04 Οκτωβρίου 2022

Loretta Lynn - Full Circle [δισκοκριτική, 2016]


Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δικτυώνουν μεν, μα συνάμα εξαπατούν κιόλας. Αρκετοί οι λόγοι και για το ένα φαινόμενο και για το άλλο –δεν χρειάζεται τεχνοφοβία, μα ας μη λείψει και η πιο κριτική ματιά– μέρος πάντως της όλης διάστασης είναι και η κάπως πιο πλασματική εικόνα του χρόνου που παράγεται. 

Πέρα δηλαδή από το γνώριμο θέμα με τις «ταχύτητες της ιντερνετικής εποχής» ή του γοργού timeline του Facebook, το να έχεις λ.χ. φίλη σε αυτό τη Loretta Lynn και να βλέπεις τα πολύ συχνά της posts, μπορεί να σε οδηγήσει να λησμονήσεις ότι είχε φτάσει στα 90. Κι έτσι, μαθαίνοντας για τον θάνατό της, απομένεις όχι μόνο λυπημένος, μα και λίγο έκπληκτος, γιατί νιώθεις ότι ήταν σαν χθες που τη «συνάντησες» και διάβασες τις σκέψεις της.

Πέθανε λοιπόν η Loretta Lynn, μία από τις πολύ μεγάλες κυρίες της country και από τα σπουδαιότερα «αηδόνια» της Αμερικής. Είναι ηχηρή η απώλεια και δεν μετριέται με τα έτη. 

Περισσότερα λόγια δεν χωράνε, νομίζω, σε τέτοιες περιστάσεις. Εγώ τουλάχιστον δεν τα γουστάρω και γι' αυτό δεν έχω χειρότερο στην επαγγελματική μου ζωή από τις νεκρολογίες. Τους καλλιτέχνες που λατρέψαμε, άλλωστε, τους κουβαλάμε ακόμα κι όταν δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. 

Αποχαιρετώ λοιπόν την αγαπημένη Loretta αναδημοσιεύοντας την κριτική μου στο άλμπουμ της «Full Circle», από το 2016. Πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και παρατίθεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον David McClister


Κύλησαν κάμποσα χρόνια από το άλμπουμ Van Lear Rose, όταν η Loretta Lynn συνάντησε τον νεαρό, αφοσιωμένο Jack White κι εκείνος την έστειλε στο #24 των εθνικών charts των Η.Π.Α., συστήνοντας παράλληλα μία από τις πολύ μεγάλες κυρίες της country στο indie (και ευρύτερα rock) κοινό. 

Στα 83 της έτη, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, η τραγουδοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να αναπαύεται σε μια άνετη κουνιστή καρέκλα στη βεράντα της στο Κεντάκι –το στάχυ στο στόμα, προαιρετικό– αγκαλιά με τον θρύλο της γυναίκας που έγινε σούπερ σταρ κι ας αρνούνταν πεισματικά (για κάποιο διάστημα) να την παίξουν τα ραδιόφωνα της πατρίδας της. Για τέτοιους καλλιτέχνες, όμως, η μουσική είναι η ζωή τους η ίδια. Ακόμα λοιπόν κι αν οι ρυθμοί είναι πλέον αισθητά πιο αργοί, ξαναμπήκε στο στούντιο και καταθέτει ένα ακόμα άλμπουμ.

Τι έχει όμως να κομίσει «ένα ακόμα άλμπουμ» της Loretta Lynn; Πολλά, είναι η (μόνη σωστή) απάντηση. Και δεν χρειάζεται καν να ανατρέξουμε σε εκείνη τη λαϊκή ρήση για τη γριά κότα και το ζουμί.

Το Full Circle έχει μεράκι, έχει ατόφια βιωματικότητα, διαθέτει χαρακτήρα, υφαίνεται νότα προς νότα στα μέτρα της καταπληκτικής φωνής της Lynn, η οποία βαστάει γερά κόντρα στη φθορά και στον χρόνο, ανά σημεία εντυπωσιάζοντας με την ενάργεια που ακόμα αποπνέει: ακούστε τη στο "Who's Gonna Miss Me?", κάντε αυτή τη χάρη στον εαυτό σας. Πάνω απ' όλα, όμως, το Full Circle είναι ένα άλμπουμ με αδιαφιλονίκητη country ταυτότητα. Το οποίο μπορεί να βοηθήσει τους νεότερους υπερατλαντικούς σκαπανείς να βρουν έναν μπούσουλα ως προς το τι εστί βερίκοκο, σε μια εποχή όπου εύκολα μπορείς να χαθείς σε κατά βάση ροκ χαρμάνια σαν το indie folk και την americana, που έχουν τόση σχέση με τη λαϊκή ψυχή της βαθιάς Αμερικής όση και ο Morrissey με τα κρεοπωλεία.  

Το Full Circle, έκφραση αγαπημένη και με ιδιαίτερη σημειολογία στην country δισκογραφία, σε προσκαλεί να κάτσεις κάτω και να ακούσεις τη Loretta Lynn να τακτοποιεί ένα κομμάτι του παρελθόντος· του δικού της, σε πρώτο πλάνο, μα και της λαϊκής μουσικής των Η.Π.Α., σε μια πιο πανοραμική εικόνα. Ξανατραγουδάει το b-side του πρώτου της single "Whispering Sea" (και το λέει καλύτερα, σε σύγκριση με την άγουρη εκτέλεση του 1960), τριγυρνάει στα προπολεμικά λιβάδια των Carter Family αναζητώντας τις πρωταρχικές πηγές της country παράδοσης ("Black Jack David") και μεταμορφώνει το γνωστό μας "Always On My Mind" σε ένα γλυκόπικρο χρονικό του γάμου της.

Ο εν λόγω δίσκος εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί ως συντηρητικός, καθώς δεν ασχολείται ούτε καν για τα προσχήματα με οτιδήποτε το ανανεωτικό, ενώ το υλικό του είναι δεδομένο. Αλλά μια τέτοια θέαση σου δείχνει τα δέντρα μόνο, όχι το δάσος. Γιατί πρόκειται για μια επίκληση καρδιάς προς την πιο αυθεντική και ανόθευτη ουσία των πραγμάτων, από μια «νοικοκυρά» που ξέρει κάθε γωνιά του country σπιτικού της. 

Μπορεί λοιπόν να χάνεται ενίοτε σε ακουστικές διαθέσεις ή να επιδιώκει να αναπροσδιοριστεί εκ νέου βαπτιζόμενη ξανά στις βουνίσιες ρίζες των Απαλαχίων, μα την ίδια στιγμή αποτελεί κι εκείνη μια γερή ρίζα για τη νεότερη τραγουδοποιία του χώρου της. Η οποία ξαναπρασινίζει με αυτή τη μέθοδο «αυτόματου ποτίσματος», ας την πούμε. Έχει επομένως άλλη βαρύτητα η βόλτα της Loretta Lynn στο παρελθόν. Γιατί δεν είναι η νοσταλγία που την παρακινεί, μα η ίδια η ζώσα μνήμη. 



01 Οκτωβρίου 2022

Σταμάτης Κόκοτας - ανταπόκριση (2020)


Η πρώτη μέρα του φετινού Οκτώβρη έμοιαζε με μικρό καλοκαίρι στην Αθήνα –ηλιόλουστη, με εκείνη τη θερμοκρασία που δεν ζεσταίνεσαι μεν, μα ιδρώνεις κι όταν περπατάς. 

Έφερε όμως και την είδηση ενός ακόμα φευγιού, αυτό του Σταμάτη Κόκοτα. Μιας ξεχωριστής φιγούρας από το μεγάλο παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού –με χαρακτηριστικές φαβορίτες και αξέχαστες συμμετοχές σε ράλι– με εξίσου ξεχωριστή, υπέροχα καθάρια φωνή, η οποία συνδέθηκε με κάμποσα σπουδαία τραγούδια. Σαν ένα δικό μου αγαπημένο, το "Πες Πως Μ' Αντάμωσες", από το 1968.

Αναπόφευκτα, μάλλον, σε τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι κι εσύ τα «ευτυχώς» της δικής σου σχέσης με το ελληνικό τραγούδι. Εκείνα π.χ. που, παρά την κούραση της φορτωμένης καθημερινότητας, σε έφεραν στο «Άλσος» τον Ιανουάριο του 2020 –λίγο πριν το ξέσπασμα του κορωνοϊού– ώστε να δεις τον Σταμάτη Κόκοτα ζωντανά. Για τελευταία φορά, όπως αποδείχθηκε.

Τιμής ένεκεν, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ η ανταπόκριση από εκείνη τη συναυλία, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις συγκριτικά με το πρώτο δημοσίευμα, το οποίο έγινε για λογαριασμό του Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο «Άλσος» και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα.


Πίσω στο μακρινό 1966, ο Σταμάτης Κόκοτας έκανε ιδανικό ξεκίνημα στη δισκογραφία, με Σταύρο Ξαρχάκο, Νίκο Γκάτσο και άμεσο σουξέ ("Στου Όθωνα Τα Χρόνια"). 54 χρόνια μετά, έκλεισε με αυτό την πρώτη από τις δύο βραδιές του στο Άλσος, εν μέσω θερμότατου χειροκροτήματος και επευφημιών. Έχοντας στο μεταξύ προσφέρει μια πλούσια συναυλία, σε ένα γεμάτο μαγαζί. Προσαρμοσμένη μεν στις φωνητικές δυνατότητες των 83 ετών του, μα με ενίοτε εντυπωσιακές υπερβάσεις, που θύμισαν τον τραγουδιστικό του θρύλο κι έκαναν την όλη υπόθεση να ξεφύγει από το απλώς νοσταλγικό στιγμιότυπο.

Παίρνοντας ωστόσο τα πράγματα με τη σειρά, ήταν γύρω στις 21.20 που μας καλησπέρισε ο Παντελής Αμπαζής, ο οποίος είχε αναλάβει να ανοίξει το πρόγραμμα στο Άλσος. Και μπήκε διαλύοντας την όποια αμφιβολία μπορεί να είχαν διάφοροι θαμώνες για το ποιος είναι, τραγουδώντας το "Madame (Padam Padam)", το ντουέτο του δηλαδή με τον Πάνο Μουζουράκη που χάλασε κόσμο στη δεκαετία που μόλις τελείωσε. Προσωπικά, πάντως, ουδέποτε μου άρεσε η αισθητική του συγκεκριμένου κομματιού, το οποίο σε υποβάλλει επιπλέον και σε σκωτσέζικα ντους σε στιχουργικό επίπεδο, λόγω της αλλοπρόσαλλης διαδοχής ορισμένων σπιρτόζικων ιδεών με ομοιοκαταληξίες πρόχειρες και κάποιες φορές σαχλές.


Αν επιμένω όμως εδώ σε εκτενέστερο σχολιασμό του "Madame (Padam Padam)" δεν είναι επειδή βρήκα ευκαιρία να τα πω, αλλά γιατί η ίδια εικόνα του πότε ύψος, πότε βάθος, χαρακτήρισε τελικά όλη την παρουσία του Αμπατζή στο Άλσος. Από τη μία, δηλαδή, είχες έναν άνθρωπο από τον οποίον δεν έλειπε το μπρίο, που πάνω στη σκηνή κουβάλησε την αλήθεια του και την ειλικρινή του αγάπη για την παραγκωνισμένη τέχνη του σατιρικού τραγουδιού, όπως τη δίδαξε κάποτε ο Γιάννης Λογοθέτης και έπειτα ο Λουκιανός Κηλαηδόνης: η διασκευή λ.χ. στο "Είμαι Πολύ Ωραίος" του Θέμη Ανδρεάδη, ήταν μια απολαυστική νότα. 

Από την άλλη, δεν μπορούσες να αποφύγεις την αίσθηση ότι παρακολουθούσες έναν ελάσσονα διάδοχο εκείνων των μεγαλείων, η οποία διογκώθηκε μάλιστα μετά το διάλειμμα του Κόκοτα, όταν ο Αμπαζής επέστρεψε για να αρχινήσει το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Χωρίς πλέον δικά του τραγούδια για να το διανθίσει, πόνταρε κυρίως σε παλιά λαϊκά, τα οποία απέδωσε με υπέρ το δέον χαβαλεδιάρικη διάθεση. Και ναι μεν δεν πλατείασε, δείχνοντας σωστή αντίληψη της σκηνικής οικονομίας, όμως ήταν εκεί που σημειώθηκε και το ναδίρ του set του, με τα ...στρινγκάκια που πρόσθεσε στο "Αχ! Βρε Παλιομισοφόρια" να γίνονται το «ΟΚ boomer» στιγμιότυπο της βραδιάς.

Την ίδια κανονικότητα στις εμφανίσεις του έδειξε και ο Δημήτρης Κόκοτας, παίζοντας δηλαδή δύο διαφορετικά set μικρής σχετικά διάρκειας, ακριβώς πριν τις εμφανίσεις του πατέρα του. Με τη διαφορά ότι τα πράγματα εδώ ήταν πολύ πιο συνεκτικά –αν και δεν ήταν όλες οι αποφάσεις σωστές. Πάνε 30 χρόνια απ' όταν ο Δημήτρης Κόκοτας πρωτοβγήκε στο στερέωμα ως φέρελπις τραγουδιστής και κοντά 13, πλέον, από την τελευταία του δισκογραφική καταγραφή. Για όσους θυμούνταν λοιπόν τον νεαρό από τη δεκαετία του 1990, όταν για ένα φεγγάρι μεσουράνησε στα εμπορικά ραδιόφωνα με διάφορα σουξέ του Φοίβου, ήταν ένα μικρό σοκ να τον αντικρίζεις 50άρη, με κάποια εμφανώς γκρίζα μαλλιά.
 

Ήταν ωστόσο ένας κομψός και καλοστεκούμενος 50άρης, ο οποίος φάνηκε να έχει προβάρει καλά τη μεταγραφή των λαϊκοπόπ επιτυχιών του σε ένα πιο λιτό ενορχηστρωτικά σχήμα (πιάνο, μπουζούκι, κιθάρα), θέτοντας τη φωνή του σε πρώτο πλάνο. Ένα ακόμα μικρό σοκ για όσους δεν καταδεχόμασταν κάποτε να ακούσουμε το ρεπερτόριό του, ήταν ότι τραγούδια σαν το "Αδύνατον Χωρίς Εσένα Να Ζήσω", το "Κι Άσε Να Λένε" ή η "Ανεμώνα" στέκονται μια χαρά τόσον καιρό μετά. Ταίριαξαν, μάλιστα, και στα «κοκοτικά» γυρίσματα που επιστράτευσε ο ερμηνευτής, εμπλουτίζοντας το τραγούδι του με χρωματισμούς που έλειπαν παλιά. 

Ακόμα λοιπόν κι αν του λείπει η πρωτοκλασάτη φωνή, ο Δημήτρης Κόκοτας κέρδισε τις εντυπώσεις με την απόδοσή του στο Άλσος. Αυτό που δεν έπρεπε να κάνει ήταν να κλείσει κάθε μέρος με ένα από τα μεγάλα τραγούδια του εγχώριου παρελθόντος, προφανώς για να γίνει μια γέφυρα με τον κόσμο του πατέρα του, καθώς εκτιμήθηκε ότι υπήρχε απόσταση. Πρώτα-πρώτα, ήταν άσχημο οπτικά ότι ενώ ήξερε απέξω τα δικά του έπρεπε να έχει μπροστά του γραμμένα το "Θα Σε Ξανάβρω Στους Μπαξέδες" και το "Χρυσοπράσινο Φύλλο". Δεύτερον, δεν είναι ερμηνευτής για τέτοιες επιλογές. Του λείπουν δυνάμεις και βιώματα, μπαίνει σε συγκρίσεις με μεγέθη μη ανταγωνίσιμα, βάζει περιττώς δύσκολα στις δυνατότητές του, με αποτέλεσμα π.χ. να βγει εκτός μέτρου καθώς έλεγε τους "Μπαξέδες".

Ο Σταμάτης Κόκοτας, τώρα, δεν πρόλαβε καν να μας καλησπερίσει, αφού με το που πάτησε το σανίδι ξέσπασε από κάτω το χειροκρότημα. Καθώς  το κοινό είχε στην πλειονότητά του μεγάλες και πολύ μεγάλες ηλικίες, αυτό σήμαινε λίγο-πολύ ότι η συναυλία είχε κερδηθεί με γκολ από τα αποδυτήρια. Επί της ουσίας, δηλαδή, φάνηκε ότι δεν υπήρχαν απαιτήσεις από τον 83άχρονο Κόκοτα, άλλες από το να βρίσκεται εκεί, ενώπιόν μας, κουβαλώντας την πλούσια του προίκα και δίνοντας τον τόνο ώστε να αρχινήσουν γνώριμα τραγούδια και να ξυπνήσουν μνήμες από τη νιότη των παρευρισκομένων. 

Για ένα διάστημα στην αρχή της συναυλίας, μάλιστα, και ο ίδιος φάνηκε ότι θα αρκούνταν σε μια τέτοια προσέγγιση, ενεργοποιώντας απλά τον παράγοντα νοσταλγία. Παρά άλλωστε την εμφανή του χαρά που βρισκόταν ξανά στη σκηνή, έδειχνε συνάμα και εύθραυστος: οι κινήσεις του ήταν μικρές και πολύ μετρημένες και χρειαζόταν βοήθεια για να ανέβει και να κατέβει τα λίγα σκαλοπατάκια της σκηνής. Τα τραγούδια λέγονταν καθαρά, με ορθότατη άρθρωση, τα χρώματα ήταν εκεί για να υποκαθιστούν τη χαμένη φωνητική έκταση, αλλά η όλη προσέγγιση είχε συνάμα και κάτι το διεκπεραιωτικό –σαν να άφηνε το βάρος στα ίδια τα τραγούδια, μεταθέτοντάς το από τον ίδιο.


Όλα αυτά, όμως, ήταν εν τέλει απλά το αναγκαίο ζέσταμα. Το ρεφρέν «Αν δεις στον ύπνο σου μια νύχτα με βροχή, φωτιά να καίει» από την "Πειραιώτισσα" έριξε την πρώτη σπίθα, με τον Αγρινιώτη τραγουδιστή να ανεβάζει διαρκώς στροφές από εκεί και πέρα, προσφέροντας ερμηνείες πέρα από κάθε προσδοκία. Ό,τι είχε, μας το έδωσε ο Σταμάτης Κόκοτας στο Άλσος. Αντανακλώντας έτσι έναν θρύλο που δεν βασίστηκε μόνο στο ιδιαίτερο της περσόνας (οι φαβορίτες, τα ράλι κτλ.), αλλά και σε μια φωνή με σπάνια στόφα και ταυτότητα, που ευτύχησε βέβαια να συναντήσει μεγάλους δημιουργούς και σπουδαία τραγούδια.

Και τι δεν ακούσαμε στο Άλσος, εκείνο το βράδυ. Και "Ρωμιός Αγάπησε Ρωμιά" και "Όνειρο Απατηλό" και "Το Θέμα Είναι Να Τη Βρω" και "Μη Μου Χτυπάς Μεσάνυχτα Την Πόρτα" και "Μια Παρένθεση Και Μόνο" και "Να 'Χα Τα Χρόνια Σου" και "Το Φεγγάρι Κάνει Βόλτα" και "Στου Προφήτη Ηλία". Ο κόσμος μουρμούρισε μαζί με τον Κόκοτα «Με κυνηγούν, με κυνηγούν κάθε βραδιά/της γειτονιάς, της γειτονιάς σου τα παιδιά» όταν έφτασε η ώρα για τον "Τρελό", ενώ σύσσωμο έπεσε το τραγούδι και στο ρεφρέν του "Πες Πως Μ' Αντάμωσες". Όπου έβρεξε καντάρια συγκίνησης, με τη μνήμη να στέκεται στον συνθέτη του, τον Γιάννη Σπανό –μία από τις αναπάντεχες απώλειες του 2019. 

Ο Κόκοτας διατήρησε γενικά την επίδοσή του και σε όλο το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Το οποίο μπορεί να ξεκίνησε με ένα από τα νέα του τραγούδια, από τον δίσκο που βγήκε πρόσφατα ("Μάτια Όμορφά Μάτια Μου"), αλλά είχε ως κορωνίδα το "Γιε Μου": με όλες τις απώλειες και τη φθορά του χρόνου, ο Κόκοτας παρέδωσε εδώ μια ερμηνεία που έκανε πολλούς σημερινούς τραγουδιστές να φαίνονται δεύτεροι. Θυμίζοντας έτσι και το μέτρο των πραγμάτων στο ελληνικό ρεπερτόριο που, σκόντο στο σκόντο, χάθηκε μετά τα 1990s· αλλά ας μην την πιάσουμε εδώ αυτήν τη συζήτηση και πικραθούμε πάλι με όσους «όλα καλά καμωμένα» τα βρίσκουν.

Τα όσα απολαύσαμε και θαυμάσαμε, τέλος, δεν θα είχαν ακουστεί όπως τα ακούσαμε δίχως την παρουσία του Γιάννη Δοναδίκη στο πιάνο και του Κοσμά Κοκόλη στο μπουζούκι. Έπαιξαν και οι δύο θαυμάσια, με μέτρο και ουσία, αποφεύγοντας τις φιοριτούρες. Επί σκηνής υπήρχε ωστόσο κι ένας κιθαρίστας, που όχι μόνο δεν αναφέρθηκε –μια σημαντική παράλειψη– αλλά δεν ακουγόταν και πολύ καθαρά, τουλάχιστον στο αριστερό άκρο της σκηνής όπου βρισκόμουν. Τους Παντελή Αμπαζή & υιό Κόκοτα, επίσης, συνόδευσε (ωραία) κάποιος άλλος πιανίστας, του οποίου δεν μπόρεσα να ακούσω το όνομα. Κι αν η μισή ντροπή μου αναλογεί, νομίζω ότι δεν ήταν κάτι για το Άλσος να προσθέσει τους δύο μουσικούς στην περιγραφή της παράστασης, στην επίσημη ιστοσελίδα του.



23 Σεπτεμβρίου 2022

Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη - ανταπόκριση (2019)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα  στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020). Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, με κάποιες από τις κάτωθι να ανήκουν στον Άκη Χρήστου (έχουν και το credit του), για το mousikesebeeries.gr.


Σκεπτόμενος εκ νέου τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο Σταύρος Ξαρχάκος πέτυχε τον χειμώνα του 2018 να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο. Διατηρώντας τον ασυμβίβαστα λαϊκό, μα σε θέση πλέον να επικοινωνήσει (και) με ένα ακροατήριο που διαθέτει περισσότερες αναφορές από όσες συνδιαμόρφωνε μια τυπική γειτονιά της παλιάς Αθήνας. Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Ωχριούσε όμως σε σύγκριση με αυτήν που έπρεπε να διανύσει –χρονικά, μα και πολιτισμικά– το επόμενο ξαρχάκειο στοίχημα, γύρω από έναν ακόμα Μεγάλο Λαϊκό: τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Άργησα να γράψω τη σχετική κριτική και εν μέρει φταίει ότι δεν είχα επαγγελματική υποχρέωση να το κάνω. Κυρίως, όμως, φταίει που επί ημέρες δεν έβγαζα άκρη με το πώς ένα πασιφανώς καλομελετημένο πρόγραμμα με άφησε κομματάκι απογοητευμένο. Υπήρχε δηλαδή μια αντίφαση προς επίλυση· μια ανάγκη να εξερευνηθούν τα όρια της προσωπικής εντύπωσης με αυτήν που καλείται να αποτυπώσει μια δημοσιογραφική ανταπόκριση. Βλέπετε, το ότι λήξαμε κάποτε τα περί «αντικειμενικότητας» ως μύθευμα μιας θετικιστικής εποχής, δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να ξαμολάμε αβασάνιστη την αποψάρα μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον μουσικό Τύπο όλο και περισσότερο. 

Ο κατά Ξαρχάκο Βαμβακάρης αρθρώθηκε σε 2 μέρη, ομολογουμένως φτιαγμένα με πολλή προσοχή. Ο ίδιος ο Ξαρχάκος μας είπε ότι το πρώτο αποτελούσε μια μαθητεία στον θρυλικό Συριανό, ενώ το δεύτερο θα εστίαζε στα ντουζένια και στα καραντουζένια του: τα περίφημα (πλέον) κουρδίσματά του στα μπουζούκια, τα οποία του επέτρεπαν να κομπανιάρει εαυτόν απουσία κάποιου άλλου οργάνου. 

Μου διέφυγε η σημασία του σκηνικού ερειπίων που τοποθετήθηκε ως φόντο της ορχήστρας στο πρώτο μέρος της συναυλίας (μια φωτογραφία του Βαμβακάρη θα έκανε καλύτερη δουλειά). Ωστόσο δημιουργήθηκε υποβλητικό κλίμα, αφενός λόγω των αναμμένων κεριών (δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου φώτα), αφετέρου χάρη στην εμφάνιση του Στέλιου Βαμβακάρη στον εξώστη του Gazarte –ο οποίος ανέλαβε από εκεί την εκκίνηση με έναν υπέροχο αμανέ, που σύνδεσε το ρεμπέτικο του πατέρα του με το αμέσως προγενέστερό του σμυρνέικο ύφος. Χωρίς να το καταλάβεις, το πρόγραμμα σε είχε ήδη «ρουφήξει». 


Το τμήμα αυτό, επίσης, αποδείχθηκε ιδιαίτερα τολμηρό. Ο Ξαρχάκος είχε σχεδιάσει ενορχηστρώσεις πλούσιες, με σύγχρονα πατήματα, οι οποίες ανακάτεψαν τη δωρική λαϊκότητα του Βαμβακάρη με λόγιες ή/και τζαζ παρεκκλίσεις· μέχρι και κάτι σαν blues rock ήχησε στιγμιαία στην κιθάρα. Κοσμαγάπητες επιλογές σαν τη "Φραγκοσυριανή", το "Χαράματα Η Ώρα Τρεις" –που τραγουδήθηκε χορωδιακά, απ' όλους τους συντελεστές– ή το "Τα Δυο Σου Χέρια Πήρανε (Βεργούλες)" παρέμειναν έτσι αναγνωρίσιμες, ταυτόχρονα όμως τοποθετήθηκαν κάπου μεταξύ της καθ' ημάς Ανατολής και της πιο σύγχρονης Δύσης. Σε μια επικίνδυνη μεν ισορροπία, που όμως πρόσφερε επαρκές έδαφος ώστε να σταθούν οι κεντρικοί ερμηνευτές: η Δήμητρα Γαλάνη, κάτοχος ούτως ή άλλως μιας φωνής ικανής να σταθεί περίφημα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό σταυροδρόμι· και ο Μιχάλης Μυτακίδης (γνωστός μας ως B.D. Foxmoor από τους Active Member), ο οποίος λειτουργούσε βασικά σαν αφηγητής, περνώντας ανά σημεία σε ένα χαλαρό rap. 

Το δεύτερο μέρος είχε μια περίτεχνη (σχεδόν industrial υφής) εισαγωγή να το γεφυρώνει με το πρώτο, όμως εδώ τα φώτα άναψαν και ο Στέλιος Βαμβακάρης ήρθε επί σκηνής αναλαμβάνοντας κεντρική θέση και ως μπουζούκι, αλλά και ως ερμηνευτής –με τη Γαλάνη και τον B.D. Foxmoor να παραμένουν βέβαια στις θέσεις τους. Η παρουσία του και η επιθυμία εστίασης (όπως είπαμε) στα ντουζένια και στα καραντουζένια του πατέρα του, έκαναν αυτό το τμήμα της συναυλίας πιο «ορθόδοξο»: οι λοξές ματιές και οι παρεκκλίσεις εξαφανίστηκαν και επικράτησε ο χαρακτήρας ενός (διευρυμένου) λαϊκού πάλκου, με τα 4 μπουζούκια της ορχήστρας να δίνουν τον τόνο. 

Έτσι, όμως, τα πράγματα έχασαν σε περιπέτεια: ως έναν βαθμό έμειναν συντηρητικώς γνώριμα και ως έναν άλλον δημιούργησαν το παράδοξο να ακούς τραγούδια μιας  περιθωριακής ζωής σε έναν χώρο σαν το Gazarte, όπου το ζευγάρι πίσω μου συζητούσε στο διάλειμμα για τον Αντώνη Ρέμο και για το αν ο Ξαρχάκος παρέμενε άραγε «δικός τους» ή είχε απομακρυνθεί στα χρόνια της κυριαρχίας του Αντώνη Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, το πιο οικείο αυτό κλίμα έφερε εξωστρέφεια τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στους θεατές, καθώς ορισμένοι άρχισαν π.χ. να σιγοτραγουδούν σε σημεία. 

Το χειροκρότημα στο τέλος ήχησε θερμό και παρατεταμένο: το encore, ακόμα κι αν είχε σχεδιαστεί, πραγματικά απαιτήθηκε με ζήλο, από ένα Gazarte (σημειωτέον) αρκετά γεμάτο με κόσμο, παρότι οι σχετικές παραστάσεις βαίναν πια προς φινάλε. Και δεν γίνεται να μην παραδεχτείς ότι ήταν ένα δίκαιο χειροκρότημα, για μια παράσταση που τίμησε τον Μάρκο Βαμβακάρη και προσπάθησε φιλότιμα να τον οραματιστεί εκ νέου. 

Πού βρίσκεται λοιπόν η «γκρίνια»;

Μέρες μετά, τίποτα δεν μένει πιο σθεναρά εντυπωμένο στη μνήμη από τη φιγούρα του Ξαρχάκου ως ιδανικού, αεικίνητου μαέστρου, παθιασμένου με την κάθε νότα του Βαμβακάρη, με τον κάθε στίχο των τραγουδιών του στο στόμα του. Τα έδωσε όλα εκεί πάνω στο σανίδι του Gazarte και πρέπει σωματικά να κουράστηκε πολύ, ήταν όμως χάρμα οφθαλμών· τόσο, ώστε συχνά ξεχνούσες τι άκουγες και έμενες απλά να τον κοιτάζεις. Είχε ασφαλώς και μια ορχήστρα φίνα, μουσικούς πραγματικά δοσμένους στα όργανά τους, αλλά και συντονισμένους στη δική του υπερ-προσπάθεια: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Καψοκαβάδης (κλασική κιθάρα, νυκτά έγχορδα), Γιώργος Λιμάκης (κιθάρα), Ηρακλής Ζάκκας (πρώτο μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Δημήτρης Ρέππας (μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Μιχάλης Δήμας (μπουζούκι, μπαγλαμάς) & Αντώνης Τζίκας (κοντραμπάσο).


Αλλά, όσο προς τιμήν των παραπάνω κι αν είναι μια τέτοια εικόνα, τόσο θολώνει τελικά το στίγμα των κεντρικών πρωταγωνιστών. Η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε βέβαια πολύ ωραία –οι "Βεργούλες" της, ήταν για σεμινάριο. Την ίδια στιγμή, όμως, έμεινε αφύσικα περιορισμένη στην καρέκλα της και φόρεσε στην όλη της παρουσία (σκηνική και ερμηνευτική) ένα παράταιρο της περίστασης «έντεχνο» φίλτρο, που κορυφώθηκε νομίζω στο κλείσιμο του πρώτου μέρους του προγράμματος. Στο δεύτερο μέρος την είδαμε μεν πιο κινητική, ήταν όμως τέτοιος ο χαρακτήρας του ώστε μάλλον την παρόπλισε, μην επιτρέποντάς της π.χ. να λειτουργήσει όπως η Χάρις Αλεξίου στην προαναφερόμενη παράσταση περί Ζαμπέτα. Εκεί, δηλαδή, όλα ακουμπούσαν και «κούμπωναν» στην Αλεξίου. Ενώ, εδώ, η Γαλάνη έμεινε απλά ως μια σολίστ, με τον ουσιαστικό της ρόλο να μειώνεται στην εξέλιξη, καθώς έπαιρνε τα ηνία ο Στέλιος Βαμβακάρης.

Επιπλέον, η επιλογή του B.D. Foxmoor –ένα κρίσιμο στοίχημα, εξαρχής– νομίζω ότι δεν λειτούργησε. Ανά σημεία, βέβαια, βρήκε τα πατήματά του, ενώ μας χάρισε και μια σπουδαία σκηνική στιγμή όταν σηκώθηκε, θεόρατος, για μια άτυπη ζεϊμπεκιά μπροστά στον Ξαρχάκο. Δεν έφερε όμως ποτέ τον νέο ορίζοντα που υποσχόταν η παρουσία του, ενώ τα αφηγηματικά του μέρη έμειναν παγιδευμένα σε εκείνη την έτοιμη να κλάψει εντεχνίλα, που συχνά έχει μαστίσει το low bap. Καταλαβαίνω ασφαλώς ότι γι' αυτό ακριβώς επιλέχθηκε, ως μόνο ευρέως αναγνωρίσιμο «σύνορο» του ελληνικού χιπ χοπ με την έντεχνη/λαϊκή δημιουργία. Παρά ταύτα, μια τέτοια προσέγγιση δεν ταίριαζε στον Βαμβακάρη. Εδώ χρειαζόταν ένα νεότερο παιδί, από εκείνα που κερδίζουν την καρδιά της σημερινής νεολαίας με το φλογερό ραπάρισμά τους και μπορούν να μεταδώσουν καλύτερα την αίσθηση του περιθωρίου, όπως διαμορφώνεται με επίκαιρους, (ημι)μητροπολιτικούς όρους.

Η άρθρωση επίσης του B.D. Foxmoor δεν ήταν σταθερή, με αποτέλεσμα να χάνονται λέξεις και νοήματα ακόμα και για τα μπροστινά τραπέζια, σε ένα περιβάλλον με άψογο κατά τα λοιπά ήχο. Στο δε δεύτερο μέρος του προγράμματος, όπου δικαιολογημένα στάθηκε αμήχανα εν μέσω της κυριαρχίας των 4 μπουζουκιών και του Στέλιου Βαμβακάρη, αφέθηκε σε μια λαϊκίστικη πολιτικολογία, η οποία εξάντλησε γρήγορα την αιχμή της, γενόμενη όχι απλά φλύαρη, μα και φτηνή. Επειδή οι καιροί είναι όχι μόνο πονηροί, μα και ...εκλογικοί, ας διευκρινίσω ότι δίκιο είχε σε όσα είπε –όμως, ως γνωστόν, ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κανείς, μπορεί να τον κάνει να χάσει ακόμα και το δίκιο του.  

Ως συνέπεια των παραπάνω ο Βαμβακάρης έμεινε στη μνήμη περισσότερο ως ήδη είχε· ως ο λαϊκός εκείνος δημιουργός, δηλαδή, που έλαμψε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος στο Gazarte. Παρουσιάστηκε πράγματι ωραία, ευτυχώντας να βρεθεί στα χέρια του Ξαρχάκου και μιας άξιας ορχήστρας, με τον ίδιο του τον γιο να τον πρεσβεύει σε αυτήν, κουβαλώντας κάτι από την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου πνεύματος. Όμως δεν ήταν κάποιος Βαμβακάρης που μας είχε λείψει, ενώ τελικά επισκίασε εκείνον τον διαφοροποιημένο Βαμβακάρη που προσπάθησε να φέρει ενώπιόν μας το πρώτο μέρος της συναυλίας. Και νομίζω ότι τον είχαμε περισσότερο ανάγκη.





Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα - ανταπόκριση (2018)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς. Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020).

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά ή από το promo υλικό γι' αυτήν.


Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι συνθέτης αγαπητός στον κόσμο· και αναγνωρίσιμος. Η πενιά του στο μπουζούκι, οι εισαγωγές στις συνθέσεις του, οι χαρακτηριστικές ερμηνείες, η ίδια του η φιγούρα ακόμα. 26 χρόνια μετά τον θάνατό του, νομίζεις ότι δεν μένει κάτι άλλο να μάθεις για εκείνον. Όμως φέτος τον χειμώνα ο Σταύρος Ξαρχάκος αποδεικνύει στο Gazarte ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ότι ο Ζαμπέτας δεν είναι δεδομένος. 

Λέγοντας βέβαια «ο Σταύρος Ξαρχάκος» και όχι «ο Σταύρος Ξαρχάκος και η Χάρις Αλεξίου», διόλου δεν επιθυμώ να υποφωτίσω τον ρόλο της ή να υπονοήσω το οτιδήποτε μειωτικό. Είναι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της παράστασης αυτής η Χάρις Αλεξίου, αλλά και ο κυρίως πομπός μέσω του οποίου μας ξανασυστήνεται ο Ζαμπέτας. 

Όσο κι αν η ματιά σου έλκεται ανά σημεία από τη σπαρτιατική φιγούρα του Ξαρχάκου και τις νευρώδεις κινήσεις με τις οποίες εκτελεί τον ρόλο του μαέστρου, όσο κι αν το βλέμμα περιπλανηθεί στους μουσικούς, βασικός μαγνήτης παραμένει από την αρχή ως το τέλος η Αλεξίου. Η οποία, ντυμένη τον Ζαμπέτα, γίνεται ξανά –μετά από χρόνια, ίσως– η «Χαρούλα»: το κορίτσι εκείνο που για μια ολόκληρη εποχή προσωποποίησε την Ελλάδα και την έκανε να φαίνεται και λαμπρότερη από ό,τι ήταν, σηκώνοντάς τη στους «ώμους» της φωνής της. Πριν αποφασίσει ότι ήθελε να δει κι άλλα πράγματα, να ζήσει και άλλες ζωές. 

Έμαθα ότι το Gazarte ήταν γεμάτο στην πρεμιέρα (αναμενόμενο), όμως τη δεύτερη μέρα έβρισκες άνετα εισιτήρια ακόμα και μισή ώρα πριν την έναρξη, ενώ λιγοστά τραπέζια εδώ κι εκεί έμειναν άδεια. Εκπλήσσει, ίσως. Ωστόσο το Gazarte, αν και από τους ωραιότερους συναυλιακούς χώρους στην Αθήνα (συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών), παραμένει κάπως απλησίαστο για το νεότερο ειδικά κοινό –και λόγω τιμών, αλλά και λόγω ενός «επίσημου», κομματάκι βαρύγδουπου χαρακτήρα. Αναπόφευκτα(;), λοιπόν, το παρών έδωσαν μεγάλες ηλικίες, με διάσπαρτα μόνο αγορίστικα και κοριτσίστικα πρόσωπα να σπάνε την πρωτοκαθεδρία τους στους καθήμενους. Δεν ξέρω αν θα έχει κάποια σημασία αυτό για την προσέλευση στις επόμενες ημερομηνίες του προγράμματος. 


Ο Ζαμπέτας του Ξαρχάκου, πάντως, αποδίδεται με πίστη, παραμένοντας ασυμβίβαστα λαϊκός. Το πρόγραμμα ανοίγει με προηχογραφημένη βρόχα στρέιτ θρου και "Αποσπάσματα Από Έρωτες (part II)" και συχνά «διακόπτει» για να δώσει τον λόγο στο τιμώμενο πρόσωπο, το οποίο ξαναστέκεται εμπρός μας μέσα από τη βιογραφία του. Διατηρείται έτσι καίριος και ακέραιος, με το κοφτερό του χιούμορ σε πρώτο πλάνο. Και ποιος δεν γέλασε αλήθεια (ίσως πικρά), όταν εξέφρασε την αέναη καχυποψία του για την εξουσία στην Ελλάδα, αναρωτώμενος πώς γίνεται να φταίει εκείνος αν έπεσε πάλι έξω ο προϋπολογισμός. Απολαυστική όμως αποδεικνύεται και η επιστολή που έστειλε στον Ξαρχάκο το 1971 (όταν ο τελευταίος βρισκόταν στο Παρίσι), την οποία μας διάβασε ο ίδιος ο παραλήπτης, τονίζοντας τη ζαμπέτεια προτροπή να μη σκάει και να «τα γράψει όλα στο καυλί του». Μάλιστα κύριε, στο καυλί του. 

Αλλά ο Ζαμπέτας του Σταύρου Ξαρχάκου αποδίδεται και με τόλμη. Με έναν τρόπο δηλαδή ο οποίος επιδιώκει να επικοινωνήσει με τον σύγχρονο ακροατή –αυτόν που διαθέτει και περαιτέρω αναφορές, έχοντας ζήσει πέρα από τον ορίζοντα μιας λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας, γνωρίζοντας (πλέον) πολύ καλά και από πολυτέλειες και από πολυκατοικίες. 

Μπαίνοντας λ.χ. στο "Που 'Σαι Θανάση", η ορχήστρα παίζει το θέμα από το "In Τhe Hall Οf Τhe Mountain King" του Edvard Grieg, ενώ σε ένα άλλο σημείο στρεφόμαστε προς την τζαζ, με το πιάνο να πιάνει το "Take Five" των Dave Brubeck Quartet. Ο ζαμπέτειος κορμός μένει έτσι γνήσια λαϊκός, όμως ο τόνος διαθέτει το κάτι τις διαφορετικό. Μια λοξή ματιά προσεκτικά δοσομετρημένη από τον Ξαρχάκο, που ως μαέστρος προΐσταται των αναγκαίων ισορροπιών με άγρυπνο αυτί, όσο οι άξιοι μουσικοί πραγματώνουν το όραμά του: ο Νεοκλής Nεοφυτίδης στο πιάνο, ο Ηρακλής Ζάκκας στο πρώτο μπουζούκι, ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης στη βασική κιθάρα, ο Βασίλης Δρογκάρης στο ακορντεόν, ο Αντώνης Τσίγκας στο κοντραμπάσο, ο Γιώργος Λιμάκης στη δεύτερη κιθάρα και ο Δημήτρης Ρέππας στο έτερο μπουζούκι.

Εν τέλει, πάντως, όλα ακουμπούν και «κουμπώνουν» στην Αλεξίου. Εκεί λαμβάνει χώρα η κορύφωση που τόσο μεθοδικά χτίζεται, εκεί κρίνεται τελικά και η επιτυχία. Ίσως Αλεξίου και Ξαρχάκος να είναι ιδιοσυγκρασίες που δεν κάνουν εύκολα χωριό. Στο Gazarte, εντούτοις, η επικοινωνία τους εντυπώνεται βαθιά, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν τρόπο χαμένο πια στη δισκογραφία, για το πώς μπορεί να συνυπάρξει ένας σπουδαίος συνθέτης με μια μεγάλη ερμηνευτική κλάση. 


Όλες οι διαθέσεις του Ζαμπέτα υπηρετήθηκαν λοιπόν στο έπακρο, με την Αλεξίου πότε να θυμάται τα πάλκα του 1970 και του 1980 μπαίνοντας με λαϊκή φόρα σε έξω καρδιά επιλογές σαν το "Σήκω Χόρεψε Συρτάκι" –ξεσηκώνοντας μεταξύ άλλων και τη Δήμητρα Γαλάνη, κάπου ανάμεσα στο κοινό– πότε να αγριεύει με μπλουζ θαρρείς «καύσιμο» για τις ανάγκες του "Τζακ Ο' Χαρα" και του "Κουλτούρα... & Σία", πότε να συντονίζεται με εκείνον τον χαρακτηριστικά γλυκόπικρο τρόπο του Ζαμπέτα για τα "Χίλια Περιστέρια" ή τον "Πενηντάρη", πότε να γίνεται μοναχική πρωταγωνίστρια πίσω από τις "Αναμνήσεις", την "Αγωνία", τα "Δειλινά", το "Αδιέξοδο".

Αλλά ναι, ας μιλήσουμε και για την ταμπακιέρα, μιας και πιάνουμε φινάλε. Για το αγαπημένο θέμα συζήτησης του σιναφιού των επαϊόντων περί τα μουσικά, δηλαδή, κάθε που η Αλεξίου επανέρχεται, κάνοντας κάτι καινούριο. Το ιερό τέρας, που όμως «δεν μπορεί πια να τραγουδήσει». Δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει αυτή η αντίδραση, καθώς έρχεται συνήθως από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μια χαρά ακούνε εγχώρια και διεθνή πράγματα από φωνές οι οποίες όντως δεν μπορούν να τραγουδήσουν, δέσμιες καθώς είναι των φυσικών τους περιορισμών. Πώς γίνεται λοιπόν να κάνουμε σκόντο στις τόσες μικρές φωνούλες, υπερτονίζοντας τα ερμηνευτικά χαρίσματα, μα στην Αλεξίου να μη συγχωρούμε ρε παιδί ότι μεγάλωσε, ότι έφθειρε ο χρόνος τη φωνάρα της· και να μην της αναγνωρίζουμε ότι μπορεί να ερμηνεύσει και χωρίς τα παλιά της αεροπλανικά. Ζήτημα προσδοκιών; Αποπροσανατολισμένες απόψεις; Κλασικό δύο μέτρα/δύο σταθμά;

Ας μην ψάχνουμε βελόνες στη θημωνιά, όμως. Όσο και όπως μπορεί, η Αλεξίου του 2018 έχει ακόμα κάτι να πει. Κι αν λείπει η έκταση, βρίσκει τον τρόπο. Για μια "Αγωνία" ας πούμε εκπληκτική, που αντί για τις κορώνες ανθεί στις σκιές της και στον αγχωτικό της ερωτικό μονόδρομο. Στο τέλος, άλλωστε, χειροκροτείς πρωτίστως την Αλεξίου που είχες μπροστά σου στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, όχι τον μύθο.




17 Σεπτεμβρίου 2022

Jethro Tull - συνέντευξη (2016)


Να κουβεντιάσεις με τον Ian Anderson, αλλά να μην έχεις και άπλετο χρόνο στη διάθεσή σου. 

Δεν χάνονται βέβαια τέτοιες ευκαιρίες. Ασφαλώς και θα το κάνεις: μιλάμε άλλωστε για το θρυλικότερο φλάουτο των rock 'n' roll χρονικών. Με μια εξτρά προσοχή, όμως –να μη ρωτήσεις ξανά μανά πράγματα που έχει πια απαντήσει σε έναν σωρό διεθνών συνεντεύξεων.

Με αυτή τη συνταγή αποφάσισα να κινηθώ τον Σεπτέμβρη του 2016, όταν προέκυψε μια συνέντευξη με τον Anderson, ενόψει του τότε ερχομού των Jethro Tull στην Τεχνόπολη. Τώρα μετράμε αντίστροφα για μία ακόμα εμφάνισή τους στην Αθήνα, την Παρασκευή 23 Σεπτέμβρη, στο Θέατρο Βράχων (μία μέρα πριν, εντωμεταξύ, θα προηγηθεί και η Θεσσαλονίκη).

Με την αφορμή της επικαιρότητας, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ η κουβέντα που κάναμε έξι Σεπτέμβρηδες πριν –όταν (μεταξύ άλλων) συζητήσαμε για το πανωφόρι του Aqualung, για το Brexit, για την τζαζ, μα και για τις ...πιπεριές του! Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και παρουσιάζεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες του Ian Anderson προέρχονται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο.


Σας περιμένουμε σύντομα στην Αθήνα, για ένα σπέσιαλ Jethro Tull σόου. Πώς όμως διαλέγετε «τα καλύτερα» των Jethro Tull;

Έχω μια λίστα με τα 100 καλύτερά μου τραγούδια, από το 1968 κι έπειτα. Και διαλέγω 20, με κριτήριο την εκπροσώπηση των διαφορετικών περιόδων της μουσικής μου και όλων των στυλ από τα οποία έχω περάσει από τότε μέχρι και σήμερα.

Συχνά σας ζητούν στις συνεντεύξεις να διηγηθείτε πώς το φλάουτο έγινε αναπόσπαστο στοιχείο του ήχου της μπάντας. Δεν θυμάμαι ωστόσο να έχω διαβάσει πολλές λεπτομέρειες για εκείνο το ευμεγέθες πανωφόρι, που τόσο χαρακτήρισε τις πρώιμες εμφανίσεις σας. Ποια είναι η δική του ιστορία;

Μου το χάρισε ο πατέρας μου, τον Δεκέμβριο του 1967. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε καλές σχέσεις και μου είπε απλά «Καλύτερα να το πάρεις... θα είναι βαρύς ο χειμώνας». Και ήταν πράγματι! Φόραγα λοιπόν το μεγάλο αυτό πανωφόρι σε καθημερινή βάση –ακόμα και πάνω στη σκηνή. Κι έτσι έγινε σήμα κατατεθέν του image των πρώιμων Jethro Tull.

Ο πατέρας σας παίζει κι έναν ακόμα ρόλο στην όλη ιστορία του γκρουπ, αφού έχετε αναγνωρίσει στους δικούς του τζαζ δίσκους την πρωταρχική σας έμπνευση. Τι αγαπούσατε περισσότερο από αυτούς, κατά τα παιδικά σας χρόνια στο Dunfermline;

Τον Count Basie, τον Duke Ellington, τον Benny Goodman, αλλά και τον πολύ πρώιμο Elvis Presley, τον Johnny Duncan και τους Blue Grass Boys. Πιο μετά στη ζωή μου ήρθε ο Cliff Richards και οι Shadows του, οι Beatles, οι Rolling Stones... Και τα πάντα άλλαξαν, εντελώς.

Οι δημοσιογράφοι πάντα ρωτάνε για το Aqualung (1971) και τα υπόλοιπα σπουδαία άλμπουμ τα οποία φτιάξατε κατά τη δεκαετία του 1970, εγώ όμως θα ήθελα να ρωτήσω για το Under Wraps του 1984 –τον δίσκο δηλαδή που συνήθως οι fans διαλέγουν ως τη «χειρότερη» δουλειά σας. Τι γνώμη έχετε γι' αυτόν, 32 χρόνια μετά τη δημιουργία του;

Νομίζω πως είχε κάποια υπέροχα τραγούδια, αλλά στους fans φάνηκαν παράξενα τα πιο ηλεκτρονικά όργανα. Πλέον θεωρώ ότι έπρεπε να είχα χρησιμοποιήσει αληθινά ντραμς και λιγότερα samples. Όμως τον καιρο εκείνο η όλη τεχνολογία ήταν πολύ καινούρια και ήθελα έτσι να πειραματιστώ μαζί της και να ξανοιχτώ σε νέες κατευθύνσεις μουσικής δημιουργίας. Με συγχωρείτε...

Και με εκείνο το Grammy καλύτερης hard rock/metal performance που πήρατε το 1988 για το Crest Of A Knave, κερδίζοντας τους Metallica; Μάθατε ποτέ τις λεπτομέρειες για το τι έγινε; Το έχετε συζητήσει ποτέ με τους Metallica;

5.000 μέλη της National Academy Of Recording Arts And Sciences με δικαίωμα ψήφου αποφάσισαν τότε –μέσα στην απέραντη σοφία τους– ότι οι Jethro Tull έπρεπε όχι μόνο να προταθούν στη συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά και να κερδίσουν κιόλας. 

Οι περισσότεροι, κι εγώ ανάμεσά τους, φυσικά εκπλαγήκαμε. Όχι όσο οι Metallica, βέβαια... Δεν το έχουμε συζητήσει, πάντως. Βασικά δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ. Μου φαίνονται όμως συμπαθητικοί νέοι.

Σαν στιχουργός, είχατε πάντα ανοιχτά μάτια και αυτιά στο τι συνέβαινε γύρω σας. Είστε άνθρωπος που διαβάζει εφημερίδες για να ενημερώνεται σχετικά με το τι γίνεται στον κόσμο; Τι θα γράφατε αλήθεια σχετικά με τις πρόσφατες βρετανικές εξελίξεις; Για το δημοψήφισμα του Brexit, δηλαδή, αλλά και για την Theresa May που πήγε στο νούμερο 10 της Downing Street;

Διαβάζω αρκετές εφημερίδες σε ημερήσια βάση, ώστε να παρακολουθώ τις διάφορες πολιτικές απόψεις. Και βλέπω και τα νέα στην τηλεόραση. Θεωρώ το Brexit σαν την έκφραση μιας δημοκρατικής ψήφου. Δεν είναι νομικά δεσμευτικό, είναι όμως η φωνή μιας πλειοψηφίας ανθρώπων –και κάτι τέτοιο οφείλει να γίνει σεβαστό. 

Η δική μου εκτίμηση είναι ότι, ύστερα από τις διαπραγματεύσεις των επόμενων μηνών, θα έχουμε μια ρεαλιστική απάντηση εκ μέρους των Γερμανών και των Γάλλων και θα προχωρήσουμε σε κάτι που θα μοιάζει με Brexit light. Κάτι σαν συνέχιση του εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή, συνέχιση της συμμετοχής μας στον προϋπολογισμό της, αλλά ανάκτηση του ελέγχου των συνόρων μας και δικαίωμα να αποφασίζουμε με βάση τη δική μας νομοθεσία.

Για την ώρα, φυσικά, οι Γάλλοι θα απορρίπτουν σε υψηλούς τόνους κάτι τέτοιο, εν μέρει γιατί έχουν εκλογές το 2017 και ο Φρανσουά Ολάντ φοβάται ότι θα χάσει και η εξουσία θα μετατοπιστεί στα χέρια της άκρας Δεξιάς. Πάντως θεωρώ ότι όλα τα σχέδια για μια ταχεία μετάβαση στην Ομοσπονδιακή Ευρώπη θα αποτύχουν, γιατί αυτό που απαιτείται τώρα είναι μια πραγματική μεταρρύθμιση εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πλέον, στον απόηχο του βρετανικού δημοψηφίσματος, βλέπουμε όλο και περισσότερους Ευρωπαίους ηγέτες να το ζητάνε.

Όσο για τη νέα μας Πρωθυπουργό, είναι μια δυνατή και υπεύθυνη γυναίκα –όχι η καινούρια Μάργκαρετ Θάτσερ. Την απασχολεί η ανάπτυξη μιας πιο ισότιμης κοινωνίας και η οριοθέτηση της τρέχουσας σχέσης μας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στο διάστημα που μεσολάβησε από το δημοψήφισμα δεν άλλαξε κάτι θεαματικά, παρά μόνο στον κόσμο όσων ασχολούνται με το συνάλλαγμα, τις τραπεζικές επενδύσεις, το management των funds· στον κόσμο δηλαδή των υπερκαπιταλιστικών πολυεθνικών και άλλων ομφαλοσκοπικών οντοτήτων. Οι παχιές, άπληστες γάτες. Η άσχημη πλευρά του καπιταλισμού. Αυτοί έχουν χειραγωγήσει την οικονομική σταθερότητα της βρετανικής λίρας, προξενώντας ανησυχία σε όλη την Ευρώπη.

Ηρεμήστε, η Βρετανία δεν πάει πουθενά. Θα παραμείνουμε οι καλοί σας γείτονες, ό,τι κι αν γίνει. Απλά θα έχουμε τα δικά μας διαβατήρια και το δικό μας νόμισμα, όπως και πριν. Τίποτα άλλο δεν θα αλλάξει.

Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σας, πέρα από εφημερίδες; Τι απολαμβάνετε, όταν αποζητάτε λίγη απόσταση από τη μουσική και τη φασαρία της διασημότητας;

Δεν σταματώ ποτέ να παίζω μουσική. Απολαμβάνω όμως και το να φροντίζω τις πιπεριές μου, όπως και το να βγάζω βόλτα τις γάτες μου τα βραδάκια. Ω, εμείς οι Βρετανοί είμαστε το δεύτερο πιο βαρετό έθνος της Ευρώπης. Αλλά τα ρολόγια μας λένε πάντα τη σωστή ώρα και πληρώνουμε τους φόρους μας. Και έχουμε και το πιο ζηλευτό ρεκόρ στην Ευρώπη για την πιο πετυχημένη πολιτισμική, εθνική και θρησκευτική ενσωμάτωση των τελευταίων 70 χρόνων. 

Γι' αυτό μη μας θεωρείτε ρατσιστές, σας παρακαλώ. Ελάτε μια βόλτα στο Λονδίνο κι αμέσως θα δείτε ότι πρόκειται για την πιο πολυ-πολιτισμική πόλη στον κόσμο. Κι ελάτε τώρα, που η λίρα κοστίζει φθηνότερα! Η καλύτερη εποχή για να είσαι τουρίστας.