05 Δεκεμβρίου 2022

StarWound - συνέντευξη (2016)


Μια συνέντευξη από τον Σεπτέμβριο του 2016 με το εγχώριο συγκρότημα StarWound, σε ένα μεταίχμιο της πορείας τους, αφού ήταν έτοιμοι, τότε, για την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της μπάντας


Έχετε έναν ήχο στον οποίον ανακατεύονται κάμποσα πράγματα. Πώς προκύπτουν οι ισορροπίες του, όταν δουλεύετε μαζί;

Είμαστε 5 άτομα με διαφορετικές μουσικές και αισθητικές καταβολές και ο ήχος μας προκύπτει από αυτήν ακριβώς την ένωση. Δεν έχει χρειαστεί να «κρατήσουμε» ισορροπίες μέχρι στιγμής. Όταν κάποιος από μας φέρνει μια ιδέα, πέφτουν πολλές διαφορετικές απόψεις στο τραπέζι και τελικά κρατάμε πάντα εκείνες που λειτουργούν καλύτερα για το συγκεκριμένο κομμάτι. 

Γι’ αυτό και κάποια τραγούδια έχουν πιο ροκ ήχο, ενώ άλλα διαθέτουν πιο ευδιάκριτα τζαζ ή και progressive στοιχεία. Υπάρχει σε όλα μια θεατρικότητα, πάντως, που παραπέμπει στο καμπαρέ και χαρακτηρίζει συνολικά τον ήχο μας.

Πώς φτάσατε στην ονομασία StarWound; Σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για σας η σύνθετη αυτή λέξη;  

Ψάχνοντας για το όνομα της μπάντας πέσαμε πάνω στη φράση «star wound», η οποία περιγράφει το σημάδι που αφήνει η πτώση ενός μετεωρίτη πάνω στη Γη. Πιο ποιητικά, είναι η πληγή που προκαλεί η πτώση ενός άστρου… Έχει έναν σκληρό λυρισμό η φράση αυτή και μας φάνηκε ότι ταίριαζε αρκετά στη μουσική μας. 

Πρωτοφανήκατε στο Faust το 2012, με την παράσταση «Talking About A Revolution». Και τότε, πράγματι, η πολιτική πρωταγωνιστούσε στον δημόσιο βίο, καθώς βιώναμε με άγριο τρόπο τις συνθήκες της Κρίσης. Θα έστεκε σήμερα μια τέτοια παράσταση, 4 μόλις χρόνια μετά, μα με πολλούς να αδιαφορούν πλέον για τα πολιτικά; 

Μια παράσταση με τέτοια θεματική θα είναι πάντα επίκαιρη. Άλλωστε, αυτό που είχαμε κάνει τότε ήταν να χρησιμοποιήσουμε διαχρονικά σύμβολα όπως οι Sacco και Vanzetti και να τα παραλληλίσουμε με τα βιώματα του σήμερα. Θέλαμε να βάλουμε τον κόσμο να σκεφτεί. 

Συγχέουμε την πολιτική σκέψη με την πολιτική κουβέντα… Τότε ο κόσμος απλά γκρίνιαζε, τώρα –όντας ακόμα πιο εγκλωβισμένος– έχει πάθει καθίζηση. Αλλά, τελικά, έχουμε σκεφτεί πραγματικά τι μας συμβαίνει και ποια είναι η ευθύνη μας σε αυτό; Τέτοια ερωτήματα προσπαθούμε να απαντήσουμε και οι ίδιοι στον εαυτό μας, μέσα από τα τραγούδια μας.  

Τι χρειάστηκε να αλλάξει στον τρόπο με τον οποίον γράφατε και στήνατε συναυλίες, όταν κατόπιν μπήκε ο ντράμερ Ηλίας Καραχάλιος στη σύνθεσή σας (2013); 

Η ενσωμάτωση του Ηλία στη μπάντα εμπλούτισε πάρα πολύ τον ήχο μας, αλλά και το δυναμικό μας σε επίπεδο σύνθεσης. Ο Ηλίας δεν είναι ένας απλός ντράμερ. Συνθέτει υπέροχα κομμάτια και συμμετέχει πολύ ενεργά στην ενορχήστρωση. Το γεγονός ότι από 4 γίναμε 5 μας επηρέασε πρακτικά μόνο στο ότι χρειαζόμαστε λίγο μεγαλύτερες σκηνές για να παίξουμε!

Πώς «συμβιβάζετε» αλήθεια τον λυρισμό που σας διακατέχει δημιουργικά με τον ρεαλισμό ο οποίος σας εμπνέει; 

Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση… Έχει να κάνει με το άτομο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να ξεφεύγουν και να κρύβονται από όλο αυτό που συμβαίνει. Θεωρείς τυχαίο που έχουν έξαρση τόσα είδη «διασκεδαστικής» μουσικής; 

Εμείς, πάλι, έχουμε ανοιχτούς πόρους: μας κατακλύζουν όσα συμβαίνουν και απλά προσπαθούμε να συνδιαλλαχθούμε μαζί τους. Ο λυρισμός μας έχει να κάνει ακριβώς με τις ευαισθησίες που έχουμε σαν άτομα. Ο ρεαλισμός έχει να κάνει με την κοινωνική σκληρότητα την οποία βιώνουμε. Ο μεσάζοντας, τελικά, είναι τα ίδια μας τα τραγούδια. Αυτό δηλαδή που θέλουμε να κάνουν τα τραγούδια μας στο κοινό, έχουμε φροντίσει να το κάνουν πρώτα σε εμάς.     

Η αγγλική γλώσσα την οποία χρησιμοποιείτε, δεν αμβλύνει το «μήνυμα» των στίχων; Σκεφτήκατε ποτέ να έχετε κάποια έστω κομμάτια του πρώτου σας δίσκου Miles To Walk (2015) στα ελληνικά, με δεδομένο ότι σας απασχολεί και η κοινωνική κριτική;

Ο αγγλικός στίχος ήταν κάτι που προέκυψε… Στις πρώτες μας συνθετικές  απόπειρες θεωρήσαμε πως η αγγλική γλώσσα ταιριάζει καλύτερα από άποψη αισθητικής στη μουσική την οποία θέλαμε να δημιουργήσουμε. 

Σαφέστατα ο αγγλικός στίχος στην Ελλάδα δυσκολεύει κάπως τα πράγματα, αφού οι στίχοι μπαίνουν ίσως σε δεύτερη μοίρα –παρότι για μας είναι ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας μας. Ωστόσο είχαμε εξαρχής τη διάθεση να «ανοίξουμε» τη μουσική μας και σε ένα διεθνές κοινό, κάτι που διευκολύνεται πολύ έτσι. 

Το "Buy Me" το άκουσα αρκετά στο ραδιόφωνο, τι σήμανε όμως για σας αυτό το airplay ως προς τα πρακτικά; Φτιάχτηκε π.χ. ένας συμπαγής πυρήνας κοινού; Έγινε πιο εύκολο να κλείνετε συναυλίες;

Δεν το νιώθεις στην καθημερινότητά σου, υπάρχουν όμως εκείνες οι στιγμές που σου δείχνουν τι έχει συμβεί –όπως για παράδειγμα όταν αρχίζουν να πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα στις εμφανίσεις σου ή όταν αρχίζουν αυτά τα πρόσωπα να τραγουδούν τη μουσική σου. 

Ναι, έχει διευκολυνθεί το κομμάτι της εξωτερίκευσης της μπάντας. Είναι πιο εύκολο να επικοινωνείς με κάποιον υπεύθυνο για τη δουλειά σου και την ώρα που ξεκινάς να μιλήσεις για αυτήν, εκείνος να σε διακόπτει λέγοντας απλά «σας έχω ακούσει»…

Τι θα παρουσιάσετε στο ΙΛΙΟΝ plus στις 6 του Οκτώβρη; Και τι περιλαμβάνουν αυτή τη στιγμή τα σχέδιά σας για το υπόλοιπο 2016;

Στις 6 Οκτωβρίου θα είναι το πρώτο live της νέας σεζόν τόσο για μας, όσο και για το ΙΛΙΟΝ plus! Θα είναι ένα ανανεωμένο live. Εκτός από κομμάτια του Miles To Walk και κάποιες αγαπημένες διασκευές, θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά δύο καινούριες  μας συνθέσεις. 

Σημαντική αλλαγή θα έχει επίσης και η σύνθεση της μπάντας: μαζί μας θα βρίσκεται ο μπασίστας Γιώργος Κοκκινάρης, ο οποίος θα αντικαταστήσει για έναν περίπου χρόνο τον μόνιμο μπασίστα μας Γιάννη Σταυρόπουλο, καθώς ο τελευταίος θα λείψει για ένα διάστημα στο εξωτερικό, για επαγγελματικούς λόγους.

Τα σχέδιά μας για τη σεζόν 2016-2017 περιλαμβάνουν αρκετές εμφανίσεις στην Αθήνα και στην επαρχία κι επίσης την προετοιμασία της πρώτης μας ευρωπαϊκής περιοδείας! Την Άνοιξη του ’17, λοιπόν, σκοπεύουμε να βρεθούμε με τη μουσική μας σε Βέλγιο, Γαλλία και Αγγλία.



04 Δεκεμβρίου 2022

Η Ανθρώπινη Φωνή - ανταπόκριση όπερας (2019)


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση με διαχρονική ίντριγκα. Γι' αυτό και δεν με εξέπληξε που είδα και την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine) στο πρόγραμμα της φετινής θεατρικής σεζόν, η οποία ανεβαίνει στο θέατρο «Μικρό Χορν» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χωριατάκη, με πρωταγωνίστρια τη Λουκία Μιχαλοπούλου.

Άλλωστε ως θεατρικό μονόπρακτο την έγραψε στα 1928 ο Ζαν Κοκτό. Εμένα όμως με έκανε να θυμηθώ ότι την είδα σαν όπερα πίσω στον Γενάρη του 2019, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής –στη μεταγραφή που έκανε στα 1958 ο Γάλλος συνθέτης Francis Poulenc. Στο μεταξύ, μάλιστα, μεσολάβησε και μια κινηματογραφική βερσιόν (1948).

Είχα ενστάσεις για ό,τι είδα, μα η πρωταγωνίστρια Έλενα Κελεσίδη άξιζε το χειροκρότημα, για τη θεατρική και τραγουδιστική της υπερ-προσπάθεια. Ένα κείμενο για την παράσταση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που παραχωρήθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Δημήτρη Σακαλάκη


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση που δεν θα πάψει ποτέ να ιντριγκάρει την Ανθρωπότητα. Κάτι που μάλλον εξηγεί και την προσέλευση στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine), η οποία καταγράφηκε λίαν ικανοποιητική, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη παράσταση για την όπερα του Francis Poulenc. Οι προσδοκίες, αρκετές· στο φινάλε, ωστόσο, αν κι έχεις πράγματι αρκετά να χειροκροτήσεις, μένεις να σκέφτεσαι όχι το αν σου άρεσε, μα το πόσο σου άρεσε. 

Μέρος του προβληματισμού ίσως οφείλεται στο ότι η «Ανθρώπινη Φωνή» γράφτηκε ως θεατρικό μονόπρακτο (1928), για να γίνει όπερα 30 χρόνια αργότερα (1958) κι ενώ στο μεταξύ (1948) είχε μεσολαβήσει μια κινηματογραφική βερσιόν –από τον Roberto Rossellini. Δεν είναι αυτονόητη η σύνδεση των μέσων αυτών: σε κάθε περίπτωση κάτι χάνεις, κερδίζοντάς το βέβαια αλλού. Ενδέχεται λοιπόν η «Ανθρώπινη Φωνή» να παραμένει στο φόρτε της πάνω στο θεατρικό σανίδι, παρά στα χείλη μιας σοπράνο. Αν και ο ίδιος ο δημιουργός της, ο Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau), δήλωσε ενθουσιασμένος με την όπερα του Poulenc βλέποντας την πρεμιέρα του 1958 με τη Denise Duval, θεωρώντας τη ως την πληρέστερη μεταφορά των όσων είχε γράψει. 

Ο διάβολος ίσως κρύβεται στις λεπτομέρειες. Στην Εναλλακτική Σκηνή ο Παναγής Παγουλάτος διάλεξε λιτή σκηνοθεσία, με ένα μεγάλο κρεβάτι στο μέσον (με τη φιγούρα του συνομιλητή να βρίσκεται ξαπλωμένη εκεί, ένα ωραίο εύρημα, το οποίο καθιστούσε νοερώς απτή την απούσα παρουσία του), πάνω και γύρω από το οποίο διαδραματιζόταν όλη η δράση, αφού η πρωταγωνίστρια απεικονίζεται κλεισμένη στο δωμάτιό της, κρεμασμένη πάνω από το τηλέφωνο. 

Λειτουργικά πράγματα, που έγιναν ακόμα πιο λειτουργικά χάρη στους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα. Όμως η εποχή ήθελε τηλέφωνο με καντράν και συνδιαλέξεις μέσω κέντρου. Δεν μπόρεσα λοιπόν σε κάποιο σημείο να μη σκεφτώ τι καλώδιο είχε τέλος πάντων εκείνο το τηλέφωνο του 1928 ή 1958, ώστε να επιτρέπει στην Έλενα Κελεσίδη να κάνει τόσο μεγάλα πέρα-δώθε. Ήταν βέβαια μια λεπτομέρεια, η οποία δεν χάλασε κάτι από τη δύναμη αυτής της συσκευής να αποτελεί τελευταίο οχυρό στις καταρρέουσες συναισθηματικές άμυνες μιας γυναίκας που νιώθει να τα χάνει όλα. Ήταν όμως μια επίμονη λεπτομέρεια. 


Η Σοφία Ταμβακοπούλου υλοποίησε εντωμεταξύ το μελωδικό μέρος της παράστασης, καθισμένη στο πιάνο στην αριστερή (για τους θεατές) άκρη της σκηνής. Αν και το αρχικό έργο προβλέπει πλήρη συμφωνική ορχήστρα με μειωμένες δραστηριότητες, υπηρέτησε με σαφήνεια το όραμα του Poulenc για μία όπερα χωρίς πολλή οργανική συνοδεία, αποδίδοντας σωστά όλους τους χρωματισμούς με τους οποίους καλείται η μουσική να υπερτονίσει την ψυχολογική διάθεση και της μεταπτώσεις της ηρωίδας. Δεν παύει βέβαια να λείπει κάτι σε μια τέτοια εκδοχή, καθώς ο Poulenc έγραψε και για όργανα τα οποία δεν αναπληρώνονται ούτε από το μεγαλείο του πιάνου.

Η Έλενα Κελεσίδη χειροκροτήθηκε δίκαια στο τέλος, για μια θεατρική και τραγουδιστική υπερ-προσπάθεια, η οποία είχε όντως κάμποσες δυνατές στιγμές: συνάρπασε όταν μίλαγε για τον καθρέφτη όπου κοιτάχτηκε, αντικρίζοντας μια γριά, όταν έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα ανάμεσα στα ερωτικά γράμματα του επί 5 χρόνια συντρόφου της (ο οποίος πλέον την εγκατέλειπε για μια άλλη γυναίκα) ή τότε που απηύδισε επειδή η τελευταία επαφή γινόταν μέσω μιας συσκευής, αναγνωρίζοντας παράλληλα το καλώδιό της ως τον μόνο πια συνδετικό κρίκο με τον κόσμο του παρελθόντος. Ο Κοκτώ υπήρξε άλλωστε πραγματικός μάστορας στο πώς ανέδειξε το τηλέφωνο (νέο, τότε, στις ζωές των ανθρώπων) σε πρωταγωνιστική φιγούρα του έργου του. 

Ωστόσο κάπου έλειψε η φυσικότητα από την απόδοση της Κελεσίδη, η οποία είχε βέβαια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός ρόλου που έγινε σχεδόν μυθικός χάρη στην προαναφερθείσα Denise Duval, αλλά και αργότερα, λόγω της Anna Magnani, της Ingrid Bergman, της Simone Signoret ή και της Έλλης Λαμπέτη, για να μπει κι ένα παράδειγμα στο οποίο υπάρχει αμεσότερη εγχώρια πρόσβαση. Κάπου δηλαδή οι αστραπιαίες μεταπτώσεις της διάθεσης, ακόμα και ο εξομολογητικός τόνος που κυριαρχεί προς το τέλος –όταν τελειώνουν τα βολικά ψέματα τα οποία μπορείς να πεις μέσω τηλεφώνου σε κάποιον που δεν σε βλέπει– έμειναν στο καλοπροβαρισμένο εκ μέρους της καταξιωμένης σοπράνο· και οι συνθήκες απαιτούσαν νομίζω κάτι λιγότερο σχεδιασμένο. Απαιτούσαν δηλαδή εκείνα τα αλλεπάλληλα, απελπισμένα «εμπρός!» να μην ακούγονται απλώς νευρωτικά, μα και πηγαία.   

Πάντως, παρά τα όσα φαντάζεσαι ότι μπορούσαν να γίνουν καλύτερα, η παράσταση παραμένει αξιοσημείωτη και ενδιαφέρουσα, όντας γερό δείγμα και των δυνατοτήτων που υπάρχουν στο σημερινό εγχώριο δυναμικό, αλλά και της επαφής τους με έργα πιο μοντέρνα σε σύγκριση με ό,τι περιλαμβάνει το συνηθισμένο «μενού», όταν μιλάμε για όπερα. 



01 Δεκεμβρίου 2022

Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. - ανταπόκριση (2018)


Τις προάλλες άκουγα τη ραδιοφωνική εκπομπή «Free Range» στην ιντερνετική συχνότητα του Μεταδεύτερου και η Vánagandr Fenrir (κατά κόσμον Χριστίνα Κουτρουλού) έπαιξε σε κάποια φάση εκείνους τους απίθανους Γιαπωνέζους, τους Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O.

Θυμήθηκα λοιπόν ότι τον Οκτώβριο του 2018 είχαμε πάει με τη Χριστίνα στο «Temple» για να τους δούμε live, σε μια βραδιά με τσαμπουκά, στοχασμό και ψυχεδελικό χάσιμο. Εάν ήταν στο χέρι μου, όπως κι αν ακουστεί τώρα αυτό, θα κήρυττα υποχρεωτικές τις συναυλίες τους για όσους συντάκτες του εγχώριου Τύπου έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «psych» τα τελευταία 15 χρόνια. Σημειωτέον, οι περισσότεροι δεν θεάθησαν ανάμεσα στο κοινό. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Τι κι αν οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. είχαν έρθει και πέρυσι στην πόλη; Μία ακόμα απίστευτη εμπειρία περίμενε αυτούς που γέμισαν χαλαρά το Temple για χάρη τους, σε μια συναυλία που θα έπρεπε να κηρυχθεί υποχρεωτική για όσους συντάκτες και καλλιτέχνες έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «psych» τα τελευταία 10 χρόνια (οι περισσότεροι των οποίων, δεν θεάθησαν).

Τη βραδιά άνοιξαν οι Kooba Tercu, με ένα εξαιρετικό support set, άκρως ταιριαστό με ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει· το οποίο επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για μία από τις πιο ανήσυχες περιπτώσεις στο σημερινό σκηνικό των εγχώριων rock πραγμάτων. Μιλώντας βέβαια για rock, δεν έχουμε εδώ μια τυπική αντιμετώπισή του, του είδους ας πούμε που αναβιώνει κάποιο παρελθοντικό στυλ αυτούσιο ή με προσμίξεις, ποντάροντας σε τραγούδια. Το δικό τους rock είναι κατά βάση ορχηστρικό: η φωνή, όταν μπαίνει, περισσότερο σαν ένα ακόμα όργανο αντιμετωπίζεται. Και, παρότι δεν λείπουν οι διεθνείς αναφορές σε ό,τι επιχειρούν, διαθέτουν δικό τους στίγμα. 


Δεν μπορούσες να μη θαυμάσεις τον άψογο ζωντανό συντονισμό της ομάδας, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα μια εξαιρετική ροή, με πολυσυλλεκτικές νύξεις, με πιο αραιά σημεία και με κορυφώσεις έντασης σπουδαγμένες θαρρείς τόσο σε punk, όσο και σε αυτοσχεδιαστικά, noise χωράφια. Μοναδική ένσταση, ότι το set παρατράβηξε σε διάρκεια: από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, κάπως κούρασε η τόση συγκέντρωση που χρειαζόταν. Και εν τέλει, στην ολική αποτίμηση, οι Kooba Tercu σαρώθηκαν σε εντυπώσεις από τους Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O.· δείκτης που ίσως να σημαίνει ότι ως εδώ καλά, όμως κάπου πρέπει να πάει το όλο πράγμα, γενόμενο ακόμα πιο αποτελεσματικό.  

Η σκηνή του Temple χρειάστηκε βέβαια να εκκενωθεί πλήρως και να στηθεί εκ νέου για να υποδεχθεί τους Γιαπωνέζους πρωταγωνιστές, κάτι που πήρε την ώρα του. Κανείς όμως δεν έδειξε να σκοτίζεται ιδιαίτερα, κι ας ήταν Κυριακή. Χωρίς πλέον την queer μορφή του/της Mitsuro Tabata –που είχε βάλει φωτιά πέρυσι στο Fuzz με ένα αυτοσχέδιο σόου– το γκρουπ άρχισε να λαμβάνει θέσεις σταδιακά: ο αλαφροντυμένος Satoshima Nani στα ντραμς, ο χαμένος στο επιβλητικό του μαλλί «αρχηγός» Kawabata Makoto στην κιθάρα, ο Wolf (a.k.a. S/T) στο μπάσο, ο Jyonson Tsu στα φωνητικά και στο μπουζούκι (αργότερα στην κιθάρα), με καστανόξανθη περούκα και με μια μπλε μπέρτα βγαλμένη θαρρείς από τον κόσμο του «Flash Gordon»· και φυσικά η επιβλητική φιγούρα του Higashi Hiroshi, πάντα πάνω από το Roland σύνθι. 

Μετά, είχε μόνο μουσική. Μια μουσική που θαρρείς κι ανάβλυζε από έναν μη ορατό τόπο, ρέοντας με τον πιο εύπλαστο τρόπο, αφήνοντας το γκρουπ να της δίνει τη μορφή που ήθελε κάθε φορά. Με λιγότερο «ξύλο» συγκριτικά με την περσινή εμφάνιση και με περισσότερο στοχαστική διάθεση, το set των Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. περιπλανήθηκε στον αυτοσχεδιασμό, στο space rock, στον ψυχεδελικό ήχο που σχετίστηκε με τα αμερικάνικα γκρουπ των ύστερων 1960s, στην ambient αισθητική, στα drones. Κι έφτασε μέχρι το disco punk, ρίχνοντας σημαντική μερίδα των θεατών στο ...ευφορικό λίκνισμα! Πανάθεμά τους, μέχρι και drum solo είχαν –ένα εκρηκτικό σημείο του live, το οποίο θα ζήλευαν ακόμα και φτασμένες heavy μπάντες. 

Το κοινό που βρέθηκε στο Temple, ήταν κοινό υποψιασμένο. Μουσικόφιλος κόσμος, ο οποίος δεν έχει καμία ανάγκη τους χαΐστες του indie Τύπου και το επιπόλαιο φλερτ τους με την ψυχεδέλεια· μπορούσε έτσι να σχετιστεί με τα όσα κόμισαν οι Γιαπωνέζοι, αποθεώνοντάς τους με κάθε δυνατή ευκαιρία. Από την άποψη του τι παίχτηκε, βέβαια, ούτε καν τέτοιοι θαμώνες δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη –και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, γιατί οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. συνέχεια πειράζουν και παραλλάσσουν ακόμα και όσες στιγμές καταθέτουν σε μια δισκογραφία που πλέον έχει ξεπεράσει τους 80 τίτλους. Έτσι για την ιστορία, ας πούμε ότι (μάλλον) ακούστηκε το "Pink Lady Lemonade". Σε κάποια μορφή ή, έστω, σε σπαράγματα.  

Είναι μία από τις πιο σπουδαίες μπάντες που μπορείς να δεις live σε αυτούς τους καιρούς οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O., έστω κι αν κανείς από τους 4-5 δίσκους που έβγαλαν (και) φέτος δεν βρίσκεται εύκολα στον νυν ιντερνετικό Τύπο ή στην ψευδοδημοκρατία του Metacritic. Όσοι ξέρουν, όμως, πάνε, θα ξαναπάνε και θα κηρύξουν στόμα με στόμα τον επόμενο ερχομό τους στην πόλη. 



29 Νοεμβρίου 2022

Ο Βαφτιστικός - ανταπόκριση οπερέτας (2016)


Ανεβαίνει ξανά ο «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη φέτος τον Δεκέμβρη, για 8 παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο «Ολύμπια», πιστοποιώντας έτσι ότι είναι η δημοφιλέστερη ελληνική οπερέτα. Μάλιστα, ο Γιώργος Πέτρου –ο οποίος έχει και τη μουσική διεύθυνση, μα υπογράφει και τη σκηνοθεσία– ανακοίνωσε ότι θα την παρουσιάσει στην αυθεντική εκδοχή της θρυλικής πρεμιέρας του 1918, κρατώντας την ενορχήστρωση του Σακελλαρίδη.

Πάνε 6 χρόνια από την τελευταία φορά που πήγα να δω «Βαφτιστικό». Ήταν Οκτώβρης 2016 και το θέατρο «Ολύμπια» στέγαζε ακόμα την Εθνική Λυρική Σκηνή. Συμπαθητικό το θυμάμαι το ανέβασμα που επιχείρησε τότε ο Σίμος Κακάλας, όχι όμως και κάτι το σπουδαίο: περισσότερο εντυπωσίαζαν τα σκηνικά και τα κοστούμια, παρά το τραγούδι και η πρόζα. Ίσως πάω ξανά φέτος, να δω πώς θα τα καταφέρει ο Πέτρου.

Για την παράσταση του 2016 γράφτηκε και μια ανταπόκριση, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, λοιπόν, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo για τις παραστάσεις του 2016 και ανήκουν στον Βασίλη Μακρή.


Ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σεζόν 2015/2016, ο κατά Σίμο Κακάλα «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη κέρδισε 7 εξτρά παραστάσεις και στο φετινό φθινόπωρο, κίνηση που βρήκε –και πάλι– θερμή ανταπόκριση από το αθηναϊκό κοινό: ελάχιστα καθίσματα έμειναν άδεια την Κυριακή στη Λυρική Σκηνή, όπου το χειροκρότημα έπεσε με ενθουσιασμό στο φινάλε. 

Είναι δύσκολο να αστοχήσεις ανεβάζοντας τον «Βαφτιστικό». Όχι μόνο γιατί πρόκειται για διαχρονικά αγαπημένη οπερέτα, η οποία έχει πετύχει να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του εγχώριου αστικού πολιτισμού, ευκρινώς υπερβαίνοντας την ταξική διάσταση που ενυπάρχει στην πρωτότυπη δημιουργία. Αλλά και γιατί η πηγαία μελωδικότητα του Σακελλαρίδη, ο εύστοχος τρόπος με τον οποίον έπλεξε την παράδοση της γαλλικής οπερέτας (ο «Βαφτιστικός» είναι βασισμένος στη «Madame et son Filleul» του 1916) με τα μουσικά πρότυπα της Βιέννης και την αθηναϊκή ηθογραφία, έδωσε τραγούδια με υπέροχη λάμψη και «ποπ» (όπως θα λέγαμε στις μέρες μας) κοψιά. Τα οποία εύκολα μπορούν να ερμηνευτούν επαρκώς από τη στιγμή που υπήρξε και στην Ελλάδα ένα άλφα επίπεδο στις λυρικές φωνές.

Από το επαρκές, βέβαια, ως το κάτι πιο σπέσιαλ, υπάρχει  απόσταση διόλου ευκαταφρόνητη, η οποία δεν διανύθηκε σε κάθε περίπτωση σε αυτή την εκδοχή του «Βαφτιστικού». Υπάρχουν επίσης και ορισμένες ιδιαιτερότητες στη συγκατοίκηση πρόζας και τραγουδιού, που κι εκείνες θάμπωσαν νομίζω ανά στιγμές, αφήνοντας έτσι μερικά παράπονα από το τελικό αποτέλεσμα. Έστω κι αν στο «ζύγισμα» υπήρξε μια παράσταση οπωσδήποτε διασκεδαστική, η οποία πραγματικά εντυπωσίασε με τη σκηνοθεσία της, τα κοστούμια της και τις χορογραφίες, όπως και με τους φωτισμούς. 

Ο Σίμος Κακάλας έστησε ένα θέαμα το οποίο σε κερδίζει με το που σηκώνεται η κουρτίνα και αντικρίζεις τη δύο επιπέδων βίλα της Κηφισιάς, να είναι γεμάτη από άντρες και γυναίκες με κοστούμια, καπέλα και φορέματα μιας χαμένης αθηναϊκής Μπελ Επόκ –όλα δουλειά της Clare Bracewel. Η Ελλάς βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση (μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος), μα η αστική τάξη της πρωτεύουσας θαυμάζει από την άνετη ασφάλειά της τους «ήρωες», μακριά από τη φρίκη των χαρακωμάτων, χωρίς να ακούει τις βροντές των κανονιών. 

Πάντα μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίον ο Σακελλαρίδης αντιμετώπιζε αυτήν την κατάσταση στον «Βαφτιστικό»: με αγάπη μεν για έναν κόσμο οικείο, μα και με επικριτική ματιά, συνάμα, απέναντι στην υποκρισία και τη χαζομάρα που διέκρινε τους καλοζωισμένους Αθηναίους. Φανερή λ.χ. στην αφελή ευκολία με την οποία η Βιβίκα Ζαχαρούλη ερωτευόταν κρυφά από τον κουραμπιέ σύζυγό της έναν άγνωστο βαφτιστικό ευρισκόμενο στο μέτωπο, όσο κατά τα λοιπά βαριόταν τη ζωή της στα πάρτυ που έστηνε στη βίλα της. 


Η Γεωργία Ηλιοπούλου στάθηκε θαυμάσια ως Βιβίκα, τόσο σε θεατρικό επίπεδο, όσο και σε τραγουδιστικό. Έδωσε πλήρες το πορτρέτο της πρωταγωνίστριας, ενώ είπε μεστά και με σκέρτσο τα άσματα που της αναλογούσαν: η ήσυχη, ρομαντική εκτέλεση του "Στο Στόμα Στο Στόμα" –κάτω από τα υποβλητικά φώτα του Περικλή Μαθιέλλη– είναι μάλιστα η καλύτερη που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια, έστω κι αν υποβοήθησαν σημαντικά τα γλυκόλαλα βιολιά της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής. H οποία (σε διεύθυνση Γιώργου Αραβίδη) απέφυγε σωστά τις πομπώδεις ενορχηστρώσεις που είχαν εμφανιστεί κάποιο διάστημα και είναι οπωσδήποτε ξένες προς τη λεπτότητα των μελωδιών του Σακελλαρίδη. 

Δίπλα στην Ηλιοπούλου ταίριαξε γάντι ο Δημήτρης Πακσόγλου ως (ψευδο)βαφτιστικός, όντας σπιρτόζος, κινητικός και με βροντερές φωνητικές ιδιότητες. Με την παρατήρηση, ωστόσο, ότι ένα τραγούδι σαν το "Ψηλά Στο Μέτωπο" δεν απαιτεί μόνο παλμό και δυναμισμό, μα κι ένα πατριωτικό φρόνημα που απουσίασε δυστυχώς όταν έφτασε η στιγμή να φανταστούμε το κεφάλι του Πακσόγλου στεφανωμένο με τα νικητήρια κλαδιά της δάφνης. 

Από τις υπόλοιπες βασικές μορφές του έργου, διακρίθηκε μόνο ο Σταμάτης Μπερής, δίνοντας έναν πολύ πειστικό Ζαχαρούλη. Η Διαμάντη Κριτσωτάκη δεν τα κατάφερε καθόλου καλά στις πρόζες, μα ούτε φοβάμαι και στο τραγούδι, αφού υπήρξε σωστή μεν, στεγνή δε, ιδιαίτερα στα φωνήεντα. Ο Γιάννης Γιαννίσης, επίσης –ο οποίος επωμίστηκε τον ρόλο του Συνταγματάρχη θείου της Βιβίκας– μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν άντλησε πρότυπα από το θεατρικό σανίδι, μα από τηλεοπτικά σίριαλ, από εκείνα όπου οι πρωταγωνιστές φωνασκούν αναίτια και υπερβάλλουν σε κινησιολογία. Ασφαλώς, ο ρόλος του είναι καρικατούρα· έχει όμως ως στόχο να είναι διασκεδαστικός και όχι ενοχλητικός. Το ντουέτο του με την Κριτσωτάκη στο θαυμάσιο "Η Καρδιά Μου Πονεί Για Σας" ήταν δυστυχώς το τραγουδιστικό ναδίρ αυτής της εκδοχής του «Βαφτιστικού», αντί να αποτελέσει λαμπερό επιστέγασμα. 

Μείναμε έτσι με μια συμπαθή μα εν τέλει όχι σπουδαία παράσταση, εκθαμβωτική σε οπτικό επίπεδο, μα με σημαντικές παραμέτρους να αποδεικνύονται καχεκτικές στο αμιγώς μουσικοθεατρικό κομμάτι, παρά τις επιδόσεις της Ορχήστρας και της Γεωργίας Ηλιοπούλου.



28 Νοεμβρίου 2022

Στάθης Δρογώσης & Μυρτώ Βασιλείου: «Ρομάντζα» - ανταπόκριση (2018)


Κουβεντιάζοντας πρόσφατα με τον συνθέτη Μίνω Μάτσα, ενόψει των συναυλιών που ετοιμάζει στο «Gazarte» για τον Δεκέμβρη, μου μίλησε με θερμά λόγια για την τραγουδίστρια Μυρτώ Βασιλείου, η οποία θα τον συνοδεύσει στις σχεδιαζόμενες βραδιές –μαζί με τον Κώστα Τριανταφυλλίδη.

Εγώ, πάλι, σκέφτηκα ότι τη μία και μόνη φορά που είδα ζωντανά τη Βασιλείου –στον «Σταυρό Του Νότου», παρέα με τον Στάθη Δρογώση και τον Κώστα Τσίρκα– δεν ενθουσιάστηκα διόλου. Ωστόσο τέτοια πράγματα αλλάζουν γρήγορα όταν είσαι νέος καλλιτέχνης: το άγουρο μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι πιο θελκτικό, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Σκαλίζοντας τα αρχεία μου, λοιπόν, βρήκα ότι πέρασαν 4 χρόνια από τον Νοέμβρη του 2018, όταν πήγα να δω την παράστασή τους «Ρομάντζα». Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Η Πέμπτη μπορεί να είναι «το νέο Σάββατο», όπως εδώ και καιρό διατείνονται ορισμένοι, αλλά η περασμένη Πέμπτη, αν και 1η μέρα του Νοέμβρη, βρήκε το καλοκαιράκι να κρατά απρόσμενα και τους δρόμους της πόλης να έχουν άπλα. Εντούτοις δεν ήταν λίγοι όσοι έδωσαν το παρών στην πρεμιέρα του Στάθη Δρογώση και της Μυρτώς Βασιλείου στον «Σταυρό Του Νότου», που είχε στηθεί στην club εκδοχή του (με κλειστό δηλαδή το πάνω μέρος). 

Η συνάντηση αυτή ενός αναγνωρίσιμου τραγουδοποιού (ο Δρογώσης ξεκίνησε το 1999 με Τα Φώτα Που Σβήνουν, ενώ έχει σόλο καριέρα από το 2001) με μια νέα γυναικεία φωνή που τώρα κάνει τα πρώτα αποφασιστικά βήματα (η Βασιλείου είναι 23 ετών και πέρασε από τις μικρές σκηνές στη δισκογραφία μόλις το 2016) έθεσε ως στόχο της να μας πάει μια ευχάριστη νυχτερινή βόλτα με ρομαντική διάθεση. Ως προς τη διάθεση του προγράμματος, καμία αντίρρηση. Αλλά ως προς το αν η βόλτα ήταν ευχάριστη, οι ενστάσεις φοβάμαι ότι θα πέσουν βροχή. 

Πιάνοντας τα πράγματα από μια απλή και βασική αρχή, η παράσταση άργησε 35 λεπτά να ξεκινήσει. Ήταν πρεμιέρα, το δέχομαι –αλλά ήταν συνάμα και Πέμπτη, που σημαίνει ότι, παρεκτός και ήσουν φοιτητής ή συνταξιούχος, είχες κι ένα πρωινό ξύπνημα για δουλειά στα προσεχώς· κάτι που δεν συμβαδίζει με την επιθυμία των συντελεστών για ένα πρόγραμμα 36 τραγουδιών. Ελπίζω λοιπόν η καθυστέρηση να ήταν έκτακτη και όχι ο κανόνας. 

Στη σκηνή του «Σταυρού Του Νότου», τώρα, παρατάχθηκαν άξιοι μουσικοί. Ίσως τα μάτια να έπεσαν περισσότερο πάνω στον Δημήτρη Στασινό, λόγω του πάθους με το οποίο έπαιξε την κιθάρα του, ωστόσο δεν υστέρησε σε επιδόσεις ούτε ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (πιάνο), ούτε ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης (μπάσο), ούτε ο Θάνος Μιχαηλίδης (τύμπανα), ούτε ο Κώστας Μιχαλός (επίσης κιθάρα). Παρατηρώντας ωστόσο το Sonic Youth μπλουζάκι του τελευταίου, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ για κάτι που επιμένει να ξενίζει σε πολλά ελληνικά προγράμματα. Γιατί τόσο στάνταρ ενορχηστρώσεις, όταν τα πράγματα κινούνται προς το ροκ; Γιατί όχι και κάτι πιο Sonic Youth; 

Τέλος πάντων, οι «βάσεις» ήταν εκεί και η έναρξη με το σαββοπουλικό "Μη Μιλάς Άλλο Γι' Αγάπη" αποδείχθηκε κεφάτη, δημιουργώντας ελπίδες για τη συνέχεια. Λίγο-λίγο, ωστόσο, θα διαψεύδονταν. Για μεγάλο μέρος του προγράμματος, λ.χ., η «χημεία» του Δρογώση με τη Βασιλείου ήταν κακή. Τα αστεία ακούγονταν κρύα, η παρουσία της νεαρής ερμηνεύτριας στις δεύτερες φωνές αποτυπώθηκε αμήχανη, το όλο κλίμα θύμιζε πρόβα και όχι πρεμιέρα. Μόνο αργότερα, όταν πάτησε το σανίδι και ο Κώστας Τσίρκας, βελτιώθηκαν τα πράγματα και δημιουργήθηκε μια αίσθηση παρέας.  

Αλλά ό,τι δεν έβρισκαν μαζί ο Δρογώσης και η Βασιλείου, χανόταν εύκολα και όταν έμεναν μόνοι· συχνά, μάλιστα, χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος. Είναι ψέμα να πει κανείς ότι οι δύο πρωταγωνιστές δεν προσπάθησαν και δεν έβαλαν τα δυνατά τους. Όμως, για κάθε συμπαθητική στιγμή, ερχόταν σύντομα μία άλλη, η οποία έβαζε βόμβα σε ό,τι με επιμέλεια χτιζόταν ως τότε. 

Το σκωτσέζικο ντους άρχισε από νωρίς, όταν Δρογώσης αποφάσισε να διασκευάσει το "Everybody Hurts" των R.E.M.: τραγούδι που δεν έπεισε ότι μπορούσε να υπηρετήσει φωνητικά και ανακάτεψε άτσαλα (εν είδει medley) με το "Να Χαθώ Στα Βήματά Σου" των Πυξ Λαξ. Στη συνέχεια το "Εκδρομή Με Τ' Αμάξι" λειτούργησε πυροσβεστικά, απλά και μόνο για να υποστούμε κατόπιν μία ακόμα ψυχρολουσία, με τη διασκευή στον "Εξώστη" των Στέρεο Νόβα να κατεδαφίζει ό,τι έχουμε αγαπήσει σε αυτό το υπέροχο τραγούδι, που ακούστηκε ξεχαρβαλωμένο και πελαγωμένο ως προς τα πλούσια νοήματά του. 

Με τη σειρά της, η Βασιλείου εκτέθηκε ως αδιάβαστη στο "Dance Me To The End Of Love" του Leonard Cohen, προσεγγίζοντάς το γλυκανάλατα, δείχνοντας να αμελεί τη συγκλονιστική του διασύνδεση με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Μου προξένησε πραγματικά εντύπωση που ο Δρογώσης –δημιουργός ενημερωμένος, με δημόσια εκφρασμένο πολιτικό στίγμα– άφησε την παρτενέρ του να εκτεθεί έτσι, ειδικά σε χρόνια σαν και τα δικά μας, όπου τέτοιες μνήμες οφείλουν να κοινωνούνται ως ζώσες. 


Σε πολλά άλλα σημεία, επίσης, η ερμηνεύτρια παρασύρθηκε είτε σε άστοχους εντυπωσιασμούς (το "Ας Ερχόσουν Για Λίγο" της Δανάης, ας πούμε, δεν είναι τόπος για να δείξεις τη φωνή σου), είτε σε μια απογοητευτική απομίμηση της Νατάσσας Μποφίλιου. Είναι φυσικό και επόμενο, βέβαια, ότι σε ένα πρόγραμμα όπου συμμετέχει ως τρίτος της παρέας ο Κώστας Τσίρκας (ο συνθέτης με τον οποίον ξεκίνησε η Μποφίλιου) θα ακουστεί η "Ασπιρίνη" –και ότι θα την πει, δικαιωματικά, η φωνή με την οποία συνεργάζεται στο παρόν. Όχι έτσι, όμως, με φωνασκίες και περιττές εντάσεις. 

Ίσως είναι δύσκολο να το συλλάβει όποιος δεν ήταν παρών στον «Σταυρό Του Νότου», όμως το πρόγραμμα έφτασε στην καλύτερή του στιγμή όταν ο Τσίρκας πήρε την κιθάρα του και ερμήνευσε το ..."Ξανά" του Σάκη Ρουβά, με το κοινό να ξεσπά σε έναν μικρό χαμό από κάτω. 

Ήταν μια ωραία εκτέλεση και μία ακόμα πιο ωραία χειρονομία ενάντια στη σοβαροφάνεια και στους ψευδεπίγραφους διαχωρισμούς του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά και το πρώτο μέρος μιας τριπλέτας, την οποία συμπλήρωσε το "Σκόνη Και Θρύψαλα" του Στέφανου Κορκολή και ο "Τελευταίος Χορός" του Νίκου Καρβέλα και της Άννας Βίσση, με Δρογώση και Βασιλείου στην καλύτερη κοινή τους στιγμή σε όλη τη βραδιά. Που δεν θα αργούσε έπειτα να κλείσει, διατηρώντας τους ανοδικούς της ρυθμούς χάρη σε καλά εκτελεσμένες ευπρόσωπες επιλογές σαν το "Μην Το Πεις Πουθενά" και το "Βιαστικό Πουλί Του Νότου".

Και ο Στάθης Δρογώσης και η Μυρτώ Βασιλείου έχουν πράγματα να πουν. Και πιστεύω ότι, αν το πρόγραμμα τους κρατούσε στις δεδομένες (τον πρώτο) και στις νυν (τη δεύτερη) δυνατότητές τους, θα ήταν επιτυχημένο. Έτσι ως έχει στηθεί, όμως, βάζει στο στόμα τους μπουκιές οι οποίες δεν χωράνε, με τα αναπόφευκτα αποτελέσματα που έχει πάντα κάτι τέτοιο.