17 Σεπτεμβρίου 2022

Jethro Tull - συνέντευξη (2016)


Να κουβεντιάσεις με τον Ian Anderson, αλλά να μην έχεις και άπλετο χρόνο στη διάθεσή σου. 

Δεν χάνονται βέβαια τέτοιες ευκαιρίες. Ασφαλώς και θα το κάνεις: μιλάμε άλλωστε για το θρυλικότερο φλάουτο των rock 'n' roll χρονικών. Με μια εξτρά προσοχή, όμως –να μη ρωτήσεις ξανά μανά πράγματα που έχει πια απαντήσει σε έναν σωρό διεθνών συνεντεύξεων.

Με αυτή τη συνταγή αποφάσισα να κινηθώ τον Σεπτέμβρη του 2016, όταν προέκυψε μια συνέντευξη με τον Anderson, ενόψει του τότε ερχομού των Jethro Tull στην Τεχνόπολη. Τώρα μετράμε αντίστροφα για μία ακόμα εμφάνισή τους στην Αθήνα, την Παρασκευή 23 Σεπτέμβρη, στο Θέατρο Βράχων (μία μέρα πριν, εντωμεταξύ, θα προηγηθεί και η Θεσσαλονίκη).

Με την αφορμή της επικαιρότητας, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ η κουβέντα που κάναμε έξι Σεπτέμβρηδες πριν –όταν (μεταξύ άλλων) συζητήσαμε για το πανωφόρι του Aqualung, για το Brexit, για την τζαζ, μα και για τις ...πιπεριές του! Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και παρουσιάζεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες του Ian Anderson προέρχονται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο.


Σας περιμένουμε σύντομα στην Αθήνα, για ένα σπέσιαλ Jethro Tull σόου. Πώς όμως διαλέγετε «τα καλύτερα» των Jethro Tull;

Έχω μια λίστα με τα 100 καλύτερά μου τραγούδια, από το 1968 κι έπειτα. Και διαλέγω 20, με κριτήριο την εκπροσώπηση των διαφορετικών περιόδων της μουσικής μου και όλων των στυλ από τα οποία έχω περάσει από τότε μέχρι και σήμερα.

Συχνά σας ζητούν στις συνεντεύξεις να διηγηθείτε πώς το φλάουτο έγινε αναπόσπαστο στοιχείο του ήχου της μπάντας. Δεν θυμάμαι ωστόσο να έχω διαβάσει πολλές λεπτομέρειες για εκείνο το ευμεγέθες πανωφόρι, που τόσο χαρακτήρισε τις πρώιμες εμφανίσεις σας. Ποια είναι η δική του ιστορία;

Μου το χάρισε ο πατέρας μου, τον Δεκέμβριο του 1967. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε καλές σχέσεις και μου είπε απλά «Καλύτερα να το πάρεις... θα είναι βαρύς ο χειμώνας». Και ήταν πράγματι! Φόραγα λοιπόν το μεγάλο αυτό πανωφόρι σε καθημερινή βάση –ακόμα και πάνω στη σκηνή. Κι έτσι έγινε σήμα κατατεθέν του image των πρώιμων Jethro Tull.

Ο πατέρας σας παίζει κι έναν ακόμα ρόλο στην όλη ιστορία του γκρουπ, αφού έχετε αναγνωρίσει στους δικούς του τζαζ δίσκους την πρωταρχική σας έμπνευση. Τι αγαπούσατε περισσότερο από αυτούς, κατά τα παιδικά σας χρόνια στο Dunfermline;

Τον Count Basie, τον Duke Ellington, τον Benny Goodman, αλλά και τον πολύ πρώιμο Elvis Presley, τον Johnny Duncan και τους Blue Grass Boys. Πιο μετά στη ζωή μου ήρθε ο Cliff Richards και οι Shadows του, οι Beatles, οι Rolling Stones... Και τα πάντα άλλαξαν, εντελώς.

Οι δημοσιογράφοι πάντα ρωτάνε για το Aqualung (1971) και τα υπόλοιπα σπουδαία άλμπουμ τα οποία φτιάξατε κατά τη δεκαετία του 1970, εγώ όμως θα ήθελα να ρωτήσω για το Under Wraps του 1984 –τον δίσκο δηλαδή που συνήθως οι fans διαλέγουν ως τη «χειρότερη» δουλειά σας. Τι γνώμη έχετε γι' αυτόν, 32 χρόνια μετά τη δημιουργία του;

Νομίζω πως είχε κάποια υπέροχα τραγούδια, αλλά στους fans φάνηκαν παράξενα τα πιο ηλεκτρονικά όργανα. Πλέον θεωρώ ότι έπρεπε να είχα χρησιμοποιήσει αληθινά ντραμς και λιγότερα samples. Όμως τον καιρο εκείνο η όλη τεχνολογία ήταν πολύ καινούρια και ήθελα έτσι να πειραματιστώ μαζί της και να ξανοιχτώ σε νέες κατευθύνσεις μουσικής δημιουργίας. Με συγχωρείτε...

Και με εκείνο το Grammy καλύτερης hard rock/metal performance που πήρατε το 1988 για το Crest Of A Knave, κερδίζοντας τους Metallica; Μάθατε ποτέ τις λεπτομέρειες για το τι έγινε; Το έχετε συζητήσει ποτέ με τους Metallica;

5.000 μέλη της National Academy Of Recording Arts And Sciences με δικαίωμα ψήφου αποφάσισαν τότε –μέσα στην απέραντη σοφία τους– ότι οι Jethro Tull έπρεπε όχι μόνο να προταθούν στη συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά και να κερδίσουν κιόλας. 

Οι περισσότεροι, κι εγώ ανάμεσά τους, φυσικά εκπλαγήκαμε. Όχι όσο οι Metallica, βέβαια... Δεν το έχουμε συζητήσει, πάντως. Βασικά δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ. Μου φαίνονται όμως συμπαθητικοί νέοι.

Σαν στιχουργός, είχατε πάντα ανοιχτά μάτια και αυτιά στο τι συνέβαινε γύρω σας. Είστε άνθρωπος που διαβάζει εφημερίδες για να ενημερώνεται σχετικά με το τι γίνεται στον κόσμο; Τι θα γράφατε αλήθεια σχετικά με τις πρόσφατες βρετανικές εξελίξεις; Για το δημοψήφισμα του Brexit, δηλαδή, αλλά και για την Theresa May που πήγε στο νούμερο 10 της Downing Street;

Διαβάζω αρκετές εφημερίδες σε ημερήσια βάση, ώστε να παρακολουθώ τις διάφορες πολιτικές απόψεις. Και βλέπω και τα νέα στην τηλεόραση. Θεωρώ το Brexit σαν την έκφραση μιας δημοκρατικής ψήφου. Δεν είναι νομικά δεσμευτικό, είναι όμως η φωνή μιας πλειοψηφίας ανθρώπων –και κάτι τέτοιο οφείλει να γίνει σεβαστό. 

Η δική μου εκτίμηση είναι ότι, ύστερα από τις διαπραγματεύσεις των επόμενων μηνών, θα έχουμε μια ρεαλιστική απάντηση εκ μέρους των Γερμανών και των Γάλλων και θα προχωρήσουμε σε κάτι που θα μοιάζει με Brexit light. Κάτι σαν συνέχιση του εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή, συνέχιση της συμμετοχής μας στον προϋπολογισμό της, αλλά ανάκτηση του ελέγχου των συνόρων μας και δικαίωμα να αποφασίζουμε με βάση τη δική μας νομοθεσία.

Για την ώρα, φυσικά, οι Γάλλοι θα απορρίπτουν σε υψηλούς τόνους κάτι τέτοιο, εν μέρει γιατί έχουν εκλογές το 2017 και ο Φρανσουά Ολάντ φοβάται ότι θα χάσει και η εξουσία θα μετατοπιστεί στα χέρια της άκρας Δεξιάς. Πάντως θεωρώ ότι όλα τα σχέδια για μια ταχεία μετάβαση στην Ομοσπονδιακή Ευρώπη θα αποτύχουν, γιατί αυτό που απαιτείται τώρα είναι μια πραγματική μεταρρύθμιση εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πλέον, στον απόηχο του βρετανικού δημοψηφίσματος, βλέπουμε όλο και περισσότερους Ευρωπαίους ηγέτες να το ζητάνε.

Όσο για τη νέα μας Πρωθυπουργό, είναι μια δυνατή και υπεύθυνη γυναίκα –όχι η καινούρια Μάργκαρετ Θάτσερ. Την απασχολεί η ανάπτυξη μιας πιο ισότιμης κοινωνίας και η οριοθέτηση της τρέχουσας σχέσης μας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στο διάστημα που μεσολάβησε από το δημοψήφισμα δεν άλλαξε κάτι θεαματικά, παρά μόνο στον κόσμο όσων ασχολούνται με το συνάλλαγμα, τις τραπεζικές επενδύσεις, το management των funds· στον κόσμο δηλαδή των υπερκαπιταλιστικών πολυεθνικών και άλλων ομφαλοσκοπικών οντοτήτων. Οι παχιές, άπληστες γάτες. Η άσχημη πλευρά του καπιταλισμού. Αυτοί έχουν χειραγωγήσει την οικονομική σταθερότητα της βρετανικής λίρας, προξενώντας ανησυχία σε όλη την Ευρώπη.

Ηρεμήστε, η Βρετανία δεν πάει πουθενά. Θα παραμείνουμε οι καλοί σας γείτονες, ό,τι κι αν γίνει. Απλά θα έχουμε τα δικά μας διαβατήρια και το δικό μας νόμισμα, όπως και πριν. Τίποτα άλλο δεν θα αλλάξει.

Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σας, πέρα από εφημερίδες; Τι απολαμβάνετε, όταν αποζητάτε λίγη απόσταση από τη μουσική και τη φασαρία της διασημότητας;

Δεν σταματώ ποτέ να παίζω μουσική. Απολαμβάνω όμως και το να φροντίζω τις πιπεριές μου, όπως και το να βγάζω βόλτα τις γάτες μου τα βραδάκια. Ω, εμείς οι Βρετανοί είμαστε το δεύτερο πιο βαρετό έθνος της Ευρώπης. Αλλά τα ρολόγια μας λένε πάντα τη σωστή ώρα και πληρώνουμε τους φόρους μας. Και έχουμε και το πιο ζηλευτό ρεκόρ στην Ευρώπη για την πιο πετυχημένη πολιτισμική, εθνική και θρησκευτική ενσωμάτωση των τελευταίων 70 χρόνων. 

Γι' αυτό μη μας θεωρείτε ρατσιστές, σας παρακαλώ. Ελάτε μια βόλτα στο Λονδίνο κι αμέσως θα δείτε ότι πρόκειται για την πιο πολυ-πολιτισμική πόλη στον κόσμο. Κι ελάτε τώρα, που η λίρα κοστίζει φθηνότερα! Η καλύτερη εποχή για να είσαι τουρίστας.




11 Σεπτεμβρίου 2022

Η Κρήτη Τραγουδάει - ανταπόκριση (2015)


7 Σεπτέμβρηδες πριν, καθώς επέστρεφα στην Αθήνα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το πρώτο (μου) συναυλιακό ραντεβού με τη σεζόν 2015-2016 με καλούσε στον Βύρωνα, σε μια μεγάλη γιορτή του κρητικού τραγουδιού. «Ψυχή» της ήταν ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης: ο γιος του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος σταδιοδρομούσε ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Τότε, μάλιστα, ήμασταν και συνάδελφοι στα μουσικά του 105,5 Στο Κόκκινο. 

Δυστυχώς ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης δεν έμελλε να ζήσει πολύ –περίπου 2 μήνες αργότερα σκοτώθηκε σε τροχαίο. Τον θυμάμαι πάντα ως έναν από τους αξιολογότερους και συμπαθέστερους συναδέλφους, που κοσμούσε τα ερτζιανά με τις εκπομπές του. Η δε εκδήλωση «Η Κρήτη Τραγουδάει» ήταν ένα από τα ελάχιστα πολιτισμικά δρώμενα στα οποία ενεπλάκη ο ραδιοσταθμός 105,5 Στο Κόκκινο και άξιζε όντως τον κόπο. Προσπάθειες έγιναν κι άλλες, κατά καιρούς, ιδέες υπήρξαν. Στο διά ταύτα, όμως, δεν συνέβησαν πολλά πράγματα. Ούτε και διαβάστηκε σωστά το πολύπτυχο της εποχής, είναι η γνώμη μου, πέρα από την κουρασμένη ζώνη ασφαλείας του έντεχνου και των αναιμικών alternative προσπαθειών.

Τώρα, καθώς μετράμε αντίστροφα για το μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, το οποίο στήνει ο Σταύρος Ξαρχάκος για τις 21/9 (κι έχει γίνει ήδη sold-out, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές), ο νους ξαναγυρνά στη βραδιά της Κρήτης στον Βύρωνα. Η επιτυχία της, η απήχησή της σε έναν νεαρόκοσμο που δεν έχει ρίζες στην Κρήτη, αλλά και η γενικότερη διάδοση της ιδιαίτερης παράδοσης του νησιού κατά τα τελευταία χρόνια (ακόμα και με τις αναπόφευκτα δυσάρεστες προσμίξεις), όλα δείχνουν πίσω στον Νίκο Ξυλούρη. Ο οποίος μπορεί να έφυγε νεότατος, μόλις στα 43 (1980), πρόλαβε όμως να καταχωρηθεί στις μυθικές φιγούρες του εγχώριου τραγουδιού. Η παρουσία του και η δισκογραφική του σταδιοδρομία άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο για τη μουσική του τόπου του, σφυρηλατώντας κι έναν σύνδεσμο με το ευρύτερο κοινό που ακόμα κρατά και στις δικές μας ημέρες.

Με τη φετινή αφορμή, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ μια ανταπόκριση από τη συναυλία «Η Κρήτη Τραγουδάει» –με μικρές, αισθητικής φύσης μετατροπές συγκριτικά με το κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στο Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη, με την κεντρική να απαθανατίζει τη σύμπραξη του Ross Daly με τον Βασίλη Σταυρακάκη.


Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο της βραδιάς έριξα μια καλή ματιά στο θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», για να τσεκάρω την προσέλευση. Θυμάμαι όμως ότι είδα κόσμο κυριολεκτικά παντού: οι εξέδρες κατάμεστες, η πλατεία γεμάτη, κάμποσοι όρθιοι στα πλάγια. Ένα κοινό ενθουσιώδες, με πολλά νέα παιδιά να πλαισιώνουν τις αναμενόμενα μεγαλύτερες ηλικίες, το οποίο πήρε μέρος ενεργά στη μεγάλη γιορτή που έστησε ο ραδιοφωνικός σταθμός 105,5 Στο Κόκκινο, χειροκροτώντας με ζέση, τραγουδώντας και σέρνοντας κυκλικούς χορούς μπροστά από τη σκηνή. 

Το γενικό πρόσταγμα, την επιλογή των 32 Κρητών καλλιτεχνών που ήρθαν ως τα βράχια του Βύρωνα, αλλά και τον ρόλο του παρουσιαστή της βραδιάς, είχε ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης –παραγωγός στο Κόκκινο και γιος (για όσους δεν γνωρίζουν) του Νίκου Ξυλούρη. Του αξίζουν συγχαρητήρια, γιατί έκανε εξαιρετική δουλειά: μέσα σε 200 λεπτά παρέλασε μπροστά μας ένα πανόραμα της ζώσας κρητικής παράδοσης, μακριά από φτηνά ανακατώματα μα και από μαραμένα έντεχνα, που ψάχνουν την ανά(σ)ταση μέσω Κρήτης.

Συγχαρητήρια όμως αξίζει και συνολικά η διοργάνωση. Και δεν το γράφω αυτό με τη συναδελφική ευκολία ενός από το Κόκκινο, μα με βάση μετρήσιμους δείκτες, οι οποίοι τόσο μας έχουν απογοητεύσει σε άλλες ζωντανές περιστάσεις. Ακούσαμε λ.χ. εξαιρετικό ήχο στο θέατρο Βράχων, είδαμε σωστά φώτα και, παρά την πολυκοσμία, η συναυλία άρχισε με αμελητέα καθυστέρηση, με το χρονοδιάγραμμά της να τηρείται χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.  

Το πρόγραμμα δεν ξεκίνησε από την «επισημότητα» της εξέδρας, μα κάπου ανάμεσα στο πλήθος της πλατείας, όταν ξαφνικά ακούστηκε η ασκομπαντούρα του Θανάση Σταυρακάκη και τον είδαμε κατόπιν να κατευθύνεται προς τη σκηνή, παρέα με τον Αστρινό Ζαχαρουδιάκη (λύρα), τον γιο του Αντώνη Ζαχαριουδάκη (λαούτο) και τον τραγουδιστή Δημήτρη Σκουλά


Αυτή η, ως επί το πλείστον, «παλιά φρουρά» έχει μεγάλη και ξεχωριστή ιστορία, ειδικά ο Σταυρακάκης –κύριος αναβιωτής της ασκομπαντούρας κατά τη δεκαετία του 1970 και σπουδαίος μοχλός στη μεταφορά της κρητικής παράδοσης στην Αθήνα, τόσο ως μουσικός, όσο και ως μαγαζάτορας: δικό του ήταν, μάθαμε, το Κρητικό Κονάκι, πρώτο στέκι του είδους του στην πρωτεύουσα. Οι Ζαχαριουδάκηδες και ο γλυκόλαλος Σκουλάς στάθηκαν εξίσου θαυμάσια, ξεκινώντας με απόσπασμα του «Ερωτόκριτου» και ξεσηκώνοντας το πρώτο ρεύμα κεφιού με τα συρτά του Θανάση Σκορδαλού, του Νίκου Ξυλούρη και του Κώστα Μουντάκη.

Σκυτάλη κατόπιν πήρε μια νέα όψη της κρητικής παράδοσης ή, έστω, ένας καινούριος τρόπος για να δεις τα παραδεδομένα. Τον εκπροσώπησαν η Ειρήνη Δερέμπεη (τραγούδι, θιαμπόλι), ο Κάρολος Κουκλάκης (μπουλγκαρί) και ο Βασίλης Τζορτζίνης (κοντραμπάσο). Μια ωραία γυναικεία φωνή, δηλαδή, και δύο άξιοι σολίστες, οι οποίοι ήχησαν όμως παράταιρα. Γιατί σε άλλο κλίμα σε είχε βάλει το προηγούμενο σχήμα και, μέσα σε μόλις 20 λεπτά, «αναγκάστηκες» να προσπαθείς να επικοινωνήσεις με μία πολύ πιο λόγια εκδοχή της Κρήτης. Για μένα τουλάχιστον, δεν στάθηκε δυνατόν· κάτι χάθηκε.


Η ροή των πραγμάτων αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με μια εξαιρετική ιδέα, στόχος της οποίας ήταν η παρουσίαση της βιολιστικής παρακαταθήκης της Κρήτης, που είναι μεγαλύτερη από όσο συνήθως νομίζεται: η λύρα άρχισε να κυριαρχεί στα γλέντια από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα. Ο Γιώργος Ν. Ξυλούρης παρέταξε λοιπόν τις δύο κύριες παραδόσεις μαζί επί σκηνής, να παίζουν εναλλάξ. 

Στα αριστερά όπως κοιτούσαμε τοποθέτησε τον Ιεραπετριώτη Βαγγέλη Βαρδάκη, πλαισιωμένο από τον Μανώλη Λιαπάκη (φωνή, λαούτο) και τον Γιάννη Γενειατάκη (φωνή, κιθάρα)· και στα δεξιά έβαλε τον νέο σούπερ σταρ της Κρήτης, τον Κισσαμιώτη Αντώνη Μαρτσάκη, ο οποίος ήρθε ντυμένος με παραδοσιακή στολή, όπως έπραξε και το σχήμα του: ο Νίκος Μαρεντάκης, γνώστης των χανιώτικων τρόπων του λαούτου, ο Κανάκης Κοζονάκης (επίσης λαούτο) και ο Φραγκέσκος Μπαλτζάκης (νταουλάκι). Ανατολική και Δυτική Κρήτη εκπροσωπήθηκαν έτσι επάξια, με τον Μαρτσάκη ειδικά να γίνεται δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τη νεολαία, «πυροδοτώντας» τους πρώτους μαζικούς κύκλιους χορούς στην πλατεία. Αλλά και οι Λασηθιώτες έκλεισαν το δικό τους σετ με τον καλύτερο ίσως πηδηχτό τον οποίον ακούσαμε μέσα στη βραδιά.


Σειρά κατόπιν πήρε ο Ross Daly –ο Ιρλανδός που πολιτογραφήθηκε Κρητικός κι έδωσε στην παράδοση του νησιού τεράστια ώθηση, σπρώχνοντάς τη στον μοντέρνο κόσμο– ο οποίος δεν ήρθε παρέα μόνο με εκλεκτούς οργανοπαίχτες (Γιώργος "Κεχρής" Σαλούστρος, Κέλλυ Θωμά, Γιώργης Μανωλάκης & Γιάννης Παπατζανής), μα και με τον εκπληκτικό Βασίλη Σταυρακάκη, μάλλον την καλύτερη φωνή των ημερών μας στην Κρήτη, όπως έχει σημειωθεί ξανά στον εγχώριο Τύπο, από τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Και παρότι αναμφισβήτητος επικεφαλής της εκδήλωσης ήταν ο Ψαραντώνης, αν πρέπει να ορίσουμε το αφάλι της συναυλίας, το σημείο δηλαδή όπου η εμπειρία της Κρήτης απογειώθηκε σε μια άλλη τροχιά, ήταν η συγκεκριμένη εμφάνιση. Αρχικά επιβλήθηκε ένας χαρακτήρας πιο κατανυκτικός: οι χοροί έπαψαν, οι λύρες κυριάρχησαν, το κοινό σώπασε για να ακούσει. Αλλά στη συνέχεια ο Daly έπιασε έναν διαφορετικό δρόμο, από τα σπλάχνα του οποίου βγήκε η φωνή του Σταυρακάκη να δώσει καινούρια τροπή. Το "Πάρε Με Νύχτα" έκανε τις κερκίδες να πιάσουν πυρκαγιά, ενώ η διασκευή στο "Κάμε Μια Βόλτα Στο Χωριό" έδωσε το σύνθημα για να ξαναπιαστούν οι χοροί. 

Ακολούθως, ήχησαν φωνές και σκοποί από την αριστερή πλευρά του θεάτρου και είδαμε μια παρέα μαυροπουκαμισάδων να προσεγγίζει αργά τη σκηνή, παίζοντας και τραγουδώντας. Ήταν ένα πολύ ωραίο θέαμα, που στόχο είχε να μας παρουσιάσει τη λεγόμενη «ανωγειανή παρέα»: μη επαγγελματίες, οι οποίοι κάνουν το μεράκι τους με τη μουσική σαν τελειώσουν οι υποχρεώσεις της μέρας ή συναπαντηθούν στο καφενείο. 


Στον Βύρωνα η άτυπη αυτή παράδοση της ερασιτεχνικής, αυτοσχέδιας μαντινάδας εκπροσωπήθηκε από τους Γιώργη "Κάτη" Βρέντζο, Βασίλη Δραμουντάνη, Λευτέρη Μπέρκη, Γιώργο Νταγιαντά, Μανώλη Σκουμπάκη & Χαράλαμπο "Βούρια" Χαιρέτη. Μόνο που όσο ωραίοι ήταν καθώς έπαιζαν στα όρθια και περπατούσαν, άλλο τόσο βαρετοί δείχτηκαν σαν κάθησαν στη σκηνή, ζαλίζοντάς μας με ένα μακρόσυρτο, ατελείωτο κομμάτι για παλιούς Ανωγειανούς –όλοι φημισμένοι μουσικάνθρωποι– που συνεχίζουν, υποτίθεται, το γλέντι στον Άδη. Κάτι σαν τη «μεγάλη μπάντα του ουρανού», δηλαδή, σε Ανώγεια edition. 

Την ανωγειανή παρέα διαδέχθηκαν οι λαουτιέρηδες Αντώνης & Μιχάλης Φραγκιαδάκης, οι οποίοι όρισαν το πιο αδιάφορο και κουραστικό σημείο της όλης εκδήλωσης. Προικισμένοι μεν οργανοπαίχτες οι Φραγκιαδάκηδες, όμως δεν είναι τραγουδιστές –και «χτύπησε» αυτό σαν διασκεύασαν το "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή", που είχαν πρωτοπεί ντουέτο ο Θανάσης Σκορδαλός με τον Γιώργη Παπαδάκη· δεν μπόρεσαν επίσης να αποφύγουν ούτε την αναίτια πάρλα, ούτε και κάποιους ακαλαίσθητους μικροφωνισμούς. Ως μόνη τους αξιόλογη συνεισφορά καταγράφεται έτσι η διασκευή στο "Έσβησε Αέρας Το Κερί", στις πρώτες νότες του οποίου εμφανίστηκε ο Ψαραντώνης, που έκατσε να το πει μαζί τους.


Ακολούθως, ο Ψαραντώνης πήρε θέση με τη λύρα του στο κέντρο και γύρω παρατάχθηκε μια μπάντα-οικογενειακή υπόθεση: η κόρη του Νίκη Ξυλούρη με το πάντα επιβλητικό μπεντίρ της, ο γιος της Γιώργος Στιβακτάκης κι ένας ακόμα Ξυλούρης, ο Λάμπης, στο λαούτο. Κι ακολούθησε ένα σετ 40 λεπτών, γνώριμο σε όσους έχουν ξαναδεί τον Ψαραντώνη και αγαπητό (καθώς αποδείχθηκε) σε μεγάλη μερίδα του συγκεντρωμένου κόσμου, που σιώπησε για να αφουγκραστει με προσοχή αυτόν τον έξω από οτιδήποτε συνηθισμένο –ακόμα και με μέτρο την όποια κρητική ιδιαιτερότητα– καλλιτέχνη. Κι εκείνος, ανταπέδωσε. 

Σκέφτηκα καθώς τον κοίταζα ότι έμοιαζε περισσότερο με κάποιο δαιμονικό της βλάστησης, το οποίο κατείχε το μυστικό για να γεφυρώσει το αρχέγονο με το σημερινό. Γιατί είναι πραγματικά μοναδικός ο Ψαραντώνης: μια αναντίρρητα μοντέρνα ψηφίδα ως προς την ελευθερία έκφρασης και κομμάτι συνάμα ενός κοσμοπολίτικου μουσικοπολιτισμού, που διαρκώς σου δίνει την εντύπωση πως η τέχνη του έρχεται από τα πολύ περασμένα. 

Έκλεισε έτσι ιδανικά μια εκδήλωση που φιλοδόξησε μεν να πάει βαθιά στις ρίζες, μα θέλησε παράλληλα να δείξει και τη σημαίνουσα θέση αυτής της παράδοσης στο μουσικό μας σήμερα, πέρα από τα χυδαία κρητοσκυλάδικα και την αλητεία των κρητοέντεχνων. 





23 Αυγούστου 2022

Λάκης Χαλκιάς - συνέντευξη (2012)


Φέτος τον Αύγουστο συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από ένα ιστορικό μα ξεχασμένο συναυλιακό τριήμερο, που έλαβε χώρα στον Λυκαβηττό, στα πλαίσια του τότε Φεστιβάλ Αθηνών, με πρωτοβουλία του Λάκη Χαλκιά. 

Εκεί, μαζί με τον πατέρα του, τον μέγα Τάσο Χαλκιά (1914-1992), γιόρτασαν μαζί τη διαδρομή 125 ετών της οικογένειάς τους στα μουσικά πράγματα, σε μια βραδιά την οποία παρουσίασε ο γνωστός ηθοποιός Μάνος Κατράκης και η Φωτεινή Χαραλαμπίδου.

Η γενεαλογία των Χαλκιάδων είναι καλά καταγεγραμμένη, αναγόμενη στον 19ο αιώνα, όταν, μετά από μάχη ενάντια στους Τούρκους, ο Αντώνης Κάμψος (1824-1887) εγκατέλειψε την Αλβανία, μετοίκησε στα Γιάννενα και άλλαξε το όνομά του σε Χαλκιάς. Ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα, παράλληλα όμως έπαιζε και μουσική, γνωρίζοντας τα μυστικά του μαντολίνου και του λαούτου. 

Έκτοτε, πέντε διαφορετικές γενιές διατήρησαν τον παραδοσιακό θησαυρό που συνδέθηκε με το όνομά τους, «παραδίδοντάς τον από πατέρα σε γιό και πλουτίζοντάς τον με νέα ακούσματα και νέες αξίες από τις λαϊκές εμπειρίες της κάθε γενιάς», όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κατράκης στον Λυκαβηττό.

Τιμώντας λοιπόν τα 40 χρόνια από εκείνες τις βραδιές, αλλά και τα 60 χρόνια του Λάκη Χαλκιά στο τραγούδι, δημοσιεύεται σήμερα –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– η σύντομη κουβέντα που κάναμε τον Δεκέμβριο του 2011, όταν βρεθήκαμε στο σπίτι του με αφορμή τον θαυμάσιο δίσκο Μνήμες Της Ξενιτιάς: 12 Δημοτικά Τραγούδια Της Ηπείρου. Αυτή είναι και η ορθή χρονολογία έκδοσης του άλμπουμ (2011, Φεβρουάριος για την ακρίβεια), καθώς στο Discogs αναγράφεται ως μη γνωστή (unknown). 

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ήχος», στο τεύχος Ιανουαρίου 2012, και παρουσιάζεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η κεντρική φωτογραφία είναι μεν από όσες δόθηκαν τότε για τις ανάγκες του εντύπου, αλλά είναι εκείνη που αγαπούσε ιδιαίτερα ο ίδιος ο Χαλκιάς, όπως μου είπε, ξεχωρίζοντάς την.


Πώς διαλέξατε το υλικό που μπήκε στις Μνήμες Της Ξενιτιάς, τους στίχους δηλαδή της Βασιλικής Σκουτέλα τους οποίους μελοποιήσατε και τους μουσικούς που σας συντρόφευσαν;

Αρχικά, κάναμε μια εκλογή περίπου 50 τραγουδιών. Σε πολλά όμως από όσα κατέγραψε η Βασιλική Σκουτέλα έχουν πια χαθεί οι μουσικές, απέμειναν μόνο οι στίχοι. Έτσι, καταλήξαμε σε εννιά και έκατσα μετά και μελοποίησα ο ίδιος δύο επιλογές από το βιβλίο της, ενώ της έγραψα και το "Θέλω Να Βγω Βασιλική", ως αφιέρωση. 

Την ορχήστρα την έφτιαξε ο αδερφός μου, ο Χρήστος Χαλκιάς. Και ήρθαν πολλοί εξαιρετικοί μουσικοί: ο Γιώργος ο Κωτσίνης στο κλαρίνο, ο βιολιστής ο Λάζος ο Ευθυμίου κ.ά. Όλοι δουλέψαμε με αγάπη και φροντίσαμε να έχει ο δίσκος εκείνον τον παλιό τον ήχο, ώστε να μην ξεφύγουμε από το καθιερωμένο. Θέλαμε να του δώσουμε μια αρχοντιά, μια αξιοπρέπεια, ώστε να μπορεί να κάτσει ένας άνθρωπος να τον ακούσει πίνοντας ένα ποτό και να συγκινηθεί. Δώσαμε νομίζω τον καλύτερό μας εαυτό. 

Παρότι προέρχεστε από μια μεγάλη οικογένεια του παραδοσιακού τραγουδιού, στην καριέρα σας δεν μείνατε προσηλωμένος στα δημοτικά, μα σταδιοδρομήσατε και στο λαϊκό και στο πιο έντεχνο ρεπερτόριο... 

Αν παρακολουθεί κανείς τα τραγούδια που έχω πει στην πορεία μου μέσα στον χρόνο, ναι, έτσι ακριβώς είναι: έχω τραγουδήσει σχεδόν όλα τα είδη. Σε αυτό συντέλεσε βέβαια και η δημιουργική εποχή στην οποία βρέθηκα. Γιατί ευτύχησα να καθίσω δίπλα στον Μάρκο Βαμβακάρη, στον Βασίλη Τσιτσάνη, στον Γιάννη Παπαϊωάννου· σε όλους γενικά τους τεράστιους δημιουργούς εκείνης της εποχής, όσους έφτιαξαν έναν κρίκο με την παράδοση. Από εκεί και μετά συνδέεται η δουλειά και η ζωή μου με τους υπόλοιπους μεγάλους δημιουργούς, μέχρι και σήμερα. 

Πάντως, θέλω να τονίσω ότι η καριέρα μου υπήρξε απόρροια σκληρής δουλειάς κι ατέλειωτων ωρών μελέτης –τόσο με τη φωνή μου, όσο και με τα όργανα που παίζω. Δεν έχω σταματήσει να ερευνώ προς κάθε κατεύθυνση και να διαβάζω, ενώ έχω κι αναπτυγμένο αίσθημα αυτοκριτικής. Ό,τι έχω τραγουδήσει, το έχω συνδέσει με τα όσα έζησα μα και με την ιστορία του τόπου μου. Γι’ αυτό και τα θεωρώ αληθινά. 

Νιώθετε δικαιωμένος από τον κόπο που αφιερώσατε για να δείξετε τη διασύνδεση της νεοελληνικής δημοτικής παράδοσης με την αρχαία ελληνική μουσική; 

Αφιέρωσα 10 χρόνια για να ολοκληρώσω την έκδοση του εγχειρήματος 2500 Χρόνια Ελληνική Μουσική (1999) –και από εκεί έβγαλα πολλά συμπεράσματα για το πώς μας κρύβουν διάφορα πράγματα σχετικά με τον πολιτισμό μας. Διέθεσα πολύ χρόνο και πολλά χρήματα, γιατί καμία δισκογραφική εταιρεία δεν ήταν διατεθειμένη να εκδώσει το έργο όπως ακριβώς το ήθελα εγώ να βγει. Πιστεύω όμως ότι δικαιώθηκα, ότι φάνηκε δηλαδή η διασύνδεση του σύγχρονου τραγουδιού με την αρχαιότητα. 

Αυτή τη στιγμή η έκδοση διδάσκεται σε 7-8 πανεπιστήμια του εξωτερικού, κυρίως στην Αμερική, όπου υπάρχει και ελληνική έδρα. Ξέροντας τώρα έστω αυτά τα λίγα πράγματα, είμαστε σε θέση να καταλάβουμε ότι η ιστορία που ξεκίνησε στην αρχαιότητα εξελίχθηκε χωρίς να διακοπεί πουθενά. Το βλέπεις τόσο στον λόγο, όσο και στα μουσικά όργανα: η πανδουρίδα των αρχαίων, ας πούμε, έγινε ο ταμπουράς, τον οποίον έπαιζε ο Ρήγας Φεραίος και ο Κατσαντώνης, και κατόπιν το γνωστό μας μπουζούκι. 

Ως λαός, έχουμε ζωντανή σχέση με τις ρίζες μας; Ή τους γυρίσαμε την πλάτη;

Γενικά θα έλεγα ότι ο Έλληνας δεν φταίει, κυρίως γιατί εκείνοι που κυβέρνησαν δεν του έδωσαν ποτέ τη σωστή παιδεία. Τον δε πολιτισμό του, τον έθαψαν όσο μπορούσαν, ώστε να τον αποπλανήσουν και να τον καταστήσουν ανίκανο να σκεφτεί –προκειμένου να σκέφτονται για λογαριασμό του όσοι βρίσκονται σε αυτό το παιχνίδι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια διαφήμιση των Αφών Λαμπρόπουλου, έλεγε «εμείς σκεφτόμαστε πριν από σας, για σας».  

Πάντως το κύτταρό μας είναι τόσο ποτισμένο από την παράδοση, ώστε δεν θα λυγίσει τόσο εύκολα. Θα σου πω ένα περιστατικό: είχα πάει στην τηλεόραση, καλεσμένος σε κάποια εκπομπή, όπου τραγούδησα το "Τζιβαέρι". Δυο μέρες μετά, καθώς γυρνούσα σπίτι, παρκάρω το αμάξι εδώ πιο κάτω σε ένα γήπεδο μπάσκετ όπου πάνε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς και παίζουνε, όταν με βλέπει ένας μικρός, 10-11 ετών. Έρχεται λοιπόν τρέχοντας και μου φωνάζει: «κύριε Χαλκιά, να σας πω κάτι;». Τι θέλεις, τον ρωτάω. «Σας είδα προχθές στην τηλεόραση και είπατε το "Τζιβαέρι", τι ωραίο τραγούδι!». 

Αυτή είναι η δύναμη του δημοτικού μας τραγουδιού. Αν τη δώσεις λοιπόν στον Έλληνα την παράδοση όπως πρέπει να του τη δώσεις, πιστεύω θα την αποδεχθεί. 
 
Η τηλεόραση, όμως, δεν είναι αυτή που μας έχει κάνει τη μεγάλη ζημιά; 

Ναι, η τηλεόραση έχει σαρώσει τα πάντα και είναι υπεύθυνη για την πνευματική μας πτώχευση, η οποία προηγείται της οικονομικής. Αυτό το σαρωτικό πολιτιστικό ισοπέδωμα άρχισε πριν από περίπου 20 χρόνια –με κύριο πρωταγωνιστή την υποτιθέμενη «ελεύθερη» τηλεόραση. 

Με επίκεντρο λοιπόν το λαμπερό γυαλί της τηλεόρασης (χαζοκούτι, όπως το λέει ο λαός μας), έχει γιγαντωθεί η εικόνα ενός «τίποτα», η οποία έχει παγιδέψει την πλειονότητα του κόσμου. Τη ρυπαίνει, τη ρηχαίνει, την ευτελίζει, τη χλευάζει, την εκπορνεύει και την αποπροσανατολίζει... Τελικά γίναμε ένας λαός Ελεύθερων Πολιορκημένων, αιχμάλωτος του λαμπερού γυαλιού. 

Τι γίνεται αλήθεια ο δίσκος που προγραμματίζετε με τα τραγούδια της Ρούμελης; Και τι ετοιμάζετε σχετικά με τον πατέρα σας; 

Το 2012 κλείνουν 20 χρόνια από όταν έφυγε ο πατέρας μου, ο Τάσος Χαλκιάς. Ετοιμάζεται λοιπόν ένα βιβλίο, το οποίο θα συνοδεύεται από CD με ένα ακυκλοφόρητο ως σήμερα έργο του –θα γίνει δε και μια μεγάλη εκδήλωση στα Γιάννενα. 

Το 2012, επίσης, συμπληρώνονται και τα δικά μου 50 χρόνια στο τραγούδι. Και θα ήθελα να τα συνδυάσω με τον δίσκο που ετοιμάζω τελευταία πάνω στη Ρούμελη: ένα διπλό CD με 35 τραγούδια, τα οποία θα καλύπτουν την περιοχή από άκρη σε άκρη. Το άλμπουμ είναι σχεδόν έτοιμο, αλλά θέλω να βγει όπως πρέπει να βγει.



18 Αυγούστου 2022

«Κώστας Νούρος: Ξένος Δυο Φορές» – ένας αποχαιρετισμός στον Τσιμάρα Τζανάτο


Στεναχωρήθηκα πριν λίγο όταν, σε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά, σκρόλαρα βαριεστημένα στο χρονολόγιο του Facebook και ανακάλυψα ότι πέθανε ο ποιητής και ηθοποιός Τσιμάρας Τζανάτος.

Δεν γνώρισα ποτέ τον άνθρωπο, ούτε και έτυχε να μιλήσουμε. Αλλά πριν 5 χρόνια πήγα να δω την ιδιαίτερη μουσικοθεατρική παράσταση «Ξένος Δυο Φορές» που έστησε στην ταβέρνα Ρεβαΐζι στη Δραπετσώνα, αναφερόμενος στην ξεχασμένη φιγούρα του Κώστα Νούρου –από το παρελθόν του ρεμπέτικου, με βίο μυθιστορηματικό. 

Μου έκανε λοιπόν μεγάλη εντύπωση το εξής: αν και η κριτική μου δεν ήταν θετική σε όλα (σε σημεία, μάλιστα, αφορούσε και ευθέως την ερμηνευτική του επίδοση), ο Τσιμάρας Τζανάτος αποζήτησε να γίνουμε ιντερνετικοί φίλοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συχνά περνούσε από τις αναρτήσεις μου για ένα «like», όπως αντίστοιχα κι εγώ από τις δικές του –όπου ανακάλυψα και διάφορα ποιητικά καλούδια του, τα οποία φιλοξενήθηκαν τελικά στη συλλογή «Αγνώστου: Η Βία του Βίου» (Κάπα Εκδοτική, 2021). 

Το κείμενο γύρω από την παράσταση για τον Κώστα Νούρο πρωτοδημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2017 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ (με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποποιήσεις), ως κάτι σαν αποχαιρετισμός σε έναν αν μη τι άλλο ενδιαφέροντα άνθρωπο. Ήταν κρίμα που δεν μπορέσαμε να τον γνωρίσουμε περισσότερο, αν και τη μέχρι τώρα καριέρα του μόνο μικρή δεν τη λες (για την ιστορία, ξεκίνησε το 1985 από το ραδιόφωνο). 

Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική τραβήχτηκε από τον Γιάννη Πρίφτη, όπως και η τέταρτη κατά σειρά. Η τρίτη ανήκει στον Στέλιο Μαστοραντωνάκη, ενώ η δεύτερη είναι της Χριστίνας Κουτρουλού.  


Στη Δραπετσώνα, σε μικρή απόσταση από το λιμάνι, το αεράκι του Σαββατόβραδου είχε κάτι από πρώτο φθινόπωρο και η κλασική ξύλινη καρέκλα της ελληνικής ταβέρνας κάτι το ελαφρώς ασταθές, έτσι όπως πάσχιζε να βολευτεί στο ασφαλτοστρωμένο κράσπεδο. 

Το Ρεβαΐζι ήταν γεμάτο, κι αυτό σήμαινε ότι χρειαζόταν λίγη υπομονή μέχρι να σερβιριστούν όλοι το κοτόπουλο που περιλάμβανε το εισιτήριο, ώστε να αρχίσει η παράσταση χωρίς τους σερβιτόρους να πηγαίνουν πάνω-κάτω στα τραπέζια. Αναλογίστηκα για λίγο τι θα σκεφτόταν ο Κώστας Νούρος, αν έβλεπε μαζεμένους τόσους μεσήλικες (και μερικά νεότερα πρόσωπα) να τρώνε καλοψημένα φιλέτα, παρακολουθώντας τη ζωή του σε μουσικοθεατρική παράσταση. Με βάση τα όσα ξέρουμε, δεν θα τον αδικούσα αν μας έριχνε μια μούντζα. 

Ο Κώστας Νούρος, αηδόνι μιας Σμύρνης που ο Μικρασιατικός Πόλεμος άφησε μόνο ως μακρινή θύμηση –παγωμένη στον χρόνο ως ιδανική κοσμοπολίτικη Πολιτεία, με τον Ελληνισμό να διαφεντεύει την κουλτούρα και τις τύχες της– στέκει σήμερα ολότελα ξεχασμένος· πιο ξεχασμένος κι από όταν πέθανε εκείνον τον Μάη του 1972 στην Κοκκινιά, ήδη 10 χρόνια μακριά από τα πάλκα όπου κάποτε καθιερώθηκε. 

Γι' αυτό και μόνο, η μουσικοθεατρική παράσταση της Χρύσας Καψούλη (σε κείμενα της ιδίας, της Ανθής Γουρούντη και του Τσιμάρα Τζανάτου) έχει την αξία της. Όπως και τη σημειολογία της, γιατί δεν επιλέχθηκε βλέπετε το κλασικό σανίδι ενός θεάτρου για να πραγματωθεί, μα δύο ταβέρνες στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Ένα λαϊκό σκηνικό, δηλαδή. Το οποίο ίσως αποθάρρυνε τους νεότερους με μια τόσο ευθεία παραπομπή στη διασκέδαση των γονιών ή/και των παππούδων τους, μα σίγουρα προσπάθησε για κάτι συνεπές προς τη σμυρνέικη ψυχαγωγία των προσφύγων του Μεσοπολέμου που προλόγισε το ρεμπέτικο. 

Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια διαφορετική ιστορία. Η παράσταση δηλώνει «βασισμένη στη ζωή και τα τραγούδια του Κώστα Νούρου», είναι όμως φοβάμαι μόνο τα τελευταία που εν τέλει αναδεικνύονται. Καθισμένοι βέβαια στον υπαίθριο χώρο στο Ρεβαΐζι, χάναμε ορισμένα από τα λόγια (μόνο ο πρωταγωνιστής Τσιμάρας Τζανάτος και η ορχήστρα είχαν μικρόφωνα), ενώ την όλη ακουστική δεν βοηθούσε το γεγονός ότι από την άλλη πλευρά απ' όπου κάθονταν οι μουσικοί υπήρχε αφετηρία λεωφορείου. 


Έστω κι έτσι, πάντως, απολαύσαμε μια καλή, εύστοχη επιλογή από το ρεπερτόριο που υπήρχε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 στον κόσμο του Κώστα Νούρου, σε εξαιρετικές εκτελέσεις όσον αφορά την ορχήστρα και τους επαγγελματίες τραγουδιστές της (Δημήτρης Παπαγεωργίου & Ευφροσύνη Γιάννη) και σε πιο ερασιτεχνικές μα οπωσδήποτε γουστόζικες όσον αφορά τον Τσιμάρα Τζανάτο –που ενσάρκωσε όπως είπαμε τον Νούρο– και τον θίασο (δηλαδή το Πειραϊκό Φωνητικό Σύνολο Libro Coro). Προσωπικά, ας πούμε, μου άρεσε πολύ ο γενικός τρόπος με τον οποίον λειτούργησε ο τελευταίος, θυμίζοντας χορό αρχαίας τραγωδίας: μπορεί ο συντονισμός να μην ήταν πάντα πετυχημένος, όμως η όλη παρουσία και το ομαδικό άσμα σε κέρδιζαν.

Ακούσαμε λοιπόν τραγούδια που συνδυάστηκαν με τη φωνή του Νούρου, ορισμένα περίφημα (τη διασκευή του λ.χ. στα "Παιδιά Της Γειτονιάς Σου" ή το "Σμυρνέικο Μινόρε"), αλλά και ρεπερτόριο γνωστό σε όσους έχουν βουτήξει στο παρελθόν του ρεμπέτικου ("Μεμέτης", "Δολοφόνισσα", "Εργάτης Τιμημένος" κ.ά.). Η παράσταση ξεκινούσε ωστόσο με το παραδοσιακό θρακιώτικο "Κυρ-Κωστάκη Έλα Κοντά", ενώ στην πορεία ενσωματώθηκε κι ένας Γιάννης Μαρκόπουλος (το "Πέραμα", που πρωτοτραγούδησε ο Σταύρος Πασπαράκης μα έγινε γνωστό από τη Βίκυ Μοσχολιού), όπως κι ένα άσμα γραμμένο ειδικά για την παράσταση, με τίτλο "Δυο Φορές Ξένος". Αν και τέτοιες περιπτώσεις ή εκλογές σαν το προαναφερόμενο "Εργάτης Τιμημένος" –το οποίο ουδέποτε δισκογράφησε ο Νούρος, αν δεν κάνω λάθος– θολώνουν το «βασισμένη στη ζωή και τα τραγούδια του Κώστα Νούρου» μότο της παράστασης, είχαν τοποθετηθεί άψογα στον συνολικό κορμό.

Όσον αφορά τη ζωή του Νούρου, τώρα, όποιος δεν ήξερε κάτι για εκείνη, αμφιβάλλω ότι έφυγε σοφότερος βλέποντας τη συγκεκριμένη παράσταση. Ευτυχώς μάλιστα που υπήρξε ένας πρόλογος με τα βασικά βιογραφικά, τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να βρει στους καιρούς μας με ένα πρόχειρο γκουγκλάρισμα, γιατί διαφορετικά τα πάντα θα έμεναν στο σκοτάδι. Κι αυτό γιατί αφενός τα τραγούδια δεν είχαν μπει με χρονική σειρά, ούτε και αντανακλούσαν τη συχνά μυθιστορηματική ζωή του Νούρου –με τις προσωπικές τραγωδίες και τις συνεχείς γεωγραφικές μετακινήσεις– αφετέρου τα σημεία πρόζας υπήρξαν κατά τη γνώμη μου αποτυχημένα. 


Όλο δηλαδή το κέντρο βάρους της πρόζας έπεσε στην απεικόνιση του Νούρου ως μορφής που δεν χώρεσε στην εποχή του· ερμηνεία αμφιλεγόμενη, κρίνοντας από τη δημοφιλία και απήχηση την οποία γνώρισε κατά τον Μεσοπόλεμο. Η ενδυματολογική του κομψότητα δεν ήταν μεν χαρακτηριστική εκείνου του μικροσύμπαντος, δεν ήταν ωστόσο και μοναδική (θυμίζω εδώ τον καταπληκτικό Αντώνη Νταλγκά). 

Αν δε βάση της όλης αντιμετώπισης είναι τελικά η φημολογούμενη ομοφυλοφιλία του, έχω να πω ότι τίποτα σχετικό δεν λέχθηκε στο βιογραφικό του (μόνο μια αοριστία της Αγγέλας Παπάζογλου), μα και τίποτα τέτοιο δεν φάνηκε στην παράσταση, παρά ίσως ως υπαινιγμός, σε μία μόνο σκηνή. Αντιθέτως, περίσσεψε μια ψυχολογική ερμηνεία, την οποία βρήκα επιφανειακή και αγοραία στην προσπάθειά της να απεικονίσει τον Νούρο ως άνθρωπο που τραγουδούσε, λέει, από φόβο και λόγω της αναζήτησης του αλλιώτικου. 

Δέσμιος αυτής της προσέγγισης υπήρξε νομίζω και ο Τσιμάρας Τζανάτος, μια αν μη τι άλλο γοητευτική φιγούρα, που μπορεί να ξεκίνησε επιτυχώς –στην καθηλωτική εναρκτήρια σκηνή, όπου μας μίλησε λευκοντυμένος, έχοντάς μας στην πλάτη του– μα ετέλεψε με ένα μαύρο ξεκούμπωτο πουκάμισο, επενδύοντας σε χαμόγελα αυτάρεσκης λεβεντιάς και σε γουρλωμένα μάτια. Ο Νούρος με ξεκούμπωτο πουκάμισο; Αν η παράσταση τον ήθελε δύο φορές ξένο, φοβάμαι ότι πρόσθεσε ακόμα μία, τρίτη φορά με τη συγκεκριμένη πινελιά...

Το συνολικό πρόσημο, πάντως, παραμένει θετικό, παρά τις ευδιάκριτες αυτές απογοητεύσεις. Ο Νούρος δεν φωτίστηκε παραπάνω, δεν αναδύθηκε από το πλαίσιο της εποχής του, ούτε και διασαφηνίστηκε το θολό τοπίο γύρω από τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και το πόσο ανοιχτά ή όχι τις έδειξε. Τα τραγούδια όμως που είπε (ή που τραγουδήθηκαν γύρω του) πυροδότησαν και πάλι μια ίντριγκα, η οποία τον έβγαλε τουλάχιστον από τα σκοτάδια όπου τυλίχτηκε μετά τον αθόρυβο θάνατό του. 




17 Αυγούστου 2022

Μελίνα Κανά & Ο Γόης Του Θησείου - Μελίνα Κανά & Ο Γόης Του Θησείου [δισκοκριτική, 2015]


Μία κριτική μου από το 2015, σε έναν δίσκο με τον οποίον η Μελίνα Κανά επεδίωξε να γυρίσει σελίδα σε μια σημαντική καριέρα, που όμως είχε βρει τότε σε διάφορα αδιέξοδα. Δυστυχώς η σύμπραξη με το συγκρότημα Ο Γόης Του Θησείου δεν οδήγησε σε κάτι το ιδιαίτερο.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία της μπάντας ανήκει στη Χριστίνα Λυδάκη.


Μια ανάγκη για ανανέωση εντόπισε η Μελίνα Κανά και κατά τη γνώμη μου σωστά το είδε έτσι. Γιατί τα τελευταία 10 χρόνια κύλησαν τουλάχιστον αμήχανα για την ερμηνεύτρια, με έναν δίσκο λαϊκών διασκευών που ξεχάστηκε γρήγορα (Juke Box, 2004), με μια πιο ολοκληρωμένη απόπειρα λαϊκής στροφής η οποία διέθετε αρετές μα δεν υποστηρίχθηκε από το έντεχνο κοινό (Της Καρδιάς Τα Βήματα, 2006), με μια έντεχνη επιστροφή που σηματοδότησε σοβαρότατα καλλιτεχνικά αδιέξοδα (Μόνο Κόκκινο, 2009) και με μια ζωντανή σύμπραξη με την Ελένη Τσαλιγοπούλου (Μαζί, 2014), που ήθελε μεν να ψηλαφίσει νέα εδάφη, μα δεν βρήκε τους τρόπους να το κάνει. 

Ωστόσο, ούτε τώρα βρέθηκε το κλειδί για να ανοίξει η πόρτα προς το αύριο. Η απόφαση της Κανά να αφεθεί στο νέο κουαρτέτο που ονομάζει εαυτόν Ο Γόης Του Θησείου –δείχνοντας υπερβολική πίστη, νομίζω, στο πώς περνάει προς τα έξω ένα εντελώς εσωτερικό λογοπαίγνιο– δεν φέρνει τους καρπούς που ανέμενε ίσως εκείνη και σίγουρα περιμέναμε όσοι θα θέλαμε να την ακούσουμε ξανά σε ρεπερτόριο με βαρύτητα. 

Βέβαια η προσπάθεια δεν στερείται σοβαρότητας και είναι αλήθεια ότι σε αρκετά σημεία νιώθεις πως ο Γόης Του Θησείου (Παναγιώτης Μανουηλίδης, Θάνος Καζαντζής, Κώστας Νικολόπουλος & Νίκος Παπαϊωάννου) βάζει όντως τα δυνατά του. Όμως, για διάφορους λόγους, το πράγμα σκοντάφτει. Οι συντελεστές σηκώνονται τελικά χωρίς δραματικά τραύματα, αλλά μένουν γρατζουνισμένοι, να κοιτιούνται με εκείνη την αμηχανία την οποία υποτίθεται θα ξόρκιζαν, επανασυστήνοντας τη Θεσσαλονικιά ερμηνεύτρια. 

Τι φταίει;

Πρώτα-πρώτα, η «συνταγή»: έχουμε εδώ ένα άλμπουμ με μόλις 5 νέα τραγούδια (με τις υπογραφές του Αλκίνοου Ιωαννίδη, του Σωκράτη Μάλαμα, του Γιώργου Καζαντζή και του Παναγιώτη Μανουηλίδη) στα συνολικά  14. Από τα υπόλοιπα, 6 είναι διασκευές, ενώ βρίσκουμε και 3 επανεκτελέσεις σε υλικό που έχει ήδη πει η Κανά στο παρελθόν (1992, 1996, 2003). 

Οφείλεις ασφαλώς την καλή σου πίστη, να σκεφτείς δηλαδή ότι και στους νεότερους αρέσει να πειράζουν τους παλιότερους, μα και πως η ίδια η Κανά είναι πλέον σε ένα ηλικιακό και δημιουργικό φάσμα που ίσως έχει την ανάγκη τέτοιων επανεπισκέψεων, είτε σε προσωπικούς σταθμούς σαν τα "Μεταξωτά" και τη "Φεϊρούζ", είτε σε κομμάτια σαν το "Έρωτά Μου Αγιάτρευτε" (Κώστας Κόλλιας, 1980) ή τον "Νείλο" του Νίκου Ξυδάκη (το είχε πει το 1987 η Ελευθερία Αρβανιτάκη). Εντούτοις, δεν γίνεται να διώξεις κι ολότελα το λέγε-λέγε των πέριξ της εγχώριας δισκογραφίας, αυτό που διατείνεται πως «από φωνές καλά πάμε, τραγούδια δεν έχουμε»: είναι τα ίδια τα αποτελέσματα τα οποία το επαναφέρουν στο προσκήνιο. 

Επί της πραγμάτωσης, δηλαδή, τα καινούρια τραγούδια δεν ήταν ούτε σπουδαία, ούτε αξιομνημόνευτα. Ο μόνος που έδειξε να πήρε στα σοβαρά την όλη προσπάθεια να φτιαχτεί ένα νέο, ηλεκτρικό προφίλ για τη Μελίνα Κανά, ήταν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης: παρά τους απογοητευτικούς στίχους της Δέσποινας Γκάτζιου, η "Ξένη" δείχνει τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθηθεί, σε αντιδιαστολή με τις συμπαθείς μα όχι σπουδαίες απόπειρες του «εγκεφάλου» των Ο Γόης Του Θησείου ("Ονειροπαγίδα", "Η Πόρτα") ή τις κουρασμένες συμβάσεις του Μάλαμα ("Λάθος Δρομολόγια") και του Καζαντζή ("Πολεμιστής"). Λαμβάνεις την εντύπωση πως μόνο ο Ιωαννίδης, από όλους τους, διαθέτει ουσιαστική επαφή με τον ηλεκτρικό ήχο «εκεί έξω». Και δεν μπορείς έτσι να μην αναρωτηθείς τι θα γινόταν αν έγραφε έναν ολόκληρο δίσκο για την Κανά.

Το κέντρο βάρους πέφτει λοιπόν στις διασκευές και στις επανεκτελέσεις. Όπου τα πράγματα αποδεικνύονται καλύτερα, σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, από την άποψη πως η τετράδα πίσω από τον Γόη Του Θησείου αναζητά πράγματι την τομή μεταξύ τζουράδων, σαζιών και Δυτικών αναμνήσεων. Ενώ όμως το βλέπεις αυτό, ενώ σέβεσαι την αρτιπαιξία τους και τη σοβαρότητα με την οποία κρατούν τις αρχικές μελωδίες, χτίζοντας γύρω τους νέες ενορχηστρώσεις, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, ότι το τι εννοούν ως «ηλεκτρικό» δεν είναι σύγχρονο, μα παλιό –ή, έστω, πιο παλιό από το πώς το βλέπει ο Ιωαννίδης· δεύτερον, ότι ασχολούνται τόσο πολύ με τον ενορχηστρωτικό τομέα, ώστε χάνουν επαφή με το πόσο βαρετό γίνεται ενίοτε το αποτέλεσμα, ειδικά στο "Τραπέζι", στο δημοτικό της Χαλκιδικής "Τα Παπούτσια" και στο "Ο Κόσμος Ξημερώνει".

Η Μελίνα Κανά χρειαζόταν εδώ έναν Στάθη Καλυβιώτη, να θέσει σαφείς αποστάσεις με το νεοπαραδοσιακό έντεχνο της δεκαετίας του 1990 διασκευάζοντας τα "Παπούτσια", βάζοντας παράλληλα και την ίδια σε διαφορετικές ερμηνευτικές λογικές. Χρειαζόταν έναν Socos να αναδείξει τη διάθεση ανατροπής που πάντα υφέρπει στις συνθέσεις του Μαμαγκάκη κατά τη μεταποίηση του "Δώδεκα Χτύπησαν Οι Δείκτες" σε κάτι πιο rock, έναν Νεκτάριο Καραντζή να πλάσει έναν πιο σύγχρονο αλαφροτζάζ καμβά γύρω από τα "Μεταξωτά", μια μπάντα σαν τους My Drunken Haze να ζώσει με σφριγηλή ψυχεδέλεια τη "Φεϊρούζ" και τον "Νείλο" –και πάει λέγοντας. Χρησιμοποιώ παραδείγματα καλλιτεχνών που βρίσκονται «εκεί έξω» τα τελευταία χρόνια, ώστε να τονίσω ότι δεν θεωρητικολογώ: υπάρχουν δυνάμεις στο σύγχρονο ελληνικό σκηνικό ικανές για τέτοια πράγματα.   

Δεν είναι κακός ο δίσκος, δεν θα πρότεινα να μην τον ακούσει όποιος νιώθει να τον αφορά η Μελίνα Κανά. Άλλωστε η ίδια βρίσκει συχνά το μονοπάτι για να φτάσει στην καρδιά σου και να σε ενεργοποιήσει συναισθηματικά. Δεν βρίσκει όμως κάποιο ερμηνευτικό πρόσωπο το οποίο δεν ήξερε ή δεν ξέραμε, ούτε πραγματοποιεί τις υπερβάσεις εκείνες που κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να επανασυστηθούμε. Το χθες βαραίνει περισσότερο από το πιθανό αύριο και δεν αποδομείται καν με την πρέπουσα γενναιότητα, μήπως κι αναδειχθεί έτσι ο όποιος δρόμος προς το μέλλον.