06 Φεβρουαρίου 2023

Lara Fabian - ανταπόκριση (2018)


Κάποια μέρα που βρισκόμουν στο γραφείο, ενώ εξέταζα πώς διαμορφώνεται το συναυλιακό πρόγραμμα του 2023 μέχρι στιγμής, πέρασε από το μυαλό μου η Lara Fabian και η βραδιά της στο γήπεδο του Tae Kwon Do, στο Φάληρο, τον Μάιο του 2018. 

Σκέφτηκα λοιπόν ότι άνετα, πολύ άνετα, θα την έβαζα στις χειρότερες συναυλίες που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία 10-15 χρόνια. Η κοσμοσυρροή εντυπωσιακή, βέβαια, μα επί σκηνής δεν είδαμε παρά φινέτσα ανάκατη με πλήξη και φασόν συναίσθημα.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά είχε δημοσιευτεί τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, (κυρίως) με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ενώ περίμενα να αρχίσει η παράσταση στο Tae Kwon Do, σκέφτηκα όλους εκείνους που είχαν ξινίσει με τον κόσμο που μάζεψε ο ίδιος χώρος στους Kraftwerk (ξέρετε τώρα, αυτοί τους είχαν δει «όταν έπρεπε»). Ε, λοιπόν, το πλήθος των Kraftwerk δεν ήταν τίποτα μπροστά στη διήμερη πλημμύρα για χάρη της Βελγοκαναδέζας ερμηνεύτριας, με τη δεύτερη μέρα να φτάνει πολύ κοντά στο sold out της πρώτης. Δεν ξέρω αν το είχαμε καν υποψιαστεί πιο πριν, ότι η Lara Fabian είναι τόσο δημοφιλής στην Ελλάδα. Τι θα γίνει δηλαδή αν έρθει η Céline Dion;

Η αναφορά στην Καναδέζα σταρ δεν είναι τυχαία: ήταν πραγματικά δύσκολο να μην πάει ο νους σου στη Céline Dion, καθώς έβλεπες τη Lara Fabian. Λίγο-πολύ ίδια ηλικία, κοινά τα γαλλοκαναδικά βιώματα, κοινή και η οπτική τους πάνω στην τραγουδιστική τέχνη και στο τι εστί mainstream pop επιτυχία. Όσο κι αν πλασάρεται ως «ντίβα», η πρωταγωνίστρια του Φαλήρου έχει πατήσει προσεχτικά στα βήματα της Dion και ουδέποτε ξεμάκρυνε από αυτή τη βαριά σκιά για να γίνει κάτι πιο αυτόφωτο. Η πιο εύκολη κακία που μπορείς λοιπόν να ξεστομίσεις εναντίον της, είναι να τη χαρακτηρίσεις «Céline Dion του φτωχού». Ας με συγχωρήσει, αλλά το σκέφτηκα σε κανα-δυο σημεία της συναυλίας. 

Η οποία συναυλία ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη, σηματοδοτημένα από τις τρεις αλλαγές φορέματος της Fabian. Μεγάλο μέρος αφιερώθηκε, όπως αναμενόταν, στο πιο πρόσφατο άλμπουμ Camouflage (2017), το οποίο είναι αγγλόφωνο –το στίγμα δόθηκε νωρίς, μάλιστα, καθώς το βίντεο που έπαιξε στην έναρξη και οι πολύχρωμες «εκρήξεις» που συνόδευσαν την έλευση της σταρ στη σκηνή έδωσαν πάσα στο "Chameleon", ως ορντέβρ της βραδιάς μας. 

Παρά ταύτα, το στήσιμο της όλης εμπειρίας αποδείχθηκε αρκετά στατικό: η Fabian στο επίκεντρο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη σκηνική παρουσία και οι μουσικοί της ακούνητοι σχεδόν στις θέσεις τους. Χωρίς βίντεο υποστήριξη, λοιπόν, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα ακόμα και για τις κυρίες μπροστά μου, που είχαν προφανώς πάει κομμωτήριο το πρωί προκειμένου να έρθουν στη Fabian. Ωστόσο τα βίντεο που είδαμε αποδείχθηκαν φτωχά (δέντρα, θάλασσες, κάτι καρδιές, κάτι κακοσχηματισμένα περιστέρια), δίνοντας την εντύπωση μιας ερασιτεχνικής απόπειρας. 


Τα αρκετά αγγλόφωνα τραγούδια, τώρα, τη βάρυναν τη συναυλία. Δεν είναι το φόρτε της Fabian, αν εξαιρέσουμε τη μεγάλη διεθνή επιτυχία "Ι Will Love Again", με την οποία κι έκλεισε η βραδιά –σε τόνο πανηγυρικό και με το ηλεκτρονικό φόντο εκ νέου ενορχηστρωμένο, ώστε να ακούγεται (σχετικά) επίκαιρο. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με τη Céline Dion, έτσι κι εκείνη δείχνει πιο εκφραστική όταν τραγουδά στα γαλλικά. 

Επίσης, το αγγλόφωνά της, αν και φροντισμένα σε απίστευτο βαθμό (κάλλιστα θα άκουγες πολλά από αυτά σε δίσκους του Phil Collins ή των Coldplay), προκύπτουν υπέρ το δέον συνταγογραφημένα. Σε μια ανταπόκριση συναυλίας, βέβαια, δεν κρίνεται το (δεδομένο) υλικό, μα η live παρουσίασή του. Ωστόσο, ήταν τόσο το βάρος του φασόν, ώστε στο τέλος έμενε μόνο ο απόηχος της καλλιφωνίας της Fabian να κρατάει τα βλέφαρά σου από το να κλείσουν. Έπρεπε να φτάσουμε στο "Je T' Aime", δηλαδή, για να την απολαύσουμε και να βγάλουμε το καπέλο στη φωνητική της τέχνη. Ήταν η καλύτερή της στιγμή. 

Θα μου πείτε ίσως εδώ, μα ήταν αλήθεια το "Je T' Aime" η καλύτερή της στιγμή και όχι το "Je Suis Malade"; Ας επισημάνω λοιπόν ότι η Fabian δεν είναι Dalida: η προσέγγισή της, εξαρχής, στόχευσε στον φωνητικό εντυπωσιασμό και όχι σε εκείνο το ανυπέρβλητο συναισθηματικό τσαλάκωμα που επέδειξε η τελευταία όταν το είπε λ.χ. το 1981, στο «Olympia» του Παρισιού. 

Το πρόβλημα στο Tae Kwon Do, βέβαια, ήταν δυστυχώς βαθύτερο· και αφορά λίγο-πολύ όλο το γαλλόφωνο ρεπερτόριο το οποίο ακούσαμε, εξαιρουμένου του "Je T' Aime". Η Fabian, δηλαδή, δεν την πολυκουράζει τη φωνή της για χάρη των όσων τρέχουν να τη δουν. Πατάει στον αρχικό τόνο των επιλογών, μα στην πορεία καταφεύγει σε έξυπνους εντυπωσιασμούς και σε εύκολους συναισθηματισμούς, «κλέβοντας» έτσι την εκκλησία της συγκίνησης των αδαών και μουσικά απαίδευτων.  

Οδεύοντας προς φινάλε, θα ήταν κρίμα να μην πούμε κάτι για το άψογο της διοργάνωσης. Παρά τον τόσο κόσμο, δεν υπήρξε ταλαιπωρία στο Tae Kwon Do: ο χώρος αξιοποιήθηκε σωστά, χωρίς στριμωξίδια, ο ήχος αποδείχθηκε καταπληκτικός, οι φωτισμοί ήταν συντηρητικοί, αλλά πετυχημένοι. Οι μουσικοί της Lara Fabian, επίσης, έστω κι αν δεν κλήθηκαν να παίξουν κάτι το φοβερά περίπλοκο, έστω κι αν ήχησαν στυλιζαρισμένοι, έδειξαν την κλάση που περιμένεις να δεις σε μια παράσταση τέτοιων προδιαγραφών, «πιάνοντας» εύκολα τον στόχο κάθε περίστασης. 

Στον αντίποδα στάθηκαν δυστυχώς τα τρία λογύδρια της πρωταγωνίστριας. Γεμάτα αερολογίες, κλισέ, απευθυνόμενα σε ανθρώπους που αγαπιούνται σαν να καθαρίζουνε κρεμμύδια και διακατεχόμενα από μια ροζουλί αντίληψη για τον κόσμο, φλέρταραν με το αναίτια δακρύβρεχτο, μειώνοντας αισθητά το ποσοστό ντίβας που επιδιώκει να εκπέμψει.



05 Φεβρουαρίου 2023

Gianluigi Trovesi & Gianni Coscia - La Misteriosa Musica Della Regina Loana [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «La Misteriosa Musica Della Regina Loana» των Gianluigi Trovesi & Gianni Coscia. Δύο Ιταλών μουσικών και δημιουργών που δεν είναι άγνωστοι στη χώρα μας και διακρίνονται για το υψηλό τους επίπεδο, αν και εδώ βρέθηκαν σε μια δισκογραφική στιγμή που ήταν μάλλον παιχνίδι για λίγους.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Μάλιστα, έγινε και αφορμή να ξαναβρεθούμε με τον Αργύρη Ζήλο, με τον οποίον είχαμε κάπως χαθεί, καθώς μου τηλεφώνησε διαβάζοντάς την. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο το 2011, ενόψει της τότε αθηναϊκής τους συναυλίας


Με 24 χρόνια κοινής πορείας, Gianluigi Trovesi και Gianni Coscia δεν χρειάζονται τρικ και διαφημίσεις όταν έχουν καινούριο δίσκο. Με έναν τίτλο ωστόσο σαν το «La Misteriosa Musica Della Regina Loana», πετυχαίνουν μια αβίαστη ίντριγκα. Και γι' αυτόν που απλά διαβάζει τη φράση (αφήνοντας τη φαντασία του να καλπάσει για το ποια είναι αυτή η βασίλισσα Λοάνα και τι μυστήριο υπάρχει στη μουσική της) και για εκείνον που θα πιάσει τη διασύνδεση με τον Umberto Eco. 

Ο Eco αποτελεί κορμό του παρόντος δίσκου και μάλιστα ποικιλοτρόπως. Πρώτα-πρώτα, το «La Misteriosa Musica Della Regina Loana» παραφράζει προς το ...μουσικότερο το «La Misteriosa Fiamma Della Regina Loana», τίτλο μυθιστορήματός του από το 2004. Κατά δεύτερον, το άλμπουμ αφιερώνεται στη μνήμη του σπουδαίου Ιταλού στοχαστή (πέθανε το 2016), ο οποίος, συν τοις άλλοις, υπήρξε συμμαθητής του Coscia και συγγραφέας των liner notes στο πρώτο του CD. 

Όλα αυτά ίσως μοιάζουν άσχετα και παραπλανητικά, όμως δεν είναι: δημιουργούν ένα πλαίσιο κίνησης για τον νέο δίσκο των Trovesi & Coscia, εξηγώντας στην πορεία πολλά από όσα ακούμε εδώ. Διαφορετικά, θα μείνεις απλά να απορείς (ίσως μάλιστα και να εξοργιστείς) που ένας τόσο διακεκριμένος τζαζ βιρτουόζος σαν τον Coscia κάθεται στα 88 του χρόνια και παίζει ξανά-μανά το "As Time Goes By" και το "Moonlight Serenade" υπό το δεδομένο πρεστίζ της ECM, παραθέτοντας συχνά εδώ κι εκεί τη μελωδία από το "Bella Ciao", σε μια χρονική συγκυρία που το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε μόδα, αποσυνδεόμενο από το πολιτικά φορτισμένο περιεχόμενό του.

Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι στο «La Misteriosa Fiamma Della Regina Loana» ο Eco καταπιάνεται με τη φύση της Μνήμης, τα πάντα φωτίζονται διαφορετικά, ενώ στάνταρ επιλογές σαν τις παραπάνω αποκτούν εξτρά νοηματοδότηση. Οι Coscia & Trovesi αγγίζουν δηλαδή τις μουσικές αναφορές του βιβλίου και στην πορεία αναμετρώνται με το παρελθόν που έχουν και οι ίδιοι μαζί τους: στοχάζονται πάνω στην αρχική αντανάκλαση, μα την τοποθετούν συνάμα και στο παρόν, με τη ζηλευτή τους βιρτουοζιτέ στο ακορντεόν και στο (πίκολο και άλτο) κλαρινέτο να τους βοηθούν να βρουν την απαιτούμενη ισορροπία. 

Δημιουργείται έτσι ένα συνεχές μέσα στον μακρύ χρόνο, όπου ζωντανεύει ενώπιόν μας η εφηβική φιλία του Coscia με τον Eco ("Interlude"), η επαφή με το σύμπαν της κλασικής έκφρασης (τα 3 μέρη του "Nebjana" απηχούν το "In The Mists" του Leós Janàček), ο κινηματογραφικός μύθος της «Casablanca» ("As Time Goes By"), οι πρώιμες μέρες της τζαζ όταν ήταν ακόμα ανεξίτηλα ανακατεμένη με τα μπλουζ (το "Basin Street Blues" του Spencer Williams) και το "Bella Ciao" όχι ως χειρονομία προς την τρέχουσα επικαιρότητα, μα ως διασύνδεση με την ιταλική εντοπιότητα και ταυτότητα.

Αλλά, ενώ το όλο αφήγημα αποτυπώνεται διαυγές και με καλά αρθρωμένες ραφές, οι οποίες αναδεικνύουν τις επιθυμητές διασυνδέσεις κάθε που θα κάνεις τον κόπο να τσεκάρεις γι' αυτές, Coscia & Trovesi στήνουν εδώ ένα παιχνίδι για λίγους· και λειτουργεί μόνο αν αποδεχθείς την πρόσκλησή τους να παίξεις. 

Είναι μια συνθήκη ακροβασίας με εκ φύσεως συζητήσιμες ισορροπίες. Γιατί ο ακροατής που θα βάλει το «La Misteriosa Musica Della Regina Loana» απλά να παίξει στο Spotify ή στο CD player, δεν είναι υποχρεωμένος ούτε σε παιχνίδια να συμμετάσχει, ούτε με τον Eco να έχει ασχοληθεί, πόσο μάλλον με το συγκεκριμένο του έργο –το οποίο δεν συγκαταλέγεται και στις κορυφές του. Είναι επομένως μια πολύ προσωπική υπόθεση αυτή που διαδραματίζεται εδώ (κυρίως του Coscia). 

Στη γυμνή του ουσία, λοιπόν, το νέο άλμπουμ των Gianluigi Trovesi & Gianni Coscia μένει σε μάλλον στοιχειώδη πράγματα: αποσυνδεδεμένο από τις διακλαδώσεις και τις αναφορές στον Umberto Eco, δεν αποτυπώνεται ως κάτι το σπουδαίο, καθώς η αμιγής του καλλιτεχνική αξία ξοδεύεται σε μια συνθήκη όπου το βάζεις να παίξει (και να ξαναπαίξει) ως ευχάριστο φόντο κάποιας άλλης σου ασχολίας. Πέραν αυτών των ορίων χάνει τη δημιουργική του αυτοτέλεια και λειτουργεί μόνο αν το δεις ως βαθμίδα για να αγγίξεις μια συγκεκριμένη πτυχή του έργου του Eco.



03 Φεβρουαρίου 2023

Fraternity Of Sound Festival/μέρα 2 - ανταπόκριση (2017)


Όταν ήμουν αρχισυντάκτης του Avopolis, ένας από τους στόχους μου για το site ήταν ότι έπρεπε να βρίσκεται (σχεδόν) παντού στην πόλη, όπου συνέβαινε κάποιο μεγάλο ή μικρότερο μα ενδιαφέρον event. Να πηγαίνει εκεί ως κοινωνός της μουσικής ζωής, δηλαδή, όπως πήγαινε και ο κάθε απλός μουσικόφιλος, αλλά να είναι και σε θέση να αποτιμήσει κριτικά αυτό που είδε κι άκουσε.

Δεν ξέρω αν εκτιμήθηκε η πολιτική μου αυτή –από το κοινό, από τη διεύθυνση, ίσως και από τους κατά καιρούς συνεργάτες μου, ακόμα. Πάντως οι καλύτεροι και συνεπέστεροι ανάμεσά τους τη στήριξαν έμπρακτα, με τον κόπο, την κούραση και τα κείμενά τους. Όπως τη στήριξα κι εγώ, βέβαια, πιστός στην πάγια πεποίθησή μου ότι δεν νοείσαι ως αρχισυντάκτης, εάν πάψεις να επωμίζεσαι τα βάρη του συντάκτη. Αλλιώς γίνεσαι κάτι σαν διαχειριστής. Καλός διαχειριστής, ίσως, μα τίποτα παραπάνω από ένα ακόμα γρανάζι της διοίκησης. Και ο ρόλος σου δεν γίνεται, δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάτι τέτοιο. Ψιλά γράμματα για πολλούς αρχισυντάκτες εκεί έξω, το γνωρίζω. 

Τα λέω αυτά γιατί από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες τις οποίες περάσαμε ως ομάδα το φθινόπωρο του 2017 ήταν το υπερ-φιλόδοξο, πολυήμερο φεστιβάλ Fraternity Of Sound που διοργάνωσε τότε το Temple, ενοικιάζοντας το Fuzz ώστε να το φιλοξενήσει. Προσωπικά ανέλαβα την κάλυψη της 2ης μέρας του (ανήμερα 28η Οκτώβρη ήταν) και ακόμα το θυμάμαι ως ένα από τα πιο κουραστικά πράγματα που έκανα στην καριέρα μου. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που αισθάνθηκα το βάρος του χρόνου στις πλάτες μου και κυρίως στα πόδια μου. 

Οι Godflesh, ωστόσο, οι οποίοι επιστρέφουν φέτος στην Αθήνα (Σάββατο 4 Μαρτίου, στο Temple αυτή τη φορά), στάθηκαν επιβλητικοί. Έστω κι αν οι Unsane, λίγο πριν, παρά λίγο να τους κλέψουν την παράσταση και τη δόξα. Μια πλήρης ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο Fuzz και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα, εκτός από αυτές των Pharaoh Overlord & Omega Monolith που είναι του Μιχάλη Κουρή


Η 2η μέρα του Fraternity Of Sound έπεσε 28η Οκτωβρίου, σε ένα ιδιαίτερα φθινοπωρινό Σάββατο, ενώ θα ξεκινούσε και υπό τη σκιά του παραδοσιακού ποδοσφαιρικού ντέρμπι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός. Δεν ήταν ν' απορεί λοιπόν κανείς που η έναρξη στο Fuzz έγινε μπροστά σε πολύ λίγα άτομα. Όσοι κόπιασαν από νωρίς, πάντως, φάνηκε ότι ήξεραν τι είχαν έρθει να δουν. 

Οι Pharaoh Overlord, βλέπετε, είναι ένα side project των Circle, εκείνων που χάλασαν κόσμο στην 1η μέρα του φεστιβάλ. Είναι βέβαια το ας το πούμε σοβαρό side project των Jussi Lehtisalo, Janne Westerlund & Tomi Leppänen, καθώς στη δική τους περίπτωση δεν έχουμε τρελά κολάν και προβοκατόρικες επικλήσεις στη hard rock τεστοστερόνη. 


Αντιθέτως, τα πράγματα οδεύουν προς την πειραματική πλευρά του rock κι έτσι δεν αργήσαμε να χαθούμε σε μια ηχητική σπείρα με χαρακτήρα χαλαρής δίνης (ή κολλητικού mantra), στην οποία ό,τι το «βαρύ» μάλλον πήγαζε από την αγάπη προς το stoner που έχουν φανερώσει κατά καιρούς στη δισκογραφία τους. Καθώς η φάση ήταν αμιγώς οργανική (παίχτηκε μόλις ένα κομμάτι με φωνητικά), ίσως τα πράγματα να έγιναν κάπως εγκεφαλικά για έναρξη. Εντούτοις το ενδιαφέρον δεν «έσπασε» και όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο Fuzz χειροκρότησαν με θέρμη στο τέλος του set. 

Σειρά κατόπιν είχαν οι «δικοί μας» Omega Monolith, οι οποίοι βγήκαν μπροστά σε αισθητά περισσότερο κόσμο. Τους περίμενα με ανυπομονησία, θέλοντας να δω τι θα έκαναν στις πολύ καλές ηχητικές συνθήκες του Fuzz, αφού τους είχα παρακολουθήσει να παίζουν κολασμένα στις κακές συνθήκες του stage 2 στο περσινό Desertfest. 


Κι έτσι ομολογώ ότι απογοητεύτηκα λίγο, καθώς ναι μεν απόλαυσα ξανά τα ξεσπάσματά τους, όπου πρωταγωνιστεί σταθερά ο εκκωφαντικός τρόπος με τον οποίον παίζει τα τύμπανα ο Άλεξ Monolith, όμως ο χώρος που έδωσαν στην post-rock πλευρά των επιρροών τους δημιούργησε ένα ευπρόβλεπτο μοτίβο καταβυθίσεων και κορυφώσεων, που δεν κρύβει πια καμία έκπληξη ώστε να μπορεί να υπηρετήσει ένα οργανικό συναυλιακό set. Με δυο λόγια, τους απόλαυσα κάθε που βάραγαν, αλλά κάθε που γίνονταν αργοί έχανα εκείνες τις ωραίες διασυνδέσεις που έχουν βρει με την κληρονομιά των Isis και ανάλογων σχημάτων. 

Οι Ghold έσκασαν επί σκηνής με φοβερό τσαμπουκά και ενέργεια, παίζοντας το "Partaken Incarnate" (από το Of Ruin του 2015). Κατά τα λοιπά, όμως, είχαν έρθει στην Αθήνα αποφασισμένοι να μας σερβίρουν μια γενναία δόση του επικείμενου άλμπουμ Stoic –και μάλιστα σε υψηλά ντεσιμπέλ και με ασίγαστη επιθετικότητα. Πράγματι, μας έπιασαν όλους από τα μούτρα, αλλά κομμάτι το κομμάτι βρήκα προσωπικά ότι δεν είχαν και πολλά να μας δώσουν, πέρα από αυτό το ωμό ζοριλίκι. 


Το οποίο ναι μεν δεν έπαψε να λειτουργεί υπέρ τους εφόσον η συνθήκη ήταν συναυλιακή και μπορούσες να βλέπεις τη λύσσα με την οποία έπεφταν πάνω στα όργανά τους, δεν μπόρεσε όμως να κρύψει και τον μάλλον φτωχό και μονότονο χαρακτήρα των συνθέσεών τους. Πάντως το φινάλε του set με βρήκε σίγουρα σε αντίθετη πορεία με αυτήν της πλειονότητας του κόσμου στο Fuzz, που καταχειροκρότησε με έκδηλο ενθουσιασμό τους Βρετανούς. Και δεν αντιλέγω: ορισμένα πράγματα είναι εν τέλει και θέμα γούστου. 

Για εμένα, ας πούμε, ό,τι δεν έκαναν οι Ghold, το ποίησαν οι Unsane, οι οποίοι ήρθαν στη χώρα μας για πρώτη φορά στα περίπου 30 χρόνια πορείας τους, αντικρίζοντας τον περισσότερο κόσμο που θα μαζευόταν το Σάββατο στο Fuzz. Οι Νεοϋορκέζοι επέδειξαν δηλαδή την απαραίτητη μουσικότητα ώστε να μη νιώθεις ότι ακούς το ίδιο πράγμα σε αέναες παραλλαγές· κι ας έπαιζαν τα πάντα με την ίδια κτηνώδη μονολιθικότητα, σαν καλοκουρδισμένες μηχανές σε βαρέων βαρών αποστολή. Οι hardcore punk καταβολές των φωνητικών, οι noise rock περιπλανήσεις, η αμετακίνητη πρόσδεση σε ένα underground metal αμερικάνικης κοπής και τα φουριόζικα τραγούδια ενός γερού νέου δίσκου (σαν το "Factory"), υπήρξαν σύμμαχοί τους σε μια εξαιρετική συναυλία. 


Έτσι, σε στιγμές που ο κόσμος περίμενε να ακούσει –σαν το "Killing Time" ή το "Only Pain"– μπορούσες να δεις την αμφίδρομη σχέση της γενικευμένης πώρωσης, με τη σκηνή να «τρέφει» την πλατεία και τούμπαλιν: οι χοντρές στάλες ιδρώτα που έπεφταν από το μπέιζμπολ καπελάκι του απίθανου Chris Spencer, στάθηκαν αδιάψευστος μάρτυρας. Αλλά δεν ήταν εν τέλει ούτε τα χιλιόμετρα εμπειρίας των βετεράνων Unsane, ούτε η ιδιαίτερή τους ύπαρξη στα «σύνορα» διακριτών οντοτήτων του αμερικάνικου σκληρού ήχου, ούτε οι τραγουδάρες τους, που κέρδισαν την πρώτη τους αυτή ελληνική συναυλία. Ήταν πάνω από όλα η κωλοπετσωμένη αλητεία την οποία απέπνεαν επί σκηνής, καθώς και μια στιβαρή αποφασιστικότητα να «stay hungry», που μου έφερε κατά νου τους Sacred Reich. 

Με αυτά και με αυτά, βέβαια, ο πήχης ξάφνου ψήλωσε για τους δίκαιους headliners της 2ης Fraternity Of Sound ημέρας. Αλλά το κοινό που την τίμησε ήταν φανερό πως τους περίμενε με ιδιαίτερα δίψα τους Godflesh. Κι εκείνοι αποτυπώθηκαν ενώπιόν μας όσο επιβλητικοί τους είχαμε φανταστεί, με το βιομηχανικών απολήξεων metal τους να ξεπροβάλλει αλάθητα κοφτερό, όσο o Justin Broadrick με τον G. C. Green χάνονταν ψαρωτικά μέσα σε καπνούς αλλόκοσμα χρωματισμένους από τους μπλε, πράσινους, κόκκινους φωτισμούς. 


Με λίγα λόγια, οι Godflesh έπαιξαν με επίγνωση του underground θρύλου τους και με όλη εκείνη την καταιγίδα που έχει διακρίνει δισκογραφικές κορυφές σαν το Streetcleaner του 1989, κάνοντάς τους μία από τις πλέον επιδραστικές μπάντες σε ό,τι αποκαλούμε σχηματικά alternative metal ή metal για όσους έχουν λίγα-έως-καθόλου μαλλιά και μούσια. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι κι αυτοί διάλεξαν μια setlist επικεντρωμένη σε παλιό υλικό, ξέροντας προφανώς πόσο αδημονούσε το κοινό για κομμάτια σαν το "Mothra", το "Tiny Tears" ή το "Christbait Rising". Έτσι, η 2η μέρα του Fraternity Of Sound έκλεισε ιδανικά, μέσα σε βροντερά beats και σε μπασογραμμές με σεισμικές ποιότητες, τις οποίες ένιωθες (και) σωματικά.

Το νέο φεστιβάλ της Three Shades of Black δεν βρήκε την απήχηση που άξιζε στη μουσική του ποιότητα (κρίνοντας και από όσα διάβασα για την προσέλευση στις υπόλοιπες μέρες), πιστεύω όμως ότι και οι ιθύνοντες δεν έπεσαν από τα σύννεφα: θέλει χρόνο και πείσμα ένα event τόσο φιλόδοξης κλίμακας, απευθυνόμενο σε τσέπες που παραμένουν οικονομικά ρημαγμένες. Ειδικά εφόσον προσπαθεί να κάνει τη διαφορά εν μέσω ενός εκτροχιασμένου σκηνικού ως προς τη συναυλιακή υπερπροσφορά. 

Αν κάτι πρέπει να διορθωθεί την επόμενη φορά, είναι  η τήρηση του δημοσιευμένου ωραρίου. Γιατί, παρά τη σχετική εξαγγελία της διοργάνωσης, οι Pharaoh Overlord μπήκαν τελικά με 15 λεπτά αργοπορίας, τα οποία έγιναν 30 ώσπου να βγουν οι Omega Monolith και διατηρήθηκαν έτσι, εκτροχιαζόμενα σε περίπου 50 λεπτά καθυστέρησης για τους Godflesh.



02 Φεβρουαρίου 2023

Δήμητρα Γαλάνη & Ευστάθιος Δράκος - Το Βαλς Των Χαμένων Μετά [δισκοκριτική, 2016]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2016 στο άλμπουμ «Το Βαλς Των Χαμένων Μετά» της Δήμητρας Γαλάνη και του Ευστάθιου Δράκου, γνωστού από το συγκρότημα Minor Project. Δουλειά που πέτυχε να βγάλει ένα μεγάλο σουξέ για την εγχώρια δεκαετία των '10s, μα προσωπικά με άφησε αισθητά ανικανοποίητο.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Να ένας ελληνικός δίσκος που έβγαλε σουξέ τόσο ευπρόσωπο και πιασάρικο (την "Εκδρομή"), ώστε φτάσαμε να το ακούμε και σε τηλεοπτική διαφήμιση –της μπύρας Fix– δίχως να τραβάμε τα μαλλιά μας. Δεν θυμάμαι από πότε έχει να συμβεί.

Πέτυχε λοιπόν διάνα το Βαλς Των Χαμένων Μετά, πέρα από το να επαναφέρει στην επικαιρότητα την αγαπημένη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη· η τελευταία απόπειρα της οποίας (Αλλιώς, 2014) δεν βρήκε φοβάμαι την αναγνώριση που της έπρεπε. Ίσως γι' αυτό να αισθάνθηκε κι εκείνη πως χρειαζόταν να κάνει ένα πιο εμφανές βήμα προς ό,τι αντιλαμβάνεται ως «σήμερα»· πως έπρεπε να το πάρει κάπως ...αλλιώς, αν μου επιτρέπεται το λογοπαίγνιο.

Εδώ, ωστόσο, καταγράφεται ξανά μια διάσταση απόψεων που διατηρώ σε όλον τον μέχρι στιγμής 21ο αιώνα με όσες ανάλογες κινήσεις έχει πραγματοποιήσει, η οποία εδράζεται στο πώς αντιλαμβάνεται και ορίζει το «σήμερα»: ο Κ.ΒΗΤΑ ήρθε όταν πλέον είχε γίνει κτήμα (και) ενός έντεχνου κοινού, που ποτέ δεν συγκλονίστηκε από τους Στέρεο Νόβα· ο Βασιλικός, αντίστοιχα, όταν προσπαθούσε να γίνει crooner for the masses, σε μια στροφή μακριά από τις μέρες των Raining Pleasure, που για τους ενημερωμένους μουσικόφιλους παραμένει συζητήσιμη. Τώρα, ως «σήμερα» ζητείται να δεχτούμε τους Minor Project ή τέλος πάντων τον κινητήριο μοχλό τους Ευστάθιο Δράκο, καθώς το Βαλς Των Χαμένων Μετά χτίζεται πάνω στις μελωδίες του.

Μια τέτοια συζήτηση, βέβαια, γίνεται γρήγορα αρκετά σχετική, καθώς εξαρτάται (πολύ) από το ποιος ακούει και πού στέκεται στον ορίζοντα που ονομάζουμε «ελληνικό τραγούδι». Είναι εύκολο να δεχτείς τον Δράκο ως «νέα δύναμη» εκεί όπου στέκεται η Δήμητρα Γαλάνη, που προφανώς ακούει ραδιόφωνο και εξίσου προφανώς ψάχνει για κάτι ικανό να κάνει γκελ σε ευάριθμα αυτιά. Είναι ωστόσο αρκετά δύσκολο εκεί όπου στέκομαι π.χ. εγώ. Αντίστοιχα, είναι εύκολο για το κοινό λ.χ. του Μελωδία να βρει μια εύστοχη πρόκληση στο remix του Papercut στο "Νερό", έτσι μεσοβέζικα (και με μια διάθεση έκπτωσης;) όπως ορίζουμε σήμερα το «ραδιοφωνικό». Αλλά για ένα αυτί πιο εξοικειωμένο με τα διεθνή ηλεκτρονικά, η ασφάλεια της ευθείας στην οποία περπατά είναι μάλλον βαρετή.

Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε μια εξίσωση με 3 παράγοντες, οι οποίοι αποδεικνύονται μεν συμβατοί μεταξύ τους ώστε να φτάνουν σε ένα αποτέλεσμα με συνοχή, μα δεν στέκονται ισότιμα. Το Βαλς Των Χαμένων Μετά εδράζεται δηλαδή στο εύηχο «χαλί» που παρέχουν οι μελωδίες του Δράκου, μα εν τέλει αποτυπώνει ως ατού κυρίως τη Γαλάνη και σε δεύτερο πλάνο τον Νίκο Μωραΐτη: η πρώτη παραμένει ένας μοναδικός φορέας αισθαντικότητας και συναισθήματος, μια ερμηνεύτρια καταπληκτική, ικανή να δώσει ξεχωριστό βάρος στις λέξεις (προσέξτε το "Όστρακο")· ο δεύτερος είναι ένας στιχουργός ταγμένος στα εύστοχα και απλά πράγματα, ο οποίος δεν αισθάνεται κανένα κόμπλεξ με αυτήν την ας την πούμε «ποπ» προσέγγιση –χάρη σε εκείνη, απεναντίας, ανθούν τραγούδια σαν την "Εκδρομή" ή το "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι". Έστω κι αν η γραφή του δεν βρίσκει στόχο σε κάθε περίσταση, παραμένει δροσερός αέρας σε ένα τεραίν που βρίθει ομφαλοσκοπικής μεγαλοσχημίας και ψευδοποιητικής μελαγχολίας.

Μουσικώς μιλώντας, όμως, οι συνθέσεις του Δράκου μοιάζουν με κάτι σαν Μάνος Χατζιδάκις σε ελαφριά τεχνολογική αναβάθμιση, συσκευασμένος σε χρηστικές ταμπλέτες για τη γενιά που στο σπίτι της έχει μόνο την Τζοκόντα. Το εγχείρημα δεν γίνεται ποτέ προσβλητικό (και οπωσδήποτε κάνει τη Γαλάνη να αισθανθεί στα νερά της), μα εξαντλεί γρήγορα τον μικρό του ορίζοντα, αδυνατώντας να στηρίξει έναν ολόκληρο δίσκο. Στο μοναδικό ορχηστρικό στιγμιότυπο ("Κόρθι"), ας πούμε, δεν ακούμε κάτι ικανό να σταθεί δίχως την αρωγή της φωνής και των στίχων.

Αντίστοιχα, η απόφαση να αναλάβει ο Δράκος και ερμηνευτικό ρόλο, αποτυπώνεται αδικαιολόγητη. Στα δύο δηλαδή κομμάτια όπου παίρνει τα ηνία ("Ο Ψαράς Των Λέξεων", "Βεγγαλικά"), τραγουδά πότε υπέρ το δέον θεατράλε, πότε με μια άτοπη γκραντιόζε αύρα, πότε σαν να μην εμπλέκεται καθόλου με όσα λέει, χαμηλώνοντας φοβάμαι τον αισθητικό πήχη για τον οποίον τόσο αγωνίζεται το σύνολο. Μάλιστα, το demo του "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι" οδηγεί σε ευθείες συγκρίσεις με την απόδοση της Γαλάνη, που σε καμία περίπτωση δεν βγαίνουν υπέρ του νεαρού τραγουδοποιού.

Κάπως έτσι, το Βαλς Των Χαμένων Μετά απομένει σε ένα λίγο άβολο μεταίχμιο: δεν είναι σπουδαία δουλειά, μα δεν είναι και κακή. Αλλά, ενώ με τρώει το χέρι μου να βάλω έναν επίλογο που να αιτείται έναν δίσκο της Γαλάνη πιο τολμηρό, φοβάμαι ότι –και να υπάρξει– θα κάνει μια τρύπα στο νερό, έτσι ως έχει το ελληνικό τραγούδι σήμερα. Ένας π.χ. δίσκος της με τη Sissi Rada, για να το πω όπως το σκέφτομαι, δεν πρόκειται να βγάλει ούτε μισό σουξέ. Ενώ ένας δίσκος με τον Δράκο έβγαλε τουλάχιστον την "Εκδρομή". 

Θα μου πείτε, την κριτική δεν τη νοιάζουν τέτοια πράγματα. Σωστά. Και δεν πρέπει να τη νοιάζουν. Όμως και οι κριτικοί, έχουμε τις αγάπες μας. Και θέλουμε να τις βλέπουμε παρούσες. Ακόμα κι αν αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να το χειροκροτήσουμε αυτό το παρόν.



01 Φεβρουαρίου 2023

Αποστόλης Αρμάγος: «Ελάτε Και Βλέπουμε» - ανταπόκριση (2017)


Παλαιότερων και παλιών ανταποκρίσεων συνέχεια, για λογαριασμό του blog, σήμερα με τη βραδιά του Αποστόλη Αρμάγου «Ελάτε Και Βλέπουμε» –ήταν Μάρτιος του 2017, στο «GiocondArt» του Ζωγράφου, το οποίο δεν υπάρχει πια. Ο ιδιοκτήτης του, ο Κύπριος τραγουδοποιός Χρίστος Μοδέστου, έχει στο μεταξύ μετακομίσει εκτός Αθήνας. 

Για τον Αρμάγο έχουμε γράψει και σε άλλη περίσταση (δείτε εδώ). Στη συγκεκριμένη βραδιά είχε κάμποσους καλεσμένους επί σκηνής, για ένα πρόγραμμα χωρίς παρωπίδες. Το οποίο μετακινήθηκε με αξιοσημείωτη ευκολία από το έντεχνο στον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και από τις ελαφρές δόξες της Κούλας Νικολαΐδου στους ...Iron Maiden!

Μια ανταπόκριση από τα δρώμενα δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις χιούμορ. Και ο Αποστόλης Αρμάγος το διαθέτει περίσσιο. Με αυτό μας καλωσόρισε στη μικρή σκηνή του «GiocondArt», στα σύνορα Ζωγράφου και Ιλισίων, με αυτό μας έμπασε στο πρόγραμμά του, με αυτό έσπασε τον όποιο πάγο, με αυτό ίσως να ξόρκισε και τον πυρετό του –μαζί, ασφαλώς, με κάποιο αναγκαίο φαρμακευτικό σκεύασμα. Αν δεν μας το έλεγε, πάντως, δεν θα το παίρναμε χαμπάρι. 

Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις χιούμορ, όμως δεν μπορεί να βοηθήσει σε πολλά, αν δεν έχεις κάτι να πεις και αν δεν έχεις και τον κατάλληλο τρόπο για να το κάνεις. Πόσο μάλλον αν θες να το πεις όπως και ο Αρμάγος. Με ένα πρόγραμμα, δηλαδή, το οποίο αδιαφορεί για τα στεγανά μεταξύ έντεχνων, λαϊκών, ποπ και παραδοσιακών επιλογών και είναι έτοιμο (δοθείσης της ευκαιρίας) να προβεί σε μεταβάσεις που σε αρκετά αυτιά μπορεί να μην ακούγονται αποδεκτές. 

Στο κυρίως μέρος της παράστασης «Ελάτε και Βλέπουμε» που παρουσιάζει κάθε Δευτέρα στο «GiocondArt», ο Αρμάγος στέκεται μόνος του στη σκηνή, με μια κιθάρα. Η εικόνα είναι οικεία –έως υπερβολικά οικεία– η σύμβαση είναι παλιά όσο τουλάχιστον και οι κιθάρες, μα σε αυτήν την απλότητα κρύβονταν πάντα μεγάλες παγίδες. Πόσο μάλλον στις μέρες τις δικές μας, που έχει πια γεμίσει ο τόπος τραγουδοποιούς: αν κάτι δεν σου κάνει στη φωνή ή στον τρόπο ερμηνείας, δεν θα μείνεις να ακούσεις. 

Όμως ο Αρμάγος ξέρει πολύ καλά τι να την κάνει τη φωνή που έχει. Τραγουδάει σωστά, με άρθρωση καθαρότατη, η οποία επιτρέπει σε κάθε λέξη να ακούγεται στην κανονική της έκταση (άρα να έχει και το σωστό «βάρος»)· τραγουδάει επίσης καλά, έχοντας επίγνωση για το πού τον παίρνει και πού δεν τον παίρνει. Αλλά, πρωτίστως, τραγουδάει ωραία. Με εκείνον τον λίγο «μαγικό» τρόπο των επιτυχημένων τραγουδοποιών, που σε πείθει να κάτσεις κάτω και να ακούσεις.

Το πρόγραμμα, τώρα, πάει από τα προσωπικά του Αρμάγου στο "Δηλητήριο" του Βασίλη Καρρά και της Κωνσταντίνας (στο οποίο ανέβηκε μια άγνωστη κοπέλα από το κοινό για ντουέτο και τα κατάφερε μια χαρά, πρέπει να πω), από τον Φοίβο Δεληβοριά του "Η Κική Κάθε Βράδυ" στο ρουμελιώτικο τσάμικο "Ο Γερο-Τσέλιγκας" (έχει μείνει στη δημοτική δισκογραφία με τη φωνάρα του Τάκη Καρναβά, αλλά και με την Τασία Βέρρα), από τον "Αλέξη" των Olympians –δοσμένο σε επίκαιρα σατιρικό/πολιτικό φόντο– στο "Εσύ Ό,τι Πεις" του Μάκη Χριστοδουλόπουλου και στο "Αγάπη Μου Επικίνδυνη" του Στράτου Διονυσίου ή από το δοξασμένο ελαφρό της Κούλας Νικολαΐδου "Να Το Πάρεις Το Κορίτσι" στο "Μπες Παντού" του Νίκου Καρβέλα και στην "Κόρη Του Περιπτερά" του Κώστα Μπίγαλη (σε μία, παρεμπιπτόντως, εξαιρετική εκτέλεση). 

Σε άλλα χέρια, όλο αυτό εύκολα θα οδηγούσε σε ακαλαίσθητο αχταρμά. Ο Αρμάγος, όμως, τα ενοποιεί ωραία. Κυρίως γιατί τα τραγουδάει όλα ισότιμα. Δεν βλέπει δηλαδή τα μεν ως σοβαρά, τα δε ως cult, trash, guilty pleasure, δεν ξέρω κι εγώ τι. 


Το άλλο μέρος του προγράμματος, το μοιράζεται κάθε Δευτέρα με έναν καλεσμένο. Το συγκεκριμένο βράδυ ήταν ο Διαμαντής Διαμαντίδης –γνώριμος τόσο μέσα από τη δράση των Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, όσο και από τους Radio Nowhere (μια tribute μπάντα στον Bruce Springsteen). Ο Διαμαντίδης έπαιξε φοβερή κιθάρα και τραγούδησε στιβαρά, δίνοντάς μας ένα μικρό πανόραμα των μέχρι στιγμής δραστηριοτήτων του, αλλά και μια πρώτη γεύση του καινούριου υλικού που ετοιμάζει αυτό το διάστημα. Στέκομαι ιδιαιτέρως στον "Ανθρώπινο Πυρσό", όχι μόνο γιατί το αγαπώ πολύ το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και γιατί ήχησε το ίδιο δυνατό και παιγμένο μόλις με μία κιθάρα, αντί για την ομοβροντία οργάνων της Φάλαινας. Στέκομαι επίσης στην πολύ μετρημένη και συναισθηματική διασκευή στο "The Ghost Of Tom Joad" του Springsteen, ενώ βγάζω το καπέλο μου στη διασκευή του "Wasted Years" των Iron Maiden, την οποία έπαιξε ντουέτο με τον Αρμάγο.


Από τη σκηνή, όμως, παρέλασαν τελικά κι άλλοι καλεσμένοι, καθείς για να πει από ένα τραγούδι μαζί με τον οικοδέσποτη. Ο (άνωθεν εικονιζόμενος) Κύπριος τραγουδοποιός –και ιδιοκτήτης του GiocondArt– Χρίστος Μοδέστου κόμισε τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, ο Μάρκος Δεληβοριάς ερμήνευσε καταπληκτικά το "Let It Be", ο Κώστας Άγας δυσκολεύτηκε λίγο με την κιθάρα και δεν τοποθετήθηκε πολύ σωστά ως προς το μικρόφωνο, μα είπε από καρδιάς τον Μάρκο Βαμβακάρη του, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση έκανε η παλιά γνώριμη του Αρμάγου, Πέλλη Σταύρου (κάτωθι εικονιζόμενη), η οποία είπε το "Πάλι Θα Κλάψω" της Μαρινέλλας με μια απρόσμενα υψηλή ελαφρολαϊκή κλάση.


Κι όλα αυτά χώρεσαν σε 2 ώρες, σε ένα πρόγραμμα «φιλικό» για τα ωράρια της Δευτέρας –μιας δύσκολης μέρας για εμφανίσεις. Το κλίμα στο «GiocondArt» ήταν οικογενειακό από την άποψη της προσέλευσης (λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι βρισκόμασταν στην 9η εβδομάδα του «Ελάτε Και Βλέπουμε»), κάτι που έδωσε λαβή στον Αρμάγο να πει και δυο λόγια σε κάποιο σημείο για το πώς φτύνουν αίμα οι τραγουδοποιοί των ημερών μας ώστε να μαζέψουν κοινό και να υπάρξουν στη δισκογραφία. 

Είναι βέβαια μια ιστορία με πολλές όψεις αυτή, στην οποία οι τραγουδοποιοί δεν έχουν απαραίτητα το δίκιο με το μέρος τους σχετικά με το τι προσφέρουν και οι ίδιοι σε μια κατάσταση όπου ο αριθμός των συναυλιών στην πόλη έχει εκτροχιαστεί, ρευστό διαθέτουν λίγοι πια και ωραία τραγούδια αναζητούνται με το κιάλι (τουλάχιστον στη μη-πίστα σφαίρα της υπόθεσης). Κάποια πράγματα εκεί έξω, όμως, αξίζουν σαφώς τον κόπο μας.