23 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Λειβαδάς - συνέντευξη (2017)


Μία από τις πιο πλήρεις συζητήσεις που έχω κάνει με τον Κώστα Λειβαδά έγινε πίσω στο 2017, με αφορμή το άλμπουμ «Χαμένη Διαδρομή» που έβγαλε τότε, στο αναπάντεχο reunion του με τους Υπνοβάτες (δείτε κι εδώ).

Η κουβέντα μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε στον Τύπο για το promo της «Χαμένης Διαδρομής»


2014, χρόνια μαύρα για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, μέρες που πολλοί βούλιαξαν στον μικρόκοσμο των προβλημάτων τους –αλλά η παρέα που κάποτε συγκροτούσε τους Υπνοβάτες, έρχεται και πάλι κοντά. Πώς ήταν εκείνο το διάστημα και τι «έκανε τη μνήμη να αρχίσει να παίζει φλίπερ»;

E, αυτό ακριβώς είναι... Θα έλεγα ότι αμέσως μετά το άλμπουμ Του Λόγου Το Αληθές Μέρος 1ον: Γραμμένο Με Κόκκινο (2013) και την αρχή της επιτυχίας του τραγουδιού "Η Επιμονή Σου" μέσα στο καλοκαίρι-θρίλερ του 2015 (ακόμα και η γενέθλια συναυλία μου για το 18 Χρόνια Δρόμος έμελλε να γίνει την ημέρα που έκλεισαν οι τράπεζες), ένιωσα πολύ καθαρά ότι μπροστά μου ανοίγονταν δύο δρόμοι: ένας μιας αληθινά μεγάλης κατάθλιψης κι ένας της επανεκκίνησης ενός «18άρη». 

Έκλεισαν τότε πολλοί λογαριασμοί. Πήρα ένα πτυχίο που ήθελα καιρό και μετά, εντελώς αναπάντεχα, μέσω του Μανώλη Μπλαζαντωνάκη (πρώτου μπασίστα των Bloody Revolution), άρχισε να ξετυλίγεται ένα κουβάρι στοιχειωμένο και χαμένο. Παλιοί τίτλοι, ανολοκλήρωτα τραγούδια που το κάθαρμα θυμόταν από όταν ήμασταν 18άρηδες, setlists από συναυλίες, περιστατικά σε πρόβες... 

Κι όταν πια πήγαμε σπίτι του, αφού είπα δύο τραγούδια για το αρχείο μας, άκουσα για πρώτη φορά παλιές μας πρόβες τις οποίες αγνοούσα ότι υπήρχαν. Ύστερα ηχογραφήσαμε στο home studio του το "Απλά Και Μόνο" και τότε είπα ότι έπρεπε να ξαναβρώ τον Κώστα Καββαδία και το φάντασμα των Υπνοβατών.

Πόσο κοντά ή μακριά βρίσκονταν οι Bloody Revolution και οι Υπνοβάτες ως προς τι άκουγαν, τι έπαιζαν, τι επεδίωκαν; Αλήθεια, ο Γιάννης Ταρσούλης βρέθηκε καθόλου στους Υπνοβάτες;

Α, ήταν πολύ διαφορετικά συγκροτήματα... Στους Bloody Revolution, πρώτα-πρώτα, αρχηγός ήταν ο Ταρσούλης. Κάναμε πρόβες στο καμαράκι του, επίσης στη Νέα Πεντέλη, με παλτά και σκούφους τον χειμώνα. Δεν χωρούσαμε και πολύ, μάλιστα, οπότε είχα φάει πολλές φορές το μπάσο στο μάτι! Ακούγαμε Bad Company, Ten Years After, πολύ Rolling Stones, Chuck Berry, μπλουζ και πάντα (μα πάντα!) Neil Young και Van Morrison. Από κομμάτια δικά μας είχαμε μονάχα το "Απλά Και Μόνο": ένα πρωτόλειο μπλουζ, δικό μου, βγαλμένο κατευθείαν από τον Muddy Waters και τους Εξαδάχτυλος. Πολύ πρώιμο, με ήχο vintage για τα 1990s. 

Οι Υπνοβάτες ήταν κάτι άλλο, εντελώς. Κι ένα χαρμάνι πολύ ετερόκλητων επιρροών: Velvet Underground, Howard Devoto, οι Cure του Pornography, οι Billy Cobham και Ginger Baker τους οποίους λάτρευε ο ντράμερ μας, μέχρι και John Lennon, Paul McCartney, Stone Temple Pilots, Elvis Costello. 

Ως αποτέλεσμα, οι καυγάδες ήταν καθημερινοί! Το grunge είχε πλέον έρθει για τα καλά, εγώ επέμεινα για ελληνικό στίχο, ενώ μας ενδιέφερε κυρίως να γράψουμε δικό μας υλικό. Με τόσες τεράστιες αποστάσεις, στις setlists των ζωντανών μας εμφανίσεων χώραγαν άνετα διασκευές σε The Sound, New Model Army, David Bowie και Nirvana, μέχρι και στο "Looking For A Girl With A Washing Machine" των Big Sleep.

Όσο για τον Ταρσούλη, με την τρελή αγάπη του για τις μηχανές, τον χάσαμε εντελώς με τον καιρό. Μας έριχνε άλλωστε και κάποια χρόνια.

"Απλά Και Μόνο", Χριστούγεννα, χορός του λυκείου Νέας Πεντέλης. Τι έχει συγκρατήσει η μνήμη πιο έντονα από όλα αυτά;

Ε, χαμός, σαν αμερικάνικη ταινία... Οι φωτογραφίες του τότε, μοιάζουν σήμερα από την προϊστορική εποχή. Πριν τον χορό του λυκείου μας, την ώρα που κάναμε soundcheck και προσπαθούσαμε να κουμαντάρουμε τον ήχο με όσα ξέραμε, έκαναν παράλληλα γυμναστική και κάτι κυρίες, άστα να πάνε! Έξω ψιλοχιόνιζε, ο χορός είχε πολύ κόσμο και το αρχικό μας ψάρωμα ήταν τρελό. Στη διάρκεια όμως του λάιβ μας βγήκε θράσος, σαν να ήμασταν μεθυσμένοι, ενώ το "Απλά Και Μόνο" οδήγησε σε εφηβική έκρηξη και χορό.

Πού βρίσκεται όμως το "Απλά Και Μόνο"; Πώς και δεν μπήκε κι εκείνο στον δίσκο που έχουμε τώρα στα χέρια μας; 

Δεν το βάλαμε τελικά στον δίσκο, μας φάνηκε πολύ άγουρο, παρόλα τα Slim Harpo κόλπα του. Υπάρχει κι ένα άλλο μυστηριώδες και μονίμως ατελείωτο τραγούδι, ο "Κύριος Yardbird" –από τότε μέχρι σήμερα μπορεί να έχω γράψει και 40 κουπλέ. Κάποια στιγμή πρέπει πάντως να μπουν κάπου, έστω ως bonus tracks, καθώς αποτελούν τη ρίζα. Ήμασταν τρελοί με τα μπλουζ και εκπλήσσομαι που ο Μανώλης εξακολουθεί να παίζει Reverend Gary Davis.

Από την άλλη, το "Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη" μας είναι ήδη γνώριμο ως "Στάχτη Του Ονείρου", από τον δίσκο του 2010 Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη. Τι υπαγόρευσε την εκδοχή που ακούμε στη Χαμένη Διαδρομή

Το "Κρατήσου Απ' Τη Στάχτη" είναι ένα τραγούδι που λατρεύει ο Καββαδίας, αλλά κι ένα τραγούδι-γέφυρα για μένα. Πιστεύω επίσης ότι τώρα ηχογραφήθηκε πιο σωστά. Πέρα από την πλάκα, εδώ παίζαμε το αγαπημένο σπαστό τέμπο των Coldplay 20 χρόνια πριν, όπως και στα "Αεροδρόμια". Μάλλον θέλαμε λοιπόν να το νιώσουμε ξανά αυτό.

Με βάση το νέο υλικό που φτιάξατε μαζί, πώς αποτιμάτε τα όσα κάνατε τότε και τα όσα, ίσως, θα μπορούσατε να έχετε κάνει, αν δεν είχατε διαλυθεί; Έγιναν τέτοιες συζητήσεις μεταξύ σας;

Κοίτα, στην πραγματικότητα είναι μια πολύ τρελή ιστορία αυτή των Υπνοβατών, γιατί διαλύθηκαν ακριβώς τη στιγμή που πήγαιναν ν' αγγίξουν το όνειρο μιας δισκογραφικής έκδοσης. Κι εκείνο το παρολίγον θαύμα, άφησε κι ένα τραύμα, πολύ ύπουλο. Η διάλυση η ίδια, πάντως, έγινε για τους συνηθισμένους λόγους: οι τρεις σπούδαζαν ναυτιλιακά –ο ένας έφυγε μάλιστα αμέσως στο εξωτερικό κι εκεί ζει εδώ και 20 πια χρόνια– εγώ πέρασα στο Πανεπιστήμιο Κομοτηνής, ο άλλος έψαχνε να βρει δουλειά, υπήρχε επιπλέον ο στρατός και τα προσωπικά του καθένα. 

Τυραννήθηκα πολύ με τη σκέψη του τι θα είχε γίνει αν δεν διαλύονταν τότε οι Υπνοβάτες, παρόλο που η ζωή μου και μεγάλο μέρος από τα τραγούδια μου παρέμειναν έκτοτε σταθερά προσανατολισμένα στον ηλεκτρισμό και στην παντοδύναμη ενέργεια του rock 'n' roll. Ο Καββαδίας, πάντως, που κι αυτός διατηρεί το δικό του αγγλόφωνο γκρουπ σήμερα (τους Black Circus), είναι κατηγορηματικός ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Γιατί όλοι μας είχαμε να διανύσουμε μια διαφορετική ρότα –εντός κι εκτός μουσικής– κι εγώ ειδικά δεν θα είχα γράψει γύρω από όλα τα είδη μουσικής που με απασχολούσε να μπολιάσω με το ελληνικό τραγούδι.

Δεν ξέρω... Αν και η πλατιά μάζα στην Ελλάδα ποτέ δεν αγάπησε αυτά τα ιδιώματα (ή παραμένει εντελώς άσχετη μαζί τους), εγώ ακόμα το σκέφτομαι.

Έφερε δηλαδή τριγμούς μεταξύ σας η δική σας δημιουργική συνειδητοποίηση υπέρ του ελληνικού στίχου; Ήταν παράγοντας διάλυσης, μαζί με όλα τα υπόλοιπα που πολύ τσεκουράτα έχετε περιγράψει ως «υποχρεωτική στράτευση, σπουδές και παρέμβαση γονέων, έλλειψη κουλτούρας και δημοφιλίας του ηλεκτρικού τραγουδιού στην Ελλάδα, προσωπικές περιπέτειες, περιπλάνηση και άγνοια κινδύνου, εθισμοί και ρίσκα και, κάτω από όλα, ανωριμότητα και κορίτσια»;

Όχι. Υπήρξε αιτία λογομαχιών στην αρχή, αλλά δεν ήταν στους λόγους της διάλυσης. Φαγωνόμασταν περισσότερο για την κατεύθυνση του ήχου και για τις ενορχηστρώσεις, όμως είχαμε πια μπει για τα καλά στο τριπ. Από τότε μάλιστα υπήρχε όχι μόνο το πρώτο μου τραγούδι που ηχογραφήθηκε ποτέ –το "Είμαι Ακόμα Ζωντανός" (Γιώργος Δημητριάδης & Μικροί Ήρωες)– αλλά και το αρχικό προσχέδιο του "Σα Να Μην Πέρασε Μια Μέρα", με το ραπάρισμα, με διαφορετικό ρεφρέν και με funky κουπλέ!

Με εσάς φοιτητή στην Κομοτηνή, σε εποχές δίχως ίντερνετ, πώς μπόρεσε και διατηρήθηκε το σχήμα; 

Ήταν μια τρέλα το Κομοτηνή-Αθήνα, για όσο το άντεξα. Ανεβοκατέβαινα με το ΚΤΕΛ, 12ωρα επί 12ώρων, ή με το αργό τρένο, 3 μπορεί και 4 φορές κάθε μήνα. Ε, και κλασικά, τηλέφωνα με μετρητές σε περίπτερα, σταθερό πιο μετά, «το άκουσες αυτό;», «βγήκε εκείνο», «αγόρασε το άλλο». 

Στο δισκάδικο του Θανάση Γκαϊφύλλια στην Κομοτηνή –ο οποίος μου στάθηκε σαν πατέρας– βρήκα τον παράδεισό μου. Και δεν το 'χε και σε τίποτα ο Θανάσης, να βάλει στο τέρμα μια καινούρια κυκλοφορία στις 10 το πρωί. Την αγάπησα την Κομοτηνή, πολύ. Εκεί αποφάσισα ότι θα αφιερωθώ οριστικά στη μουσική. Έγραφα από το πρωί ως το βράδυ και, μετά τη διάλυση των Υπνοβατών, έδωσα εκεί την πρώτη μου συναυλία και κυκλοφόρησα και τα δύο πρώτα μου κομμάτια. Στα οποία τραγουδούσα κιόλας, σε παραγωγή Γκαϊφύλλια.

Τα demo για τα οποία τόσο σκληρά δουλέψατε με τους Υπνοβάτες, έφτασαν εν τέλει στον Γρηγόρη τον Βάιο της Wipe Out; Και ποια ήταν η γνώμη του;

Ο Βάιος «ο ΨΥΧΟΡΟΚ» ήταν και είναι μια θρυλική φυσιογνωμία για εμένα. Ήταν φίλος του αδερφού μου, αλλά και όλων των παλιών μηχανόβιων της Πεντέλης: σύχναζαν στο Maze της Πανόρμου, όπως και στο 7 Plus 7 της Ηφαίστου. Λόγω και των εκπομπών του, κυρίως όμως λόγω της ηγετικής του φυσιογνωμίας, με είχε επηρεάσει πολύ. Δεν έχανε μάλιστα ευκαιρία να μου προτείνει τρελά πράγματα, ήδη απ' όταν ήμουν 14 χρονών. «Παρ'το και φύγε», μου έλεγε, με το βινύλιο να βρίσκεται σε αδιαφανή σακούλα, χωρίς καν να μπορώ να δω τι πληρώνω στο ταμείο! (γέλια) Ένα από τα αριστουργήματα που μου είχε δώσει ήταν και το Jacobites των Nikki Sudden & Dave Kusworth (1984).

Ενθουσιάστηκε λοιπόν όταν του είπα ότι έχουμε δικό μας γκαράζ στη Νέα Πεντέλη. Και, όταν άκουσε το δεύτερο demo μας (το βελτιωμένο), μου 'χε πει «κάντε άλλα 2 τραγούδια και το βγάζω». Τι παράσημο! Κι όμως, σε 2 μήνες από τότε, διαλυθήκαμε. Την πιο λάθος ώρα... Τα 2 έξτρα κομμάτια, που δεν άκουσε ποτέ ο Γρηγόρης, μπήκαν τώρα στη Χαμένη Διαδρομή.

Τι μέλλει γενέσθαι με τους Υπνοβάτες; Θα σας δούμε live μέσα στο 2017; Θα υπάρξει δισκογραφική συνέχεια; 

Έλα ντε... Θέλουμε πολύ κάποιο δεύτερο άλμπουμ κι εγώ και ο Καββαδίας, κάτι πολύ πιο απελευθερωμένο! (γέλια) Είναι η πηγή μας, δεν γίνεται αλλιώς. Ακόμα κι αν τότε τα ραδιόφωνα, αν μπορούσαν, θα είχαν καταργήσει και τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα μπασοτύμπανα. Comes a time, όμως, αυτό που λέμε εδώ για τον τροχό... 

Φυσικά και θα παίξουμε ζωντανά, κλαμπίστικα, καθώς θα χειμωνιάζει, όπως τότε –αν και ίσως κάνουμε και μια επετειακή συναυλία μόνο για Πεντελιώτες. Ήδη βέβαια έχω εντάξει τραγούδια των Υπνοβατών και στις δικές μου εμφανίσεις.



09 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Λειβαδάς & Υπνοβάτες - Χαμένη Διαδρομή [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τo 2017 στο άλμπουμ «Χαμένη Διαδρομή» του Κώστα Λειβαδά. Ο οποίος άφησε τότε, για λίγο, τη σόλο πορεία του ως τραγουδοποιός, ώστε να ξανασυναντήσει τους Υπνοβάτες: το συγκρότημα που είχε για μικρό διάστημα πίσω στις αρχές του 1990. 

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία, με τον Λειβαδά και τον Κώστα Καββαδία, προέρχεται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο στο πλαίσιο του σχετικού promo 


Χωράει μεγάλη συζήτηση, αλλά τα τελευταία (αρκετά) χρόνια, ενώ υποτίθεται ότι ακούμε πολύ ροκ, μένω σταθερά με την εντύπωση ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει –και σίγουρα όχι εντός συνόρων. Είναι παλιές σκέψεις αυτές, μου τις έφερε όμως ξανά ο νέος και παλιός μαζί δίσκος του Κώστα Λειβαδά. 

Ακούγεται παράδοξο αυτό το «νέος και παλιός μαζί» για όσους δεν γνωρίζουν το ιστορικό τούτης της Χαμένης Διαδρομής, αλλά είναι κυριολεκτικό: εδώ έχουμε 4 τραγούδια γραμμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν και ήταν ενεργοί οι Υπνοβάτες (με ατόφιες τις τότε ενορχηστρώσεις τους), συν 4 που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, όταν ο Λειβαδάς ξαναβρέθηκε με τους τότε συνοδοιπόρους Κώστα Καββαδία (κιθάρες και όχι μόνο), Μανώλη Ελισαίο (μπάσο) & Μάκη Πεκτζιλίκογλου (τύμπανα). 

Το ποιο είναι παλιό κομμάτι και ποιο καινούριο, τώρα, δεν ξεχωρίζει –τουλάχιστον όχι σε πρώτη ματιά. Κι αυτό το λέω για καλό, γιατί υπάρχει μια ενιαία αισθητική, καθώς και μια αίσθηση συνόλου, όπως και ροή, που σε κάνει να παίζεις τον δίσκο στο repeat δίχως να βαριέσαι. Είναι τέτοια η κατάσταση στο ελληνικό ρεπερτόριο σήμερα, ώστε εδώ θα μπορούσε να τελειώνει η παρούσα αποτίμηση χωρίς να χρειαστεί να προστεθούν περισσότερα. Αλλά ας επιμείνουμε λίγο ακόμα.

Η αισθητική των Υπνοβατών απηχεί τις ηλεκτρικές ανησυχίες της δεκαετίας του 1990 και, από μια τέτοια άποψη, ίσως ο δίσκος να ακουστεί «παλιός» σε νεότερα αυτιά, χαμένος σε αναζητήσεις οι οποίες έγιναν περιθωριακές όταν κατέπεσε το οικοδόμημα του «ελληνικού ροκ». Οι επιρροές τους, επίσης, είναι ευδιάκριτες, είτε για αμερικάνικα πράγματα μιλάμε, είτε για βρετανικά, είτε για τον Γιώργο Δημητριάδη και τους Μικρούς Ήρωες –γιατί, αν συγγενεύει με κάτι η Χαμένη Διαδρομή, είναι με το δικό τους δισκογραφικό ντεμπούτο Αφορμές Για Ανταρσία (1994), το οποίο βγήκε όταν περίπου διαλύονταν οι Υπνοβάτες: το τραγούδι "Τα Βλέπω Όλα" αποτελεί χαρακτηριστικό στιγμιότυπο.

Ωστόσο όλο το ζουμί βρίσκεται νομίζω σε αυτή την τύποις «αχίλλειο πτέρνα». Αφενός γιατί το καινούριο που μας σερβίρεται τα τελευταία χρόνια πολύ συχνά ανακατασκευάζει ηχητικούς κόσμους ακόμα παλαιότερους των 1990s, οπότε το επιχείρημα «παλιό» και «νέο» εξανεμίζεται –τουλάχιστον για όσους από μας δεν νοιαζόμαστε να παίξουμε παίγνια hype και coolness. Αφετέρου γιατί ο Λειβαδάς με τους Υπνοβάτες αποτυπώνονται γλαφυρότατα ως rockers, με έναν τρόπο που τόσες και τόσες μπάντες νέων παιδιών δεν έχουν καταφέρει, βραχυκυκλωμένες σε εναλλακτικές διαδρομές στις οποίες περισσεύει το στυλ μα χάνεται η ιδρωμένη διάσταση της rock 'n' roll υπόθεσης, όπως και η έξαψη που τη συνόδευσε ιστορικά καθώς διασυνδέθηκε με την αξία και τη σημασία της δήλωσης «είμαι νέος». 

Έτσι, τραγούδια όπως η "Χαμένη Διαδρομή", το "Πάνω Απ' Τη Διασταύρωση" ή το "Λες Να Μην Ξέρω" επαναφέρουν σε ένα χλιαρό indie παρόν τη διασύνδεση των ανοιχτών ενισχυτών με το ξεδίψασμα της εσώτερης πυρκαγιάς («ένα τραγούδι να διαλύσει την αντάρα»), με την απελπισία που μπορεί να συνοδεύει το γκρέμισμα κάποιων πρώτων συναισθηματικών σταθερών –μαθαίνοντάς μας the hard way την ικανότητα της ατέλειωτης ρόδας του χρόνου να μας σκορπά («συντρίμμια οι σκάλες που έφταναν στον ουρανό/παλεύουμε τώρα στο άγριο κενό»)– αλλά και με την αλήθεια της όποιας συνοικίας μπορεί να μας διαμορφώνει, γενόμενη στα μάτια μας «περιφέρεια μέσα στο περιθώριο».

Τη διασύνδεση, εν τέλει, εκείνου που τραγουδάς με αυτό που έχεις βιώσει και σε τσουρουφλάει. Και όχι με την πιστή αναπαραγωγή της όποιας φάσης μπορεί να θαύμασες ακούγοντας τον τάδε δίσκο ή ίσως βρήκες να θεωρείται cool σε ορισμένες γωνιές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. 



07 Δεκεμβρίου 2022

Νατάσσα Μποφίλιου - ανταπόκριση (2016)


Λες και δεν έχουμε μύρια σοβαρότερα προβλήματα σε αυτή την κοινωνία, ορισμένοι στα social media αποφάσισαν να σχολιάσουν πώς ντύνεται η Νατάσσα Μποφίλιου και γιατί βρίσκεται ταξίδι στο Λονδίνο, ενώ στις συνεντεύξεις αποκαλύπτεται ως Αριστερή. Ακόμα και η έγκυρη (πάλαι ποτέ, τώρα...) «Καθημερινή» ένιωσε την ανάγκη να σχολιάσει τα γεγονότα –αρκετά έξυπνα βέβαια ώστε να μην ταυτιστεί με τέτοιες συμπεριφορικές, μα ως πάτημα (τελικά) για έναν ακόμα γύρο στείρας πολιτικολογίας.  

Απίστευτες βλακείες, αν με ρωτάτε –εμένα που δεν είμαι καν με την Αριστερά. Πώς όμως το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκα να κάνω νέες ανασκαφές στο αρχείο μου, για να εντοπίσω τη Νατάσσα Μποφίλιου στον «Βοτανικό», τον Μάρτη του 2016. 

Περιπετειώδης βραδιά, αφού η δημοφιλής ερμηνεύτρια δεν βρέθηκε στην καλύτερή της μέρα (αρχικά, τουλάχιστον), ενώ εμένα δεν με είχαν στην είσοδο, στους καλεσμένους, παρότι μέσα με περίμενε τραπέζι. Ευτυχώς ήταν μαζί ο φίλος και συνοδοιπόρος (τότε) στα μουσικά Δημήτρης Μεντές, ευτυχώς εντόπισε τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε. Το τραπέζι το χάσαμε, αλλά βολευτήκαμε στο μπαρ –επρόκειτο για άτυχη παρεξήγηση κάπου στο σύστημα, που επιλύθηκε δυο μέρες μετά.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη. Η οποία, σημειωτέον, ήταν στη guest list! 


Υποθέτω ότι κομμάτι του να είσαι η Νατάσσα Μποφίλιου, αποτελεί και το να μπορείς να διαχειριστείς μια βραδιά στην οποία τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Δεν είναι εύκολο: η περίσταση ζωντανή, το πρόγραμμα έχει διάρκεια και όλο το άγχος πέφτει πάνω σου, καθώς είσαι η σταρ. Είναι όμως και «διαπιστευτήρια», συνάμα. Πρώτα-πρώτα του γιατί είσαι εσύ η σταρ και όχι κάποια άλλη. 

Παρά την έξοδο του τριημέρου της 25ης Μαρτίου, ο Βοτανικός ήταν γεμάτος. Και το νέο πρόγραμμα της Μποφίλιου είχε να προσφέρει εκπλήξεις, μα και συγκινήσεις. Ομολογώ ότι σε πρώτη ματιά η σκηνοθεσία του Άγγελου Τριανταφύλλου μου φάνηκε φτωχή· άλλαξα όμως άποψη παρακολουθώντας, βρίσκοντάς τη λειτουργική. Μπορεί τις περισσότερες διασυνδέσεις με το άτυπο αθηναϊκό concept του νέου δίσκου της Μποφίλιου να τις πέτυχαν τελικά οι βιντεοπροβολές του Χρήστου Γκίνη, πάντως η σκηνή έδωσε την αίσθηση δωματίου σε κάποιο ξενοδοχείο, κάτι που με κέρδισε. 

Όπως με κέρδισαν και οι ενορχηστρώσεις του Θέμη Καραμουρατίδη (σε συνεργασία με τον Άρη Ζέρβα, τον τσελίστα της μπάντας), που φάνηκε να εκπορεύονται από το καινούριο υλικό, μα να διαχέεονται και σε παλιότερα τραγούδια –με ευεργετικά αποτελέσματα, κυρίως ως προς τη χρήση πνευστών (τρομπέτα, σαξόφωνο, κλαρινέτο). Είδαμε επίσης υποδειγματικά φώτα (δουλειά του Χρήστου Προδρόμου), ενώ ακούσαμε και μια θαυμάσια ορχήστρα, από την οποία κανείς μεν δεν υστέρησε, μα είχαμε διακριθέντες: τον πολυοργανίστα Νίκο Μέρμηγκα σε λαούτο, λάφτα, μπουζούκι + μαντολίνο και τον ντράμερ Μανώλη Γιαννίκιο. 

Να σημειώσω εδώ πως η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος επιμένουν σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς στήνουν παραστάσεις όταν υπάρχει καινούριο υλικό, που πολύ μου αρέσει. Δεν προηγείται δηλαδή ο δίσκος και έπονται τα live, μα τα νέα τραγούδια λειτουργούν ως κορμός των συναυλιών και «κοινωνούνται» στον κόσμο, πριν οι στούντιο εκδοχές τους βρεθούν συσκευασμένες στο δισκοπωλείο. Είναι μια αντίληψη ριζωμένη στην αξία της σκηνής και στη ζωντανή επαφή με το κοινό, η οποία εμπεριέχει και το ρίσκο της: αν η εκάστοτε φρέσκια πρόταση είναι ασθενής, ενδέχεται όπως καταλαβαίνετε να συμπαρασύρει και τις εμφανίσεις. 

Εν προκειμένω, η Βαβέλ τούς βρίσκει νομίζω σε καλό μονοπάτι, καθώς ξαναπιάνουν κατά έναν τρόπο το νήμα των αρχικών τους δίσκων –εκείνων που τους ήθελαν να είναι νέοι, να κατοικούν στην Αθήνα των δικών μας καιρών και να γράφουν γι' αυτό. Πρόκειται για σημαντική παράμετρο, γιατί αρκετοί τους αγαπήσαμε ακριβώς για την ικανότητά τους να μιλάνε για κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα ορισμένοι να αποστασιοποιηθούν στη συνέχεια, όταν τα τραγούδια έγιναν κάπως πιο μεγαλίστικα κι απεμπόλησαν την ξεκάθαρη «τοπικότητά» τους.   


Σε πρώτη ακρόαση, βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι άκουσα κάτι το συναρπαστικό, ενώ σίγουρα άκουσα πράγματα που μου φάνηκαν άστοχα. Σαν εκείνο το τραγούδι με τον αετό, για παράδειγμα. Δεν ξέρω αν ήταν όντως το «χειρότερο» της νέας συγκομιδής ή αν το πρόσεξα πιο πολύ, λόγω της περίοπτης θέσης του, στην έναρξη του δεύτερου τμήματος του προγράμματος. Από την άλλη, η ίδια η "Βαβέλ", ένα τραγούδι με αθηναϊκό επίκεντρο –κι ένα ακόμα που ίσως να λέγεται "Αντιγόνη"– ήχησαν ως αξιόλογες καταθέσεις, που έμειναν στη μνήμη και μετά την παράσταση. Το πρώτο ειδικά προβλέπω να κάνει τη δική του καριέρα στα ραδιόφωνα, καθώς είναι αυτό που λέμε «πιασάρικο». 

Όμως, όταν πας «στη Νατάσσα Μποφίλιου», πας για να χαρείς πρώτα και κύρια τη Νατάσσα Μποφίλιου, όσο σημαντικές παράμετροι κι αν υπάρχουν από δίπλα. Και το Σάββατο η πρωταγωνίστρια δεν ήταν στην καλύτερή της μέρα. Έχω την αίσθηση ότι υπήρχε κάποιο ζήτημα με τον ήχο. Όχι με το τι ακούγαμε εμείς, εμείς ακούγαμε πολύ καλά και καθαρά τα πάντα –με το τι άκουγε αυτή. 

Αλλά το σημαντικότερο θέμα «έτρεχε» με το κοινό. Φίσκα μεν ο Βοτανικός, μα τσιγκούνης στις αντιδράσεις του ο κόσμος, ειδικά στο πρώτο μέρος. Στο δεύτερο πήρε μεν μπροστά και τον ακούσαμε ανά περιστάσεις (ειδικά σε αγαπητές επιτυχίες σαν το "Μέτρημα", το "Η Καρδιά Πονάει Όταν Ψηλώνει" ή το γκραν φινάλε με το "Εν Λευκώ"), αλλά και πάλι είχα την αίσθηση ότι ο ενθουσιασμός εντοπιζόταν περισσότερο στη «γαλαρία» (στα πίσω τραπέζια και σε εκείνα του εξώστη), παρά στα τραπέζια έμπροσθεν της Μποφίλιου. Μη βιαστείτε τώρα να πείτε «την ψωνάρα»: δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία τραγουδίστρια που χρειάζεται να υπάρχει ένα δούναι και λαβείν, προκειμένου να λειτουργήσει πάνω στη σκηνή.

Το αποτέλεσμα ήταν στο πρώτο μέρος του προγράμματος να τη φοράνε οι στίχοι, αντί να τους φοράει: η φωνάρα της ήταν εκεί, σωστή, λαμπερή, εντυπωσιακή, μα οι λέξεις έπεφταν και θρυμματίζονταν. Σαν να μη μπορούσε να τους δώσει συναισθηματικό βάρος. Και πάλι, βέβαια, την ευχαριστιόσουν ακόμα κι έτσι, πέτυχε μάλιστα να πει ωραία το "Ξύπνα Αγάπη Μου" της Τζένης Βάνου. Όμως την έχω δει πια κάμποσες φορές και γινόταν αισθητό ότι κάτι έλειπε. Αλλά στο δεύτερο μέρος η Μποφίλιου μπήκε αποφασισμένη να τουμπάρει την κατάσταση. Με διαφορετικό φόρεμα, μα και με διαφορετικό αέρα, ανάγκασε το κοινό να ξυπνήσει κι έπιασε ανά σημεία επιδόσεις στις οποίες –κακά τα ψέματα τώρα– δεν μπορεί να φτάσει άλλη γυναικεία φωνή της δικής της φουρνιάς. Έτσι, η τελική γεύση ήταν αυτή της ικανοποίησης. Κι αποτελεί credit κάτι τέτοιο για την καλλιτεχνική της περσόνα, για να ξαναπιάσω κι όσα έλεγα στην αρχή: γιατί, μέρος του να είσαι σταρ, είναι και να μπορείς να «γυρνάς το παιχνίδι», όταν βρίσκεσαι να χάνεις στο ημίχρονο. 

Φεύγοντας, λέγαμε με τον Δημήτρη Μεντέ κάτι με το οποίο αρμόζει να κλείσω αυτή την ανταπόκριση, από την άποψη ότι θα έπρεπε να βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των συζητήσεων που γίνονται για τη Μποφίλιου, τον  Καραμουρατίδη και τον Ευαγγελάτο. Οι οποίοι εισπράττουν μεγάλη αγάπη, μα και μεγάλη γκρίνια (έως και δριμύτατα «κατηγορώ») εντός και εκτός των έντεχνων τειχών, για το τι είπαν, πώς το είπαν, τι γράφουν, για ποιον το γράφουν (εσχάτως), τι τραγουδάνε. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές διαβαθμίσεις σε όλα τούτα –και φθόνο σκέτο θα βρείτε και αλήθειες– μα εν τέλει ελάχιστοι συζητούν για τα ουσιώδη: ότι είναι νέοι άνθρωποι και μπορούν να στήσουν ένα μεγάλο, μαζικό πρόγραμμα με τα δικά τους τραγούδια, χωρίς να το γεμίζουν με του κόσμου τις διασκευές. Σκεφτείτε το λίγο, πέρα από την ...κολοκυθόπιτα του τι γουστάρει ο καθένας μας να ακούει σπίτι του. 



05 Δεκεμβρίου 2022

StarWound - συνέντευξη (2016)


Μια συνέντευξη από τον Σεπτέμβριο του 2016 με το εγχώριο συγκρότημα StarWound, σε ένα μεταίχμιο της πορείας τους, αφού ήταν έτοιμοι, τότε, για την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της μπάντας


Έχετε έναν ήχο στον οποίον ανακατεύονται κάμποσα πράγματα. Πώς προκύπτουν οι ισορροπίες του, όταν δουλεύετε μαζί;

Είμαστε 5 άτομα με διαφορετικές μουσικές και αισθητικές καταβολές και ο ήχος μας προκύπτει από αυτήν ακριβώς την ένωση. Δεν έχει χρειαστεί να «κρατήσουμε» ισορροπίες μέχρι στιγμής. Όταν κάποιος από μας φέρνει μια ιδέα, πέφτουν πολλές διαφορετικές απόψεις στο τραπέζι και τελικά κρατάμε πάντα εκείνες που λειτουργούν καλύτερα για το συγκεκριμένο κομμάτι. 

Γι’ αυτό και κάποια τραγούδια έχουν πιο ροκ ήχο, ενώ άλλα διαθέτουν πιο ευδιάκριτα τζαζ ή και progressive στοιχεία. Υπάρχει σε όλα μια θεατρικότητα, πάντως, που παραπέμπει στο καμπαρέ και χαρακτηρίζει συνολικά τον ήχο μας.

Πώς φτάσατε στην ονομασία StarWound; Σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για σας η σύνθετη αυτή λέξη;  

Ψάχνοντας για το όνομα της μπάντας πέσαμε πάνω στη φράση «star wound», η οποία περιγράφει το σημάδι που αφήνει η πτώση ενός μετεωρίτη πάνω στη Γη. Πιο ποιητικά, είναι η πληγή που προκαλεί η πτώση ενός άστρου… Έχει έναν σκληρό λυρισμό η φράση αυτή και μας φάνηκε ότι ταίριαζε αρκετά στη μουσική μας. 

Πρωτοφανήκατε στο Faust το 2012, με την παράσταση «Talking About A Revolution». Και τότε, πράγματι, η πολιτική πρωταγωνιστούσε στον δημόσιο βίο, καθώς βιώναμε με άγριο τρόπο τις συνθήκες της Κρίσης. Θα έστεκε σήμερα μια τέτοια παράσταση, 4 μόλις χρόνια μετά, μα με πολλούς να αδιαφορούν πλέον για τα πολιτικά; 

Μια παράσταση με τέτοια θεματική θα είναι πάντα επίκαιρη. Άλλωστε, αυτό που είχαμε κάνει τότε ήταν να χρησιμοποιήσουμε διαχρονικά σύμβολα όπως οι Sacco και Vanzetti και να τα παραλληλίσουμε με τα βιώματα του σήμερα. Θέλαμε να βάλουμε τον κόσμο να σκεφτεί. 

Συγχέουμε την πολιτική σκέψη με την πολιτική κουβέντα… Τότε ο κόσμος απλά γκρίνιαζε, τώρα –όντας ακόμα πιο εγκλωβισμένος– έχει πάθει καθίζηση. Αλλά, τελικά, έχουμε σκεφτεί πραγματικά τι μας συμβαίνει και ποια είναι η ευθύνη μας σε αυτό; Τέτοια ερωτήματα προσπαθούμε να απαντήσουμε και οι ίδιοι στον εαυτό μας, μέσα από τα τραγούδια μας.  

Τι χρειάστηκε να αλλάξει στον τρόπο με τον οποίον γράφατε και στήνατε συναυλίες, όταν κατόπιν μπήκε ο ντράμερ Ηλίας Καραχάλιος στη σύνθεσή σας (2013); 

Η ενσωμάτωση του Ηλία στη μπάντα εμπλούτισε πάρα πολύ τον ήχο μας, αλλά και το δυναμικό μας σε επίπεδο σύνθεσης. Ο Ηλίας δεν είναι ένας απλός ντράμερ. Συνθέτει υπέροχα κομμάτια και συμμετέχει πολύ ενεργά στην ενορχήστρωση. Το γεγονός ότι από 4 γίναμε 5 μας επηρέασε πρακτικά μόνο στο ότι χρειαζόμαστε λίγο μεγαλύτερες σκηνές για να παίξουμε!

Πώς «συμβιβάζετε» αλήθεια τον λυρισμό που σας διακατέχει δημιουργικά με τον ρεαλισμό ο οποίος σας εμπνέει; 

Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση… Έχει να κάνει με το άτομο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να ξεφεύγουν και να κρύβονται από όλο αυτό που συμβαίνει. Θεωρείς τυχαίο που έχουν έξαρση τόσα είδη «διασκεδαστικής» μουσικής; 

Εμείς, πάλι, έχουμε ανοιχτούς πόρους: μας κατακλύζουν όσα συμβαίνουν και απλά προσπαθούμε να συνδιαλλαχθούμε μαζί τους. Ο λυρισμός μας έχει να κάνει ακριβώς με τις ευαισθησίες που έχουμε σαν άτομα. Ο ρεαλισμός έχει να κάνει με την κοινωνική σκληρότητα την οποία βιώνουμε. Ο μεσάζοντας, τελικά, είναι τα ίδια μας τα τραγούδια. Αυτό δηλαδή που θέλουμε να κάνουν τα τραγούδια μας στο κοινό, έχουμε φροντίσει να το κάνουν πρώτα σε εμάς.     

Η αγγλική γλώσσα την οποία χρησιμοποιείτε, δεν αμβλύνει το «μήνυμα» των στίχων; Σκεφτήκατε ποτέ να έχετε κάποια έστω κομμάτια του πρώτου σας δίσκου Miles To Walk (2015) στα ελληνικά, με δεδομένο ότι σας απασχολεί και η κοινωνική κριτική;

Ο αγγλικός στίχος ήταν κάτι που προέκυψε… Στις πρώτες μας συνθετικές  απόπειρες θεωρήσαμε πως η αγγλική γλώσσα ταιριάζει καλύτερα από άποψη αισθητικής στη μουσική την οποία θέλαμε να δημιουργήσουμε. 

Σαφέστατα ο αγγλικός στίχος στην Ελλάδα δυσκολεύει κάπως τα πράγματα, αφού οι στίχοι μπαίνουν ίσως σε δεύτερη μοίρα –παρότι για μας είναι ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας μας. Ωστόσο είχαμε εξαρχής τη διάθεση να «ανοίξουμε» τη μουσική μας και σε ένα διεθνές κοινό, κάτι που διευκολύνεται πολύ έτσι. 

Το "Buy Me" το άκουσα αρκετά στο ραδιόφωνο, τι σήμανε όμως για σας αυτό το airplay ως προς τα πρακτικά; Φτιάχτηκε π.χ. ένας συμπαγής πυρήνας κοινού; Έγινε πιο εύκολο να κλείνετε συναυλίες;

Δεν το νιώθεις στην καθημερινότητά σου, υπάρχουν όμως εκείνες οι στιγμές που σου δείχνουν τι έχει συμβεί –όπως για παράδειγμα όταν αρχίζουν να πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα στις εμφανίσεις σου ή όταν αρχίζουν αυτά τα πρόσωπα να τραγουδούν τη μουσική σου. 

Ναι, έχει διευκολυνθεί το κομμάτι της εξωτερίκευσης της μπάντας. Είναι πιο εύκολο να επικοινωνείς με κάποιον υπεύθυνο για τη δουλειά σου και την ώρα που ξεκινάς να μιλήσεις για αυτήν, εκείνος να σε διακόπτει λέγοντας απλά «σας έχω ακούσει»…

Τι θα παρουσιάσετε στο ΙΛΙΟΝ plus στις 6 του Οκτώβρη; Και τι περιλαμβάνουν αυτή τη στιγμή τα σχέδιά σας για το υπόλοιπο 2016;

Στις 6 Οκτωβρίου θα είναι το πρώτο live της νέας σεζόν τόσο για μας, όσο και για το ΙΛΙΟΝ plus! Θα είναι ένα ανανεωμένο live. Εκτός από κομμάτια του Miles To Walk και κάποιες αγαπημένες διασκευές, θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά δύο καινούριες  μας συνθέσεις. 

Σημαντική αλλαγή θα έχει επίσης και η σύνθεση της μπάντας: μαζί μας θα βρίσκεται ο μπασίστας Γιώργος Κοκκινάρης, ο οποίος θα αντικαταστήσει για έναν περίπου χρόνο τον μόνιμο μπασίστα μας Γιάννη Σταυρόπουλο, καθώς ο τελευταίος θα λείψει για ένα διάστημα στο εξωτερικό, για επαγγελματικούς λόγους.

Τα σχέδιά μας για τη σεζόν 2016-2017 περιλαμβάνουν αρκετές εμφανίσεις στην Αθήνα και στην επαρχία κι επίσης την προετοιμασία της πρώτης μας ευρωπαϊκής περιοδείας! Την Άνοιξη του ’17, λοιπόν, σκοπεύουμε να βρεθούμε με τη μουσική μας σε Βέλγιο, Γαλλία και Αγγλία.



04 Δεκεμβρίου 2022

Η Ανθρώπινη Φωνή - ανταπόκριση όπερας (2019)


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση με διαχρονική ίντριγκα. Γι' αυτό και δεν με εξέπληξε που είδα και την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine) στο πρόγραμμα της φετινής θεατρικής σεζόν, η οποία ανεβαίνει στο θέατρο «Μικρό Χορν» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χωριατάκη, με πρωταγωνίστρια τη Λουκία Μιχαλοπούλου.

Άλλωστε ως θεατρικό μονόπρακτο την έγραψε στα 1928 ο Ζαν Κοκτό. Εμένα όμως με έκανε να θυμηθώ ότι την είδα σαν όπερα πίσω στον Γενάρη του 2019, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής –στη μεταγραφή που έκανε στα 1958 ο Γάλλος συνθέτης Francis Poulenc. Στο μεταξύ, μάλιστα, μεσολάβησε και μια κινηματογραφική βερσιόν (1948).

Είχα ενστάσεις για ό,τι είδα, μα η πρωταγωνίστρια Έλενα Κελεσίδη άξιζε το χειροκρότημα, για τη θεατρική και τραγουδιστική της υπερ-προσπάθεια. Ένα κείμενο για την παράσταση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που παραχωρήθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Δημήτρη Σακαλάκη


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση που δεν θα πάψει ποτέ να ιντριγκάρει την Ανθρωπότητα. Κάτι που μάλλον εξηγεί και την προσέλευση στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine), η οποία καταγράφηκε λίαν ικανοποιητική, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη παράσταση για την όπερα του Francis Poulenc. Οι προσδοκίες, αρκετές· στο φινάλε, ωστόσο, αν κι έχεις πράγματι αρκετά να χειροκροτήσεις, μένεις να σκέφτεσαι όχι το αν σου άρεσε, μα το πόσο σου άρεσε. 

Μέρος του προβληματισμού ίσως οφείλεται στο ότι η «Ανθρώπινη Φωνή» γράφτηκε ως θεατρικό μονόπρακτο (1928), για να γίνει όπερα 30 χρόνια αργότερα (1958) κι ενώ στο μεταξύ (1948) είχε μεσολαβήσει μια κινηματογραφική βερσιόν –από τον Roberto Rossellini. Δεν είναι αυτονόητη η σύνδεση των μέσων αυτών: σε κάθε περίπτωση κάτι χάνεις, κερδίζοντάς το βέβαια αλλού. Ενδέχεται λοιπόν η «Ανθρώπινη Φωνή» να παραμένει στο φόρτε της πάνω στο θεατρικό σανίδι, παρά στα χείλη μιας σοπράνο. Αν και ο ίδιος ο δημιουργός της, ο Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau), δήλωσε ενθουσιασμένος με την όπερα του Poulenc βλέποντας την πρεμιέρα του 1958 με τη Denise Duval, θεωρώντας τη ως την πληρέστερη μεταφορά των όσων είχε γράψει. 

Ο διάβολος ίσως κρύβεται στις λεπτομέρειες. Στην Εναλλακτική Σκηνή ο Παναγής Παγουλάτος διάλεξε λιτή σκηνοθεσία, με ένα μεγάλο κρεβάτι στο μέσον (με τη φιγούρα του συνομιλητή να βρίσκεται ξαπλωμένη εκεί, ένα ωραίο εύρημα, το οποίο καθιστούσε νοερώς απτή την απούσα παρουσία του), πάνω και γύρω από το οποίο διαδραματιζόταν όλη η δράση, αφού η πρωταγωνίστρια απεικονίζεται κλεισμένη στο δωμάτιό της, κρεμασμένη πάνω από το τηλέφωνο. 

Λειτουργικά πράγματα, που έγιναν ακόμα πιο λειτουργικά χάρη στους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα. Όμως η εποχή ήθελε τηλέφωνο με καντράν και συνδιαλέξεις μέσω κέντρου. Δεν μπόρεσα λοιπόν σε κάποιο σημείο να μη σκεφτώ τι καλώδιο είχε τέλος πάντων εκείνο το τηλέφωνο του 1928 ή 1958, ώστε να επιτρέπει στην Έλενα Κελεσίδη να κάνει τόσο μεγάλα πέρα-δώθε. Ήταν βέβαια μια λεπτομέρεια, η οποία δεν χάλασε κάτι από τη δύναμη αυτής της συσκευής να αποτελεί τελευταίο οχυρό στις καταρρέουσες συναισθηματικές άμυνες μιας γυναίκας που νιώθει να τα χάνει όλα. Ήταν όμως μια επίμονη λεπτομέρεια. 


Η Σοφία Ταμβακοπούλου υλοποίησε εντωμεταξύ το μελωδικό μέρος της παράστασης, καθισμένη στο πιάνο στην αριστερή (για τους θεατές) άκρη της σκηνής. Αν και το αρχικό έργο προβλέπει πλήρη συμφωνική ορχήστρα με μειωμένες δραστηριότητες, υπηρέτησε με σαφήνεια το όραμα του Poulenc για μία όπερα χωρίς πολλή οργανική συνοδεία, αποδίδοντας σωστά όλους τους χρωματισμούς με τους οποίους καλείται η μουσική να υπερτονίσει την ψυχολογική διάθεση και της μεταπτώσεις της ηρωίδας. Δεν παύει βέβαια να λείπει κάτι σε μια τέτοια εκδοχή, καθώς ο Poulenc έγραψε και για όργανα τα οποία δεν αναπληρώνονται ούτε από το μεγαλείο του πιάνου.

Η Έλενα Κελεσίδη χειροκροτήθηκε δίκαια στο τέλος, για μια θεατρική και τραγουδιστική υπερ-προσπάθεια, η οποία είχε όντως κάμποσες δυνατές στιγμές: συνάρπασε όταν μίλαγε για τον καθρέφτη όπου κοιτάχτηκε, αντικρίζοντας μια γριά, όταν έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα ανάμεσα στα ερωτικά γράμματα του επί 5 χρόνια συντρόφου της (ο οποίος πλέον την εγκατέλειπε για μια άλλη γυναίκα) ή τότε που απηύδισε επειδή η τελευταία επαφή γινόταν μέσω μιας συσκευής, αναγνωρίζοντας παράλληλα το καλώδιό της ως τον μόνο πια συνδετικό κρίκο με τον κόσμο του παρελθόντος. Ο Κοκτώ υπήρξε άλλωστε πραγματικός μάστορας στο πώς ανέδειξε το τηλέφωνο (νέο, τότε, στις ζωές των ανθρώπων) σε πρωταγωνιστική φιγούρα του έργου του. 

Ωστόσο κάπου έλειψε η φυσικότητα από την απόδοση της Κελεσίδη, η οποία είχε βέβαια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός ρόλου που έγινε σχεδόν μυθικός χάρη στην προαναφερθείσα Denise Duval, αλλά και αργότερα, λόγω της Anna Magnani, της Ingrid Bergman, της Simone Signoret ή και της Έλλης Λαμπέτη, για να μπει κι ένα παράδειγμα στο οποίο υπάρχει αμεσότερη εγχώρια πρόσβαση. Κάπου δηλαδή οι αστραπιαίες μεταπτώσεις της διάθεσης, ακόμα και ο εξομολογητικός τόνος που κυριαρχεί προς το τέλος –όταν τελειώνουν τα βολικά ψέματα τα οποία μπορείς να πεις μέσω τηλεφώνου σε κάποιον που δεν σε βλέπει– έμειναν στο καλοπροβαρισμένο εκ μέρους της καταξιωμένης σοπράνο· και οι συνθήκες απαιτούσαν νομίζω κάτι λιγότερο σχεδιασμένο. Απαιτούσαν δηλαδή εκείνα τα αλλεπάλληλα, απελπισμένα «εμπρός!» να μην ακούγονται απλώς νευρωτικά, μα και πηγαία.   

Πάντως, παρά τα όσα φαντάζεσαι ότι μπορούσαν να γίνουν καλύτερα, η παράσταση παραμένει αξιοσημείωτη και ενδιαφέρουσα, όντας γερό δείγμα και των δυνατοτήτων που υπάρχουν στο σημερινό εγχώριο δυναμικό, αλλά και της επαφής τους με έργα πιο μοντέρνα σε σύγκριση με ό,τι περιλαμβάνει το συνηθισμένο «μενού», όταν μιλάμε για όπερα.