται το συναυλιακό πρόγραμμα του 2023 μέχρι στιγμής, πέρασε από το μυαλό μου η Lara Fabian και η βραδιά της στο γήπεδο του Tae Kwon Do, στο Φάληρο, τον Μάιο του 2018. 

Σκέφτηκα λοιπόν ότι άνετα, πολύ άνετα, θα την έβαζα στις χειρότερες συναυλίες που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία 10-15 χρόνια. Η κοσμοσυρροή εντυπωσιακή, βέβαια, μα επί σκηνής δεν είδαμε παρά φινέτσα ανάκατη με πλήξη και φασόν συναίσθημα.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά είχε δημοσιευτεί τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, (κυρίως) με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ενώ περίμενα να αρχίσει η παράσταση στο Tae Kwon Do, σκέφτηκα όλους εκείνους που είχαν ξινίσει με τον κόσμο που μάζεψε ο ίδιος χώρος στους Kraftwerk (ξέρετε τώρα, αυτοί τους είχαν δει «όταν έπρεπε»). Ε, λοιπόν, το πλήθος των Kraftwerk δεν ήταν τίποτα μπροστά στη διήμερη πλημμύρα για χάρη της Βελγοκαναδέζας ερμηνεύτριας, με τη δεύτερη μέρα να φτάνει πολύ κοντά στο sold out της πρώτης. Δεν ξέρω αν το είχαμε καν υποψιαστεί πιο πριν, ότι η Lara Fabian είναι τόσο δημοφιλής στην Ελλάδα. Τι θα γίνει δηλαδή αν έρθει η Céline Dion;

Η αναφορά στην Καναδέζα σταρ δεν είναι τυχαία: ήταν πραγματικά δύσκολο να μην πάει ο νους σου στη Céline Dion, καθώς έβλεπες τη Lara Fabian. Λίγο-πολύ ίδια ηλικία, κοινά τα γαλλοκαναδικά βιώματα, κοινή και η οπτική τους πάνω στην τραγουδιστική τέχνη και στο τι εστί mainstream pop επιτυχία. Όσο κι αν πλασάρεται ως «ντίβα», η πρωταγωνίστρια του Φαλήρου έχει πατήσει προσεχτικά στα βήματα της Dion και ουδέποτε ξεμάκρυνε από αυτή τη βαριά σκιά για να γίνει κάτι πιο αυτόφωτο. Η πιο εύκολη κακία που μπορείς λοιπόν να ξεστομίσεις εναντίον της, είναι να τη χαρακτηρίσεις «Céline Dion του φτωχού». Ας με συγχωρήσει, αλλά το σκέφτηκα σε κανα-δυο σημεία της συναυλίας. 

Η οποία συναυλία ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη, σηματοδοτημένα από τις τρεις αλλαγές φορέματος της Fabian. Μεγάλο μέρος αφιερώθηκε, όπως αναμενόταν, στο πιο πρόσφατο άλμπουμ Camouflage (2017), το οποίο είναι αγγλόφωνο –το στίγμα δόθηκε νωρίς, μάλιστα, καθώς το βίντεο που έπαιξε στην έναρξη και οι πολύχρωμες «εκρήξεις» που συνόδευσαν την έλευση της σταρ στη σκηνή έδωσαν πάσα στο "Chameleon", ως ορντέβρ της βραδιάς μας. 

Παρά ταύτα, το στήσιμο της όλης εμπειρίας αποδείχθηκε αρκετά στατικό: η Fabian στο επίκεντρο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη σκηνική παρουσία και οι μουσικοί της ακούνητοι σχεδόν στις θέσεις τους. Χωρίς βίντεο υποστήριξη, λοιπόν, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα ακόμα και για τις κυρίες μπροστά μου, που είχαν προφανώς πάει κομμωτήριο το πρωί προκειμένου να έρθουν στη Fabian. Ωστόσο τα βίντεο που είδαμε αποδείχθηκαν φτωχά (δέντρα, θάλασσες, κάτι καρδιές, κάτι κακοσχηματισμένα περιστέρια), δίνοντας την εντύπωση μιας ερασιτεχνικής απόπειρας. 


Τα αρκετά αγγλόφωνα τραγούδια, τώρα, τη βάρυναν τη συναυλία. Δεν είναι το φόρτε της Fabian, αν εξαιρέσουμε τη μεγάλη διεθνή επιτυχία "Ι Will Love Again", με την οποία κι έκλεισε η βραδιά –σε τόνο πανηγυρικό και με το ηλεκτρονικό φόντο εκ νέου ενορχηστρωμένο, ώστε να ακούγεται (σχετικά) επίκαιρο. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με τη Céline Dion, έτσι κι εκείνη δείχνει πιο εκφραστική όταν τραγουδά στα γαλλικά. 

Επίσης, το αγγλόφωνά της, αν και φροντισμένα σε απίστευτο βαθμό (κάλλιστα θα άκουγες πολλά από αυτά σε δίσκους του Phil Collins ή των Coldplay), προκύπτουν υπέρ το δέον συνταγογραφημένα. Σε μια ανταπόκριση συναυλίας, βέβαια, δεν κρίνεται το (δεδομένο) υλικό, μα η live παρουσίασή του. Ωστόσο, ήταν τόσο το βάρος του φασόν, ώστε στο τέλος έμενε μόνο ο απόηχος της καλλιφωνίας της Fabian να κρατάει τα βλέφαρά σου από το να κλείσουν. Έπρεπε να φτάσουμε στο "Je T' Aime", δηλαδή, για να την απολαύσουμε και να βγάλουμε το καπέλο στη φωνητική της τέχνη. Ήταν η καλύτερή της στιγμή. 

Θα μου πείτε ίσως εδώ, μα ήταν αλήθεια το "Je T' Aime" η καλύτερή της στιγμή και όχι το "Je Suis Malade"; Ας επισημάνω λοιπόν ότι η Fabian δεν είναι Dalida: η προσέγγισή της, εξαρχής, στόχευσε στον φωνητικό εντυπωσιασμό και όχι σε εκείνο το ανυπέρβλητο συναισθηματικό τσαλάκωμα που επέδειξε η τελευταία όταν το είπε λ.χ. το 1981, στο «Olympia» του Παρισιού. 

Το πρόβλημα στο Tae Kwon Do, βέβαια, ήταν δυστυχώς βαθύτερο· και αφορά λίγο-πολύ όλο το γαλλόφωνο ρεπερτόριο το οποίο ακούσαμε, εξαιρουμένου του "Je T' Aime". Η Fabian, δηλαδή, δεν την πολυκουράζει τη φωνή της για χάρη των όσων τρέχουν να τη δουν. Πατάει στον αρχικό τόνο των επιλογών, μα στην πορεία καταφεύγει σε έξυπνους εντυπωσιασμούς και σε εύκολους συναισθηματισμούς, «κλέβοντας» έτσι την εκκλησία της συγκίνησης των αδαών και μουσικά απαίδευτων.  

Οδεύοντας προς φινάλε, θα ήταν κρίμα να μην πούμε κάτι για το άψογο της διοργάνωσης. Παρά τον τόσο κόσμο, δεν υπήρξε ταλαιπωρία στο Tae Kwon Do: ο χώρος αξιοποιήθηκε σωστά, χωρίς στριμωξίδια, ο ήχος αποδείχθηκε καταπληκτικός, οι φωτισμοί ήταν συντηρητικοί, αλλά πετυχημένοι. Οι μουσικοί της Lara Fabian, επίσης, έστω κι αν δεν κλήθηκαν να παίξουν κάτι το φοβερά περίπλοκο, έστω κι αν ήχησαν στυλιζαρισμένοι, έδειξαν την κλάση που περιμένεις να δεις σε μια παράσταση τέτοιων προδιαγραφών, «πιάνοντας» εύκολα τον στόχο κάθε περίστασης. 

Στον αντίποδα στάθηκαν δυστυχώς τα τρία λογύδρια της πρωταγωνίστριας. Γεμάτα αερολογίες, κλισέ, απευθυνόμενα σε ανθρώπους που αγαπιούνται σαν να καθαρίζουνε κρεμμύδια και διακατεχόμενα από μια ροζουλί αντίληψη για τον κόσμο, φλέρταραν με το αναίτια δακρύβρεχτο, μειώνοντας αισθητά το ποσοστό ντίβας που επιδιώκει να εκπέμψει.