04 Ιανουαρίου 2023

Νότης Μαυρουδής - συνέντευξη (2008)


Λυπηρά τα νέα για τον Νότη Μαυρουδή και το απροσδόκητο τέλος του, λόγω μιας πτώσης στο σπίτι του στην Κουκουράβα του Πηλίου, όπου είχε μεταβεί για τις μέρες των γιορτών.

Τα περισσότερα αποχαιρετιστήρια από όσα διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον θέλουν έναν ευγενικό και γλυκό άνθρωπο. Και δεν είναι τα γνωστά κλισέ τέτοιων στιγμών αυτά, γιατί έτσι τον θυμάμαι κι εγώ από τον Ιούνιο του 2008, όταν με καλοδέχτηκε στο σπίτι του για μια κουβέντα –είχε βγάλει, τότε, τον δίσκο «Μια Νύχτα Στους Αιώνες», με την Αναστασία Μουτσάτσου. Και, σημειωτέον, όχι με τον γλυκουλίνικο τρόπο με τον οποίον λέγονται συνήθως τέτοια λόγια: αν μη τι άλλο, ο Μαυρουδής είχε και το θάρρος της γνώμης του δίπλα στην έμφυτη ευγένεια, γι' αυτό και απάντησε δίχως περιστροφές σε διάφορες ερωτήσεις που του έθεσα.

Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε εκείνο το (μακρινό, πια) καλοκαίρι στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Ως ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που βρισκόταν στην εγχώρια δισκογραφία από το 1964, υπηρετώντας την τόσο ως συνθέτης περιωπής, όσο και ως καταπληκτικός κιθαρίστας.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς ως promo για τον Τύπο. Η κεντρική ανήκει στον Alessandro Giacalone


Κυκλοφορήσατε πρόσφατα ένα νέο άλμπουμ με την Αναστασία Μουτσάτσου, με την οποία και συνεργάζεστε τελευταία. Τι σας έκανε να της εμπιστευτείτε έναν ολόκληρο δίσκο με επανεκτελέσεις; 

Κατ' αρχάς, η Αναστασία επέλεξε το περιεχόμενο. Αποφάσισε δηλαδή ο επόμενός της προσωπικός δίσκος να είναι με δικά μου τραγούδια, τηλεφωνηθήκαμε, μου έκανε τη συγκεκριμένη πρόταση και μου άρεσε. Βέβαια, το πρόβλημα που προέκυψε ευθύς αμέσως ήταν ότι όλο το ρεπερτόριο που θα συμπεριλαμβανόταν στο «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» θα ήταν επανεκτελέσεις. Μπήκαμε έτσι στον προβληματισμό του κατά πόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει, εφόσον ο κόσμος είναι δεμένος με την πρώτη εκτέλεση ενός τραγουδιού, άρα και ταυτισμένος με κάποιες συγκεκριμένες φωνές –π.χ. του Γιώργου Ζωγράφου, η οποία σηματοδότησε εποχή, κλίμα, αλλά και τραγουδιστικό είδος. 

Ασφαλώς, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο δίσκο: προκύπτει κάθε φορά που ένα δοκιμασμένο τραγούδι παρουσιάζεται σε νέο ας πούμε σκηνικό, είτε για επανεκτέλεση μιλάμε, είτε για διασκευή. Εγώ, βέβαια, λόγω κυρίως του οργάνου το οποίο παίζω, είμαι εξοικειωμένος με τις διασκευές, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου της κιθάρας είναι οι διασκευές. 

Τα τραγούδια, λοιπόν, έπρεπε να «πειραχτούν», να τροποποιηθούν δηλαδή ενορχηστρωτικά, αλλά όχι ριζικά, ώστε να μη χαθεί και το αυθεντικό τους ύφος. Παράλληλα, κάναμε πάρα πολλές συζητήσεις και με την Αναστασία ως προς το πώς έπρεπε να ειπωθούν. Η ίδια δούλεψε πολύ πάνω σε αυτό. 

Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση, πάντως, ότι κερδήθηκε το στοίχημα…

Η Αναστασία διαθέτει μια ιδιαίτερη φωνή, η οποία είναι πολιτογραφημένη για ένα άλλο είδος τραγουδιού –δεν θα το αποκαλούσα rock, αν και δεν ξέρω ποια ακριβώς ετικέτα θα του πήγαινε. Ως τώρα είχε ασχοληθεί με τραγούδια που θα έλεγα πως ανήκουν στη νέα ελληνική σκηνή, έχοντας λαϊκές αποχρώσεις. Το «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» της έδωσε λοιπόν ένα νέο πεδίο δράσης, το οποίο η ίδια επεδίωξε. 

Νομίζω ότι είπε πολύ ωραία τα παλιά μου τραγούδια. Από εκεί και πέρα, το πώς θα λειτουργήσει στον κόσμο και στην αγορά, είναι μια διαφορετική ιστορία, που δεν προβλέπεται. Κι αυτή είναι, άλλωστε, η μαγεία των δίσκων και των τεχνών γενικότερα: αλλιώς θα ήταν σαν να γεννάς ένα παιδί και να ξέρεις τι θα γίνει στη ζωή του. Όσοι προσπάθησαν να «προγραμματίσουν» ένα παιδί, απέτυχαν.   

Έχετε σκεφτεί να κάνετε με τη Μουτσάτσου κι έναν δίσκο με δικό σας, πρωτότυπο υλικό; 

Βέβαια. Υπάρχει στο μυαλό μου μια τέτοια σκέψη, να μαζέψω δηλαδή νέα τραγούδια μου και να τα πει η Αναστασία. Αλλά είμαστε ακόμα πολύ κοντά στην κυκλοφορία του «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» και για εμένα είναι σημαντικό να μεσολαβήσει ένα διάστημα, ώστε να «αποτοξινωθώ» από το ένα υλικό και να περάσω στο άλλο, με καινούριες σκέψεις και καινούρια δεδομένα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν γράφω: υπάρχουν στο συρτάρι μου καινούρια τραγούδια, τα οποία νιώθω πως θα πήγαιναν στη φωνή της.

Πρέπει να είστε από τους λίγους, πλέον, που σας ενδιαφέρει να κυλάει αρμονικά ένα χρονικό διάστημα από δίσκο σε δίσκο, αντί να σας πιάνει το άγχος της παραμονής σε μια γοργά εξελισσόμενη επικαιρότητα…

Θέλω οι δίσκοι μου να έχουν ένα θέμα, μια σκέψη που να πηγαίνει το έργο μου παραπέρα, όχι παραπίσω. Δεν θέλω να κάνω έναν ακόμα δίσκο, αλλά δίσκους με λόγο ύπαρξης. Εύκολα πράγματα είναι αυτά; Είναι πάρα πολύ δύσκολα. 

Δεν θα ήθελα να πω ονόματα, μα υπάρχουν συνάδελφοί μου συνθέτες, πολύ ταλαντούχοι, οι οποίοι μπορεί να κάνουν 2 και 3 δίσκους κάθε χρόνο, με διάφορους τραγουδιστές, με ορχήστρες κτλ. Επειδή δηλαδή σου ζητάνε οι δισκογραφικές εταιρείες; Είναι λόγος αυτός; Και σε ποια αγορά; Βλέπεις έτσι ένα υλικό στερεμένο, δίχως φαντασία, που δεν αναδιπλώνει τίποτα ώστε να το πάει παραπέρα. Και γεμίζει ο τόπος με δίσκους η κατάληξη των οποίων είναι, τελικά, η χωματερή. 

Συχνά ακούμε ότι ο κόσμος δεν θέλει τα όσα ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Εσείς, όμως, μαζί με τον συνεργάτη σας Παναγιώτη Μάργαρη, αποδείξατε με τα άλμπουμ της σειράς «Café De L' Art» –τα πιο επιτυχημένα εμπορικώς, στον χώρο της κιθάρας– ότι είναι τελικά ανοιχτός και σε άλλα πράγματα...

Είναι νομοτέλεια ότι ο κόσμος είναι ανοιχτός και δεν θέλει μόνο ένα πράγμα. Και γι' αυτό ήμουν σίγουρος τόσο εγώ, όσο και ο Παναγιώτης ο Μάργαρης. Βέβαια, όταν φτιάχτηκε το πρώτο «Café De L' Art» (1999), με ρώταγαν διάφοροι αν είμαι τρελός και τι με έπιασε να κάνω έναν δίσκο με δύο κιθάρες, τον οποίον δεν θα αγόραζαν παρά 100 άνθρωποι. Αυτά τα λένε συνήθως όσοι είναι στενά συνδεδεμένοι με τις δισκογραφικές εταιρείες κι επιθυμούν να πάνε την υπόθεση τραγούδι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τέτοιες επιλογές, όμως, είναι που έχουν φέρει τη δισκογραφία στο σημερινό της κατάντημα. 

Επίσης, δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να βλέπουμε μόνο το τι πουλιέται, γιατί αυτή είναι η εικονική πραγματικότητα. Γιατί και όταν λέμε ο «κόσμος», πάλι γενικεύουμε: αποτελεί πολύ μεγάλο θέμα συζήτησης το δείγμα κόσμου στο οποίο κάθε φορά αναφερόμαστε. Εμένα, λοιπόν, επειδή με ενδιαφέρει και το βάθος σε μια τέτοια συζήτηση, δεν με αφορά το κοινό που εκτονώνεται ψυχαγωγικά στις πίστες της νύχτας. Δεν λέω ότι δεν είναι κόσμος κι αυτός. Εμένα, όμως, με ενδιαφέρει ο κόσμος που αρπάζεται από τα ραδιόφωνα, που εμφανίζεται σε νυχτερινές σκηνές ή στις νέες τάσεις οι οποίες έρχονται από το εξωτερικό κ.ο.κ. 

Μπορεί να μη φαίνεται αυτός ο κόσμος τόσο πολύ, όμως υπάρχει. Ακόμα και μόνο στις πωλήσεις να σταθούμε. Πώς αλλιώς θα εξηγούσαμε, ας πούμε, ότι πουλάει σταθερά το «Χαμόγελο Της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι, ένας δίσκος του 1972 τόσο «ειδικός» και τόσο καλλιτεχνικός; Με ενδιαφέρει, λοιπόν, ο κόσμος εκείνος ο οποίος, με τη δυναμική του, μπορεί και διατηρεί τέτοια πνευματικά προϊόντα στον χρόνο. 

Συμφωνείτε ότι το λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι δεν μπόρεσε να ανανεωθεί επαρκώς από ένα σημείο και έπειτα, οπότε και το πλήρωσε;

Φυσικό ήταν. Γιατί υπήρξαν πολύ μεγάλα πνεύματα του τραγουδιού στο ξεκίνημά του: ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η εποχή μας, βέβαια, δεν στερείται ταλαντούχων ανθρώπων. Έχουμε τον Σταμάτη τον Κραουνάκη, ας πούμε, μα και νέα συγκροτήματα, με πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια· τα οποία ίσως δεν φαίνονται τόσο, αλλά όποιος νοιάζεται τα ανακαλύπτει. 

Σαφώς, όμως, οι δεκαετίες του 1960 και 1970 σάρωσαν, θέτοντας ζητήματα που έκτοτε δεν ξανασυναντήσαμε στο ίδιο βεληνεκές. Αλλά μέσα σε αυτό εντάσσεται και μια διαφορετική συζήτηση: η κρίση που δημιουργήθηκε από το ίδιο το δισκογραφικό σύστημα. Γιατί το ελληνικό δισκογραφικό σύστημα, έχοντας κατακτήσει το αγοραστικό κοινό –και αναπαυόμενο σε βελούδινη πολυθρόνα– θεώρησε ότι είναι ο μοναδικός άρχοντας στο παιχνίδι της αγοράς. Κι έτσι κατέληξε να απαξιώσει και το υλικό και την έννοια της δισκογραφίας, ρίχνοντας από ένα σημείο κι έπειτα το βάρος στην παραγωγή τραγουδιών της νυχτερινής πίστας. Τα οποία και πέρασε έπειτα στις δισκοθήκες του κοινού, μεταβάλλοντας παράλληλα το πνεύμα της τραγουδιστικής τέχνης σε πνεύμα αρπαχτής. 

Έγιναν, βέβαια, και λάθη τακτικής: τα bonus στα περιοδικά και τις εφημερίδες, για παράδειγμα, έκαναν τον κόσμο να σταματήσει να ψάχνει τη δισκογραφία. Και οι οι εταιρείες έκαναν το προϊόν πάρα πολύ ακριβό με διάφορες δικαιολογίες –ακόμα και τις επανεκδόσεις– στρέφοντας έτσι το κοινό στην αντιγραφή και στο κατέβασμα μέσω διαδικτύου. Αν δεν απαξιωνόταν έτσι το δισκογραφικό προϊόν από τις εταιρείες, ο κόσμος δεν θα κατέβαζε με την ίδια ευκολία. 

Τι έχετε να πείτε για το μεγάλο (πλέον) θέμα του ελεύθερου χρόνου τον οποίον μπορεί να διαθέσει κανείς στις μέρες μας, ώστε να ακούσει μουσική; 

Α, αυτό είναι όντως μεγάλο θέμα. Έχω καταφέρει και το διατηρώ ακόμα αυτό, πολλές φορές κάθομαι στο σπίτι απλά για να ακούσω μουσική. Σχεδόν κάθε μέρα κλέβω λίγο χρόνο για να ακούω μουσική, είτε στο σπίτι, είτε στο αυτοκίνητο. Κατ' αρχάς, είμαι κάπου αναγκασμένος να το κάνω, λόγω της εκπομπής μου στο Γ΄ Πρόγραμμα. Γιατί, όταν δουλεύεις για το Γ΄ Πρόγραμμα, δεν μπορείς να πας να κάνεις εκπομπή παίρνοντας απλά μερικά δισκάκια. Πρέπει να ξέρεις τι βάζεις, να είσαι ενήμερος, καταρτισμένος, να κάνεις κάτι το σοβαρό. 

Γενικά δεν με ενδιαφέρει να ακούω διεκπεραιωτικά, λίγο π.χ. την εισαγωγή, μετά το ρεφρέν, τα επίμαχα δηλαδή σημεία. Το έκανα παλιότερα, λόγω φόρτου εργασίας, όμως και τότε γνώριζα μέσα μου ότι είναι ξεφτίλα. Δεν γίνεται να ακούσεις σοβαρά έτσι, ώστε να έχεις άποψη για το τραγούδι. 

Πόσο καλός κριτικός πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ένας μουσικός –θέμα ακανθώδες μεταξύ κριτικών και καλλιτεχνών;

Ο κίνδυνος ενός μουσικού είναι να ακούει με λάθος τρόπο. Εγώ, για παράδειγμα, για πολλά χρόνια, όταν πήγαινα σε μια συναυλία, ενδιαφερόμουν για το πού βάζει ο κιθαρίστας το δεξί του χέρι, τι ηχητικούς συνδυασμούς κάνει, με ποια γωνία των δαχτύλων παίζει, τι δυναμικές χρησιμοποιεί και τέτοια ζητήματα. Τελείωνε έτσι η συναυλία και είχα χάσει όλη την απόλαυση: έμενα σε τεχνικές και τεχνοκρατικές διαδικασίες και δεν ήξερα τι άκουσα. Και όταν άκουγα απλά ένα τραγούδι, πρόσεχα τη δομή του, τον συνδυασμό της μουσικής με τις λέξεις, κατά πόσο τα εύηχα σημεία του στίχου αποδίδονται μουσικά, το γιατί έβαλε εκεί και όχι εκεί την τρομπέτα. Αλλά με όλα αυτά τα ερωτήματα, χάνεις το τραγούδι. 

Αυτές είναι κακές ακροάσεις. Για να απολαύσεις ένα τραγούδι πρέπει να τα αφήσεις όλα τούτα στην άκρη και να γίνεις καλός ακροατής. Και συνήθως οι μουσικοί αυτό κάνουν, τους είναι δύσκολο να γίνουν ακροατές. Δεν μπορεί το καλό να καθορίζεται από το αν π.χ. οι βιόλες σε ένα σημείο έπαιξαν το φορτίσιμο ή όχι. Έτσι χτίζεται ένας τεχνοκρατικός τοίχος, ο οποίος λέει στην ψυχή «όχι δεν θα σου επιτρέψω να συγκινηθείς γιατί το βιολί π.χ. έπαιξε έτσι και όχι αλλιώς». 

Τι σας άφησε η θητεία του καλλιτεχνικού διευθυντή σε διάφορα φεστιβάλ;

Μνήμες άλλοτε τραυματικές, άλλοτε θετικές. Είμαι χορτασμένος από τέτοια πράγματα, γιατί ο θεσμός του καλλιτεχνικού διευθυντή –στην Ελλάδα τουλάχιστον– δεν είναι κάτι το σπουδαίο, έτσι όπως γίνεται. Κάποτε, ας πούμε, ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στους πέντε Δήμους της Δυτικής Αττικής. Κι έπιασα κάποια στιγμή τον εαυτό μου να συνδιαλέγεται και να συναναστρέφεται με δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Εμπειρία τραυματική, σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν άντεξα. Πρέπει να βρίσκει κανείς τρόπους να ισορροπεί ανάμεσα σε λόμπι, συντεχνίες και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Πώς να παραχθεί μετά καλλιτεχνικό έργο; Είναι κατάντια. 

Ακόμα πιο τραυματική, πάντως, ήταν η εντεκάμηνη παραμονή μου ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Πάτρας, όπου είχα να κάνω με ανταγωνισμούς μέσα στο δημοτικό συμβούλιο –τέτοιους, ώστε ένιωσα τελικά ότι σαρωνόμουν, δίχως να τους αγγίζω ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Χώρια την πολεμική που δέχτηκα από τον τοπικό Τύπο, λες και ήμουν πολιτικό πρόσωπο, ότι εξυπηρετούσα τάχα τα συμφέροντα του τότε Υπουργού Πολιτισμού, Θάνου Μικρούτσικου. 

Να φανταστείτε πως δεν ζήτησα καν τα οφειλόμενα χρήματα, ακριβώς γιατί δεν μπορούσα να τους ξαναδώ στα μάτια μου ούτε καν για το αυτονόητο, το να με πληρώσουν. Κανείς στην Ελλάδα δεν σου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να δράσεις καλλιτεχνικά, τον σκοπό δηλαδή για τον οποίον, υποτίθεται, πας σε τέτοιους θεσμούς. 



03 Ιανουαρίου 2023

Βίκυ Λέανδρος - ανταπόκριση (2019)


Καλώς μας ήρθε λοιπόν το 2023, μακάρι να αποδειχθεί τυχερό και ξένοιαστο. 

Το blog το καλωσορίζει ενθυμούμενο την τελευταία συναυλία που πήγα να δω στην αλλαγή του 2019 με το 2020, σε μια Δευτέρα που αποδείχθηκε πολύ δύσκολη για τις μετακινήσεις στην Αθήνα. Ωστόσο στο «Christmas Theater» τραγουδούσε η Βίκυ Λέανδρος –και τέτοιες σπάνιες ευκαιρίες δεν είναι για να χάνονται.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Και του Χρόνου, να 'μαστε καλά.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Nikolaos Radis και η κάτωθι στον Jan Huysentruyt 


Η 30ή Δεκέμβρη, πέρα από Δευτέρα, ήταν μια δύσκολη μέρα για μετακινήσεις εντός κι εκτός Αθήνας. Το ραδιόφωνο μετέδιδε ζωντανά τα παθήματα οδηγών εγκλωβισμένων 2 ώρες στα οχήματά τους στην προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα προς Λαμία για τους εορτασμούς της Πρωτοχρονιάς, όμως άλλο τόσο νιώθαμε κι εμείς ότι θα κάναμε για να φτάσουμε στο «Christmas Theater»: το χιόνι προς Καπανδρίτι, στην πρώτη περίπτωση, και η βροχή στη δεύτερη, δυσχέραιναν σημαντικά την κυκλοφορία. Το αναγνώρισε μάλιστα και η ίδια η Βίκυ Λέανδρος στην καλησπέρα της προς το κοινό, ευχαριστώντας μας που καταβάλαμε τον κόπο για χάρη της. 

Η Βίκυ Λέανδρος κουβαλάει τον δικό της τραγουδιστικό μύθο. Και το ξέρει πολύ καλά. Γι' αυτό κι έχει την πολυτέλεια να ξεκινάει μια βραδιά με το "Après Τoi": ένα διάσημο χιτ των ευρωπαϊκών 1970s, το οποίο την έχρισε νικήτρια της Eurovision 1972 (για λογαριασμό του Λουξεμβούργου), στέλνοντάς τη στο #1 της Γαλλίας, στο #2 της Βρετανίας και στο #11 της (Δυτικής, τότε) Γερμανίας. Κανονική διεθνής καριέρα, δηλαδή –σε αντίθεση με ό,τι χρίζεται ως τέτοια εσχάτως, επειδή δίνονται πλέον ευκαιρίες να πάρεις σβάρνα κελάρια και σοφίτες στην κεντρική Ευρώπη. Έτσι, εκεί που άλλοι θα κρατούσαν μια τέτοια στιγμή για την κορύφωση μιας συναυλίας, η Λέανδρος τη ρίχνει για να φτιάξει κλίμα, έχοντας εμπιστοσύνη στα 55 της χρόνια στη δισκογραφία. 

Τον μύθο αυτόν, λοιπόν, τον κρατάει ζωντανό. Αν και η φωνή της δεν έχει πια την έκταση που διέθετε κάποτε, διατηρεί το tour de force της στις μεσαίες και στις χαμηλότερες νότες, όσο και τα χρώματά της, όπως κι εκείνους τους ξενικούς τονισμούς των λέξεων που κάνουν τα ελληνικά της να κάθονται λιγάκι παράξενα στο αυτί. Σε ορισμένες στιγμές στο «Christmas Theater», μάλιστα, αν έκλεινες τα μάτια κι απλά άκουγες, θα ορκιζόσουν ότι τραγούδαγε στη σκηνή εκείνο το κορίτσι από την Κέρκυρα που συγκίνησε την Ευρώπη των πρώιμων 1970s, καθώς η γλυκιά της εκφραστικότητα παραμένει σχεδόν ατόφια. Οι "Αναμνήσεις" ήταν ένα τέτοιο στιγμιότυπο –«μας έκανες να κλάψουμε», ακούστηκε μια φωνή να σχολιάζει από τις κερκίδες– η "Μικρή Μας Ιστορία" επίσης, αλλά και η διασκευή του "Those Were The Days" της Mary Hopkin στα γαλλικά, το "Πες Μου Την Αλήθεια" και το "Free Again".

Ήταν λοιπόν μια επιτυχημένη συναυλία; Ας αντιστρέψουμε τη ροή των πραγμάτων λέγοντας ότι δεν γινόταν να αποτύχει μια βραδιά στηριγμένη σε μια τέτοια ορχήστρα. Με το live της Αθήνας να είναι απλά μία στάση σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία (η οποία ήδη είχε πάνω από 60 σταθμούς και αναμένεται να διαρκέσει ως τον Σεπτέμβριο του 2020), η Λέανδρος πλαισιώνεται από πολύ έμπειρους μουσικούς, σταχυολογημένους από τα πέντε σημεία του ορίζοντα. Εννέα άτομα τη συνόδευσαν λοιπόν στο «Christmas Theatre», ξεδιπλώνοντας σημαντικές παικτικές δυνατότητες, σε διάφορα σημεία της setlist.

Κορυφαίοι, ωστόσο, στάθηκαν ο Καναδός πιανίστας Bo Heart, που τη συντρόφευσε μάλιστα και στα φωνητικά σε μια αναπάντεχη μετατροπή του "The Letter" των Box Tops σε τζαζ τζαμάρισμα, καθώς και ο θαυμάσιος Ιταλός τρομπετίστας του οποίου δεν μπόρεσα να πιάσω το όνομα (ίσως κάτι σε Ντανιέλ Ζάνο;). Έπειτα, ήταν ασφαλώς και το θέμα της προσέλευσης: το «Christmas Theater» μπορεί να μην βγήκε sold-out, αλλά είχε πολύ κόσμο. Κυρίως μεγαλύτερες ηλικίες, οι οποίες συγκινούνταν με κάθε νότα που θύμιζε τα σουξέ της δικής τους νιότης, χωρίς να λείπουν πάντως και τα νεαρότερα πρόσωπα· σαν τα παιδιά που έσπευσαν να απολαύσουν μια ευκαιρία για karaoke όταν η Λέανδρος κατέβηκε στην πλατεία για να μοιραστεί το μικρόφωνο στο ελληνικό ρεφρέν του "L' Amour Est Bleu". 

Το τελευταίο σκηνικό στάθηκε πολύτιμο, γιατί έδειξε ότι το χαμόγελό της δεν ήταν ψεύτικο, φορετό για τις ανάγκες της βραδιάς. Και γράφω αυτήν τη λέξη, «πολύτιμο», γιατί κατά τα λοιπά μου προξένησε εντύπωση πώς μια τραγουδίστρια με τη δική της εμπειρία παραμένει τόσο αμήχανη όταν πρέπει να μιλήσει αντί να ερμηνεύσει, ώστε να οχυρώνεται σε μια στημένη εικόνα, με συνεχή επιφωνήματα τύπου «μ-χμ», άκυρα γελάκια, αλλά και βεβιασμένες εκτινάξεις χεριών ή χοροπηδηχτά στην προσπάθειά της να μεταφράσει σωματικά τον ενθουσιασμό της για την τάδε ή τη δείνα εκτέλεση. Κι όμως, η Λέανδρος ήταν εκεί με την καρδιά της και δεν έκρυψε τη συγκίνησή της για το θερμό χειροκρότημα στο φινάλε. Με την όλη αυτή αμηχανία να γυρνάει εν τέλει υπέρ της, καθιστώντας τη μια συμπαθή παρουσία.

Στο «Christmas Theater» η Λέανδρος διηγήθηκε και διάφορες ιστορίες από την καριέρα της. Για τον πανικό της όταν εκεί γύρω στα 15 συνάντησε τον Jacques Brel, για τις εντυπώσεις της από το Τόκυο των 1960s –μας είπε μάλιστα και τμήμα από ένα γιαπωνέζικο κομμάτι που ηχογράφησε εκεί, το "Machi Kutabireta Nichiyobi"– για το πώς έβαζε πάντα μια διασκευή σε Μάνο Χατζιδάκι στα προγράμματα για γούρι, για τη συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη. Είπε δε απολαυστικά "Το Φεγγάρι Είναι Κόκκινο" του πρώτου και εκπληκτικά το "Με Κλειστά Παράθυρα" του δεύτερου, φανερώνοντας τις πολλές πτυχές που έχει ως τραγουδίστρια. Δεν παρέλειψε όμως να αναφέρει και τα όσα χρωστάει στον πατέρα της Λεό Λέανδρος (έναν Έλληνα με τη δική του διεθνή καριέρα στη μουσική), αλλά και να αποχαιρετήσει τον Θάνο Μικρούτσικο, λέγοντάς μας ότι λυπήθηκε για τον θάνατό του. 

Το τέλος του προγράμματος με τα πολλά χριστουγεννιάτικα άσματα και τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς σε μια αεράτη pop εκτέλεση ίσως απογοήτευσε όσους περίμεναν περισσότερα δικά της τραγούδια: κάποιοι φώναξαν επίμονα για το "Έι, Καζανόβα", άλλοι ζήτησαν το "Μια Φορά Κι Έναν Καιρό", εμένα μου έκανε εντύπωση που δεν ακούσαμε το "Πυρετός Του Έρωτα". Όμως η αλήθεια είναι ότι στήριξε τις επιλογές της. 

Η επιστροφή από το «Christmas Theater», κατόπιν, αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση, για όσους ειδικά δεν είχαν έρθει με δικό τους όχημα· όμως η ηχώ της φωνής της Λέανδρος έφτανε και περίσσευε για να πεις ότι άξιζε η  ταλαιπωρία. Μπορεί οι εποχές να έχουν αλλάξει, οι μεγάλες της δόξες να μοιάζουν «παλαιάς κοπής» και οι σύγχρονοι μύθοι της ελληνικής παρουσίας στα διεθνή μουσικά πράγματα να συγκροτούνται πλέον από περιπτώσεις σαν τους Rotting Christ, όμως η Βίκυ Λέανδρος διατηρεί την αίγλη που δικαιωματικά κέρδισε, παραμένοντας σε θέση να την υπερασπίζεται μια χαρά. 



31 Δεκεμβρίου 2022

ALPHASTATE - συνέντευξη (2016)


Με λίγο εγχώριο metal θα γίνει ο αποχαιρετισμός του 2022, ίσως γιατί ήταν μια χρονιά που, για εμένα, δεν είχε πολλές μεταλλικές συγκινήσεις –βγήκαν κάποια ωραία πράγματα, εγχώρια και διεθνή, αλλά συγκριτικά με προηγούμενες χρονιές σημειώθηκε νομίζω υποχώρηση.

Εδώ, λοιπόν, πάμε πίσω στον Μάρτιο του 2016, για μια συζήτηση που κάναμε τότε με το συγκρότημα ALPHASTATE. Το οποίο λίγους μήνες πριν είχε παρουσιάσει το ντεμπούτο του «Out Of The Black», οπότε είχε πλέον ξεχυθεί για συναυλίες. 

Μέσω λοιπόν του παλιού γνώριμου Δημήτρη Τσουνάκα –ο οποίος μετείχε στο σχήμα– βρέθηκαν οι Μάνος Ξανθάκης και Πάνος Παναγιωτόπουλος και έγινε μια κουβέντα. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo


Σε αντίθεση με πολλά εγχώρια συγκροτήματα, δείχνετε να κινηθήκατε τσακ μπαμ από την ίδρυση στην ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ. Είναι έτσι ή τα φαινόμενα απατούν;

Μάνος: Έτσι ακριβώς είναι. Ο Pete είχε ξεκινήσει το project κάποιους μήνες πριν κι είχε ήδη ηχογραφήσει 4 κομμάτια στο στούντιο του Μπάμπη Κατσιώνη. Όταν προχώρησαν οι ηχογραφήσεις και είχαμε τελειώσει με τύμπανα και φωνητικά, συνειδητοποιήσαμε ότι το υλικό ήταν αρκετά καλό για να μείνουμε στη δημιουργία ενός μόνο demo. Βάλαμε λοιπόν στόχο όχι μόνο να βρούμε μέλη και να γίνουμε μια full-time μπάντα, αλλά και να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός δίσκου, από τη στιγμή που προϋπήρχαν καλές ιδέες.

Γνωρίζεστε από παλιά; Η σύνθεση με την οποία σας συναντάμε στον δίσκο είναι και η αρχική ή υπήρξαν αλλαγές; 

Πάνος: Με τον Μάνο γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, από τότε που τραγουδούσε σε μια heavy/power metal μπάντα, τους Celestial Ode. Αρχικά ξεκινήσαμε οι δυο μας κι έπειτα από μεγάλη αναζήτηση και εξαντλητικές δοκιμές κατασταλάξαμε με τον Δημήτρη Τσουνάκα (μπάσο) και τον Φοίβο Ανδριόπουλο (ντραμς). Πιστεύω ότι με αυτή τη σύνθεση ολοκληρωθήκαμε σαν γκρουπ: ταιριάζουμε πάρα πολύ στο στυλ παιξίματος και στα σχέδια που έχουμε για τη μπάντα. Υπάρχει καλή χημεία γενικά πάνω στη σκηνή και ειδικά εκτός σκηνής, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.

Το όνομα μιας νέας μπάντας είναι πάντα αιτία διερώτησης, ειδικά στον «σκληρό» χώρο όπου κινείστε κι εσείς. Γιατί λοιπόν ALPHASTATE; 

Μάνος: Οι λέξεις ALPHASTATE συμβολίζουν μια κατάσταση στην οποία το μυαλό είναι σε πλήρη συνείδηση και εγρήγορση, ενώ το σώμα βρίσκεται σε απόλυτη χαλάρωση. Όταν άρχισα να γράφω μελωδίες και στίχους αισθανόμουν ότι μπορούσα να δημιουργήσω αυτό που ήθελα ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. 

Ταυτόχρονα, την περίοδο εκείνη η μουσική λειτούργησε  και σαν το αντίβαρο που χρειαζόμουν για πολλά προσωπικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζα. Αυτά τα συναισθήματα με οδήγησαν να προτείνω το συγκεκριμένο όνομα στον Pete, ο οποίος στη συνέχεια το «πείραξε» και καταλήξαμε στο ALPHASTATE.

Ακούγοντάς σε να τραγουδάς, Μάνο, σκέφτηκα τον Ralf Scheepers και αναζήτησα μάλιστα και το ντεμπούτο των Gamma Ray στη δισκοθήκη μου μετά από χρόνια, το Heading For Tomorrow. Πόσο μέσα ή έξω έπεσα, στις φωνητικές επιρροές;

Μάνος: Εννοείται ότι ο Scheepers και ειδικά η δουλειά που είχε κάνει στους Gamma Ray είναι μεγάλη επιρροή για μένα. Κάτι τέτοιο φαίνεται πολύ έντονα στο "World's Control". Πέρα όμως από τον συγκεκριμένο, έχω επηρεαστεί από τραγουδιστές σαν τον Michael Kiske, τον Eric Adams και φυσικά τον Bruce Dickinson. Ο τελευταίος ειδικά έχει μεγάλη επίδραση στον τρόπο με τον οποίον τραγουδάω και γράφω μελωδίες. 

Και ως προς τη γενικότερη κατεύθυνση; Ποιες μπάντες του hard rock και του κλασικού heavy metal έχουν ανδρώσει τους ALPHASTATE; 

Πάνος: Οι δικές μου επιρροές είναι οι Pantera, οι Black Label Society, οι Steelheart, ο Ozzy Osbourne, οι Firewind, οι Brainstorm κλπ. Γενικά ακούω από heavy μέχρι death metal, οπότε αν ακούσω κάτι που θα μου βγάλει το οτιδήποτε αυτόματα, θα ενσωματωθεί με πολύ ωραίο τρόπο στα τραγούδια μας, για να βγει κάτι μοναδικό.

Μάνος: Για εμένα είναι μπάντες όπως Accept, UDO, Iron Maiden, Helloween, Manowar και Gamma Ray.

Οι στίχοι σας δείχνουν να τιμούν την «παραδοσιακή» metal οπτική απέναντι στο κατεστημένο, ειδικά σε τραγούδια σαν το "World's Control" ή το "System". Μιας και όλοι υπογράφονται από τον Μάνο να το εκλάβουμε ως μια προσωπική οπτική πάνω στον κόσμο; Ή πρόκειται για κάτι στο οποίο είστε όλοι λίγο-πολύ σύμφωνοι; 

Πάνος: Κοίταξε να δεις, οι στίχοι είναι βγαλμένοι από προσωπικές εμπειρίες και των δυο μας. Ο Μάνος έχει το ταλέντο και την εμπειρία να τις μεταμορφώνει σε ολοκληρωμένα τραγούδια. Αυτό το κομμάτι είναι αποκλειστικά δικό του. Όταν λοιπόν κάποιος από τους δυο μας έχει ένα προσωπικό βίωμα ή εμπειρία, το συζητάμε και ο Μάνος δημιουργεί. Είμαστε και πάρα πολύ καλοί φίλοι, οπότε υπάρχει και καλή χημεία.

Πώς έχετε κινηθεί συναυλιακά μέχρι τώρα και τι αντίκτυπο νιώθετε ότι έχει βρει η προσπάθειά σας; Σκοπεύετε να βγείτε και επαρχία ή είναι πιο δύσκολο αυτό το τεραίν; 

Πάνος: Μέχρι στιγμής, έχουμε κάνει τρία live στην Αθήνα και έχουμε προγραμματίσει τρία ακόμα: ένα στο Remedie με τους No Flame Candle και Shadowgrin, ένα στο Texas (στο Γκάζι) για την 25η Μαρτίου κι ένα στο Wreck Athens Fest, στο Κύτταρο, για τις 23 Απριλίου. 

Θέλουμε να κάνουμε πολλές συναυλίες, παντού. Και όταν λέμε παντού, εννοούμε σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θεωρούμε ότι για να γνωρίσει ο κόσμος και να αγαπήσει μια μπάντα, αλλά και για να μείνει κάποτε το όνομά της στην ιστορία, μόνος δρόμος είναι τα live. Πιστεύω ότι είναι ένα καλό που προέκυψε από την πρόσφατη κακή κατάσταση της μουσικής βιομηχανίας.

Εσείς πηγαίνετε αλήθεια σε συναυλίες άλλων εγχώριων γκρουπ ή ονομάτων από το εξωτερικό; Το θεωρείτε σημαντικό για τη δική σας εξέλιξη;

Μάνος: Εννοείται ότι πηγαίνω. Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω live και προσωπικά το θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι της συγκεκριμένης μουσικής. Γουστάρω την ατμόσφαιρα που δημιουργείται πριν και κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Αυτό το συναίσθημα το ένιωσα πρώτη φορά το 1989/1990, όταν είδα τους Iron Maiden στην περιοδεία για το Seventh Son Of A Seventh Son –και έχει παραμείνει από τότε αναλλοίωτο. 

Ασφαλώς παρακολουθώ και συναυλίες από εγχώρια ονόματα, πραγματικά υπάρχουν πλέον εξαιρετικές μπάντες. Και, φυσικά, το να βλέπεις διάφορους μουσικούς να παίζουν, μόνο καλό μπορεί να κάνει και στη δική σου εξέλιξη. Το να βλέπεις κόσμο να παίζει με διάφορα μηχανήματα/τεχνικές και με διαφορετική αντίληψη για τη μουσική, με εμπνέει και μου δημιουργεί ιδέες. 

Πάνος: Φυσικά. Εκτός από μουσικός, είμαι πρώτα από όλα φανατικός φίλος του metal, από μικρός. Αυτή η μουσική είναι ο τρόπος ζωής μου και δεν θα μπορούσα να με φανταστώ χωρίς να πηγαίνω σε συναυλίες για να βλέπω από κοντά τα αγαπημένα μου γκρουπ και τους αγαπημένους μου κιθαρίστες ή γενικά μουσικούς. 

Επίσης μου αρέσει να βλέπω το performance των αγαπημένων μου συγκροτημάτων και να παίρνω ιδέες για το πώς θα μπορούσα να εξελιχθώ κι εγώ, ώστε κάποια μέρα να γίνω σαν κι εκείνους. Η εξέλιξη δεν σταματάει και δεν πρέπει να σταματάει ποτέ, κατά τη γνώμη μου. 




29 Δεκεμβρίου 2022

Lüüp - ανταπόκριση (2016)


Ένα ακόμα παλιό μου κείμενο εδώ, μια ανταπόκριση από τη συναυλία της εφευρετικής κολεκτίβας Lüüp του Στέλιου Ρωμαλιάδη, στην οποία χρωστάμε μερικούς από τους ωραιότερους εγχώριους δίσκους της τελευταίας 15ετίας.

Η συναυλία έλαβε χώρα στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων» τον Μάρτιο του 2016 και η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε στο Avopolis –αναδημοσιεύεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη 


Παρά τους βροχερούς δρόμους και την κάμποση κίνηση προς τις κεντρικές αρτηρίες, το φιλόξενο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων ήταν γεμάτο την Παρασκευή το βράδυ. Στη σκηνή του, η κολεκτίβα των Lüüp παρατάχθηκε με τη νέα της, πενταμελή, σύνθεση. Για ένα σετ 9 κομματιών, το οποίο έδωσε μια καλή γεύση του «οπλοστασίου» της, ενόψει ενός νέου τρίτου δίσκου, που, όπως μάθαμε μιλώντας με τον Στέλιο Ρωμαλιάδη, βρίσκεται επί του παρόντος περίπου στα μισά του.

Αρχικά, οι Lüüp έπαιξαν ως τριπλέτα –με τον Ρωμαλιάδη στο φλάουτο, τη Σοφία Ευκλείδου στο τσέλο και τον Γιώργο Βαρουτά στην ακουστική κιθάρα. Μπήκαν δε δυνατά, με μία από τις καλύτερες συνθέσεις τους ("Taurokathapsia", από το Meadow Rituals του 2011), η οποία έδωσε αμέσως στη βραδιά έναν χαρακτήρα μυσταγωγίας. Το μάτι μου, μάλιστα, έπεφτε επίμονα στη ζωοκεφαλή με τα στριφτά κέρατα στο πλάι του Ρωμαλιάδη, η οποία μου θύμισε τα στριφτοκέρατα βόδια της «Ιλιάδας», ωθώντας με να φανταστώ μια χρονική λούπα όπου το ανάκτορο του γερήνιου Νέστορα στην Πύλο γέμισε με λάπτοπ και μικρόφωνα, αντηχώντας από τη μουσική των Lüüp. Είναι άλλωστε μεγάλη η δύναμή της να δημιουργεί εικόνες, όσο κλισέ κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο.

Το «τελετουργικό» θα έμενε παρόμοιο για δύο ακόμα κομμάτια, πριν υποδεχθούμε στη σκηνή τις τραγουδίστριες του γκρουπ –την Άννα Λινάρδου και τη γνώριμη από τους Night On Earth και τις συνεργασίες της με τον Φοίβο Δεληβοριά, Σοφία Σαρρή. Σε συνδυασμό με τη γλυκιά κιθάρα του Βαρουτά, οι φωνές τους μας μετέφεραν σε ένα πιο αμερικάνικο folk σκηνικό, που θα μπορούσε (χοντρικά) να περιγραφεί ως μια ελαφρώς πειραματικότερη εκδοχή των Transatlantic Sessions

To «παιχνίδι» αυτό συνεχίστηκε και στη συνέχεια της συναυλίας με παραλλαγές, οι οποίες άλλοτε είχαν πιο έκδηλα ντόπιους απόηχους (οφειλόμενους κυρίως στο υπέροχο φλάουτο του Ρωμαλιάδη) κι άλλοτε φλέρταραν πιο ανοιχτά με τον αυτοσχεδιασμό. Μου δημιουργήθηκε όμως η εντύπωση μιας μονότονης τραγουδιστικής προσέγγισης εκ μέρους των οπωσδήποτε λειτουργικών φωνών, που αχνοθύμιζε Björk ή και τα γήινα χρώματα της Emiliana Torrini. Επίσης, μάλλον περίμενα περισσότερα από τη Σαρρή βασισμένος σε πρόσφατα κείμενα περί των live παρουσιών της, βρέθηκα όμως να γοητεύομαι κυρίως από τη Λινάρδου, που σε κάποιο σημείο του "Spiraling" έβαλε για λίγο –μάλλον ασυναίσθητα;– και το τακούνι από τις κομψές της μπότες στο ηχητικό οικοδόμημα, καθώς το χτύπαγε στο πάτωμα.

Στο τέλος βέβαια η Σαρρή πήρε τη ρεβάνς με τους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς που επέδειξε στο "See You In Me" (που έκλεισε και το live, εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων), οι οποίοι σε κάποιο σημείο ακούστηκαν πραγματικά σαν πόρτα που ετοιμάζεται να βροντήξει από το ρεύμα του αέρα, ενώ σε άλλο κόμισαν κάτι από την αισθητική των πολυφωνικών τραγουδιών του βορειοελλαδικού χώρου. Ήταν ένα δείγμα δυνατοτήτων στιβαρό, που πιστεύω θα αποτελέσει γερό χαρτί στις νέες ηχογραφήσεις των Lüüp. Εκεί στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, άλλωστε, μας έδωσαν έναν ακόμα λόγο να αδημονούμε γι' αυτές.  



28 Δεκεμβρίου 2022

Θάνος Μικρούτσικος: «Όσοι Περπάτησαν Μαζί Μου» - ανταπόκριση (2018)


Τον Ιούνιο του 2018 ανέβηκα στο Θέατρο Βράχων για να αποχαιρετήσω τον Θάνο Μικρούτσικο, με τον οποίον πολλά μεν δεν έβρισκα, του χρωστούσα όμως κάποιες από τις πλέον διονυσιακές ή/και συγκινητικές στιγμές στη σχέση μου με το ελληνικό τραγούδι.

Σήμερα, 3 χρόνια από τον θάνατό του, αν και διόλου δεν μου αρέσουν τα μνημόσυνα, μουρμούριζα όλη μέρα για αυτούς τους «ηλιοτροπίων τόπους» και για εκείνες τις «κυνηγημένες μάγισσες, χωρίς την πυρκαγιά τους» που τόσο έξαλλα και τόσο υπέροχα τραγούδησε το 1992, ερμηνεύοντας το "Προσπέκτους", στον δίσκο Συγγνώμη Για Την Άμυνα τον οποίον έφτιαξε τότε για τον Γιώργο Νταλάρα, σε στίχους Κώστα Τριπολίτη.

Όλα τούτα, λοιπόν, έδωσαν αφορμή για μια νοερή επιστροφή στη συναυλία στο Βράχων. Για την οποία γράφτηκε τότε μια ανταπόκριση για λογαριασμό του Avopolis, που αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στον Βύρωνα και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Τέτοια κοσμοσυρροή δεν έχω ξαναδεί στα χρόνια που πάω στο Θέατρο Βράχων. Να πρόκειται άραγε για ρεκόρ προσέλευσης στον χώρο; Και οι δύο προγραμματισμένες συναυλίες έγιναν πάντως sold-out αρκετές μέρες πριν, αφήνοντας κάμποσο κόσμο να ψάχνει για έκτακτες ευκαιρίες εισιτηρίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

Η διοργάνωση προειδοποίησε έγκαιρα προς αποφυγήν όποιας ταλαιπωρίας, όπως προειδοποίησε και για το ότι έβαλε όσο το δυνατόν περισσότερες πλαστικές καρέκλες στην πλατεία και περιμετρικά της σκηνής, χωρίς όμως να μπορεί να εγγυηθεί ότι θα κάτσουν όλοι. Αυτή η «γκρίζα ζώνη» οδήγησε σε διάφορα παράπονα για την πρώτη μέρα: άλλων επειδή έμειναν αναγκαστικά όρθιοι καθώς δεν μπόρεσαν να έρθουν νωρίς, άλλων επειδή βρέθηκαν να κάθονται μεν σε καρέκλες, μα έχοντας τους όρθιους έμπροσθέν τους. 

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο ακριβή είναι όλα αυτά. Τη δεύτερη μέρα που παραβρέθηκα εγώ τα πράγματα κύλησαν ομαλά και με διάφορους τρόπους είχαν βολευτεί όλοι κάπου –έστω και στα βραχάκια στο πλάι αριστερά της σκηνής, έστω και με παραχωρήσεις στα άνω διαζώματα των κερκίδων– όταν οι μουσικοί πήραν θέσεις στα όργανά τους. Όλοι τους γνώριμοι του Μικρούτσικου, «κλειδιά» στο να πραγματωθούν οι ζωντανές ενορχηστρώσεις όπως τις είχε κατά νου. Κάπου εδώ αξίζει και το μπράβο μας στον ήχο, που καταγράφηκε υποδειγματικός σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με εξαίρεση έναν ή δύο μικροφωνισμούς. Το τι εκτυλίχθηκε από εκεί και πέρα υπερβαίνει αισθητά τη συνθήκη «πήγαμε σε μία ακόμα μεγάλη συναυλία». 


Η αθρόα προσέλευση ήταν πρωτίστως ένδειξη αγάπης και εκτίμησης στον Θάνο Μικρούτσικο, αφού στον Βύρωνα ήρθαν ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να μην τον παρακολούθησαν σε όλη του την πορεία ή να απέφευγαν τις εμφανίσεις του τα τελευταία χρόνια, νιώθοντας κουρασμένοι από τα δεδομένα. Αλλά, τώρα που έγινε ευρύτερα γνωστό ότι περνάει δύσκολα –ότι δίνει τη δική του σκληρή μάχη με τον καρκίνο– όποιος κάπου, κάπως, στάθηκε στη ζωή με τα τραγούδια του να γίνονται soundtrack της χαράς, της λύπης και των προβληματισμών του, ένιωσε την ανάγκη να ανέβει στο Βράχων και να δείξει ότι κι αυτός περπάτησε μαζί του. 


Αυτό το συναίσθημα ήταν λοιπόν που έδωσε τον τόνο στη συναυλία, καθιστώντας τα όποια παράπονα μπορεί να υπήρξαν στα τι και πώς επουσιώδη. Άλλωστε με τον Θάνο Μικρούτσικο ήταν πάντα δύσκολο να τα συμφωνεί κανείς σε όλα· δεν θα τα συμφωνούσε λοιπόν ούτε στη συγκεκριμένη περίσταση. Προσωπικά, ας πούμε, ήξερα από την αρχή πού θα τα χαλούσαμε στο Βράχων και δυστυχώς (για εμένα) επαληθεύτηκα: ο Μίλτος Πασχαλίδης δεν παλεύεται όταν τραγουδά Δημήτρη Μητροπάνο, πέφτει τόσο έξω από το ζητούμενο με την κακοτοποθετημένη του ρώμη, ώστε δοκιμάζει την αν(τ)οχή σου. Και η Μαριάννα Πολυχρονίδη αποδείχθηκε πολύ λίγη για να επωμιστεί τραγουδάρες σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο" και το "Ατομική Μου Ενέργεια". Για να είμαι δίκαιος, ωστόσο, ο Πασχαλίδης με εξέπληξε στον "Τυμβωρύχο", πετυχαίνοντας να προσαρμόσει επιτυχώς στο ζητούμενο το ηρωικό στυλ ερμηνείας του. 


Μια που πιάσαμε τις εκπλήξεις, να πούμε ότι ο Μικρούτσικος την ήθελε λίγο ανακατωμένη την τράπουλα σε αυτές τις εμφανίσεις. Πέρα δηλαδή από το ότι έβαλε στο πρόγραμμα τραγούδια που δεν ακούμε συχνά, ανέτρεψε και ορισμένες προσδοκίες στο ποιος θα έλεγε τι –είχε για παράδειγμα τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά έδωσε το "Μαχαίρι" στον Κώστα Θωμαΐδη. Και πάνω που άρχιζες τα «γαμώτο» από μέσα σου, εκείνος σε καθήλωνε με μια απίστευτη, δική του ερμηνεία. Ο Γιώργος Μεράντζας ήρθε αναμενόμενα να πει τη "Δίκοπη Ζωή" (σε μια μέτρια ωστόσο εκτέλεση), εν τέλει όμως καταχειροκροτήθηκε λέγοντας τα "Ξεχωρίσματα": το ηπειρώτικο δηλαδή με το οποίο, κατά παραίνεση του Μικρούτσικου, πολλά χρόνια πριν, έκανε καντάδα στην αγαπημένη του, με την οποία μάθαμε μάλιστα ότι είναι ακόμα παντρεμένος. 


Η Ρίτα Αντωνοπούλου συγκίνησε επαρκώς το Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων ακροατήριο με μια γερή ερμηνεία στυλ Μαρία Δημητριάδη στον "Μικρόκοσμο", αλλά ήταν όταν απέδωσε απροσδόκητα ωραία την εξωστρέφεια του "Μηδέν" όπου πέτυχε διάνα –έστω κι αν της έκλεψε την παράσταση ο Μικρούτσικος, ο οποίος σηκώθηκε από το πιάνο και άρχισε τα ...χορευτικά! Ο Χρήστος Θηβαίος βιαζόταν πολύ να βάλει τον κόσμο να του κάνει κερκίδα και είχε μια κινησιολογία που δεν άρμοζε πάντα με τον χαρακτήρα όσων κλήθηκε να πει· όταν όμως τραγούδησε τον "Άμλετ Της Σελήνης" αποτυπώθηκε τόσο καλός, ώστε σε έκανε να παρακάμψεις τα υπόλοιπα. 

Ο Γιάννης Κότσιρας διανύει περίοδο ερμηνευτικής ωριμότητας, αν και επιμένει να κάνει τον λαϊκό τραγουδιστή ενώ διαθέτει φωνή για διαφορετικά πράγματα. Έτσι, στο προσωπικώς υπεραγαπημένο "Πάντα Γελαστοί" υπήρξε μετρημένος μα λίγος, φανέρωσε εντούτοις το εύρος των εκφραστικών του δυνατοτήτων στο "Είσαι Η Πρέβεζα Και Το Κιλκίς". Ο Μανώλης Μητσιάς, αντίστοιχα, δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολιών και αμφισβήτησης όταν είπε το "Ερωτικό (Με Μια Πιρόγα)", έμεινε ωστόσο εκτεθειμένος στο "Ατομική Μου Ενέργεια", όπου νομίζω κανείς δεν κατάλαβε τι έκανε δίπλα στην Πολυχρονίδη. 


Αλλά οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του Βύρωνα ήταν ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο ίδιος ο Μικρούτσικος. Δυστυχώς για τους επιγόνους, δυστυχώς για όσους συναδέλφους πασχίζουν να τους «ψηλώσουν» μη και τους βγει λειψό το παρόν του ελληνικού τραγουδιού (και τι θα απογίνουν...), δυστυχώς για τους παροικούντες το Εναλλακτικόν που προσδοκούν την πτώση και καταστροφή των μόσχων των χωνευτών, ο γηπεδικός Παπακωνσταντίνου του "Ένας Νέγρος Θερμαστής Από Το Τζιμπουτί", ο υπερηχητικός Νταλάρας του "Καραντί", η Χαρούλα που ξέρει πώς να σε κάνει να δακρύσεις με ένα "Φεύγω Και Μη Με Περιμένεις" –κι ας μην μπορεί πια να πει την "Ελένη" χωρίς ενισχύσεις στις ψηλές νότες– και ο συνθέτης που κολάζεται ακόμα μόνος στο πιάνο με το «μάνα θα πάω στα καράβια» του Νίκου Καββαδία, παραμένουν οι θεματοφύλακες του «σπουδαίου» στην εποχή που όλοι σχεδόν προσπαθούν να χαμηλώσουν τον πήχη του. 


Όπως έγραψα και πιο πάνω, όμως, δεν είναι ο τόπος και ο χρόνος για να ανοίξουμε τέτοιες κουβέντες. Στον Βύρωνα τιμήθηκε η παρακαταθήκη του Θάνου Μικρούτσικου, του συνθέτη εκείνου που μετρά εμβριθή έργα για μικρή ορχήστρα & μαγνητοταινία άγνωστα στο ευρύ κοινό, μα την ίδια στιγμή πέτυχε να κάνει και μεγάλα λαϊκά σουξέ με τραγούδια τα οποία μιλούσαν για περίεργα έως και ολίγον ακατάληπτα πράγματα : για άτομα που δεν χωρούσαν στην ύλη, για το πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία (και η ιστορία σιωπή), για νικημένους που τραύλιζαν άριες κάποιας όπερας, για μαχαίρια βγαλμένα θαρρείς από horror νουβέλες. 

Η υποδειγματικώς ομαδική εκτέλεση της "Ρόζας", με όλο σχεδόν το θέατρο να τραγουδά συγκινημένο τους στίχους, υπήρξε ιδανικό φινάλε καρδιάς και για μας και για τον Μικρούτσικο. Ό,τι και να γίνει στο εξής, η αγάπη καταγράφηκε με τον πλέον ηχηρό και αδιαφιλονίκητο τρόπο.