Μια κριτική μου από τo 2014 στο ντεμπούτο των Velvoids, που εκείνες τις μέρες είχαν κερδίσει κάμποση δημοσιότητα ανοίγοντας τη συναυλία των Brian Jonestown Massacre στην Αθήνα.
Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
Οι ρυθμοί των εγχώριων πραγμάτων είναι συχνά αργοί και ενδέχεται να δημιουργούν παραπλανητικές εντυπώσεις. Στο δελτίο Τύπου για την έκδοση του Polynesia Baby, λ.χ., διαβάζεις ότι πρόκειται για το ντεμπούτο των Velvoids. Οπότε, αν δεν είσαι χωμένος στα γκαραζοψυχεδελικά πράγματα της πρωτεύουσας, μπορεί και να νομίσεις ότι η Δώρα Χ με τον Vice Lesley πήραν τις κιθάρες τους κανα-δυο-τρία χρόνια πριν, καβαλώντας κι εκείνοι στο τρένο μιας παγκόσμιας τάσης. Αλλά οι Velvoids υπάρχουν από το 2003· και πριν το Polynesia Baby έχουν μια σειρά ΕΡ κυκλοφοριών, με (κάπως) γνωστότερο το Las Freak Voodoo του 2012, που νομίζω μάλιστα πως είναι πια και εξαντλημένο.
Αυτή η παρατήρηση δεν γίνεται απλά για το βολικό μιας εισαγωγής. Όπως τουλάχιστον το βλέπω εγώ, δηλαδή, μια δεκαετία πάνω-κάτω και το συναφές «ψήσιμο» των Velvoids σε συναυλίες, ηχογραφήσεις και στην όλη ανεξάρτητη πορεία την οποία έχουν χαράξει μέσω της TBMr Records, θα έπρεπε να τους έχει οδηγήσει σε μια κατάθεση με περισσότερη άποψη. Γιατί ζούμε στο 2014, όχι στο 1984. Με μερικά κλικ έχεις σπίτι σου την τελευταία γκαραζοροκιά απ' όπου μπορείς να φανταστείς. Χώρια τον πλούτο των ύστερων 1960s, που κάποτε αποκτούσες μόνο με σεβαστά χρηματικά ποσά.
Βρίσκω λοιπόν άστοχη την οπτική «καν' το όπως εκείνοι που αγαπάς», η οποία δεν αφορά βέβαια μόνο τους Velvoids, μα και το μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας αγγλόφωνης παραγωγής, καθώς και πάμπολλα συγκροτήματα του εξωτερικού. Διάβολε, θέλουμε την άποψή σου για όσα σου παίρνουν τα μυαλά, η δισκογραφία δεν είναι διαγωνισμός τελειότερης απομίμησης. Γεμίσαμε μπάντες με άρτια παιξίματα και καλές παραγωγές, απλά για να πεθυμήσουμε κάποιους εγχώριους ήρωες του παρελθόντος, που μπορεί να τα έκαναν σαλάτα στα κατασκευαστικά και να μίλαγαν αστεία αγγλικά ή να κολλούσαν ελληνικά που «κούναγαν» στους αγγλοσαξονικούς ρυθμούς, όμως είχαν κάτι περισσότερο να πουν για αυτά που τους έκαιγαν.
Στην περίπτωση των Velvoids, τώρα, λυπάσαι που δεν βρίσκεις αρκετά καλά να πεις για το Polynesia Baby, ακριβώς γιατί δείχνουν ότι το μπορούσαν αυτό το βήμα παραπέρα. Στις ζωντανές εμφανίσεις εκλύουν οργιαστική ενέργεια, η οποία συνυπάρχει μερικές φορές με έναν γουστόζικο rock αισθησιασμό. Αλλά εδώ εντοπίζεις μόνο τον δεύτερο, στο καλύτερο τραγούδι της δουλειάς "Dead Don't Dance". Κατά τ' άλλα τους τρώνε οι διαδρομές ρουτίνας: αρκούνται σε ένα καλοπαιγμένο γκαραζοψυχεδέλ, που είναι φανερό πως το ευχαριστιούνται πολύ ("Talk In Red", "Unwind"), οπότε ζήσαν εκείνοι καλά και οι 1960s ήρωές τους καλύτερα. Κι ας λέει η Nina Antonia στο συνοδευτικό σημείωμα –Βρετανίδα συγγραφέας, έχει γράψει για Johnny Thunders και New York Dolls– για ηχητικά υποσυνείδητα, για παραπομπές στον Brian Jones και για τη βαθιά μπλε συνοριακή γραμμή του ξυπνητού ονείρου.
Ως –πράγματι– ένα από τα καλύτερα εγχώρια συγκροτήματα του συγκεκριμένου ήχου τα οποία μπορείς να τρακάρεις live, οι Velvoids καλούνται λοιπόν να αποδείξουν ότι μπορούν να αντιληφθούν τη δισκογραφία ως πεδίο πιο απαιτητικό από το συναυλιακό σανίδι. Εκπέμποντας ένα πιο ισχυρό στίγμα από αυτό του Polynesia Baby, ειδικά με δεδομένη την παρούσα συγκυρία, που επιτρέπει σε πάμπολλα παρεμφερή συγκροτήματα να ξεφυτρώσουν και να διεκδικήσουν μερίδιο της προσοχής.
Όσοι παρακολουθούν την αρθρογραφία μου στο Αθηνόραμα, ξέρουν ότι πριν λίγες μέρες πήγα να παρακολουθήσω το αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό στο Ηρώδειο –έναν αγαπημένο δημιουργό.
Όταν είδα λοιπόν την Πέννυ Ξενάκη να ανεβαίνει στη σκηνή ως συμμετοχή-έκπληξη της βραδιάς, η μνήμη πέταξε στην τελευταία φορά που είδα live τον συνθέτη: καθισμένο στο πιάνο του, με βλέμμα πάντοτε σπινθηροβόλο, παρά την πάροδο των ετών.
Ήταν τέλη Δεκέμβρη του 2017, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Στις παραστάσεις «Ξανά Μαζί» που έδινε τότε εκεί με την Ξενάκη, την Αλέκα Κανελλίδου και τον Δημήτρη Σαββαΐδη. Σε μια ωραία βραδιά, έστω και με την απογοητευτική διαπίστωση ότι το «Μαζί» του τίτλου δεν ήταν και πολύ αληθινό, αφού Σπανός & Κανελλίδου μοιράστηκαν τη σκηνή για μικρό μονάχα μέρος του προγράμματος που είχαν σχεδιάσει.
Η συναυλιακή επικαιρότητα, λοιπόν, δημιουργεί καλή αφορμή ώστε να αναδημοσιευτεί εδώ η ανταπόκριση που έγραψα τότε για λογαριασμό του Avopolis –ως συνήθως, με μικρές τροποποιήσεις, κατά κύριο λόγο αισθητικής φύσης.
* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά της 29/12 στο «Γυάλινο» και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα
«Ξανά μαζί» είναι φέτος ο Γιάννης Σπανός και η Αλέκα Κανελλίδου, ύστερα από τις επιτυχημένες εμφανίσεις του 2016 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Για όποιον δεν έχει ξαναπάει, πάντως, ελλοχεύει και μια παρεξήγηση σε όλο αυτό το «ξανά μαζί». Κι εγώ, δηλαδή, μια διαφορετική εικόνα είχα σχηματίσει στο κεφάλι μου για το τι θα έβλεπα πηγαίνοντας στην παράσταση· με αποτέλεσμα να βρεθώ απορημένος, όταν κατάλαβα ότι οι δυο τους μοιράζονται τη σκηνή για μικρό μόνο μέρος του όλου προγράμματος.
Η νύχτα, δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα κομμένη στα δύο: ένα μέρος ανήκει στην Αλέκα Κανελλίδου κι ένα στον Γιάννη Σπανό και τους δυο βασικούς συνοδοιπόρους του, την Πέννυ Ξενάκη (τραγούδι) και τον Δημήτρη Σαββαΐδη (τραγούδι, μπουζούκι). Αμφότεροι, πάντως, πλαισιώνονται από την ίδια ορχήστρα ικανών μουσικών, την οποία αποτελούν οι Θωμάς Καραμαζάκης (κιθάρα), Γιώργος Σχοινάς (ακορντεόν), Γιώργος Κατσίκης (τύμπανα) & Μίμης Ντούτσουλης (κοντραμπάσο), με μαέστρο τον πιανίστα Γιώργο Τσοκάνη, που επιμελήθηκε γενικά τις ενορχηστρώσεις και την όλη μουσική διεύθυνση.
H Αλέκα Κανελλίδου εμφανίστηκε ενώπιόν μας λίγο μετά τις 11 και μπήκε χωρίς εισαγωγές με το "Crazy Girl" –το τραγούδι με το οποίο ξεκίνησαν ουσιαστικά όλα πίσω στο 1967, όταν το είπε ντουμπλάροντας τη Ζωή Λάσκαρη στην περίφημη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες». Έψαχναν τότε μια τραγουδίστρια, μας είπε· και ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ένας από τους μουσικούς του Μίμη Πλέσσα (ο βιολιστής Γιάννης Κανελλίδης), σκέφτηκε την κόρη του, που όλη μέρα τραγουδούσε «τα ξένα». Δεν πρέπει να του έδωσαν χρήματα για τη συμμετοχή της, όταν δε βγήκε η ταινία, μάταια έψαχνε το όνομά της: δεν είχε μπει πουθενά. Παρότι λίγο πιο μετά παραπονέθηκε ότι μας έβρισκε «παγωμενάκια» ως θεατές, νομίζω ότι ήταν ωραία εισαγωγή, η οποία δημιούργησε κλίμα. Αν οι αντιδράσεις μας άργησαν να γίνουν πιο ενθουσιώδεις, οφείλεται στο ότι αρχικά υπήρξε μεγάλη προσήλωση στις ερμηνείες της, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει μια σαγήνη.
Όλα τα γνωστά κι αγαπημένα της μας τα είπε η Κανελλίδου. Και το ικανοποιητικά γεμάτο Γυάλινο τραγούδησε με προσήλωση, σχεδόν σε κάθε περίσταση: όσοι είχαν έρθει, ήξεραν καλά τι ήρθαν να δουν. "Πόσο Γλυκά Με Σκοτώνεις" (η διασκευή του 1981 στο "Killing Me Softly With His Song" της Lori Lieberman), "Μια Περιπέτεια", "Μονά Ζυγά", "Αλλιώτικος Νόμος", "Δεν Είναι Έτσι Η Αγάπη", "Μόλις Χθες", "Νύχτα Είναι Θα Περάσει" και φυσικά το "Άσε Με Να Φύγω", ήταν όλα εκεί. Δοσμένα με φλόγα και με τη μοναδικότητα μιας αληθινά ξεχωριστής φωνής: μπορεί ο χρόνος να την έχει βαθύνει, μα η ερμηνευτική δύναμη της Κανελλίδου και τα εκφραστικά της χρώματα μένουν ανέπαφα.
Μας είπε βεβαίως και τα "Δίδυμα Φεγγάρια" –και ίσως ήταν εκεί που το κοινό να άρχισε να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Δίπλα της στάθηκε ο Δημήτρης Σαββαΐδης με το μπουζούκι του, φοβάμαι πάντως ότι τούτη η πρώτη γνωριμία είχε εν τέλει τον χαρακτήρα ψυχρολουσίας, καθώς ανέλαβε και τα ανδρικά φωνητικά της υπόθεσης. Ασφαλώς και δεν περίμενε κανείς να ανταγωνιστεί τον Δημήτρη Μητροπάνο, δεν γίνονται αυτά. Αλλά ο γλυκερός τρόπος του αποτυπώθηκε υπέρ το δέον μακριά από το αιτούμενο. Η Κανελλίδου έκανε και μια μικρή περιπλάνηση στο ελαφρό ρεπερτόριο με επιλογές από Μιχάλη Σουγιούλ και Γιώργο Μουζάκη, όμως το ενδιαφέρον μας κορυφώθηκε όταν έφερε τον Γιάννη Σπανό στη σκηνή, για να κάτσει απέναντί της στο πιάνο και να τραγουδήσουν μαζί.
Ο πολύ ωραίος δίσκος του 1976 «Η Αλέκα Κανελλίδου Τραγουδά Γιάννη Σπανό» τιμήθηκε με τους "Νόμους" και το "Ήρθε Ένας Φίλος", διάλεξαν όμως και αγαπητά τραγούδια εκτός της συνεργασίας τους, που έμειναν με άλλες γυναικείες φωνές, όπως το "Αν Μ' Αγαπάς" και το "Σ' Ένα Εξπρές", με την Κανελλίδου να κλείνει το κοινό αυτό set με μια καταπληκτική, a cappela εκτέλεση στο "Άνθρωποι Μονάχοι", το οποίο έχει σφραγίσει βέβαια η ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού. Αναλόγως καταπληκτικό, πάντως, ήταν και το φινάλε της δικής της παρουσίας στο Γυάλινο, για το οποίο διάλεξε τα "Ήσυχα Βράδια", αποδίδοντάς τα όπως ακριβώς τους πρέπει, σε ένα συγκινητικό στιγμιότυπο. Μας χαιρέτησε κατόπιν χωρίς πολλά-πολλά, με μερικές πρωτοχρονιάτικες ευχές.
Μετά από μια τέτοια εμπειρία στάθηκε δύσκολο να δεχθούμε ότι τη σκυτάλη θα έπαιρναν η Πέννυ Ξενάκη με τον Δημήτρη Σαββαΐδη, όσο σεβασμό κι αν ενέπνεε η παρουσία του Γιάννη Σπανού στο πιάνο –όσο από καρδιάς και αν του απαντήσαμε θετικά στην από μικροφώνου έκκλησή του να τελειώσουμε τη βραδιά μαζί. Ήταν ένα δύσκολο στοίχημα, ομολογουμένως. Αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μείναμε στις θέσεις μας μέχρι το τέλος, χειροκροτώντας θερμά στο ενδιάμεσο ή και χορεύοντας ανά περιστάσεις, είναι η καλύτερη πιστοποίηση ότι το στοίχημα δεν χάθηκε.
Τα εύσημα πρέπει να δοθούν στην Πέννυ Ξενάκη, γιατί έκανε μια επιτυχημένη «πρώτη επαφή» ερμηνεύοντας πολύ ωραία, με τη βαθιά, ζεστή φωνή της το "Μια Αγάπη Για Το Καλοκαίρι". Κυρίως, όμως, ανήκουν στον Γιάννη Σπανό: αυτόν τον εξαιρετικό συνθέτη με το έργο-ποταμό, που δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα στους «μεγάλους» του τόπου μας, όπως θα έπρεπε. Ίσως γιατί πάντα είναι έτσι αναλόγως σεμνός όσο τον είδαμε και στο Γυάλινο, να προτιμά τα μετόπισθεν, εκεί στο πιάνο του, αφήνοντας τα φώτα στους εκάστοτε συνοδοιπόρους του στα μικρόφωνα. Το υπόλοιπο πρόγραμμα ήταν η καλύτερη απόδειξη του πόσο σπουδαίος είναι, αφού έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούμε ότι κι εκείνο και το άλλο και το παράλλο από τα πασίγνωστα άσματα που ακούγαμε, όλα δικά του ήταν.
Η Ξενάκη ανέλαβε με άνεση και αέρα το κομμάτι που της αναλογούσε, ξετυλίγοντας μια διακριτή ερμηνευτική ταυτότητα, εύστοχα τοποθετημένη κάπου μεταξύ Αλέκας Κανελλίδου και Τάνιας Τσανακλίδου, με ολίγη από Χαρούλα Αλεξίου –απόρησα που μια τέτοια φωνή έχει μείνει χωρίς δισκογραφία από το 1995 και μετά, μετρώντας μόλις 2 άλμπουμ στο ενεργητικό της.
Η Χριστίνα δίπλα μου παρατήρησε ότι κάτι πρέπει να βελτιώσει στην κίνηση και στην επί σκηνής έκφρασή της, ενώ κι εγώ σημείωσα ότι ίσως τα πιο λαϊκά να μην της πάνε και τόσο, θεωρώντας ότι έφτασε στις καλύτερές της στιγμές λέγοντας το "Φίλε" και την "Κίτρινη Πόλη". Ωστόσο ήταν εκείνη που ξεσήκωσε τον κόσμο στον χορό, κατεβαίνοντας ανάμεσα στα τραπέζια για το "Ναύτης Βγήκε Στη Στεριά" και το "Ρίξε Στο Κορμί Μου Σπίρτο", δύο σουξεδάρες του Σπανού από το 1977 και το 1992, με πρώτες διδάξασες (αντίστοιχα) τη Μοσχολιού και την Κατερίνα Κούκα.
Το πιο λαϊκό κομμάτι του προγράμματος το πήρε γενικά επ' ώμου ο Σαββαΐδης, ο οποίος συνολικά υπήρξε καλύτερη παρουσία σε σύγκριση με την πρώτη ιδέα που μας έδωσε στο πλάι της Κανελλίδου. Παίζει ωραίο μπουζούκι, στέκεται στη σκηνή και διαθέτει αναντίρρητα μια ωραία φωνή, με αρκετά χαρίσματα. Ερμηνευτικά, ωστόσο, κάτι λείπει. Ίσως γιατί είναι ακόμα «άγουρος» και τείνει να ρέπει προς το παράδειγμα του Γιώργου Νταλάρα (στα πιο ώριμά του χρόνια) για τις πιο απαιτητικές νότες, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση μιας ομοιότητας που δεν βγαίνει υπέρ του. Πάντως τραγούδησε μια χαρά σε αρκετές στιγμές, με καλύτερη ανάμεσά τους το "Μια Κυριακή", που ο Σπανός έγραψε πίσω στο 1969 για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Στο τέλος του προγράμματος, όταν αρχίσαμε τα «κι άλλο, κι άλλο», ο Σπανός μας χαμόγελασε πονηρά, έκανε νόημα συναίνεσης με το δάχτυλο για ένα ακόμα και γύρισε στο πιάνο του, παίζοντας τις χαρακτηριστικές νότες του "Οδός Αριστοτέλους". Περίμενα ότι θα έβγαινε η Κανελλίδου να το πει, έτσι για γκραν φινάλε και για να τονωθεί εκείνο το «ξανά μαζί» με το οποίο διαφημίζεται το όλο πρόγραμμα. Αλλά δεν βγήκε. Ήταν η Ξενάκη που μας το είπε κι αυτό. Με μας να τραγουδάμε μαζί της, σε ένα αντικειμενικά ωραίο κλείσιμο. Όσο κι αν ήθελα λίγη Κανελλίδου ακόμα.
Καθώς μίλησα πρόσφατα με την Τάνια Τσανακλίδου στο τηλέφωνο για λογαριασμό του Αθηνοράματος και την είδα και στο Ηρώδειο ζωντανά, στο αφιέρωμα που έστησε για τον Γιάννη Σπανό, ο νους δεν ήθελε πολύ για να πετάξει σε προηγούμενα συναυλιακά μας ραντεβού.
Τελευταία φορά πριν την πανδημία την είδα βέβαια στο Club του Σταυρού Του Νότου, τον Ιανουάριο του 2018. Περισσότερο, όμως, θυμήθηκα τη διάσταση απόψεων που είχαμε με τον (μακαρίτη, πλέον) φίλο και συνάδελφο Νίκο Ράλλη για τις κοινές της εμφανίσεις με τη Χάρις Αλεξίου –στις αρχές του 2014, στην «Άνοδο». Εγώ, δηλαδή, τα πέρασα πολύ ωραία τη βραδιά που έδωσα το παρών (14 Φλεβάρη), μα στον Νίκο δεν άρεσε καθόλου τη μέρα που πήγε (λίγο αργότερα από εμένα).
Τέλος πάντων, δεν τα συμφωνούσαμε πάντα με τον Νίκο, ούτε στα μουσικά, ούτε στα πολιτικά, μακάρι όμως να ζούσε και να είχαμε κι άλλες διαφωνίες. Επί του παρόντος, δοθείσης της ευκαιρίας αυτής, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση που είχα υπογράψει τότε για λογαριασμό του Avopolis, η οποία εμπεριείχε ούτως ή άλλως μια μνεία σε λεγόμενα του Νίκου.
* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην «Άνοδο» και ανήκουν στην εξαίρετη Ευαγγελία Θωμάκου (VaGGiNet)
Κυλούσαν οι μέρες –με τις υποχρεώσεις, τις σκοτούρες και τις χαρές τους– μα η μνήμη της Παρασκευής στην «Άνοδο» δεν έσβηνε. Όλο κανά τραγούδι από το πρόγραμμα σιγομουρμούραγα, όλο κάποιο βιντεάκι έψαχνα στο YouTube, όλο και μιλούσα σε φίλους και γνωστούς για την εμπειρία να συναντάς την Αλεξίου και την Τσανακλίδου μαζί στην ίδια σκηνή. Γιατί περί εμπειρίας επρόκειτο, όχι απλά συναυλίας.
Συνάντησα, κατά κύριο λόγο, τη δυσπιστία και την έκπληξη. Άκουσα για το πόσο δεν χαίρουν πια συμπάθειας η Χαρούλα και η Σουλτάνα «διότι τις ξεπεράσαμε», άκουσα για το πόσο «μη cool» φαντάζουν εν έτει 2014. Και άκουσα βέβαια να κροταλίζει ξανά κάτω από τη γλώσσα η καραμέλα για την Αλεξίου, που δεν έχει πια φωνή και δεν τραγουδάει· την οποία ακούω από τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής.
Έφερα κατά νου, σε αντιδιαστολή, την τιγκαρισμένη μέχρι τους εξώστες «Άνοδο», που πραγματικά το έκαψε την Παρασκευή και το γλέντησε με την ψυχή της –παρεμπιμπτόντως, από τα καλύτερα μαγαζιά του είδους: βλέπεις απ' όπου κι αν κάθεσαι, διαθέτει ωραία σκηνή, ο φωτισμός (ειδικά τα μωβ) ήταν εξαιρετικός και ο ήχος κρύσταλλο.
Και σκέφτηκα τη χαράδρα που επιμένει να χάσκει μεταξύ όσων ακούν ξένη μουσική και των όσων ακούν ελληνικά. Κριτικάρουμε συχνά την ομφαλοσκοπική ημιμάθεια των τελευταίων (αλήθεια είναι), αλλά σπάνια την ευκολία με την οποία σνομπάρουν οι πρώτοι τα εγχώρια είδωλα, πριν πάνε να χειροκροτήσουν διάφορους συζητήσιμους διεθνείς. Μη μένουμε μόνο στο εύκολο θύμα (τους Scorpions), να βάλουμε στην κουβέντα και τους Fall, να θυμηθούμε και το φιάσκο των Tropic Of Cancer...
Για την Αλεξίου, τα έχει πει ωραία ο Νίκος Ράλλης –μία από τις πιο ευαίσθητες κεραίες ανάμεσα στους γράφοντες για το εγχώριο τραγούδι. Βλέποντάς την στην «Άνοδο» σκέφτηκα λοιπόν ξανά εκείνη τη φράση του: Το να λέει η Χάρις Αλεξίου τα τραγούδια της δεν είναι κάτι το τόσο απλό, διαθέτει τεράστιο βιωματικό βάρος η προσέγγισή της.
Και ήταν στο "Θεός Αν Είναι" και στον τρόπο με τον οποίον αρθρώθηκε ο στίχος «δική μου είναι η Ελλάς» από το "Ούζο Όταν Πιεις" (μόνο αν έχεις συναισθανθεί ότι έχεις στο χέρι όλη την Ελλάδα μπορείς να τον πεις έτσι) όπου αποκρυσταλλώθηκε τούτη η αλήθεια, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη στιγμή του σχεδόν τετράωρου προγράμματος –περισσότερο κι από το "Μινοράκι" και από το "Όλα Σε Θυμίζουν", ακόμα και από τα "Ζήλεια Μου" και "Μια Ζωή Μέσα Στους Δρόμους".
Ναι, λείπει η φωνητική έκταση της νεότητας, αλλά γιατί πρέπει πια να έχει τόση σημασία, αφού η Αλεξίου αποδεικνύεται σε θέση να δώσει τόσο φορτισμένες ερμηνείες; Προσαρμοσμένες μεν στις νυν δυνατότητες των χορδών, μα τόσο βαπτισμένες στο πυρ των δικών της βιωμάτων; Μιλάμε για καντάρια συγκίνησης, κυρίες και κύριοι. Απέναντι στα οποία μετρήματα τύπου πού φτάνει η χορδή τώρα στα 63 και πού έφτανε στον τάδε δίσκο, τότε, φαντάζουν μικρόψυχα· και άσχετα.
Η Τάνια Τσανακλίδου, πάλι, δεν παίζει στις προσαρμογές. Εξακολουθεί και βασίζει τα πάντα στην «κλασική συνταγή», εκείνη με την οποία την πρωτοθαύμασα χρόνια πριν –πριν ακόμα και το ορόσημο του Μαγικού Κουτιού– στο θέατρο του Παπάγου. Είναι μια ηθοποιός που τραγουδά ή μια τραγουδίστρια που παίζει;
Ποιος ξέρει; Μ' αυτήν την αξεδιάλυτη περσόνα συνεχίζει πάντως να αλωνίζει τη σκηνή, όντας ικανή να σε σηκώσει στα ουράνια τη μια και να σε ρίξει στα τάρταρα την άλλη: Σουλτάνα Φωφώ στην πρώτη περίπτωση, να κάνει στη μπάντα τις κοινωνικές συμβάσεις με φουριόζικη πρόζα / κομμάτια σε κάποιο πάτωμα στην έτερη περίπτωση, χαμένη σε φανταστικές συνομιλίες με τη μητέρα (τη ρίζα) περί ζωής και γήρατος. Χωρίς βέβαια να λείπει κι εκείνο το γνώριμο πια ποτήρι ουίσκι και το τσιγάρο το βαρύ, με το οποίο χόρεψε το δικό της ζεϊμπέκικο ενόσω ερμήνευε (απολαυστικά) το "Αυτή Η Νύχτα Μένει".
Αλλά την ουσία του προγράμματος στην «Άνοδο» δεν θα τη βρείτε αν απλά ενώσετε το τι κάνει η Αλεξίου με το τι κάνει η Τσανακλίδου. Δεν θα τη βρείτε ούτε αν βάλετε στην εξίσωση τα τόσα και τόσα διαχρονικά τραγούδια, ούτε αν προσθέσετε τους θαυμάσιους μουσικούς που τις συνοδεύουν (πραγματικά ένας κι ένας). Όση σημασία κι αν έχουν τέτοιες παράμετροι στην ποιότητα του αποτελέσματος, το πράγμα τελικά εδράζεται στη χημεία μεταξύ των δύο ερμηνευτριών.
Ναι, είναι ωραίες και στο κομμάτι όπου στέκονται μόνες τους –κάθε μία με τον δικό της τρόπο– όμως η παράσταση απογειώνεται όταν βρίσκονται η μία δίπλα ή αντίκρυ στην άλλη. Όταν αρχίζει να μπαίνει η μία μέσα στα τραγούδια της αλληνής, όταν η Αλεξίου λέει Τσανακλίδου και τούμπαλιν, όταν η τελευταία φωνάζει «χορευτικό!» και επιδίδονται σε συντονισμένη, σπαρταριστή κίνηση κατά μήκος της σκηνής. Όλα αποκτούν αυτό το κάτι παραπάνω όταν οι δυο τους κοιτάζονται, ανταλλάσσουν ατάκες, αγγίζονται.
Δεν ξέρω αν η Χαρούλα και η Σουλτάνα είναι ξιπασμένες ντίβες, όπως άκουσα να λένε. Και να σας πω την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Με ενδιαφέρει ότι μαζί –εκεί πάνω στη σκηνή– αποδείχθηκαν για ακόμα μία φορά καλλιτέχνιδες με το κάπα κεφαλαίο. Δυο γυναίκες οι οποίες ζουν κάθε τραγούδι που λένε, ζούνε την παράσταση, το αλισβερίσι με τους μουσικούς τους και την επικοινωνία με το κοινό. Κι αυτό το πληθωρικό τους πάθος στο μεταδίδουν με το ξάφνιασμα και την ένταση μιας ηλεκτροπληξίας.
Η αιτία της επιτυχίας είναι βαθύτερη, λοιπόν. Οπότε λυπάμαι ειλικρινά όσους έχουν καταστεί ανάπηροι ν' απολαύσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, εξαιτίας ιδεοληψιών για την ταυτότητα που θέλουν να συγκροτούν μέσω της μουσικής (κουλ, χιπ, νιού, ποστ, αλτ, δεν ξέρω κι εγώ τι). Άσχετα με το πόσα εκλεκτά ακούσματα μπορεί να έχουν στοιβάξει σπίτι τους.
Το βράδυ του Σαββάτου, αν και μαζευτήκαμε παρέα για ποτά και κοκτέιλ στο «Odori», η ένταση της μουσικής μας φάνηκε λάθος για έξοδο καθήμενων που ήθελαν να πουν και καμιά κουβέντα.
Αποφασίσαμε έτσι να πάμε και μια βόλτα από το «Ρομάντσο», όπου οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας έκαναν το τελικό, κεφάτο τους πάρτυ. Και είχες την επιλογή να αράξεις έξω στην Αναξαγόρα, αν δεν ήθελες πολλή φασαρία ή να χωθείς μέσα, πλάι στα decks των (φίλων) DJs –ιδρώνοντας τη «φανέλα» με σούπερ χορευτικές επιλογές σαν το "Dominator" των Kalipo & Local Suicide.
Σε κάποιο σημείο της βραδιάς έπεσε και το ερώτημα της τελευταίας συναυλίας που είχαμε παρακολουθήσει στο «Ρομάντσο», με το δικό μου μυαλό, όμως, να πετάει αυτόματα στον Σεπτέμβρη του 2014. Τότε που είχα δώσει το παρών και για την 1η και για τη 2η μέρα του νεότευκτου ΨΧ (ήτοι, Φεστιβάλ Νέας Ελληνικής Ψυχεδελικής Μουσικής) –είχαμε ακόμα αντοχές, όχι αστεία.
Με απασχόλησε, λοιπόν, ότι, αν και θυμόμουν την περίσταση, δεν μπορούσα να ανακαλέσω πολλά από τις εμφανίσεις που είχα παρακολουθήσει, πέρα από τους Bazooka, οι οποίοι βρίσκονταν τότε σε πωρωτική τροχιά ανόδου στα εγχώρια rock πράγματα. Αναζήτησα έτσι την ανταπόκριση που δημοσίευσα για λογαριασμό του Avopolis και, βουαλά, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* Η κεντρική φωτογραφία είναι από το live των Bazooka στο ΨΧ 2014 και ανήκει στη Ντιάνα Καλημέρη, όπως και όλες οι εικόνες της 2ης ημέρας του φεστιβάλ. Η κάτωθι των Chinese Basement, όπως και όλες οι φωτογραφίες της 1ης ημέρας, ανήκουν στην Αίγλη Δράκου.
Ημέρα 1η (Παρασκευή 12/9/2014)
Η πρώτη ΨΧ ημέρα σημείωσε μια σημαντική επιτυχία και μια σημαντική αποτυχία. Από τη μία δηλαδή, όπως έγινε άμεσα φανερό ήδη από τις 21.30, όταν και κατέφτασα στο Ρομάντσο, το φεστιβάλ πέτυχε να γίνει το πρώτο meeting point της νέας σαιζόν για ένα κομμάτι της εναλλακτικής Αθήνας που ακούει κιθάρες. Η ψυχεδέλεια έδωσε λοιπόν απλά την αφορμή, όχι τόσο ως «μουσικό είδος», μα ως γενικότερη τάση της indie σκηνής του σήμερα.
Από την άλλη, όπως φάνηκε όταν πια τα ρολόγια έδειξαν 02.00 και οι headliners Noise Figures βγήκαν μπροστά σε λιγοστό κοινό (ευχαριστώντας μας που ακόμα βρισκόμασταν εκεί), δεν κερδήθηκε ούτε το στοίχημα της παραμονής του αρχικού κόσμου, ούτε κι αυτό της προσέλκυσης ακόμα περισσότερων, όσο κυλούσε η βραδιά. Κάτι που δυστυχώς οδήγησε το πρόγραμμα σε εκτροχιασμό.
Οι Steams (μου) φάνηκαν λιγάκι αγχωμένοι, ωστόσο άνοιξαν την 1η ΨΧ ημέρα αναπλάθοντας επιτυχημένα μια ατμόσφαιρα ύστερων 1960s σε ήχο και ερμηνεία. Το set τους διέθετε σημεία με ελκυστικό ηλεκτρισμό, η ντράμερ τους τράβηξε αρκετά βλέμματα προς τη σκηνή, αλλά στα τέλη πια της βραδιάς η ανάμνησή τους είχε θαμπώσει. Ίσως έφταιξε ο υπερβολικά ρετρό χαρακτήρας του υλικού και η εστίασή τους στη δουλική ανάπλαση των όσων έχουν θαυμάσει στην αγγλοσαξονική σκηνή, η οποία δεν συμβάδισε με κάποια προθυμία για διάλογο με το παρόν –κάτι που τελικά στερεί σε ταυτότητα. Πιστεύω επίσης ότι έπρεπε να παίξουν λιγότερο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη πως ξεκίνησαν 1 ώρα μετά την προγραμματισμένη έναρξη.
Οι Chinese Basement, από την άλλη, παρότι εμφανίστηκαν μόλις δεύτεροι στο line-up, αναδείχθηκαν τελικά στους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της 1ης μέρας του φεστιβάλ: και τον περισσότερο κόσμο μάζεψαν στην Αναξαγόρα και το πιο ενθουσιώδες χειροκρότημα έλαβαν και την πιο δυναμική και ξεχωριστή performance έκαναν. Είναι βέβαια αλήθεια ότι από όλες τις μπάντες με τις οποίες συνυπήρξαν χρωστούν τα λιγότερα στην ψυχεδελική επιρροή κι έτσι η συμμετοχή τους άφησε κι ένα ερωτηματικό –αν και εντάξει, μπορείς αν θες να βρεις κάτι από Cream στον ήχο τους.
Μικρή σημασία είχαν πάντως τέτοιες παρατηρήσεις όταν τα πιτσιρίκια από τη Θεσσαλονίκη εξαπέλυσαν εναντίον μας τις φρενιασμένες α-λα-Fugazi κιθάρες τους, ένα εκπληκτικό μπουζούκι, καθώς και τον έξυπνο (μα και λιγάκι άγουρο ακόμα) ελληνικό τους στίχο, που δείχνει να χρωστά πολλά στην παρακαταθήκη του Γιάννη Αγγελάκα. Βγάζουν καινούργιο δίσκο όπου να 'ναι, μας έταξαν κι ένα χριστουγεννιάτικο single, θα έχουμε επομένως ευκαιρίες να τους θαυμάσουμε ξανά live κάπου στην πρωτεύουσα.
Καταλαβαίνετε φαντάζομαι ότι μετά από έναν τέτοιον τυφώνα, οι My Drunken Haze, οι οποίοι έλαβαν τη σκυτάλη της συνέχειας, είχαν πολύ δύσκολο έργο να φέρουν σε πέρας. Δεν μπόρεσα λοιπόν να μη σημειώσω το πόσο εύκολα επέβαλλαν στη σκηνή του Ρομάντσου την παρουσία τους, πείθοντάς μας να ακολουθήσουμε την ευγενική ψυχεδελοπόπ τους, παρότι οι διαθέσεις είχαν αγριέψει και τα βλέμματα γυάλιζαν.
Ομολογουμένως, δεν παίζουν κάτι ιδιαίτερο –κάτι δηλαδή που να μην έχεις ξανακούσει πολλές φορές, αν έχεις κάνει τον κόπο να σκάψεις στην ηλιολουσμένη ψυχεδελική ποπ των ύστερων 1960s: ήχησαν ως μπάντα υπερβολικά πρόθυμη να ακολουθήσει τη ρετρό μόδα της εποχής. Αλλά το δέσιμό τους, η εμφανής ικανότητά τους στην οργανοπαιξία και κυρίως η σωστή, όμορφη φωνή της Ματίνας Θρουμουλοπούλου έκαναν τη διαφορά. Δυστυχώς, έλαχε στο δικό τους set να γίνει φανερό πως κάτι δεν κυλούσε σωστά στη βραδιά. Πριν καν τελειώσουν, δηλαδή, άρχισαν οι αποχωρήσεις στο κοινό, το οποίο δεν είχε αυξηθεί όσο περνούσε η ώρα.
Τη νύφη πλήρωσαν οι Prins Obi & The Dream Warriors, δηλαδή το νέο εγχείρημα του Γιώργου Δημάκη των Baby Guru. Γιατί, αν και πραγματοποίησαν δυνατή έναρξη, με τη φωνή του Prins Obi να γεμίζει μελωδικότατα το Ρομάντσο πάνω από ρευστούς, χαλαρούς ψυχεδελο-kraut ρυθμούς, έμειναν πολύ σύντομα με αισθητά λιγοστό κοινό απέναντί τους. Το μικρότερο αριθμητικά, ως εκείνο το σημείο της βραδιάς.
Αν τώρα κράτησα σωστά τον χρόνο, πρέπει τελικά να πετσόκοψαν το μισό περίπου από το προγραμματισμένο τους set. Κι αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι περισσότεροι από όσους παρέμειναν στην Αναξαγόρα περισσότερο ανέλυαν το τι γινόταν παρά πρόσεχαν τα επί σκηνής δρώμενα, είχε ως αποτέλεσμα να μη μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα. Θα αποτολμήσω πάντως να πω ότι τίποτα από όσα έπαιξαν δεν ακούστηκε τόσο καθηλωτικό, όσο το αρχικό κομμάτι.
Τι να πουν βέβαια και οι Noise Figures, οι οποίοι, παρότι headliners, κατέληξαν να παίξουν έμπροσθεν μιας πολύ ...οικογενειακής κατάστασης, ευχαριστώντας όσους παραμείναμε για την υπομονή μας. Δεν νομίζω ότι έκαναν κάποια προσπάθεια να κρύψουν την απογοήτευσή τους, οπωσδήποτε όμως συμπεριφέρθηκαν ως άψογοι επαγγελματίες κι έπαιξαν με μεγάλη ορμή και πάθος.
Η μέχρι στιγμής εμπειρία που έχουν αποκομίσει ο Γιώργος Νίκας με τον Στάμο Μπάμπαρη έγινε άμεσα φανερή με το που πήραν θέση στη σκηνή ο ένας αντίκρυ στον άλλον, η μεταξύ τους επικοινωνία ήταν υποδειγματική για ντουέτο και το rock 'n' roll τους δυνατό και ξάστερο, αν και μάλλον στερεοτυπικό για τα προσωπικά μου γούστα. Παρά την άβολη περίσταση και τη γκρίνια για το περασμένο της ώρας, τους χάρηκα περισσότερο από εκείνο το support που είχαν κάνει τον Μάρτιο στους Black Rebel Motorcycle Club.
Δεν τελείωσε λοιπόν καλά η πρώτη ΨΧ μέρα, παρά την αξιόλογη μουσική που ακούσαμε κατά περιστάσεις, καθώς μάλλον υποτιμήθηκαν οι αντοχές του κόσμου που ήρθε ως την Αναξαγόρα: σε αναλογία, δηλαδή, νομίζω ότι κέρδισαν οι μεγαλύτεροι (ή έστω οι κάπως μεγαλύτεροι) σε ηλικία, άνθρωποι που πιθανότατα είχαν πίσω τους μια μακριά, εργάσιμη ημέρα, μη διαθέτοντας κουράγιο να ξενυχτήσουν. Οι προβλέψεις, πάντως, έλεγαν ότι η επόμενη ημέρα θα ήταν μια τελείως διαφορετική υπόθεση.
Ημέρα 2η (Σάββατο 13/9/2014)
Και το Σάββατο ήταν όντως μια εντελώς άλλη μέρα: με πλήθος κόσμου να έρχεται από νωρίς και να κάθεται μέχρι το τέλος του φεστιβάλ –κατακλύζοντας και το ίδιο το Ρομάντσο και τον δρόμο μπροστά από αυτό– και με τους 20άρηδες να αποτελούν ολοφάνερη πλειονότητα. Στοιχεία τα οποία έφτιαξαν μια ωραία και ζωντανή ατμόσφαιρα στα δρομάκια πίσω από το δημαρχείο Αθηνών.
Οι μουσικές εργασίες άρχισαν γύρω στις 21.00 (νωρίτερα αυτή τη φορά), με τους Acid Barretts. Μια μπάντα αναιμική, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να πείσει ή να κεντρίσει επαρκώς την προσοχή. Βλέποντας μάλιστα τον έναν από τους δύο μουσικούς να φοράει μπλουζάκι Neu!, δεν απέφυγα τη σκέψη πως ήρθε στο ΨΧ με πολύ βαριά «φανέλα», η οποία έμεινε αστήριχτη από το αδύναμο, μονότονο υλικό το οποίο μας παρουσίασαν. Δεν αντιλέγω, το κέλυφος ήταν πράγματι ψυχεδελικό. Έμοιαζε όμως ως απόπειρα δουλικής αναπαραγωγής ενός στιλ που τα παιδιά αυτά έχουν μάθει μέσα από τους δίσκους της Sacred Bones, λ.χ., παρά ως κατακτημένη άποψη.
Τα πράγματα άλλαξαν άρδην όταν βγήκαν οι Alien Mustangs. Έχοντας διαβάσει για το παλικαρίσιο support που έκαναν στην πρόσφατη συναυλία των Moon Duo στη Θεσσαλονίκη, ανυπομονούσα να τους δω σε δράση. Και πράγματι, έπαιξαν θαυμάσια, άσχετα αν δεν άκουσα ούτε κι από αυτούς κάτι ικανό να σταθεί στα δικά του πόδια, δισκογραφικά μιλώντας. Υπήρχε ωστόσο νεύρο, παλμός και μια σχέση ουσίας με τα ψυχεδελικά αρώματα και με την acid rock παράδοση, την οποία η μπάντα υπερασπίστηκε με πειθώ επί σκηνής.
Η συνέχεια άνηκε στους Circassian, συγκρότημα για το οποίο έχω ακούσει διάφορους επαίνους μα δεν είχα τρακάρει ποτέ –είχα λοιπόν και περιέργεια και προσδοκίες. Οι οποίες τελικά μάλλον προσδοκίες έμειναν. Κι όχι γιατί δεν αξίζουν· απεναντίας, σε κάποια σημεία, όταν επιδόθηκαν σε κάτι σαν ...τσιφτετελοπάνκ, ήχησαν πραγματικά ενδιαφέροντες, υπηρετώντας επάξια και την psych κληρονομιά, με τις μουσικές γέφυρες μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Νομίζω όμως ότι τους έφαγε μια πολύ λάθος εντύπωση για το τι σημαίνει «παίζω σε φεστιβάλ». Μια τέτοια συνθήκη, δηλαδή, απαιτεί καλό ξεδιάλεγμα υλικού, προκειμένου να βγει ένα στιβαρό set· δεν πρόκειται για δική σου συναυλία, με απλά μικρότερη χρονική διάρκεια. Αυτό βέβαια αποτελεί και μια γενικότερη παρατήρηση, για τις περισσότερες από τις μπάντες που συμμετείχαν στο ΨΧ. Απλά στην περίπτωση των Circassian, έκανε μπαμ.
Ελέω Last Drive καταβολών, οι BLML του Γιώργου Καρανικόλα ήταν η μπάντα για την οποία αδημονούσε ένα μεγάλο κομμάτι από όσους έδωσαν το παρών το Σάββατο στο φεστιβάλ. Και πράγματι, με το που ανέβηκαν στη σκηνή, κατέστησαν σαφές γιατί «ο παλιός είναι αλλιώς». Απίθανες κιθάρες, στιβαρά κατασκευασμένες συνθέσεις και μελωδίες που βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση αλλάζοντας (μερικές φορές αναπάντεχα) μορφή, τους έκαναν να απέχουν παρασάγγας από όσα γκρουπ προηγήθηκαν. Με τα φωνητικά του Καρανικόλα να προσθέτουν και σε ατμόσφαιρα και ιδιαιτερότητα, παρά τις χτυπητές τους αδυναμίες σε επίπεδο άρθρωσης. Έπαιξαν εξαιρετικά οι BLML, επιβεβαιώνοντας όσα λέγονται για αυτούς. Θα καταγράψω ωστόσο ότι ο πληκτράς θα πρέπει ή να σταματήσει να βγαίνει στο μικρόφωνο ή να δουλέψει πιο συστηματικά τον παράγοντα «κάνω φωνητικά».
Όμως ακόμα και οι τρανοί BLML θόλωσαν σαν ανάμνηση με το που έσκασαν μπροστά μας οι Bazooka. Γιατί δεν ήταν πια συναυλία αυτό που ακολούθησε, μα μια ιδρωμένη, κολασμένη και άγρια επίθεση εναντίον μας με κιθαριστικούς όλμους και φωνητικά-μπαζούκα. Όπως και στην πρώτη ΨΧ μέρα, έτσι και στη δεύτερη έμελλε δηλαδή να πρωταγωνιστήσει η μπάντα με τους πιτσιρικάδες η οποία χρωστούσε τα λιγότερα στον παράγοντα ψυχεδέλεια.
Κάτι όμως που, και πάλι, δεν σε ενδιέφερε πια να αναλύσεις, καθώς παραδινόσουν στο ενθουσιώδες, ξουραφιασμένο γκαραζοπάνκ τους. Ήταν φυσικά η χαρά όσων κατέφτασαν στο Ρομάντσο με μπλουζάκια Karma To Burn και Melvins, αλλά κι ένα σπουδαίο κλείσιμο για το φεστιβάλ ΨΧ. Το οποίο, παρά τις περιπέτειες της Παρασκευής, έριξε αυλαία με σαφέστατα θετικό πρόσημο, γενόμενο το πρώτο σημαντικό σημείο αναφοράς της εγχώριας σκηνής για τη σαιζόν που μόλις ξεκίνησε.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δικτυώνουν μεν, μα συνάμα εξαπατούν κιόλας. Αρκετοί οι λόγοι και για το ένα φαινόμενο και για το άλλο –δεν χρειάζεται τεχνοφοβία, μα ας μη λείψει και η πιο κριτική ματιά– μέρος πάντως της όλης διάστασης είναι και η κάπως πιο πλασματική εικόνα του χρόνου που παράγεται.
Πέρα δηλαδή από το γνώριμο θέμα με τις «ταχύτητες της ιντερνετικής εποχής» ή του γοργού timeline του Facebook, το να έχεις λ.χ. φίλη σε αυτό τη Loretta Lynn και να βλέπεις τα πολύ συχνά της posts, μπορεί να σε οδηγήσει να λησμονήσεις ότι είχε φτάσει στα 90. Κι έτσι, μαθαίνοντας για τον θάνατό της, απομένεις όχι μόνο λυπημένος, μα και λίγο έκπληκτος, γιατί νιώθεις ότι ήταν σαν χθες που τη «συνάντησες» και διάβασες τις σκέψεις της.
Πέθανε λοιπόν η Loretta Lynn, μία από τις πολύ μεγάλες κυρίες της country και από τα σπουδαιότερα «αηδόνια» της Αμερικής. Είναι ηχηρή η απώλεια και δεν μετριέται με τα έτη.
Περισσότερα λόγια δεν χωράνε, νομίζω, σε τέτοιες περιστάσεις. Εγώ τουλάχιστον δεν τα γουστάρω και γι' αυτό δεν έχω χειρότερο στην επαγγελματική μου ζωή από τις νεκρολογίες. Τους καλλιτέχνες που λατρέψαμε, άλλωστε, τους κουβαλάμε ακόμα κι όταν δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας.
Αποχαιρετώ λοιπόν την αγαπημένη Loretta αναδημοσιεύοντας την κριτική μου στο άλμπουμ της «Full Circle», από το 2016. Πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και παρατίθεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον David McClister
Κύλησαν κάμποσα χρόνια από το άλμπουμ Van Lear Rose, όταν η Loretta Lynn συνάντησε τον νεαρό, αφοσιωμένο Jack White κι εκείνος την έστειλε στο #24 των εθνικών charts των Η.Π.Α., συστήνοντας παράλληλα μία από τις πολύ μεγάλες κυρίες της country στο indie (και ευρύτερα rock) κοινό.
Στα 83 της έτη, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, η τραγουδοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να αναπαύεται σε μια άνετη κουνιστή καρέκλα στη βεράντα της στο Κεντάκι –το στάχυ στο στόμα, προαιρετικό– αγκαλιά με τον θρύλο της γυναίκας που έγινε σούπερ σταρ κι ας αρνούνταν πεισματικά (για κάποιο διάστημα) να την παίξουν τα ραδιόφωνα της πατρίδας της. Για τέτοιους καλλιτέχνες, όμως, η μουσική είναι η ζωή τους η ίδια. Ακόμα λοιπόν κι αν οι ρυθμοί είναι πλέον αισθητά πιο αργοί, ξαναμπήκε στο στούντιο και καταθέτει ένα ακόμα άλμπουμ.
Τι έχει όμως να κομίσει «ένα ακόμα άλμπουμ» της Loretta Lynn; Πολλά, είναι η (μόνη σωστή) απάντηση. Και δεν χρειάζεται καν να ανατρέξουμε σε εκείνη τη λαϊκή ρήση για τη γριά κότα και το ζουμί.
Το Full Circle έχει μεράκι, έχει ατόφια βιωματικότητα, διαθέτει χαρακτήρα, υφαίνεται νότα προς νότα στα μέτρα της καταπληκτικής φωνής της Lynn, η οποία βαστάει γερά κόντρα στη φθορά και στον χρόνο, ανά σημεία εντυπωσιάζοντας με την ενάργεια που ακόμα αποπνέει: ακούστε τη στο "Who's Gonna Miss Me?", κάντε αυτή τη χάρη στον εαυτό σας. Πάνω απ' όλα, όμως, το Full Circle είναι ένα άλμπουμ με αδιαφιλονίκητη country ταυτότητα. Το οποίο μπορεί να βοηθήσει τους νεότερους υπερατλαντικούς σκαπανείς να βρουν έναν μπούσουλα ως προς το τι εστί βερίκοκο, σε μια εποχή όπου εύκολα μπορείς να χαθείς σε κατά βάση ροκ χαρμάνια σαν το indie folk και την americana, που έχουν τόση σχέση με τη λαϊκή ψυχή της βαθιάς Αμερικής όση και ο Morrissey με τα κρεοπωλεία.
Το Full Circle, έκφραση αγαπημένη και με ιδιαίτερη σημειολογία στην country δισκογραφία, σε προσκαλεί να κάτσεις κάτω και να ακούσεις τη Loretta Lynn να τακτοποιεί ένα κομμάτι του παρελθόντος· του δικού της, σε πρώτο πλάνο, μα και της λαϊκής μουσικής των Η.Π.Α., σε μια πιο πανοραμική εικόνα. Ξανατραγουδάει το b-side του πρώτου της single "Whispering Sea" (και το λέει καλύτερα, σε σύγκριση με την άγουρη εκτέλεση του 1960), τριγυρνάει στα προπολεμικά λιβάδια των Carter Family αναζητώντας τις πρωταρχικές πηγές της country παράδοσης ("Black Jack David") και μεταμορφώνει το γνωστό μας "Always On My Mind" σε ένα γλυκόπικρο χρονικό του γάμου της.
Ο εν λόγω δίσκος εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί ως συντηρητικός, καθώς δεν ασχολείται ούτε καν για τα προσχήματα με οτιδήποτε το ανανεωτικό, ενώ το υλικό του είναι δεδομένο. Αλλά μια τέτοια θέαση σου δείχνει τα δέντρα μόνο, όχι το δάσος. Γιατί πρόκειται για μια επίκληση καρδιάς προς την πιο αυθεντική και ανόθευτη ουσία των πραγμάτων, από μια «νοικοκυρά» που ξέρει κάθε γωνιά του country σπιτικού της.
Μπορεί λοιπόν να χάνεται ενίοτε σε ακουστικές διαθέσεις ή να επιδιώκει να αναπροσδιοριστεί εκ νέου βαπτιζόμενη ξανά στις βουνίσιες ρίζες των Απαλαχίων, μα την ίδια στιγμή αποτελεί κι εκείνη μια γερή ρίζα για τη νεότερη τραγουδοποιία του χώρου της. Η οποία ξαναπρασινίζει με αυτή τη μέθοδο «αυτόματου ποτίσματος», ας την πούμε. Έχει επομένως άλλη βαρύτητα η βόλτα της Loretta Lynn στο παρελθόν. Γιατί δεν είναι η νοσταλγία που την παρακινεί, μα η ίδια η ζώσα μνήμη.