21 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Χαλβατζής - ανταπόκριση (2019)


Από τα ονόματα που μπήκαν στην εγχώρια δισκογραφία μετά τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου (2000) με στόχο να υπηρετήσουν ένα ανοιχτών οριζόντων ελληνικό τραγούδι, αυτό του Νίκου Χαλβατζή δεν έχει πάψει να με απασχολεί. Χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι έχω σταθεί με το ίδιο ενδιαφέρον σε κάθε του μέχρι στιγμής δουλειά.

Περισσότερη σημασία έχει ότι ο Χαλβατζής είναι τραγουδοποιός που δεν στερείται στίγματος, ο οποίος πορεύεται σε μια συνειδητά ιδιαίτερη διαδρομή, επιλέγοντας λ.χ. να αφήσει την Αθήνα για να ζήσει στην Κοζάνη ή βγάζοντας δίσκους μόνο όταν αισθάνεται ότι έχει κάτι να καταθέσει –γι' αυτό και η εργογραφία του από το 2006 που εμφανίστηκε παραμένει μικρή. «Θεωρώ τη γραφή μου πιο λόγια και ακριβή από ό,τι μου καταλογίζεται. Πολλοί στέκονται στα σημεία του πειραματισμού, αλλά είναι νομίζω μια βιαστική ανάγνωση αυτού που κάνω», είχε πει χαρακτηριστικά τον Μάρτιο του 2015 στον φίλο και πάλαι ποτέ συνοδοιπόρο μου στα ερτζιανά Στυλιανό Τζιρίτα. 

Τον Δεκέμβριο του 2019 πήγα λοιπόν στο Six d.o.g.s. για να δω τον Χαλβατζή να παίζει ζωντανά. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, κυρίως αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο Six d.o.g.s. και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ο Νίκος Χαλβατζής δρα περιστασιακά. Έχει κάνει τις επιλογές του, με αποτέλεσμα ούτε να τον ακούμε συχνά, ούτε και να τον βλέπουμε εύκολα σε ζωντανή εμφάνιση. Παρά ταύτα, οι 3 δίσκοι που σποραδικώς κατέθεσε από το 2006 ως το 2014, αν και ποτέ δεν μπήκαν σε «πιάσε Μελωδία» τροχιά για να τους πεις επιτυχημένους με τους όρους της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας, έκαναν τη δική τους μικρή «φασαρία» ανάμεσα σε όσους αναζητούν το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. 

Κι έτσι το Six d.o.g.s. την Πέμπτη το βράδυ είχε τον κόσμο του· ούτε πολύ, αλλά ούτε και λίγο. Ήταν μάλιστα μια συναυλία στην οποία έδωσαν το παρών και καλλιτέχνες με ανάλογες ή παρεμφερείς ανησυχίες –όχι συχνό φαινόμενο: φεύγοντας χαιρέτισα τον Αποστόλη Αρμάγο, τον Διαμαντή Διαμαντίδη και τον Lumiere, ενώ το μάτι μου πήρε και τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη. Και ίσως να μην ήταν οι μόνοι ανάμεσα στο κοινό. Στη σκηνή, τώρα, ο Χαλβατζής είχε δίπλα του τον Κωνσταντίνο Τσιώλη, τον Δημήτρη Γρηγοριάδη (αμφότεροι των Τεφλόν) και τον Παντελή Ραβδά. Κι ένα πράγμα που μου έκανε άμεση εντύπωση, είναι ότι δεν ήταν η «τυπική» συναυλία που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από τραγουδοποιούς. Αποκόμιζες δηλαδή την αίσθηση ότι δεν έπαιζε ο πρωταγωνιστής και οι συνοδευτικοί του μουσικοί, αλλά μια τετράδα. 

Τα τραγούδια του Χαλβατζή ζητούν προσήλωση. Δεν είναι συμβατά με τον κόσμο που πάει στις συναυλίες για να τα πει και λίγο με τους γνωστούς του ή με όσους έχουν τον νου τους παράλληλα και στο smartphone: και στις δύο περιπτώσεις θα χαθούν από τον ορίζοντα, καθώς ούτε έχουν φτιαχτεί να λειτουργούν ως χαλί, ούτε βασίζονται σε κάποιο «μεγάλο» ηχητικό οικοδόμημα, ικανό να απασχολεί το αυτί σου σε παράλληλη δράση. 

Ευτυχώς όσοι ήρθαν στο Six d.o.g.s. ήταν υποψιασμένοι. Στύλωσαν λοιπόν με ευλάβεια το βλέμμα στους 4 μουσικούς και αφέθηκαν να βυθιστούν, ερχόμενοι στο προσκήνιο μόνο για να χειροκροτήσουν ή καθώς σιγομουρμούριζαν τους στίχους στον "Άνθρωπο Με Το Μικρότερο Σπίτι Στον Κόσμο", στον "Φυγά" και στον "Διάδοχο". Να σημειώσουμε εδώ ότι η συναυλία ευτύχησε να έχει και πολύ καλό ήχο (δουλειά του Γιάννη Ταβουλάρη), κάτι που ενίσχυσε περαιτέρω τον χαρακτήρα του υλικού.

Ο Χαλβατζής δείχνει δημιουργός που πιστεύει στην αξία των βασικών πραγμάτων. Τα τραγούδια του δεν είναι εύκολα, ωστόσο δεν τους λείπει η αμεσότητα –κι εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η ερμηνεία, καθώς τα κοινωνεί με μια καθάρια αποτελεσματικότητα, η οποία πραγματικά σε υποβάλλει. Την ίδια στιγμή εμπεριέχουν και μικρές ενορχηστρωτικές ανατροπές, που ιντριγκάρουν το αυτί σου με εκείνο το κάτι διαφορετικό. Όσο κι αν βρίσκεις λίγο Παύλο Παυλίδη, Θανάση Παπακωνσταντίνου ή Σωκράτη Μάλαμα εδώ, λίγα Διάφανα Κρίνα εκεί, λίγο τις εναλλακτικές κιθάρες του Conor Oberst (και της νεότερης Αμερικής, γενικότερα) πιο πέρα, το αποτέλεσμα παραμένει Νίκος Χαλβατζής. 

Πότε ηλεκτρικός και πότε πιο έντεχνος, μα συνάμα ούτε εμφανώς ηλεκτρικός ούτε εμφανώς έντεχνος, ο τραγουδοποιός υφαίνει μεθοδικά τη δική του παρουσία στο πεντάγραμμο. Και στη ζωντανή διάσταση όχι μόνο την υπερασπίστηκε επιτυχώς, μα άφησε και ζωηρή την εντύπωση καθώς έπιανε τον μπαγλαμά ή καθώς έλεγε για «καμμένα χωριά» ότι εδώ –ακριβώς εδώ– βρίσκεται το σύγχρονο τραγούδι που αιτούμαστε όσοι έχουμε ξανοιχτεί μεν (και) στη rock έκφραση της Δύσης, μα επιθυμούμε και το στιβαρό, στιχοκεντρικό περιεχόμενο που χαρακτηρίζει την εγχώρια δημιουργία, κάνοντάς σε να ...τραγουδάς. Και όπως ξέρουν κατά βάθος ακόμα και όσοι ονειρεύονται να ζούσαν στις Λόντρες και στα Παρίσια, είναι πάντα αλλιώς να τα λες στη δική σου γλώσσα. Πρόκειται για ένα γερό νήμα, που ενώνει τον Βασίλη Τσιτσάνη με τους Τρύπες και τους Στέρεο Νόβα, φτάνοντας ως την επίκαιρη χιπ χοπ νεολαία (όχι εκείνη που γράφει μοδάτες βλακείες, την άλλη).

Η συναυλία στο Six d.o.g.s. λειτούργησε παράλληλα και σαν προάγγελος ενός 4ου δίσκου, ο οποίος ίσως έρθει μέσα στην άνοιξη του 2020, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο δράσης για τον Χαλβατζή, αφού –όπως ο ίδιος έχει δηλώσει– το Άλφα Ζεύγος έκλεισε το 2014 τον δημιουργικό κύκλο που άνοιξε το ντεμπούτο Πλάνο Εξόδου (2006). Αναζητείστε και θα σας δοθεί, το λέει και η Αγία Γραφή.



18 Οκτωβρίου 2022

Zebra Tracks - Waves [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από τo 2015 στο άλμπουμ «Waves» των Zebra Tracks, οι οποίοι σε κάποιο σημείο συγκαταλέγονταν στα ευρέως αναγνωρίσιμα (εγχώρια) indie ονόματα για την alternative διασκέδαση του ευρύτερου αθηναϊκού κέντρου.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Αν μου ζητούσαν να αναφέρω ένα εγχώριο μουσικό όνομα που να ακούστηκε πολύ στο σινάφι μας κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας των 2010s, αλλά να μην εξαργύρωσε αυτή τη φήμη «εκεί έξω», ίσως διάλεγα τους Zebra Tracks. 

Δεν νομίζω δηλαδή ότι υπάρχει άνθρωπος που να μην τους ξέρει ανάμεσα σε όσους γράφουμε για μουσική ή στο μικρό εκείνο κοινό που από το 2004 κι έπειτα στήριξε την indie φάση –λυπάμαι, φάση και όχι σκηνή– στη Σύνταγμα/Καρύτση/Αβραμιώτου/Γκάζι ακτίνα. Σε αυτόν τον κόσμο, οι Zebra Tracks υπήρξαν και γνωστοί και αναγνωρίσιμοι· και σαν γκρουπ και σαν ξεχωριστές φιγούρες, αφού για αρκετούς δημοσιογραφούντες μα και για διάφορες γνωστές φάτσες σε συναυλίες είναι «o Ζήσης, ο Γιώργος ο Νίκας, ο Αντώνης». Έξω ωστόσο από το συγκεκριμένο πλαίσιο, μάλλον δεν συνέβη ποτέ τίποτα, παρά τη δισκογραφική περιπέτεια του Collective Guilt (2012) στο πάντα εξωτικό (για μας) Μαϊάμι.

Τα παραπάνω φωτίζουν και το τι συμβαίνει με το Waves. Μέχρι τώρα, δηλαδή, οι Zebra Tracks έδειχναν λίγο-πολύ βολεμένοι με το να παρέχουν ένα αθηναϊκό soundtrack σε όσους ακούγανε indie πράγματα, μη θέλοντας κάτι περισσότερο από ένα οικείο «χαλί», το οποίο να παίζει στο φόντο της φιλικής μάζωξης στο σπίτι ή του ποτού σε «κοινοτικά» στέκια σαν το Key. Αναπαρήγαν (με συγκρότηση, ομολογουμένως) τις δόξες του βρετανικού post-punk και των κλαδιών του, παίζοντας μουσική που σε καμία περίπτωση δεν πρόσβαλλε τη νοημοσύνη σου, μα δεν άλλαξε και ποτέ τη ζωή κανενός. Σαν άπειρα ακόμα συγκροτήματα στο πλανητικό στερέωμα που πήραν μικρόφωνα, κιθάρες και ντραμς για να το κάνουν κι εκείνα «όπως» οι ηρωές τους. Η σχετική ιστορία είναι πιο παλιά και από τους Beatles. 

Αλλά το Waves δείχνει μια αντίληψη ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα '10s βρίσκονται πια στα μέσα τους, οι 20άρηδες του 2004 είναι πλέον και με τη βούλα 30άρηδες, οι 20άρηδες πάλι που πήραν την (indie) σκυτάλη ψήνονται (για την ώρα) περισσότερο με τη νεοψυχεδέλεια παρά με το post-punk, τα μούσια αρχίζουν να μη θεωρούνται και τόσο cool, το ελληνικό indie δεν το αποκαλούν πια «σκηνή» ούτε όσοι λύσσαξαν κάποτε να μας πείσουν πως έτσι είχαν τα πράγματα. Έτσι, οι Zebra Tracks καβαλάνε τα Κύματα και ψάχνουν για τη νέα στεριά.   

Γίνονται λοιπόν κάτι τις πιο ποπ, δίνουν μια ώθηση σε πιο χορευτικούς ρυθμούς ("Indian Summer"), ψάχνουν με λίγα λόγια την ανανέωση σε γειτνιάζουσες περιοχές του ήχου τους, χωρίς να εγκαταλείπουν τη βασική κατεύθυνση ("Waves", "Writing Fields"). Και χωρίς βέβαια να πάνε κι εκείνοι προς τις ψυχεδέλ αναβιώσεις, όπου ο συναγωνισμός φαντάζει πλέον πραγματικά μεγάλος. Πολύ σωστά το βλέπουν, είναι η γνώμη μου. Και τραγούδια σαν το αληθώς καλοστεκούμενο "Grains Of Sand" (που πρωτακούσαμε πέρυσι, σε ένα ΕΡ-προπομπό του Waves) τους επιβεβαιώνουν, διατηρώντας τους αναγνωρίσιμους μα συνάμα φρεσκαρισμένους. 

Τίποτα ωστόσο από αυτά δεν επανακαθορίζει τη μεγάλη εικόνα. Οι Zebra Tracks ή, εφόσον επιμένετε, «o Ζήσης, ο Γιώργος ο Νίκας, ο Αντώνης (και ο Νικόλας στα ντραμς)», ανανεώνουν μεν τον ήχο τους, παραμένουν δε μια εγχώρια αντανάκλαση παγιωμένων εναλλακτικών τάσεων του διεθνούς ποπ/ροκ στερεώματος. 

Μπορεί η εκτελεστική τους δεινότητα να γνωρίζει πρόοδο, μπορεί η άνεσή τους με την κατασκευαστική διαδικασία ενός τραγουδιού να έχει εξελιχθεί σε σύγκριση με τις μέρες των "Silicone Valley" και "Borealis Fallacia", αλλά οι δημιουργικές τους φιλοδοξίες τελειώνουν εκεί ακριβώς όπου αρχίζουν: επιμένουν να το κάνουν όπως στους (διεθνείς) δίσκους τους οποίους ακούνε (τους ακούμε κι εμείς), αδιαφορώντας για οτιδήποτε ελληνικό, αθηναϊκό, ζίμπρα, ζήσικο, γιωργονίκικο, καββαδιώτικο –πείτε το όπως θέλετε τέλος πάντων το «διακριτό». Κι έτσι, πέρα από τις ευπρόσωπες ανοιχτωσιές του Waves και κάτω από τον πράγματι δουλεμένο νέο ήχο εξακολουθούν να φτιάχνουν μουσική που επουδενί δεν θα σε προσβάλλει, μα ποτέ δεν θα σου αλλάξει και τη ζωή.



16 Οκτωβρίου 2022

The Velvoids - Polynesia Baby [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από τo 2014 στο ντεμπούτο των Velvoids, που εκείνες τις μέρες είχαν κερδίσει κάμποση δημοσιότητα ανοίγοντας τη συναυλία των Brian Jonestown Massacre στην Αθήνα.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Οι ρυθμοί των εγχώριων πραγμάτων είναι συχνά αργοί και ενδέχεται να δημιουργούν παραπλανητικές εντυπώσεις. Στο δελτίο Τύπου για την έκδοση του Polynesia Baby, λ.χ., διαβάζεις ότι πρόκειται για το ντεμπούτο των Velvoids. Οπότε, αν δεν είσαι χωμένος στα γκαραζοψυχεδελικά πράγματα της πρωτεύουσας, μπορεί και να νομίσεις ότι η Δώρα Χ με τον Vice Lesley πήραν τις κιθάρες τους κανα-δυο-τρία χρόνια πριν, καβαλώντας κι εκείνοι στο τρένο μιας παγκόσμιας τάσης. Αλλά οι Velvoids υπάρχουν από το 2003· και πριν το Polynesia Baby έχουν μια σειρά ΕΡ κυκλοφοριών, με (κάπως) γνωστότερο το Las Freak Voodoo του 2012, που νομίζω μάλιστα πως είναι πια και εξαντλημένο. 

Αυτή η παρατήρηση δεν γίνεται απλά για το βολικό μιας εισαγωγής. Όπως τουλάχιστον το βλέπω εγώ, δηλαδή, μια δεκαετία πάνω-κάτω και το συναφές «ψήσιμο» των Velvoids σε συναυλίες, ηχογραφήσεις και στην όλη ανεξάρτητη πορεία την οποία έχουν χαράξει μέσω της TBMr Records, θα έπρεπε να τους έχει οδηγήσει σε μια κατάθεση με περισσότερη άποψη. Γιατί ζούμε στο 2014, όχι στο 1984. Με μερικά κλικ έχεις σπίτι σου την τελευταία γκαραζοροκιά απ' όπου μπορείς να φανταστείς. Χώρια τον πλούτο των ύστερων 1960s, που κάποτε αποκτούσες μόνο με σεβαστά χρηματικά ποσά. 

Βρίσκω λοιπόν άστοχη την οπτική «καν' το όπως εκείνοι που αγαπάς», η οποία δεν αφορά βέβαια μόνο τους Velvoids, μα και το μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας αγγλόφωνης παραγωγής, καθώς και πάμπολλα συγκροτήματα του εξωτερικού. Διάβολε, θέλουμε την άποψή σου για όσα σου παίρνουν τα μυαλά, η δισκογραφία δεν είναι διαγωνισμός τελειότερης απομίμησης. Γεμίσαμε μπάντες με άρτια παιξίματα και καλές παραγωγές, απλά για να πεθυμήσουμε κάποιους εγχώριους ήρωες του παρελθόντος, που μπορεί να τα έκαναν σαλάτα στα κατασκευαστικά και να μίλαγαν αστεία αγγλικά ή να κολλούσαν ελληνικά που «κούναγαν» στους αγγλοσαξονικούς ρυθμούς, όμως είχαν κάτι περισσότερο να πουν για αυτά που τους έκαιγαν. 

Στην περίπτωση των Velvoids, τώρα, λυπάσαι που δεν βρίσκεις αρκετά καλά να πεις για το Polynesia Baby, ακριβώς γιατί δείχνουν ότι το μπορούσαν αυτό το βήμα παραπέρα. Στις ζωντανές εμφανίσεις εκλύουν οργιαστική ενέργεια, η οποία συνυπάρχει μερικές φορές με έναν γουστόζικο rock αισθησιασμό. Αλλά εδώ εντοπίζεις μόνο τον δεύτερο, στο καλύτερο τραγούδι της δουλειάς "Dead Don't Dance". Κατά τ' άλλα τους τρώνε οι διαδρομές ρουτίνας: αρκούνται σε ένα καλοπαιγμένο γκαραζοψυχεδέλ, που είναι φανερό πως το ευχαριστιούνται πολύ ("Talk In Red", "Unwind"), οπότε ζήσαν εκείνοι καλά και οι 1960s ήρωές τους καλύτερα. Κι ας λέει η Nina Antonia στο συνοδευτικό σημείωμα –Βρετανίδα συγγραφέας, έχει γράψει για Johnny Thunders και New York Dolls– για ηχητικά υποσυνείδητα, για παραπομπές στον Brian Jones και για τη βαθιά μπλε συνοριακή γραμμή του ξυπνητού ονείρου.

Ως –πράγματι– ένα από τα καλύτερα εγχώρια συγκροτήματα του συγκεκριμένου ήχου τα οποία μπορείς να τρακάρεις live, οι Velvoids καλούνται λοιπόν να αποδείξουν ότι μπορούν να αντιληφθούν τη δισκογραφία ως πεδίο πιο απαιτητικό από το συναυλιακό σανίδι. Εκπέμποντας ένα πιο ισχυρό στίγμα από αυτό του Polynesia Baby, ειδικά με δεδομένη την παρούσα συγκυρία, που επιτρέπει σε πάμπολλα παρεμφερή συγκροτήματα να ξεφυτρώσουν και να διεκδικήσουν μερίδιο της προσοχής.  



15 Οκτωβρίου 2022

Γιάννης Σπανός & Αλέκα Κανελλίδου - ανταπόκριση (2017)


Όσοι παρακολουθούν την αρθρογραφία μου στο Αθηνόραμα, ξέρουν ότι πριν λίγες μέρες πήγα να παρακολουθήσω το αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό στο Ηρώδειο –έναν αγαπημένο δημιουργό. 

Όταν είδα λοιπόν την Πέννυ Ξενάκη να ανεβαίνει στη σκηνή ως συμμετοχή-έκπληξη της βραδιάς, η μνήμη πέταξε στην τελευταία φορά που είδα live τον συνθέτη: καθισμένο στο πιάνο του, με βλέμμα πάντοτε σπινθηροβόλο, παρά την πάροδο των ετών. 

Ήταν τέλη Δεκέμβρη του 2017, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Στις παραστάσεις «Ξανά Μαζί» που έδινε τότε εκεί με την Ξενάκη, την Αλέκα Κανελλίδου και τον Δημήτρη Σαββαΐδη. Σε μια ωραία βραδιά, έστω και με την απογοητευτική διαπίστωση ότι το «Μαζί» του τίτλου δεν ήταν και πολύ αληθινό, αφού Σπανός & Κανελλίδου μοιράστηκαν τη σκηνή για μικρό μονάχα μέρος του προγράμματος που είχαν σχεδιάσει.

Η συναυλιακή επικαιρότητα, λοιπόν, δημιουργεί καλή αφορμή ώστε να αναδημοσιευτεί εδώ η ανταπόκριση που έγραψα τότε για λογαριασμό του Avopolis –ως συνήθως, με μικρές τροποποιήσεις, κατά κύριο λόγο αισθητικής φύσης. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά της 29/12 στο «Γυάλινο» και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


«Ξανά μαζί» είναι φέτος ο Γιάννης Σπανός και η Αλέκα Κανελλίδου, ύστερα από τις επιτυχημένες εμφανίσεις του 2016 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Για όποιον δεν έχει ξαναπάει, πάντως, ελλοχεύει και μια παρεξήγηση σε όλο αυτό το «ξανά μαζί». Κι εγώ, δηλαδή, μια διαφορετική εικόνα είχα σχηματίσει στο κεφάλι μου για το τι θα έβλεπα πηγαίνοντας στην παράσταση· με αποτέλεσμα να βρεθώ απορημένος, όταν κατάλαβα ότι οι δυο τους μοιράζονται τη σκηνή για μικρό μόνο μέρος του όλου προγράμματος.

Η νύχτα, δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα κομμένη στα δύο: ένα μέρος ανήκει στην Αλέκα Κανελλίδου κι ένα στον Γιάννη Σπανό και τους δυο βασικούς συνοδοιπόρους του, την Πέννυ Ξενάκη (τραγούδι) και τον Δημήτρη Σαββαΐδη (τραγούδι, μπουζούκι). Αμφότεροι, πάντως, πλαισιώνονται από την ίδια ορχήστρα ικανών μουσικών, την οποία αποτελούν οι Θωμάς Καραμαζάκης (κιθάρα), Γιώργος Σχοινάς (ακορντεόν), Γιώργος Κατσίκης (τύμπανα) & Μίμης Ντούτσουλης (κοντραμπάσο), με μαέστρο τον πιανίστα Γιώργο Τσοκάνη, που επιμελήθηκε γενικά τις ενορχηστρώσεις και την όλη μουσική διεύθυνση.

H Αλέκα Κανελλίδου εμφανίστηκε ενώπιόν μας λίγο μετά τις 11 και μπήκε χωρίς εισαγωγές με το "Crazy Girl" –το τραγούδι με το οποίο ξεκίνησαν ουσιαστικά όλα πίσω στο 1967, όταν το είπε ντουμπλάροντας τη Ζωή Λάσκαρη στην περίφημη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες». Έψαχναν τότε μια τραγουδίστρια, μας είπε· και ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ένας από τους μουσικούς του Μίμη Πλέσσα (ο βιολιστής Γιάννης Κανελλίδης), σκέφτηκε την κόρη του, που όλη μέρα τραγουδούσε «τα ξένα». Δεν πρέπει να του έδωσαν χρήματα για τη συμμετοχή της, όταν δε βγήκε η ταινία, μάταια έψαχνε το όνομά της: δεν είχε μπει πουθενά. Παρότι λίγο πιο μετά παραπονέθηκε ότι μας έβρισκε «παγωμενάκια» ως θεατές, νομίζω ότι ήταν ωραία εισαγωγή, η οποία δημιούργησε κλίμα. Αν οι αντιδράσεις μας άργησαν να γίνουν πιο ενθουσιώδεις, οφείλεται στο ότι αρχικά υπήρξε μεγάλη προσήλωση στις ερμηνείες της, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει μια σαγήνη.


Όλα τα γνωστά κι αγαπημένα της μας τα είπε η Κανελλίδου. Και το ικανοποιητικά γεμάτο Γυάλινο τραγούδησε με προσήλωση, σχεδόν σε κάθε περίσταση: όσοι είχαν έρθει, ήξεραν καλά τι ήρθαν να δουν. "Πόσο Γλυκά Με Σκοτώνεις" (η διασκευή του 1981 στο "Killing Me Softly With His Song" της Lori Lieberman), "Μια Περιπέτεια", "Μονά Ζυγά", "Αλλιώτικος Νόμος", "Δεν Είναι Έτσι Η Αγάπη", "Μόλις Χθες", "Νύχτα Είναι Θα Περάσει" και φυσικά το "Άσε Με Να Φύγω", ήταν όλα εκεί. Δοσμένα με φλόγα και με τη μοναδικότητα μιας αληθινά ξεχωριστής φωνής: μπορεί ο χρόνος να την έχει βαθύνει, μα η ερμηνευτική δύναμη της Κανελλίδου και τα εκφραστικά της χρώματα μένουν ανέπαφα.

Μας είπε βεβαίως και τα "Δίδυμα Φεγγάρια" –και ίσως ήταν εκεί που το κοινό να άρχισε να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Δίπλα της στάθηκε ο Δημήτρης Σαββαΐδης με το μπουζούκι του, φοβάμαι πάντως ότι τούτη η πρώτη γνωριμία είχε εν τέλει τον χαρακτήρα ψυχρολουσίας, καθώς ανέλαβε και τα ανδρικά φωνητικά της υπόθεσης. Ασφαλώς και δεν περίμενε κανείς να ανταγωνιστεί τον Δημήτρη Μητροπάνο, δεν γίνονται αυτά. Αλλά ο γλυκερός τρόπος του αποτυπώθηκε υπέρ το δέον μακριά από το αιτούμενο. Η Κανελλίδου έκανε και μια μικρή περιπλάνηση στο ελαφρό ρεπερτόριο με επιλογές από Μιχάλη Σουγιούλ και Γιώργο Μουζάκη, όμως το ενδιαφέρον μας κορυφώθηκε όταν έφερε τον Γιάννη Σπανό στη σκηνή, για να κάτσει απέναντί της στο πιάνο και να τραγουδήσουν μαζί.  


Ο πολύ ωραίος δίσκος του 1976 «Η Αλέκα Κανελλίδου Τραγουδά Γιάννη Σπανό» τιμήθηκε με τους "Νόμους" και το "Ήρθε Ένας Φίλος", διάλεξαν όμως και αγαπητά τραγούδια εκτός της συνεργασίας τους, που έμειναν με άλλες γυναικείες φωνές, όπως το "Αν Μ' Αγαπάς" και το "Σ' Ένα Εξπρές", με την Κανελλίδου να κλείνει το κοινό αυτό set με μια καταπληκτική, a cappela εκτέλεση στο "Άνθρωποι Μονάχοι", το οποίο έχει σφραγίσει βέβαια η ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού. Αναλόγως καταπληκτικό, πάντως, ήταν και το φινάλε της δικής της παρουσίας στο Γυάλινο, για το οποίο διάλεξε τα "Ήσυχα Βράδια", αποδίδοντάς τα όπως ακριβώς τους πρέπει, σε ένα συγκινητικό στιγμιότυπο. Μας χαιρέτησε κατόπιν χωρίς πολλά-πολλά, με μερικές πρωτοχρονιάτικες ευχές.

Μετά από μια τέτοια εμπειρία στάθηκε δύσκολο να δεχθούμε ότι τη σκυτάλη θα έπαιρναν η Πέννυ Ξενάκη με τον Δημήτρη Σαββαΐδη, όσο σεβασμό κι αν ενέπνεε η παρουσία του Γιάννη Σπανού στο πιάνο –όσο από καρδιάς και αν του απαντήσαμε θετικά στην από μικροφώνου έκκλησή του να τελειώσουμε τη βραδιά μαζί. Ήταν ένα δύσκολο στοίχημα, ομολογουμένως. Αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μείναμε στις θέσεις μας μέχρι το τέλος, χειροκροτώντας θερμά στο ενδιάμεσο ή και χορεύοντας ανά περιστάσεις, είναι η καλύτερη πιστοποίηση ότι το στοίχημα δεν χάθηκε. 

Τα εύσημα πρέπει να δοθούν στην Πέννυ Ξενάκη, γιατί έκανε μια επιτυχημένη «πρώτη επαφή» ερμηνεύοντας πολύ ωραία, με τη βαθιά, ζεστή φωνή της το "Μια Αγάπη Για Το Καλοκαίρι". Κυρίως, όμως, ανήκουν στον Γιάννη Σπανό: αυτόν τον εξαιρετικό συνθέτη με το έργο-ποταμό, που δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα στους «μεγάλους» του τόπου μας, όπως θα έπρεπε. Ίσως γιατί πάντα είναι έτσι αναλόγως σεμνός όσο τον είδαμε και στο Γυάλινο, να προτιμά τα μετόπισθεν, εκεί στο πιάνο του, αφήνοντας τα φώτα στους εκάστοτε συνοδοιπόρους του στα μικρόφωνα. Το υπόλοιπο πρόγραμμα ήταν η καλύτερη απόδειξη του πόσο σπουδαίος είναι, αφού έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούμε ότι κι εκείνο και το άλλο και το παράλλο από τα πασίγνωστα άσματα που ακούγαμε, όλα δικά του ήταν. 


Η Ξενάκη ανέλαβε με άνεση και αέρα το κομμάτι που της αναλογούσε, ξετυλίγοντας μια διακριτή ερμηνευτική ταυτότητα, εύστοχα τοποθετημένη κάπου μεταξύ Αλέκας Κανελλίδου και Τάνιας Τσανακλίδου, με ολίγη από Χαρούλα Αλεξίου –απόρησα που μια τέτοια φωνή έχει μείνει χωρίς δισκογραφία από το 1995 και μετά, μετρώντας μόλις 2 άλμπουμ στο ενεργητικό της. 

Η Χριστίνα δίπλα μου παρατήρησε ότι κάτι πρέπει να βελτιώσει στην κίνηση και στην επί σκηνής έκφρασή της, ενώ κι εγώ σημείωσα ότι ίσως τα πιο λαϊκά να μην της πάνε και τόσο, θεωρώντας ότι έφτασε στις καλύτερές της στιγμές λέγοντας το "Φίλε" και την "Κίτρινη Πόλη". Ωστόσο ήταν εκείνη που ξεσήκωσε τον κόσμο στον χορό, κατεβαίνοντας ανάμεσα στα τραπέζια για το "Ναύτης Βγήκε Στη Στεριά" και το "Ρίξε Στο Κορμί Μου Σπίρτο", δύο σουξεδάρες του Σπανού από το 1977 και το 1992, με πρώτες διδάξασες (αντίστοιχα) τη Μοσχολιού και την Κατερίνα Κούκα. 

Το πιο λαϊκό κομμάτι του προγράμματος το πήρε γενικά επ' ώμου ο Σαββαΐδης, ο οποίος συνολικά υπήρξε καλύτερη παρουσία σε σύγκριση με την πρώτη ιδέα που μας έδωσε στο πλάι της Κανελλίδου. Παίζει ωραίο μπουζούκι, στέκεται στη σκηνή και διαθέτει αναντίρρητα μια ωραία φωνή, με αρκετά χαρίσματα. Ερμηνευτικά, ωστόσο, κάτι λείπει. Ίσως γιατί είναι ακόμα «άγουρος» και τείνει να ρέπει προς το παράδειγμα του Γιώργου Νταλάρα (στα πιο ώριμά του χρόνια) για τις πιο απαιτητικές νότες, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση μιας ομοιότητας που δεν βγαίνει υπέρ του. Πάντως τραγούδησε μια χαρά σε αρκετές στιγμές, με καλύτερη ανάμεσά τους το "Μια Κυριακή", που ο Σπανός έγραψε πίσω στο 1969 για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. 

Στο τέλος του προγράμματος, όταν αρχίσαμε τα «κι άλλο, κι άλλο», ο Σπανός μας χαμόγελασε πονηρά, έκανε νόημα συναίνεσης με το δάχτυλο για ένα ακόμα και γύρισε στο πιάνο του, παίζοντας τις χαρακτηριστικές νότες του "Οδός Αριστοτέλους". Περίμενα ότι θα έβγαινε η Κανελλίδου να το πει, έτσι για γκραν φινάλε και για να τονωθεί εκείνο το «ξανά μαζί» με το οποίο διαφημίζεται το όλο πρόγραμμα. Αλλά δεν βγήκε. Ήταν η Ξενάκη που μας το είπε κι αυτό. Με μας να τραγουδάμε μαζί της, σε ένα αντικειμενικά ωραίο κλείσιμο. Όσο κι αν ήθελα λίγη Κανελλίδου ακόμα. 




12 Οκτωβρίου 2022

Χάρις Αλεξίου & Τάνια Τσανακλίδου - ανταπόκριση (2014)


Καθώς μίλησα πρόσφατα με την Τάνια Τσανακλίδου στο τηλέφωνο για λογαριασμό του Αθηνοράματος και την είδα και στο Ηρώδειο ζωντανά, στο αφιέρωμα που έστησε για τον Γιάννη Σπανό, ο νους δεν ήθελε πολύ για να πετάξει σε προηγούμενα συναυλιακά μας ραντεβού. 

Τελευταία φορά πριν την πανδημία την είδα βέβαια στο Club του Σταυρού Του Νότου, τον Ιανουάριο του 2018. Περισσότερο, όμως, θυμήθηκα τη διάσταση απόψεων που είχαμε με τον (μακαρίτη, πλέον) φίλο και συνάδελφο Νίκο Ράλλη για τις κοινές της εμφανίσεις με τη Χάρις Αλεξίου –στις αρχές του 2014, στην «Άνοδο». Εγώ, δηλαδή, τα πέρασα πολύ ωραία τη βραδιά που έδωσα το παρών (14 Φλεβάρη), μα στον Νίκο δεν άρεσε καθόλου τη μέρα που πήγε (λίγο αργότερα από εμένα). 

Τέλος πάντων, δεν τα συμφωνούσαμε πάντα με τον Νίκο, ούτε στα μουσικά, ούτε στα πολιτικά, μακάρι όμως να ζούσε και να είχαμε κι άλλες διαφωνίες. Επί του παρόντος, δοθείσης της ευκαιρίας αυτής, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση που είχα υπογράψει τότε για λογαριασμό του Avopolis, η οποία εμπεριείχε ούτως ή άλλως μια μνεία σε λεγόμενα του Νίκου.

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην «Άνοδο» και ανήκουν στην εξαίρετη Ευαγγελία Θωμάκου (VaGGiNet)


Κυλούσαν οι μέρες –με τις υποχρεώσεις, τις σκοτούρες και τις χαρές τους– μα η μνήμη της Παρασκευής στην «Άνοδο» δεν έσβηνε. Όλο κανά τραγούδι από το πρόγραμμα σιγομουρμούραγα, όλο κάποιο βιντεάκι  έψαχνα στο YouTube, όλο και μιλούσα σε φίλους και γνωστούς για την εμπειρία να συναντάς την Αλεξίου και την Τσανακλίδου μαζί στην ίδια σκηνή. Γιατί περί εμπειρίας επρόκειτο, όχι απλά συναυλίας.

Συνάντησα, κατά κύριο λόγο, τη δυσπιστία και την έκπληξη. Άκουσα για το πόσο δεν χαίρουν πια συμπάθειας η Χαρούλα και η Σουλτάνα «διότι τις ξεπεράσαμε», άκουσα για το πόσο «μη cool» φαντάζουν εν έτει 2014. Και άκουσα βέβαια να κροταλίζει ξανά κάτω από τη γλώσσα η καραμέλα για την Αλεξίου, που δεν έχει πια φωνή και δεν τραγουδάει· την οποία ακούω από τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής. 

Έφερα κατά νου, σε αντιδιαστολή, την τιγκαρισμένη μέχρι τους εξώστες «Άνοδο», που πραγματικά το έκαψε την Παρασκευή και το γλέντησε με την ψυχή της –παρεμπιμπτόντως, από τα καλύτερα μαγαζιά του είδους: βλέπεις απ' όπου κι αν κάθεσαι, διαθέτει ωραία σκηνή, ο φωτισμός (ειδικά τα μωβ) ήταν εξαιρετικός και ο ήχος κρύσταλλο. 

Και σκέφτηκα τη χαράδρα που επιμένει να χάσκει μεταξύ όσων ακούν ξένη μουσική και των όσων ακούν ελληνικά. Κριτικάρουμε συχνά την ομφαλοσκοπική ημιμάθεια των τελευταίων (αλήθεια είναι), αλλά σπάνια την ευκολία με την οποία σνομπάρουν οι πρώτοι τα εγχώρια είδωλα, πριν πάνε να χειροκροτήσουν διάφορους συζητήσιμους διεθνείς. Μη μένουμε μόνο στο εύκολο θύμα (τους Scorpions), να βάλουμε στην κουβέντα και τους Fall, να θυμηθούμε και το φιάσκο των Tropic Of Cancer...

Για την Αλεξίου, τα έχει πει ωραία ο Νίκος Ράλλης –μία από τις πιο ευαίσθητες κεραίες ανάμεσα στους γράφοντες για το εγχώριο τραγούδι. Βλέποντάς την στην «Άνοδο» σκέφτηκα λοιπόν ξανά εκείνη τη φράση του: Το να λέει η Χάρις Αλεξίου τα τραγούδια της δεν είναι κάτι το τόσο απλό, διαθέτει τεράστιο βιωματικό βάρος η προσέγγισή της


Και ήταν στο "Θεός Αν Είναι" και στον τρόπο με τον οποίον αρθρώθηκε ο στίχος «δική μου είναι η Ελλάς» από το "Ούζο Όταν Πιεις" (μόνο αν έχεις συναισθανθεί ότι έχεις στο χέρι όλη την Ελλάδα μπορείς να τον πεις έτσι) όπου αποκρυσταλλώθηκε τούτη η αλήθεια, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη στιγμή του σχεδόν τετράωρου προγράμματος –περισσότερο κι από το "Μινοράκι" και από το "Όλα Σε Θυμίζουν", ακόμα και από τα "Ζήλεια Μου" και "Μια Ζωή Μέσα Στους Δρόμους". 

Ναι, λείπει η φωνητική έκταση της νεότητας, αλλά γιατί πρέπει πια να έχει τόση σημασία, αφού η Αλεξίου αποδεικνύεται σε θέση να δώσει τόσο φορτισμένες ερμηνείες; Προσαρμοσμένες μεν στις νυν δυνατότητες των χορδών, μα τόσο βαπτισμένες στο πυρ των δικών της βιωμάτων; Μιλάμε για καντάρια συγκίνησης, κυρίες και κύριοι. Απέναντι στα οποία μετρήματα τύπου πού φτάνει η χορδή τώρα στα 63 και πού έφτανε στον τάδε δίσκο, τότε, φαντάζουν μικρόψυχα· και άσχετα. 

Η Τάνια Τσανακλίδου, πάλι, δεν παίζει στις προσαρμογές. Εξακολουθεί και βασίζει τα πάντα στην «κλασική συνταγή», εκείνη με την οποία την πρωτοθαύμασα χρόνια πριν –πριν ακόμα και το ορόσημο του Μαγικού Κουτιού– στο θέατρο του Παπάγου. Είναι μια ηθοποιός που τραγουδά ή μια τραγουδίστρια που παίζει; 

Ποιος ξέρει; Μ' αυτήν την αξεδιάλυτη περσόνα συνεχίζει πάντως να αλωνίζει τη σκηνή, όντας ικανή να σε σηκώσει στα ουράνια τη μια και να σε ρίξει στα τάρταρα την άλλη: Σουλτάνα Φωφώ στην πρώτη περίπτωση, να κάνει στη μπάντα τις κοινωνικές συμβάσεις με φουριόζικη πρόζα / κομμάτια σε κάποιο πάτωμα στην έτερη περίπτωση, χαμένη σε φανταστικές συνομιλίες με τη μητέρα (τη ρίζα) περί ζωής και γήρατος. Χωρίς βέβαια να λείπει κι εκείνο το γνώριμο πια ποτήρι ουίσκι και το τσιγάρο το βαρύ, με το οποίο χόρεψε το δικό της ζεϊμπέκικο ενόσω ερμήνευε (απολαυστικά) το "Αυτή Η Νύχτα Μένει".  
    

Αλλά την ουσία του προγράμματος στην «Άνοδο» δεν θα τη βρείτε αν απλά ενώσετε το τι κάνει η Αλεξίου με το τι κάνει η Τσανακλίδου. Δεν θα τη βρείτε ούτε αν βάλετε στην εξίσωση τα τόσα και τόσα διαχρονικά τραγούδια, ούτε αν προσθέσετε τους θαυμάσιους μουσικούς που τις συνοδεύουν (πραγματικά ένας κι ένας). Όση σημασία κι αν έχουν τέτοιες παράμετροι στην ποιότητα του αποτελέσματος, το πράγμα τελικά εδράζεται στη χημεία μεταξύ των δύο ερμηνευτριών. 

Ναι, είναι ωραίες και στο κομμάτι όπου στέκονται μόνες τους –κάθε μία με τον δικό της τρόπο– όμως η παράσταση απογειώνεται όταν βρίσκονται η μία δίπλα ή αντίκρυ στην άλλη. Όταν αρχίζει να μπαίνει η μία μέσα στα τραγούδια της αλληνής, όταν η Αλεξίου λέει Τσανακλίδου και τούμπαλιν, όταν η τελευταία φωνάζει «χορευτικό!» και επιδίδονται σε συντονισμένη, σπαρταριστή κίνηση κατά μήκος της σκηνής. Όλα αποκτούν αυτό το κάτι παραπάνω όταν οι δυο τους κοιτάζονται, ανταλλάσσουν ατάκες, αγγίζονται. 

Δεν ξέρω αν η Χαρούλα και η Σουλτάνα είναι ξιπασμένες ντίβες, όπως άκουσα να λένε. Και να σας πω την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Με ενδιαφέρει ότι μαζί –εκεί πάνω στη σκηνή– αποδείχθηκαν για ακόμα μία φορά καλλιτέχνιδες με το κάπα κεφαλαίο. Δυο γυναίκες οι οποίες ζουν κάθε τραγούδι που λένε, ζούνε την παράσταση, το αλισβερίσι με τους μουσικούς τους και την επικοινωνία με το κοινό. Κι αυτό το πληθωρικό τους πάθος στο μεταδίδουν με το ξάφνιασμα και  την ένταση μιας ηλεκτροπληξίας. 

Η αιτία της επιτυχίας είναι βαθύτερη, λοιπόν. Οπότε λυπάμαι ειλικρινά όσους έχουν καταστεί ανάπηροι ν' απολαύσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, εξαιτίας ιδεοληψιών για την ταυτότητα που θέλουν να συγκροτούν μέσω της μουσικής (κουλ, χιπ, νιού, ποστ, αλτ, δεν ξέρω κι εγώ τι). Άσχετα με το πόσα εκλεκτά ακούσματα μπορεί να έχουν στοιβάξει σπίτι τους.